Τετάρτη 28 Ιουνίου 2023

ΤΟ ΒΗΜΑ - Ο Ναζισμός και το «εύσημο» του Κακού


Σκέψεις πάνω στην ιδέα του Κακού, με αφορμή την επανεμφάνιση νεοναζιστικής «σκιάς» στο ελληνικό Κοινοβούλιο.

Οι πρόσφατες επαναληπτικές εθνικές εκλογές ανέδειξαν ένα άγνωστο, ως χθες, πολιτικό κόμμα, το οποίο στηρίχθηκε ανοιχτά (αν όχι καθοδηγήθηκε υπόγεια) από ηγετικό στέλεχος του νεοναζιστικού χώρου, καταδικασμένο σε φυλάκιση για εγκληματική δράση. Είναι μία επιστροφή του εν λόγω χώρου στη Βουλή «από την πίσω πόρτα», παρά τα ad hoc νομικά αναχώματα που είχαν τεθεί για να αποτρέψουν αυτό το ενδεχόμενο. Πρόκειται, θα λέγαμε, για μία «κοινοβουλευτική επανακανονικοποίηση» του εγχώριου νεοναζισμού.

Βέβαια, το κόμμα αυτό δεν είναι το μοναδικό από τον χώρο της άκρας Δεξιάς που θα φιλοξενηθεί στη νέα Βουλή (ας μην ξεχνάμε ότι σε αυτήν εμφιλοχώρησαν ακόμα και εκπρόσωποι του πιο ακραίου θρησκευτικού φονταμενταλισμού [1] με ιδιαίτερους δεσμούς με το αντιδημοκρατικό καθεστώς της Ρωσίας). Εν τούτοις, η ιδέα μίας – έμμεσης, έστω, και δι’ αντιπροσώπων – κοινοβουλευτικής επανεμφάνισης του νεοναζισμού, αφήνει την αίσθηση μιας γροθιάς στο στομάχι. Η εξήγηση γι’ αυτή την ανακλαστική αντίδραση βρίσκεται στις πιο σκοτεινές σελίδες της παγκόσμιας Ιστορίας...

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι, στη συνείδηση του δημοκρατικού ανθρώπου, ο Ναζισμός διατηρεί προεξάρχουσα θέση στην κλίμακα του ανθρώπινου Κακού. Για κάποιους μελετητές του Ολοκαυτώματος, μάλιστα, δεν έχουμε εδώ να κάνουμε με το συμβατικό «ανθρώπινο» Κακό αλλά με κάτι που ξεπερνά κι αυτά ακόμα τα ανθρώπινα μέτρα.

Σε ένα παλιό κείμενο [2] είχαμε επιχειρήσει να εξετάσουμε το ζήτημα αυτό από φιλοσοφική άποψη. Το παρόν σημείωμα θα μπορούσε να ιδωθεί σαν προέκταση εκείνων των σκέψεων, με αφορμή την είσοδο ενός ακόμα κατ’ ουσίαν νεοναζιστικού κόμματος στο ελληνικό Κοινοβούλιο.

Παρά τα 6 εκατομμύρια των θυμάτων του Ολοκαυτώματος και τις φρικιαστικές αποκαλύψεις των εγκλημάτων του Ναζισμού, η ναζιστική ιδεολογία εξακολουθεί να ασκεί κάποιο βαθμό γοητείας σε ένα πολύ μικρό αλλά πάντα επικίνδυνο ποσοστό της παγκόσμιας κοινότητας. Αντισυστημικές ρητορείες με κρυπτο-ναζιστική (έως φιλο-ναζιστική) απόχρωση ακούγονται όλο και πιο ανοιχτά σε χώρες της δημοκρατικής Ευρώπης, ενώ ανομολόγητες ιδεολογικές «συμπάθειες» μπορεί κάποιος να διακρίνει ακόμα και μέσα σε κόμματα του δημοκρατικού τόξου.

Έτσι, μία αναλυτική προσέγγιση στο φαινόμενο του Ναζισμού δεν αποτελεί αποκλειστικό αντικείμενο της Ιστορίας αλλά, δυστυχώς, αφορά ένα πολιτικό και φιλοσοφικό ζήτημα που διατηρείται ζωντανό ως τις μέρες μας.

Για το συντριπτικά μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων, εκείνων δηλαδή που δεν έχουν «μολυνθεί» από ναζιστικές ιδέες, η ηθική αξιολόγηση του Ναζισμού είναι δεδομένη και αυτονόητη: Οι Ναζί ήταν εκπρόσωποι του ακραίου, του απόλυτου Κακού. Μία βαθύτερη εξέταση του θέματος, εν τούτοις, επιβάλλει ιδιαίτερη προσοχή σε ό,τι αφορά τη χρήση του όρου «κακό». Το παρακάτω απλοϊκό ερώτημα μοιάζει σχεδόν ρητορικό:

– Ήταν ο Ναζισμός κακός;

Αν απαντήσουμε καταφατικά, έχουμε πέσει σε μία φοβερή παγίδα που άθελά μας στήσαμε μόνοι μας: Δώσαμε στον Ναζισμό ανθρώπινο πρόσωπο! Ας μου επιτραπεί να εξηγήσω:

Το κακό – ακόμα και στην ακραία εκδοχή του – σχετίζεται με την ηθική διαβάθμιση του ανθρώπινου χαρακτήρα. Έξω από τον άνθρωπο δεν υπάρχει «καλό» ή «κακό». Έτσι, αν χαρακτηρίσουμε τον Χίτλερ ως «κακό», του έχουμε αυτομάτως αναγνωρίσει την ανθρώπινη ιδιότητα. Την οποία αμφίβολο είναι ότι εκείνος και το καθεστώς του έφεραν.

Τι είναι, όμως, αυτό που καθορίζει και οριοθετεί την ανθρώπινη ιδιότητα; Απόλυτη απάντηση δεν υπάρχει έξω από το σαφές πλαίσιο που ορίζει η βιολογία. Αν, εν τούτοις, δεχθούμε τον άνθρωπο κατά κύριο λόγο ως ηθικό μέγεθος, τότε μπορούμε να πούμε ότι το κριτήριο που επιβεβαιώνει ή απορρίπτει, ανάλογα, την πιο πάνω ιδιότητα, είναι η αυτοσυνειδησία. Συγκεκριμένα, πώς τοποθετεί το άτομο τον εαυτό του μέσα στο πλέγμα της αιτιότητας.

Ο άνθρωπος παράγει αιτιότητα αλλά και υπόκειται σε αυτήν. Δηλαδή, συμμετέχει στην αιτιακή αλυσίδα τόσο ως γενεσιουργό αίτιο, όσο και ως υποκείμενο αποτέλεσμα. Ειδική σημασία για την παρούσα συζήτηση έχει το κομμάτι της αιτιότητας που αφορά τις ανθρώπινες σχέσεις. Ένα άτομο, λοιπόν, μπορεί να επηρεάσει τη ζωή ενός άλλου ατόμου, το οποίο, με τη σειρά του, μπορεί να επηρεάσει τη ζωή του πρώτου. Σε ακραία περίπτωση, ένας άνθρωπος μπορεί να σκοτώσει κάποιον άλλον αλλά και να σκοτωθεί από εκείνον. Αυτή η αμφίδρομη σχέση με την αιτιότητα αποτελεί, εξ ορισμού, μέρος της αυτοσυνειδησίας κάθε ατόμου ή, συλλογικά, κάθε κοινωνικής ομάδας.

Υπάρχει, εν τούτοις, μία ακραία παρέκκλιση από τον τελευταίο αυτό κανόνα. Πρόκειται για τον συνειδησιακό τύπο που πιστεύει – και δεν διστάζει να επιβάλει ακόμα και με τη βία την πίστη του αυτή – ότι δικαιούται να επηρεάζει την αιτιότητα χωρίς να υπόκειται σε αυτήν. Ο τύπος αυτός, δηλαδή, έχει συνειδητά απαρνηθεί την ανθρώπινη ιδιότητά του, απονέμοντας αυθαίρετα στον εαυτό του έναν ανώτερο ρόλο: αυτόν ενός οιονεί «θεού»!

Στην κατηγορία αυτή ανήκαν οι Ναζί. Όπως έχουμε σημειώσει [2] θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως εκπρόσωπους μίας φυσικής Αρχής που είχε το απόλυτο δικαίωμα να αποφασίζει για την ύπαρξη ή τον αφανισμό οποιασδήποτε κοινωνικής ομάδας, οσοδήποτε μεγάλης, χωρίς η ίδια αυτή «Αρχή» να υπόκειται σε άνωθεν έλεγχο ή έξωθεν αμφισβήτηση της παντοδυναμίας της.

Αυτό που καθιστά το ναζιστικό καθεστώς μοναδικό ανάμεσα σε άλλα ρατσιστικά καθεστώτα είναι το γεγονός ότι, υπερβαίνοντας τα όρια του «απλού» κοινωνικού διαχωρισμού, επιδόθηκε σε φυλετική εξόντωση. Στο πλαίσιο της μαζικής αυτής δολοφονίας, οι Ναζί λειτούργησαν σαν «θεοί» που μπορούσαν να επιλέξουν αυθαίρετα σε ποιο ανθρώπινο είδος θα εκχωρούσαν το δικαίωμα στη ζωή, και σε ποιο είδος θα το αρνούνταν και θα το καταργούσαν.

Έχει ιδιαίτερη σημασία να τονιστεί εδώ ότι η εξόντωση δεν ήταν πράξη αυτοσυντήρησης του χιτλερικού καθεστώτος απέναντι σε μία ανθρώπινη ομάδα που το απειλούσε, αλλά αποτέλεσμα και μόνο της διαστροφικής ιδεολογίας του Ναζισμού. Και αυτό ακριβώς είναι που κάνει το ναζιστικό καθεστώς να ξεχωρίζει από άλλα εγκληματικά καθεστώτα, όπως εκείνο του Στάλιν. (Σε ένα παλιότερο κείμενο [3] είχαμε αναφερθεί αναλυτικά στα εγκλήματα των δύο αιμοσταγών δικτατόρων του εικοστού αιώνα.)

Συμπερασματικά, η παρέκκλιση από την ανθρώπινη αυτοσυνειδησία, κι ακόμα περισσότερο η διάπραξη μαζικού εγκλήματος στη βάση της παρέκκλισης αυτής, αυτοδικαίως αφαιρεί από τους δολοφόνους το προνόμιο να θεωρούνται άνθρωποι. Συνεπώς, το να χαρακτηρίζουμε απλοϊκά τους Ναζί ως «κακούς» συνιστά τιμή για εκείνους, αφού το κακό αποτελεί διαβάθμιση του ανθρώπινου χαρακτήρα. Με τον τρόπο αυτό, δηλαδή, τους προβιβάζουμε άθελά μας σε ανθρώπους, κάτι που οι Ναζί είναι αμφίβολο πως ήταν. Ο Ναζισμός δεν δικαιούται το «εύσημο» του Κακού!

Για τον λόγο αυτό, αν και θα ήταν λάθος να υπερεκτιμήσουμε φοβικά το πολιτικό μέγεθος ενός νεοεμφανιζόμενου, στα κοινοβουλευτικά πράγματα, πολιτικού κόμματος που αναφανδόν εισπράττει νεοναζιστικά εγκώμια, στις συνειδήσεις μας το κόμμα αυτό θα συνδέεται αναπόφευκτα με τις σκοτεινότερες και πιο αποκρουστικές σελίδες της παγκόσμιας Ιστορίας.




Τα τέρατα δεν είναι η λύση!


Τα σφάλματα της Δημοκρατίας δεν είναι δυνατό να τα διορθώσουν εκείνοι που την αρνούνται...

Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Θα μιλήσω δίχως περιστροφές και έξω από τα δόντια, ακόμα κι αν γνωρίζω ότι κάποιοι φίλοι ίσως δυσαρεστηθούν. Δεν μου είναι, όμως, δυνατό να υποκρίνομαι...

Μερικά πράγματα που ενοχλούν κάποιους "παραπλανημένους" (κατά Α. Τσίπρα) ψηφοφόρους, ενοχλούν κι εμένα τον ίδιο. Για παράδειγμα:

– Δεν βλέπω με ιδιαίτερη συμπάθεια τους πάσης φύσεως "δικαιωματισμούς", που θέτουν τα "δικαιώματα" κάποιων μειονοτήτων υπεράνω των δικαιωμάτων της κοινωνίας [1]. (Πρόσφατο είναι, π.χ., το παράδειγμα των αντιεμβολιαστών και των άλλων αρνητών των μέτρων κατά της πανδημίας. Για να μην αναφερθώ στο υποτιθέμενο "δικαίωμα" των καπνιστών να ασκούν ελεύθερα τη συνήθειά τους σε δημόσιους χώρους.)

– Τα "παίρνω" όταν ακούω συμπολίτες "ανθρωπιστές" να ζητούν ανοιχτά σύνορα και ελεύθερη διέλευση για κάθε τυχοδιωκτικό στοιχείο που δηλώνει "πρόσφυγας" χωρίς να διώκεται από κανέναν, ή "μετανάστης" χωρίς να έχει άδεια νόμιμης μετανάστευσης από τις αρχές της χώρας μου. Και τα "παίρνω", επίσης, όταν ακούω να με αποκαλούν "ρατσιστή" και "ξενοφοβικό" για την θέση μου αυτή.

– Ενοχλούμαι από τα trendy χαϊδολογήματα της πολιτείας στους ΛΟΑΤΚΙ, λες και ο σεξουαλικός προσανατολισμός είναι κριτήριο προνομιακής μεταχείρισης του πολίτη. Και ενοχλούμαι, επίσης, όταν ακούω να λένε ότι λέξεις όπως "πατέρας" ή "μητέρα" θα πρέπει να καταργηθούν επίσημα ως "πολιτικά μη ορθές" και ως παραβιάζουσες το "δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό" σε ό,τι αφορά το φύλο.

– Αγανακτώ όταν βλέπω την πολιτεία να αντιμετωπίζει με μεγαλύτερη ανθρωπιά τον εγκληματία, απ' ό,τι το ίδιο το θύμα του. Ιδιαίτερα αν ο πρώτος ανήκει σε "ευαίσθητη" κοινωνική (ή μάλλον, αντικοινωνική) ομάδα...

– Και, γενικά, ενοχλούμαι, κι αγανακτώ, και τα "παίρνω" (κλπ) με τόσα και τόσα άλλα πράγματα που συμβαίνουν σ' αυτό τον τόπο και βρίσκονται έξω από το αξιακό μου σύστημα.

ΟΜΩΣ...

Ανεξάρτητα απ' όλα τα παραπάνω, νιώθω περήφανος που ο τόπος αυτός είναι εκείνος που δίδαξε στην ανθρωπότητα την ιδέα και τις αξίες της Δημοκρατίας. Και οι αξίες αυτές είναι ασύμβατες με κάθε μορφή βαρβαρότητας, προεξάρχουσα θέση στο πάνθεον της οποίας κατέχει ο Ναζισμός του Άουσβιτς, του Δίστομου, των Καλαβρύτων...

Μου είναι αδύνατο, λοιπόν, να διανοηθώ καν ότι τις λύσεις στα προβλήματα που προανέφερα θα τις δώσουν κάποιοι που συνδέονται ευθέως με συμπαθούντες τον Ναζισμό και, ως εκ τούτου, είναι κατ' ουσίαν αρνητές των θεμελιωδών αρχών του πολιτεύματος. Το οποίο πολίτευμα, εν τούτοις, παρέχει ακόμα και σε εκείνους - πλην των καταδικασμένων εγκληματιών μεντόρων τους - το δικαίωμα να συμμετέχουν στις δημοκρατικές λειτουργίες εντός του Κοινοβουλίου.

Έτσι, όταν ακούω να λέγεται ότι είναι "OK" να δώσουμε μια ευκαιρία σε ένα νεοναζιστικό (ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας) κόμμα να δείξει τι μπορεί να "προσφέρει" στην πατρίδα, κουμπώνομαι ως τον λαιμό. Γιατί, οι δικαιολογίες της αθωότητας και της "παραπλάνησης" των ψηφοφόρων και των υποστηρικτών έχουν πάψει προ πολλού να υφίστανται. Τώρα πια πρόκειται για συνειδητή συμπόρευση με τα τέρατα!


Παρασκευή 23 Ιουνίου 2023

Πώς θα ήταν να "ζούσαμε" στον Τιτανικό σήμερα;

 Η υδροστατική θεωρία και ο κλασικός ηλεκτρομαγνητισμός δίνουν μία εικόνα των φυσικών συνθηκών που επικρατούν στο ναυάγιο του Τιτανικού, στον βυθό του Ατλαντικού.

Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Η ιστορία είναι γνωστή: Η ανθρώπινη ματαιοδοξία, μαζί με την τεχνολογική αλαζονεία, κατασκεύασαν ένα "αβύθιστο" πλοίο που - πίστευαν - δεν θα χρειαζόταν καν σωστικές λέμβους (παρά μόνο λίγες, ως διακοσμητικά) και θα μπορούσε να τρέχει στους ωκεανούς με ταχύτητες πάνω από τα όρια ασφαλείας της εποχής. Του έδωσαν το υπεροπτικό όνομα ΤΙΤΑΝΙΚΟΣ. Η πρόσκρουσή του στο παγόβουνο και η εν συνεχεία βύθισή του στον Ατλαντικό κατά το παρθενικό του ταξίδι, στις 15 Απριλίου του 1912, αποτελεί ίσως την τραγικότερη έκφραση μεταφυσικής ειρωνείας στη νεότερη Ιστορία...


Εικόνα: Το παγόβουνο στο οποίο προσέκρουσε ο Τιτανικός. Η φωτογραφία τραβήχτηκε λίγες ώρες μετά το ναυάγιο, στη θαλάσσια περιοχή όπου αυτό είχε λάβει χώρα. Πάνω στο παγόβουνο υπήρχαν τα σημάδια από τη μπογιά του πλοίου!

Το ναυάγιο του Τιτανικού βρίσκεται - σπασμένο σε δύο κομμάτια - στον βυθό του Βόρειου Ατλαντικού Ωκεανού, σε βάθος περίπου 3.8 χιλιομέτρων. Για να εκτιμήσουμε τις φυσικές συνθήκες που επικρατούν εκεί κάτω, θα εστιάσουμε την προσοχή μας σε δύο φαινόμενα που υφίστανται σε τέτοια βάθη: την τρομακτική υδροστατική πίεση και το απόλυτο σκοτάδι.

    Μια πίεση για βαθυσκάφη!

Η ατμοσφαιρική πίεση στην οποία έχουμε μάθει να ζούμε είναι ίση με μία ατμόσφαιρα (atm), ισοδύναμη με 760 mm στήλης υδραργύρου. Έχει υπολογιστεί ότι η υδροστατική πίεση στο εσωτερικό της θάλασσας αυξάνει κατά περίπου 1 atm για κάθε 10 μέτρα βάθους. Έτσι, σε βάθος 3.800 μέτρων η πίεση είναι κάπου 380 φορές μεγαλύτερη από την ατμοσφαιρική. Αν, λοιπόν, σκοπεύουμε να επισκεφθούμε τον Τιτανικό (μοιραία απόφαση, δυστυχώς, για πέντε συνανθρώπους μας πρόσφατα), καλό θα είναι να το επιχειρήσουμε χρησιμοποιώντας ένα βαθυσκάφος σχεδιασμένο να αντέχει σε εξαιρετικά υψηλές πιέσεις!

    Γιατί τόσο σκοτάδι εκεί κάτω;

Ο James Clerk Maxwell (1831-1879) θεωρείται ως ο κορυφαίος θεωρητικός Φυσικός του 19ου αιώνα. Κατά μία περίεργη σύμπτωση, πέθανε τη χρονιά που γεννήθηκε ο Αϊνστάιν (όπως ο Νεύτωνας γεννήθηκε τη χρονιά που πέθανε ο Γαλιλαίος). Ο Maxwell υπήρξε ο "πατέρας" του κλασικού ηλεκτρομαγνητισμού, όπως αυτός διδάσκεται ως σήμερα στις σχολές θετικών επιστημών.

Ο Maxwell περιέγραψε την χωροχρονική συμπεριφορά του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου με τέσσερις μαθηματικές εξισώσεις που φέρουν το όνομά του (εξισώσεις του Maxwell). Με βάση αυτές έκανε μία φοβερή πρόβλεψη που, δυστυχώς, δεν πρόλαβε να την δει να επαληθεύεται πειραματικά: Το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο διαδίδεται στον χώρο σαν κύμα που ταξιδεύει με την ταχύτητα του φωτός (ηλεκτρομαγνητικό κύμα). Και, όπως μας πληροφορούν οι ίδιες οι εξισώσεις του Maxwell, όταν ένα τέτοιο κύμα προσπίπτει στην επιφάνεια ενός υλικού μέσου που έχει ηλεκτρική αγωγιμότητα, ένα μέρος του κύματος ανακλάται στην επιφάνεια του μέσου και γυρίζει πίσω (π.χ., στον αέρα), ενώ ένα άλλο μέρος διεισδύει στο αγώγιμο μέσο και, τελικά, απορροφάται χωρίς να ξεπεράσει ένα ορισμένο μέγιστο βάθος (επιδερμικό βάθος).

Η θάλασσα περιέχει άλατα, μέρος των οποίων είναι στη μορφή ηλεκτρικά φορτισμένων ιόντων. Έτσι, η θάλασσα μπορεί να θεωρείται ηλεκτρικά αγώγιμο μέσο. Από την άλλη μεριά, όπως έδειξε ο Maxwell, το φως είναι ηλεκτρομαγνητικό κύμα. Έτσι, όταν το φως του ήλιου πέφτει στην επιφάνεια της θάλασσας, ένα μέρος του ανακλάται ενώ ένα άλλο μέρος διεισδύει και απορροφάται σε σχετικά μικρά βάθη.

Φανταστείτε τώρα τι μπορεί να συμβαίνει σε βάθος περίπου 4 χιλιομέτρων στη θάλασσα. Κανένα φως δεν μπορεί να φτάσει ως εκεί, και έτσι το μόνο που θα "βλέπαμε" θα ήταν το απόλυτο σκοτάδι!

Να σημειώσουμε, τέλος, ότι η απορρόφηση των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων καθιστά το radar ένα όχι χρήσιμο εργαλείο για την ανίχνευση υποθαλάσσιων αντικειμένων σε μεγάλα βάθη. Για τη δουλειά αυτή χρησιμοποιείται το sonar που εκπέμπει ηχητικά κύματα, τα οποία διαδίδονται δίχως πρόβλημα μέσα στο νερό της θάλασσας.

    Ο Τιτανικός στο σινεμά

Με την ευκαιρία αυτής της συζήτησης, δείτε την καλύτερη ταινία (κατά τη γνώμη μας) που γυρίστηκε ποτέ με θέμα το στοιχειωμένο πλοίο: "A Night to Remember", παραγωγής 1958.

Μέρος Α: https://dai.ly/xlhou3

Μέρος Β: https://dai.ly/xlhp66

KLIK

Τρίτη 20 Ιουνίου 2023

Η αθέατη όψη της βουκαμβίλιας | Το πιο αληθινό βιβλίο που γράφτηκε ποτέ

 Η ιστορία ενός βιβλίου που δεν περιείχε το παραμικρό ψέμα. Ίσως το μόνο τέτοιο βιβλίο που γράφτηκε ποτέ...

Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Στην αίθουσα εκδηλώσεων του κεντρικού βιβλιοπωλείου είχε μαζευτεί κόσμος από νωρίς. Κάθε νέο βιβλίο του διάσημου συγγραφέα αποτελούσε φιλολογικό γεγονός, όμως τούτο το τελευταίο το τύλιγε ένα πέπλο μυστηρίου. Κανείς δεν γνώριζε τον τίτλο ή το θέμα, μα θα τα μάθαιναν όλα στην παρουσίαση που θα έκανε σε λίγο ο ίδιος ο συγγραφέας. Μάλιστα, οι προσκεκλημένοι θα λάβαιναν κι από μια κόπια του βιβλίου δωρεάν!

Η ξαφνική έξαψη στην αίθουσα φανέρωσε την άφιξη του συγγραφέα. Χωρίς τα συνηθισμένα χαμόγελα και τις γνώριμες χαιρετούρες, κινήθηκε μονομιάς προς το βήμα ενώ ταυτόχρονα μοιράζονταν οι κόπιες στο κοινό. Κίνησε να μιλήσει, μα κάποιος από κάτω τον διέκοψε με φωνή που πρόδιδε ευγένεια μαζί με δισταγμό: «Πριν ξεκινήσουμε, μήπως θα μπορούσα να έχω μια άλλη κόπια; Η δική μου είναι κακέκτυπη. Στο εξώφυλλο λείπει ο τίτλος, και όλες οι εσωτερικές σελίδες είναι λευκές!»

Τότε ένας άλλος απ’ το κοινό ακούστηκε να λέει: «Θέλω κι εγώ μια άλλη κόπια. Έχω το ίδιο πρόβλημα!» Σε λίγο το ίδιο είπε κι ένας τρίτος, κι ένας τέταρτος, ώσπου τελικά βρέθηκε πως όλοι στην αίθουσα είχαν πάρει ένα κακέκτυπο με κατάλευκες σελίδες!

Η απορία κι η αναστάτωση έφτασαν στο αποκορύφωμα σαν έγινε γνωστό πως οι κόπιες ήταν εξαρχής μετρημένες για το κοινό που είχε προσκληθεί, και άλλες δεν υπήρχαν. Ο συγγραφέας πήρε τότε το λόγο, ενώ στην αίθουσα είχε απλωθεί μια παγερή κι αμήχανη σιωπή...

«Αγαπητοί φίλοι, σας ευχαριστώ που με τιμήσατε με την παρουσία σας κι ελπίζω στο τέλος να μη σας απογοητεύσω.

Καθώς ερχόμουν εδώ, έκοψα δρόμο μέσα απ’ το πάρκο του Δημαρχείου. Έπεσε τότε το μάτι μου στις ολάνθιστες βουκαμβίλιες μ’ εκείνους τους υπέροχους φούξια χρωματισμούς τους που αιχμαλωτίζουν πάντα το βλέμμα του περαστικού. Σκέφτηκα τότε να σας μιλήσω σήμερα γι’ αυτή τη μοναδική ομορφιά της Φύσης που πριν λίγο είχα σταθεί τυχερός να αντικρίσω.

Μα γρήγορα άρχισε να με βασανίζει μια δεύτερη σκέψη. Ή μάλλον, ένα αίσθημα ενοχής για μια σχεδιαζόμενη εξαπάτηση του κοινού που θα μαζευόταν εδώ για να με ακούσει! Γιατί, η ομορφιά για την οποία θα μιλούσα είναι πρόσκαιρη, ζει και πεθαίνει μαζί με τα άνθη στο φράχτη του πάρκου. Τι νόημα έχει να μιλά κανείς για το ωραίο που είναι προορισμένο να αφανιστεί;

Όμως, το πιο σπουδαίο είναι αλλού: Ενώ θα εξήπτα τη φαντασία σας με εικόνες απόλυτου φυσικού κάλλους, θα απόφευγα παράλληλα, με κάθε προσοχή, να αναφερθώ στην άλλη, την κρυμμένη όψη της ομορφιάς. Και δεν θα έλεγα κουβέντα για την οδυνηρή εμπειρία μου σαν άγγιξα το φυτό χωρίς να προσέξω εκείνα τα φοβερά αγκάθια που κρύβονταν από κάτω!

Τελικά, αποφάσισα να σας μιλήσω γι’ αυτό που μου συνέβη, εκθέτοντας τόσο τις φωτεινές όσο και τις σκοτεινές πλευρές του. Κι ας διαλέξει ο καθένας από εσάς τι είναι γι’ αυτόν πιο σημαντικό. Εγώ πάντως νιώθω για πρώτη φορά τόσο ανάλαφρος μπροστά σας. Γιατί, είναι η πρώτη φορά που δεν σας εξαπάτησα. Κι όχι μόνο σε ό,τι έχει να κάνει με τις βουκαμβίλιες μα, ακόμα περισσότερο, σε σχέση με το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας.

Όσο κι αν σας φανεί περίεργο, φίλοι μου, το βιβλίο αυτό δεν είναι κακέκτυπο, είναι απλά αληθινό. Θα έλεγα, είναι το μόνο αληθινό βιβλίο που έγραψα ποτέ! Γιατί, με κάθε προηγούμενο σας κορόιδεψα, σας ξεγέλασα, σας εξαπάτησα – κι εδώ τελειώνουν τα συνώνυμα που μου ‘ρχονται τούτη τη στιγμή στο μυαλό.

Όμως, ούτε κι ο ίδιος το είχα καλά-καλά συνειδητοποιήσει. Όλα ξεκίνησαν πριν λίγο καιρό, όταν έλαβα μια ανώνυμη επιστολή από κάποια αναγνώστρια που δεν άφηνε να φανεί το παραμικρό γύρω από την ταυτότητά της. Υπόγραφε μόνο στο τέλος με το όνομα ‘Ερινύα’. Το μόνο σίγουρο είναι πως με κάποιον τρόπο με γνώριζε προσωπικά, αφού αναφερόταν σε πράγματα απ’ τη ζωή μου που δεν θα μπορούσε αλλιώς να ξέρει.

Με σαρκασμό που τσάκιζε κόκαλα, ξήλωσε μεθοδικά και βασανιστικά ολόκληρο το πουλόβερ της δήθεν βαθιά ενσυνείδητης ιδεολογίας που σας πουλούσα επί τόσα χρόνια, κι αποδόμησε καρέ-καρέ την ψεύτικη εικόνα μου που σας έχτισα. Με έκανε έτσι να συνειδητοποιήσω ξαφνικά πως – για να το θέσω μεταφορικά – έγραφα πάντα για την ομορφιά της βουκαμβίλιας χωρίς να πω λέξη για τα αγκάθια που κρύβονταν πίσω της!

Και τι δεν μου θύμισε η άγνωστη αυτή Ερινύα...

Τις φορές που, νικημένος από την προκατάληψη, ή ακόμα και την ιδιοτέλεια, υπήρξα άδικος. Εγώ, που σε κάθε μου βιβλίο μιλούσα για την αδιαπραγμάτευτη αξία της δικαιοσύνης...

Τις φορές που, ωθούμενος από υπερτροφικό αίσθημα προσωπικής αξιοπρέπειας, έχασα την αυτοκυριαρχία και τον αυτοέλεγχό μου και συμπεριφέρθηκα με θυμό, ακόμα και με βία! Εγώ, που πρόβαλλα πάντα την αρετή της νηφαλιότητας κι έγραφα πως ο θυμός είναι η πιο αυτοκαταστροφική αρρώστια της ψυχής...

Τις στιγμές που, μεθυσμένος από το κρασί εφήμερων θριάμβων, νικήθηκα από τον πειρασμό της αλαζονείας και αφέθηκα στην ψεύτικη γοητεία του μεγαλείου. Εγώ που έγραφα πως, μετά την αχαριστία, η ματαιοδοξία είναι το πιο σιχαμερό από τα ανθρώπινα ελαττώματα...

Τις φορές που ο φόβος της μοιρασιάς ενός μέρους των κεκτημένων μου με οδήγησε να διεκδικήσω περισσότερα προνόμια και πιο πολλά δικαιώματα, σε σχέση με ανθρώπους του καθημερινού μόχθου που δεν ευτύχησαν να αποκτήσουν τα δικά μου διαπιστευτήρια μιας αμφίβολης, τελικά, μόρφωσης. Εγώ, που κήρυσσα σε κάθε μου έργο την ισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους και δεν έκρυβα την απέχθειά μου για το φρικτό τέρας του κοινωνικού ρατσισμού, σε όλες τις εκφάνσεις του...

Τις φορές, τέλος, που η φωνή μου σκέπασε τη φωνή του διπλανού μου επειδή θεωρούσα πως οι απόψεις μου ήταν πιο σωστές και πιο σημαντικές από τις δικές του. Εγώ, που υμνούσα τον Βολταίρο μιλώντας για την ελευθερία του λόγου και για το αναφαίρετο δικαίωμα του ανθρώπου στην έκφραση γνώμης...

Η επιστολή της αναγνώστριας με έκανε ακόμα να συναισθανθώ πόσο ψεύτικο κι επιτηδευμένο ήταν το συναίσθημα που ανάδιναν τα συγγράμματά μου που αναφέρονταν στην ανθρώπινη ψυχή. Και πόσο υποκριτής υπήρξε ένας δήθεν ιδεολόγος που δεν ήταν τίποτα περισσότερο από έναν κυνικό, χυδαίο κι ιδιοτελή έμπορο συγκινήσεων!

Ο επίλογος της επιστολής μού έδειξε τελικά το δρόμο για την κάθαρση της λαβωμένης μου συνείδησης. Με προέτρεπε να υπάρξω για μία έστω φορά έντιμος κι αληθινός απέναντι στους αναγνώστες μου, δίνοντάς τους επιτέλους ένα έργο που δεν θα περιείχε το παραμικρό ψέμα. Σκέφτηκα τότε πως ένας μόνο τρόπος υπήρχε να πετύχω κάτι τέτοιο: να φτιάξω ένα βιβλίο δίχως λέξεις! Κι είναι αυτό που κρατάτε τώρα στα χέρια σας. Τα έξοδα της βιβλιοδεσίας τα κάλυψα μόνος μου και, όπως είναι φυσικό, οι κόπιες είναι μετρημένες.

Όμως, μην αφήσετε το δώρο που σας έκανα να πάει εντελώς χαμένο. Μπορείτε στις λευκές σελίδες του να καταγράφετε τις φορές που κάποτε προδώσατε, ή θα προδώσετε μελλοντικά, τις διακηρυγμένες αρχές σας. Γιατί, στο βάθος του ο καθένας κρύβει ένα μικρό, έστω, κομμάτι από το υποκριτικό τέρας που σας απευθύνθηκε σήμερα από τούτο εδώ το βήμα!»

Ο συγγραφέας μάζεψε βιαστικά τα χαρτιά του και βγήκε αμέσως από την αίθουσα εκδηλώσεων, χωρίς να δώσει στο εμβρόντητο κοινό την ευκαιρία για ερωτήσεις. Απομακρύνθηκε από το βιβλιοπωλείο με βήμα γοργό, ώσπου χάθηκε μέσα στο πλήθος στο πεζοδρόμιο της κεντρικής λεωφόρου. Κανείς δεν ξανάκουσε ύστερα γι’ αυτόν. Κάποιοι μάλιστα αμφισβητούν κι ότι ποτέ υπήρξε...

* Σ’ εκείνους που βρήκαν το θάρρος να αγγίξουν το κλωνάρι μιας βουκαμβίλιας...

KLIK

Δευτέρα 19 Ιουνίου 2023

ΤΟ ΒΗΜΑ - Πολυπολιτισμικότητα, αλλά με προϋποθέσεις!


Η πολυπολιτισμικότητα δεν επιβάλλεται de facto και δίχως τις αναγκαίες προϋποθέσεις. Αποδέχεται την προεξάρχουσα πολιτισμική ταυτότητα μιας κοινωνίας και δεν αντίκειται στους νόμους της πολιτείας.

Η Ελλάδα βίωσε πριν μερικά χρόνια την εμπειρία (ή μάλλον, το όνειδος) της εισόδου νεοναζιστικού κόμματος στη Βουλή. Τον ίδιο καιρό περίπου, στην Αμερική, ένας ακραίος λαϊκιστής με αμφίβολο (έως ανύπαρκτο) δημοκρατικό ήθος έφτασε ως τον Λευκό Οίκο και, επειδή δεν κατόρθωσε να παραμείνει εκεί, απείλησε με κατάλυση της αμερικανικής Δημοκρατίας. Στη Γαλλία, μία ανάλογη ακροδεξιά περσόνα διεκδίκησε με αξιώσεις την προεδρία, συνιστώντας άμεση απειλή για την ίδια τη δομική συνέχεια της Ενωμένης Ευρώπης. Όλες αυτές οι εκφάνσεις του αντισυστημικού λαϊκισμού κεφαλαιοποίησαν πολιτικά την δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων τους για τις (αναμφίβολα υπαρκτές) παρενέργειες ενός κοινωνικού φαινομένου που αποτελεί «τοτέμ» για τη σύγχρονη «προοδευτικότητα»...

Θυμάμαι έντονα μία διαδρομή στο κέντρο της Αθήνας την περίοδο προ πανδημίας (η εικόνα σήμερα είναι εμφανώς διαφοροποιημένη, και αυτό οφείλω να το σημειώσω). Ένας δρόμος που παριστούσε ανάγλυφα τον πολιτισμικό διχασμό στην πόλη ήταν η οδός Σοφοκλέους. Στο συλλογικό μας ασυνείδητο συνδέεται πάντα με το Χρηματιστήριο Αθηνών, το οποίο βρισκόταν στο νούμερο 10 της οδού ως το 2007. Και, θα λέγαμε, το κομμάτι της Σοφοκλέους από τη Σταδίου ως την Αθηνάς έφερε κάτι από την παλιά αίγλη του δρόμου. Ή, τουλάχιστον, θύμιζε δρόμους του κέντρου όπου συνηθισμένοι άνθρωποι κατέβαιναν να κάνουν τα ψώνια τους, να πάνε στις δουλειές τους, ή απλά να κάνουν έναν περίπατο.

Περνώντας στο απέναντι πεζοδρόμιο της Αθηνάς και συνεχίζοντας στη Σοφοκλέους ως την Πειραιώς, ο περιηγητής βρισκόταν ξαφνικά σε έναν κόσμο διαφορετικό. Στην ουσία, σε άλλο «κράτος» με δική του αισθητική, δικά του ήθη και – το σημαντικότερο – δικούς του «νόμους», τους οποίους έτεινε να αποδέχεται, σχεδόν μοιρολατρικά, η ίδια η ελληνική πολιτεία. Και απαιτούσε μια δόση τόλμης (αν όχι αφροσύνης) για να περπατήσει κάποιος εκεί σαν έπεφτε το σκοτάδι...

Ο δρόμος αυτός, μαζί με πολλούς άλλους στη γύρω περιοχή, αποτελούσε μόνο ένα μικρό δείγμα από την γκετοποίηση περιοχών της Αθήνας (όχι αποκλειστικά στο κέντρο της), αποτέλεσμα της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης στη χώρα κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Τα ζητήματα που κατά κύριο λόγο συνεχίζουν να ανησυχούν τους κατοίκους της πόλης, μπορεί να χωριστούν σε δύο κατηγορίες. Αφενός, η εκρηκτική αύξηση της εγκληματικότητας με δράστες αλλοδαπούς μετανάστες. Αφετέρου, η πολιτισμική αλλοίωση της Αθήνας (όπως και άλλων πόλεων της Ευρώπης, γενικότερα) με την εμφάνιση ολοένα αυξανόμενων μειονοτικών ομάδων που δεν αποδέχονται τα Δυτικά πρότυπα και ήθη, με υπαρκτό τον κίνδυνο να διεκδικήσουν κάποτε δυναμικά την επιβολή δικών τους κανόνων ζωής στην ελληνική και την ευρωπαϊκή κοινωνία. Είναι το δεύτερο (δηλαδή, το πολιτισμικό) ζήτημα στο οποίο θα επικεντρωθούμε στο παρόν σημείωμα.

Ο Hanns Johst ήταν θεατρικός συγγραφέας με σημαίνουσα θέση στο Τρίτο Ράιχ. Σε ένα έργο του βάζει στο στόμα του ήρωά του την εξής διαβόητη, πλέον, φράση (η οποία συχνά αποδίδεται λανθασμένα στον Γκαίμπελς):

«Όταν ακούω τη λέξη ‘πολιτισμός’ ψάχνω για το πιστόλι μου!»

Φαντάζομαι πως αν ζούσε και έγραφε σήμερα, ίσως αντικαθιστούσε στην πιο πάνω φράση τη λέξη «πολιτισμός» με την περισσότερο επίκαιρη λέξη «πολυπολιτισμικότητα». Και ο ήρωας του έργου του θα παρέθετε μία σειρά από επιχειρήματα, μερικά από τα οποία θα ήταν, δυστυχώς, επαληθεύσιμα στην πράξη.

Αν θέλουμε να σιγήσουν οι φωνές των σύγχρονων “Johst”, θα πρέπει πριν απ’ όλα να πάψουμε να κλείνουμε τα μάτια στις προβληματικές όψεις του πολυπολιτισμικού φαινομένου, έτσι όπως αυτό κυριαρχεί σήμερα στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Και να συμφωνήσουμε ότι, πολυπολιτισμικότητα δίχως προϋποθέσεις απλά δεν είναι εφικτή.

Η λίστα αυτών των προϋποθέσεων δεν εξαντλείται, φυσικά, σε ένα σύντομο σημείωμα. Δύο, όμως, είναι ιδιαίτερα σημαντικές:

1. Η πολυπολιτισμικότητα δεν είναι ένας αχταρμάς αλληλοσυγκρουόμενων πολιτισμικών ταυτοτήτων, όπου στο τέλος επικρατεί η πιο μαχητική ή η πιο βίαιη. Χτίζεται με κορμό μία προεξάρχουσα ταυτότητα με αδιαμφισβήτητα ιστορικά δικαιώματα και μη-διαπραγματεύσιμες θεμελιώδεις αρχές, τις οποίες οφείλει να αποδέχεται όποιος εντάσσεται στην πολυπολιτισμική κοινότητα. Οι αρχές αυτές τίθενται υπεράνω των ιδιαίτερων πολιτισμικών χαρακτηριστικών τα οποία φέρει το κάθε υποψήφιο νέο μέλος της κοινότητας.

Για παράδειγμα, τα θεσμικά κατοχυρωμένα φιλελεύθερα ήθη μίας χώρας δεν νοείται να τίθενται σε διαπραγμάτευση κατ’ απαίτηση μεταναστών με συντηρητικές καταβολές, ακόμα και αν η απαίτηση αυτή για περιορισμό της ελευθερίας αφορά αποκλειστικά και μόνο τη δική τους πληθυσμιακή ομάδα. Επίσης, σε έναν πολιτισμό που εξ ορισμού αναγνωρίζει ίσα δικαιώματα, ανεξάρτητα από το φύλο ή την θρησκευτική πίστη, δεν μπορούν να ενταχθούν άτομα που αμφισβητούν την κατεστημένη αυτή ισότητα.

2. Η πολυπολιτισμικότητα δεν επιβάλλεται de facto, ως αποτέλεσμα ανεξέλεγκτης εισροής μεταναστών. Διαμορφώνεται βήμα - βήμα με τρόπο συντεταγμένο και συμβατό με τους νόμους της χώρας υποδοχής. Με τον τρόπο αυτό (αν εξαιρέσουμε κάποιες θλιβερές ρατσιστικές παρεκκλίσεις) χτίστηκε το πλέον πολυπολιτισμικό έθνος του κόσμου: η Αμερική.

Ιδανικά, η πολυπολιτισμικότητα θα έπρεπε να είναι όχημα για τον εμπλουτισμό και τη διεύρυνση του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Αντί γι’ αυτό, τείνει να γίνει το όπλο με το οποίο ο ευρωπαϊκός πολιτισμός αυτοκτονεί υπό το βάρος τύψεων για αμαρτήματα των προγόνων του (τα απεχθή πρόσωπα της αποικιοκρατίας και του ρατσισμού δεν διαγράφονται, δυστυχώς, από τις σελίδες της Ιστορίας...). Και, τη στιγμή που η Ευρώπη που γέννησε τον Διαφωτισμό καλοδέχεται την πολιτισμική διαφορετικότητα, κάποιοι εκπρόσωποι της τελευταίας εργάζονται με τρόπο μεθοδικό, υπόγειο, συχνά ακόμα και δολοφονικό, για τη μετάβαση της ηπείρου σε μία κατάσταση πολιτισμικού μεσαίωνα που θα καταργεί με τη βία κάθε δικαίωμα στο διαφορετικό, και θα τιμωρεί σκληρά κάθε απόκλιση από τον έναν και μοναδικό «ορθό» τρόπο ζωής.

Ένα ειδεχθές έγκλημα που συντάραξε πριν λίγα χρόνια τη Γαλλία, χτύπησε το πιο ευαίσθητο κομμάτι ενός ανοιχτού και φιλελεύθερου κράτους: την εκπαίδευση. Ένας καθηγητής Ιστορίας αποκεφαλίστηκε έξω από το σχολείο του από έναν φανατικό, επειδή μία μαθήτρια «κατήγγειλε» ότι το θύμα ανέφερε στην τάξη κάτι που προσέκρουε στα θρησκευτικά «πιστεύω» του δολοφόνου. Πίσω από τον φυσικό αυτουργό, όμως, κρύβεται ένα ολόκληρο πλέγμα ακραίου και απόλυτα μη-ανεκτικού δογματισμού, το οποίο αντιπροσωπεύει μία τερατόμορφη, δυστυχώς, έκφανση της πολυπολιτισμικότητας. Και, στην κοινωνική αυτή παθογένεια βασίστηκε, μεταξύ άλλων, η ξενοφοβική ρητορεία της άκρας δεξιάς, που είχε σαν αποτέλεσμα να φέρει την κορυφαία εκπρόσωπο του χώρου σε απόσταση βολής από την γαλλική προεδρία.

Όσο και αν ακούγεται ως αστεϊσμός, η παρακάτω προτροπή θα μπορούσε στο ορατό μέλλον να αποτελέσει επίσημη οδηγία ενός ευρωπαϊκού υπουργείου παιδείας:

«Αν είσαι δάσκαλος, τις ιδέες του Διαφωτισμού είναι προτιμότερο να τις κρατάς μέσα στο κεφάλι σου. Αν τις διδάξεις, υπάρχει κίνδυνος να σου το κόψουν!»

Το να μένει το κεφάλι ενός δασκάλου στους ώμους του είναι, πιστεύουμε, μια ελάχιστη προϋπόθεση για την αποδοχή της πολυπολιτισμικότητας από μία σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία. Μια κοινωνία που υπερασπίζεται με σθένος την πολιτισμική της συνέχεια αλλά, ταυτόχρονα, δεν παρασύρεται από τις εμπρηστικές και μισαλλόδοξες ρητορείες πολιτικών καιροσκόπων και επικίνδυνων δημαγωγών που φορούν στολή «φίλων του λαού»...

Τρίτη 13 Ιουνίου 2023

Υπάρχει αυτοπαθής αγάπη και αυτογενής ευτυχία;

 Υπάρχει, τελικά, η αγάπη, ή είναι μόνο στο μυαλό μας; Είμαστε μηχανές παραγωγής ευτυχίας; Δύσκολα ερωτήματα...

Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Οι σύγχρονοι ψυχολόγοι πιστεύουν και διακηρύσσουν με κάθε τρόπο ότι αιτία πολλών ψυχικών δυσλειτουργιών είναι η τάση του ατόμου να εξαρτάται από πρόσωπα ή καταστάσεις έξω από τον εαυτό του. Συχνά, μάλιστα, οι συμβουλευτικές προσεγγίσεις των ειδικών κωδικοποιούνται με φράσεις – κλισέ του τύπου «να αγαπάς πάνω απ’ όλα τον εαυτό σου», ή, «η ευτυχία υπάρχει μόνο μέσα σου». Όμως, πόσο ψυχικά υγιείς θα μπορούσαν να προκύψουν εκείνοι που θα εμπιστεύονταν απόλυτα και θα ακολουθούσαν πιστά τέτοια δόγματα;

    Αρκεί μόνο να αγαπάμε τον εαυτό μας;

Στο «Βιβλίο της Ανησυχίας», ο Φερνάντο Πεσσόα (Fernando Pessoa) βάζει νάρκη στα θεμέλια κάθε βεβαιότητας για την ύπαρξη της αγάπης ως αντικειμενικής αξίας:

«Ποτέ δεν αγαπάμε κανέναν. Αγαπάμε αποκλειστικά την εικόνα που διαμορφώνουμε για κάποιον. Αυτό που αγαπάμε είναι μια δική μας κατασκευή, στην ουσία δεν αγαπάμε παρά τον εαυτό μας

Μία πικρή κωμωδία του 1964 επιχειρεί να επιβεβαιώσει, θαρρείς, τον ιδιόρρυθμο δημιουργό του «Αναρχικού Τραπεζίτη»:

Είναι παντρεμένοι ένα χρόνο. Αυτός αγαπάει κρυφά μια άλλη... Αυτή αγαπάει κρυφά έναν άλλο... Δεν υποπτεύονται καν ότι ο «άλλος» και η «άλλη» δεν είναι παρά αυτοί οι ίδιοι! Μόνο που τους είναι αδύνατο να αναγνωριστούν μεταξύ τους δίχως τις αποκριάτικες μεταμφιέσεις τους, έξω από τα κοστούμια που φορούσαν εκείνη τη «μαγική» νύχτα του καρναβαλιού που είχαν γνωριστεί – και που έμελλε να είναι η μοναδική... Στο φινάλε της ταινίας ακούγεται μία από τις κορυφαίες ατάκες του ελληνικού κινηματογράφου, αληθινή αποθέωση του παράλογου:

«Κτήνος! Ένα χρόνο παντρεμένοι, και μου το ‘κρυβες πως ήσουνα εσύ εκείνος που αγαπούσα!»

Από τις πιο φιλοσοφημένες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, ο «Γάμος αλά Ελληνικά» του Βασίλη Γεωργιάδη είναι ένα ειρωνικό σχόλιο πάνω στην υποκειμενικότητα του έρωτα. Ή μήπως πάνω στην αυτοπάθεια της αγάπης – σύμφωνα με τον Πεσσόα – όπου πομπός και αποδέκτης του συναισθήματος κατ’ ουσίαν ταυτίζονται;

Είναι λογικό να τίθεται ένα τέτοιο ερώτημα, όταν ακούμε σύγχρονους ψυχοθεραπευτές να δηλώνουν ότι αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία για την ψυχική υγεία είναι να αγαπά κάποιος τον εαυτό του, παρά να αγαπά οποιονδήποτε άλλον. Η αιτιολόγηση είναι απλή: Η αγάπη γεννά εξάρτηση από το αντικείμενό της. Και, το μόνο αντικείμενο από το οποίο μπορούμε να εξαρτόμαστε με απόλυτη ασφάλεια είναι ο ίδιος μας ο εαυτός. Οποιαδήποτε άλλη εξάρτηση είναι δυνητική πηγή φοβιών και νευρώσεων.

Αν προεκτείνουμε αυτή τη λογική ως τα άκρα, μία ψυχικά «υγιής» κοινωνία δεν θα είναι παρά ένα σύνολο περιχαρακωμένων και εγωκεντρικών μονάδων που αδυνατούν να βιώσουν και να ανταλλάξουν ανθρώπινα συναισθήματα. Έτσι, το άτομο μοιραία θα καταφύγει στον διχασμό προσωπικότητας – στην κατασκευή, δηλαδή, ενός άλλου, εικονικού εαυτού – προκειμένου να διοχετεύσει ένα ψυχικό δυναμικό που αλλιώς θα λιμνάσει μέσα του και, τελικά, θα νεκρωθεί. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η κοινωνία που οραματίζονται μερικοί σύγχρονοι ψυχολόγοι είναι μία κοινωνία σχιζοφρενών!

Αν θέλαμε να προτείνουμε μία διαφορετική και πιο ορθολογική θεώρηση, θα λέγαμε απλά ότι η αγάπη προς τον άλλον έχει αληθινή αξία όταν συνοδεύεται από αισθήματα αυτοεκτίμησης και αυτοσεβασμού εκείνου που την προσφέρει. Γιατί, πόση αξία μπορεί να έχει η αγάπη που παίρνουμε από κάποιον που περιφρονεί τον εαυτό του; Είναι σαν να μας δίνεται ένα δώρο που είναι εξαρχής υποτιμημένο από τον ίδιο τον δωρητή!

Τούτο σημαίνει, ειδικά, ότι είναι αδύνατο να υπάρξει αληθινή αγάπη σε μία σχέση εξουσίας και υποταγής. Τόσο – προφανώς – από την πλευρά εκείνου που ασκεί την εξουσία, όσο και από την πλευρά αυτού που υποτάσσεται...

    Είμαστε βιοτεχνίες παραγωγής ευτυχίας;

Θα εξομολογηθώ την αμαρτία μου: Παρακολούθησα αρκετά επεισόδια της τηλεοπτικής σειράς «8 λέξεις». Σε ένα από αυτά έμαθα το νόημα του τίτλου της σειράς. Πρόκειται για τις λέξεις που απαρτίζουν τη φράση:

«Μην ψάχνεις την ευτυχία, είναι πάντα μέσα σου!»

Σαν να λέμε, η αναζήτηση της ευτυχίας έξω από τον εαυτό μας είναι ουτοπική επιδίωξη, αφού η ευτυχία έχει αυτογενή υπόσταση. Την παράγει το ίδιο το άτομο, ανεξάρτητα από πρόσωπα ή καταστάσεις που το περιβάλλουν. Περίπου όπως ο οργανισμός παράγει ορμόνες!

Δεν έχουν, λοιπόν, σημασία οι ανθρώπινες σχέσεις, ούτε τα ανθρώπινα επιτεύγματα. Δεν έχουν σημασία οι καλές ή οι άθλιες συνθήκες ζωής. Δεν έχει σημασία αν είναι καλά ή αρρωσταίνουν, αν ζουν ή πεθαίνουν, εκείνοι που αγαπούμε (άλλωστε, οι «ειδικοί» μάς προτρέπουν να μην αγαπούμε τίποτα όσο τον εαυτό μας). Όλα αυτά είναι άσχετα με την ανθρώπινη ευτυχία, που είναι προϊόν αυτο-παραγόμενο. Αρκεί να κάνουμε τον κόπο να σκάψουμε λίγο μέσα μας, και θα τη βρούμε να μας περιμένει χαμογελώντας!

Ας φανταστούμε τώρα ένα πείραμα. Ας τοποθετήσουμε έναν άνθρωπο μέσα σε ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα, δίνοντάς του μόνο τις απαραίτητες ποσότητες τροφής και νερού. Δεν θα υπάρχουν βιβλία, ραδιοτηλεοπτικά μέσα, σταθερά ή κινητά τηλέφωνα, υπολογιστές, και ό,τι άλλο θα μπορούσε να συνδέσει τον έγκλειστο με τον έξω κόσμο. Το ζητούμενο του πειράματος είναι απλό: καταμέτρηση του χρόνου που θα χρειαστεί το άτομο για να ανακαλύψει μέσα του την κρυμμένη ευτυχία. Ή μάλλον, για να ζητήσει ουρλιάζοντας να του ανοίξουμε την πόρτα!

Όμως, και η περίπτωση αυτή επιδέχεται ορθολογικότερη θεώρηση: Αυτό που βρίσκεται μέσα μας δεν είναι η ίδια η ευτυχία αλλά η προδιαγραφή, η ικανότητα να νιώθουμε ευτυχισμένοι όταν, αντικειμενικά, μας προσφέρονται οι λόγοι για κάτι τέτοιο. Και, ναι, ο άξιος να νιώσει την ευτυχία είναι εκείνος που μπορεί να βιώνει ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης ακόμα και γι’ αυτά που οι άλλοι θεωρούν μικρά κι ασήμαντα. Επειδή είδε ξανά το φως της μέρας... Επειδή έχει πάντα ένα ταβάνι πάνω απ’ το κεφάλι του, και η βρύση τρέχει πάντα νερό... Επειδή αυτοί που αγαπά είναι καλά και σήμερα... Επειδή εκείνος ο πόνος πέρασε... Επειδή βρήκε το βιβλίο που το έψαχνε καιρό... Επειδή ο γείτονας είπε «καλημέρα» καθώς έβγαζε βόλτα τον σκύλο του... Επειδή ελπίζει πως αύριο θα ξημερώσει μια καλύτερη μέρα...

Για να συνοψίσουμε: Η ευτυχία δεν είναι αυτο-παραγόμενο συναίσθημα, ούτε όμως και αποκλειστική υπόθεση εξωτερικών καταστάσεων. Πριν απ’ όλα, είναι ζήτημα εσωτερικής προδιαγραφής που επιτρέπει ακόμα και στις παραμικρότερες καταστάσεις να μετασχηματίζονται σε θετικά ψυχικά βιώματα.

Όπως θα λέγαμε συμβολικά, για να φτάσει κάποιος στην ευτυχία δεν αρκεί να κατέχει το όχημα. Χρειάζεται να υπάρχει και ο δρόμος. Και αντίστροφα...

KLIK

Πέμπτη 8 Ιουνίου 2023

ΤΟ ΒΗΜΑ - Θρησκευτικός φονταμενταλισμός και ατομικά δικαιώματα


Το 2016 ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε τις εκλογές στις ΗΠΑ υποσχόμενος κατάργηση ατομικών δικαιωμάτων σε ένα νεο-συντηρητικό εκλογικό σώμα. Θα μπορούσε ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός να αποκτήσει πολιτική ισχύ στην Ελλάδα, απειλώντας θεμελιώδεις ατομικές ελευθερίες;

Θεωρητικά, η εξελικτική πορεία του Ανθρώπου είναι στην κατεύθυνση της προόδου. Και, σε κοινωνικό επίπεδο (εξαιρώντας, δηλαδή, την επιστήμη και την τεχνολογία) θεμελιώδες συστατικό της προόδου είναι η διεύρυνση των ατομικών δικαιωμάτων και της ατομικής ελευθερίας.

Τον 21ο αιώνα, εν τούτοις, εμφανίζονται ανησυχητικά σημάδια οπισθοδρόμησης, με κοινό παρονομαστή τη θρησκεία (στις διάφορες εκδοχές της). Ένας αναδυόμενος θρησκευτικός φονταμενταλισμός που, σε κάποιες περιπτώσεις, προσεγγίζει τον ακραίο ριζοσπαστισμό, δείχνει να απειλεί ανοιχτά τον φιλελεύθερο κόσμο (κυρίως τον Δυτικό), θέτοντας σε αμφισβήτηση τα πλέον αυτονόητα ανθρώπινα δικαιώματα. Μεταξύ αυτών, την ελευθερία στη θρησκευτική πίστη (γίναμε μάρτυρες ακόμα και φρικιαστικών δολοφονιών «απίστων» από φανατικούς) και το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του σώματος.

Σε ό,τι αφορά το δεύτερο δικαίωμα, η ασφυκτική πίεση ακραία συντηρητικών θρησκευτικών κύκλων στις ΗΠΑ, σε συνδυασμό με τον κυνικό πολιτικό καιροσκοπισμό του τέως προέδρου της χώρας, Ντόναλντ Τραμπ, απέφεραν καρπούς. Το 2016, μία όχι κολακευτική για την Ιστορία των ΗΠΑ προεδρική εκλογή έφερε στην εξουσία εκείνον που, μεταξύ άλλων (π.χ., περιορισμό στη μετανάστευση και την «πολιτική ορθότητα» [1]) υποσχέθηκε σε ένα νεο-συντηρητικό και θρησκόληπτο τμήμα του εκλογικού σώματος την αλλαγή των ισορροπιών στη Δικαιοσύνη, με στόχο την κατάργηση αυτονόητων, ως τότε, ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ως αποτέλεσμα, το – με προεδρική φροντίδα – ανανεωμένο Ανώτατο Δικαστήριο προέβη στην κατάργηση του δικαιώματος μίας γυναίκας να αρνηθεί να καταστεί αναγκαστικό μέσο αναπαραγωγής, ποινικοποιώντας, ουσιαστικά, την ελευθερία επιλογής της. Αν σκεφτούμε ότι το δικαίωμα αυτό είχε κατοχυρωθεί θεσμικά στις ΗΠΑ μισόν αιώνα πριν, αντιλαμβανόμαστε ότι η χώρα αυτή (η πλέον φιλελεύθερη Δημοκρατία του κόσμου, όπως την γνωρίζαμε κάποτε) έχει αρχίσει να εμφανίζει σημάδια επικίνδυνης οπισθοδρόμησης σε ό,τι αφορά τις ατομικές ελευθερίες.

Ό,τι συνέβη στις ΗΠΑ αποτελεί ξεκάθαρη προειδοποίηση για ολόκληρη την δημοκρατική Δύση, αφού αποδείχθηκε στην πράξη ότι ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός έχει τη δύναμη να επιβληθεί ως δεύτερο επίπεδο εξουσίας ακόμα και στις (θεωρητικά) πιο φιλελεύθερες χώρες, θέτοντας σε κίνδυνο κεκτημένα ατομικά δικαιώματα. Και, η απειλή κατά της Δημοκρατίας δεν προέρχεται, τελικά, από την ανελεύθερη Ανατολή: επωάζεται στο εσωτερικό του ίδιου του δημοκρατικού συστήματος. Είναι, λοιπόν, αναγκαίο να βρεθούν τρόποι περιορισμού της θρησκείας στον πνευματικό της και μόνο ρόλο, έτσι ώστε αυτή να μην είναι σε θέση να επιβάλλει (έμμεσα, έστω) πολιτικές αποφάσεις που επηρεάζουν τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων, ακόμα και εκείνων που δεν την ακολουθούν.

Το πρόβλημα είναι ότι, σε μια εκλογική διαδικασία σε ένα δημοκρατικό καθεστώς, μία κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων με ισχυρούς δεσμούς με τη θρησκεία είναι δυνατό να κάνει πολιτικές επιλογές με βάση τον βαθμό ευθυγράμμισης των υποψηφίων με τις κατευθυντήριες γραμμές εκκλησιαστικών κύκλων. Και είναι επίσης δυνατό κάποιοι υποψήφιοι – ακόμα περισσότερο, κάποια πολιτικά κόμματα – να αναδειχθούν νικητές ή ηττημένοι ανάλογα με το εάν «χαϊδεύουν» ή όχι τα αυτιά των πιο πάνω κύκλων, όταν οι τελευταίοι αξιώνουν την επιβολή μέτρων που περιορίζουν τις ατομικές ελευθερίες. Το φαινόμενο της ωμής παρέμβασης της θρησκείας στην πολιτική το γνωρίσαμε πριν χρόνια και στη χώρα μας, με αφορμή το ζήτημα της αναγραφής του θρησκεύματος στα δελτία ταυτότητας. Η ευθυγράμμιση με τη θρησκεία αποδείχθηκε, τελικά, πολιτικά επικερδής...

Ας έρθουμε στο «σήμερα». Οι πρόσφατες εθνικές εκλογές ανέδειξαν, ως κεραυνό εν αιθρία, ένα ως χθες άγνωστο πολιτικό(;) κόμμα με ισχυρούς δεσμούς με υπερσυντηρητικούς εκκλησιαστικούς κύκλους (αλλά όχι με την επίσημη Εκκλησία της Ελλάδος). Χρησιμοποιώντας μεθόδους «Φιλικής Εταιρείας», το κόμμα αυτό κατόρθωσε να στρατολογήσει ικανό αριθμό ψηφοφόρων ώστε να πλησιάσει απειλητικά το όριο εισόδου στην ελληνική Βουλή. Αν ο στόχος αυτός επιτευχθεί μελλοντικά, το κόμμα θα αποκτήσει το προνόμιο να αρθρώνει τον ακραία οπισθοδρομικό και αντι-φιλελεύθερο λόγο του [2] εντός του ελληνικού κοινοβουλίου. Σημαντικό μέρος του οποίου λόγου αποτελεί η αμφισβήτηση ατομικών ελευθεριών και η απαίτηση συμμόρφωσης της κοινωνίας με κανόνες που δεν απορρέουν από τις θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος, αλλά υπαγορεύονται από τη θρησκεία.

Θα ήταν λάθος εκ μέρους του δημοκρατικού συστήματος να αντιμετωπιστεί το κόμμα αυτό ως πολιτική γραφικότητα (με το σκεπτικό, λ.χ., ότι οι θέσεις του απηχούν, μεταξύ άλλων, σε φανατικούς αντιεμβολιαστές και αφελείς συνωμοσιολόγους) και να υποτιμηθεί, έτσι, η επιρροή που θα μπορούσαν να ασκήσουν τα σκοταδιστικά μηνύματά του σε όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού. Για τον λόγο αυτό, καλό είναι να μην ξεχνούμε πώς εκκολάφθηκε κοινωνικά, και απέκτησε εκρηκτικές διαστάσεις πολιτικά, το φαινόμενο «Τραμπ» στις ΗΠΑ. Ή, ακόμα εφιαλτικότερα, πόσο μεθοδικά και ύπουλα εκτροχιάστηκε από την – σύντομη, έστω – δημοκρατική πορεία της η Γερμανία του Μεσοπολέμου. Και μάλιστα, με την επίφαση δημοκρατικής νομιμότητας ως αφετηρία της εκτροπής...



Τρίτη 6 Ιουνίου 2023

Ο ψηφοφόρος, ο «κυρ-Παντελής» κι ο «εραστής της σαπουνάδας»!

Μια παλιά διαφήμιση διδάσκει τον λάθος τρόπο για να πάρεις με το μέρος σου ένα κοινό: προσβάλλοντάς το. Ειδικά αν το κοινό είναι ψηφοφόροι...

 Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Θυμάμαι έντονα μία διαφήμιση της δεκαετίας του '70 στην κρατική τηλεόραση (η μόνη που υπήρχε τότε). Αν δίδασκα σε σχολή επικοινωνίας, θα την όριζα σαν υπόδειγμα λανθασμένου τρόπου προσέγγισης του (αγοραστικού, εν προκειμένω) κοινού. Γιατί, επιχειρούσε να εγείρει αίσθημα κατωτερότητας σε εκείνους που δεν θα επέλεγαν το διαφημιζόμενο προϊόν. Με άλλα λόγια, προσέβαλλε εξαρχής τον υποψήφιο αγοραστή, εκτιμώντας λανθασμένα ότι με τον τρόπο αυτό θα τον παρακινούσε να ανταποκριθεί θετικά στο μήνυμα της διαφήμισης.

Η διαφήμιση αφορούσε ηλεκτρική ξυριστική μηχανή. Το χοντρό επικοινωνιακό λάθος υπήρχε στο τέλος, όταν μία γυναικεία φωνή ακουγόταν να ρωτά ρητορικά το ανδρικό κοινό, με ύφος εμφανώς σαρκαστικό:

– Με τη νέα ξυριστική μηχανή τάδε, υπάρχουν ακόμα εραστές της... σαπουνάδας;

Αν και χρήστης, τότε, της συγκεκριμένης μηχανής, μου πέρασε για μια στιγμή από το μυαλό να το γυρίσω στη «σαπουνάδα». Μόνο και μόνο για να νιώσω αλληλέγγυος με όλους εκείνους που θα πρέπει να αισθάνθηκαν πως προσβάλλονταν από το διαφημιστικό μήνυμα, το οποίο προφανώς είχε την έγκριση της εταιρείας που παρήγε το διαφημιζόμενο προϊόν...

Ανάλογο επικοινωνιακό ερασιτεχνισμό επέδειξε και το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, στην προσπάθεια προσέλκυσης πολιτικής «πελατείας» έξω από τον σκληρό πυρήνα των φανατικών οπαδών του. Την εποχή της παντοδυναμίας του, ξέθαψε το μεταδικτατορικό ανθρωποτυπικό κατασκεύασμα του «κυρ-Παντελή» [1] για να χλευάσει τους φιλήσυχους πολίτες που δεν μοιράζονταν τις «επαναστατικές» ιδέες του και δεν ασπάζονταν την «ανθρωπιστική» πολιτική του (π.χ., την απαίτηση για ανοιχτά σύνορα και ελεύθερη μετανάστευση).

Μετά την πρόσφατη εκλογική αποτυχία του, ο ΣΥΡΙΖΑ θεώρησε σωστό να λοιδορήσει το εκλογικό σώμα με κάθε δυνατό τρόπο [2], χαρακτηρίζοντας τους Έλληνες πολίτες ανώριμους, ξεπουλημένους, με μειωμένα ηθικά ανακλαστικά, ακόμα και (περίπου) ψυχοπαθείς!

Όμως, αν θέλεις να προσελκύσεις νέους ψηφοφόρους, το μόνο που δεν επιτρέπεται να κάνεις είναι να τους μειώνεις. Είτε για τον λόγο ότι δεν σε ψήφισαν προηγουμένως, είτε γιατί πιστεύεις ότι δεν θα σε ψηφίσουν μελλοντικά. Ακόμα περισσότερο, επειδή έχεις την ανόητη πεποίθηση ότι θα τους πείσεις με τον τρόπο αυτό να καταψηφίσουν τον βασικό σου αντίπαλο.

Αν κάτι θα πρέπει να διδάχθηκε μετά τις πρόσφατες εκλογές το κόμμα της λεγόμενης ανανεωτικής Αριστεράς, είναι ότι δεν πρέπει να υποτιμά τη δύναμη των «κυρ-Παντελήδων» (των «εραστών της σαπουνάδας», όπως θα 'λεγε η προκλητική γυναικεία φωνή της προϊστορικής διαφήμισης ειδών ξυρίσματος). Και, αν ο ΣΥΡΙΖΑ επιθυμεί πραγματικά να τους (ξανα)κερδίσει, θα πρέπει πρώτα απ' όλα να δείξει πως σέβεται το αίσθημα της αξιοπρέπειάς τους!

[1] https://www.klik.gr/gr/el/brain-storm/i-ithiki-apodomisi-tou-kur-panteli-ena-politiko-amartima/

[2] https://www.klik.gr/gr/el/brain-storm/o-laos-xana-ston-gupso/

KLIK

Πέμπτη 1 Ιουνίου 2023

ΤΟ ΒΗΜΑ - Τι είναι «δεξιό» και τι «αριστερό»;


Τρία τέταρτα του αιώνα μετά το τέλος του εμφύλιου πολέμου, παραμένει ζωντανό στην πολιτική ρητορεία το μανιχαϊστικό δίπολο «κακή Δεξιά – καλή Αριστερά», ή αντίστροφα. Μήπως είναι καιρός να επανεξετάσουμε τους όρους;

Τους πολιτικούς όρους «δεξιός» και «αριστερός» συνηθίζουμε να τους χρησιμοποιούμε χωρίς να πολυ-σκεφτόμαστε τη σημασία τους, σαν a priori έννοιες που δεν υπόκεινται σε ορισμό αλλά επιδέχονται μονοσήμαντη και αυτονόητη ερμηνεία. Κάτι που αντιλαμβάνεται κάποιος σχεδόν διαισθητικά, αλλά το περίγραμμά του είναι τόσο σαφές ώστε με βάση αυτό να μπορούν να κατηγοριοποιούνται άνθρωποι και καθεστώτα. Για πολλούς, δεξιό είναι απλά κάθε πολιτικό σύστημα που «ευνοεί τους πλούσιους», ενώ αριστερό, κάθε σύστημα που «ευνοεί τους φτωχούς».

Η σύγχρονη πολιτικο-φιλοσοφική τάση, εν τούτοις, είναι να αντιλαμβανόμαστε το δίπολο «αριστερά – δεξιά» με βάση το αντίστοιχο «ισότητα – ελευθερία». Η αντιστοίχιση, όμως, δεν είναι τόσο γραμμική όσο φαίνεται, αφού υπάρχει μία παράμετρος που συχνά παραβλέπουμε. Αυτή αφορά τον διαχωρισμό ανάμεσα στην κοινωνική (και, κατ’ επέκταση, πολιτική) και την οικονομική διάσταση των πραγμάτων. Αν ληφθεί υπόψη και αυτό το κριτήριο, ούτε η ισότητα είναι αποκλειστικά «αριστερό» προνόμιο, ούτε η ελευθερία αποκλειστικά «δεξιό».

Σε πολύ γενικούς όρους, θα λέγαμε συμβολικά ότι η κοινωνική διάσταση σχετίζεται με το «είμαι», ενώ η οικονομική με το «έχω». Έτσι, τόσο η ελευθερία, όσο και η ισότητα, μπορούν να αξιολογηθούν με βάση δύο διαφορετικές θεωρήσεις.

Κοινωνική (συμπεριλαμβάνοντας και την πολιτική) ελευθερία σημαίνει ελευθερία στον αυτοπροσδιορισμό και την αυτοδιαχείριση του ατόμου. Σημαίνει ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, μεταξύ των οποίων η ελευθερία στην πίστη, στον λόγο, στην αντίληψη και διαχείριση του σώματος, στην κοινωνική και πολιτική ένταξη, κλπ.

Η οικονομική ελευθερία είναι κάτι εντελώς διαφορετικό – αν και οι λεγόμενοι φιλελεύθεροι τείνουν αυτό να το αρνούνται. Σημαίνει ελευθερία του ατόμου να επιδιώκει την απόκτηση περισσότερων αγαθών μέσα σε ένα πλαίσιο ανταγωνισμού, βάσει θεσμοθετημένων κανόνων αλλά χωρίς απαραίτητα να διασφαλίζονται τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Αυτό το είδος ελευθερίας απαιτεί ελάχιστη κρατική συμμετοχή ή παρέμβαση σε οικονομικά ζητήματα, ενώ έρχεται σε αντίθεση με το κράτος πρόνοιας.

Κοινωνική ισότητα σημαίνει ίσα δικαιώματα και ισότιμη μεταχείριση των ανθρώπων μιας κοινωνίας, ανεξάρτητα από χαρακτηριστικά όπως η φυλή, το φύλο, οι εθνικές και πολιτισμικές καταβολές, κλπ. Αυτονόητα, το είδος αυτό της ισότητας δεν είναι συμβατό με έννοιες όπως ο ρατσισμός, ο σεξισμός, ακόμα και ο εθνικισμός.

Από διαφορετική σκοπιά, οικονομική ισότητα σημαίνει άμβλυνση (έως και πλήρη εξάλειψη) των οικονομικών ανισοτήτων σε μία κοινωνία. Και, επειδή κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να συντελεστεί με αυθόρμητο τρόπο, η κρατική παρέμβαση καθίσταται αναγκαία. Μία τέτοια παρέμβαση στοχεύει, μεταξύ άλλων, στη διασφάλιση του δικαιώματος στην εργασία, καθώς και στην προσβασιμότητα όλων των πολιτών σε τομείς όπως η παιδεία και το σύστημα υγείας (αυτό που ονομάζουμε, δηλαδή, κράτος πρόνοιας).

Ας δούμε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα:

1. Το καθεστώς Πινοσέτ στη Χιλή (1973–1990) αντιπροσωπεύει το απόλυτο κοντράστ ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομική ελευθερία. Ένα από τα πλέον αιμοσταγή και τυραννικά δικτατορικά καθεστώτα του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα, υπήρξε ταυτόχρονα το πεδίο εφαρμογής του πρώτου πειράματος στην άνευ ορίων οικονομική φιλελευθεροποίηση (αυτό που ονομάζουμε – και θεωρώ τον όρο απόλυτα δόκιμο – νεοφιλελευθερισμό). Όπως είναι φυσικό, το πείραμα επέφερε κοινωνική ανισότητα και οδήγησε μεγάλα τμήματα του λαού της Χιλής σε οικονομική εξαθλίωση. [Οι λεγόμενοι «φιλελεύθεροι» συχνά αποσιωπούν την επιστημονική και ηθική υποστήριξη που πρόσφερε στον Πινοσέτ το ακαδημαϊκό πρότυπό τους, ο Αμερικανός νομπελίστας οικονομολόγος και καθηγητής Μίλτον Φρίντμαν (Milton Friedman). Μια πράξη που θα στιγματίζει για πάντα την υστεροφημία του...]

2. Το καθεστώς τού Στάλιν, ακραίο έως απάνθρωπο πρότυπο σκληρού μαρξιστικού συστήματος, επέβαλε την πολιτική της οικονομικής ισότητας (εξαιρουμένων, φυσικά, των εκλεκτών του συστήματος) καταλύοντας με βία και μαζικές δολοφονίες κάθε έννοια ατομικής, κοινωνικής, ακόμα και πολιτιστικής ελευθερίας.

3. Η διακυβέρνηση Ρόναλντ Ρέιγκαν στις ΗΠΑ αποτελεί ακόμα ένα παράδειγμα αντίθεσης ανάμεσα στην οικονομική και την κοινωνική ελευθερία. Από τη μία, η περίοδος Ρέιγκαν σήμανε το οριστικό τέλος της μεταπολεμικής Κεϋνσιανής οικονομικής πολιτικής και την επάνοδο στον κλασικό οικονομικό φιλελευθερισμό, στα πρότυπα του νεοφιλελευθερισμού του Πινοσέτ στη Χιλή και της Θάτσερ στην Αγγλία. (Φυσικά, ο Μίλτον Φρίντμαν καλοδέχτηκε και ύμνησε δεόντως αυτή την επιστροφή!) Από την άλλη, η περίοδος αυτή χαρακτηρίστηκε από μία διολίσθηση της χώρας στον κοινωνικό συντηρητισμό, με απόπειρα περιορισμού ή ολικής κατάργησης κοινωνικών ελευθεριών που είχαν κατακτηθεί κατά την περασμένη δεκαετία. (Τούτο επιχειρήθηκε κυρίως μέσω προώθησης, από τον Ρέιγκαν, υπερσυντηρητικών δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ. Τη «δουλειά» ολοκλήρωσε αργότερα ο Ντόναλντ Τραμπ...)

4. Οι υπέρμαχοι των ιδεών του κοινωνικού φιλελευθερισμού στις ΗΠΑ (Liberals), παραδοσιακά ανήκοντες στο Δημοκρατικό Κόμμα και, κατά μία έννοια, πολιτικοί απόγονοι του Ρούσβελτ, θεωρούνται ως οι εκπρόσωποι της Αριστεράς στη χώρα εκείνη. Στον τομέα της οικονομίας ασπάζονται τις Κεϋνσιανές ιδέες (αυξημένος κεντρικός έλεγχος της οικονομίας και ένας βαθμός περιορισμού της οικονομικής ελευθερίας, εργασία για όλους, πρόσβαση στο σύστημα εκπαίδευσης και στο σύστημα υγείας για κάθε πολίτη, σχετική απέχθεια για τον οικονομικό φιλελευθερισμό, κλπ). Σε κοινωνικό επίπεδο, μάχονται υπέρ της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων, της ατομικής ελευθερίας και της κοινωνικής ισότητας, ενώ υπερασπίζονται το δικαίωμα στην ιδιαιτερότητα και εναντιώνονται σε κάθε φαινόμενο που παραπέμπει σε ρατσισμό ή σεξισμό.

Τις τελευταίες δεκαετίες, εν τούτοις, ο αμερικανικός κοινωνικός φιλελευθερισμός μοιάζει να προδίδει τις ίδιες τις αρχές του υιοθετώντας το ανελεύθερο και αντιδημοκρατικό δόγμα της πολιτικής ορθότητας, το οποίο θέτει ασφυκτικούς περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης και έχει οδηγήσει σε ένα παρανοϊκό «κυνήγι μαγισσών» για όσους δεν υποτάσσονται στις επιταγές του.

5. Στις πρόσφατες εκλογές στη χώρα μας εμφανίστηκε ως κεραυνός εν αιθρία ένα ακροδεξιό κόμμα που κανείς δεν είχε πάρει στα σοβαρά, φτάνοντας μια ανάσα από την είσοδο στη Βουλή. Το φαινόμενο προκάλεσε ανησυχία στους πιστούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας, αν αναλογιστούμε την άνοδο της ακροδεξιάς όχι μόνο στην Ευρώπη (στη Γαλλία διεκδίκησε με αξιώσεις την εξουσία) αλλά και στην Αμερική (όπου ο Ντόναλντ Τραμπ πήγε τη χώρα μισό αιώνα πίσω σε ό,τι αφορά τα κοινωνικά δικαιώματα).

Στο οικονομικό πεδίο, η ακροδεξιά εμφανίζεται φιλολαϊκή, καταγγέλλοντας τις οικονομικές ελίτ (εγχώρια και παγκόσμια) και την κοινωνική ανισότητα. Από την άλλη, υποστηρίζει τον περιορισμό – ως και την ολική κατάργηση – θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, έτσι ώστε οι ατομικές ελευθερίες να χωρέσουν σε ένα στενό ηθικολογικό πλαίσιο που ορίζεται από υπερσυντηρητικούς κύκλους όπου κυριαρχεί ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός και ο υπέρμετρος εθνικιστικός φανατισμός.

6. Ποιο διαβόητο καθεστώς υπήρξε το πρώτο που συνέλαβε και, αργότερα, εφάρμοσε στον τομέα της οικονομίας τις Κεϋνσιανές ιδέες, πριν καλά-καλά το πράξει ο ίδιος ο Ρούσβελτ για την αντιμετώπιση της μεγάλης οικονομικής κρίσης της δεκαετίας τού ’30 στην Αμερική (και, φυσικά, πολύ πριν ασπαστεί τις ιδέες αυτές η αμερικανική Αριστερά); Πιθανώς το μαντέψατε: το ναζιστικό καθεστώς στη Γερμανία, το οποίο ανέλαβε την εξουσία το 1933 αλλά είχε προ πολλού αποφασίσει το είδος της οικονομικής πολιτικής που επρόκειτο να εφαρμόσει.

Όπως σημειώνουν ιστορικοί αναλυτές, ήδη από το 1920 το ναζιστικό κόμμα είχε προτείνει ένα οικονομικό πρόγραμμα το οποίο, μεταξύ άλλων, προέβλεπε κοινωνικοποίηση των μεγάλων εμπορικών επιχειρήσεων, οι οποίες στη συνέχεια θα ενοικιάζονταν φθηνά σε μικρο-επιχειρηματίες. Ο ίδιος ο Γιόζεφ Γκαίμπελς, μάλιστα, μετέπειτα διαβόητος Υπουργός Προπαγάνδας, υπήρξε φανατικός αριστερός στην αρχή της πολιτικής καριέρας του!

Στην ουσία, η Ναζιστική Γερμανία εφάρμοσε εξαρχής μία Κεϋνσιανή οικονομική πολιτική, στο πλαίσιο της οποίας το κράτος ξόδευε όλο και περισσότερα στην άσκηση κοινωνικής πολιτικής, ενώ παράλληλα οδηγούσε τη χώρα στον δρόμο του πολέμου. (Όπως σημειώσαμε πιο πάνω, σε όμοια μονοπάτια κινήθηκε και ο Ρούσβελτ στην Αμερική, αν και η χώρα εκείνη σύρθηκε στον πόλεμο μετά το Περλ Χάρμπορ, έχοντας ως τότε αποφύγει να εμπλακεί σε αυτόν.)

Ο Χίτλερ, λοιπόν, χτύπησε την ανεργία ενεργοποιώντας κολοσσιαία προγράμματα δημοσίων έργων (τα οποία, βέβαια, είχε από πριν στην ατζέντα της η Δημοκρατία της Βαϊμάρης), όπως η κατασκευή αυτοκινητοδρόμων. Παράλληλα, άσκησε εκφοβισμό στον ιδιωτικό τομέα επιβάλλοντας έλεγχο των τιμών και της παραγωγικότητας, επέβαλε έλεγχο κεφαλαίων (capital controls – κάτι μας θυμίζει αυτό!), δημιούργησε εθνικό σύστημα υγείας και σύστημα ασφάλισης για ανέργους, κλπ. Γενικά, η παρεμβατική οικονομική πολιτική του ναζιστικού κόμματος αντανακλά την απέχθεια του καθεστώτος για την ελεύθερη οικονομία της αγοράς, και τον εναγκαλισμό της ιδέας ενός εθνοκεντρικού «σοσιαλισμού σε μία χώρα» (εξ ου και ο όρος «Εθνικοσοσιαλισμός»). Αξίζει να αναφέρουμε, μάλιστα, ότι ο ίδιος ο Κέυνς (Keynes) είχε αρχικά εκφράσει τον θαυμασμό του για την οικονομική πολιτική των Ναζί!

Η ναζιστική οικονομία, επομένως, κάθε άλλο παρά καπιταλιστική – άρα, κατά μία στενή έννοια, «δεξιά» – μπορεί να θεωρηθεί. (Βέβαια, οι μεταρρυθμίσεις του Χίτλερ δεν πήγαν τόσο μακριά ώστε να καταργηθεί η ατομική ιδιοκτησία ή να εθνικοποιηθούν όλα τα μέσα παραγωγής, όπως στην Σοβιετική Ένωση του Στάλιν.) Εν τούτοις, αν και η κατάργηση οικονομικών ελευθεριών συντέλεσε σε κάποια άμβλυνση των οικονομικών ανισοτήτων στη Ναζιστική Γερμανία, η κατάργηση κοινωνικών ελευθεριών όχι μόνο δεν οδήγησε σε κοινωνική ισότητα αλλά, αντίθετα, αποτέλεσε τη βάση για το μεγαλύτερο μαζικό έγκλημα της Ιστορίας: το Ολοκαύτωμα...

Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε είναι ότι το δίπολο «αριστερά – δεξιά» δεν νοηματοδοτείται απόλυτα με βάση το αντίστοιχο «ισότητα – ελευθερία», αφού κάθε μία από τις έννοιες αυτές εξαρτάται από ένα σύνολο παραμέτρων που διαφοροποιούν το περιεχόμενό της ανάλογα με την ιστορική ή πολιτική συγκυρία, έτσι ώστε αυτό να μην προσδιορίζεται μονοσήμαντα. Σε πρακτικό επίπεδο, η αμφισημία των συμβατικών εννοιών κάνει να μη φαίνεται τόσο οξύμωρη η συνταύτιση ακραίων «δεξιών» και «αριστερών» χώρων σε εθνικά ζητήματα, ιδιαίτερα όταν οι χώροι αυτοί βρίσκονται πίσω από την κοινή σημαία του λαϊκισμού. (Ας θυμηθούμε το αντιμνημονιακό, το αντιεμβολιαστικό και, πιο πρόσφατα, το φιλο-ρωσικό μέτωπο...)

Τελικά, ίσως δεν έχει νόημα να αναφερόμαστε σε «δεξιές» ή «αριστερές» θέσεις. Και, αν επιμένουμε να διχαζόμαστε ως κοινωνία, ας το κάνουμε τουλάχιστον με βάση κάποιους άλλους, πιο δόκιμους πολιτικούς όρους. Ας πούμε – μια ιδέα δίνω – «ορθολογισμός» ή «παραλογισμός»!