Παρασκευή 27 Ιουλίου 2018

ΤΟ ΒΗΜΑ - Οι «ένοχοι» του Μεγάλου Πολέμου

Κλείνει φέτος ένας αιώνας από το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου – του «Μεγάλου Πολέμου», όπως αποκλήθηκε στην εποχή του, πριν η ανθρωπότητα βιώσει μία ακόμα παγκόσμια ανθρωποσφαγή. Αν και σε πολλούς από εμάς ο πόλεμος αυτός φαντάζει «αρχαία Ιστορία», η αμφίπλευρα αιτιατική θέση του στο ιστορικό συνεχές δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί.

Πράγματι, ο Μεγάλος Πόλεμος (1914-18) θα μπορούσε να ιδωθεί σαν μακρινό ιστορικό αποτέλεσμα του Γαλλοπρωσικού Πολέμου του 1870-71 και, παράλληλα, σαν «πρώτος γύρος» μιας παγκόσμιας κρίσης που κορυφώθηκε με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (1939-45). Πέρα από την καταγραφή πολεμικών γεγονότων και πολιτικών και διπλωματικών συσχετισμών, όμως, υπάρχει μία υποχθόνια σχέση ανάμεσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους, η οποία αφορά την αξία – ή, για την ακρίβεια, τη μαζική απαξίωση – της ανθρώπινης ζωής...

Από τη στιγμή της κατάταξής τους στους μαζικούς στρατούς, οι στρατιώτες του Μεγάλου Πολέμου μετατρέπονταν αυτόματα σε αριθμούς πολεμικού μητρώου που αντιπροσώπευαν αναλώσιμες ανθρώπινες μονάδες. Ζούσαν για μήνες ολόκληρους θαμμένοι μέσα σε άθλια χαρακώματα παρέα με τη λάσπη, τις ψείρες και τους αρουραίους, περιμένοντας τον ήχο της σφυρίχτρας που θα σήμαινε την έναρξη μιας νέας μάχης. Και τότε, τα κύματα των «αριθμών μητρώου» έπρεπε να βγουν από τα προστατευτικά λαγούμια τους και να ξεπροβάλουν στη «γη του κανενός» (no man’s land) με αποστολή να επιτεθούν στο αντίπαλο χαράκωμα. Στο οποίο ελάχιστοι κατόρθωναν να φτάσουν, αφού τους πιο πολλούς είχαν ήδη θερίσει στα μέσα της διαδρομής τα καλά οχυρωμένα πολυβόλα των αμυνόμενων. Και οι αρουραίοι αποκτούσαν υπερμεγέθεις διαστάσεις τρεφόμενοι με τα πτώματα των στρατιωτών, πεσόντων καταρχήν υπέρ πατρίδος αλλά κατ’ ουσίαν (και) στο βωμό της ικανοποίησης του εγωισμού υπερφίαλων στρατηγών.

Πράγματι, σύμφωνα με τη γνώμη των περισσοτέρων ιστορικών αναλυτών, ένα σημαντικό ποσοστό των θανάτων στα χαρακώματα (κυρίως του Δυτικού Μετώπου) ήταν προϊόν άσκοπης ανθρωποθυσίας με μηδαμινό κέρδος από άποψη στρατηγικού αποτελέσματος. Οι απώλειες κατά τις μάχες έπαιρναν συχνά «αυτοκτονικές» διαστάσεις. Στη Μάχη του Somme (1916) οι Γερμανοί και οι Βρετανοί έχασαν από 400,000 η κάθε πλευρά, ενώ οι Γάλλοι έχασαν 200,000. Η «ανταμοιβή» για τις αγγλο-γαλλικές απώλειες ήταν μία μέγιστη προέλαση 7 μιλίων! Νωρίτερα τον ίδιο χρόνο, η ανεπιτυχής γερμανική πολιορκία του Verdun κόστισε τη ζωή σε 336,000 Γερμανούς και 350,000 Γάλλους στρατιώτες. Στη διαβόητη μάχη στο Passchendaele (1917) πάνω από 370,000 Βρετανοί στρατιώτες χάθηκαν με «κέρδος» λίγων μόλις τετραγωνικών χιλιομέτρων λασπωμένης γης, διάτρητης από τις οβίδες του πυροβολικού...

Αυτή η μαζική απαξίωση της ανθρώπινης ζωής ξέφυγε από τα πεδία των μαχών και βρήκε μία ακόμα σκοτεινότερη έκφρασή της στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι ομοιότητες με τα χαρακώματα τρομάζουν, ιδίως σε ό,τι αφορά την μετατροπή ανθρώπινων μονάδων σε αριθμούς μητρώου κατά την είσοδό τους στο φονικό σύστημα. Με κίνδυνο να εξοργίσω τον αναγνώστη, θα καταθέσω την αδυναμία μου να απαντήσω στο υποθετικό – και όχι ρητορικό – ερώτημα, γιατί, π.χ., ο Rudolf Höss (ο «χασάπης» του Auschwitz) ήταν μεγαλύτερος εγκληματίας πολέμου από τον Βρετανό στρατηγό Sir Douglas Haig που, εν πολλοίς από στρατιωτικό καπρίτσιο, έστειλε σε άσκοπο θάνατο εκατοντάδες χιλιάδες στρατιωτών σε Somme και Passchendaele, για να μην αναφερθώ και στις αμέτρητες θανατικές καταδίκες που ελαφρά τη καρδία υπέγραψε, για όσους απλά δεν άντεξαν στα χαρακώματα. Ανεξάρτητα από τις όποιες αξιολογήσεις ιδεολογικών κινήτρων, αυτή η ολική περιφρόνηση προς την ανθρώπινη ζωή, κυνικά εκφρασμένη μέσω υπηρεσιακών διαταγών μαζικού θανάτου, καθιστά τις ηθικές διαφοροποιήσεις δυσδιάκριτες...

Σε ό,τι αφορά, τώρα, τον ίδιο τον Μεγάλο Πόλεμο, ο επιμερισμός «ενοχών» για το ξέσπασμα ή, τουλάχιστον, την μη αποτροπή του, είναι δύσκολη υπόθεση και αποτελεί αντικείμενο συζήτησης ως τις μέρες μας. Κάποιοι ιστορικοί (όπως, π.χ., ο Αμερικανός William Keylor) επιμένουν ότι το βάρος της ευθύνης πέφτει κυρίως στους ώμους της υπέρμετρα φιλόδοξης και πολεμοχαρούς Γερμανίας. Άλλοι συγγραφείς, όμως (όπως ο σπουδαίος Βρετανός ιστορικός James Joll) επιμερίζουν πιο συμμετρικά τις ευθύνες.

Σε κάθε περίπτωση, κάθε μονομερής απόδοση ευθυνών για το ξέσπασμα του πολέμου θα ήταν εξαιρετικά απλοϊκή. Από τη μία, στην τελική κρίση του Ιουλίου του 1914 η γερμανική κυβέρνηση ενήργησε με τρόπο που επιτάχυνε τον πόλεμο. Από την άλλη, δεν θα πρέπει να αγνοηθεί ο ενθουσιασμός με τον οποίο υποδέχθηκαν τον πόλεμο οι λαοί όλων των εμπλεκομένων χωρών (ειδικά, της Γαλλίας) και η βεβαιότητα όλων των κυβερνήσεων ότι ο πόλεμος ήταν ο μόνος τρόπος να προστατέψουν τα εθνικά τους συμφέροντα που απειλούνταν.

Ας εξετάσουμε συνοπτικά το πλέγμα εθνικών συμφερόντων και κινήτρων στις παραμονές του Μεγάλου Πολέμου:

1. Διακαή πόθο για τη Γαλλία αποτελούσε η επανάκτηση των επαρχιών της Αλσατίας και της Λωρραίνης, τις οποίες είχε απολέσει το 1871 σαν αποτέλεσμα της ταπεινωτικής ήττας της στον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο. Αυτός θα ήταν και ο πρωταρχικός στόχος της σε περίπτωση πολέμου με τη Γερμανία. Το στρατιωτικό πλεονέκτημα της Γαλλίας έναντι της Γερμανίας το πρόσφερε η συμμαχία της με τη Ρωσία, πράγμα που θα ανάγκαζε τη Γερμανία να διεξαγάγει πόλεμο σε δύο μέτωπα.

2. Η συμμαχία με τους Γάλλους «έλυνε τα χέρια» – όπως τουλάχιστον η ίδια πίστευε – στη Ρωσία σε ό,τι αφορούσε τις επεκτατικές φιλοδοξίες της προς τον νότο, δηλαδή, την αύξηση της επιρροής της στα Βαλκάνια (η Ιστορία, τελικά, κάνει κύκλους, όπως συνηθίζεται να λέγεται!). Από την άλλη, η Ρωσία δεν ξεχνούσε ποτέ την διπλωματική ταπείνωση που είχε υποστεί από την βασική σύμμαχο της Γερμανίας, την Αυστροουγγαρία, λόγω του τρόπου με τον οποίο η τελευταία είχε μεθοδεύσει την προσάρτηση της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης (1908).

3. Η Αυστροουγγαρία είχε δικά της, εσωτερικά προβλήματα να αντιμετωπίσει, τα οποία σχετίζονταν κυρίως με την πολυεθνική σύνθεση της αυτοκρατορίας. Ειδικότερα, η κατά κύριο λόγο σλαβική εθνοτική σύνθεση της Βοσνίας έδινε «πάτημα» στη γειτονική Σερβία να διεκδικεί την αυστροουγγρική επαρχία. Στο πλευρό της Σερβίας ήταν, φυσικά, η Ρωσία, που είχε αναλάβει ρόλο αυτόκλητου προστάτη όλων των σλαβικών πληθυσμών της νοτιοανατολικής Ευρώπης.

4. Η περίπτωση της Βρετανίας χρήζει ιδιαίτερης εξέτασης. Η χώρα μπήκε στον πόλεμο όχι λόγω της Entente Cordiale με τη Γαλλία (που ήταν απλή «συμφωνία κυρίων» και όχι σύμφωνο στρατιωτικής υποστήριξης) αλλά, τυπικά, με αφορμή την παραβίαση της ουδετερότητας του Βελγίου από τη Γερμανία. Οι λόγοι, όμως, της εμπλοκής της Βρετανίας στο πλευρό της Γαλλίας ήταν βαθύτεροι και, σύμφωνα με τους ιστορικούς αναλυτές, αφορούσαν τόσο τον ναυτικό ανταγωνισμό με τη Γερμανία, όσο και ένα πάγιο βρετανικό αμυντικό δόγμα, σύμφωνα με το οποίο καμία εχθρική δύναμη δεν θα έπρεπε να κατέχει στρατηγικές θέσεις στην απέναντι ακτή της Μάγχης.

5. Αφήσαμε τελευταία τη Γερμανία γιατί αποτελεί την πιο σύνθετη περίπτωση. Τα κίνητρα που την ώθησαν στον πόλεμο ήταν τόσο οικονομικά, όσο και στρατιωτικά. Κατά πρώτον, η Γερμανία ζητούσε μια δική της «θέση στον ήλιο» στις παγκόσμιες αγορές, στις οποίες είχαν διεισδύσει και κυριαρχούσαν η Βρετανία, η Γαλλία και οι ΗΠΑ. Ο οικονομικός επεκτατισμός, όμως, καθιστούσε αναγκαία μια στρατιωτική υπεροχή που μοιραία θα επιβεβαιωνόταν μέσα από σύγκρουση. Αλλά, για να έχει μια τέτοια σύγκρουση πιθανότητες επιτυχίας, η Γερμανία θα έπρεπε να βιαστεί. Η γαλλο-ρωσική συμμαχία την υποχρέωνε εκ των πραγμάτων να διεξαγάγει πόλεμο σε δύο μέτωπα, την επιτυχή έκβαση του οποίου θα εξασφάλιζε – σύμφωνα με τους γερμανικούς στρατιωτικούς κύκλους – η κατά γράμμα εφαρμογή του πολεμικού σχεδίου που είχε καταστρώσει ο Κόμης Alfred von Schlieffen, πρώην αρχηγός του αυτοκρατορικού γενικού επιτελείου. Οι προϋποθέσεις του σχεδίου Schlieffen, όμως, ατονούσαν σταδιακά καθώς ενισχυόταν η αριθμητική δύναμη του γαλλικού στρατού, ενώ παράλληλα εκσυγχρονιζόταν το σιδηροδρομικό δίκτυο των Ρώσων.

Την αφορμή που ζητούσε η Γερμανία την έδωσε ένας Σέρβος εθνικιστής, ο Gavrilo Princip, όταν στις 28 Ιουνίου 1914 δολοφόνησε στο Σαράγεβο, πρωτεύουσα της Βοσνίας, τον διάδοχο του θρόνου της Αυστροουγγαρίας, Αρχιδούκα Franz Ferdinand, και την σύζυγό του Σοφία. Το ντόμινο που θα οδηγούσε στην κόλαση των χαρακωμάτων είχε μόλις ξεκινήσει...

Είναι ενδιαφέρον, τώρα, να καταγράψουμε τη στάση των κυβερνήσεων μετά το Σαράγεβο και ως το ξέσπασμα των εχθροπραξιών, για να ζυγίσουμε τις ευθύνες της κάθε πλευράς. Παραθέτουμε τα γεγονότα επιγραμματικά:

1. Το Βερολίνο ενθάρρυνε τη Βιέννη να στείλει ένα ταπεινωτικό τελεσίγραφο στο Βελιγράδι (23 Ιουλίου 1914). Παράλληλα, η Γερμανία υποσχέθηκε πλήρη στρατιωτική υποστήριξη στην Αυστρία σε περίπτωση πολέμου, ενώ ταυτόχρονα ναρκοθέτησε τις ειρηνευτικές πρωτοβουλίες της βρετανικής κυβέρνησης.

2. Με τη λήξη της προθεσμίας που έθετε το τελεσίγραφο, η Αυστρία κήρυξε τον πόλεμο στη Σερβία (28 Ιουλίου). Την επόμενη μέρα, η Ρωσία («προστάτιδα» των Σέρβων) αποφάσισε μερική κινητοποίηση του στρατού της κοντά στα αυστριακά σύνορα, η οποία σύντομα κλιμακώθηκε σε πλήρη κινητοποίηση.

3. Η Γερμανία είχε τώρα το πρόσχημα που της χρειαζόταν για πόλεμο κατά της Ρωσίας. Προσπαθώντας να προλάβει την ενεργοποίηση των όρων της γαλλο-ρωσικής συμμαχίας, έστειλε ένα απαράδεκτο τελεσίγραφο στο Παρίσι αξιώνοντας δήλωση ουδετερότητας της Γαλλίας σε περίπτωση ρωσογερμανικού πολέμου. Όπως ήταν φυσικό, η Γαλλία απέρριψε το τελεσίγραφο και στη χώρα διατάχθηκε πλήρης κινητοποίηση του στρατού.

4. Στις 2 Αυγούστου τα γερμανικά στρατεύματα ξεκίνησαν την επίθεση κατά της Γαλλίας, εισβάλλοντας αρχικά στο Βέλγιο. Η παραβίαση της ουδετερότητας του Βελγίου έδωσε το αναγκαίο διπλωματικό «πάτημα» στη Βρετανία για να κηρύξει τον πόλεμο στη Γερμανία (4 Αυγούστου).

Τα πολεμικά γεγονότα θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο ενός επόμενου σημειώματος, εφόσον υπάρξει σχετικό ενδιαφέρον από τους αναγνώστες. Αυτό που θα θέλαμε να επισημάνουμε κλείνοντας το παρόν κείμενο είναι ότι οι ρόλοι του «καλού» και του «κακού» δεν διανέμονται απόλυτα και μονοσήμαντα στον Μεγάλο Πόλεμο, σε αντίθεση με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο όπου ο πολιτισμένος, δημοκρατικός κόσμος στάθηκε απέναντι στη βαρβαρότητα του ναζισμού.

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν κυρίως αποτέλεσμα αυξανόμενου οικονομικού ανταγωνισμού, ανεξόφλητων ιστορικών λογαριασμών και χρονολογούμενων εθνικών μνησικακιών ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις. Συνέβαλαν όμως σε αυτόν και οι υπέρμετρες φιλοδοξίες και ο εθνικιστικός τυχοδιωκτισμός μικρότερων κρατών. Ο πόλεμος άφησε πίσω του κάπου 9 εκατομμύρια νεκρούς στα πεδία των μαχών, ενώ περισσότερο από διπλάσιος ήταν ο αριθμός των τραυματιών, πολλοί από τους οποίους έζησαν ακρωτηριασμένοι στο υπόλοιπο της ζωής τους.

Σε αυτό τον πόλεμο, περισσότερο από οποιονδήποτε προηγούμενο, ο στρατιώτης κατέστη μαζικά αναλώσιμο είδος και η αξία της ανθρώπινης ζωής ευτελίστηκε σχεδόν απόλυτα. Ανάλογο ευτελισμό θα υφίστατο και πάλι η ανθρώπινη υπόσταση είκοσι και κάτι χρόνια αργότερα. Τούτη τη φορά όχι στα χαρακώματα αλλά στους θαλάμους των αερίων...

* Επί του πιεστηρίου: Την ώρα που γράφονταν οι τελευταίες γραμμές του κειμένου, στην Ανατολική Αττική είχε μόλις ξεκινήσει να εκτυλίσσεται η τραγωδία ενός αληθινού ελληνικού Ολοκαυτώματος με αμέτρητους (στην κυριολεξία) νεκρούς. Το κείμενο αυτό, που ως κεντρική του ιδέα έχει την αξία της ανθρώπινης ζωής, αφιερώνεται στη μνήμη τους, με την ευχή «ποτέ ξανά»...

ΤΟ ΒΗΜΑ

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2018

ΤΟ ΒΗΜΑ - Είναι «ηθικός» ο Φιλελευθερισμός;

Ο Μίλτον Φρίντμαν (Milton Friedman, 1912–2006) θεωρείται από πολλούς ως ένας από τους «γκουρού» του σύγχρονου Φιλελευθερισμού. Ενός αλά καρτ Φιλελευθερισμού, βέβαια, ο οποίος εστιάζει σχεδόν αποκλειστικά στην Οικονομία (θα χρησιμοποιήσω εδώ τον καθ’ όλα δόκιμο όρο «νεοφιλελευθερισμός») ενώ ταυτόχρονα καλοδέχεται αυταρχικά πολιτικά καθεστώτα σαν αυτό του Αουγούστο Πινοσέτ στη Χιλή, ή συντηρητικές κυβερνήσεις που επιχείρησαν να καταργήσουν κατακτημένες κοινωνικές ελευθερίες, όπως η κυβέρνηση Ρόναλντ Ρέιγκαν στις ΗΠΑ.

Σε αμέτρητες βιντεοσκοπημένες ομιλίες και συνεντεύξεις του, ακούμε τον Φρίντμαν να θέτει με το γνωστό μειλίχιο ύφος του – που, ας μου επιτραπεί να πω, παραπέμπει μάλλον σε αλαζονική επίγνωση προσωπικής δύναμης παρά σε αυθεντική πραότητα χαρακτήρα – το ρητορικό ερώτημα: «Τι καλύτερο υπάρχει από μία οικειοθελή συναλλαγή ανάμεσα σε ελεύθερους ανθρώπους;»

Όσο και αν, επιφανειακά, το ερώτημα ακούγεται λογικό και αυταπάντητο, μέσα στην (σκόπιμα;) απλοϊκή γενικότητά του παραλείπει να συνυπολογίσει μία σημαντική παράμετρο που αφορά τον συσχετισμό ισχύος ανάμεσα στα «ελεύθερα συναλλασσόμενα» μέρη. Για παράδειγμα, μία διαπραγμάτευση μεταξύ δύο εμπορικών επιχειρήσεων, ή μεταξύ μιας επιχείρησης και ενός ισχυρού εργατικού συνδικάτου, δεν μπορούν να συγκριθούν με εκείνη ενός απλού εργαζόμενου με τον εργοδότη του!

Σε ένα νεοφιλελεύθερο καθεστώς, έτσι, η διαχείριση της ισχύος είναι ένα κατά βάση ηθικό ζήτημα. Ο νεοφιλελευθερισμός απεχθάνεται το κοινωνικό κράτος και πρεσβεύει ότι η όποια κοινωνική αλληλεγγύη θα πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά σε ιδιωτική φιλανθρωπία και όχι σε κρατική μέριμνα. Επαφίεται, λοιπόν, στη συνείδηση του «έχοντος» το να εκχωρήσει στον «μη έχοντα» ένα μέρος της δικής του δυνατότητας για περισσότερο αξιοπρεπή επιβίωση και καλύτερες προοπτικές ζωής.

Βέβαια, εξίσου αλά καρτ είναι ο Φιλελευθερισμός που πρεσβεύουν αντίπαλοι του νεοφιλελευθερισμού όπως, π.χ., οι κοινωνικοί φιλελεύθεροι (Liberals) της αμερικανικής Αριστεράς. Σε κοινωνικό επίπεδο, μάχονται υπέρ της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων, της ατομικής ελευθερίας και της κοινωνικής ισότητας, ενώ υπερασπίζονται το δικαίωμα στην ιδιαιτερότητα και εναντιώνονται σε κάθε μορφή ρατσισμού (με την γενικότερη δυνατή έννοια του όρου). Από την άλλη, όμως, αντιμάχονται την απόλυτη οικονομική ελευθερία και το δικαίωμα στον ανταγωνισμό, ενώ θέτουν περιορισμούς στην ελευθερία του λόγου υιοθετώντας το ανελεύθερο και αντιδημοκρατικό δόγμα της πολιτικής ορθότητας (political correctness).

Οι νεοφιλελεύθεροι δικαίως θα επικαλεστούν τις καταχρήσεις και αδικίες που ενδημούν στο κρατικοκεντρικό σύστημα, έτσι τουλάχιστον όπως το γνωρίζουμε σε αυτήν εδώ τη χώρα. Οι αθρόοι ψηφοθηρικοί διορισμοί σε ένα διαχρονικά δυσλειτουργικό και μη-φιλικό προς τον πολίτη Δημόσιο, οι εκβιαστικές αυθαιρεσίες του συνδικαλιστικού κινήματος των «βολεμένων» που συχνά-πυκνά καταταλαιπωρούν τους πολίτες, η χιονοστιβάδα των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων σε ανθρώπους νέας και παραγωγικής ηλικίας, κλπ., είναι φαινόμενα γνωστά σε όλους. Η μαζική (και, κυρίως, η όχι νόμιμη) μετανάστευση των τελευταίων χρόνων έχει προσθέσει μερικά ακόμα κακώς κείμενα στο κράτος πρόνοιας. Για παράδειγμα, ασφαλιζόμενοι έχουν ακουστεί να παραπονούνται ότι κάποιες φορές δυσκολεύονται να βρουν θέσεις σε δημόσια νοσοκομεία γιατί αυτές είναι ήδη κατειλημμένες από ανθρώπους που ουδέποτε εργάστηκαν (επίσημα, τουλάχιστον) σε αυτή τη χώρα και, ως εκ τούτου, δεν κατέβαλαν το παραμικρό προς συντήρηση του δημόσιου συστήματος Υγείας.

Το λατρεμένο μας κρατικοκεντρικό, Κεϋνσιανής απόχρωσης κοινωνικό σύστημα, λοιπόν, που έθρεψε γενιές και γενιές στη νεότερη Ιστορία μας, αποδείχθηκε προβληματικό στην εφαρμογή του και οδήγησε, τελικά, τη χώρα στη χρεοκοπία. Παρεμπιπτόντως, ας μη θεωρηθεί ότι το αριστερόστροφο αυτό σύστημα εφαρμόζεται αποκλειστικά και μόνο από καλοπροαίρετα και ανθρωπιστικά διακείμενα δημοκρατικά καθεστώτα. Ο πρώτος που το εφάρμοσε στην πράξη (πριν το υιοθετήσει ο ίδιος ο Ρούσβελτ για την αντιμετώπιση της Μεγάλης Οικονομικής Κρίσης του Μεσοπολέμου στην Αμερική) ήταν ένας πολύ γνωστός μας Γερμανός δικτάτορας με περίεργο μουστάκι. Κάπου διάβασα μάλιστα πως, αρχικά, ο ίδιος ο Κέυνς είχε εκφράσει τον θαυμασμό του για την οικονομική πολιτική των Ναζί!

Το ερώτημα, τώρα, είναι: Αν υποτεθεί ότι απέτυχε ο Κέυνς, θα πρέπει άραγε να στραφούμε στον Δαρβίνο; Ο Μίλτον Φρίντμαν θα ορκιζόταν ότι αυτός είναι ο μόνος δρόμος για τη σωτηρία! Σε ό,τι αφορά τα καθαρά οικονομικά ζητήματα, αφήνω τους ειδικούς να τον επιβεβαιώσουν ή να τον αμφισβητήσουν. Η Οικονομία, όμως, αντιπροσωπεύει μία μόνο όψη της ζωής. Αν ο άνθρωπος επιδίδεται οικειοθελώς σε φιλανθρωπίες, τούτο δεν το υπαγορεύει η ανάγκη επιβίωσης ή η επιδίωξη περαιτέρω πλουτισμού, αλλά ένα εσωτερικό κίνητρο που σχετίζεται με την ανθρώπινη συνείδηση. Και η συνείδηση είναι εκείνη που καθορίζει τα υποκειμενικά και εξατομικευμένα όρια του ηθικού.

Υπάρχει «ηθική» στον Φιλελευθερισμό – με τον καθολικό και σύμμετρο τρόπο που ορίζεται αυτός στο εξαιρετικά παιδαγωγικό βιβλίο «Φιλελευθερισμός» του Αριστείδη Χατζή; Στο σημείο αυτό, θα ήταν χρήσιμο να παραθέσω ως παράδειγμα ένα πραγματικό περιστατικό που μου μετέφερε αυτήκοη μάρτυς:

Η «ψυχή» της γυναικοπαρέας αφηγείτο με κομπασμό και ιδιαίτερα θετική διάθεση μία πρόσφατη εμπειρία της. Είχε βρεθεί προσκεκλημένη σε δείπνο από ένα ζευγάρι γνωστών. Η οικοδέσποινα αντιμετώπιζε από καιρό σοβαρό πρόβλημα υγείας που της είχε προκαλέσει αναπηρία και την υποχρέωνε σε μερική ακινησία. Θέλοντας να προβάλει εμφατικά την δική της καλή κατάσταση υγείας και την άριστη κινητικότητά της, η προσκεκλημένη άρχισε κάποια στιγμή να χορεύει προκλητικά υπό τους ήχους της μουσικής του ραδιοφώνου και το λάγνο βλέμμα τού (προφανώς στερημένου) κυρίου – αλλά και το μελαγχολικό εκείνο της (ήδη παραιτημένης από τη ζωή) συζύγου του...

Κάποιοι αναγνώστες θα μιλήσουν για την πιο απεχθή μορφή ανηθικότητας. Δεν θα διαφωνήσω μαζί τους! Θα επισημάνω, εν τούτοις, ότι, με βάση τις αρχές του Φιλελευθερισμού, η αυτοσχέδια χορεύτρια εξάσκησε ένα αναφαίρετο δικαίωμά της: να ορίζει η ίδια την κίνηση του σώματός της. Εκτός αυτού, δεν προκάλεσε την παραμικρή επιπρόσθετη σωματική βλάβη στην ανάπηρη κυρία. Ο χορός της προσκεκλημένης, λοιπόν, όσο ακραία και αποκρουστική συμπεριφορά και αν θεωρείται, είναι απόλυτα συμβατός με την φιλελεύθερη κοσμοθεώρηση. Το αν είναι ή όχι ηθική πράξη, είναι μια άλλη ιστορία που αφορά, ίσως, κάποιους «οπισθοδρομικούς» φιλοσόφους...

Ο Φιλελευθερισμός, ως γενικότερη κατεύθυνση κοινωνικής ζωής και όχι μόνο ως πολιτικό και οικονομικό σύστημα (όπως έχει καταλήξει να αντιμετωπίζεται), ενώ ωθεί το άτομο στο να αναζητά όλο και περισσότερη ελευθερία, αποποιείται την ευθύνη της ηθικής διαπαιδαγώγησης του ανθρώπου στην διαχείριση της ελευθερίας που αποκτά (θεωρώντας, ίσως, ότι αυτό είναι ζήτημα που θα πρέπει να απασχολεί τη θρησκεία). Θα έλεγε κανείς ότι ο ηθικός προβληματισμός όχι μόνο απουσιάζει από τη φιλελεύθερη κοσμοθεωρία αλλά και αποτελεί ένα είδος «ταμπού» για εκείνη.

Πράγματι, αν αυτονόητα εξαιρέσουμε την υλική βλάβη στο σώμα ή στην περιουσία του συνανθρώπου, καθώς και την συκοφαντική προσβολή της προσωπικότητάς του, ο μόνος γενικά αποδεκτός «ηθικός» κανόνας για τον Φιλελευθερισμό είναι η αποφυγή του περιορισμού της ελευθερίας! Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, ως αξιακό σύστημα, ο Φιλελευθερισμός είναι η απόλυτη υπέρβαση της ηθικής. Δεν πρόκειται για ηθικολογική εκτίμηση αλλά για λογική διαπίστωση. Θα επιχειρήσω να το εξηγήσω:

Το ηθικό ζήτημα αφορά την ανθρώπινη συνείδηση και κωδικοποιείται από ένα σύστημα αρχών τις οποίες ο καθένας χωριστά (ανεξάρτητα, δηλαδή, από τους άλλους ανθρώπους) αποδέχεται, και με βάση τις οποίες επιλέγει να λειτουργεί ώστε να βρίσκεται σε αρμονία με τον εαυτό του. Είναι ένα σύστημα που σχετίζεται με την ατομική συνειδητότητα και δεν ετεροκαθορίζεται. Δεν το υπαγορεύει, λ.χ., κάποια θρησκεία, ούτε το επιβάλλουν κάποιες θεσμοποιημένες κοινωνικές συμβάσεις. Αντιπροσωπεύει, λοιπόν, έναν απόλυτα εξατομικευμένο αξιακό κώδικα.

Οι αρχές αυτές (και όχι οι νόμοι της κοινότητας!) υπαγορεύουν στον άνθρωπο να επιδιώκει μικρότερο βαθμό ικανοποίησης των προσωπικών του επιθυμιών – άρα, να εκχωρεί μέρος της ελευθερίας του – προκειμένου να δοθεί περισσότερος χώρος στην ικανοποίηση των επιθυμιών κάποιων συνανθρώπων του – άρα, εκ των πραγμάτων, να διευρυνθεί ο δικός τους βαθμός ελευθερίας.

Επιδιώκοντας, λοιπόν, τη μεγιστοποίηση της ελευθερίας μας θα πρέπει αναγκαία να ελαχιστοποιήσουμε το σύστημα των αρχών επί τη βάσει των οποίων (εμείς οι ίδιοι) επιλέγουμε να λειτουργούμε ως κοινωνικές μονάδες. Οριακά, η απόλυτη, η απεριόριστη ελευθερία μπορεί μόνο να επιτευχθεί αν μηδενίσουμε αυτό το σύστημα αρχών (με αυτονόητη εξαίρεση, ασφαλώς, εκείνες που αφορούν υλική ή ακραία ηθική βλάβη). Με άλλα λόγια, αν αφαιρέσουμε ολοκληρωτικά την ηθική διάσταση από τη ζωή μας και τη λειτουργία μας ως μελών μιας κοινωνίας!

Ασφαλώς, ο Φιλελευθερισμός δεν αποτρέπει τον άνθρωπο από το να λειτουργεί κατά συνείδηση. Κάτι τέτοιο ούτως ή άλλως δεν θα μπορούσε να θεωρείται φιλελεύθερο. Από την άλλη – και αυτό είναι που έχει σημασία – αποφεύγει και να ενθαρρύνει το άτομο να συμβουλεύεται τη συνείδησή του προκειμένου να αποφασίζει μέσα σε ποιο πλαίσιο θα κάνει χρήση της ελευθερίας του. Είναι σαν να χαρίζεις σε κάποιον ένα γεμάτο περίστροφο χωρίς παράλληλα να του εξηγείς τη σημασία της οριοθέτησης στην επιλογή των στόχων!

Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι ο Φιλελευθερισμός, ως γενικότερη φιλοσοφική στάση και όχι αποκλειστικά ως πολιτικό ή οικονομικό δόγμα, υποστηρίζει το δικαίωμα στη μεγιστοποίηση της ελευθερίας του ατόμου – μέλους μιας κοινωνίας. Αυτή η δυνατότητα, όμως, δεν κατανέμεται ομοιόμορφα, αφού συναρτάται άμεσα με τους γενικούς (όχι μόνο τους οικονομικούς!) συσχετισμούς ισχύος ανάμεσα στα άτομα. Έτσι, η εκχώρηση μέρους της ελευθερίας του «ισχυρού» στον «ασθενέστερο» επαφίεται στη συνείδηση του πρώτου και αποτελεί, γενικά, ηθικό ζήτημα στο οποίο ο Φιλελευθερισμός αποφεύγει να πάρει θέση.

Σε καμία περίπτωση, ασφαλώς, δεν θα ισχυριζόμασταν ότι ο Φιλελευθερισμός είναι μία «ανήθικη» κοσμοθεωρία! Αυτό που λέμε είναι ότι ελάχιστα τον απασχολούν ζητήματα ηθικής, με εξαίρεση τη θέση ότι «ανήθικο» είναι μόνο το ανελεύθερο.

Όμως, η ελευθερία ως υπέρτατη ανθρώπινη αξία απλώνεται πέρα από τα όρια προβληματισμού του Φιλελευθερισμού. Γιατί, εκτός από την ελευθερία που διεκδικεί το άτομο ως κοινωνική μονάδα (στο πλαίσιο, δηλαδή, της σχέσης του με την κοινωνία) υπάρχει η ελευθερία του ανθρώπου στη σχέση του με τον εαυτό του. Μιλούμε εδώ για μία ελευθερία που είναι ζήτημα ατομικής συνειδητότητας και όχι υπόθεση συλλογικού θεσμικού πλαισίου. Ακόμα, λοιπόν, και σε ένα αυταρχικό καθεστώς που βίαια επιβάλλει τον περιορισμό της ελευθερίας, αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία για το άτομο είναι η απαλλαγή από τα δικά του, εσωτερικά δεσμά. Δεσπόζουσα θέση ανάμεσα στα οποία κατέχουν, ενδεικτικά, η ματαιοδοξία, η αλαζονεία, ο εγωκεντρισμός, η πλεονεξία, ο άκρατος ανταγωνισμός, η μισαλλοδοξία...

Και, εδώ θα συνταχθούμε απόλυτα με την φιλελεύθερη λογική: Κανένας νόμος και κανένα σύστημα κοινωνικών θεσμών δεν θα μπορέσουν ποτέ να προσδώσουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά και να επιβάλουν ανθρώπινες ιδιότητες σε κάποιον που δεν επιθυμεί να τα διαθέτει. Όπως η κυνική αυτοσχέδια «χορεύτρια» της ιστορίας που αφηγηθήκαμε νωρίτερα...

ΤΟ ΒΗΜΑ