Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2025

Περί «δικαίων» αιτημάτων...


Πόσο «δίκαια» μπορεί να χαρακτηρίζονται τα αιτήματα μίας κοινωνικής ομάδας που εκβιάζει την πολιτεία κρατώντας ως όμηρο την υπόλοιπη κοινωνία;

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Διαβάζω και ακούω ξανά και ξανά ότι οι αγροτικές «κινητοποιήσεις» (sic), στις οποίες απροσπέλαστα μπλόκα από θηριώδη τρακτέρ/οιονεί τανκς στερούν από την υπόλοιπη κοινωνία το αυτονόητο δικαίωμα στην ελεύθερη μετακίνηση, είναι «δικαιολογημένες», αφού το μόνο που ζητούν οι αγρότες (εντός ή εκτός εισαγωγικών) είναι να ικανοποιηθούν τα «δίκαια» αιτήματά τους.

Αν όλα τα αιτήματα των αγροτών είναι εξ ορισμού πάντοτε δίκαια - επιχείρημα που οι ίδιοι οι αγρότες διαχρονικά προβάλλουν - θα πρέπει αυτονόητα να ικανοποιούνται στο σύνολό τους από ένα κράτος δικαίου. Όμως, τι σημαίνει «δίκαια»; Για παράδειγμα, δεν θα πρέπει να κρίνονται ως δίκαια, παρόμοια ή ανάλογα αιτήματα άλλων κοινωνικών κλάδων, όταν αυτοί πλήττονται έντονα ή καταστρέφονται από μία οικονομική κρίση; Τα αιτήματα των ηρωικών και κακοπληρωμένων γιατρών και εκπαιδευτικών σε ακριτικές περιοχές και νησιά που δεν προσφέρουν καν σταθερή και οικονομικά προσιτή στέγη; Των εξίσου κακοπληρωμένων αστυνομικών και πυροσβεστών που θεωρούνται αναλώσιμα του κράτους; Των νέων αξιωματικών των Ε.Δ. που φτάνουν να αντιμετωπίζουν ακόμα και δυσκολίες επιβίωσης (γνώρισα από κοντά τέτοιες περιπτώσεις);

Τα βασικά ερωτήματα είναι κατ' ουσίαν ρητορικά: Έχει η πολιτεία τη δυνατότητα να ικανοποιεί όλα τα αιτήματα που μεμονωμένες κοινωνικές ομάδες αντιλαμβάνονται, επιλεκτικά, ως «δίκαια»; Και επίσης: Γιατί αυτό που θεωρούν οι αγρότες ως «δίκιο» τους υπερισχύει του δημοκρατικά εγγυημένου δικαιώματος των πολιτών στην ελεύθερη χρήση των δημόσιων δρόμων;

Όπως είχαμε σημειώσει παλιότερα [1], η ίδια η έννοια της δικαιοσύνης είναι από τη φύση της ασαφής, επιδεχόμενη πολλαπλές ερμηνείες. Έτσι, για τη θεμελίωση ενός κράτους δικαίου, η κάθε κοινωνία είναι αναγκασμένη να αποδεχθεί ένα σύνολο κοινωνικών συμβάσεων, τους νόμους της πολιτείας, οι οποίοι καθορίζουν τα όρια των δικαιωμάτων των πολιτών, και τους οποίους όλοι ανεξαιρέτως οι πολίτες είναι υποχρεωμένοι να σέβονται. Και ο σεβασμός στους νόμους υπερβαίνει το υποκειμενικό περί δικαίου αίσθημα, το οποίο βασίζεται κατά κύριο λόγο σε επί μέρους ηθικές αντιλήψεις.

Εν τούτοις, με επίκληση ενός υποτιθέμενου ηθικού δικαίου τους, οι αγρότες παραβιάζουν διαχρονικά, συστηματικά και κατά το δοκούν τον νόμο, υποκαθιστώντας τον αυθαίρετα με έναν «νόμο» δικής τους επινόησης με σκοπό τον εκβιασμό της πολιτείας μέσω ομηρίας της υπόλοιπης κοινωνίας. Για της οποίας κοινωνίας το δίκιο (άνευ εισαγωγικών) οι εκβιαστές προκλητικά αδιαφορούν.

Έχει αυτή η πολιτεία τη βούληση να επιβάλει την εφαρμογή των νόμων και να προασπίσει, ως οφείλει, το κράτος δικαίου; Ή μήπως υπερισχύει το γνωστό «δίκιο» του πολιτικού κόστους και πολιτικού οφέλους;

Αυταποδείκτως ρητορικά τα ερωτήματα...

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2025

Όταν «νόμος» γίνεται το «δίκιο» μιας μειοψηφίας


Η αδυναμία της Δημοκρατίας να προασπίσει τον εαυτό της απέναντι στην αυθαιρεσία των λίγων, ισοδυναμεί με αυτο-κατάργηση του πολιτεύματος...

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Το αντιπροσωπευτικό κοινοβουλευτικό μας σύστημα είναι εξ ορισμού πλειοψηφικό. Τούτο σημαίνει ότι, μέσα από κοινά αποδεκτή εκλογική διαδικασία, συγκροτείται σώμα αντιπροσώπων (η Βουλή) με λαϊκή εξουσιοδότηση τόσο να εκλέγει, πλειοψηφικά, τους προκείμενους να ασκήσουν την εξουσία (να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της χώρας), όσο και να νομοθετεί σύμφωνα με το ισχύον σύνταγμα.

Το αδύνατο σημείο, από ηθική άποψη, του δημοκρατικού πολιτεύματος είναι, φυσικά, η αναγκαστική (αλλά σε κάθε περίπτωση συμφωνημένη εκ των προτέρων) υποταγή της μειοψηφίας στη βούληση της "πλειοψηφίας" (ο εντός εισαγωγικών όρος αφορά, κυριολεκτικά, τους αντιπροσώπους του λαού και όχι το σύνολο των ψηφοφόρων, ως συνέπεια του εκλογικού συστήματος της ενισχυμένης αναλογικής που επιβάλλει η αναγκαιότητα της κυβερνησιμότητας).

Αυτονόητα, η παραβίαση των νόμων επισύρει ποινικές συνέπειες για τους παραβαίνοντες. Εν τούτοις, με στόχο την ικανοποίηση συντεχνιακών διεκδικήσεων ή την προβολή (συχνά περιθωριακών) ιδεολογικών θέσεων, δυναμικές μειοψηφίες πολιτών συγκροτούν συμπαγείς πυρήνες που αποκτούν τη δυνατότητα να παραβιάζουν μαζικά τους νόμους, ασκώντας κάποιας μορφής βία την οποία αδυνατεί - ή, για πολιτικούς λόγους, διστάζει - να αντιμετωπίσει η εκλεγμένη εξουσία. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για μία de facto μετατροπή του πολιτεύματος σε δικτατορία των μειοψηφιών, οι οποίες επιβάλλουν δικούς τους "νόμους" προκειμένου να εξυπηρετήσουν το δικό τους "δίκιο", όπως οι ίδιες αντιλαμβάνονται το συλλογικό συμφέρον τους.

Η αναλογία γίνεται ακόμα πιο δραματική όταν η βία ασκείται όχι κατά της εξουσίας καθαυτής αλλά ενάντια στην υπόλοιπη κοινωνία, η οποία καθίσταται όμηρος εκβιαστικών διεκδικήσεων ή θύμα καταστροφικών συμπεριφορών. Ηθικός αυτουργός, όμως, στην de facto κατάλυση του πολιτεύματος είναι και η ίδια η εξουσία, η οποία τοποθετεί το πολιτικό κόστος υπεράνω της υπεράσπισης του κράτους δικαίου. Και επιλέγει την εύκολη λύση του "Πόντιου Πιλάτου", αφήνοντας την κοινωνία να γίνει έρμαιο της αυθαιρεσίας κοινωνικών μειοψηφιών.

Φυσικά, ο διαχρονικός φόβος της (εκάστοτε) εξουσίας είναι η στάμπα της "αντιλαϊκότητας" και του "αυταρχισμού", την οποία πρόθυμα θα σπεύσει να τοποθετήσει η (όποια) αντιπολίτευση σε μία κυβέρνηση που, πράττοντας το αυτονόητο - δηλαδή, εφαρμόζοντας τους νόμους της πολιτείας - στέκεται ανάχωμα σε "δίκαιους λαϊκούς αγώνες" και "ελεύθερη έκφραση των πολιτών". Ακόμα και αν οι "αγώνες" συνεπάγονται παραβίαση κοινωνικών δικαιωμάτων ή καταστροφή δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας.

Κι εδώ εγείρεται ένα κρίσιμο ζήτημα για το ίδιο το πολίτευμα: Η αδυναμία της Δημοκρατίας να προασπίσει τον εαυτό της απέναντι στην αυθαιρεσία των λίγων, ισοδυναμεί με αυτο-κατάργηση του πολιτεύματος. Αυτό είναι, βέβαια, κάτι που ελάχιστα δυσαρεστεί διάφορες αντι-κοινοβουλευτικές δυνάμεις, κάποιες μάλιστα φιλοξενούμενες εντός Κοινοβουλίου...