Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2019

ΤΟ ΒΗΜΑ - Είναι κακό να προστατευτεί ο ευρωπαϊκός τρόπος ζωής;

Ο ευρωπαϊκός τρόπος ζωής έχει δικαίωμα στην αυτοσυντήρηση...


Ξεκινώ με κοινότοπες αλλά αναγκαίες γενικότητες: Δημοκρατία σημαίνει ελευθερία με σεβασμό στα δικαιώματα και τους κανόνες που διέπουν τις σχέσεις των μελών μιας κοινωνίας. Κανόνες που και αυτοί οι ίδιοι προκύπτουν ως αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης της κοινωνίας. Αυτονόητα, όποιος ζητά να ενταχθεί σε μία προϋπάρχουσα δημοκρατική κοινότητα οφείλει καταρχήν να είναι πρόθυμος να αποδεχθεί τις κοινά συμφωνημένες αρχές της.

Θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω ένα παράδειγμα από προσωπική εμπειρία. Έκανα τις μεταπτυχιακές μου σπουδές σε γνωστό αμερικανικό πανεπιστήμιο που ανήκει στην κοινότητα των Μορμόνων. Μέρος των προϋποθέσεων ένταξής μου ως φοιτητή σε αυτό ήταν η εκ μέρους μου ρητή αποδοχή ενός συνόλου κανόνων, τους οποίους θα έπρεπε να τηρώ χωρίς την παραμικρή παρέκκλιση καθ’ όλη την διάρκεια της εκεί παραμονής μου. Κανόνες που σε έναν Έλληνα φαίνονται αδιανόητοι (π.χ., θα έπρεπε να ξεχάσω το ένα αθώο ποτηράκι κρασί με το γεύμα μου, όπως και τον απαραίτητο καφέ μετά από αυτό!). Καθώς δεν είχα, όμως, άλλη επιλογή, έστειλα υπογεγραμμένη την δήλωση συμμόρφωσής μου με τον κώδικα συμπεριφοράς που όριζε το πανεπιστήμιο. Μία πράξη για την οποία, τελικά, δεν μετάνιωσα ποτέ...

Πολλή συζήτηση γίνεται τελευταία για την «προστασία του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής» (όπως τουλάχιστον ο σχετικός όρος αποδίδεται στα ελληνικά). Γνωστές ή λιγότερο γνωστές «προοδευτικές» γραφίδες έσπευσαν να επισημάνουν ότι ο όρος αυτός «υποκρύπτει ρατσιστικές και ξενοφοβικές αντιλήψεις», καθώς είναι «σύνθημα της ακροδεξιάς» το οποίο στρέφεται κατά της μετανάστευσης. Είναι όμως έτσι;

Ο «ευρωπαϊκός τρόπος ζωής» δεν βγήκε από το καπέλο κάποιου ταχυδακτυλουργού αλλά είναι απόσταγμα εμπειριών, κοινωνικών ζυμώσεων, αλλά και αιματηρών λαθών αιώνων. Σε αυτόν δικαιούνται να μετέχουν εκείνοι και μόνο που έμπρακτα ασπάζονται τις αρχές του. Μία προϋπόθεση που δεν κάνει διάκριση ανάμεσα σε «παλαιούς» και «νέους» Ευρωπαίους, σε αυτόχθονες και μετανάστες!

Από αυτή την άποψη, η προστασία του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής δεν στρέφεται κατά της ίδιας της μετανάστευσης αλλά στοχεύει στο να προασπίσει τις θεμελιώδεις αρχές του ευρωπαϊκού πολιτισμού έναντι όσων όχι απλά τις αμφισβητούν, αλλά και θα μπορούσαν στο μέλλον να τις απειλήσουν.

Το ποιες είναι οι απειλές που υφίστανται έχει μελετηθεί και συζητηθεί επαρκώς από αναλυτές πολύ ειδικότερους του γράφοντος. Και, σε σοβαρές αναλύσεις, αποπροσανατολιστικά κλισέ περί «ρατσισμού και ξενοφοβίας» ή «ακροδεξιών συνθημάτων» δεν έχουν θέση. Το μόνο που αυτά επιτυγχάνουν είναι να κρύβουν ένα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα πίσω από φθηνές πολιτικές ρητορείες.

Σε παλιότερο κείμενο (*) γραμμένο στον απόηχο μαζικών δολοφονικών επιθέσεων ακραίου θρησκευτικού φανατισμού στο Παρίσι, είχαμε επισημάνει τον κίνδυνο εξάπλωσης μίας παγκόσμιας απειλής μέσω πολιτισμικής διάβρωσης των δυτικών κοινωνιών «εκ των έσω». Και, μιλώντας για διάβρωση δεν αναφερόμαστε, ασφαλώς, σε ειρηνική, οικειοθελή ανταλλαγή πολιτισμικών χαρακτηριστικών (συμπεριλαμβανομένων των θρησκευτικών) αλλά σε μεθοδευμένη προσπάθεια επιβολής ενός ακραία οπισθοδρομικού τρόπου ζωής, βάσει δογμάτων που θεωρούν εαυτά υπέρτερα των αξιών της ελευθερίας και της δημοκρατίας και, ως εκ τούτου, υποχρεωτικά υποκατάστατα των κατεστημένων δημοκρατικών θεσμών.

Η εικόνα σε περιοχές της Αθήνας (θα περιοριστώ σε αυτήν) προβληματίζει, αν όχι ανησυχεί. Μία εικόνα όχι στατική αλλά δυναμικά εξελισσόμενη. Η φιλόξενη Ελλάδα άνοιξε, ως θεωρεί ότι όφειλε, τις πύλες της. Όμως οφείλει παράλληλα να προστατέψει και τον ελληνικό τρόπο ζωής απέναντι σε κάθε ενδεχόμενο μελλοντικών αμφισβητήσεών του, όχι μόνο ως γενικού πλαισίου ιδεών και συνηθειών αλλά, ακόμα περισσότερο, ως δικαιώματος.

Το δημοκρατικό πολίτευμα έχει ένα ευγενές χαρακτηριστικό που το καθιστά μοναδικό ανάμεσα στα άλλα: δίνει δικαίωμα εκπροσώπησης ακόμα και στους αρνητές του. Μία σκέψη τρομάζει, εν τούτοις: Τι θα συμβεί αν κάποτε κάποιοι αρνητές (για λόγους εύκολα εννοούμενους) αποτελέσουν πλειοψηφία; Αρνητές μάλιστα που, εκτός από το πολίτευμα, θα μπορούσαν να απειλήσουν και τις ίδιες τις αξίες του πολιτισμού όπως τον γνωρίζουμε σήμερα στην δημοκρατική Δύση.

Ερωτήματα σαν το παραπάνω ζητούν απαντήσεις, όσο ακόμα έχει πρακτικό νόημα να απαντηθούν. Και τις απαντήσεις, φυσικά, δεν καλούνται να δώσουν «ρατσιστικοί και ακροδεξιοί κύκλοι» αλλά άνθρωποι με υψηλό δημοκρατικό φρόνημα και βαθιά γνώση των ευρωπαϊκών θεσμών.

Ο ευρωπαϊκός τρόπος ζωής έχει δικαίωμα στην αυτοσυντήρηση. Και, όποιος αποδέχεται τις θεμελιώδεις αρχές του είναι καλοδεχούμενος να ενσωματωθεί. Έχοντας πάντα υπόψη ότι, σε μία κοινωνία που σέβεται την διαφορετικότητα δεν χωρά η μισαλλοδοξία και η βίαιη υποταγή σε ανελεύθερα πρότυπα!

(*) https://www.tovima.gr/2015/12/16/opinions/to-tetarto-raix-den-mila-germanika/

ΤΟ ΒΗΜΑ

Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2019

ΤΟ ΒΗΜΑ - Μια πρόταση για την βάση εισαγωγής στα πανεπιστήμια

Η επαναφορά της «βάσης του 10» για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια είναι καταρχήν σωστή. Αρκεί να ορίσουμε τι ακριβώς σημαίνει «βάση του 10»...


Στις συζητήσεις των ημερών για την πολύπαθη ανώτατη παιδεία, κεντρική θέση κατέχει το ζήτημα της επαναφοράς και μόνιμης καθιέρωσης της λεγόμενης «βάσης του 10» ως προαπαιτούμενου για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια. Οι λόγοι που συνηγορούν υπέρ της επαναφοράς αυτής είναι υπαρκτοί, και το σχετικό επιχείρημα ακούγεται ως καταρχήν σωστό: Αυτοί που διεκδικούν πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση θα πρέπει κατά τεκμήριο να διαθέτουν ένα μίνιμουμ γνώσεων που θα εγγυάται την ομαλή ένταξη στις πανεπιστημιακές σπουδές, καθώς και την επιτυχή ολοκλήρωση των σπουδών μέσα σε λογικά χρονικά όρια.

Ακούγεται παράλληλα, όμως, και ένας αντίλογος που αφορά όχι την ίδια τη σκοπιμότητα ύπαρξης βάσης εισαγωγής (προσπερνούμε λαϊκιστικά δόγματα του τύπου «ελεύθερη εκπαίδευση για όλους») αλλά την απουσία απόλυτου, μονοσήμαντου προσδιορισμού αυτής τούτης της έννοιας της «βάσης». Δηλαδή, η βαθμολογία ενός υποψηφίου στις πανελλήνιες εξετάσεις εξαρτάται όχι μόνο από το επίπεδο προετοιμασίας του ίδιου του υποψηφίου αλλά και από την δυσκολία των θεμάτων. Οριακά, ακόμα και ένας άριστος υποψήφιος θα μπορούσε να δυσκολευτεί να περάσει τη βάση με θέματα ακραίας δυσκολίας! Στο αντίθετο άκρο, ένας μέτριος υποψήφιος θα ήταν, θεωρητικά, δυνατό να «αριστεύσει» σε θέματα υπερβολικά εύκολα. Και ας μην ξεχνούμε ότι, σύμφωνα με αντικειμενικούς αναλυτές, ο βαθμός δυσκολίας των θεμάτων κάθε άλλο παρά σταθερός μένει από χρόνο σε χρόνο.

Η αποδυνάμωση, λοιπόν, του όποιου (εύλογου) σκεπτικισμού απέναντι στην καθιέρωση της βάσης απαιτεί, καταρχάς, έναν απόλυτο κι αντικειμενικό προσδιορισμό τού τι ακριβώς σημαίνει «βάση» για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια. Έναν προσδιορισμό που θα οδηγεί σε εξαρχής καθορισμένες και – κατά το δυνατόν – χρονικά αμετάβλητες προϋποθέσεις, έτσι ώστε ο κάθε υποψήφιος να γνωρίζει ανά πάσα στιγμή και σε βάθος χρόνου τις ελάχιστες απαιτήσεις στις οποίες οφείλει να ανταποκρίνεται πριν καν πιάσει το μολύβι στο εξεταστικό κέντρο.

Πώς μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο; Δεν ισχυριζόμαστε, φυσικά, ότι ανακαλύψαμε την ιδανική λύση, όμως ας μας επιτραπεί να καταθέσουμε κάποιες ιδέες που ίσως αχνοδείξουν μία κάποια κατεύθυνση προς τον σκοπό αυτό. Σε γενικές γραμμές, η πρότασή μας θα μπορούσε να διατυπωθεί ως ακολούθως:

1. Δεχόμαστε καταρχήν ότι ο σκοπός της βάσης είναι να «φιλτράρει» τους υποψηφίους, ξεχωρίζοντας εκείνους που έχουν ένα αποδεκτό επίπεδο γνώσεων ώστε να δικαιούνται την ευκαιρία να διεκδικήσουν μία θέση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Το τι σημαίνει «αποδεκτό επίπεδο» θα πρέπει να είναι καλά καθορισμένο και, στο μέτρο του δυνατού, να έχει μακροπρόθεσμη ισχύ (λαμβάνοντας, ασφαλώς, υπόψη ότι τα εκπαιδευτικά κριτήρια είναι δυνατό να υπόκεινται σε αναθεωρήσεις όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο από τους αρμόδιους εκπαιδευτικούς φορείς).

2. Το υπουργείο παιδείας, σε συνεργασία με τα πανεπιστήμια, καταρτίζει μία «δεξαμενή θεμάτων» που καλύπτουν το σύνολο των γνώσεων που, κατά τους ειδικούς, θεωρούνται ως θεμελιώδεις ώστε να παρακολουθήσει κάποιος ανώτατες σπουδές στο εξεταζόμενο αντικείμενο. Η πρόσβαση των υποψηφίων στα θέματα αυτά είναι ελεύθερη (π.χ., τα θέματα κοινοποιούνται στο Διαδίκτυο). Ευνόητο είναι ότι το πλήθος των θεμάτων είναι αρκετά μεγάλο ώστε να καλύπτουν το μέγιστο δυνατό φάσμα προαπαιτούμενων γνώσεων.

3. Την ώρα των εξετάσεων, στον υποψήφιο δίνονται δύο απόλυτα διακριτές ομάδες θεμάτων. Η μία – ας την ονομάσουμε ομάδα Α – περιέχει ερωτήσεις αποκλειστικά από την δεξαμενή των βασικών θεμάτων. Το σύνολο των ερωτήσεων αυτών προκύπτει μετά από διαδικασία κλήρωσης, την οποία διενεργεί η κεντρική επιτροπή των εξετάσεων. Για να έχει δικαίωμα αξιολόγησης, ο υποψήφιος θα πρέπει να εξασφαλίσει μία ελάχιστη βαθμολογία (π.χ., 50%) στην ομάδα Α. Υποψήφιος που αποτυγχάνει σε αυτό το προκαταρκτικό σκέλος των εξετάσεων, δεν αξιολογείται περαιτέρω και θεωρείται ως αποτυχών.

4. Οι απαντήσεις στην δεύτερη ομάδα θεμάτων – ομάδα Β – λαμβάνονται υπόψη αυστηρά και μόνο για όσους υποψήφιους έχουν εξασφαλίσει τη βάση στην ομάδα Α. Τα θέματα της ομάδας Β είναι μεγαλύτερης δυσκολίας και η επιλογή τους δεν υπόκειται σε προκαθορισμένους κανόνες. Αποτελούν το κριτήριο με βάση το οποίο θα ξεχωρίσουν οι άριστοι από τους καλούς, και η βαθμολογική τους βαρύτητα είναι πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με εκείνη της ομάδας Α.

5. Η τελική βαθμολογία του υποψηφίου προκύπτει από το άθροισμα των επιδόσεών του στις ομάδες Α και Β (με την προϋπόθεση, φυσικά, ότι έχει περάσει τη βάση στην πρώτη ομάδα). Είναι, τώρα, στην διακριτική ευχέρεια των σχολών να ορίσουν μία ελάχιστη απαιτούμενη επίδοση για την εισαγωγή σε αυτές. Αυτονόητα, το βαθμολογικό όριο εισαγωγής θα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον μέγιστο αριθμό φοιτητών που μπορεί η κάθε σχολή να απορροφήσει.

Εναλλακτικά, αντί για δύο ομάδες θεμάτων (Α και Β) στο πλαίσιο μίας ενιαίας εξέτασης, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για δύο εξετάσεις που διενεργούνται σε διαφορετικό χρόνο. Οι επιτυγχάνοντες στην πρώτη (βασική) εξέταση αποκτούν δικαίωμα συμμετοχής στην δεύτερη. Η πρώτη εξέταση θα μπορούσε να διενεργείται ταυτόχρονα στα λύκεια όλης της χώρας υπό την αυστηρή επίβλεψη επιτροπών του υπουργείου, με κοινά θέματα που αντλούνται με κλήρωση από την «δεξαμενή» βασικών θεμάτων στην οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω.

Τέλος, για ακόμα μεγαλύτερη αντικειμενικότητα και αξιολογική ομοιομορφία στη βαθμολόγηση της πρώτης ομάδας θεμάτων (ή της πρώτης εξέτασης, ανάλογα με την περίπτωση), οι ερωτήσεις καλό θα είναι να δίνονται στη μορφή πολλαπλών επιλογών (multiple choice). Αυτό θα εξαλείψει τον υποκειμενικό παράγοντα που αναπόφευκτα υπεισέρχεται στην αξιολόγηση ενός γραπτού από έναν βαθμολογητή.

Ο αναγνώστης πιθανώς θα εντοπίσει ατέλειες στο πλάνο που περιγράψαμε. Όπως αναφέρθηκε στην αρχή, δεν πρόκειται για ολοκληρωμένο σχέδιο αλλά, απλά, για ένα σύνολο ιδεών στην κατεύθυνση της αναζήτησης ορθολογικής και εφαρμόσιμης λύσης στο ζήτημα της βάσης εισαγωγής στα πανεπιστήμια. Ένα ζήτημα που δεν αποτελεί, δυστυχώς, το μοναδικό, ούτε το σημαντικότερο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει σήμερα η ανώτατη εκπαίδευση στη χώρα...

ΤΟ ΒΗΜΑ