Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Ο πορσελάνινος κουμπαράς (η ιστορία ενός «ηλίθιου» της εποχής)


Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Τον είδε στη βιτρίνα καθώς περνούσε έξω από το καινούργιο μαγαζί με είδη δώρων. Ναι, ήταν σίγουρα ολόιδιος με εκείνον που έψαχνε για χρόνια! Ώσπου κουράστηκε πια να τον αναζητά, και το πήρε απόφαση πως άλλος σαν αυτόν δεν υπήρχε…

Δεν είχε βγει ποτέ απ’ το μυαλό του εκείνος ο παράξενα όμορφος κουμπαράς από πορσελάνη, που του ‘χε κάνει δώρο ο παππούς. «Δια να μάθεις και να εκτιμήσεις την σημασίαν της αποταμιεύσεως», του είχε πει. Κι εκείνος, υπακούοντας στα κελεύσματα της σοφίας, έσωζε πάντα ένα μέρος από το καθημερινό του χαρτζιλίκι για να «ταΐσει» το πάντα αχόρταγο γουρουνάκι!

Μα, κάποια στιγμή αναγκάστηκε να τον σπάσει πριν της ώρας του. Ένας συμμαθητής στο σχολείο πέταξε άτσαλα τη μπάλα πάνω στο τζάμι του γραφείου του διευθυντή, και τώρα του ζητούσαν να πληρώσει για την αποκατάσταση της ζημιάς. Οι γονείς ήταν φτωχοί, και σίγουρα θα τον μάλωναν αν το μάθαιναν… Έπεσε στα πόδια του φίλου του για βοήθεια. Κι εκείνος – με βαριά καρδιά, είν’ αλήθεια – δεν αρνήθηκε να την προσφέρει, θυσιάζοντας το πιο χρήσιμο δώρο που του’ χαν κάνει ποτέ…

Και να που τώρα η μνήμη των παιδικών χρόνων ξαναζωντάνευε στη βιτρίνα ενός συνοικιακού καταστήματος! Όχι που θα ‘χε πια κάποια χρηστική αξία, βέβαια. Τα χρήματα ήταν τώρα λίγα, πολύ λίγα. Πού περιθώριο γι’ αποταμίευση; Από τότε που τον απόλυσαν απ’ το νοσοκομείο, ζούσε κάνοντας μικροδουλειές, ίσα να βγάζει τα απολύτως απαραίτητα. Όμως, δεν γκρίνιαζε: το χρήμα ποτέ δεν το αγάπησε, κι είναι αμφίβολο, τελικά, αν κάποτε θα ‘σπαζε κι εκείνο τον παλιό κουμπαρά!

Του αρκούσε που έβλεπε γύρω του ανθρώπους ζωντανούς και υγιείς. Κι αυτό, σε μεγάλο βαθμό, χάρη στο φάρμακο της φοβερής αρρώστιας, που εκείνος είχε κατορθώσει ν’ ανακαλύψει όταν ακόμα δούλευε σαν γιατρός. Όμως, έκανε το λάθος να μην κατοχυρώσει την ανακάλυψή του. Βλέπετε, η διασημότητα ποτέ δεν τον ενδιέφερε. Ήθελε να ‘ναι ένας αφανής εργάτης της επιστήμης που θα αφιέρωνε τον εαυτό του στο καλό της ανθρωπότητας και μόνο. Κι ας έμενε, στο τέλος, άσημος και παραγνωρισμένος…

Σαν κινηματογραφική ταινία περνά η ζωή του απ’ τα μάτια του, καθώς στέκει σαστισμένος κι αναποφάσιστος μπρος στη βιτρίνα… Είχε δείξει, τότε, τη χημική φόρμουλα στον καλύτερο φίλο του στο νοσοκομείο, τον μοναδικό άνθρωπο που εμπιστευόταν. Κι εκείνος υποσχέθηκε πως θα τη μελετήσει προσεκτικά με τη βοήθεια ειδικών, που ήταν όλοι τους άνθρωποι εμπιστοσύνης. Και, πράγματι, σε λίγες βδομάδες του ’φερε τα κακά μαντάτα: Η φόρμουλα ήταν λάθος! Κάποια απροσεξία στους ενδιάμεσους υπολογισμούς, και το αποτέλεσμα δεν θα οδηγούσε, τελικά, σε τίποτα καλύτερο από μια απλή ασπιρίνη!

Μαζί με την απογοήτευση, ένιωσε τότε κι απέραντη ευγνωμοσύνη για τον καλό του φίλο, που τον είχε γλιτώσει από ένα φοβερό επιστημονικό ατόπημα. Ώσπου μια μέρα, ξεφυλλίζοντας ένα ιατρικό περιοδικό, διάβασε την είδηση: «Ομάδα Ελλήνων ερευνητών γιατρών ανακοινώνει σε διεθνές ιατρικό συνέδριο την ανακάλυψη του φαρμάκου για τη φοβερή αρρώστια. Υποψήφιοι για το επόμενο βραβείο Νόμπελ!»

Και, σαν να μην έφτανε αυτό, η «ομάδα» – μέλη, όλοι, του επιστημονικού προσωπικού του νοσοκομείου, με επικεφαλής τον «φίλο» του – έστησε σε βάρος του μια πλεκτάνη που οδήγησε στην απόλυσή του και την αφαίρεση της άδειάς του να εργάζεται ως γιατρός. Τώρα, έτσι «ξεδοντιασμένος» ηθικά και επαγγελματικά, ποιος θα του ‘δινε σημασία αν έβγαινε και αποκάλυπτε την αλήθεια;

Το τελευταίο χτύπημα δεν του το ‘δωσε η μοίρα, μα η επί γης εκπρόσωπός της: η γυναίκα. Και, συγκεκριμένα, η δική του γυναίκα, που τον εγκατέλειψε λέγοντάς του πως δεν ήθελε να ζει με έναν «αποτυχημένο», έναν «ηλίθιο ρομαντικό» που «αρνείται να μεγαλώσει» και να αναμετρηθεί με τις σκληρές πραγματικότητες της ζωής!

…Έψαξε ξανά την τσέπη του. Τα χρήματα μόλις που ξεπερνούσαν όσα χρειάζονταν για ένα πιάτο φαΐ, έναν καφέ και την εφημερίδα του. Μα, να, ίσα που έφταναν για τον κουμπαρά! Περίπου, δηλαδή, αν το κατάστημα έκανε και μια μικρή έκπτωση…

Ο καταστηματάρχης φάνηκε κατανοητικός και δέχτηκε να κάνει σκόντο. Εξάλλου, ποιος θα αγόραζε, στην εποχή μας, έναν πορσελάνινο κουμπαρά με γουρουνίσια όψη; Κρατώντας ευλαβικά το πολύτιμο απόκτημα στα χέρια του, ο ήρωάς μας κατευθύνθηκε προς το ταμείο…

Εκείνη τη στιγμή, ένα πολυτελές μαύρο αμάξι πάρκαρε άτσαλα έξω στο πεζοδρόμιο. Ο οδηγός μπήκε φουριόζος στο κατάστημα. Ρωτούσε για κάτι γυαλικά… Όταν του έδειξαν, κίνησε βιαστικά προς τα κει, κόβοντας δρόμο από το διάδρομο του ταμείου. Με την ορμή του υπερτραφούς σωματότυπού του, παρέσυρε το άτυχο γουρουνάκι που ξέφυγε από τα χέρια που το κρατούσαν και έγινε θρύψαλα στο πάτωμα του μαγαζιού! Δεν γύρισε καν πίσω να κοιτάξει, ούτε να ζητήσει συγνώμη. Στις φωνές του καταστηματάρχη, το μόνο που βρήκε να πει, ήταν: «Καλά, μη φωνάζεις, θα σου το πληρώσω! Σιγά το κρύσταλλο Βοημίας!»

…Έμεινε ασάλευτος ώρα πολλή, κοιτάζοντας τα απομεινάρια ενός παιδικού ονείρου που έμελλε να μείνει ανεκπλήρωτο. Τέλος, βρήκε τη δύναμη και κίνησε προς την έξοδο. Σαν βγήκε, κάθισε για λίγο στα σκαλοπάτια του διπλανού σπιτιού. Κι εκεί, ξέσπασε σε αναφιλητά καθώς ήρθε για πρώτη του φορά αντιμέτωπος με την αμφιβολία: «Γι’ αυτούς τους ανθρώπους, λοιπόν, θυσίασα τη ζωή μου;»

Απάντηση στο ρητορικό ερώτημά του δε βρήκε, κι έτσι, με το κεφάλι σκυφτό, πήρε το δρόμο για τη στάση του λεωφορείου. Περνώντας έξω από το τοπικό σούπερ-μάρκετ, είδε τη γριούλα που, όπως κάθε μέρα, ζητιάνευε εκεί. Στο πλάι της, ένα πλαστικό τασάκι με λίγα ψιλά…

Δεν ένιωθε πια να πεινά, κι οι τίτλοι των εφημερίδων στο περίπτερο του φαίνονταν σήμερα αδιάφοροι. Έτσι, οι πολύτιμες οικονομίες της μέρας – αυτές που, λίγο ακόμα και θα του ‘χαν χαρίσει μια ανέλπιστη ευτυχία – του ήταν πια άχρηστες, έμοιαζαν με περιττό βάρος στην τσέπη του.

Δίχως την αίσθηση πως έκανε κάποια σπουδαία πράξη, άδειασε ολόκληρο το περιεχόμενο του φθαρμένου πορτοφολιού στο πλαστικό τασάκι…

(Αφιερωμένο σε όλους τους «ηλίθιους» αυτού του κόσμου, που δεν βρήκαν – μα κι ούτε ζήτησαν να βρουν – δικαίωση…)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου