Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2020

Ψευδο-επιστήμη και συνωμοσιολογία στην υπηρεσία του COVID-19


Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Ένα Σάββατο απόγευμα, εκεί προς τα τέλη Σεπτέμβρη, έλαβα ένα email από καλή φίλη νομικό. Με ενημέρωνε ότι στη γνωστή διαδικτυακή πλατφόρμα YouTube μεταδιδόταν ζωντανά ένα «διεθνές διεπιστημονικό συνέδριο» για την πανδημία, στέλνοντάς μου και το σχετικό link. Δεν άντεξα στον πειρασμό, και μπήκα...

Το «συνέδριο» – διοργανωμένο από Έλληνες επιστήμονες και με τη συμμετοχή ξένων προσκεκλημένων – κράτησε ώρες, ενώ συνεχίστηκε και την επόμενη μέρα. Ένα μέρος (όσο πρόλαβα και όσο άντεξα) το παρακολούθησα «ζωντανά», ενώ κάποια αποσπάσματα τα είδα (ή ξαναείδα) αργότερα, βιντεοσκοπημένα.

Υπό κανονικές συνθήκες δεν θα τολμούσα να αξιολογήσω επιστημονικά τα όσα άκουσα από Έλληνες και ξένους (υποτιθέμενα) «ειδικούς». Εξ άλλου, δεν διαθέτω τις σχετικές ιατρικές γνώσεις (κι ας ισχυριζόμαστε κάποιες φορές εμείς οι Φυσικοί ότι «τα ξέρουμε όλα»!). Η επιστημονική αξιολόγηση δεν άργησε να έρθει από πραγματικούς ειδικούς(*) και ήταν καταπέλτης για το διήμερο ψευδο-επιστήμης που παρέλασε από τις οθόνες των υπολογιστών μας. Σε ό,τι με αφορά, θα μιλήσω σαν απλός χρήστης του διαδικτυακού μέσου που άκουσε πράγματα που του φάνηκαν εξωφρενικά – αν όχι και ύποπτα...

Ήταν προφανές ότι βασικός σκοπός του συνεδρίου ήταν να προβάλει τις απόψεις των «ειδικών» που ανήκουν στη σχολή σκέψης η οποία αμφισβητεί τις διαστάσεις του προβλήματος της πανδημίας, έτσι όπως αυτές περιγράφονται από την συντριπτική πλειοψηφία των γιατρών παγκοσμίως, από το σύνολο, σχεδόν, των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων, και από το μεγαλύτερο μέρος του διεθνούς Τύπου.

Ούτε λίγο - ούτε πολύ, πληροφορηθήκαμε ότι ο θόρυβος γύρω από έναν «σχετικά ακίνδυνο ιό» και μία «λάιτ κατάσταση» (οι εκφράσεις ακούστηκαν από Έλληνα καθηγητή πανεπιστημίου) προέρχεται από σκόπιμη μεγαλοποίηση ενός διαχειρίσιμου προβλήματος, και διακινείται από κάποια σκοτεινά κέντρα με σκοπό την χειραγώγηση του κοινωνικού συνόλου και την κερδοσκοπία εις βάρος του. Φυσικά, στην υποτιθέμενη «συνωμοσία» πρωτοστατούν οι φαρμακευτικές εταιρείες που επιδίδονται στην παρασκευή του εμβολίου (από ξένο προσκεκλημένο ακούστηκαν εκφράσεις όπως «οργανωμένο έγκλημα» και «εγκληματικά συνδικάτα»).

Ακούσαμε ότι το πρόβλημα της πανδημίας είναι, κατά βάση, πολιτικό κατασκεύασμα και όχι πραγματικός επιδημιολογικός εφιάλτης που θέτει σε συναγερμό ολόκληρη την επιστημονική κοινότητα. Διακινήθηκε, επίσης, η γνωστή άποψη σύμφωνα με την οποία τα μέτρα πρόληψης ενάντια στη μετάδοση της επιδημίας παραβιάζουν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και, ως εκ τούτου, είναι κοινωνικά απαράδεκτα.

Εντύπωση προκάλεσε η εμφατικά διατυπωμένη θέση ότι ο ενδεδειγμένος τρόπος αντιμετώπισης της κατάστασης δεν είναι η λήψη προληπτικών μέτρων αλλά η ενίσχυση του συστήματος υγείας ώστε να εξυπηρετεί αυτούς που ήδη έχουν νοσήσει. Με άλλα λόγια, προσπερνούμε το ζήτημα της πρόληψης (για την οποία ελάχιστα, γενικά, ειπώθηκαν) και ρίχνουμε όλο το βάρος στη θεραπεία!

Ειδική προσπάθεια καταβλήθηκε για την αποδόμηση των μέτρων που αφορούν στην προστασία των παιδιών. Ακούσαμε ότι η χρήση της μάσκας, η οποία έχει ως βαθύτερο στόχο την «απο-κοινωνικοποίηση» και την «απομόνωση» των παιδιών σύμφωνα με τις επιταγές κάποιων σκοτεινών διεθνών «κέντρων», θα αφήσει δυσεπούλωτα τραύματα στους παιδικούς ψυχισμούς ενώ ελάχιστη προστασία θα προσφέρει.

Το πιο εντυπωσιακό: Ο ίδιος ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας «ψεύδεται συνειδητά» και «διασπείρει τον τρόμο» ισχυριζόμενος ότι ο ιός είναι (δήθεν) εξαιρετικά μεταδοτικός και θανατηφόρος! Εκπρόσωπος άνομων συμφερόντων και μέρος διεθνούς συνωμοσίας και ο Π.Ο.Υ., λοιπόν...

Σε ό,τι αφορά τις πυρηνικές του θέσεις, το «συνέδριο» δεν πρωτοτύπησε. Απόψεις που αμφισβητούν το μέγεθος της πανδημίας και την αναγκαιότητα λήψης περιοριστικών μέτρων έχουν ήδη διακινηθεί αρκετά από αδαείς στις γνωστές διαδικτυακές πλατφόρμες. Η βαριά σφραγίδα της ίδιας της επιστήμης, όμως, δημιουργεί ένα ξεχωριστό πρόβλημα σε μία πολιτεία που μάχεται απεγνωσμένα να αποτρέψει ανεξέλεγκτες επιδημιολογικές καταστάσεις με δυνητικά εφιαλτικές συνέπειες για το κοινωνικό σύνολο.

Σχετικά πρόσφατα είναι τα περιστατικά βίας εις βάρος εκπαιδευτικών, από γονείς μαθητών που επέμεναν να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο χωρίς τα αναγκαία μέτρα προστασίας. Τώρα οι γονείς θα μπορούν να επικαλούνται την «επιστήμη» ως ελαφρυντικό για την όποια μελλοντική πράξη απείθειας, ακόμα και βιαιοπραγίας!

Το ίδιο θα την επικαλούνται και οι κάθε λογής «ατρόμητοι επαναστάτες» που συναθροίζονται ανέμελα και χωρίς καν τα στοιχειώδη μέτρα προστασίας σε κέντρα διασκεδάσεως, σε πλατείες, σε πορείες και (ναι) σε ναούς.

Η πραγματική επιστήμη έχει χρέος να επαγρυπνεί και να ενημερώνει έγκαιρα και υπεύθυνα τους πολίτες. Και η πολιτεία θα πρέπει να βρει, επιτέλους, τον τρόπο (αν όχι και την θέληση καθαυτή) να επιβάλει την τήρηση των μέτρων που η ίδια μεγαλοφώνως εξαγγέλλει. Αλλιώς, το «δεύτερο κύμα» της πανδημίας θα γίνει τσουνάμι που θα μας καταπιεί όλους. Χωρίς να κάνει διακρίσεις ανάμεσα σε συμμορφωμένους και «επαναστάτες», ή σε πραγματιστές και «συνωμοσιολολογούντες»...

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2020

Ναζισμός και νεοναζισμός: Από τη Βαϊμάρη στην Ελλάδα της κρίσης


Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Οι Ναζί ανέβηκαν στην εξουσία στη Γερμανία το 1933. Η άνοδός τους, συνέπεια (και) μιας οδυνηρής ήττας σε έναν πόλεμο, σήμανε το τέλος του δημοκρατικού πειράματος της Βαϊμάρης.

Οι νεοναζί εισήλθαν στο ελληνικό κοινοβούλιο το 2012. Η είσοδός τους, συνέπεια (και) μιας ακραίας οικονομικής κρίσης, σήμανε το τέλος της πολιτικής «αθωότητας» στη χώρα.

Το πρώτο ιστορικό γεγονός ήταν η απαρχή μίας παγκόσμιας τραγωδίας που κορυφώθηκε με το φρικτότερο μαζικό έγκλημα της Ιστορίας.

Το δεύτερο γεγονός κατέδειξε ότι ένα φαινομενικά πεθαμένο (ή, έστω, μισοπεθαμένο) φίδι είναι δυνατό να αναστηθεί όταν οι συνθήκες παρέχουν το απαραίτητο «οξυγόνο» για την επιβίωσή του.

Οι ιστορικές συγκυρίες που οδήγησαν στην επικράτηση του Ναζισμού και την μετέπειτα επανεμφάνισή του ως νεοναζισμού έχουν μελετηθεί σε βάθος από πολλούς ειδικούς και δεν θα αποτολμήσουμε εδώ μία ιστορική ή πολιτική ανάλυση του θέματος. Θα αρκεστούμε σε μία επιγραμματική συγκριτική παράθεση των κυριότερων αιτίων που επέτρεψαν στον Ναζισμό να κυριαρχήσει στην μεσοπολεμική Γερμανία, και στους εν Ελλάδι θαυμαστές του να εισβάλουν στους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας μολύνοντάς τους ανεπανόρθωτα.

Και, γνωρίζοντας τα «γιατί» που οδήγησαν έναν λαό – ή, έστω, ένα κομμάτι του – σε αντιδημοκρατικές πολιτικές επιλογές, ίσως αποφύγουμε παρόμοιες επιλογές σε μελλοντικές κρίσιμες συνθήκες...

Τρεις σημαντικές ιστορικές συγκυρίες συνέβαλαν στην άνοδο των Ναζί στην εξουσία:

1. Το αίσθημα εθνικής ταπείνωσης των Γερμανών, που προκλήθηκε από τον εξευτελιστικό τρόπο με τον οποίο οι νικητές του Μεγάλου Πολέμου έσυραν τη Γερμανία στην αποδοχή της Συνθήκης των Βερσαλλιών (1919).

2. Μία ακραία οικονομική κρίση, η οποία κατά ένα μέρος οφειλόταν στις δυσβάσταχτες πολεμικές αποζημιώσεις προς τους νικητές του πολέμου.

3. Η αδυναμία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης να αντιμετωπίσει την κατάσταση αναρχίας που είχε ξεσπάσει στη χώρα, οδηγώντας σε αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα σε μαρξιστές και ακραίους εθνικιστές.

Οι Ναζί χρησιμοποίησαν τους Εβραίους ως εξιλαστήρια θύματα για την ήττα στον πόλεμο και τα μετέπειτα προβλήματα της Γερμανίας. Στην πραγματικότητα, οι διώξεις κατά των Εβραίων, με αποκορύφωμα την μαζική δολοφονία του Ολοκαυτώματος, ήταν αποτέλεσμα της διαστροφικής ρατσιστικής ιδεολογίας των Ναζί, η οποία είχε ήδη εκφραστεί ανοιχτά στο “Mein Kampf” αρκετά χρόνια πριν ο Χίτλερ αναλάβει την εξουσία.

Ας δούμε τώρα τους σημαντικότερους παράγοντες που συνέβαλαν στην είσοδο των νεοναζί στην ελληνική Βουλή, και ας κάνουμε τις σχετικές συγκρίσεις:

1. Το αίσθημα εθνικής ταπείνωσης των Ελλήνων από την υπεροπτική στάση που επέδειξαν οι κυβερνήσεις και τα μέσα ενημέρωσης σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (ιδιαίτερα στη Γερμανία) όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση στην Ελλάδα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την εμφάνιση ισχυρού αντι-ευρωπαϊκού ρεύματος στη χώρα, με παράλληλη ενίσχυση της επιρροής «αντισυστημικών» τάσεων (τόσο εκ δεξιών, όσο και εξ αριστερών) σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού.

2. Τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που επέφερε στους Έλληνες η αναγκαστική συμμόρφωση των «συστημικών» κυβερνήσεων με τους άτεγκτους όρους των μνημονίων, οι οποίοι επέβαλαν πολιτικές σκληρής λιτότητας και καθεστώς ασφυκτικής επιτήρησης από τους (συχνά αλαζονικά συμπεριφερόμενους) δανειστές.

3. Η κατάσταση εσωτερικής αναρχίας (ιδιαίτερα στην Αθήνα) από την ανεξέλεγκτη δράση οργανωμένων ακροαριστερών ομάδων, με πρόσχημα την κρίση, και η αδυναμία – ή και απροθυμία – των δημοκρατικών κυβερνήσεων να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.

4. Η κατακόρυφη αύξηση της εγκληματικότητας (ιδίως, και πάλι, στην Αθήνα) λόγω της μη-ελεγχόμενης (άρα κατ’ ουσίαν παράνομης) μετανάστευσης.

Ο τέταρτος παράγοντας διαφοροποιεί την περίπτωση των νεοναζί από εκείνη των πρωταρχικών Ναζί. Όσο και αν οι επιθέσεις των πρώτων κατά μεταναστών είχαν και ρατσιστικά κίνητρα, οι νεοναζί βρήκαν μία πρώτης τάξεως δικαιολογία για τη δράση τους πατώντας πάνω σε ένα υπαρκτό πρόβλημα της χώρας. Στις συνειδήσεις των τοπικών κοινωνιών, μάλιστα, το πρόβλημα αυτό αποκτούσε ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις σε ηθικό και ψυχολογικό επίπεδο λόγω της απροθυμίας των λεγόμενων «προοδευτικών» πολιτικών δυνάμεων να αναγνωρίσουν τις δυσχερείς συνθήκες που βίωναν οι άνθρωποι της γειτονιάς, και να καταδικάσουν ανοιχτά τις παράνομες (συχνά ακραία βίαιες) δράσεις ενός μέρους των (θεωρούμενων ως) «ευπαθών» ομάδων. Η «κατανόηση» στη συμπεριφορά του οποίου μέρους συχνά άγγιζε την απόλυτη δικαιολόγηση και εξέφραζε επιλεκτική ευαισθησία και συμπάθεια...

Η αποτελεσματικότερη μέθοδος, λοιπόν, για να αποτρέψει το πολιτικό σύστημα την επανεμφάνιση των νεοναζί στο κοινωνικό και πολιτικό σκηνικό της χώρας είναι να εξαλείψει τους παράγοντες που θα μπορούσαν να χαρίσουν σε εκείνους προνομιακό πεδίο δράσης. Σε κάθε περίπτωση, το να κατηγορεί κάποιος συλλήβδην τους ψηφοφόρους τους ως φασίστες ή ρατσιστές, χωρίς να μπει στον κόπο να αφουγκραστεί τα προβλήματά τους, είναι επικίνδυνα απλοϊκό. Κάποιοι θα σπεύσουν τότε να προσφέρουν «συμπάθεια» και «κατανόηση». Ας τους προλάβει το ίδιο το δημοκρατικό σύστημα, της «προοδευτικής» συνιστώσας του μη εξαιρουμένης. Αν όχι και προεξάρχουσας...