Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2024

Ρίχαρντ Βάγκνερ: Ένας Γερμανός φιλέλληνας


Με αφορμή την επέτειο του θανάτου ενός κορυφαίου Γερμανού μουσικοσυνθέτη που αγάπησε πολύ την Ελλάδα.

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

«Οι ανταποκρίσεις των εφημερίδων και των περιοδικών από τον αγώνα των Ελλήνων για ανεξαρτησία, μου είχαν προξενήσει φοβερή συγκίνηση. Έτσι, η αγάπη μου για την Ελλάδα, που αργότερα μετατράπηκε σε ενθουσιασμό για τη μυθολογία και την ιστορία της αρχαιότητάς της, πήγασε από το ζωηρό και επώδυνο ενδιαφέρον μου για τα γεγονότα του παρόντος. Στα κατοπινά χρόνια, η ιστορία των αγώνων των Ελλήνων κατά των Περσών μού έφερνε πάντα στο νου τη σύγχρονη επανάσταση κατά των Τούρκων.»

(Απόσπασμα από την αυτοβιογραφία [1] ενός μεγάλου Γερμανού μουσικοσυνθέτη και φιλέλληνα, ο οποίος έκανε σκοπό της καλλιτεχνικής του δημιουργίας την αναβίωση του αρχαίου Ελληνικού Δράματος μέσω του Λυρικού Θεάτρου.)

Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ γεννήθηκε στη Λειψία το 1813 και πέθανε στις 13 Φεβρουαρίου 1883 στη Βενετία [2]. Μετά από αυτόν, τίποτα στην όπερα – αλλά και στην Τέχνη γενικότερα – δεν θα ήταν ίδιο. Έκανε πράξη το όραμά του να συνενώσει όλες τις τέχνες (ποίηση, μουσική, εικαστικές τέχνες, ως και φιλοσοφία) σε μία ενιαία Τέχνη που θα εμπεριείχε κάθε δυνατή έκφανση του ωραίου. Ειδικά σε ό,τι αφορά την όπερα (ορθότερα, «μουσικό δράμα»), εισήγαγε τον μουσικό συμβολισμό μέσω της συστηματικής χρήσης μουσικών θεμάτων (Leitmotiv), ενώ αναβάθμισε τον ρόλο της ορχήστρας από απλά συνοδευτικό και υποδηλωτικό του ρυθμού (πρακτική από την οποία δεν ξέφυγε ούτε ο μεγάλος Βέρντι) σε ρόλο αληθινού φιλοσοφικού σχολιαστή τού επί σκηνής παριστώμενου δράματος, κάτι ανάλογο με τον χορό στο αρχαίο ελληνικό θέατρο.

Η υστεροφημία του Βάγκνερ αμαυρώθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο λόγω του ότι ένας παράφρων Γερμανός δικτάτορας, που βαρύνεται με το φρικτό μαζικό έγκλημα του Ολοκαυτώματος, έτυχε να λατρεύει σε βαθμό ψύχωσης τη μουσική του και ανήγαγε τον συνθέτη σε απόλυτο σύμβολο «γερμανισμού». Για τον ίδιο λόγο αποδόθηκε, όψιμα, μεγαλύτερη του δέοντος σημασία στον «αντισημιτισμό» του Βάγκνερ. Στην πραγματικότητα, η καταραμένη αυτή ετικέτα, που τον καταδιώκει ως σήμερα, βασίζεται κατά κύριο λόγο σε ένα γελοίο δοκίμιο («Ο Ιουδαϊσμός στη Μουσική») που έγραψε ο Βάγκνερ ωθούμενος από το σύμπλεγμα που τον διακατείχε έναντι της καλλιτεχνικής επιτυχίας μεγάλων Εβραίων συνθετών της εποχής του, όπως ο Μέντελσον και ο Μάιερμπεερ. Στη «δαιμονοποίηση» του Βάγκνερ συνέβαλε επίσης τα μέγιστα η στενή φιλία της νύφης του, Γουίνιφρεντ Βάγκνερ – την οποία ο συνθέτης δεν γνώρισε ποτέ – με τον Χίτλερ, όπως και οι εμπαθείς κι ατεκμηρίωτες διαστρεβλώσεις των νοημάτων που περιέχονται στο βαγκνερικό έργο από τον Αμερικανό συγγραφέα Ρόμπερτ Γκούτμαν (Robert Gutman) [3].

Όμως, στον κύκλο του Βάγκνερ θα μπορούσε κάποιος να διακρίνει πολλούς Εβραίους φίλους και συνεργάτες, ενώ ο ίδιος ουδέποτε δέχθηκε να προσυπογράψει αντισημιτικές διακηρύξεις. Είναι αξιοσημείωτο ότι ανέθεσε τη διεύθυνση της τελευταίας και ίσως κορυφαίας όπεράς του, «Πάρσιφαλ», στον νέο και ταλαντούχο μαέστρο Χέρμαν Λεβί – με τον οποίο ο συνθέτης είχε αναπτύξει στενή προσωπική φιλία – παραβλέποντας τις αντιδράσεις αντισημιτικών κύκλων της εποχής (αλλά και τις επιφυλάξεις του ίδιου του πεθερού τού Βάγκνερ, Φραντς Λιστ) λόγω του ότι ένα έργο που υμνούσε τον Χριστιανισμό θα αντετίθετο στον γιο ενός ραβίνου.

Για να κλείσουμε όπως ξεκινήσαμε: Αυτό που εντυπωσιάζει ιδιαίτερα είναι το γεγονός ότι, σε αντίθεση με πολλούς άλλους φιλέλληνες που αγάπησαν την Ελλάδα κατά κύριο λόγο (αν όχι αποκλειστικά) λόγω θαυμασμού για την αρχαιότητά της, ο Βάγκνερ – όπως φαίνεται καθαρά στην αυτοβιογραφία του – στράφηκε στη μελέτη της κλασικής Ελλάδας έχοντας ως αφετηριακό ερέθισμα τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες του σύγχρονού του Ελληνισμού. Για τον Βάγκνερ, η Ελλάδα αποτελούσε μία ενιαία ιδέα και μια πολιτιστική αξία με απόλυτη ιστορική συνέχεια. Δυστυχώς, τον διέψευσαν (και εξακολουθούν να τον διαψεύδουν) οι κατοπινές γενιές των Ελλήνων...

[1] Richard Wagner, “My Life” (Αγγλική Έκδοση, Cambridge University Press, 1983). (Η μετάφραση του αποσπάσματος έγινε από τον γράφοντα.)

[2] Παρεμπιπτόντως, δεν πέθανε στη Βενετία ο μεγάλος Αυστριακός συνθέτης Γκούσταβ Μάλερ, όπως για λόγους ακατανόητους αφηγείται ο Λουκίνο Βισκόντι στην ταινία του «Θάνατος στη Βενετία»!

[3] Ο Γκούτμαν φτάνει ως το σημείο να συνδέσει τον «Πάρσιφαλ» – έναν αληθινό ύμνο στην ανθρώπινη ενσυναίσθηση – με τον εξοντωτικό φυλετικό ρατσισμό των Ναζί που οδήγησε στο Ολοκαύτωμα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου