Σάββατο 16 Μαρτίου 2024

Το «θα τους φάμε» τώρα δικαιώνεται! | Η Λίνα Μενδώνη και το τέλος του φιλελευθερισμού



Πόσο φιλελεύθερος είναι ο νόμος που προωθεί η υπουργός Πολιτισμού για την υποστήριξη της ελληνικής μουσικής;

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Τον Φεβρουάριο του '23, έξω από το Εθνικό Θέατρο και ενώπιον παραληρούντος πλήθους, στο τέλος επαναστατικού άσματος και με οργίλο ύφος που θύμιζε καπετάνιο αντάρτικου στρατού σε ώρα μάχης ενάντια σε μισητό εχθρό, η γνωστή τραγουδίστρια κ. Τάνια Τσανακλίδου κραύγασε, απειλητικά, «θα τους φάμε!». Τα υποψήφια θύματα «ανθρωποφαγίας» ήταν οι τότε κυβερνώντες, με προεξάρχουσα την υπουργό Πολιτισμού κ. Λίνα Μενδώνη. Η δημόσια συγκέντρωση είχε λάβει χώρα με αφορμή την απαίτηση των καλλιτεχνών να διορίζονται στο δημόσιο ως απόφοιτοι πανεπιστημίων. Τελικά, δεδομένου ότι η χώρα βρισκόταν στην αρχή προεκλογικής περιόδου, η κυβέρνηση κάπως τα βόλεψε με τους καλλιτέχνες και ο θόρυβος κόπασε. Η φράση «θα τους φάμε», όμως, έγινε viral...

Καθώς βρισκόμαστε και πάλι σε τροχιά (ευρω)εκλογικής περιόδου, η κ. Μενδώνη είπε να το τερματίσει. Κατέβασε, λοιπόν, προς ψήφιση ένα νομοσχέδιο, βάσει του οποίου ακόμα και ιδιωτικές επιχειρήσεις (όπως ξενοδοχεία, εμπορικά κέντρα και ραδιοφωνικοί σταθμοί) που κάνουν χρήση μουσικής, υποχρεούνται, υπό την απειλή προστίμου(!), να παίζουν ένα καθορισμένο, ελάχιστο ποσοστό ελληνικής μουσικής. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα πνευματικά δικαιώματα των εγχώριων μουσικών δημιουργών (δαπάναις, φυσικά, όχι του κράτους που νομοθετεί αλλά των ίδιων των επιχειρήσεων)...

Να θυμίσουμε ότι η κ. Μενδώνη ανήκει σε μία κυβέρνηση που έχει εξ υπαρχής αυτο-συστηθεί στον ελληνικό λαό ως «φιλελεύθερη». Και, με βάση το αλφαβητάρι του φιλελευθερισμού, το μόνο που δεν κάνει ένα φιλελεύθερο σύστημα εξουσίας είναι να παρεμβαίνει στις επιλογές του κάθε πολίτη, στον βαθμό που αυτές δεν απειλούν το γενικό καλό και δεν βλάπτουν την ελευθερία των συμπολιτών του. Όπου με τον όρο «πολίτης» μπορεί να εννοείται, γενικότερα, και μία ευρύτερη δομή όπως μια οικονομική επιχείρηση.

Είναι προφανές ότι ο «νόμος Μενδώνη» παραβιάζει τις στοιχειώδεις αρχές του φιλελευθερισμού και θυμίζει άλλες εποχές και άλλη φιλοσοφία εξουσίας. Τελικά - και γενικότερα - ίσως πρέπει να συμβιβαστούμε με την ιδέα ότι ο κατασυκοφαντημένος (ακόμα κι από εμένα τον ίδιο [1]) φιλελευθερισμός δεν ταιριάζει στο ελληνικό DNA. Κι αυτό δεν αφορά μόνο την εξουσία (ας σκεφτούμε, λ.χ., αν η παρανοϊκή υπερφορολόγηση της ακίνητης περιουσίας είναι φιλελεύθερο μέτρο) αλλά και τον ίδιο τον λαό (αμέτρητοι οι εγχώριοι θαυμαστές ενός πολεμοχαρούς Ρώσου δικτάτορα).

Έτσι, αν περιμένουμε «να τους φάμε» - που θα 'λεγε κι η Τσανακλίδου - για να χορτάσουμε, μάλλον θα μείνουμε νηστικοί: Φιλελεύθεροι υπάρχουν μόνο στον κατάλογο του μενού, όχι στην κουζίνα!


Τρίτη 12 Μαρτίου 2024

Η Δύση που την μίσησαν πολλοί...

 Δύο εκ διαμέτρου αντίθετες, θεωρητικά, πολιτικές τάσεις - η αριστερή και η άκρα δεξιά - συναντούνται και συνυπάρχουν αρμονικά κάτω από το κοινό μίσος για τη δημοκρατική Δύση και ό,τι αυτή αντιπροσωπεύει. Οι λόγοι, όμως, είναι διαφορετικοί...

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Είχαμε γράψει σε προηγούμενο σημείωμα [1]:

«Προβληματισμό έχει προκαλέσει η παρουσία στη Βουλή ενός σημαντικού αριθμού εκπροσώπων του λεγόμενου αντι-δυτικού χώρου. Ενός χώρου που υπερβαίνει τις κομματικές γραμμές αφού, μέσα σε αυτόν, εκείνα που χωρίζουν "δεξιές" και "αριστερές" ιδεολογικές θέσεις παύουν να έχουν σημασία. Αυτό που ενοποιεί τον χώρο είναι πιο ισχυρό από εκείνα που τον διχάζουν.

Μία περιδιάβαση στα social media τα τελευταία 13 χρόνια αποκαλύπτει την εκτός πραγματικότητας και λογικής στάση ενός όχι ευκαταφρόνητου ποσοστού νεοελλήνων σε τρεις πρόσφατες κρίσεις με εθνική σημασία. Τα μέλη της σημαντικής αυτής κοινωνικής ομάδας δείχνει να συνδέει η αντιπάθεια, ή μάλλον το μίσος, για έναν κοινό εχθρό. Ένα μίσος τόσο μεγάλο που καταργεί ακόμα και τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε εμφατικά αντίθετες πολιτικές ιδεολογίες. Αποδέκτης του μίσους είναι μία ιδέα που, μετά από δύο αιματηρούς παγκόσμιους πολέμους, κατόρθωσε να μετουσιωθεί σε πολιτική πραγματικότητα: η φιλελεύθερη, δημοκρατική Δύση.

Τις αντι-δυτικές δυνάμεις του τόπου συνδέει μία κοινή στάση απέναντι σε τρία ζητήματα εθνικής σημασίας: την αποφυγή της χρεοκοπίας, την αντιμετώπιση της πανδημίας και τη θέση της χώρας στην ουκρανική κρίση...»

Έτσι, το κοινό - και εξίσου φανατικό - αντιδυτικό αίσθημα των δύο πολιτικών άκρων τα έκανε να συναντηθούν και να συνυπάρξουν αρμονικά (ως και κυβερνητικά) στους κόλπους των αντιμνημονιακών της περιόδου της οικονομικής κρίσης και, αργότερα, στους αντιεμβολιαστές της πανδημίας και τους θαυμαστές ενός φιλοπόλεμου Ρώσου δικτάτορα - ο οποίος τούτη τη στιγμή απειλεί την παγκόσμια κοινότητα με ένα ολοκαύτωμα από το οποίο δεν πρόκειται να επιζήσει κανείς.

Το ενδιαφέρον της υπόθεσης είναι ότι, όχι μόνο δεν εισπράττει αντιδυτικό μένος αλλά, αντίθετα, απολαμβάνει υψηλή δημοφιλία στη χώρα μας ένας πρώην (και, δυστυχώς, ίσως επόμενος) "πλανητάρχης", παρά το γεγονός ότι ηγήθηκε της πλέον "δυτικής" δημοκρατίας: εκείνης των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτό εξηγείται από το ότι ο εν λόγω πρόεδρος υπήρξε, και παραμένει, μέγας θαυμαστής και υποστηρικτής του Ρώσου δικτάτορα, τον οποίο μάλιστα ενθαρρύνει(!) να επιτεθεί ακόμα και σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης [2]. Και, η ενωμένη Ευρώπη είναι η ιδέα απέναντι στην οποία κορυφώνεται το αντιδυτικό μίσος των δύο πολιτικών άκρων.

Όμως, τι εξηγεί αυτό το μίσος προς τη Δύση; Εδώ οι λόγοι διαχωρίζονται και, σε μερικά επιμέρους ζητήματα, εμφανίζονται αντίθετοι μεταξύ τους. Για την εγχώρια (και, ως έναν βαθμό, την ευρωπαϊκή) Αριστερά, η Δύση είναι πάντα ταυτισμένη με την αποικιοκρατία, τον ρατσισμό και την εκμετάλλευση φτωχών και ανίσχυρων λαών. Για την (άκρα, κυρίως) Δεξιά, η Δύση απομακρύνεται συνεχώς από "ιερές" παραδοσιακές αξίες που θα όφειλε με κάθε τρόπο να προασπίζει, διολισθαίνοντας σε έναν παρακμιακό και απόλυτα μη-αποδεκτό "προοδευτισμό". Ας δούμε τις δύο περιπτώσεις κάπως αναλυτικότερα:

Η Αριστερά βλέπει τη Δύση ως "μητέρα κάθε κακού", υπεύθυνη για όλα τα δεινά του υπόλοιπου Κόσμου, τα οποία όχι μόνο προκάλεσε στο παρελθόν με ιμπεριαλιστικές μεθόδους αλλά και εκμεταλλεύτηκε προς όφελος της δικής της ευμάρειας. Έτσι, η αριστερή διανόηση αντιμετωπίζει με συμπάθεια, αν όχι δικαιολογεί απροκάλυπτα, ακόμα και φρικτές εγκληματικές πράξεις που διαπράττονται από φιλοξενούμενους στις δυτικές δημοκρατίες, με θρησκευτικά ή οικονομικά κίνητρα και με θύματα αθώους πολίτες των χωρών που τους φιλοξενούν. Οι οποίες χώρες, από τη μεριά τους, δίνουν στους μετανάστες τη δυνατότητα, αν το επιθυμούν, να ενταχθούν ως ισότιμα μέλη στην κοινωνία των πολιτών - υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι σέβονται τους κανόνες της δυτικής δημοκρατίας και αποδέχονται τα φιλελεύθερα δυτικά ήθη.

Η Δεξιά, από την άλλη, κατηγορεί τη Δύση ως υπέρ το δέον ανεκτική και φιλόξενη σε ξένους πολιτισμούς (δηλαδή, ανοιχτή στην πολυπολιτισμικότητα), όπως και υπερβολικά "προοδευτική" και φιλελεύθερη ώστε να επιτρέπει - ακόμα και να κατοχυρώνει θεσμικά - την αποσύνθεση παραδοσιακών θεσμών και δομών, όπως ο γάμος και η οικογένεια. Σε αυτό το αρνητικό αίσθημα έχουν συμβάλει τα μέγιστα τόσο οι σύγχρονες φιλο-μεταναστευτικές πολιτικές ευρωπαϊκών κρατών, όσο και οι ακραίες θέσεις - και οι συχνά ριζοσπαστικές συμπεριφορές - των οπαδών της λεγόμενης "Woke" κουλτούρας [3], η οποία επιχειρεί να επιβάλει τη σιγή σε κάθε φωνή που δεν υπηρετεί τους σκοπούς της [4]. Δεν προκαλεί εντύπωση, επομένως, η "δεξιά" συμπάθεια σε αντι-δυτικές δικτατορικές προσωπικότητες που εμφανίζονται ως θεματοφύλακες ηθών και αξιών...

Το οξύμωρο της υπόθεσης, εν τούτοις, είναι ότι, ακόμα κι εκείνοι που μισούν θανάσιμα τη Δύση δεν θα ήθελαν να ζουν οπουδήποτε αλλού! Γιατί, σε κανένα άλλο μέρος - ιδιαίτερα στις χώρες των δικτατόρων που θαυμάζουν - δεν θα είχαν την ελευθερία να εκφράσουν ανοιχτά τη γνώμη τους, ακόμα και την απέχθειά τους για το ίδιο το σύστημα εξουσίας. Και, για να είμαι ειλικρινής, δεν θυμάμαι να έχει ποτέ απαντηθεί το ειρωνικό (και μάλλον ρητορικό) ερώτημα που τίθεται συχνά στα social media: "Αφού μισείτε τις δυτικές δημοκρατίες ενώ αγαπάτε τόσο πολύ τον τάδε δικτάτορα, γιατί δεν πάτε να ζήσετε στη χώρα του;"

[1] https://www.tovima.gr/2023/07/14/opinions/apo-to-mnimonio-sto-emvolio-kai-ton-poutin-ena-xroniko-ellinikou-antidytikismou/

[2] https://www.kathimerini.gr/world/562882858/to-apotypoma-tis-ekstrateias-tramp-i-eyropi-kai-to-nato/

[3] Nathalie Heinich: "Γουοκισμός: ο νέος ολοκληρωτισμός;" (Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2023).

[4] https://klik.gr/2024/02/05/prepei-na-afairesoyme-ti-lexi-kanonikotita-apo-ta-lexika/

KLIK

Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2024

Δικτάτορες de jure και de facto

 Υπάρχουν δύο ειδών δικτάτορες: αυτοί που το δηλώνουν απροκάλυπτα κι εκείνοι που προσποιούνται τους δημοκράτες. Κατά μία έννοια, οι πρώτοι είναι πιο «έντιμοι» από τους δεύτερους...

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Υπάρχει πάντα τρόπος να καταλύσεις ένα δημοκρατικό σύστημα αντικαθιστώντας το με ένα προσωποπαγές δικτατορικό καθεστώς, σε μία χώρα με μικρή δημοκρατική εμπειρία που έχει επί μακρόν βιώσει ως «κανονικότητα» τον αυταρχισμό. Είτε ο αυταρχισμός αυτός ασκείται από ένα πρόσωπο (λ.χ., έναν αυτοκράτορα, όπως ο Γουλιέλμος Β΄ της Γερμανίας, την ηγεμονία του οποίου διαδέχθηκε η βραχύβια «Δημοκρατία της Βαϊμάρης»), είτε επιβάλλεται από ένα ολοκληρωτικό κομματικό καθεστώς (π.χ., το κομμουνιστικό σύστημα εξουσίας στην Σοβιετική Ένωση [1], που έδωσε τη θέση του σε μία ευάλωτη δημοκρατία).

Την αποτελεσματικότερη μέθοδο να αποδομήσεις ένα σύστημα εξουσίας την δίδαξαν οι Έλληνες στον Τρωικό Πόλεμο: αρκεί να εισχωρήσεις σε αυτό (να γίνεις, δηλαδή, μέρος του συστήματος) και να το γκρεμίσεις εκ των έσω. Όταν το σύστημα είναι μία αδύναμη και ασταθής δημοκρατία, το αν θα παρουσιάσεις τον εαυτό σου απροκάλυπτα ως δικτάτορα, ή προσχηματικά ως δημοκράτη «πατέρα» του έθνους που περιορίζει τις λαϊκές ελευθερίες για το «καλό» του λαού, είναι ζήτημα πολιτικής βιτρίνας. Ας εξετάσουμε κάθε σενάριο χωριστά.

Η απροκάλυπτη δικτατορία

Ας κάνουμε την υπόθεση ότι φιλοδοξείς να γίνεις δικτάτορας σε μία χώρα που έχει μικρή εμπειρία γνήσιας δημοκρατίας, έχοντας γνωρίσει μόνο ένα αυτοκρατορικό σύστημα εξουσίας που τερματίστηκε μετά την ήττα σε έναν παγκόσμιο πόλεμο. Η νεοπαγής δημοκρατία είναι ασταθής, και η χώρα μαστίζεται από βίαιες ταραχές στο εσωτερικό της. Στόχος σου είναι να εγκαθιδρύσεις ένα δικτατορικό καθεστώς (με αρχηγό, φυσικά, εσένα), εφαρμόζοντας τη μέθοδο του δούρειου ίππου: αποκτώντας καταρχάς έναν θεσμικό ρόλο στο πλαίσιο του δημοκρατικού συστήματος και, στη συνέχεια, ανατρέποντας το πολίτευμα εκ των έσω.

Δημιουργείς, λοιπόν, ένα κόμμα με ακραία ιδεολογία και, παράλληλα, οργανώνεις έναν ιδιωτικό στρατό τραμπούκων που επιδίδονται σε βία και τρομοκρατία κατά των μη αρεστών. Εκόντες - άκοντες, και με το αφελές σκεπτικό ότι έτσι θα ηρεμήσουν τα πράγματα και θα σε ελέγχουν καλύτερα, οι άνθρωποι του γηραλέου προέδρου της δημοκρατίας σε διορίζουν – ας το πούμε έτσι – πρωθυπουργό.

Μετά τον θάνατο του προέδρου, αρπάζεις και τη δική του καρέκλα και αναγορεύεις τον εαυτό σου Αρχηγό του έθνους. Στη συνέχεια, οργανώνοντας προβοκάτσιες και επικαλούμενος «έκτακτες συνθήκες» που απαιτούν περισσότερο συγκεντρωτική διακυβέρνηση, καταργείς τη Βουλή και, τελικά, καταλύεις το δημοκρατικό πολίτευμα.

Ελλείψει, πλέον, θεσμικής αντιπολίτευσης, κάποιοι γενναίοι αντιφρονούντες αντιστέκονται με κάθε δυνατό τρόπο στο σκοτεινό καθεστώς που έχεις επιβάλει. Και τότε βρίσκεις την ιδανική λύση για να απαλλαγείς από αυτούς: τους κλείνεις, αρχικά, σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως και φροντίζεις στη συνέχεια να «πεθάνουν από φυσικά αίτια» εκεί. Στην πραγματικότητα, δίνεις εντολή να δολοφονηθούν...

Η κατ' επίφαση «δημοκρατία»

Υποθέτουμε, τώρα, ότι επιθυμείς να γίνεις δικτάτορας σε μία χώρα που έχει γνωρίσει, διαδοχικά, δύο αυταρχικά καθεστώτα – ένα αυτοκρατορικό και ένα μονοκομματικό «υπέρ του λαού» – ενώ έχει μόλις πρόσφατη εμπειρία δημοκρατίας. Γνωρίζοντας εκ των έσω τους σκοτεινούς μηχανισμούς του προηγούμενου ολοκληρωτικού καθεστώτος, κατορθώνεις να κερδίσεις την εύνοια του προέδρου της νεοσύστατης δημοκρατίας και να οριστείς από εκείνον ως διάδοχός του, πράγμα που επικυρώνεται θεσμικά μέσω δημοκρατικών εκλογών.

Από τη στιγμή που παίρνεις στα χέρια σου τη διακυβέρνηση της χώρας, «κόβεις» και «ράβεις» το σύνταγμα και τους νόμους στα μέτρα που σε εξυπηρετούν ώστε να παρατείνεις την παραμονή σου στην εξουσία. Έχοντας τον απόλυτο έλεγχο όλων των κρατικών μηχανισμών καταστολής, φιμώνεις τον τύπο και επιβάλλεις σιγή σε κάθε δυνατή έκφραση κριτικής για τον χαρακτήρα και την πολιτική σου. Και, όταν εμφανίζονται στον ορίζοντα πολιτικοί αντίπαλοι με επικίνδυνη για το καθεστώς σου αντιπολιτευτική δυναμική, φροντίζεις με στημένες κατηγορίες να τους κλείσεις σε φυλακές - κολαστήρια, ή κανονίζεις να «πεθάνουν» μυστηριωδώς κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες (εντός ή εκτός φυλακών).

Τελικά, λόγω της απουσίας ελεύθερου πολιτικού αντίλογου, και ελλείψει πολιτικών αντιπάλων ικανών να πάρουν την εξουσία από εσένα (αφού τους έχεις όλους φυλακίσει ή/και δολοφονήσει), γίνεσαι de facto δικτάτορας της χώρας, με άγνωστη ημερομηνία λήξης του καθεστώτος σου...

Ο πιο «έντιμος» δικτάτορας

Κάνοντας σύγκριση των δύο περιπτώσεων, θα έλεγα (με κίνδυνο να παρεξηγηθώ) ότι ο πρώτος, de jure δικτάτορας φαντάζει πιο «έντιμος», αφού σε καμία περίπτωση δεν ισχυρίζεται ότι σέβεται δημοκρατικές αξίες και υπηρετεί δημοκρατικούς θεσμούς. Εισβάλλει στο δημοκρατικό σύστημα με ξεκάθαρο σκοπό να το καταλύσει, πράγμα που όχι μόνο δεν αρνείται αλλά και διαλαλεί στα πλήθη ως προσωπικό του θρίαμβο!

Αντίθετα, ο προσχηματικά «δημοκράτης» – αλλά κατ' ουσίαν δικτάτορας – του δεύτερου παραδείγματος προσβάλλει την ίδια την ιδέα της δημοκρατίας, καθώς καταχράται τις ελευθερίες και τις δυνατότητες που προσφέρει το πολίτευμα προκειμένου να διαιωνίσει την εξουσία του, μετερχόμενος μάλιστα για τον σκοπό αυτό ακόμα και εγκληματικές μεθόδους που παραπέμπουν στη μαφία.

Το δυσάρεστο είναι ότι, στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας θα μπορούσε κάποιος να βρει (ακόμα και εντός Κοινοβουλίου) μερικούς κρυφούς θαυμαστές του πρώτου δικτάτορα, και αμέτρητους λάτρεις του δεύτερου. Και όλα αυτά, στη χώρα που δίδαξε στην ανθρωπότητα την ίδια την ιδέα της δημοκρατίας.

[1] Φυσικά, και το ίδιο το σοβιετικό καθεστώς ήταν διάδοχο ενός άλλου αυταρχικού συστήματος: της Αυτοκρατορικής Ρωσίας.

KLIK 

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2024

Γάμος ομόφυλων ζευγαριών: Θα αφήσει ανεπηρέαστες τις ζωές των ετερόφυλων;

 Ακούγεται συχνά ότι ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών δεν αφορά παρά ένα μικρό κοινωνικό υποσύνολο. Στην πραγματικότητα, όμως, θα επηρεάσει έμμεσα και τις ζωές πολλών ετερόφυλων ζευγαριών που έχουν μικρά παιδιά.

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Ένα βασικό επιχείρημα των υποστηρικτών του γάμου μεταξύ ομόφυλων ατόμων είναι ότι το ζήτημα αυτό δεν θα έπρεπε να εγείρει τόσο έντονες αντιδράσεις, αφού αφορά «μία μικρή μειοψηφία» του κοινωνικού συνόλου και, συνεπώς, δεν πρόκειται να επηρεάσει στο ελάχιστο τις ζωές των συντριπτικά περισσότερων πολιτών. Αυτό ακούγεται καθησυχαστικό. Ή μήπως δεν θα έπρεπε να είναι;

Δεν είμαι σε θέση να προβλέψω όλες τις προσαρμογές που θα απαιτηθούν από την κοινωνία, προκειμένου να αποδεχθεί απόλυτα και να εντάξει ομαλά στα ήθη της έναν θεσμό που ανατρέπει την «κανονικότητα» της οικογένειας έτσι όπως αυτή ισχύει από καταβολής κόσμου. Υπάρχει όμως ένα ζήτημα στο οποίο θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή: οι συνέπειες του νεόκοπου θεσμού στην εκπαίδευση.

Η δια νόμου, πλέον, κατοχύρωση ισοτιμίας ανάμεσα στους ομόφυλους και τους ετερόφυλους γάμους θα επιβάλει, μεταξύ άλλων, την αναπροσαρμογή του τρόπου παρουσίασης της ιδέας της οικογένειας στους μαθητές των πρώτων τάξεων της στοιχειώδους εκπαίδευσης. Έτσι, τα πρώτα σχολικά βιβλία θα περιλαμβάνουν υποχρεωτικά, στο όνομα της κοινωνικής ισότητας και της συμπεριληπτικής εκπαίδευσης (αλλά και του ίδιου του νόμου!), εικόνες οικογενειών με ομόφυλους «γονείς».

Την αναπόφευκτη σύγχυση στο μυαλό ενός παιδιού που ανήκει σε ετερόφυλη οικογένεια θα κληθούν εκ των πραγμάτων να διαχειριστούν οι γονείς στο σπίτι. Και, αν ανήκουν στο πολυ-παινεμένο είδος των «προοδευτικών» ανθρώπων, το έργο τους θα είναι σχετικά εύκολο. Θα εξηγήσουν με μεγάλη φυσικότητα στο παιδί τους ότι, όπως (εκών - άκων) είπε κι ο δάσκαλος στο σχολείο, «κανονικότητα» δεν είναι μόνο η συνθήκη που βιώνει το ίδιο το παιδί αλλά κι εκείνη που γνωρίζει το παιδάκι «με τους δύο μπαμπάδες» στη φωτογραφία του σχολικού βιβλίου. Ίσως ακόμα και κάποιο άλλο παιδί στο σχολείο.

Όμως, παρά τις περί του αντιθέτου πεποιθήσεις, η «προοδευτικότητα» δεν αποτελεί κανονικότητα στο σώμα της κοινωνίας. Οι περισσότεροι γονείς, αυτοί δηλαδή που αποκαλούνται, ειρωνικά, «συντηρητικοί», «οπισθοδρομικοί», «αντιδραστικοί» – ακόμα και «κυρ-Παντελήδες» – από τις γραφίδες και τα μικρόφωνα της «προόδου», θα βρεθούν στη δύσκολη θέση να εξηγήσουν στο παιδί τους κάτι στο οποίο οι ίδιοι δεν πιστεύουν. Ακόμα περισσότερο, κάτι που ενδέχεται να προκαλεί σε εκείνους έντονα αρνητικά συναισθήματα. Και, προκειμένου να μην υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη του παιδιού στον δάσκαλο, τις ιδέες και τα συναισθήματά τους αυτά θα πρέπει να τα αποκρύψουν.

Ακόμα και κάποιες ακραίες καταστάσεις δεν είναι δυνατό να αποκλειστούν. Για παράδειγμα, δεν είναι απίθανο μερικοί θερμόαιμοι γονείς να στραφούν κατά του σχολείου και να ζητήσουν εξηγήσεις για όσα «αφύσικα» εκτίθενται στο παιδί τους, τη στιγμή που αυτό έχει μόλις αρχίσει να μαθαίνει τον κόσμο. Μου είναι εύκολο να προβάλω μία σχεδόν οργισμένη επίσκεψη ενός πατέρα ή μίας μητέρας στο σχολείο, και «ακούω» ήδη τις φωνές τους στον δάσκαλο ή τον διευθυντή: «Αυτά σας έστειλα το παιδί μου να του μάθετε;»

Το σχολείο, φυσικά, θα επικαλεστεί διδακτικές απαιτήσεις που επιβάλλονται από τον νόμο, και οι διαμαρτυρόμενοι γονείς ίσως φτάσουν να κατηγορηθούν για απόπειρα παρακώλυσης διδακτικού έργου. Θα ήθελα να έβλεπα την πολιτεία να τολμά να τους δικάσει, τη στιγμή που κυκλοφορούν ελεύθερα στους δρόμους κακοποιοί «γνώριμοι στις αρχές», όπως και οδηγοί με «αχρωματοψία» που βλέπουν μόνιμα το κόκκινο σαν πράσινο!

Τι επιχειρούμε να πούμε με όλα τα παραπάνω; Τίποτα περισσότερο από το ότι, παρά τους ισχυρισμούς που διακινούνται από τους υποστηρικτές του γάμου ομόφυλων ζευγαριών, ο νέος θεσμός δεν αφορά μόνο μία μικρή κοινωνική μειοψηφία αλλά θα επηρεάσει έμμεσα και τις ζωές ετερόφυλων ζευγαριών που έχουν μικρά παιδιά. Γιατί, πολλοί γονείς θα κληθούν να εξηγήσουν στο παιδί τους, με όσο γίνεται πιο πειστικό τρόπο, πράγματα στα οποία οι ίδιοι δεν οφείλουν να πιστεύουν...

Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2024

Ρίχαρντ Βάγκνερ: Ένας Γερμανός φιλέλληνας


Με αφορμή την επέτειο του θανάτου ενός κορυφαίου Γερμανού μουσικοσυνθέτη που αγάπησε πολύ την Ελλάδα.

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

«Οι ανταποκρίσεις των εφημερίδων και των περιοδικών από τον αγώνα των Ελλήνων για ανεξαρτησία, μου είχαν προξενήσει φοβερή συγκίνηση. Έτσι, η αγάπη μου για την Ελλάδα, που αργότερα μετατράπηκε σε ενθουσιασμό για τη μυθολογία και την ιστορία της αρχαιότητάς της, πήγασε από το ζωηρό και επώδυνο ενδιαφέρον μου για τα γεγονότα του παρόντος. Στα κατοπινά χρόνια, η ιστορία των αγώνων των Ελλήνων κατά των Περσών μού έφερνε πάντα στο νου τη σύγχρονη επανάσταση κατά των Τούρκων.»

(Απόσπασμα από την αυτοβιογραφία [1] ενός μεγάλου Γερμανού μουσικοσυνθέτη και φιλέλληνα, ο οποίος έκανε σκοπό της καλλιτεχνικής του δημιουργίας την αναβίωση του αρχαίου Ελληνικού Δράματος μέσω του Λυρικού Θεάτρου.)

Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ γεννήθηκε στη Λειψία το 1813 και πέθανε στις 13 Φεβρουαρίου 1883 στη Βενετία [2]. Μετά από αυτόν, τίποτα στην όπερα – αλλά και στην Τέχνη γενικότερα – δεν θα ήταν ίδιο. Έκανε πράξη το όραμά του να συνενώσει όλες τις τέχνες (ποίηση, μουσική, εικαστικές τέχνες, ως και φιλοσοφία) σε μία ενιαία Τέχνη που θα εμπεριείχε κάθε δυνατή έκφανση του ωραίου. Ειδικά σε ό,τι αφορά την όπερα (ορθότερα, «μουσικό δράμα»), εισήγαγε τον μουσικό συμβολισμό μέσω της συστηματικής χρήσης μουσικών θεμάτων (Leitmotiv), ενώ αναβάθμισε τον ρόλο της ορχήστρας από απλά συνοδευτικό και υποδηλωτικό του ρυθμού (πρακτική από την οποία δεν ξέφυγε ούτε ο μεγάλος Βέρντι) σε ρόλο αληθινού φιλοσοφικού σχολιαστή τού επί σκηνής παριστώμενου δράματος, κάτι ανάλογο με τον χορό στο αρχαίο ελληνικό θέατρο.

Η υστεροφημία του Βάγκνερ αμαυρώθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο λόγω του ότι ένας παράφρων Γερμανός δικτάτορας, που βαρύνεται με το φρικτό μαζικό έγκλημα του Ολοκαυτώματος, έτυχε να λατρεύει σε βαθμό ψύχωσης τη μουσική του και ανήγαγε τον συνθέτη σε απόλυτο σύμβολο «γερμανισμού». Για τον ίδιο λόγο αποδόθηκε, όψιμα, μεγαλύτερη του δέοντος σημασία στον «αντισημιτισμό» του Βάγκνερ. Στην πραγματικότητα, η καταραμένη αυτή ετικέτα, που τον καταδιώκει ως σήμερα, βασίζεται κατά κύριο λόγο σε ένα γελοίο δοκίμιο («Ο Ιουδαϊσμός στη Μουσική») που έγραψε ο Βάγκνερ ωθούμενος από το σύμπλεγμα που τον διακατείχε έναντι της καλλιτεχνικής επιτυχίας μεγάλων Εβραίων συνθετών της εποχής του, όπως ο Μέντελσον και ο Μάιερμπεερ. Στη «δαιμονοποίηση» του Βάγκνερ συνέβαλε επίσης τα μέγιστα η στενή φιλία της νύφης του, Γουίνιφρεντ Βάγκνερ – την οποία ο συνθέτης δεν γνώρισε ποτέ – με τον Χίτλερ, όπως και οι εμπαθείς κι ατεκμηρίωτες διαστρεβλώσεις των νοημάτων που περιέχονται στο βαγκνερικό έργο από τον Αμερικανό συγγραφέα Ρόμπερτ Γκούτμαν (Robert Gutman) [3].

Όμως, στον κύκλο του Βάγκνερ θα μπορούσε κάποιος να διακρίνει πολλούς Εβραίους φίλους και συνεργάτες, ενώ ο ίδιος ουδέποτε δέχθηκε να προσυπογράψει αντισημιτικές διακηρύξεις. Είναι αξιοσημείωτο ότι ανέθεσε τη διεύθυνση της τελευταίας και ίσως κορυφαίας όπεράς του, «Πάρσιφαλ», στον νέο και ταλαντούχο μαέστρο Χέρμαν Λεβί – με τον οποίο ο συνθέτης είχε αναπτύξει στενή προσωπική φιλία – παραβλέποντας τις αντιδράσεις αντισημιτικών κύκλων της εποχής (αλλά και τις επιφυλάξεις του ίδιου του πεθερού τού Βάγκνερ, Φραντς Λιστ) λόγω του ότι ένα έργο που υμνούσε τον Χριστιανισμό θα αντετίθετο στον γιο ενός ραβίνου.

Για να κλείσουμε όπως ξεκινήσαμε: Αυτό που εντυπωσιάζει ιδιαίτερα είναι το γεγονός ότι, σε αντίθεση με πολλούς άλλους φιλέλληνες που αγάπησαν την Ελλάδα κατά κύριο λόγο (αν όχι αποκλειστικά) λόγω θαυμασμού για την αρχαιότητά της, ο Βάγκνερ – όπως φαίνεται καθαρά στην αυτοβιογραφία του – στράφηκε στη μελέτη της κλασικής Ελλάδας έχοντας ως αφετηριακό ερέθισμα τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες του σύγχρονού του Ελληνισμού. Για τον Βάγκνερ, η Ελλάδα αποτελούσε μία ενιαία ιδέα και μια πολιτιστική αξία με απόλυτη ιστορική συνέχεια. Δυστυχώς, τον διέψευσαν (και εξακολουθούν να τον διαψεύδουν) οι κατοπινές γενιές των Ελλήνων...

[1] Richard Wagner, “My Life” (Αγγλική Έκδοση, Cambridge University Press, 1983). (Η μετάφραση του αποσπάσματος έγινε από τον γράφοντα.)

[2] Παρεμπιπτόντως, δεν πέθανε στη Βενετία ο μεγάλος Αυστριακός συνθέτης Γκούσταβ Μάλερ, όπως για λόγους ακατανόητους αφηγείται ο Λουκίνο Βισκόντι στην ταινία του «Θάνατος στη Βενετία»!

[3] Ο Γκούτμαν φτάνει ως το σημείο να συνδέσει τον «Πάρσιφαλ» – έναν αληθινό ύμνο στην ανθρώπινη ενσυναίσθηση – με τον εξοντωτικό φυλετικό ρατσισμό των Ναζί που οδήγησε στο Ολοκαύτωμα!

Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2024

Πρέπει να αφαιρέσουμε τη λέξη «κανονικότητα» από τα λεξικά;


Ίσως έρθει μια μέρα όπου και η απλή εκφορά της λέξης «κανονικότητα» θα διώκεται ποινικά...

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Θόρυβο μεγάλο προκάλεσε πριν μερικούς μήνες μία τοποθέτηση γνωστού ψυχιάτρου, σύμφωνα με την οποία η «κανονικότητα» μιας οικογένειας που περιλαμβάνει παιδιά δεν συνάδει με την ιδέα ενός ομόφυλου ζευγαριού. Κάποιες αντιδράσεις στη θέση αυτή έφεραν, θα έλεγα, τα χαρακτηριστικά της οργής.

Την εποχή της «πολιτικής ορθότητας», αμέτρητες λέξεις έχουν καταστεί αποσυνάγωγες στον δημόσιο λόγο με την αιτιολογία ότι προσβάλλουν ορισμένα κοινωνικά υποσύνολα. Μία από αυτές είναι η λέξη «κανονικότητα». Ήταν η (παρεμφατική) εκφορά της από τον ψυχίατρο που πυροδότησε τον ορυμαγδό των αντιδράσεων εναντίον του. Όμως, θα πρέπει στ’ αλήθεια να την θεωρούμε ως απαγορευμένη λέξη;

Ογδόντα χρόνια μετά το κορυφαίο ρατσιστικό έγκλημα της Ιστορίας, το Ολοκαύτωμα, η λέξη «ρατσισμός» έχει εισβάλει στο λεξιλόγιο της καθημερινότητάς μας σαν χιλιομασημένη τσίχλα και σαν ξεθωριασμένη παλιά φωτογραφία. Έφτασαν να την επικαλούνται ακόμα και οι καπνιστές, διαμαρτυρόμενοι για τον... αντικαπνιστικό νόμο! Τόσο που αυτή τούτη η κατάχρηση της λέξης στον δημόσιο λόγο να ισοδυναμεί με ρατσιστικό αδίκημα, αφού το μόνο που επιτυγχάνει είναι να ελαφραίνει τον ρατσισμό από το ηθικό και ιστορικό του βάρος μέσω μιας πληθωριστικής και ασύμμετρης σχετικοποίησής του.

Σύμφωνα με μία γραμμή σκέψης που επιδιώκει (αν όχι τείνει) να καταστεί κυρίαρχη στην εποχή μας, η ίδια η Φύση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «ρατσιστική»! Ο λόγος είναι ότι, σε πείσμα της ιδεολογικής προοδευτικότητας που ασπάζεται το αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό, η Φύση αρνείται επίμονα να αναθεωρήσει κάποιους από τους νόμους της. Έτσι, συνεχίζει να διαχωρίζει το ανθρώπινο γένος (και όχι μόνο) σε δύο καλά καθορισμένα και διακριτά υποσύνολα, τα φύλα, και να ορίζει ότι η διαιώνιση του είδους προϋποθέτει τη σύμπραξη και των δύο στην αναπαραγωγική διαδικασία. Και, με βάση το ορθοπολιτικό αφήγημα της εποχής, κάθε πράξη διαχωρισμού της ανθρώπινης κοινότητας σε επιμέρους κατηγορίες φέρει δυνητικά το στίγμα του ρατσισμού.

Για τον λόγο αυτό, όσοι επιμένουν να περιγράφουν τον εξ ορισμού διαχωρισμό των φύλων με όρους φυσικής κανονικότητας χαρακτηρίζονται ως ρατσιστές, σεξιστές, ακόμα και φασίστες. Κανονικότητα δεν υφίσταται ως πραγματική έννοια, αφού το φύλο είναι υπόθεση αυτοπροσδιορισμού του κάθε ατόμου, ο οποίος λαμβάνει χώρα a posteriori. Οι καθιερωμένες έμφυλες ταυτότητες του άνδρα και της γυναίκας είναι τεχνητό κατασκεύασμα του (δυτικού, φυσικά) πολιτισμού και οφείλουμε να τις καταργήσουμε. Έτσι, όροι όπως «πατέρας» και «μητέρα» είναι παρωχημένοι και θα πρέπει να αντικατασταθούν με ουδέτερους, που δεν παρεμφαίνουν φύλο (όπως, π.χ., «γονέας 1» και «γονέας 2»).

Το ότι η ίδια η Φύση επιμένει πεισματικά να διαχωρίζει τα φύλα, ειδικά σε ό,τι αφορά την αναπαραγωγική λειτουργία, αντιμετωπίζεται ως μάλλον τεχνική λεπτομέρεια που διορθώνεται με ανθρώπινη παρέμβαση. Για παράδειγμα, η κυοφορία μπορεί να ανατεθεί σε άτομο (ασχέτως προσδιορισμού φύλου) που διαθέτει το αναγκαίο αναπαραγωγικό σύστημα, με τη συνεισφορά βιολογικού υλικού από άλλο άτομο με συμπληρωματικά αναπαραγωγικά χαρακτηριστικά. Στη συνέχεια, το βρέφος θα παραδίδεται (προφανώς έναντι αμοιβής) στους «γονείς» που το έχουν παραγγείλει. Ο καπιταλιστικός φιλελευθερισμός στην κορυφαία στιγμή της ιστορίας του!

Κι εδώ γίνεται εμφανής η ηθική ασυμμετρία της λεγόμενης «πολιτικής ορθότητας»: Το να μιλά κάποιος για κανονικότητα είναι «ανήθικο». Ως εκ τούτου, η λέξη αυτή θα πρέπει να απαγορεύεται στον δημόσιο λόγο (φροντίζουν άλλωστε γι' αυτό οι πρόθυμοι «εισαγγελείς» των social media και του Τύπου). Από την άλλη, το να διασύρεται κάποιος επειδή τολμά να μιλά για κανονικότητα, είναι «θεμιτό» και άρα «επιτρεπτό». Ακόμα και όταν οι υβριστές είναι οχυρωμένοι πίσω από την προστατευτική ανωνυμία που με περισσή αφροσύνη παρέχει το Διαδίκτυο.

Πριν από ένα χρόνο γίναμε μάρτυρες μίας απόπειρας να γαλουχηθεί εξ απαλών ονύχων η ανθρώπινη συνειδητότητα στην ιδέα ότι δεν υφίσταται προκαθορισμένη κανονικότητα μέσα στη φυσική τάξη. Ακόμα περισσότερο, ότι μία νέα, καλύτερη «κανονικότητα», που αρνείται την κατηγοριοποίηση των ανθρώπων με βάση το φύλο, ήρθε για να εκτοπίσει την παλιά και φθαρμένη. Έτσι, παιδιά της προσχολικής ηλικίας προσκλήθηκαν να ακούσουν «παραμύθια» από ακαλαίσθητα μεταμφιεσμένο εκπρόσωπο της νέας τάξης πραγμάτων (drag queen), σύμφωνα με τα οποία – το λέω με μία δόση υπερβολής – η εν λόγω τάξη είναι η μόνη που μπορεί να σώσει τον κόσμο από το κακό. Το οποίο κακό ενσαρκώνουν, μεταξύ άλλων, οι «αντιδραστικοί» που επιμένουν στον διαχωρισμό της ανθρώπινης κοινότητας σε δύο φύλα. Μάλιστα, ο παρουσιαστής διατύπωσε το δόγμα ότι οι γονείς που αντέδρασαν στις ιδέες και την αισθητική του παρουσία δεν δικαιούνται να έχουν παιδιά! Τα social media υπήρξαν λιγότερο γενναιόδωρα σε ό,τι αφορά την ευπρέπεια των λόγων...

Επειδή τίποτα το παράλογο δεν μπορεί να αποκλειστεί στον απρόβλεπτο αυτό αιώνα, φοβάμαι πως ίσως έρθει μια μέρα που η λέξη «κανονικότητα» θα αποτελεί ύβρη. Και, ακόμα κι αυτή η απλή εκφορά της θα διώκεται ποινικά, βάσει κάποιου διευρυμένου αντιρατσιστικού νόμου. Η επιχειρούμενη, όμως, φίμωση όσων επιλέγουν να μείνουν πιστοί στις δικές τους αντιλήψεις παραβιάζει αυτό ακριβώς που διεκδικούν μαχητικά οι ίδιοι οι κατήγοροί τους: την ελευθερία της σκέψης και το δικαίωμα στην έκφραση. Είτε η τελευταία είναι αρεστή, είτε όχι.

Εν κατακλείδι: Το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό δεν αμφισβητείται. Εξίσου, όμως, δεν θα πρέπει να αμφισβητείται και το δικαίωμα στην αντίθετη άποψη, όταν αυτή απλά ζητά να ακουστεί και όχι να επιβληθεί. Και, επιτέλους, η λέξη «κανονικότητα» ας συνεχίσει να είναι αυτό που λέει το όνομά της: κανονική!

Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2024

Τα ποτάμια δεν γυρίζουν πίσω... | Σκέψεις με αφορμή το τελευταίο μάθημα του Δ. Λιαντίνη


Η τελευταία διάλεξη του Δημήτρη Λιαντίνη και η ιδέα του αμετάστρεπτου που κυριαρχεί στη Φύση και τη ζωή.
Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Σε πρόσφατη περιδιάβαση στο YouTube, είδα και πάλι (ή μάλλον, άκουσα) μία ιστορική διάλεξη του Δημήτρη Λιαντίνη [1] (Μαράσλειο, 27/5/1998). Ίσως τη συγκλονιστικότερη που έδωσε ποτέ, αφού ήταν η τελευταία του, στην οποία κατ’ ουσίαν προανήγγειλε το καλά μελετημένο τέλος του. Είχα την ευκαιρία, έτσι, να ρίξω ξανά μια ματιά και στα σχόλια των επισκεπτών του καναλιού. Ανάμεσα στις αμέτρητες προσωπολατρικές μεγαλοστομίες διέκρινα και μία αλλιώτικη σκέψη, διατυπωμένη με λόγο σχεδόν απλοϊκό – όσο απλή είναι συχνά η ίδια η αλήθεια:

«Ίσως φοβόταν τα γεράματα και ήθελε να τον θυμούνται νέο.»

Η τοποθέτηση φαίνεται βάσιμη, αν κάποιος διαβάσει προσεκτικά και αποκωδικοποιήσει τα γραφόμενα του ίδιου του Λιαντίνη...

Η επίδραση που άσκησε η προσωπικότητα του Σωκράτη πάνω στον Λιαντίνη είναι ολοφάνερη στο κύκνειο άσμα του τελευταίου, την «Γκέμμα». Αυτό που διδάσκεται ο αναγνώστης είναι ότι ο φόβος του θανάτου είναι ασύγκριτα πιο διαχειρίσιμος από τον φόβο της παρακμής που αναπόφευκτα φέρνουν μαζί τους τα γηρατειά και η αρρώστια. Η «απόδραση» από τη ζωή, λοιπόν, «πρέπει» να γίνεται έγκαιρα, όσο ακόμα ο άνθρωπος είναι σε θέση να βιώνει τη ζωή του αυτοδύναμα και με αίσθημα αξιοπρέπειας. Τον δρόμο, άλλωστε, είχε δείξει χιλιάδες χρόνια πριν ο Σωκράτης (Γκέμμα, Κεφ. 5, σελ. 86).

Αν κάποιος θελήσει να δει τη ζωή από καθαρά βιολογική σκοπιά, θα πρέπει να προσεγγίσει το φαινόμενο της φυσικής παρακμής – αυτό που τόσο είχε απασχολήσει τον Λιαντίνη – μέσα από τους νόμους της Φύσης. Ένας από αυτούς (ίσως ο τρομακτικότερος απ' όλους) μιλά για το αμετάστρεπτο των μεταβολών, το οποίο διέπει όλες σχεδόν τις φυσικές διεργασίες. Μεταξύ αυτών, την ίδια τη ζωή.

Με αφορμή τις πιο πάνω σκέψεις, θα ήθελα να παραθέσω (σε αναθεωρημένη μορφή) ένα άρθρο δημοσιευμένο το 2012 στο «Βήμα». Το εναρκτήριο ερώτημα του κειμένου αντανακλά το αίσθημα αγωνίας που μας διακατείχε την εποχή της μεγάλης οικονομικής κρίσης. Τότε που, παρά τις ζοφερές περιστάσεις, είχαμε ακόμα το κουράγιο (ή την αφέλεια) να ελπίζουμε...

------------------------------------------------

Θα ξαναγυρίσουμε ποτέ στην επίφαση ευτυχίας που γνωρίζαμε; Ή θ’ αποχαιρετήσουμε για πάντα – με αξιοπρέπεια, έστω – την Αλεξάνδρεια;

Στη Θερμοδυναμική (περιοχή της Κλασικής Φυσικής) δεσπόζουν δύο θεμελιώδεις νόμοι. Ο Πρώτος Θερμοδυναμικός Νόμος αφορά τη διατήρηση της ενέργειας και, στην πιο απλή του διατύπωση, ηχεί ως αυτονόητος: «Η ενέργεια που προσφέρουμε σε ένα σύστημα είναι ισόποση με την αύξηση του ενεργειακού αποθέματος του συστήματος.» Αν ο νόμος αυτός ήταν ο μοναδικός που δέσμευε την ύλη κατά τις μεταβολές της, ο κόσμος που ξέρουμε θα ήταν πολύ διαφορετικός. Θα υπήρχε, π.χ., τρόπος να μη γερνάμε ποτέ (ίσως και να γίνουμε αθάνατοι), ενώ ο προϊστορικός άνθρωπος θα είχε ανακαλύψει την ψύξη και τον κλιματισμό με την ίδια ευκολία που έμαθε να ζεσταίνεται από τη φωτιά!

Ο Δεύτερος Νόμος της Θερμοδυναμικής βάζει τέλος σε τέτοιες φιλοδοξίες. Αποτελεί ίσως την πιο σκληρή πραγματικότητα της Φύσης, μια αληθινή κατάρα του Δημιουργού πάνω στο δημιούργημά Του. Λέει, με πολύ απλά λόγια, πως κάποια πράγματα που συμβαίνουν δεν είναι δυνατό να αναιρεθούν, πως το ποτάμι μερικών φαινομένων δεν γυρίζει ποτέ πίσω. Έτσι, π.χ., ενώ ένα ζεστό σώμα μπορεί αυθόρμητα να δώσει λίγη από τη ζέστη του σε ένα πιο κρύο, το αντίθετο είναι απίθανο (πρακτικά αδύνατο) να συμβεί: ένα κρύο σώμα δεν μπορεί, χωρίς εξωτερική παρέμβαση, να δώσει μέρος από τη λιγοστή θερμική του ενέργεια σε ένα ζεστό, έτσι που το ένα να γίνει ακόμα πιο κρύο και το άλλο ακόμα πιο ζεστό. Η ζέστη φεύγει και δεν γυρίζει ποτέ πίσω από μόνη της. Το ίδιο και η νεότητα στον άνθρωπο, που φεύγει ανεπιστρεπτί αφήνοντας πίσω της τη φθορά που οδηγεί στο γήρας και τον θάνατο. Φαίνεται πως η συνειδητότητα αυτής της τελευταίας πραγματικότητας ήταν που κατηύθυνε τα υπαρξιακά βήματα του Σωκράτη στο κλείσιμο της επίγειας ζωής του. Όπως, ίσως, και αυτά του Δ. Λιαντίνη...

Η βασική φιλοσοφία του νόμου είναι απλή: Αν βάλεις ένα φυσικό σύστημα σε τάξη και μετά το αφήσεις στην τύχη του, το πιο πιθανό είναι πως η τάξη αυτή θα χαθεί (αυτό το γνωρίζουν καλά οι μητέρες που συγυρίζουν καθημερινά τα δωμάτια των παιδιών τους). Αντίθετα, είναι απίθανο το σύστημα αυτό να μεταβεί αυθόρμητα από την αταξία πίσω στην τάξη. Θα πρέπει η υπομονετική μητέρα να συγυρίσει και πάλι το δωμάτιο!

Αν το καλοσκεφτεί κανείς, όλοι οι φόβοι στον άνθρωπο σχετίζονται με το αμετάστρεπτο, την αδυναμία του να αναιρέσει μεταβολές που δεν του είναι επιθυμητές. Η ζωή μας είναι γεμάτη από αγωνίες για όλων των ειδών τις ισορροπίες που μπορεί να ανατραπούν ανεπανόρθωτα. Ανησυχούμε για τη φυσική μας κατάσταση και γι’ αυτή των αγαπημένων μας προσώπων, για τη φθορά των υλικών αγαθών που με θυσίες αποκτήσαμε, για τις οικονομίες που μαζεύαμε μια ζωή και είναι δυνατό να χαθούν μέσα σε μία νύχτα, για την κοινωνική υπόληψη που με κόπο χτίσαμε και μπορεί να γκρεμιστεί από έναν λάθος χειρισμό ή μια κακοτυχία...

Αυτό που μένει στο τέλος είναι η συνειδητοποίηση ότι το μη-αντιστρεπτό είναι ο κανόνας του παιχνιδιού που μας επιτρέπει να παραμένουμε παίκτες στην παρτίδα της ζωής. Και η γνώση αυτή του πεπερασμένου των πραγμάτων οδηγεί μοιραία σε ένα αίσθημα ματαιότητας.

Όμως, πόσο μάταιο είναι ένα ταξίδι στην Ιθάκη; Το ερώτημα γίνεται ρητορικό, και η υπονοούμενη απάντηση αισιόδοξη, αν ορίσουμε τη ζωή όχι ως πεδίο άνισης – και, εν τέλει, άσκοπης – μάχης ενάντια στην παντοδυναμία του Δεύτερου Νόμου, αλλά ως πορεία αυτεπίγνωσης που, στο τέλος της, οδηγεί στην ανακάλυψη του αιώνιου μέσω της υπέρβασης των νόμων του εφήμερου. Όπου «αιώνιο» εννοούμε εδώ το άχρονο, αφού ο χρόνος (όπως και ο χώρος) είναι απλά μία φυσική διάσταση που εφηύρε ο άνθρωπος στην προσπάθειά του να κατανοήσει τα φαινόμενα που τον περιβάλλουν.

Η Ιθάκη μπορεί, επομένως, να είναι η ίδια η κατάκτηση της αθανασίας. Έστω και αν, στη στερνή γραφή του, ένας σύγχρονος φιλόσοφος και διάσημος δραπέτης της ζωής χαρακτήρισε ως «πιθήκους» εκείνους που τολμούν να πιστέψουν σ' αυτήν (Γκέμμα, Κεφ. 11, σελ. 183)...



Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2024

Μπορεί ένα παιδί να γίνει αντικείμενο δικαιώματος;

 Το παιδί ασφαλώς έχει δικαιώματα. Μπορεί, όμως, να αποτελεί αντικείμενο δικαιώματος ενηλίκων;

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Το θέμα της κοινωνικής ισότητας δεν είναι ζήτημα του καιρού μας. Στο υπέροχα ποιητικό βιβλίο του, «Ιστορία της Φιλοσοφίας» [1], ο Αμερικανός ιστορικός Γουίλ Ντυράν (Will Durant, 1885-1981) γράφει, αναφερόμενος στους σοφιστές της Αρχαίας Ελλάδας:

«Στην πολιτική ήσαν διηρημένοι σε δύο σχολές. Η μία, όπως ο Ρουσσώ, υποστήριζε ότι η Φύση είναι καλή και ο πολιτισμός κακός, ότι από τη φύση τους όλοι οι άνθρωποι είναι όμοιοι και γίνονται ανόμοιοι από τους θεσμούς που έγιναν από τις κοινωνικές τάξεις, και ότι ο νόμος είναι μια εφεύρεση των ισχυρών για να δεσμεύουν και να κυβερνούν τους αδύνατους. Μια άλλη σχολή, σαν τον Νίτσε, υποστήριζε ότι η Φύση είναι πέρα από το καλό και το κακό, ότι από τη φύση τους οι άνθρωποι είναι ανόμοιοι, ότι η ηθική είναι μια εφεύρεση των αδύνατων για να περιορίζουν και να εξουδετερώνουν τους ισχυρούς, ότι η ισχύς είναι η υπέρτατη αρετή και ο υπέρτατος πόθος του ανθρώπου...»

Αφήνοντας παράμερα τον Νίτσε (η επίδρασή του στον Ναζισμό θα σκιάζει πάντα τα αισθήματά μας για εκείνον), θα μπορούσαμε να εκφράσουμε τη σκέψη του Ρουσσώ λέγοντας ότι ο νόμος όχι μόνο δεν πρέπει να δημιουργεί κοινωνικές ανισότητες, αλλά οφείλει και να επιβάλλει την ισότητα εκεί όπου η ίδια η Φύση αποτυγχάνει.

Μία αδιαμφισβήτητη ανισότητα στη Φύση είναι το ότι μόνο η γυναίκα (και, γενικά, το θηλυκό) έχει τη δυνατότητα να κυοφορεί. Έτσι, η φυσική λειτουργία της αναπαραγωγής προϋποθέτει καταρχήν τη σύμπραξη δύο ατόμων διαφορετικού φύλου, πράγμα που αποτελεί μειονέκτημα για ένα ομόφυλο ζευγάρι σε σχέση με ένα ετερόφυλο.

Ερχόμαστε έτσι στο πολυσυζητημένο θέμα των ημερών: την θεσμοθέτηση γάμου μεταξύ ομόφυλων ατόμων. Ένα ευαίσθητο όσο και περίπλοκο ζήτημα είναι το κατά πόσον ένας τέτοιος θεσμός θα πρέπει να προβλέπει την ύπαρξη παιδιών, όπως συμβαίνει στην περίπτωση ετερόφυλου ζευγαριού. Το επιχείρημα που κατά κόρον προβάλλεται από όσους υποστηρίζουν αυτή την πρόβλεψη αναφέρεται εμφατικά στην προάσπιση των «δικαιωμάτων του παιδιού». Μοιάζει όμως να κρύβει έναν βαθμό υποκρισίας...

Καταρχάς, όταν αναφερόμαστε σε δικαίωμα του παιδιού εννοούμε κατά κύριο λόγο την προστασία του παιδιού. Πράγματι τίθεται ζήτημα προστασίας για παιδιά του ενός συζύγου (βιολογικά ή υιοθετημένα) που τυχόν προϋπάρχουν του γάμου, και ο νόμος ορθώς θα επιτρέπει στον έτερο σύζυγο να συνεχίσει να ασκεί γονική μέριμνα στην περίπτωση που ο πρώτος σύζυγος φύγει από τη ζωή. Αποτρέπεται έτσι το ζοφερό σενάριο εγκλεισμού των παιδιών σε κάποιο ίδρυμα.

Και εδώ ολοκληρώνεται η όποια συζήτηση για τα δικαιώματα του παιδιού! Γιατί, τόσο το ζήτημα της παρένθετης μητέρας (ο σχεδιαζόμενος νόμος αποκλείει αυτή τη δυνατότητα), όσο και εκείνο της υιοθεσίας από ομόφυλο ζευγάρι, δεν αφορούν δικαίωμα του ίδιου του παιδιού (αφού δεν σχετίζονται με την προστασία του) αλλά αντιπροσωπεύουν ένα διεκδικούμενο δικαίωμα ενηλίκων που υλοποιείται μέσω ενός παιδιού.

Αναδύεται, όμως, ένα κρίσιμο και ουσιαστικό (όχι ρητορικό) ερώτημα, στο οποίο δεν θα επιχειρήσουμε να δώσουμε απάντηση εδώ: Είναι ηθικά αποδεκτό να καθίσταται ένα παιδί αντικείμενο δικαιώματος ενηλίκων;

Αναμενόμενο είναι, φυσικά, το επιχείρημα περί θεμελιωμένων αντίστοιχων δικαιωμάτων για ετερόφυλα ζευγάρια και περί ισότητας των ζευγαριών αυτών με τα ομόφυλα. Θα πρέπει, εν τούτοις, να αποδεχθούμε ότι, για ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας (όχι απαραίτητα αντιδραστικό και κακοπροαίρετο), το ίδιο το ζήτημα της ισότητας παραμένει ανοιχτό σε συζήτηση, ακόμα και σε αμφισβήτηση. Και, ειδικά σε ό,τι αφορά τα παιδιά, το ερώτημα για τις ενδεχόμενες συνέπειες - κοινωνικές ή/και ψυχολογικές - που θα μπορούσε να έχει η ένταξή τους σε ένα ομόφυλο σχήμα, αποτελεί βασικό αντικείμενο προβληματισμού που δεν μπορούμε εύκολα να προσπεράσουμε...

[1] Ελληνική έκδοση (1971), μετάφραση Ν. Κ. Παπαρρόδου.

KLIK

Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2024

Αθήνα όπως... Καλιφόρνια!

 Κυκλοφορήσαμε χριστουγεννιάτικα στην Αθήνα λες και βρισκόμασταν στην Καλιφόρνια: φορώντας ένα σακάκι ή ακόμα κι ένα απλό πουκάμισο. Αυτό, όμως, δεν είναι λόγος για να χαιρόμαστε...

Ήταν λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1986. Όπως πάντα τέτοια εποχή, στη Γιούτα όλα τα σκέπαζε το χιόνι. Από τα σπίτια κρέμονταν τεράστιοι σταλακτίτες πάγου, κοφτεροί σαν σπαθιά, που έτρεμες μην ξεκολλήσουν καθώς περνούσες από κάτω. Και, για να βαδίσεις στο πεζοδρόμιο χρειαζόταν να φοράς ειδικές μπότες που έμοιαζαν με εκείνες του αστροναύτη που εξερευνά την επιφάνεια της Σελήνης (σωστά τις έλεγαν "moon boots" οι Αμερικάνοι).

Η ομάδα Ακουστικής του πανεπιστημίου θα ταξίδευε στο Άναχαϊμ - στην ευρύτερη περιοχή του Λος Άντζελες της Καλιφόρνιας - για να λάβει μέρος σε ένα συνέδριο της Αμερικανικής Ακουστικής Εταιρείας. Αν και δεν είχα επιστημονική σχέση με το αντικείμενο, αποδέχθηκα με ευχαρίστηση την πρόσκληση να συμμετάσχω στην αποστολή ως απλός παρατηρητής. Θα ήταν, εξάλλου, και μία καλή ευκαιρία να επισκεφθώ την Ντίσνεϋλαντ!

Φύγαμε χαράματα με ένα mini bus από τη χιονισμένη Γιούτα. Αφού διασχίσαμε την ατέλειωτη έρημο της Νεβάδα, κάναμε στάση για φαγητό στο μεγαλύτερο καζίνο του Λας Βέγκας. Τελικά, κατά το βραδάκι φτάσαμε στο Άναχαϊμ. Και, για να ξεμουδιάσουμε από το πολύωρο ταξίδι, είπαμε να κάνουμε έναν περίπατο στην πόλη.

Πέρα από την ανείπωτη ομορφιά της Καλιφόρνιας, αυτό που με εντυπωσίασε ήταν ότι μπορούσες να κυκλοφορείς Δεκέμβρη μήνα φορώντας ένα απλό σακάκι, ή ακόμα και ένα σκέτο χειμωνιάτικο πουκάμισο. Θυμήθηκα αναπόφευκτα το πολικό ψύχος στη Γιούτα, που είχαμε αφήσει πίσω μας το πρωί. Μα στη συνέχεια η σκέψη ταξίδεψε πολλές χιλιάδες μίλια μακρύτερα: στην πόλη μου, την Αθήνα. Σκέφτηκα πόση παγωνιά θα έκανε κι εκεί, λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Ίσως ακόμα και να χιόνιζε. «Τι ευλογημένος τόπος η Καλιφόρνια!», είπα μέσα μου, παραβλέποντας προς στιγμήν τους σεισμούς αλλά και τις δυσοίωνες προειδοποιήσεις του Τζον Στάινμπεκ στα «Σταφύλια της Οργής».

Εκείνο που δεν μπορούσα τότε να φανταστώ είναι πως, σε λιγότερο από 40 χρόνια θα ήταν δυνατό να κυκλοφορεί κάποιος χριστουγεννιάτικα με ένα πουκάμισο και στην Αθήνα. Ακόμα περισσότερο, ότι αυτό δεν θα το θεωρούσαμε ευλογία αλλά απειλητικό σύμπτωμα μίας κλιματικής κρίσης που θα μπορούσε στο ορατό μέλλον να κάνει τη ζωή στην πόλη (όπως και σε πολλά άλλα μέρη της χώρας) ανυπόφορη.

Και μου έρχονται τώρα στη μνήμη κάποια ρεπορτάζ που έβλεπα στο CNN στα μέσα της δεκαετίας του '80 στην Αμερική. Μιλούσαν για την απειλή της λειψυδρίας στην Καλιφόρνια. Ένα πρόβλημα που, απ' ό,τι διαβάζω, όχι απλά παραμένει αλλά και συνεχώς επιδεινώνεται στην πολιτεία αυτή. Την ίδια απειλή είχε αντιμετωπίσει δραματικά η Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του '90. Εκείνη η πρόσκαιρη κρίση ανομβρίας ευτυχώς ξεπεράστηκε στο «παρά πέντε». Όμως, ο εφιάλτης της ξηρασίας πλανιέται τώρα και πάλι πάνω από την πόλη. Με αβέβαιη τούτη τη φορά τη δυνατότητα αντιμετώπισής του.

Οι ειδικοί επιστήμονες κρούουν τον κώδωνα και ζητούν μέτρα διαχείρισης των εθνικών υδάτινων πόρων [1]. Ακούει κανείς εκεί στην Πολιτεία; Γιατί, όπως μελαγχολικά διαπιστώνει κι ο Στάινμπεκ, ακόμα και η Καλιφόρνια δεν είναι πάντα η γη της Επαγγελίας!

[1] https://www.kathimerini.gr/society/562812700/ethniko-schedio-allios-tha-dipsasoyme/

KLIK

Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2023

Βερολίνο - Σύνταγμα | Οι Άριοι και οι καταραμένοι


Μια ιστορία από τα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Τότε που ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε οραματιζόταν μία Ελλάδα που θα καταντούσε χώρα - παρίας της Ευρώπης...

Κάποιοι στη χώρα μας ισχυρίζονται ως σήμερα πως, και αν ακόμα δεν είχε υπάρξει ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, οι Έλληνες θα έπρεπε να τον είχαν εφεύρει! Η εξήγηση που δίνουν είναι ότι ο πρόσφατα εκλιπών, πρώην πανίσχυρος Γερμανός υπουργός της εποχής της μεγάλης οικονομικής κρίσης, έδωσε μαθήματα δημοσιονομικής πειθαρχίας στον αλόγιστα σπάταλο και οικονομικά απειθάρχητο Έλληνα, που είχε μάθει να «καλοπερνά με δανεικά» και, γενικά, να ζει πάνω από τα όρια των δυνατοτήτων της εθνικής οικονομίας.

Βέβαια, υπάρχουν πολλοί τρόποι να διδάξεις πειθαρχία σε έναν άναρχο χαρακτήρα. Για παράδειγμα, μπορείς σε ένα «άτακτο» παιδί να περιορίσεις για ένα διάστημα το χαρτζιλίκι ή τις εξόδους που του επιτρέπεις για διασκέδαση με τους φίλους του. Μια πιο διαστροφική μέθοδος, εν τούτοις, είναι να κλείσεις το «κακό» παιδί για αρκετές μέρες σε ένα σκοτεινό υπόγειο, χωρίς φαγητό και νερό. Τηρουμένων των αναλογιών, αυτή τη μορφή τιμωρίας πίστευε ο Σόιμπλε ότι άξιζε να υποστεί ο «κακομαθημένος» ελληνικός λαός, που νόμισε ότι είχε δικαίωμα σε ένα επίπεδο ζωής που μόνο σε πλούσιους λαούς αναλογούσε!

Βέβαια, αν ο αλαζονικός Γερμανός πολιτικός είχε κάνει τον κόπο να φρεσκάρει τις γνώσεις του στην Ιστορία της Ευρώπης του περασμένου αιώνα, θα θυμόταν κάποια χώρα που, ενώ είχε εγκληματήσει κατά της ανθρωπότητας, μερικά κυνικά υπερατλαντικά συμφέροντα της επέτρεψαν όχι μόνο να ορθοποδήσει οικονομικά αλλά και να ξαναγίνει κυρίαρχη δύναμη στην ήπειρο.

Αυτές οι σκέψεις έδωσαν το έναυσμα για το γράψιμο ενός χρονογραφήματος τον Ιανουάριο του 2012 στο ΒΗΜΑ. Το μεταφέρω εδώ σαν ενθύμιο μιας εποχής που δεν πρέπει να ξεχάσουμε. Γιατί, ό,τι και αν δίκαια του προσάπτουμε, ο (μάλλον ανθέλληνας) Σόιμπλε δεν «είδε φως και μπήκε» στις ζωές μας. Τον προσκάλεσαν τα ίδια μας τα λάθη. Που δεν πρέπει ποτέ να κάνουμε ξανά...

--------------------------------

Κάνω πάντα μια στάση το πρωί στο φούρνο της γειτονιάς μου για το καθημερινό κουλούρι. Παλιά περίμενα στην ουρά. Τώρα η εξυπηρέτηση είναι άμεση, αφού βρίσκω το μαγαζί άδειο από πελάτες. Ο κόσμος φοβάται πια να καταναλώσει, όπως βεβαιώνουν οι ιδιοκτήτες. Κι όσο για τις ουρές, αυτές έκαναν αλλού την εμφάνισή τους...

Στο Σύνταγμα παίχτηκε πρόσφατα το μεγαλόπρεπα θλιβερό σκηνικό της νέας Ελλάδας: Άνεργοι, συνταξιούχοι, και κάθε λογής θύματα της σύγχρονης ανέχειας έκαναν ουρές για λίγα δωρεάν λαχανικά [1]. Αν προβαλλόταν η σκηνή σαν φολκλόρ αξιοθέατο σε κάποιο Γερμανικό σκουπιδοκάναλο, μπορώ εύκολα να μαντέψω το σαρκαστικό χαμόγελο στο πλαστικοποιημένο πρόσωπο της παρουσιάστριας, και τα χλευαστικά της σχόλια: «Οι Έλληνες δίκαια πληρώνουν τώρα τις αμαρτίες του παρελθόντος τους, αφού έμαθαν να εργάζονται λίγο και να καλοπερνούν πάνω από τις δυνατότητές τους!»

Γυρνάμε 67 χρόνια πίσω... Βερολίνο, 1945. Οι εξαθλιωμένοι κάτοικοι κάνουν ουρές για λίγο ψωμί, λίγο γάλα, ένα σαπούνι... Η μαύρη αγορά ακμάζει! Οι Αμερικανοί θριαμβευτές εισέρχονται στην αρχή σαν δίκαιοι τιμωροί ενός λαού που ανέδειξε στην εξουσία έναν σφαγέα εκατομμυρίων ανθρώπων. Αφήνουν τους Γερμανούς να λιμοκτονούν (όπως κι εκείνοι είχαν κάνει στις χώρες που κατέκτησαν) και ξεκινούν την υλοποίηση του σχεδίου Morgenthau [2] για εξάλειψη της Γερμανικής βιομηχανίας και μετατροπή της Γερμανίας σε γεωργική χώρα. Ο Αμερικανικός πολιτικός ρεαλισμός, όμως, σύντομα θα αντιληφθεί πως μια κατεστραμμένη και πεινασμένη Γερμανία θα ήταν εύκολη λεία στις εξ ανατολών κομμουνιστικές επιρροές. Από την άλλη, μια ισχυρή, ευημερούσα Γερμανία θα μπορούσε να γίνει ιδανικό παρατηρητήριο των Αμερικανών στην Ευρώπη, στα πλαίσια της «προστασίας» που της προσέφεραν έναντι της Σοβιετικής απειλής. (Το κατά πόσον η απειλή αυτή λειτούργησε ως πρόσχημα υπερατλαντικής παρουσίας - και, εν τέλει, επικυριαρχίας - στην Ευρώπη, με τη Δυτική Γερμανία στο ρόλο πειθήνιου φερέφωνου, είναι πάντα θέμα προς συζήτηση...)

Κι έτσι συντελέστηκε το μεταπολεμικό «Γερμανικό θαύμα», με σημαντική Αμερικανική οικονομική βοήθεια αλλά και πολιτική υποστήριξη. Όσο για τα εγκλήματα ενός λαού εναντίον πολλών άλλων, τα συμψήφισαν και τα απόσβεσαν οι δίκες λίγων επιφανών Ναζί στη Νυρεμβέργη. Σήμερα, το Τέταρτο Ράιχ απλώνει και πάλι τις ατσάλινες φτερούγες του πάνω απ’ την Ευρώπη, τη φορά αυτή χωρίς καν να χρειαστεί τη συνδρομή των όπλων για να επικυριαρχήσει. Κι έρχεται ως αμείλικτος τιμωρός να καταδικάσει σε πείνα και εξαθλίωση έναν λαό που έκανε το «ασυγχώρητο» λάθος - ίσως εν μέρει και υπό την επήρεια μετακατοχικών ψυχολογικών συνδρόμων - να διεκδικήσει ένα κάπως μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα της ευμάρειας, απ’ ό,τι του αναλογούσε...

Καθώς πληρώνω για το κουλούρι και βγαίνω από τον άδειο φούρνο της γειτονιάς μου, σκέφτομαι μελαγχολικά πόσο λίγο κόστισαν, τελικά, σε κάποιους άλλους «αρτοποιούς» οι φούρνοι που έψηναν μαζικά ανθρώπινες σάρκες και κόκαλα... Όμως, όπως έλεγε κι ο ρεαλιστής Βενιζέλος (ο εκ Κρήτης), στη διεθνή πολιτική δεν υπάρχει δίκιο κι άδικο: υπάρχουν μόνο γεωπολιτικά συμφέροντα!


[2] Henry Morgenthau (1891-1967): Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ επί προεδρίας F.D.Roosevelt. Εισηγήθηκε σκληρά οικονομικά μέτρα για τη μεταπολεμική Γερμανία, έτσι ώστε αυτή να μην απειλήσει ξανά την παγκόσμια ειρήνη.

(ΤΟ ΒΗΜΑ, Ιανουάριος 2012)