Παρασκευή 31 Ιουλίου 2020

Παραγωγοί και «καθηγητάδες» στο Τρίτο Πρόγραμμα


Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Αν και έχουν περάσει κάτι... αιώνες από τότε, θυμάμαι έντονα ένα course μουσικής ανάλυσης που είχα πάρει στο αμερικανικό πανεπιστήμιο όπου έκανα τις μεταπτυχιακές σπουδές μου στη Φυσική. Καθώς την εποχή εκείνη δεν υπήρχε ακόμα το CD, ο καθηγητής είχε πάντα στην αίθουσα ένα μικρό ηλεκτρικό πικάπ και τους δίσκους που θα χρειαζόταν για το μάθημα της ημέρας. Έχω ακόμα στο μυαλό μου την απογοήτευση που ένιωσα κάποια φορά, όταν ο δίσκος σταμάτησε ξαφνικά να παίζει τη στιγμή ακριβώς που είχα απορροφηθεί απόλυτα από τους μαγικούς ήχους μιας συμφωνίας του Μπραμς. Όμως, δεν γινόταν αλλιώς. Ο λόγος για τον οποίο ο σεβάσμιος κύριος Νόργκρεν έβαζε Μπραμς στην τάξη δεν ήταν να απολαύσουμε το μεγαλείο των ήχων αλλά να αναλύσουμε τη φόρμα και να συζητήσουμε την ανάπτυξη των μουσικών θεμάτων. Κι αυτό απαιτούσε αποσπασματική ακρόαση με κάμποσες ενδιάμεσες διακοπές...

Έχω τη βάσιμη υποψία ότι ένας–δύο παραγωγοί προγράμματος εκεί στο Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας έχουν ως ανεκπλήρωτο όνειρο και κρυφό απωθημένο να διδάξουν μουσικολογία για προχωρημένους σπουδαστές σε κάποιο πανεπιστήμιο. Αυτό, τουλάχιστον, υποδηλώνει το ύφος των εκπομπών τους, οι οποίες μοιάζουν να απευθύνονται κατά κύριο λόγο σε ένα κοινό που ήδη κατέχει τα βαθιά μυστικά της μουσικής, και πολύ λιγότερο σε ένα κοινό που δεν τα γνωρίζει μα διψά να μάθει κάτι περισσότερο γι’ αυτή την τέχνη.

Οι εν λόγω παραγωγοί δείχνουν να σνομπάρουν την ιδέα ότι ο μέσος ακροατής του «Τρίτου» επιζητά, πάνω απ’ όλα, την απόλαυση της μουσικής και δεν συντονίζεται στον σταθμό προσδοκώντας να παρακολουθήσει ένα αφ’ υψηλού μάθημα μουσικής ανάλυσης για ειδικούς. Και μάλιστα, με χρήση ακατάληπτων – για εκείνον – τεχνικών όρων που ουδέποτε επεξηγούνται.

Έτσι, οι παραγωγοί αυτοί εφαρμόζουν την ενοχλητική, για τον ακροατή, πρακτική να διακόπτουν τη ροή ενός μουσικού έργου για να παρεμβάλουν τεχνικά σχόλια (συχνά διανθισμένα με φιλολογίζουσες μεγαλοστομίες που προδίδουν ραδιοφωνικό ναρκισσισμό), καταστρέφοντας με τον τρόπο αυτό την ψυχολογική συνέχεια που επιθυμεί να επιτύχει ο συνθέτης.

Είναι, ασφαλώς, ευπρόσδεκτη (προσωπικά, θα έλεγα αναγκαία) η ύπαρξη συνοδευτικών σχολίων για κάθε μουσικό έργο που παρουσιάζεται στο «Τρίτο». Οι σχολιασμοί, όμως, οσοδήποτε τεχνικοί, καλό είναι να παρατίθενται συνολικά πριν από την έναρξη της ακρόασης. Μετά, το έργο θα πρέπει να παραδίδεται ενιαίο και αδιάσπαστο στον ακροατή για να το απολαύσει μέσα στη φυσική του συνέχεια. Γιατί, η τεχνική υπάρχει για να υπηρετεί την Τέχνη. Σκοπός της Τέχνης, όμως, δεν είναι απλά και μόνο να δικαιώνει την ύπαρξη της τεχνικής!

Πριν κλείσω τούτο το σημείωμα, και εν είδει κοντράστ στις παραπάνω θέσεις, θα ήθελα να αναφέρω μερικούς παραγωγούς προγράμματος στο «Τρίτο» τους οποίους εκτιμώ ιδιαίτερα:

– Τον Μάρκο Μωυσίδη, που η κατανυκτική χροιά της εκφοράς του λόγου του αναδεικνύει ακόμα περισσότερο την καλλιτεχνική αξία των μουσικών επιλογών του...

– Την Κάτια Καλλιτσουνάκη, μέσα από τις εκπομπές της οποίας γνωρίσαμε και αγαπήσαμε συνθέτες που δεν είχαμε καν ακουστά...

– Την Τζουλιέτα Καρόρη, που αποδεικνύει σε κάθε της εκπομπή ότι ο λεγόμενος «σκοτεινός Μεσαίωνας» δεν ήταν, τελικά, και τόσο σκοτεινός...

– Τον Μπάμπη Καβροχωριανό, που, χωρίς να φιλολογίζει, μας ξεναγεί στις ωραιότερες σελίδες της μουσικής φιλολογίας...

– Τον Γιάννη Φίλια, που με τις λόγιες και πρωτότυπες αναλύσεις του οδηγεί τον ακροατή σε καινούργια σαγηνευτικά μονοπάτια της όπερας...

– Τον υπέροχο Δαυίδ Ναχμία, που κατορθώνει με τρόπο μοναδικό να αναδείξει την ανθρώπινη διάσταση των «ιερών τεράτων» της Τέχνης και της διανόησης στη χώρα μας...

(Θα μπορούσα να περιλάβω στη λίστα και τον Ιλάν, αν το Τρίτο Πρόγραμμα είχε επιδείξει την στοιχειώδη σωφροσύνη να τον κρατήσει στις τάξεις του.)

Όμως, υπάρχουν εξαιρετικοί παραγωγοί προγράμματος κλασικής μουσικής και εκτός «Τρίτου». Ξεχωρίζω ανάμεσά τους την Λίλλυ Καρατζαφέρη με τις «Παρτιτούρες» της στον «Αθήνα 9.84». Θαρρείς ότι παίρνει τον ακροατή από το χέρι για να του δείξει την ομορφιά της μουσικής. Έτσι απλά!

Σάββατο 25 Ιουλίου 2020

Μια απάντηση στον Γιάννη (Αντετοκούνμπο)...


Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Αγαπητέ Γιάννη,

Διάβασα πρόσφατα τα όσα ανέφερες για τη χώρα σου σε αμερικανικό μέσο ενημέρωσης. Και δεν θα τα είχα πάρει είδηση αν δεν τα καθιστούσε γνωστά (σε εμένα, τουλάχιστον) ο θόρυβος που προκάλεσε μία κατάπτυστη, ακραία υβριστική και απόλυτα ρατσιστική ανάρτηση κάποιου ανάξιου Έλληνα «πανεπιστημιακού» με θεσμικό, μάλιστα, ρόλο στην ελληνική πολιτεία. Τον «κύριο» αυτό τον τακτοποίησε όπως του έπρεπε η αρμόδια υπουργός, και δεν προτίθεμαι να ασχοληθώ περαιτέρω μαζί του. Δεν μπορώ, όμως, να προσπεράσω έτσι εύκολα τις δικές σου θέσεις...

Μεταφέρω εδώ τις δηλώσεις σου, όπως τις διάβασα:

«Η πρώτη φορά που είδα μαύρο άνδρα να οδηγεί αυτοκίνητο, ήταν στις ΗΠΑ. Ήμουν σοκαρισμένος, αναρωτιόμουν τι συμβαίνει εδώ. Με έκανε να αναρωτιέμαι αν η χώρα μου δίνει αρκετές ευκαιρίες σε όσους δεν είναι από εκεί, άρχισα να το σκέφτομαι αυτό. Η Ελλάδα είναι μια χώρα λευκών, μπορεί να γίνει δύσκολη η ζωή κάποιου με το χρώμα του δικού μου δέρματος. Πηγαίνεις σε πολλές γειτονιές και αντιμετωπίζεις αρκετή αρνητικότητα, ρατσισμό. Οι γονείς μου έκαναν τρομερή δουλειά, πάλευαν για εμάς σε καθημερινή βάση. Μας παρείχαν όσα χρειαζόμασταν σαν οικογένεια ακόμη κι αν έπρεπε να πουλήσουν πράγματα στους δρόμους. Η φτώχεια μπορεί να σε ωθήσει στα όριά σου. Δεν είναι διασκεδαστικά, όμως στο τέλος της ημέρας πρέπει να το αποδεχθείς και αυτό κάναμε ως οικογένεια. Είχαμε ο ένας τον άλλο, κάναμε αυτό που έπρεπε. 

Οι γονείς μου ήταν παράνομοι, δεν μπορούσαμε να βγάλουμε ένα διαβατήριο ή μια ελληνική ταυτότητα. Όταν είσαι παράνομος στην Ελλάδα, ξέρεις ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να απελαθείς. Ό,τι κι αν έκαναν οι γονείς μου, το έκαναν πολύ προσεκτικά. Όταν είσαι παράνομος δεν θέλεις να περπατάς στον δρόμο, η Αστυνομία μπορεί να σε σταματήσει και να σε στείλει πίσω στη χώρα σου, μπορεί να μην ξαναδείς ποτέ τα παιδιά σου. Αν γύριζα από το σχολείο και δεν έβρισκα τη μητέρα μου, το μυαλό μου έτρεχε. Σκεφτόμουν πού βρισκόταν, αναρωτιόμουν αν ήταν καλά εκείνη και ο πατέρας μου. Πολλές φορές σκέφτηκα ότι θα απελαθούν οι γονείς μου, ευτυχώς αυτή η μέρα δεν ήρθε ποτέ. Σαν οικογένεια βάλαμε τους εαυτούς μας γύρω από ανθρώπους θετικούς, όπως ο ιδιοκτήτης ενός καφέ, ο κύριος Γιάννης. Ήταν δύσκολο και πάντα θα είναι δύσκολο να είσαι μαύρος σε μια χώρα λευκών, έρχονται στιγμές που αισθάνεσαι ότι δεν είσαι αυτός που πραγματικά είσαι. Εγώ γεννήθηκα στην Ελλάδα, δεν έχω πάει ποτέ στη Νιγηρία, πήγα σε ελληνικό σχολείο με τους φίλους μου, η Ελλάδα είναι όσα γνωρίζω. Δεν βγήκα ποτέ από εκείνη μέχρι τα 18 μου.»

Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά:

1. Αν γνωρίζεις κάποιον νόμο που να απαγορεύει σε μαύρο άνδρα να οδηγεί αυτοκίνητο στην Ελλάδα, σε παρακαλώ διαφώτισέ με. Προσωπικά, και σε αντίθεση με εσένα, έχω δει πολλούς τέτοιους οδηγούς (να υποθέσω ότι οδηγούσαν παράνομα;). Όσο για τους μαύρους άνδρες που βλέπεις «σοκαρισμένος» να οδηγούν το αυτοκίνητό τους στις ΗΠΑ, μη σου κάνει εντύπωση: πρόκειται απλά για νόμιμους Αμερικανούς πολίτες που έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες ευκαιρίες με όλους τους άλλους πολίτες. Αν δεν σου κάνει κόπο, όμως, κάνε μία έρευνα πόσοι από τους παράνομους μετανάστες (π.χ., από το Μεξικό) απολαμβάνουν τα δικαιώματα αυτά. Ή μάλλον, πόσοι απολαμβάνουν τα δικαιώματα των παρανόμων μεταναστών που βρίσκονται στην Ελλάδα (των μαύρων μη εξαιρουμένων, φυσικά).

2. Αν πιστεύεις ότι η χώρα σου «δεν δίνει αρκετές ευκαιρίες σε όσους δεν είναι από εκεί», θα σου πρότεινα να πας μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας και να μετρήσεις τις επιχειρήσεις μεταναστών σε ακτίνα αρκετών χιλιομέτρων. Μπορείς, βέβαια, αν δεν βαριέσαι, να επεκτείνεις την έρευνά σου και στην επαρχία. Όμως, υπάρχει εδώ μία σημαντική υποσημείωση: οι ευκαιρίες δίνονται σε εκείνους που σέβονται τους νόμους της χώρας και όχι σε αυτούς που (όπως ο ίδιος παραδέχεσαι) παρανομούν. Και, επειδή δεν ξέρω αν το γνωρίζεις, σου το ξαναλέω: το ίδιο ισχύει ακόμα περισσότερο στη χώρα που τώρα σε φιλοξενεί και στην οποία διαπρέπεις. Ρώτησε και θα σου πουν...

3. Ρατσισμός σημαίνει να υποτιμάς κάποιον με βάση το χρώμα του. Ακόμα και αν αυτό είναι το λευκό! Το να συκοφαντείς, λοιπόν, μία χώρα ολόκληρη (πλην κυρίου Γιάννη, ιδιοκτήτη καφέ) ως «ρατσιστική», με κύριο επιχείρημα ότι είναι «χώρα λευκών», δεν απέχει πολύ από τον ρατσισμό που καταγγέλλεις. Και, για να έχουμε καλό ρώτημα, πώς ακριβώς βίωσες εσύ τον ρατσισμό; Απ’ όσο γνωρίζω, ο τόπος αυτός σου πρόσφερε μόρφωση, κι εδώ αναδείχθηκε η αξία σου πριν η φήμη σου περάσει τα σύνορα. Και σήμερα είσαι το ίνδαλμα χιλιάδων νέων παιδιών που ονειρεύονται μια μέρα να σου μοιάσουν. Λες να είναι κι αυτά οι εκκολαπτόμενοι «ρατσιστές» του μέλλοντος; Ας σοβαρευτούμε...

4. Δεν γνώριζα ότι αποκλειστικά και μόνο στις «ρατσιστικές» χώρες οι παράνομοι μετανάστες δεν δικαιούνται διαβατηρίου και αστυνομικής ταυτότητας, ενώ «ανά πάσα στιγμή μπορεί να απελαθούν». (Μεταξύ μας, ξέρεις πολλούς μετανάστες που έχουν απελαθεί από την Ελλάδα;) Αν θέλεις, ρώτησε ποιοι σχετικοί νόμοι ισχύουν στις «αντιρατσιστικές» ΗΠΑ. Εκεί όπου και οι μαύροι μπορούν να οδηγούν αυτοκίνητο, όπως λες...

Και τώρα, Γιάννη, επίτρεψέ μου να σου πω μερικά πράγματα σχετικά με αυτό που εσύ αντιλήφθηκες ως «ρατσισμό» στην Ελλάδα. Από την αρχαιότητα ακόμα, οι Έλληνες υπήρξαν φιλόξενος λαός (έχεις ακούσει τον όρο «Ξένιος Ζευς»;). Ο μετανάστης ήταν πάντα καλοδεχούμενος, και οι ντόπιοι ήταν πρόθυμοι να μοιραστούν μαζί του το λιγοστό ψωμί τους. Τα τελευταία τριάντα χρόνια, όμως, συντελέστηκε μία δραματική αλλαγή στη σχέση του Έλληνα με τους μετανάστες. Τούτο οφείλεται στο ότι, μαζί με τους ανθρώπους που ήρθαν στη χώρα για να αναζητήσουν με τρόπους τίμιους μία καλύτερη ζωή, εισέβαλαν και τυχοδιωκτικά στοιχεία που, σε μεγάλο μέρος τους, ήταν αδίστακτοι κακοποιοί. Σχεδόν καθημερινά ακούγαμε (και, δυστυχώς, ακούμε ακόμα) για φρικιαστικά εγκλήματα, συχνά με θύματα ανήμπορους ηλικιωμένους. Στο κέντρο της πόλης τα ναρκωτικά πουλιούνται κι αγοράζονται ελεύθερα, ενώ αντίπαλες συμμορίες σφάζονται (κυριολεκτικά) στη μέση του δρόμου για το ποια θα έχει τον πρώτο λόγο στην «αγορά». Σε πολλές γειτονιές της Αθήνας οι κάτοικοι έφτασαν να φοβούνται να βγουν από τα σπίτια τους!

Όταν με τόση ευκολία λες ότι «σε πολλές γειτονιές αντιμετωπίζεις αρνητικότητα και ρατσισμό», αυτό που στην πραγματικότητα εννοείς είναι ότι σε πολλές γειτονιές – κατά κανόνα τις πιο φτωχικές – οι άνθρωποι ζουν μέσα στο φόβο. Και ο φόβος είναι θέμα αυτοσυντήρησης, όχι ρατσισμού!

Και θα σου πω και κάτι που μπορεί να μη σου αρέσει, Γιάννη. Τον αληθινό ρατσισμό δεν τον έζησες εσύ, τον βιώνουν άνθρωποι ανήμποροι κι απροστάτευτοι από την πολιτεία, που κακοποιούνται άγρια ή και δολοφονούνται για λίγα μόλις ευρώ. Λες και η ίδια η ανημπόρια τους – κυρίως λόγω προχωρημένης ηλικίας – τους καθιστά άξιους να αφανιστούν! Κι αν έφτασαν οι άνθρωποι της γειτονιάς να φοβούνται, πια, όλους τους μετανάστες, ας μην το χρεώνουμε αποκλειστικά στους πρώτους. Όταν οι όροι της φιλοξενίας παραβιάζονται, εκείνοι που το διαπράττουν δεν λέγονται πλέον φιλοξενούμενοι αλλά εισβολείς!

Τελειώνοντας, στην Αμερική έγινες δημοφιλής με το αγωνιστικό παρατσούκλι “Greek Freak”. Θα σου πρότεινα να ζητήσεις να αφαιρεθεί το “Greek” (αφήνοντας μόνο του το “Freak”) αν όντως πιστεύεις ότι η χώρα σου, την οποία δυσφημείς αντί να διαφημίζεις στο εξωτερικό, είναι χώρα ρατσιστών. Στο κάτω-κάτω, δεν σε τιμά να δηλώνεις καταγωγή από μια τέτοια χώρα!

Σε διαφορετική περίπτωση, ανακάλεσε άμεσα όλα όσα δήλωσες στην περιβόητη συνέντευξη. Πες ότι ήταν απλά ένα καπρίτσιο της στιγμής, από εκείνα που εύκολα συγχωρούνται στους σταρ. Και τότε όλα τα ξεχνούμε, αν θες.

Αλλιώς, δικαιούμαστε να δηλώνουμε πολύ, πάρα πολύ απογοητευμένοι από σένα...

Ειλικρινά,
Κώστας από την Αθήνα

Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

Θα γυρίσουμε την πλάτη στους ανθρώπους της αθηναϊκής γειτονιάς;


Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Θόρυβος πολύς ξέσπασε πρόσφατα όταν Έλληνας βουλευτής παρευρέθη σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας στην Πλατεία Βικτωρίας, με αντικείμενο τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι της περιοχής από την ανεξέλεγκτη «μετανάστευση» και την διαγραφόμενη πολιτισμική αλλοίωση του κέντρου της πόλης. Ο λόγος του θορύβου ήταν ότι στη συγκέντρωση παρέστη (για τους δικούς του σκοπούς) και γνωστό μέλος νεοναζιστικής οργάνωσης...

Θα επιχειρήσουμε να σχολιάσουμε το ζήτημα στην ουσία του, μακριά από τις πάγιες ιδεοληψίες και τους πολιτικούς καιροσκοπισμούς της λεγόμενης «ανανεωτικής αριστεράς» (η οποία, παρεμπιπτόντως, την αγάπη για τη χώρα και τον πολιτισμό της θεωρεί ως ένδειξη υφέρποντος ρατσισμού).

Τίθεται καταρχάς ένα βασικό ερώτημα: Θεωρούμε ή όχι ως υπαρκτό το πρόβλημα για το οποίο διαμαρτύρονται οι κάτοικοι; Αν υποτεθεί πως όχι, τότε δεν τίθεται καν θέμα συζήτησης και κακώς έλαβε χώρα η συγκέντρωση.

Δυστυχώς, όμως, το πρόβλημα είναι υπαρκτό. Οι άνθρωποι στις μη-προνομιακές συνοικίες του κέντρου της πόλης ζουν μέσα σε διαρκή φόβο, έχοντας καθημερινά να αντιμετωπίσουν μορφές σκληρής παραβατικότητας όπως ληστείες (συχνά ιδιαίτερα βίαιες, έως και δολοφονικές, με θύματα κυρίως ηλικιωμένους), ανοιχτή διακίνηση και δημόσια χρήση ναρκωτικών, μαχαιρώματα στη μέση του δρόμου μεταξύ αντίπαλων συμμοριών, κτλ. Και δεν νομίζουμε πως υπερβάλλουν οι κάτοικοι όταν ομολογούν ότι φοβούνται να βγουν από τα σπίτια τους!

Πέραν τούτου, θεωρούμε θεμιτές τις ανησυχίες που υφίστανται για την βαθμιαία πολιτισμική αλλοίωση του κέντρου της πόλης ως συνέπεια της υπέρμετρα αγιοποιημένης, και de facto (δηλαδή, παράνομα) επιβεβλημένης, «πολυπολιτισμικότητας»...

Ας δούμε τώρα το θέμα που προκάλεσε αντιδράσεις. Αυτό που πρέπει να τονίσουμε είναι ότι η ταυτόχρονη παρουσία νεοφασιστών και δημοκρατικών πολιτών ουδόλως συνεπάγεται ιδεολογική ταύτιση, αφού τα κίνητρα των δύο πλευρών είναι εντελώς διαφορετικά:

– Οι νεοναζί, εμφορούμενοι από ρατσιστικές ιδέες, θεωρούν αποβλητέο οτιδήποτε δεν ανήκει στην «ευγενή» και «ανώτερη» ελληνική ράτσα, ανεξάρτητα από χαρακτήρα και κοινωνική συμπεριφορά.

– Οι δημοκρατικοί πολίτες, από τη μεριά τους, ενίστανται στην παρουσία αλλοδαπών στο βαθμό και μόνο που αυτοί είτε επιδίδονται σε πράξεις βίας και παρανομίας εις βάρος των κατοίκων, είτε εμφανίζουν τάσεις επιβολής πολιτισμικών χαρακτηριστικών που αντίκεινται στις παραδόσεις και τις εν γένει αξίες της ελληνικής κοινωνίας. (Η πρόοδος, που έδωσε μάχη για την ισότητα των φύλων και τα δικαιώματα της γυναίκας, έρχεται τώρα ως «πρόοδος» – με μπόλικα εισαγωγικά – να υπερασπιστεί τον πολιτισμό που αμφισβητεί στη γυναίκα την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση! Η πιο ελεεινή μορφή υποκρισίας στην υπηρεσία της πολιτικής...)

Κάποιοι από τον χώρο της Αριστεράς διατύπωσαν την άποψη ότι ο δημοκρατικός βουλευτής θα έπρεπε να είχε αποχωρήσει αμέσως όταν διαπίστωσε την παρουσία του εκπροσώπου των νεοναζί στη συγκέντρωση. Αυτό θα ήταν τεράστιο λάθος, για τους εξής λόγους:

1. Με την αποχώρηση η Δημοκρατία θα είχε προσφέρει μία σημαντική συμβολική νίκη στον Φασισμό, αφού θα του έδινε το δικαίωμα να την εκτοπίσει και να την εκδιώξει από ένα κοινωνικό πεδίο, επιδεικνύοντας ταυτόχρονα φοβικά σύνδρομα απέναντί του.

2. Θα έδινε στους νεοναζί το πολύτιμο γι’ αυτούς προνόμιο να μονοπωλήσουν τον ρόλο του «προστάτη» των ανθρώπων της γειτονιάς, κερδίζοντας έτσι πολιτική δυναμική εις βάρος ενός δημοκρατικού συστήματος που θα φαινόταν να εγκαταλείπει τους κατοίκους της πόλης στην τύχη τους, κωφεύοντας στις εκκλήσεις τους για βοήθεια (ή, έστω, κατανόηση στα προβλήματά τους).

Με την ίδια λογική, εξ άλλου, η κυβέρνηση που έφερε προς ψήφιση στη Βουλή το δημοψήφισμα του 2015 θα έπρεπε να είχε αρνηθεί να ξεκινήσει η κοινοβουλευτική διαδικασία εφόσον παρίστατο σε αυτήν το κόμμα των νεοναζί, έστω και αν το κόμμα αυτό επρόκειτο να υπερψηφίσει την κυβερνητική πρόταση. Γιατί, πολιτικό ήθος αλά καρτ απλά δεν υπάρχει!

Σε κείμενο του 2019 στο «Βήμα» είχαμε αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

Όσο και αν μεμφόμαστε τον άνθρωπο της γειτονιάς που με την ψήφο του συνέβαλε στην κοινοβουλευτική «κανονικοποίηση» των νεοφασιστών, θα πρέπει να αναλογιστούμε κατά πόσον η δημοκρατική πολιτεία, αλλά και όλοι όσοι ομνύουμε στα δημοκρατικά ιδεώδη, έχουμε επιδείξει την δέουσα κατανόηση στην ανάγκη του ανθρώπου αυτού να ξαναβρεί το αίσθημα ασφάλειας που εδώ και χρόνια έχει απολέσει λόγω της ολοένα αυξανόμενης εγκληματικότητας. Οι «προοδευτικές» ρητορείες που κατανοούν έως και δικαιολογούν τον θύτη – ιδίως αν πρόκειται για φιλοξενούμενο στη χώρα – το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να προσφέρουν πεδίο δόξης λαμπρό σε κάθε είδους αντιδημοκρατικές και ρατσιστικές δυνάμεις που με κάθε ευκαιρία εμφανίζονται πρόθυμες να υποκαταστήσουν την επίσημη πολιτεία στο θέμα της ασφάλειας των πολιτών. Μια πολιτεία που καταγγέλλεται ως «απάνθρωπη» και «αντιδημοκρατική» όταν απλά επιχειρεί να εφαρμόσει τον νόμο απέναντι στο έγκλημα...

Θέτουμε, λοιπόν, το κατ’ ουσίαν ρητορικό ερώτημα: Θα εγκαταλείψουμε και πάλι την αθηναϊκή γειτονιά στο έλεος της «στοργικής αγκαλιάς» αντιδημοκρατικών δυνάμεων, καταγγέλλοντας μετά ελαφρά τη καρδία τους δεινοπαθούντες κατοίκους ως «ρατσιστές» και «φασίστες»; Το λάθος αυτό έγινε μία φορά, και τα αποτελέσματα τα είδαμε στη συνέχεια...