Τρίτη 29 Απριλίου 2025

Μερικές σκέψεις για την αξιολόγηση στο Δημόσιο


Η ανάγκη αξιολόγησης των δημόσιων λειτουργών είναι αδιαμφισβήτητη. Αρκεί να τηρηθούν κοινά συμφωνημένοι κανόνες και να απαντηθούν μερικά κρίσιμα ερωτήματα...

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Πήγαινα τακτικά για φαγητό στο σπίτι του θείου μου. Ένα μεσημέρι κατέφθασε αγχωμένη η εξαδέλφη μου ρωτώντας τον πατέρα της για κάποιες αντικειμενικές αξίες ακινήτων που έπρεπε να συμπληρώσει σε ένα έντυπο. Θέλοντας να την πειράξω (βρήκα την ώρα!) της είπα ότι το φραστικό σχήμα «αντικειμενική αξία» είναι οξύμωρο, αφού η έννοια «αξία» αναφέρεται σε κάτι εντελώς υποκειμενικό (ό,τι συνιστά αξία για κάποιον δεν αποτελεί, απαραίτητα, αξία για κάποιον άλλον). Για να εισπράξω την – μάλλον αναμενόμενη – οργισμένη αντίδρασή της: «Εμείς τώρα καιγόμαστε, κι εσύ έχεις όρεξη για φιλοσοφίες!»

Και όμως... Πίσω από τον άκαιρο αστεϊσμό βρισκόταν μία οικουμενική αλήθεια: πως η αξία κάθε πράγματος συναρτάται τόσο με τις ανάγκες, όσο και με τις αρχές εκείνου που την αποτιμά. Συνεπώς, «αντικειμενική αξία» σημαίνει, στην καλύτερη περίπτωση, μία αξία την οποία αποδέχεται ένα πεπερασμένο σύνολο ανθρώπων (όπως μία δεδομένη κοινωνία) με κοινά συμφωνημένες προτεραιότητες και αρχές.

Γενικά μιλώντας, αξιολόγηση είναι ο προσδιορισμός της αξίας ενός πράγματος με βάση καθορισμένα κριτήρια. Όταν αναφερόμαστε, ειδικότερα, σε αξιολόγηση δημόσιων λειτουργών εννοούμε την αποτίμηση του δυναμικού τους (τα λεγόμενα «προσόντα» τους), της αποδοτικότητάς τους και της συνέπειάς τους στην άσκηση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί από την πολιτεία. Εδώ προκύπτουν δύο σημαντικά ζητήματα:

1. Υπάρχει γενικό consensus για τον καθορισμό των κριτηρίων αξιολόγησης των δημόσιων λειτουργών;

2. Εφαρμόζονται στην πράξη τα θεσπισμένα κριτήρια, ή προτάσσονται άλλα προς εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων (πολιτικών, συνδικαλιστικών, ή και στενά υπηρεσιακών);

Σε ό,τι αφορά την συνέπεια στην άσκηση καθηκόντων, ζήτημα το οποίο άπτεται της ευσυνειδησίας του κρατικού λειτουργού, η όποια έλλειψή της αυτονόητα σταματά κάθε άλλη συζήτηση περί αξιολόγησης! Η δυσκολία εκ μέρους της πολιτείας έγκειται στην θέσπιση δίκαιων κριτηρίων αξιολόγησης για συνεπείς και ευσυνείδητους λειτουργούς. Ιδιαίτερα όταν αυτοί προσφέρουν υπηρεσίες σε συναφείς θέσεις ευθύνης.

Για παράδειγμα, πώς θα καθορίζεται η βαρύτητα των τίτλων σπουδών – σε συνάρτηση και με το αντικείμενο εργασίας – σε ένα συγκεκριμένο δημόσιο λειτούργημα; Πώς ακριβώς θα προσδιορίζεται η αποδοτικότητα στο πλαίσιο μίας ομαδικής εργασίας; Είναι πιο σημαντικός ένας καθηγητής Λυκείου του οποίου δέκα μαθητές πέρασαν στο πανεπιστήμιο, από έναν συνάδελφό του που, με προσωπική κατάθεση χρόνου και συναίσθηση παιδαγωγικής ευθύνης, κατόρθωσε να ξαναδώσει νόημα και σκοπό ζωής σε ένα παιδί με αυτοκαταστροφικές ή παραβατικές τάσεις; Μετράει περισσότερο ένας υπάλληλος που, κλεισμένος σε ένα ήσυχο γραφείο του τελευταίου ορόφου, διεκπεραιώνει επιτυχώς εκατό υποθέσεις την ημέρα, σε σχέση με έναν (τυπικά ομοιόβαθμο) υπάλληλο του ισογείου ο οποίος, φτάνοντας ως τις εσχατιές των φυσικών και ψυχικών του αντοχών, καλείται να αντιμετωπίσει καθημερινά τις (συχνά οργισμένες και απρεπείς) διαμαρτυρίες των πολιτών για τις δυσλειτουργίες του συστήματος;

Τώρα, αυτή καθαυτήν η εφαρμογή στην πράξη των συμφωνημένων κριτηρίων αξιολόγησης είναι μία διαφορετική αλλά εξίσου σημαντική υπόθεση. Σε ένα απόλυτα αξιοκρατικό σύστημα διαχείρισης των κοινών, δεν τίθεται καν θέμα συζήτησης. Πόσο αξιοκρατικό, όμως, είναι το δικό μας σύστημα δημόσιας διοίκησης και δημόσιας εκπαίδευσης; Θα είναι απόλυτα στεγανοποιημένη η αξιολόγηση από πολιτικές και συνδικαλιστικές επιρροές; Θα υπάρχει υπερκομματικός φορέας ελέγχου του τρόπου εφαρμογής της αξιολόγησης; Αν ναι, πώς θα καθορίζεται θεσμικά η συγκρότησή του και πώς θα διασφαλίζεται η απρόσκοπτη λειτουργία του;

Με βάση την ως τώρα εμπειρία μας για τον τρόπο που λειτουργεί, γενικά, ο δημόσιος τομέας σε αυτή τη χώρα, κάποια από τα παραπάνω ερωτήματα είναι, δυστυχώς, ρητορικά. Δεν χρήζουν απαντήσεων αλλά απαιτούν σημαντική αλλαγή νοοτροπίας εκ μέρους κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Πριν μιλήσουμε, λοιπόν, για αξιολόγηση, θα πρέπει να εξετάσουμε κατά πόσον είμαστε ώριμοι - ως λαός και ως πολιτεία - να την εφαρμόσουμε στην πράξη.

Κλείνουμε με μία επισήμανση που θεωρούμε σημαντική και η οποία θα έπρεπε να είναι (μα δεν είναι πάντοτε) αυτονόητη. Η αξιολόγηση στοχεύει αποκλειστικά στη βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών που προσφέρει το κράτος στον πολίτη. Με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να αποτελεί μέσο κοινωνικής και πολιτικής εκδίκησης για υποτιθέμενους «τεμπέληδες και άχρηστους προνομιούχους», όπως με αήθη, άδικο και κοινωνικά ρατσιστικό τρόπο χαρακτηρίζονται συλλήβδην οι δημόσιοι λειτουργοί από μερικούς «καλοθελητές» των media και του Διαδικτύου.

Στον βαθμό που καταστεί εφικτή η διασφάλιση απόλυτης αντικειμενικότητας στη βάση κοινά συμφωνημένων κριτηρίων και αρχών, η αξιολόγηση θα είναι, πιστεύουμε, καλοδεχούμενη από το σύνολο των δημόσιων λειτουργών (κάποιες εξαιρέσεις, βέβαια, πάντοτε θα υπάρχουν). Ισοπεδωτικές γενικεύσεις και καθολικές δαιμονοποιήσεις, όμως, ελάχιστα συμβάλλουν σε αυτή την κατεύθυνση. Ακόμα περισσότερο, όταν υπαγορεύονται από παγιωμένες προκαταλήψεις και ιδιοτελείς (πολιτικές ή άλλες) σκοπιμότητες...

Τρίτη 15 Απριλίου 2025

Οι όψεις του λαϊκισμού


Το επικίνδυνο κοινωνικο-πολιτικό φαινόμενο του λαϊκισμού έκανε και πάλι την εμφάνισή του στη χώρα μας με αφορμή την υπόθεση των Τεμπών. Σε μεγαλύτερη κλίμακα, ο λαϊκισμός λαμβάνει πλέον παγκοσμιοποιημένες διαστάσεις με αφετηρία την πολιτική ηγεσία στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού - και κάποια πρόθυμα ευρωπαϊκά φερέφωνα...

Όμως, ποια ακριβώς είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα που ορίζουν τον λαϊκισμό, και ποιες είναι οι πολιτικές και ιστορικές παραλλαγές του φαινομένου; Κάποια από αυτά τα ερωτήματα επιχείρησε να απαντήσει ένα κείμενο του 2020, σε μία εφημερίδα που, δυστυχώς, διολισθαίνει εσχάτως σε πρακτικές που παραπέμπουν στο υπό εξέταση φαινόμενο...

    Τα πολλά πρόσωπα του λαϊκισμού


Ο λαϊκισμός είναι μία παθογένεια της Δημοκρατίας και ένα μέσο χειραγώγησης και ελέγχου στον Ολοκληρωτισμό. Είναι αναγνωρίσιμα τα βασικά χαρακτηριστικά και τα ποικίλα πρόσωπά του.

Δευτέρα 7 Απριλίου 2025

Ο δάσκαλος που δεν ξεχάστηκε...

Τι είναι αυτό που κάνει έναν δάσκαλο να μείνει αξέχαστος; Το ότι έχει το χάρισμα να κάνει τα δύσκολα να φαίνονται απλά. Και, πάνω απ' όλα, το ότι βοηθά τον μαθητή να ανακαλύψει τον εαυτό του.

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Ο φίλος μου ο Αριστείδης μιλά πάντα με συγκίνηση για τον κύριο Σεραφείμ, καθηγητή του πριν πολλά χρόνια (δεν θα πω πόσα...) στο Πολυτεχνείο:

– Είχε έναν μοναδικό τρόπο να εξηγεί τις πιο περίπλοκες έννοιες και να προσεγγίζει τα πιο δύσκολα προβλήματα, κάνοντάς τα όλα να φαίνονται απλά. Έλεγες: «Ώστε, τόσο εύκολο ήταν, τελικά!»

Όπως περιγράφει ο Αριστείδης, στις αίθουσες όπου δίδασκε ο κ. Σεραφείμ έπρεπε να είχες κρατήσει... θέση από την προηγούμενη μέρα για να βρεις κάπου να καθίσεις (και πάντα υπήρχαν και όρθιοι).

Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τη σχέση που είχε ο εξαίρετος αυτός δάσκαλος με την φιλοσοφία (και, δυστυχώς, είναι πλέον πρακτικά αδύνατο να τον βρω κάπου στη Γη ώστε να τον ρωτήσω...). Όμως, έστω και χωρίς να το κάνει συνειδητά – αλλά μόνο με το αλάνθαστο ένστικτο του καλού εκπαιδευτικού – εφάρμοζε την Σωκρατική προτροπή:

«Γνώθι σαυτόν»!

Δηλαδή, να γνωρίσεις τον εαυτό σου, να αποκτήσεις αυτογνωσία (και, σε βαθύτερο ηθικό επίπεδο, αυτοσυνειδησία).

Υπάρχουν δύο δυνατές αναγνώσεις τού «γνώθι σαυτόν», συμπληρωματικές η μία ως προς την άλλη. Η πρώτη - ίσως η πιο αυθεντικά σωκρατική - μας ζητά να γνωρίσουμε τα όρια της νόησής μας προτού επιχειρήσουμε να απαντήσουμε σε ερωτήματα που μας ξεπερνούν. (Αυτό ήταν, κατά βάση, και το μήνυμα του Καντ στην «Κριτική του Καθαρού Λόγου» του.)

Η εναλλακτική («θετική») ερμηνεία της ρήσης μάς ζητά, αντίθετα, να υπερβούμε αυτά που θεωρούμε ως όρια της νόησής μας, ανακαλύπτοντας νέες δυνατότητές της που δεν γνωρίζαμε. «Μου φαίνεται, τελικά, τόσο απλό. Είχα αδικήσει τον εαυτό μου πιστεύοντας πως δεν είχα τη δυνατότητα να το καταλάβω», μονολογούσε με μία δόση θαυμασμού ο φοιτητής που παρακολουθούσε τις διαλέξεις τού (αείμνηστου πλέον) κ. Σεραφείμ στο ΕΜΠ.

Ο καλός δάσκαλος, λοιπόν, είναι ένα είδος μάγου. Κάνει τον μαθητή να νιώσει ότι η γνώση βρισκόταν πάντα μέσα του αλλά ανέμενε κάποιον οδηγό να της φωτίσει τον δρόμο προς τη συνείδηση:

«Αυτά που σου διδάσκω τα γνώριζες ήδη, όμως δεν γνώριζες ότι τα γνώριζες!»

Θα λέγαμε ότι ο καλός δάσκαλος είναι σαν τον καλό γλύπτη. Παίρνει ένα αδιαμόρφωτο κομμάτι μάρμαρο και αναδεικνύει την ωραία μορφή που βρισκόταν εξαρχής στο εσωτερικό του, μα κανείς δεν μπορούσε να την δει. Έτσι, ο δάσκαλος οδηγεί τον μαθητή να ανακαλύψει τις αρετές και να αναπτύξει τις δεξιότητές του, με στόχο όχι μόνο την μελλοντική επαγγελματική επιτυχία αλλά και, γενικότερα, την ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του.

Και, όπως ο γλύπτης αναδεικνύει τη μορφή πετώντας το περιττό υλικό, έτσι κι ο δάσκαλος οφείλει να πείσει τον μαθητή να απαλλάξει τη σκέψη και την ψυχή του από άχρηστα ή και επιζήμια «υλικά», όπως η αυτοαμφισβήτηση, η προκατάληψη, η μισαλλοδοξία...

Ένας άλλος φίλος, νομικός, μου είχε περιγράψει πριν πολλά χρόνια έναν αντίστοιχο χαρισματικό δάσκαλο στη Νομική Σχολή. Ήταν καθηγητής Ιστορίας. Το να παρακολουθείς τις διαλέξεις του ήταν σαν να βλέπεις μια συναρπαστική θεατρική παράσταση, έναν μονόλογο από έναν ταλαντούχο αφηγητή που έδινε ζωή σε κάθε ιστορικό θέμα που περιέγραφε. Το αμφιθέατρο ήταν πάντα γεμάτο. Αντίθετα, λίγοι «σπασίκλες» (συγνώμη για την έκφραση) φοιτητές, μόνο, τιμούσαν τις παραδόσεις ενός άχρωμου καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου, που ξεκινούσε το μάθημα λέγοντας «σήμερα θα ομιλήσωμεν δια το...» (αναφέρομαι σε πολύ παλιές εποχές!).

Στο Διαδίκτυο μπορεί κάποιος να βρει άφθονα videos με διαλέξεις φιλοσοφίας του Δημήτρη Λιαντίνη. Κάποιες από τις διαλέξεις αυτές απευθύνονταν σε μεταπτυχιακούς φοιτητές από τον χώρο της Εκπαίδευσης. Θα παρατηρήσει και εδώ ο διαδικτυακός επισκέπτης ότι «δεν έπεφτε καρφίτσα» στο αμφιθέατρο! Κι αυτό γιατί ο χαρισματικός αυτός δάσκαλος είχε τον τρόπο να συνεπαίρνει το ακροατήριό του, δίνοντας ζωή σε κάθε τι που ανέπτυσσε – ακόμα και αν επρόκειτο για δύσκολες έννοιες του φιλοσοφικού στοχασμού. (Υπήρχαν και καθηγητές που έκαναν μάθημα σε σχεδόν άδειες αίθουσες, όπως με έχουν πληροφορήσει συνάδελφοι εκπαιδευτικοί που παρακολουθούσαν τότε τον σχετικό κύκλο μεταπτυχιακών μαθημάτων.)

Ακολουθώντας και ο (σωκρατικός) Λιαντίνης την αυτογνωστική παιδαγωγική μέθοδο, έδειξε στους φοιτητές του ότι και οι πιο σύνθετες ιδέες της Φιλοσοφίας μπορούσαν να γίνουν κατανοητές αν τις αντιλαμβάνονταν σαν «αγνώστως προϋπάρχουσες» νοητικές μορφές που ανέμεναν τον Δάσκαλο που θα τις οδηγούσε στο ξέφωτο του συνειδητού.

Ας ανακεφαλαιώσουμε: Ο δάσκαλος που δεν ξεχάστηκε,

εύρισκε πάντα τον τρόπο να κάνει ακόμα και τις πιο δύσκολες και περίπλοκες ιδέες να μοιάζουν απλές και κατανοητές,

μπορούσε να κάνει ακόμα και το πιο ανιαρό, από τη φύση του, θέμα να φαίνεται συναρπαστικό,

δεν πρόσφερε τη γνώση σαν μασημένη τροφή αλλά οδηγούσε τον μαθητή να την ανακαλύψει «σαν να βρισκόταν πάντα κρυμμένη μέσα του»,

βοηθούσε τον μαθητή να αναδείξει και να καλλιεργήσει τις πραγματικές του αρετές και τα αληθινά του ταλέντα (όχι απαραίτητα συμβατά με τον ρόλο για τον οποίο τον προόριζε – είτε από φιλοδοξία, είτε απλά από ανάγκη – η οικογένειά του...).

Εν κατακλείδι, ο ρόλος του δασκάλου είναι να φωτίζει δρόμους. Είναι όμως απόφαση κι ευθύνη του ίδιου του μαθητή να τους διαβεί!