Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2022

Αντιευρωπαϊσμός και πατριωτισμός

 Όταν το μίσος των φανατικών υποστηρικτών του Πούτιν για την Ευρώπη ξεπερνά την (όποια) αγάπη για τη χώρα τους...

Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος ιδιαίτερα παρατηρητικός για να προσέξει ότι οι Έλληνες αντιευρωπαϊστές, που τώρα υποστηρίζουν φανατικά τον Πούτιν και τον πόλεμό του στην Ουκρανία, είναι στη συντριπτική πλειοψηφία τους (αν όχι στο σύνολό τους) οι ίδιοι που αποτέλεσαν τον σκληρό πυρήνα του "αντι-μνημονιακού αγώνα" τα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης (βλ., π.χ., [1]). Οι άνθρωποι εκείνοι, δηλαδή, που οραματίστηκαν μία περίκλειστη και απομονωμένη Ελλάδα, ακόμα και αν το τίμημα που θα έπρεπε να πληρώσει η χώρα ήταν η άτακτη χρεοκοπία και η μαζική φτωχοποίηση του λαού της. (Θυμάται κανείς τα "κατοχικά" συσσίτια που το 2015, εν μέσω capital controls, έριξε ως ιδέα στο τραπέζι ο τότε κυβερνητικός βουλευτής, καθηγητής Κώστας Λαπαβίτσας;)

Με την ναζιστικού τύπου εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία, οι δυσαρεστημένοι της μνημονιακής περιόδου είδαν μία μοναδική ευκαιρία να πάρουν τη ρεβάνς από την "κακή Ευρώπη". Και έσπευσαν να βγάλουν από τα μπαούλα τις παθιασμένα αντιευρωπαϊκές και, γενικότερα, αντι-δυτικές στολές τους. (Τα γενικότερα αντι-δυτικά αισθήματα περιλαμβάνουν μόνο τις σημερινές Δημοκρατικές ΗΠΑ, όχι τις Ρεπουμπλικανικές που προηγήθηκαν, αφού ο ημι-φασίστας τέως πλανητάρχης Ντόναλντ Τραμπ αποτέλεσε - και εξακολουθεί να είναι - ίνδαλμα των περισσότερων Ελλήνων αντιευρωπαϊστών.) Το ερώτημα, τώρα, είναι αν οι ρωσόφιλες αυτές "ελληνικές" στολές περιέχουν, έστω προσχηματικά, κάποια υποψία ελληνικών διακριτικών...

Τον καιρό των μνημονίων, οι αντιευρωπαϊστές προέβαλλαν τους εαυτούς τους ως τους μόνους γνήσιους Έλληνες πατριώτες (οι άλλοι ήταν "ευρωλιγούρηδες", "γερμανοτσολιάδες", "Τσολάκογλου" και - σαρκαστικά - "μενουμευρώπη"). Την ίδια "ακραιφνή ελληνικότητα" συνεχίζουν να προβάλλουν με αφορμή την ουκρανική κρίση. Υπάρχει, όμως, ένα ερώτημα που ως σήμερα δεν έχει τεθεί επαρκώς: Οι άνθρωποι αυτοί αγαπούν την Ελλάδα περισσότερο απ' όσο μισούν την Ευρώπη (και τη Δύση, γενικότερα), ή μήπως ισχύει ακριβώς το αντίστροφο;

Θέλοντας κάποιος να πάρει μία ιδέα για τις σκέψεις και τις προτεραιότητές τους, θα μπορούσε να απευθύνει μερικές ερωτήσεις προς όλους εκείνους που υποστηρίζουν τον Πούτιν και τον επιθετικό πόλεμο που διεξάγει στην Ουκρανία. Για παράδειγμα:

1. Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το προσδοκώμενο όφελος για την Ελλάδα από την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, την οποία εισβολή εξαρχής χειροκροτήσατε ενθουσιωδώς;

2. Σας έχει απασχολήσει το ότι το πολιτικο-στρατιωτικό κατεστημένο στην Τουρκία αντλεί επιχειρήματα "νομιμοποίησης" μίας ενδεχόμενης εισβολής στα ελληνικά νησιά, επικαλούμενο τα ακριβώς(!) αντίστοιχα επιχειρήματα με τα οποία ο Πούτιν "δικαιολόγησε" την εισβολή του στην Ουκρανία; Έχετε ή όχι εντοπίσει τις (προφανείς) ομοιότητες ανάμεσα στις ρητορείες Πούτιν και Ερντογάν;

3. Θα θεωρούσατε "κακή" την Ευρώπη αν έσπευδε να συντρέξει (οικονομικά ή και στρατιωτικά) την Ελλάδα σε περίπτωση τουρκικής εισβολής, για τους ίδιους ακριβώς λόγους που τώρα η Ευρώπη βοηθά την Ουκρανία;

4. Ας κάνουμε την σεναριακή υπόθεση ότι ο Πούτιν εισβάλλει στα Βαλκάνια με στόχο να εντάξει όλες τις χώρες της περιοχής στη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας, εγκαθιστώντας κυβερνήσεις φιλικές προς τη Μόσχα. Ειδικά για την Ελλάδα, η υπόσχεση που δίνει στον λαό της είναι να απαλλάξει τη χώρα από την φιλο-δυτική κυβέρνηση που βρίσκεται στην εξουσία. Θα τον υποδεχθείτε ως εισβολέα (πράγμα που σημαίνει ότι θα τον πολεμήσετε), ή ως λυτρωτή (άρα θα συνεργαστείτε μαζί του);

Θυμάμαι, λίγο μετά την έναρξη του πολέμου, μία ανάρτηση στο Facebook που, με εμφανές το αίσθημα άγριας χαράς, προειδοποιούσε ότι "ο Πούτιν θα κάνει σκόνη την Ευρώπη με τα πυρηνικά του". Χωρίς, μάλιστα, να εξαιρείται από τους λόγους της χαιρεκακίας ο σίγουρος αφανισμός της ίδιας της Ελλάδας, αφού κι αυτή "δικαίως" θα εισέπραττε το τίμημα του φιλοευρωπαϊκού προσανατολισμού της. Και θυμάμαι κάποιους που αναπαρήγαν σε καθημερινή βάση στα social media τα ανθελληνικά παραληρήματα της κυρίας... Φαρμάκοβα, εκπροσώπου Τύπου του Πούτιν (ας μου επιτραπεί το χιούμορ, αφού το "Ζαχάροβα" την αδικεί κατάφωρα), κουνώντας σε απόλυτη ταύτιση με εκείνην το δάχτυλο στην ελληνική κυβέρνηση για την (μάλλον συμβολική) αποστολή αμυντικού υλικού στην Ουκρανία. Για τόσο "Έλληνες" μιλάμε!

Οι Αμερικανοί χρησιμοποιούν μία έκφραση που δηλώνει ότι οι αδικίες που διαπράττουμε μπορεί να ξαναγυρίσουν σε εμάς: "What goes around comes around". Εκείνοι που μιλούσαν κάποτε για "μνημονιακούς προδότες" - λες και υπήρχε Έλληνας που, κυριολεκτικά, να αγαπά τα μνημόνια και όχι να τα βλέπει ως αναγκαίο κακό! - ας μετρήσουν τώρα τον δικό τους πατριωτισμό σε σχέση με το αντιευρωπαϊκό τους μένος και τις φιλορωσικές τους εμμονές. Κι ας έχουν στο νου τους ότι η λεπίδα "Τσολάκογλου", με την οποία κάποτε κατακρεούργησαν αμέτρητες υπολήψεις συνελλήνων, είναι δίκοπη. Μπορεί να κόβει εξίσου καλά και το ίδιο το χέρι που την κρατά!

[1] https://www.klik.gr/gr/el/brain-storm/apo-to-mnimonio-sto-embolio-kai-ton-poutin-ena-chroniko-ellinikou-paralogismou/

KLIK

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2022

Έχουμε δικαίωμα να αναλύουμε τον Λιαντίνη;


 Σε πρόσφατο άρθρο επιχείρησα να αναδείξω την πολυσημία ενός φημισμένου ορισμού του έρωτα, έτσι όπως διατυπώθηκε από τον φιλόσοφο Δ. Λιαντίνη στο βιβλίο του "Γκέμμα". Με έκπληξη, ομολογώ, διάβασα μία ανάρτηση από αναγνώστρια και φίλη, η οποία (ανάρτηση), έτσι τουλάχιστον όπως εγώ την αντιλήφθηκα, είχε σαν στόχο να "προειδοποιήσει" το κοινό να μην λάβει σοβαρά υπόψη το κείμενό μου. Λες και το άρθρο συνιστά συκοφαντική δυσφήμιση του Λιαντίνη, έτσι ώστε να απαιτείται αποκατάσταση της υστεροφημίας του!

Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, η αναγνώστρια χαρακτηρίζει ως "εξωπραγματική" την ανάλυσή μου, αφού (το αποδίδω με δικά μου λόγια) η διατύπωση του Λιαντίνη δεν συνιστά γενική φιλοσοφική θέση αλλά βασίζεται σε προσωπικό βίωμα που δεν είναι κοινοποιήσιμο.
Αισθάνομαι υποχρεωμένος απέναντι στους αναγνώστες του περιοδικού που φιλοξένησε το άρθρο, να απαντήσω, έστω επιγραμματικά, στην (καθ' όλα σεβαστή) κριτική που μου άσκησε η φίλη αναγνώστρια:
1. Ο χαρακτηρισμός της ανάλυσής μου ως "εξωπραγματικής" (δηλαδή, άσχετης με την πραγματικότητα) λόγω του ότι ανάγω σε μείζον φιλοσοφικό ζήτημα μία έκφραση με καθαρά βιωματική (άρα αυστηρά προσωπική και όχι οικουμενική) σημασία, παραβιάζει ανοικτές θύρες! Ας δούμε τι γράφω στο άρθρο:
Το βέβαιο είναι ότι ο αινιγματικός αυτός ορισμός δεν επιδέχεται μονοσήμαντη κι απόλυτη ερμηνεία. Ίσως να πρόκειται απλά για λογοτεχνικό ευφυολόγημα που δεν απαιτεί περαιτέρω ανάλυση (αυτή την άποψη έχω ακούσει από σοβαρούς μελετητές του Λιαντίνη). Ίσως όμως και να υποκρύπτει βαθύτερα νοήματα που προκαλούν τον αναγνώστη να τα αναδείξει μέσα από ένα έντονα κωδικοποιημένο λεκτικό σχήμα. Αυτή την εκδοχή θα εξετάσουμε στο παρόν κείμενο.
Και καταλήγω λέγοντας:
Το ερώτημα, βέβαια, είναι κατά πόσον ο ίδιος ο Λιαντίνης θα ενέκρινε μια οποιαδήποτε απόπειρα αποκωδικοποίησης των συμβολισμών που περιέχονται στη «Γκέμμα», με δεδομένο ότι η (σκόπιμα;) αινιγματική γραφή δένει αρμονικά με το λογοτεχνικό – κατ’ ουσίαν ποιητικό – ύφος του κειμένου. Έτσι που μία καθαρά ορθολογική προσέγγιση των νοημάτων θα μπορούσε να απειλήσει την ωραιότητα του όλου οικοδομήματος.
Ποιος ξέρει, λοιπόν... Ίσως και να πρέπει, τελικά, να αφήσουμε αδιατάρακτες τις λέξεις στα ανεξερεύνητα σκοτάδια τους. Και ίσως οι ερμηνείες τους να πρέπει να αναζητηθούν όχι τόσο στα λεξικά, όσο στο ατομικό ένστικτο του καθενός. Γιατί, η «Γκέμμα» δεν είναι μία, είναι πολλές. Τόσες όσες και οι συνειδητότητες που χρόνια τώρα αγωνίζονται να την εξερευνήσουν. Πολλές φορές, ακόμα και μάταια...
Με άλλα λόγια, έχω εξαρχής αποδεχθεί ο ίδιος την πιθανώς "εξωπραγματική" φύση της ανάλυσής μου, οπότε... αμαρτίαν ουκ έχω!
2. Την "Γκέμμα" την αξιολογώ (με τις όποιες επί μέρους διαφωνίες μου) ως φιλοσοφικό σύγγραμμα, όχι ως προσωπικό ημερολόγιο! Έτσι, είναι φυσικό να αποδίδω οικουμενική σημασία σε μία διατύπωση που περιέχεται εκεί, και να την αναλύω σε αυτή τη βάση. Τώρα, αν "η πρόταση αυτή του Λιαντίνη είναι καθαρά απόσταγμα άκρως προσωπικού βιώματος και μη ανακοινώσιμου" (όπως μου γράφει η αναγνώστρια) αυτό δεν όφειλα να το γνωρίζω, ούτε εξ άλλου το ανέμενα σε ένα ακαδημαϊκό πόνημα που δεν δηλώνει ως καταρχήν αυτοβιογραφικό.
Η "εξωπραγματική" ανάλυσή μου, λοιπόν, δεν αφορά, τελικά, την πρόθεση του ίδιου του Λιαντίνη (αυτήν ούτως ή άλλως δεν μπορώ να την γνωρίζω, αφού σχετίζεται με προσωπικό βίωμα) αλλά αντανακλά τις σκέψεις ενός αναγνώστη που εκτίθεται σε έναν φιλοσοφικό ορισμό, με τον τρόπο ακριβώς που αυτός είναι διατυπωμένος. Εξ άλλου, κάθε σκέψη είναι εξ ορισμού "εξωπραγματική", αφού δεν αφορά αυτή τούτη την πραγματικότητα αλλά τον στοχασμό μας πάνω στην εν δυνάμει πραγματικότητα (δηλαδή, πάνω στις εκδοχές της πραγματικότητας). Αλλιώς δεν θα μιλούσαμε για σκέψη αλλά για αποδείξιμη πρόταση, κάτι σαν τους νόμους της φυσικής ή τα θεωρήματα των μαθηματικών!
Τελειώνοντας, διαπιστώνω για μία ακόμα φορά το πόσο επικίνδυνο είναι να μιλά κανείς για τον Λιαντίνη, ακόμα και με πρόθεση όχι να τον αντικρούσει αλλά, αντίθετα, να αναδείξει την ικανότητά του να κινητοποιεί δημιουργικά τη σκέψη μας. Δυστυχώς, η φίλη αναγνώστρια με "βάζει στη θέση μου" επειδή ακριβώς τόλμησα να σκεφτώ. Ίσως, τελικά, η δημοσίευση αυτού του άρθρου να ήταν λάθος μου...

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2022

Ορίζεται ο έρωτας; Ένας άλυτος γρίφος του Λιαντίνη

 Στο τελευταίο του βιβλίο, ο Δημήτρης Λιαντίνης έδωσε έναν αινιγματικό ορισμό της έννοιας του έρωτα. Μπορεί να πρόκειται απλά για λογοτεχνικό ευφυολόγημα δίχως βαθύτερη σημασία. Αν όμως ο φιλόσοφος το εννοούσε έτσι ακριβώς όπως το διατύπωσε;

Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

1. Ο «γρίφος» του έρωτα

Στο κεφάλαιο με τίτλο «Μικρός Κριτής», του βιβλίου «Γκέμμα», τελευταίου και πιο σημαντικού (από φιλοσοφική και λογοτεχνική άποψη) συγγράμματος του Δημήτρη Λιαντίνη, ο φιλόσοφος προτείνει τον πιο αινιγματικό, ίσως, ορισμό της έννοιας του έρωτα που θα μπορούσε κάποιος να επινοήσει:

«Έρωτας είναι η τέχνη του να φεύγεις»

(χωρίς τόνο στο «του» – κι αυτό έχει τη σημασία του, όπως θα δούμε αργότερα). Αλλά, να φεύγεις πώς;

«Έτσι, που η σφαγή που θα νιώθεις να είναι πολύ πιο σφαγερή από τη σφαγή που νιώθει ο σύντροφος που αφήνεις» («Γκέμμα», σελ. 170).

Ο Λιαντίνης δεν δείχνει πρόθυμος στη συνέχεια να αναλύσει περαιτέρω τον – κάθε άλλο παρά συμβατικό – ορισμό του. Περιγράφει με απίστευτη λογοτεχνική δεινότητα την ερωτική συμπεριφορά (κυρίως σε ό,τι αφορά τον άντρα), όμως η ίδια η έννοια του έρωτα, έτσι όπως εκείνος επιχειρεί να την ορίσει, παραμένει αινιγματική.

Οι ακαδημαϊκοί του φιλοσοφικού χώρου, που θα μπορούσαν ίσως να μας δώσουν μία αξιόπιστη ερμηνεία του ορισμού, απέφυγαν, γενικά, να ασχοληθούν στο βάθος που θα έπρεπε με το έργο του Λιαντίνη. (Κάτι ήξεραν: Κάποιοι από τον χώρο των θετικών επιστημών που επιχείρησαν να μιλήσουν με όχι προσωπολατρικό τρόπο για τον Λιαντίνη, το πλήρωσαν με σκληρές επιθέσεις εναντίον τους – συχνά στα όρια του προσωπικού εξευτελισμού – από τους σκληροπυρηνικούς οπαδούς του φιλοσόφου...)

Από την άλλη, οι μαθητές και, εν γένει, οι θαυμαστές του Λιαντίνη αντιμετωπίζουν τον ορισμό αυτό του έρωτα ως θέσφατο, είτε αποφεύγοντας να τον ερμηνεύσουν με τρόπο πειστικό, είτε ακόμα και δίνοντας αυθαίρετες ερμηνείες (κάπου διάβασα, π.χ., ότι «πρέπει να βρίσκουμε τη δύναμη να φεύγουμε από μια ερωτική σχέση που μας πληγώνει»!). Δεν γνωρίζω αν ο ίδιος ο Λιαντίνης έδωσε μία εξήγηση σε κάποια από τις διαλέξεις του (ας με διαφωτίσουν εδώ οι αναγνώστες). Η μελέτη του βιβλίου, πάντως, δεν οδηγεί σε μια πιο ξεκάθαρη εικόνα...

Το βέβαιο είναι ότι ο αινιγματικός αυτός ορισμός δεν επιδέχεται μονοσήμαντη κι απόλυτη ερμηνεία. Ίσως να πρόκειται απλά για λογοτεχνικό ευφυολόγημα που δεν απαιτεί περαιτέρω ανάλυση (αυτή την άποψη έχω ακούσει από σοβαρούς μελετητές του Λιαντίνη). Ίσως όμως και να υποκρύπτει βαθύτερα νοήματα που προκαλούν τον αναγνώστη να τα αναδείξει μέσα από ένα έντονα κωδικοποιημένο λεκτικό σχήμα. Αυτή την εκδοχή θα εξετάσουμε στο παρόν κείμενο.

Θα επιχειρήσουμε, έτσι, να προτείνουμε κάποιες δικές μας ερμηνείες του Λιαντινικού ορισμού του έρωτα, χωρίς να ισχυριζόμαστε, φυσικά, ότι θα τις προσυπέγραφε ο ίδιος ο Λιαντίνης! Αυτό που θα ήθελα, πάντως, να τονίσω εξαρχής είναι ότι δεν συνδέω τον ορισμό αυτό με τον γνωστό συσχετισμό του έρωτα με την καταστροφή, την οδύνη και τον θάνατο, πράγμα που συνιστά θεμελιώδη αρχή στο φιλοσοφικό σύμπαν του Λιαντίνη (*). Όλα αυτά μπορεί να αποτελούν αντικείμενα της Τέχνης. Αυτό καθαυτό το επώδυνο έως τραγικό βίωμά τους, όμως, δεν μπορεί να συνιστά τέχνη (μία λέξη – κλειδί στον ορισμό που εξετάζουμε). Και ο Λιαντίνης ζύγιζε πολύ προσεχτικά τις λέξεις του...

2. Ο ιδανικός εραστής

Στον «Μικρό Κριτή», ο Λιαντίνης ορίζει ως ιδανικό εραστή εκείνον που μπορεί να κατανοήσει τη σύνθετη, πολυοργασμική ερωτική φύση της γυναίκας και να ανταποκριθεί – ακόμα και με κατάθεση δικής του οδύνης – στις απαιτήσεις της φύσης αυτής. Το κυρίαρχο δόγμα βασίζεται στην ετεροβαρή, κατά τον συγγραφέα, σχέση ανάμεσα στα δύο φύλα, έτσι όπως η ίδια η Φύση προστάζει:

«Η φύση ορίζει το αρσενικό να γίνεται ατελείωτη προσφορά, και θεία στέρηση για το θηλυκό. (...) Στον έρωτα όλα γίνουνται για το θηλυκό.»

«Την ευθύνη για να γίνει και να μείνει ως το τέλος σωστή η ερωτική σμίξη, την έχει ο άντρας. Πάντα, όταν φεύγει η γυναίκα, θα φταίει ο άντρας.»

«Από τα δέκα μερίσματα του καρπού της ηδονής, για τη γυναίκα προορίστηκαν τα εννέα, και για τον άντρα το ένα.»

Ποιος είναι ο τρόπος λειτουργίας του δόκιμου εραστή κατά την «ερωτική σμίξη»; Ο Λιαντίνης την περιγράφει με μοναδική συμβολική και λογοτεχνική μαεστρία:

«Αίσθηση του κοντινού που δραπετεύει, και του μακρινού που πιάνεται, όπως το πουλί στο ξώβεργο. Επώδυνη εγκράτεια και βασανιστική ετοιμασία.»

Όμως, πώς σχετίζονται όλα αυτά με τον ορισμό του έρωτα, όπως αυτός δόθηκε προηγουμένως;

3. Η τέχνη της επώδυνης απόδρασης

Η φράση-ορισμός «έρωτας είναι η τέχνη του να φεύγεις» μοιάζει εκ πρώτης όψεως ξεκομμένη από τη συζήτηση που ακολουθεί στον «Μικρό Κριτή» (τέτοιες ασυνέχειες δεν είναι σπάνιες στον Λιαντίνη, ιδιαίτερα στις ομιλίες του). Υπάρχει, όμως, ένας τρόπος να τα συνδέσουμε όλα μεταξύ τους, αν συσχετίσουμε το «η τέχνη να φεύγεις» (το δεύτερο ενικό απευθυνόμενο, υποτίθεται, στον άντρα) με την τέχνη του καλού εραστή, όπως περιγράφηκε πιο πάνω.

Μήπως, δηλαδή, αυτό το «να φεύγεις» αναφέρεται στην «αίσθηση του κοντινού που δραπετεύει», ενώ το «σφαγερό» της φυγής αφορά την «επώδυνη εγκράτεια» και τη «βασανιστική ετοιμασία» του αρσενικού;

Σε κατοπινό κεφάλαιο του βιβλίου, ο Λιαντίνης κάνει αναφορά στην ερωτική πρακτική του νεαρού Σπαρτιάτη, λέγοντας:

«Με το χάραμα έφευγε προτού τη χορτάσει (σ.σ: τη γυναίκα του). Να του αφήσει την αίσθηση ότι όλη τη νύχτα δεν την άγγιξε. Αυτό είναι το θεϊκό αίσθημα της ερωτικής στέρησης. Και γι’ αυτό η μητέρα του Έρωτα είναι η Πενία» («Γκέμμα», σελ. 235).

Άθελα του εδώ ο Λιαντίνης, που τόσο μίσησε τον Βάγκνερ («Γκέμμα», σελ. 49), συνάντησε τον «Πάρσιφαλ» και κατανόησε το μαρτύριο που διάλεξε ως αντάλλαγμα για την ύστερη σοφία!

4. Η οδύνη του αποχωρισμού

Αν «έρωτας είναι η τέχνη του να φεύγεις», θα μπορούσε, μήπως, το «να φεύγεις» να απευθύνεται και στη γυναίκα;

Πριν το εξετάσουμε, καλό είναι να θυμηθούμε τι γράφει ο Λιαντίνης για τον ορισμό των εννοιών, γενικά:

«Για να ορίσεις μια έννοια, θα την περιγράψεις με τόσες και τέτοιες λέξεις, ώστε να μην ημπορείς να προσθέσεις ούτε μία λέξη, να μην ημπορείς να αφαιρέσεις ούτε μία, και να μην ημπορείς να αλλάξεις ούτε μία» («Γκέμμα», σελ. 65-66).

Υποθέτουμε ότι, στον ορισμό μιας έννοιας, το «να αλλάξεις» επιβάλλει σχολαστικότητα ακόμα και στις παραμικρότερες λεπτομέρειες. Διότι, π.χ., η προσθήκη ή η παράλειψη ενός σημείου στίξης, ή ενός τόνου, μπορεί να αλλάξει ριζικά το νόημα μιας πρότασης.

Όπως προαναφέρθηκε, κατά τον Λιαντίνη, όταν η γυναίκα φεύγει «φταίει πάντα ο άντρας». Το να φύγει, έτσι, μία γυναίκα από μια σχέση που δεν την ικανοποιεί ερωτικά, δεν είναι ζήτημα τέχνης αλλά συνιστά άσκηση δικαιώματος («να το γράψετε να μείνει στον αστικό κώδικα», προτρέπει ο Λιαντίνης). Εκ πρώτης όψεως, λοιπόν, το «να φεύγεις» στον ορισμό του έρωτα δεν θα μπορούσε να αφορά τη γυναίκα.

Αν, παρ’ όλα αυτά, ο Λιαντίνης το «να φεύγεις» όντως το απευθύνει στη γυναίκα, τότε στη φράση «έρωτας είναι η τέχνη του να φεύγεις», η απουσία τόνου στο «του» (συνήθως τον υπονοούμε: «η τέχνη τού να φεύγεις») δεν θα πρέπει να είναι προϊόν απροσεξίας, αλλά η λέξη «του» έχει κτητική σημασία και θα πρέπει να διαβαστεί ως έχει. Και αυτό διότι, σύμφωνα με όσα αναφέραμε πιο πάνω, η εναλλακτική γραφή «τού» οδηγεί σε φράση δίχως νόημα (το να φύγει, δηλαδή, μία γυναίκα από μια σχέση που δεν την ικανοποιεί, θα έπρεπε να απαιτεί τέχνη αντί να συνιστά δικαίωμα!).

Έτσι, το «η τέχνη του» υπονοεί μία ιδιότητα, ένα χάρισμα του άντρα. Και το «η τέχνη του να φεύγεις» θα μπορούσε να σημαίνει, σε πλήρη ανάπτυξη, «η τέχνη του άντρα να κάνει εσένα, τη γυναίκα, να φεύγεις...». Η φράση μένει ανολοκλήρωτη και δίχως νόημα, μέχρι να έρθει το υπόλοιπο, αναπόσπαστο μέρος του ορισμού: «...και τη στιγμή που φεύγεις από κοντά του (μετά την ερωτική σμίξη) να βιώνεις την απώλειά του δέκα φορές πιο οδυνηρά απ’ ό,τι εκείνος τη δική σου»!

Η τέχνη του έρωτα, λοιπόν, είναι υπόθεση του άντρα, ενώ το μεγαλύτερο μερίδιο της οδύνης του αποχωρισμού (της «σφαγής», κατά τον Λιαντίνη) αναλογεί στη γυναίκα. Εκείνος ήδη πλήρωσε το τίμημα που του αναλογούσε σε οδύνη, παραμερίζοντας «εννέα φορές» το «εγώ» του κατά την ερωτική σμίξη. Μετά, είναι η σειρά της να πονέσει. Κι αυτή είναι η δικαιοσύνη που όρισε η Φύση...

5. Τελικά, λογική ή ποίηση;

Ας συνοψίσουμε: Είναι φανερό ότι μία «προφανής» ερμηνεία του ορισμού του έρωτα κατά Λιαντίνη (δηλαδή, ότι έρωτας είναι η τέχνη να φεύγεις από μία σχέση, πονώντας πολλαπλά σε σύγκριση με τον/την σύντροφο που αφήνεις πίσω σου) οδηγεί σε παραδοξολογία. Πράγματι, κάποιος που ζει την οριστική και αμετάκλητη φυγή δέκα φορές πιο σφαγερά από εκείνον που αφήνει, δεν έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει τέχνη. Γιατί, η τέχνη πάνω απ’ όλα απαιτεί καθαρό μυαλό, συγκέντρωση και λογική. Κι ο πόνος, αν και συχνά παράγει τέχνη, ποτέ δεν παράγεται από αυτήν!

Οι δύο ερμηνείες που επιχειρήθηκαν σε αυτό το κείμενο βασίστηκαν σε λογική επεξεργασία της διατύπωσης του ορισμού, εξετάζοντας χωριστά τις περιπτώσεις όπου η έκφραση «να φεύγεις» απευθύνεται στον άντρα ή στη γυναίκα. Αυτό μας οδήγησε, τελικά, σε μία σύνθεση των ερμηνειών σε ένα ενιαίο σχήμα, αφού οι ερμηνείες αυτές είναι κατ’ ουσίαν συμπληρωματικές και όχι αμοιβαία αποκλειόμενες.

Το ερώτημα, βέβαια, είναι κατά πόσον ο ίδιος ο Λιαντίνης θα ενέκρινε μια οποιαδήποτε απόπειρα αποκωδικοποίησης των συμβολισμών που περιέχονται στη «Γκέμμα», με δεδομένο ότι η (σκόπιμα;) αινιγματική γραφή δένει αρμονικά με το λογοτεχνικό – κατ’ ουσίαν ποιητικό – ύφος του κειμένου. Έτσι που μία καθαρά ορθολογική προσέγγιση των νοημάτων θα μπορούσε να απειλήσει την ωραιότητα του όλου οικοδομήματος.

Ποιος ξέρει, λοιπόν... Ίσως και να πρέπει, τελικά, να αφήσουμε αδιατάρακτες τις λέξεις στα ανεξερεύνητα σκοτάδια τους. Και ίσως οι ερμηνείες τους να πρέπει να αναζητηθούν όχι τόσο στα λεξικά, όσο στο ατομικό ένστικτο του καθενός. Γιατί, η «Γκέμμα» δεν είναι μία, είναι πολλές. Τόσες όσες και οι συνειδητότητες που χρόνια τώρα αγωνίζονται να την εξερευνήσουν. Πολλές φορές, ακόμα και μάταια...

(*) https://www.klik.gr/gr/el/brain-storm/stochasmoi-pano-se-mia-profitiki-dialexi-tou-dimitri-liantini/

KLIK

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2022

Σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν…

 Άλλο ένα ηλικιωμένο άτομο έπεσε θύμα δολοφονίας από αδίστακτο εισαγόμενο κακοποιό. Κάποιοι «ανθρωπιστές» θα σπεύσουν να αιτιολογήσουν (διάβαζε: δικαιολογήσουν) το έγκλημα. Κάποιοι πραγματιστές θα πουν «μια σύνταξη λιγότερη για το ελληνικό δημόσιο»...

Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Η είδηση: Ηλικιωμένη τραυματίστηκε θανάσιμα στη μέση του δρόμου στην Ηλιούπολη, μετά από βίαιη αρπαγή της τσάντας της από αλλοδαπό σεσημασμένο κακοποιό. Ο δράστης (ο οποίος βαρύνεται και με άλλες παρόμοιες επιθέσεις) συνελήφθη από την αστυνομία.

Δεν είναι παρά το τελευταίο (την ώρα που γράφονται τούτες οι γραμμές) γνωστό περιστατικό δολοφονίας ηλικιωμένου συνανθρώπου μας από άτομο στο οποίο η χώρα άνοιξε διάπλατα τα σύνορά της προσφέροντας φιλοξενία και ευκαιρία για μία καλύτερη ζωή. Και μου έρχεται στο νου μία φρικτή δολοφονία που έλαβε χώρα το μακρινό 2012, ανάμεσα σε αμέτρητα άλλα εγκλήματα, πριν και μετά, με θύματα ανθρώπους της τρίτης ηλικίας. Το μόνο παρήγορο είναι ότι η Πολιτεία έλαβε άμεσα μέτρα προστασίας των ηλικιωμένων από εισαγόμενους κακοποιούς, ψηφίζοντας νόμο που τιμωρεί αυστηρά την ξενοφοβία (ναι, ο ανθρώπινος φόβος είναι αίσθημα ποινικά κολάσιμο!).

Για το περιστατικό εκείνο του 2012 είχα γράψει ένα κείμενο στο ΒΗΜΑ, το οποίο (κείμενο) συνάντησε έντονες αντιδράσεις από κύκλους πιστών του δόγματος των πλέρια ανοιχτών συνόρων (ένα δόγμα που καλά κρατεί). Παραδόξως, εισέπραξα και μία (συγκεκαλυμμένη, ομολογώ) ενόχληση από «συστημικούς» αναγνώστες. Ήταν η περίοδος της φοβερής οικονομικής κρίσης, και οι συντάξεις των «μη παραγωγικών» ανθρώπων αποτελούσαν αγκάθι για την Πολιτεία στην προσπάθειά της να τα βρει με κάποιον στρυφνό Γερμανό υπουργό οικονομικών...

Παραθέτω ένα εκτενές απόσπασμα από το άρθρο εκείνο, σαν ιστορικό αποτύπωμα μιας άλλης εποχής. Αλλά και επειδή, όπως λέει το τραγούδι, «όλα τα ίδια μένουν»...

----------------------------------------

Κάποιες άλλες, μακρινές εποχές, η είδηση θα είχε αναστατώσει το πανελλήνιο. Οι εφημερίδες θα την πρόβαλλαν με πηχυαίους τίτλους, ενώ θα ήταν για μέρες το πρώτο θέμα της ειδησεογραφίας στα κανάλια και στα ραδιόφωνα. Σήμερα, η είδηση πέρασε στα «ψιλά» των εφημερίδων (αν έφτασε καν ως εκεί), ενώ για τα κανάλια ήταν ένα «συνηθισμένο» περιστατικό του καθημερινού αστυνομικού δελτίου. Πώς λέει εκείνο το χιλιο-αναμασημένο (αν και σοφό) κλισέ για το τέρας που δεν μας τρομάζει πια γιατί αρχίσαμε να του μοιάζουμε…

Όλοι έχουμε συναντήσει ανθρώπους που πέρασαν τα ογδόντα και βρέθηκαν στην ανάγκη να ζουν μόνοι. Για να κάνουμε πιο συγκεκριμένο το σενάριο, σκεφτείτε κάποιον που μόλις πριν ένα χρόνο έχασε τη σύντροφό του, το μόνο πρόσωπο στον κόσμο που είχε για παρέα και η παρουσία του τού έδινε κάποιο αίσθημα ασφάλειας. Τώρα οι νύχτες ήταν άυπνες και βασανιστικά αξημέρωτες. Κι ο κάθε θόρυβος απ’ το μπαλκόνι ή την κουζίνα έμοιαζε με απειλή ικανή να προκαλέσει πανικό. Ώσπου το φως της μέρας νάρθει σαν βάλσαμο παρηγοριάς και ψευδαίσθηση προστασίας…

Ευτυχώς υπήρχε μια σύνταξη, χάρις στην οποία μπορούσε να ζει με αξιοπρέπεια χωρίς να επιβαρύνει τα παιδιά του (τα οποία ήταν αναγκασμένα να μένουν μακριά). Χρόνια τώρα, μία φορά το μήνα συνδύαζε τον πρωινό του περίπατο με μια βόλτα ως την τράπεζα, να πάρει το καθορισμένο ποσό που θα του επέτρεπε να βγάλει τις δύσκολες μέρες που ακολουθούσαν. Δεν υπήρχε κανείς να τον συνοδέψει με ασφάλεια στο σπίτι, κι έτσι γύριζε μόνος του, κουβαλώντας στην τσέπη το πολύτιμο για την επιβίωση φορτίο του.

Δεν ξέρω αν το ‘χε, όμως, πληροφορηθεί (μα, κι αν το γνώριζε, τι θα μπορούσε να κάνει;) πως η Αθήνα δεν είναι πια η πόλη που ήξερε! Κάποτε ζούσαν εδώ άνθρωποι – καλοί, κακοί, με τις αρετές και τις αμαρτίες τους. Σήμερα οι άνθρωποι αναγκάζονται να συμβιώνουν με κτήνη. Και, όσο πιο πολύ συμβιώνουν με αυτά, τόσο πιο πολύ συνηθίζουν στην κτηνωδία, μέχρι που σιγά  σιγά παύουν να τη φοβούνται…

Στη χώρα της απόλυτης παρακμής, τα πάντα εισάγονται, αφού έχουμε ξεχάσει πια τι θα πει παραγωγή – από οδοντογλυφίδες και άλλα μικροπράγματα, έως πολιτισμό και ποιότητα ζωής. Και επειδή, φαίνεται, γίναμε υπερβολικά πολλοί και ανεπίτρεπτα πλούσιοι, αποφασίσαμε να ανοίξουμε τα σύνορα και στο εισαγόμενο έγκλημα, μήπως κι εξισορροπήσουμε κάπως την κατάσταση και καταφέρουμε, τελικά, να γίνουμε λιγότεροι και φτωχότεροι!

Το γεροντάκι των 82 χρόνων στο Παγκράτι ήταν εύκολος στόχος καθώς γυρνούσε μόνος από την τράπεζα με την πολύτιμη σύνταξη στην τσέπη. Δύο «απελπισμένοι» της περιοχής (σύμφωνα με μαρτυρίες περιοίκων) τον είχαν βάλει από καιρό στο σημάδι. Την πρώτη φορά απλώς τον λήστεψαν. Τη δεύτερη φαίνεται πως βρήκαν ζόρι καθώς τον ακολούθησαν ως μέσα στο σπίτι του. Έτσι, αναγκάστηκαν να του κλείσουν το στόμα για να μη φωνάζει και τους πάρουν είδηση οι γείτονες. Ως πρόχειρο μέσο απόφραξης του στόματος που σε λίγα λεπτά επρόκειτο να σιγήσει για πάντα από ασφυξία, επέλεξαν μια ικανή ποσότητα χαρτιού υγείας από την τουαλέτα...

Και, επειδή κάποιοι έχουν ήδη αρχίσει να αφαιρούν το περιτύλιγμα της άνοστης, χιλιομασημένης τσιχλόφουσκας περί «ρατσισμού», θα θέσω ένα ερώτημα που προσωπικά θεωρώ ρητορικό: Τι είναι, αν όχι ρατσιστική, η «κατανόηση» και η ανοχή στην άσκηση ακραίας βίας από τους βιολογικά ανθεκτικότερους και σωματικά υπέρτερους προς τους αδύναμους κι ανήμπορους να αμυνθούν;

Το μέγεθος του κακού σ’ αυτή τη χώρα έγινε πια τέτοιο που δεν μπορεί να χωρέσει σε συμβατικές ηθικές αξιολογήσεις. (Όπως με ωμό κυνισμό είχε πει κάποιος, μερικές χιλιάδες θάνατοι δεν είναι τραγωδία, είναι στατιστική!) Πιστή στις επιταγές του Δαρβίνου, η κοινωνία των ανθρώπων έχει ασυνείδητα αναπτύξει νοσηρά ανακλαστικά αυτοσυντήρησης με τελικό στόχο το ξεσκαρτάρισμα των βιολογικά αδύναμων και κοινωνικά μη-παραγωγικών στοιχείων. Γι’ αυτό και, στη χρεοκοπημένη Ελλάδα τού σήμερα, το γεροντάκι των 82 που απολάμβανε το «προνόμιο» μιας ολόκληρης σύνταξης, μέσα στα πειραγμένα υποσυνείδητά μας ίσως και να πρόβαλλε ως ανεπίτρεπτη «πολυτέλεια» που θα ‘πρεπε με κάποιον τρόπο να εκλείψει!

Αυτό εξηγεί, άλλωστε, τα ψιλά γράμματα των εφημερίδων, τις λιτές και άχρωμες – σχεδόν εξαναγκαστικές – αναφορές ρουτίνας στα Μέσα Ενημέρωσης, μα, κυρίως, την απουσία έμπρακτης ευαισθησίας εκ μέρους όσων κόπτονται επιλεκτικά για τα ανθρώπινα δικαιώματα και αυτοχρίζονται σταυροφόροι «κατά του ρατσισμού»!

Καμία Πολιτεία δεν μπορεί να αντιμετωπίσει από μόνη της προβλήματα τέτοιου μεγέθους, αν πρώτα η ίδια η κοινωνία δεν τα καταδικάσει στη συλλογική της συνείδηση. Μια συνείδηση που πρέπει, όμως, να πάψει να εμφανίζεται κατακερματισμένη με βάση κομματικές συμπάθειες ή ιδεολογικές προκαταλήψεις, και να λειτουργήσει με πνεύμα μη-επιλεκτικού (άρα, μη-μεροληπτικού και μονόπλευρου) ανθρωπισμού, αλλά και με αίσθημα εθνικής αυτοσυντήρησης (όσο κι αν ο επιθετικός προσδιορισμός στην αυτοσυντήρηση προκαλεί αλλεργία σε ορισμένους «προοδευτικούς» κύκλους…).

Και, ας αφήσουμε, επιτέλους, κατά μέρος τις γελοίες ρητορείες περί δήθεν «ρατσιστικών τάσεων» της κοινωνίας μας. Είμαστε, κατά παράδοση, ο πιο ανεκτικός και φιλόξενος λαός του κόσμου. Αυτονόητα, βέβαια, για εκείνους που σέβονται τους κανόνες της φιλοξενίας και τιμούν αυτούς που τους την προσφέρουν!

Κι αυτή μας τη διάθεση δεν μπορούν να την επιβάλουν ξενόφερτοι νόμοι «κατά του ρατσισμού και της ξενοφοβίας». Μπορούν μόνο να την εμπνεύσουν οι καλές προθέσεις αυτών που έρχονται στη χώρα για να συμβάλουν στην αναδημιουργία της – όχι να αποτελειώσουν την αποσύνθεσή της.

(Ιούλιος 2012, στην «καρδιά» μιας οικονομικής κρίσης)

KLIK

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2022

Κίεβο 2022. Όπως Λένινγκραντ 1941...

 Ο Μαρξ είχε πει ότι η Ιστορία συμβαίνει ως τραγωδία και επαναλαμβάνεται ως φάρσα. Το Κίεβο του 2022 μοιάζει με τραγική φάρσα της Ιστορίας: Είναι το «Λένινγκραντ» του 1941 με τους ρόλους του «καλού» και του «κακού» αντεστραμμένους...

Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Ο Καρλ Μαρξ είχε πει ότι η Ιστορία συμβαίνει ως τραγωδία και επαναλαμβάνεται ως φάρσα. Αν και δεν είναι από τους φιλοσόφους που συμπαθώ ιδιαίτερα, οφείλω να υποκλιθώ στην ευστοχία των λόγων του! Γιατί, όταν ο Άνθρωπος δεν διδάσκεται από την Ιστορία, είναι καταδικασμένος να επαναλάβει τα λάθη του. Μόνο που, κάποιες φορές, οι ρόλοι του ως θύτη ή ως θύματος εναλλάσσονται. Το ίδιο και τα αισθήματα συμπάθειας για τα βάσανά του, και αποστροφής για τα πεπραγμένα του...

Μία σειρά ντοκιμαντέρ εποχής, παραγωγής του αμερικανικού στρατού, παρουσιάζει τις πιο σκληρές όψεις του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Έχω συγκεντρώσει τα επεισόδια εδώ:

https://costas-sci.blogspot.com/2016/01/second-world-war-american-style.html

Ένα από αυτά (No.6, The Battle for Russia, Part B) αφορά τα πολεμικά γεγονότα που ακολούθησαν την εισβολή των Ναζί στη Σοβιετική Ένωση το 1941. Προκαλούν αποτροπιασμό οι εικόνες των νεκρών παιδιών – και των άλλων άοπλων θυμάτων πολέμου – από τους γερμανικούς βομβαρδισμούς. Και νιώθουμε αληθινή συμπάθεια μαζί με θαυμασμό για τους ηρωικούς κατοίκους του Λένινγκραντ, που άντεξαν τη φρικτή (θα έλεγα, κτηνώδη) ναζιστική πολιορκία (1941–44) χωρίς ποτέ να παραδώσουν την πόλη τους. Όσοι κατάφεραν να επιζήσουν από τους ανελέητους βομβαρδισμούς και το κρύο του χειμώνα (αφού καύσιμα δεν υπήρχαν λόγω του αποκλεισμού) χρειάστηκε να φάνε ακόμα και ποντίκια για να επιβιώσουν. Ήταν το «Μεσολόγγι» του εικοστού αιώνα...

Μετά από 80 χρόνια, η συμπάθεια και ο θαυμασμός που κάποτε νιώσαμε για τους Ρώσους έχουν δώσει τη θέση τους σε αισθήματα απέχθειας και οργής γι' αυτούς, καθώς τους βλέπουμε να διαπράττουν στην Ουκρανία εγκλήματα πολέμου ανάλογα με εκείνα που οι ίδιοι είχαν υποστεί από τους Ναζί. Το Κίεβο είναι ένα σύγχρονο «Λένινγκραντ». Και προκαλεί αίσθημα θλίψης να ακούς Έλληνες «χριστιανούς» να χειροκροτούν (ενδεχομένως με το αζημίωτο) τις θηριωδίες στις οποίες έχουν επιδοθεί οι εισβολείς από την αρχή του πολέμου, όπως οι βομβαρδισμοί αμάχων, τα ναζιστικής σκληρότητας βασανιστήρια, και οι βιασμοί γυναικών [1–5].

Ναι, ο Μαρξ είχε δίκιο τελικά: κάποιες φορές η Ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα. Μόνο που, και η ίδια η φάρσα είναι δυνατό να κουβαλά τη δική της τραγικότητα...

[1] https://youtu.be/hzlh3bTKMH8

[2] https://youtu.be/g6bWJK01Imc

[3] https://youtu.be/BFrV-fgmYYo

[4] https://youtu.be/ZgtXV9VBxEE

[5] https://youtu.be/hjGNYdyjhd8

KLIK

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2022

Όταν το τεκμήριο αθωότητας γίνεται «τεκμήριο ενοχής»...


Σε ένα δημοκρατικό σύστημα δικαιοσύνης, κανένας δεν κηρύσσεται ένοχος αν δεν αποδειχθεί η ενοχή του. Στα ολοκληρωτικά συστήματα, όμως, το προς απόδειξη δεν είναι η ενοχή αλλά η αθωότητα. Το ίδιο, φαίνεται, πρεσβεύουν και κάποιες «δημοκρατικές» δυνάμεις στην Ελλάδα...

 Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Το «τεκμήριο της αθωότητας» είναι μία από τις κατακτήσεις του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης. Σύμφωνα με αυτό, κάθε άνθρωπος που κατηγορείται για άδικες πράξεις θεωρείται αθώος μέχρις αποδείξεως του εναντίου. Έτσι, είναι υποχρέωση της Πολιτείας να αποδείξει την ενοχή ενός κατηγορουμένου, όχι του κατηγορουμένου να αποδείξει την αθωότητά του. Και, μία απόδειξη ενοχής οφείλει να είναι απόλυτα τεκμηριωμένη. Δεν μπορεί να είναι ένα σύνολο από ενδείξεις που δεν οδηγούν σε βέβαιο συμπέρασμα. Ακόμα περισσότερο, η ενοχή δεν τεκμαίρεται από αναπόδεικτες καταγγελίες, όσο θόρυβο κι αν αυτές προκαλούν!

Η πιο πάνω αρχή υποχρεώνει το δικαστήριο να αποφανθεί υπέρ του κατηγορουμένου ακόμα και σε περίπτωση αμφιβολίας («in dubio pro reo»). Όσο έντονη, έτσι, κι αν είναι η υποψία για την ενοχή ενός δικαζόμενου, η καταδίκη του θα πρέπει πάντα να βασίζεται σε αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία.

Αυτή τη θεμελιώδη αρχή του δικαίου φαίνεται πως αγνοούν (ή περιφρονούν) οι σημερινοί εκπρόσωποι της λεγόμενης «ανανεωτικής(;) αριστεράς», οι οποίοι συχνά αυτοαναγορεύονται σε θεματοφύλακες των αρχών του Διαφωτισμού. Σε πρόσφατη συνέντευξή του σε τηλεοπτικό κανάλι, ο επικεφαλής του πολιτικού αυτού χώρου ακούστηκε να ισχυρίζεται το εξής απίστευτο: Ο βασικός πολιτικός του αντίπαλος είναι «ένοχος» ακραία αντιθεσμικής συμπεριφοράς, με βάση κάποιες κατηγορίες (προς το παρόν αναπόδεικτες) που δημοσιεύθηκαν εις βάρος του από κομματικά στρατευμένους δημοσιογραφικούς κύκλους. Και θα παραμείνει ένοχος «έως ότου αποδείξει την αθωότητά του»!

Το – ιερό για κράτος δικαίου – τεκμήριο της αθωότητας, λοιπόν, παύει να ισχύει. Υποκαθίσταται από ένα ηθικά και πολιτικά διαστροφικό «τεκμήριο ενοχής», βάσει του οποίου κάθε ύποπτος θεωρείται εξ ορισμού ένοχος μέχρις ότου αυτός ο ίδιος (και όχι η Δικαιοσύνη) αποδείξει πως είναι αθώος!

Γνωρίζουμε, ασφαλώς, ότι το τερατώδες αυτό δόγμα δεν είναι καινούργιο. Το υιοθέτησαν στο παρελθόν «προσωπικότητες» όπως ο Χίτλερ και ο Στάλιν. Έτσι, οδηγούμαστε σε δύο εξίσου θλιβερά ενδεχόμενα για τους πολιτικούς επιγόνους ιστορικών μορφών της Ανανεωτικής Αριστεράς:

Είτε βάλθηκαν συνειδητά να απογυμνώσουν την Αριστερά από όποιο δημοκρατικό ήθος τής είχε απομείνει μετά το εφιαλτικό καλοκαίρι τού '15 (*)...

Είτε, χωρίς να το αντιλαμβάνονται, αποδεικνύουν καθημερινά την τραγική άγνοιά τους σε ό,τι αφορά τις στοιχειώδεις αρχές ενός φιλελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος.

Δεν ξέρω ποια από τις δύο εκδοχές είναι πιο επικίνδυνη για τη χώρα, τη στιγμή που κάποιοι φιλοδοξούν να την (ξανα)κυβερνήσουν...

(*) https://www.klik.gr/gr/el/brain-storm/kalokairi-2015-anamniseis-apo-enan-efialti/

KLIK

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2022

Η «πολιτική ορθότητα» και το φάντασμα του Ντόναλντ Τραμπ


 Η πιθανή επάνοδος του Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία φαντάζει σαν εφιαλτικό σενάριο θανάτου για την Αμερικανική Δημοκρατία. Όμως, στην πολιτική γιγάντωση του Τραμπ συνέβαλε και ένα τραγικό λάθος των Φιλελεύθερων: το ανελεύθερο δόγμα της «πολιτικής ορθότητας»...

Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

1. Το μπούμερανγκ

Τον Ιούνιο του 2020, εν μέσω θύελλας για ένα αποτρόπαιο ρατσιστικό έγκλημα στις ΗΠΑ, η τηλεοπτική πλατφόρμα HBO απέσυρε από την ταινιοθήκη της ένα από τα κορυφαία έργα του αμερικανικού κινηματογράφου: το πασίγνωστο «Όσα Παίρνει ο Άνεμος» (“Gone with the Wind”, 1939). Η εξήγηση που δόθηκε ήταν ότι η ταινία παραβίαζε τους όρους της πολιτικής ορθότητας, αποκρύπτοντας (ή, μη προβάλλοντας επαρκώς) τον ρατσισμό που επικρατούσε στον Νότο κατά την περίοδο του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου. Η απόσυρση της ταινίας συνάντησε έντονες αντιδράσεις από κριτικούς κινηματογράφου αλλά και ιστορικούς, οι οποίοι έκαναν λόγο για υπερβολές της πολιτικής ορθότητας και κατηγόρησαν το HBO για λογοκρισία.

Γενικά μιλώντας, η πολιτική ορθότητα είναι κάτι σαν φάρμακο. Σε λογικές δόσεις ίσως και να είναι ωφέλιμη. Η κατάχρησή της, όμως, μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ ενάντια στις ίδιες τις προθέσεις της. Αυτό φάνηκε καθαρά στις αμερικανικές εκλογές του 2016, όταν μία κατά βάση αντιδημοκρατική και αντιφιλελεύθερη προσωπικότητα βρέθηκε στον Λευκό Οίκο. Το εφιαλτικό σενάριο για την Αμερικανική Δημοκρατία είναι, τώρα, να ξαναβρεθεί σύντομα το ίδιο πρόσωπο στο ίδιο μέρος...

Ας το εξηγήσουμε συνοπτικά: Ο κοινωνικός φιλελευθερισμός των Αμερικανών Δημοκρατικών, αντίβαρο αρχικά στον συντηρητικό υπερεθνικισμό των Ρεπουμπλικάνων, ανέδειξε στην πορεία του μία μορφή ιδεολογικής δικτατορίας που προσέδωσε στον όρο «φιλελεύθερος» τον χαρακτήρα οξύμωρου, αφού κατάργησε στην πράξη την ίδια την – ιερή για τους Αμερικανούς – ελευθερία του λόγου. Έτσι, το αμφιλεγόμενο δόγμα της πολιτικής ορθότητας (political correctness) αποδείχθηκε μία ιδέα όχι λιγότερο οπισθοδρομική από εκείνες ενάντια στις οποίες μάχεται.

Η ολοένα αυξανόμενη εμμονή με την πολιτική ορθότητα κόστισε, τελικά, ακριβά στους Δημοκρατικούς στις εκλογές του 2016, τις οποίες έχασαν από έναν υπέρμετρα εξωστρεφή εκπρόσωπο του αντισυστημικού λαϊκισμού και φανατικό πολέμιο του δόγματος...

2. Γιατί νίκησε ο Trump το 2016

Πολλοί είπαν ότι ο Donald Trump νίκησε στις εκλογές τού '16 γιατί κατόρθωσε να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά το άγχος της εργατικής τάξης για την ανεργία που ολοένα επιδεινωνόταν από την μετανάστευση και την παγκοσμιοποίηση. Για άλλους, η νίκη του οφείλεται στο κάθε άλλο παρά δημοφιλές προφίλ της αντιπάλου του, Χίλαρι Κλίντον. Κάποιοι ακόμα ισχυρίστηκαν ότι είχε έρθει η ώρα να πετάξει η Αμερική την δημοκρατική της μάσκα και να αποκαλύψει το αληθινό της πρόσωπο!

Υπάρχει, όμως, και μία ιδιαίτερη παράμετρος της νίκης του Trump που θα ήταν λάθος να αγνοηθεί. Για κάποιους αναλυτές ήταν ίσως η σημαντικότερη. Αναφέρομαι στην κούραση μεγάλου μέρους της αμερικανικής κοινωνίας από την τυραννία της πολιτικής ορθότητας σε κάθε απόπειρα έκφρασης δημόσιας γνώμης, από την καφετέρια της γειτονιάς ως τη Βουλή των Αντιπροσώπων και το εθνικό δίκτυο τηλεόρασης. Ο Trump νίκησε, κατά τους πολιτικούς αναλυτές, επειδή ακριβώς έπεισε τον μέσο Αμερικανό ότι θα τον απάλλασσε μία και καλή από την πολιτική ορθότητα. Και η ιδέα αυτή ήταν, όπως αποδείχθηκε, ένα από τα κλειδιά της επιτυχίας του.

Από τη μεριά τους, οι Αμερικανοί φιλελεύθεροι (liberals) έκαναν ένα σοβαρό πολιτικό σφάλμα. Στην προσπάθειά τους να πολεμήσουν τον ρατσισμό, εισήγαγαν νέες μορφές του. Κατέταξαν τους πολίτες σε διακριτές κοινωνικές ομάδες και είπαν σε κάποιους από αυτούς – κυρίως τους λευκούς άντρες με σχετικά χαμηλό επίπεδο μόρφωσης – πως είναι οι «κακοί». Τους χλεύασαν ανελέητα χαρακτηρίζοντάς τους οπισθοδρομικούς και στιγματίζοντάς τους, συχνά αβάσιμα, ως ρατσιστές και σεξιστές. Ακόμα και τα video-παιχνίδια τους αποτέλεσαν αντικείμενο αφ’ υψηλού ειρωνείας.

Η αμφισβήτηση της ελευθερίας του λόγου έχει πάντα κόστος, ιδιαίτερα σε μία κοινωνία όπως η αμερικανική. Η προεδρία πήγε, τελικά, σε εκείνον που, κατά τους υποστηρικτές του, «δεν φοβόταν να πει ανοιχτά τη γνώμη του». Κάποιον που αντιπροσώπευε «όσα δεν μπορούσαν εκείνοι να πουν»...

3. Τι είναι «πολιτική ορθότητα»

Σε αντίθεση με μία συνήθη, μονομερή ερμηνεία του όρου, η πολιτική ορθότητα δεν περιορίζεται σε ζητήματα που άπτονται φυλετικών ή σεξουαλικών ευαισθησιών. Συνίσταται, γενικά, στον αποκλεισμό κοινών εκφράσεων ή πρακτικών που θα μπορούσαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο να προσβάλουν οποιοδήποτε μέλος μίας πλουραλιστικής κοινωνίας. Βέβαια, το τι προσβάλλει κάποιον είναι κατά βάση προσωπική υπόθεση – αν κανείς εξαιρέσει ένα σύνολο αυτονόητα απορριπτέων συμπεριφορών που, κατά κοινή παραδοχή, συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας.

Αν και οι προθέσεις της δείχνουν καταρχήν αγαθές (ποιος θεωρεί καλό πράγμα το να προσβάλλει κάποιος τον συνάνθρωπό του;) η πολιτική ορθότητα εξελίχθηκε με τον καιρό σε τυραννία ενάντια στην ελευθερία της έκφρασης και, σε ακραίες περιπτώσεις, έφτασε να στιγματίζει ανεξίτηλα τις υπολήψεις εκείνων που την παραβιάζουν. Επέβαλε ένα ολοένα διευρυνόμενο «λεξικό» απαγορευμένων εκφράσεων που, αν κάποιος δεν ενημερώνεται έγκαιρα για τις τακτικές επικαιροποιήσεις του, κινδυνεύει να εκτεθεί στα μάτια μίας άτυπης «αστυνομίας σκέψης» και να αποκομίσει ετικέτες που κυμαίνονται από αυτή του οπισθοδρομικού έως εκείνη του ρατσιστή.

Σύμφωνα με προ εξαετίας στατιστικές, 60% των Αμερικανών – διπλάσιοι Ρεπουμπλικάνοι σε σύγκριση με τους Δημοκρατικούς – θεωρούσαν ότι η πολιτική ορθότητα είναι ένα από τα σημαντικά προβλήματα στις ΗΠΑ. Μόνο ένα 18% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι η χώρα τους δεν είναι όσο θα έπρεπε «πολιτικά ορθή»...

4. Πολιτική ορθότητα στην ακαδημαϊκή εκπαίδευση

Στα αμερικανικά πανεπιστήμια, η πολιτική ορθότητα έχει επιβάλει περιορισμούς στην έκφραση που προκαλούν ασφυξία στους φοιτητές και το καθηγητικό προσωπικό. Μέχρι το 2013, το «Γραφείο για τα Πολιτικά Δικαιώματα» του Υπουργείου Παιδείας των ΗΠΑ όριζε ότι η συμπεριφορά ενός ατόμου (κυρίως σε ό,τι αφορά τον λόγο) θα έπρεπε να κριθεί ως «αντικειμενικά προσβλητική» με βάση προκαθορισμένα κριτήρια, προτού κάποιος αποκτήσει το δικαίωμα να υποβάλει μία ανώνυμη καταγγελία εναντίον του ατόμου αυτού.

Το 2013, εν τούτοις, η κυβέρνηση Obama άλλαξε τα δεδομένα. Σύμφωνα με μία νέα αντίληψη, το τι είναι προσβλητικό καθορίζεται με βάση τις προσωπικές ευαισθησίες του καθενός και δεν υπόκειται σε αντικειμενική αξιολόγηση. Με άλλα λόγια, ο κάθε φοιτητής μπορεί να βασίζεται στα προσωπικά του – και, ως εκ τούτου, απόλυτα υποκειμενικά – κριτήρια για να ορίσει ως προσβλητικό ένα σχόλιο από έναν συμφοιτητή ή έναν καθηγητή του και να υποβάλει, έτσι, μία ανώνυμη καταγγελία. Πολλά πανεπιστήμια των ΗΠΑ έσπευσαν να συμμορφωθούν με αυτή την παράλογη απαίτηση υπό τον φόβο οικονομικών κυρώσεων.

Ποια είναι η τύχη ενός ατόμου που πέφτει θύμα ανώνυμης καταγγελίας για παραβίαση πολιτικής ορθότητας; Σύρεται ως κοινός κακούργος σε διάφορες εξεταστικές επιτροπές, χωρίς το δικαίωμα να αντικρίσει τον καταγγέλλοντα – ούτε καν να πληροφορηθεί το όνομά του – επειδή και μόνο κάποιος φοιτητής, ή κάποια ομάδα φοιτητών, θεώρησαν ένα σχόλιό του ως «μη αποδεκτό». Και, φυσικά, ας μην ξεχνούμε και τους αμείλικτους «δικαστές» των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που πρόθυμα θα συνταχθούν με τους «θιγόμενους»!

Και ο παραλογισμός δεν έχει τέλος: Πριν το ξεκίνημα του ακαδημαϊκού τετραμήνου, ο καθηγητής ενός μαθήματος οφείλει να προβλέψει ποια στοιχεία του μαθήματος θα μπορούσαν να προκαλέσουν τις προσωπικές ευαισθησίες ενός φοιτητή, και να εκδώσει σχετική προειδοποίηση. Αν αμελήσει να το πράξει, είναι θεωρητικά δυνατό να αντιμετωπίσει τις καθιερωμένες καταγγελίες ή να εισπράξει την οργή κάποιων φοιτητών του.

5. Υπερβολές της πολιτικής ορθότητας

Η πολιτική ορθότητα στην Αμερική συχνά φτάνει στα άκρα προκειμένου να υπηρετήσει τους σκοπούς της. Το ερώτημα «πού γεννηθήκατε;» πρέπει να αποφεύγεται επειδή μπορεί να εκληφθεί ως έμμεση αμφισβήτηση αμερικανικής καταγωγής. Το «πόσον καιρό εργάζεστε εδώ;» θα μπορούσε να θεωρηθεί ως υπαινιγμός για την ηλικία κάποιου. Το «πολίτης των ΗΠΑ» είναι προτιμότερο από το «Αμερικανός», αφού το δεύτερο υπονοεί ότι οι ΗΠΑ είναι η μόνη χώρα της αμερικανικής ηπείρου…

Για πολλούς Αμερικανούς, η κατάχρηση πολιτικής ορθότητας ακουμπά ενοχλητικά ακόμα και πάνω σε αγαπημένες παραδόσεις. Για παράδειγμα, το «Καλές Γιορτές» θεωρείται περισσότερο πολιτικά ορθό από το «Καλά Χριστούγεννα», αφού το δεύτερο προάγει τον διαχωρισμό των ανθρώπων με βάση τα θρησκευτικά τους «πιστεύω». Ένα σχολείο στο Connecticut επιχείρησε πριν μερικά χρόνια να απαγορεύσει τις αποκριάτικες στολές για το Halloween, θεωρώντας ότι κάποια παιδιά με διαφορετικές πολιτισμικές καταβολές θα μπορούσαν να αισθανθούν ξένα ως προς το έθιμο. Την πολιτική αυτή του σχολείου ανέτρεψαν, τελικά, μερικοί εξαγριωμένοι γονείς μαθητών!

6. Η πολιτική μη-ορθότητα ως εργαλείο πολιτικής

Η ρητορική ενάντια στην πολιτική ορθότητα μπορεί να χρησιμεύσει ως εργαλείο αποπροσανατολισμού των Αμερικανών ψηφοφόρων από τα πραγματικά προβλήματα της χώρας τους, στοχεύοντας ευθέως στους βαθύτερους και σκοτεινότερους φόβους τους για ανθρώπους που είναι διαφορετικοί.

Την ώρα που μιλούν για τους «μετανάστες που κλέβουν τις δουλειές των Αμερικανών», κάποιοι πολιτικοί επιχειρούν να αποσπάσουν την προσοχή του κοινού από πραγματικά δεδομένα, όπως π.χ. το γεγονός ότι, σύμφωνα με υπολογισμούς ειδικών, η εισροή Λατίνων μεταναστών εργατών στις ΗΠΑ κατά τα τελευταία 30 χρόνια είχε πολύ μικρή επίπτωση στην ανεργία, σε σύγκριση με την μετακίνηση ενός σημαντικού αριθμού εργοστασίων στο εξωτερικό, ή τις επαναλαμβανόμενες υφέσεις της εθνικής οικονομίας. Έτσι, ενώ παρακολουθούσε κάποιος με ενδιαφέρον τον Trump, προ των εκλογών του ’16, να ζητά την κατασκευή τείχους που θα απέτρεπε την μετανάστευση, ελάχιστα πρόσεχε ότι οι πραγματικοί λόγοι απώλειας θέσεων εργασίας και οικονομικής αστάθειας δεν θίγονταν καν.

7. Συνοψίζοντας...

Η πολιτική ορθότητα είναι ένας άγραφος και συνεχώς εμπλουτιζόμενος κώδικας απαγορευμένης έκφρασης και πρακτικής. Για πολλούς Αμερικανούς, ο κώδικας αυτός στραγγαλίζει την ελευθερία του λόγου, τιμωρώντας παράλληλα τους «παραβάτες» με την ρετσινιά της οπισθοδρομικότητας και της μισαλλοδοξίας. Η αντίδραση απέναντι στο φαινόμενο έφερε, έτσι, πριν λίγα χρόνια στην εξουσία κάποιον που υποσχέθηκε πως θα καταργήσει την πολιτική ορθότητα στην πράξη. Το φάντασμα της επιστροφής του πλανάται τώρα και πάλι πάνω από τις ΗΠΑ, απειλώντας ό,τι λίγο (κατά τη γνώμη μας) έχει απομείνει από την Δημοκρατία στη χώρα εκείνη.

Δεν ισχυριζόμαστε, φυσικά, ότι η πολιτική ορθότητα είναι ο πλέον καθοριστικός παράγοντας στις αμερικανικές εκλογές. Είναι, όμως, κάτι που δεν πρέπει να αγνοείται αν κάποιος θέλει να έχει την πλήρη εικόνα των πραγμάτων και να δώσει την καλύτερη δυνατή ερμηνεία στα εκλογικά αποτελέσματα. Τόσο εκείνα που προηγήθηκαν, όσο κι αυτά που έπονται...

(Το κείμενο αποτελεί επικαιροποίηση ανάλυσης που δημοσιεύθηκε το 2020 στο ΒΗΜΑ.)

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2022

Η Ευρώπη και τα φαντάσματα του «Μεγάλου Πολέμου»

Την ώρα που ο κ. Πούτιν και τα φερέφωνά του οραματίζονται τη διάλυση της Ενωμένης Ευρώπης, οι ίδιες οι χώρες της Ευρώπης δεν πρέπει να ξεχνούν τα διδάγματα της Ιστορίας. Και μάλιστα, τα πολύ παλιά...

Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Η ναζιστικού τύπου εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία φάνηκε αρχικά να αναπτερώνει τις ελπίδες φανατικών αντιευρωπαϊκών κύκλων για τη δημιουργία συνθηκών διάλυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (σύντομα: Ε.Ε.). Αυτό, λόγω των διαφωνιών που αναμενόμενα θα ανέκυπταν ως προς την αντιμετώπιση των συνεπειών του πολέμου. Οι ελπίδες ευτυχώς διαψεύστηκαν.

Είχαν προηγηθεί δύο χαμένες ευκαιρίες «ξηλώματος του ευρωπαϊκού πουλόβερ». Η πρώτη ήταν η ελληνική χρεοκοπία και η ενδεχόμενη (με τις ευλογίες αφελών Ελλήνων ψηφοφόρων) αποχώρηση της χώρας από την Ε.Ε., το καλοκαίρι του 2015. Την κατάσταση (για την Ελλάδα, φυσικά) έσωσε την τελευταία στιγμή μια πολιτική «κωλοτούμπα».

Σύντομα ακολούθησε μία δεύτερη, ακόμα μεγαλύτερη ευκαιρία. Το βρετανικό δημοψήφισμα του Ιουνίου του 2016 σήμανε την αρχή του τέλους της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας εκείνης. Η «τρύπα στο ευρωπαϊκό πουλόβερ» φάνταζε τώρα τεράστια, και οι αντιευρωπαϊκές καμπάνες άρχισαν να ηχούν χαρμόσυνα. (Λίγοι υποπτεύονταν τότε ότι ένα μεγάλο μέρος από τις «κωδωνοκρουσίες» είχε την ευγενική χορηγία του κ. Πούτιν.) Το πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα, τόσο για την Ευρώπη όσο και, κυρίως, για τη Βρετανία, το γνωρίζουμε ήδη...

Με αφορμή αυτές τις σκέψεις, θα ήθελα να παραθέσω ένα κείμενο ιστορικής μνήμης, το οποίο δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑ τον Ιούνιο του 2016, σύντομα μετά το βρετανικό δημοψήφισμα. Αν παραβλέψουμε τις διαφορές ανάμεσα στις συγκυρίες των δύο εποχών, τα ιστορικά διδάγματα είναι αναλλοίωτα και, υπό αυτή την έννοια, το κείμενο παραμένει επίκαιρο...

--------------------------------

Από μια πρόσφατη ανάρτηση ενός φίλου στο Facebook έτυχε να διαβάσω ένα άρθρο, πρωτότυπα δημοσιευμένο σε πολιτική εφημερίδα, το οποίο χαιρέτιζε σε τόνους πανηγυρικούς το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος που οδηγεί στην αποχώρηση της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το έντονα φορτισμένο – στα όρια του εμπαθούς – ύφος του κειμένου δεν άφηνε περιθώρια αμφιβολίας: κάποιοι κυριολεκτικά μισούν την ιδέα της ενωμένης Ευρώπης. Ή, για να γίνω ακριβέστερος, μισούν αυτή την Ευρώπη που γνωρίζουμε σήμερα.

Σταχυολογώ ενδεικτικά μερικές χαρακτηριστικές εκφράσεις από το κείμενο: «Φρένο στο 4ο Ράιχ»«νταβατζήδες των αγορών και του Βερολίνου»«αποκρουστικά μαντρόσκυλα της Καγκελαρίας»«ντόπια ζόμπι της ευρωλιγουριάς»«ξεχασμένοι βρυκόλακες της πολιτικής»...

Αν θέλουμε να είμαστε αντικειμενικοί, υπάρχουν πράγματι λόγοι για να μην τρέφει κάποιος ιδιαίτερα θετικά αισθήματα για τη σημερινή Ε.Ε. Ο σημαντικότερος αφορά την οικονομική ηγεμονία του Βερολίνου και τις εμμονικές αγκυλώσεις της Γερμανίας στις πολιτικές λιτότητας που έχουν «γονατίσει» μεγάλα τμήματα του πληθυσμού στις πιο αδύναμες, κυρίως, χώρες (μία από αυτές τη γνωρίζουμε από πρώτο χέρι!).

Ένας δεύτερος λόγος έχει να κάνει με τη μεταναστευτική φιλοσοφία τής Ε.Ε., που ενθαρρύνει τον μετασχηματισμό των ευρωπαϊκών κοινωνιών σε πολυπολιτισμικές, τη στιγμή που οι κοινωνίες αυτές αισθάνονται να απειλούνται από τις συνέπειες της ανεξέλεγκτης (και συχνά παράνομης) μετανάστευσης. Οι φόβοι, μάλιστα, αυξάνουν δραματικά μετά τα φαινόμενα έξαρσης του θρησκευτικού φανατισμού που έχουν προκαλέσει αμέτρητα θύματα ως τώρα και έχουν θέσει σε συναγερμό όλες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Ο πολίτης μπορεί ίσως να μοιραστεί το λιγοστό ψωμί του, σε καμία περίπτωση όμως δεν διαπραγματεύεται το αίσθημα της ασφάλειάς του!

Οι αντιευρωπαϊκοί κύκλοι, λοιπόν, υποδέχθηκαν ως πράξη εθνικής αντίστασης την απόφαση του βρετανικού λαού ενάντια, υποτίθεται, σε ένα «αναδυόμενο 4ο Ράιχ» που ζητά να αμφισβητήσει εθνικές κυριαρχίες. Η ιδέα ότι η σημερινή Γερμανία αποτελεί πολιτική και ιστορική συνέχεια της ναζιστικής, δεν μπορεί ασφαλώς να σταθεί ως θέμα σοβαρής συζήτησης. Αυτό που έχει σημασία, όμως, είναι ότι, για κάποιους, η ιστορική περίοδος που διανύουμε παραπέμπει σε εκείνη του μεσοπολέμου (1919 – 1939), όταν η δημοκρατική Ευρώπη (και, ευρύτερα, ο δημοκρατικός κόσμος) ετοιμαζόταν να αντιμετωπίσει τη λαίλαπα του ναζισμού και του φασισμού. Με τη Γερμανία να παίζει και πάλι το ρόλο του απόλυτου κακού – τούτη τη φορά όχι με τα όπλα, αλλά με το χρήμα.

Φοβάμαι ότι αυτοί που οραματίζονται και με τόση θέρμη προπαγανδίζουν τη διάλυση «αυτής» της Ευρώπης, συγκρίνοντας ταυτόχρονα το «σήμερα» με τη μεσοπολεμική περίοδο της ανόδου του ναζισμού, εστιάζουν την προσοχή τους σε λάθος μεσοπόλεμο. Ένας κατακερματισμός της Ευρώπης, με πιθανή την αναβίωση του ακραίου εθνικισμού και την επανεμφάνιση εθνικών περιχαρακώσεων, ανταγωνισμών και γενικής καχυποψίας μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, παραπέμπει σε μία άλλη ιστορική περίοδο: εκείνη που μεσολάβησε ανάμεσα στον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο (1870 – 71) και την έναρξη του εφιαλτικού «Μεγάλου Πολέμου» (1914).

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος φαντάζει σήμερα τόσο μακρινός που, για πολλούς μη-ιστορικούς δεν είναι παρά ένα αξιοσέβαστο θέμα ακαδημαϊκής μελέτης, το οποίο ελάχιστα πλέον επηρεάζει τη σύγχρονη πραγματικότητα. Ακόμα και έτσι να είναι, αποτελεί ένα ωφέλιμο δίδαγμα γι’ αυτούς που καλοδέχονται την προοπτική ενός εθνικού απομονωτισμού, θεωρώντας τον συνώνυμο της εθνικής ανεξαρτησίας και αφετηριακή προϋπόθεση εθνικών θριάμβων. Και προσφέρει ένα μάθημα για το πώς μία αλυσίδα λανθασμένων υπολογισμών και επιλογών μπορεί να οδηγήσει σε μαζική καταστροφή. Πολύ χειρότερη από αυτή που «απεργάζονται» σήμερα – σύμφωνα τουλάχιστον με το σχετικό αφήγημα – το Βερολίνο και τα «μαντρόσκυλά του»!

Έστω και για λόγους ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος, λοιπόν, αξίζει να κοιτάξουμε πάνω από έναν αιώνα πίσω, λίγο πριν το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου. Σε μια περίοδο που η Ευρώπη ήταν ένα συνονθύλευμα εθνικών εγωκεντρισμών και ad hoc συμμαχιών, και ένα πεδίο οικονομικών και στρατιωτικών ανταγωνισμών που υπαγορεύονταν από το αίσθημα εθνικού μεγαλείου και ιστορικής μοναδικότητας της κάθε πλευράς.

Παραθέτουμε, όσο πιο συνοπτικά μπορούμε, το πλέγμα σκοπιμοτήτων και επιδιώξεων των ευρωπαϊκών χωρών που κατά κύριο λόγο ενεπλάκησαν στον πόλεμο, η έναρξη του οποίου ήταν το αποκορύφωμα ενός μοναδικού στην Ιστορία ντόμινο γεγονότων που άνοιξε τις πύλες της κολάσεως μετά το Σαράγεβο.

Για τη Γαλλία, έναν από τους κύριους πρωταγωνιστές του δράματος, πρωταρχικός στόχος ήταν να ξεπλύνει τη ντροπιαστική ήττα του 1871 από τους Γερμανούς και να ανακτήσει τις οικονομικά σημαντικές επαρχίες της Αλσατίας και της Λωρραίνης. Η συμμαχία της με τη Ρωσία (1894) πρόσφερε στη Γαλλία ένα σημαντικό στρατιωτικό πλεονέκτημα αφού, σε περίπτωση πολέμου με τη Γερμανία, η τελευταία θα έπρεπε να διεξαγάγει πόλεμο σε δύο μέτωπα.

Η Ρωσία, από την άλλη μεριά, πίστευε πως η συμμαχία της με τη Γαλλία θα απέτρεπε μία επιθετική ενέργεια των Γερμανών εναντίον της. Αυτό θα της έλυνε τα χέρια στην επιδίωξη των δικών της επεκτατικών σχεδίων προς τον Νότο, που περιλάμβαναν την αύξηση της επιρροής της στα Βαλκάνια και την Κωνσταντινούπολη.

Βέβαια, το ενδιαφέρον της για τις περιοχές αυτές έθετε τη Ρωσία σε τροχιά σύγκρουσης με τη βασική σύμμαχο της Γερμανίας, την Αυστροουγγαρία, της οποίας τα εσωτερικά προβλήματα την ενέπλεκαν άμεσα με τα τεκταινόμενα στα Βαλκάνια. Τα προβλήματα αυτά σχετίζονταν κατά κύριο λόγο με την πολυεθνική σύνθεση της αυτοκρατορίας. Ειδικότερα, στη Βοσνία το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ήταν Σλάβοι. Και, στην άλλη πλευρά των συνόρων με τη Σερβία, η εκεί στρατιωτική κλίκα που έλεγχε την κυβέρνηση θεωρούσε ότι η Βοσνία «αυτοδίκαια» θα έπρεπε να ανήκει στη Σερβία.

Για τη Ρωσία, η προσάρτηση της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία (1908), με τον τρόπο που μεθοδεύτηκε από τους Αυστριακούς, είχε αποτελέσει μεγάλη διπλωματική ταπείνωση και ήταν η αφετηρία εντάσεων ανάμεσα στις δύο χώρες. Ο πόλεμος τότε είχε αποφευχθεί λόγω της δυναμικής παρέμβασης της Γερμανίας και της στρατιωτικής ανετοιμότητας της Ρωσίας. Η βοσνιακή κρίση έφερε, όμως, κοντύτερα τη Ρωσία με τη Σερβία, με την πρώτη να αναλαμβάνει ρόλο αυτόκλητου προστάτη όλων των σλαβικών πληθυσμών της νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Η στάση της Βρετανίας ήταν αβέβαιη ως τη στιγμή που ξέσπασε ο πόλεμος. Τυπικά, η Entente Cordiale με τη Γαλλία (1904) ήταν απλά μια «συμφωνία κυρίων» που αντιμετώπιζε ζητήματα αποικιακών διαφορών και δεν υποχρέωνε τη χώρα να προστρέξει σε βοήθεια της Γαλλίας σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης. Η πολιτική ηγεσία γνώριζε καλά, εν τούτοις, ότι η Βρετανία δύσκολα θα μπορούσε να μείνει ουδέτερη σε περίπτωση γαλλογερμανικού πολέμου.

Η Γερμανία πρόσφερε, τελικά, το αναγκαίο διπλωματικό άλλοθι στη Βρετανία, παραβιάζοντας την ουδετερότητα του Βελγίου με τη διέλευση γερμανικών στρατευμάτων από τη χώρα (της ουδετερότητας αυτής, η Βρετανία – όπως άλλωστε και η ίδια η Γερμανία! – ήταν εγγυήτρια). Στην πραγματικότητα, την εμπλοκή της Βρετανίας στον πόλεμο υπαγόρευε το αμυντικό δόγμα της χώρας αυτής, σύμφωνα με το οποίο σε καμία εχθρική δύναμη δεν θα επιτρεπόταν να κατέχει στρατηγικές θέσεις στην απέναντι ακτή της Μάγχης (πράγμα που πέτυχαν, τελικά, οι στρατιές του Χίτλερ αρκετά χρόνια αργότερα).

Πάμε τώρα στην ίδια τη Γερμανία. Ένας παράγοντας που καθόρισε τους στόχους της εξωτερικής της πολιτικής στις αρχές του εικοστού αιώνα είχε οικονομικά κίνητρα. Αναζητούσε κι αυτή μια θέση στις παγκόσμιες αγορές, όπου είχαν ήδη διεισδύσει και κυριαρχούσαν η Μεγάλη Βρετανία (στην ανατολική και νότια Αφρική και στη νότια Ασία), η Γαλλία (στη δυτική Αφρική, στα Βαλκάνια και στη Ρωσία) και οι Ηνωμένες Πολιτείες (στη Λατινική Αμερική, κυρίως). Σύντομα, η Ρωσία και η Ιαπωνία θα έμπαιναν κι αυτές στον οικονομικό ανταγωνισμό στην Άπω Ανατολή. Γερμανικά οικονομικά ανοίγματα στη βόρεια Αφρική, στα Βαλκάνια και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία συνάντησαν σκληρό ανταγωνισμό από βρετανικά και γαλλικά συμφέροντα που ήδη κατείχαν στρατηγικές θέσεις εκεί.

Παράλληλα, η στρατιωτική ελίτ της Γερμανία είχε κι αυτή τα δικά της προβλήματα να επιλύσει, καθώς έβλεπε τη χώρα να χάνει τη στρατιωτική της υπεροχή στην Ευρώπη. Η γαλλο-ρωσική συμμαχία σήμαινε για τη Γερμανία έναν πόλεμο σε δύο μέτωπα. Η ανάγκη, τότε, να μοιράσει τις δυνάμεις της μεταξύ ανατολής και δύσης θα απέκλειε μία γρήγορη νίκη, ανάλογη με αυτήν του 1870 κατά των Γάλλων.

Ο συνδυασμός οικονομικής περικύκλωσης και στρατιωτικής ευαλωτότητας έκανε τη Γερμανία να σκέφτεται σοβαρά έναν πόλεμο κατά των Γάλλων και των Ρώσων. Κι αυτό θα έπρεπε να συμβεί όσο το δυνατόν πιο σύντομα, πριν η ολοένα αυξανόμενη αριθμητική δύναμη του γαλλικού στρατού ξεπεράσει αυτήν του γερμανικού, και προτού οι Ρώσοι ολοκληρώσουν τον εκσυγχρονισμό του σιδηροδρομικού δικτύου της χώρας τους.

Η ευκαιρία για τους Γερμανούς παρουσιάστηκε, τελικά, στις 28 Ιουνίου του 1914, όταν ένας νεαρός Σέρβος εθνικιστής δολοφόνησε στο Σαράγεβο, πρωτεύουσα της αυστριακής επαρχίας της Βοσνίας, τον διάδοχο του θρόνου της Αυστροουγγαρίας και τη σύζυγό του. Για να ακολουθήσει το περίπλοκο ντόμινο των γεγονότων που οδήγησε στην κήρυξη του πολέμου και, στη συνέχεια, στην τετράχρονη εφιαλτική εμπειρία του ανθρωποσφαγείου των χαρακωμάτων σε ανατολή και δύση...

Ο λόγος για τον οποίο γυρίσαμε τόσο πίσω το ρολόι της Ιστορίας ήταν να ξαναδούμε μια διαιρεμένη Ευρώπη στις πιο σκοτεινές μέρες του εικοστού αιώνα (λαμβάνοντας επιπρόσθετα υπόψη, ασφαλώς, και τη μεταγενέστερη εμπειρία της ναζιστικής βαρβαρότητας). Ήταν αυτά ακριβώς τα διδάγματα, μαζί με την επιθυμία των ευρωπαϊκών λαών να μη διαπράξουν ξανά τα ίδια λάθη, που οδήγησαν στην ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης. Ένα οικοδόμημα που χτίστηκε βήμα – βήμα πάνω στην πεποίθηση ότι η γενική ευημερία θα έρθει ως αποτέλεσμα συνεργασίας και ειρηνικής συνύπαρξης, όχι εθνικών περιχαρακώσεων και ανταγωνισμών.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, που αρκετοί σήμερα ονειρεύονται τη διάλυσή της, γεννήθηκε από τις στάχτες δύο πολέμων που κόστισαν στην ήπειρο την απώλεια ισάριθμων γενεών. Κάποιοι ίσως αντιτείνουν ότι και σήμερα υπάρχει ένας άνισος οικονομικός πόλεμος ανάμεσα στους ισχυρούς και τους αδύναμους, με θύματα κυρίως τους νέους. Αν αυτή είναι (και πράγματι είναι) μία παθογένεια του οικοδομήματος, θα πρέπει μέσα στο πλαίσιο του εφικτού να αναζητήσουμε τρόπους να τη θεραπεύσουμε.

Υπάρχει πάντα, βέβαια, ανοιχτός και ένας εναλλακτικός δρόμος: να αποφασίσουμε ελαφρά τη καρδία πως το μόνο που αξίζει στον συγκεκριμένο «ασθενή» είναι η ευθανασία. Στο άκουσμα της σκέψης, η Ιστορία χαμογελά ειρωνικά...

(Ιούνιος 2016. Όπως σήμερα...)

KLIK

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2022

Ηθικά πλεονεκτήματα, ή μήπως ηθικά μειονεκτήματα;

 Τον Οκτώβριο του 1944 έφυγαν οι τελευταίοι Γερμανοί από την Ελλάδα. Ύστερα ήρθε ο Εμφύλιος, που στην πραγματικότητα δεν τέλειωσε ποτέ. Και συζητούμε ως σήμερα για «ηθικά πλεονεκτήματα». Μήπως θα έπρεπε σωστότερα να μιλήσουμε για ηθικά μειονεκτήματα;

Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Παρά την τελική εκλογική της πτώση, η λεγόμενη «ανανεωτική Αριστερά» πέτυχε κάτι εντυπωσιακό. Άσκησε απρόσκοπτα την εξουσία εν μέσω μνημονιακής λαίλαπας, έχοντας στο μεταξύ διαψεύσει τόσο τις ίδιες τις αριστερές αρχές (οι οποίες πάνω απ’ όλα καθιστούν την ευτέλεια του ακραίου λαϊκισμού ασύμβατη με το γενικότερο αριστερό ήθος) όσο και τις μεγαλόστομες διακηρύξεις και (ανεδαφικές, εν τέλει) υποσχέσεις με τις οποίες είχε αρχικά σαγηνεύσει την ελληνική κοινωνία.

Μία δημοφιλής ερμηνεία της ανεκτικότητας που επέδειξε η κοινωνία αυτή τα περισσότερα από τέσσερα χρόνια αριστερής διακυβέρνησης, κάνει αναφορά στο περίφημο «ηθικό πλεονέκτημα» το οποίο εξ ορισμού, υποτίθεται, φέρει ως αποκλειστικό προνόμιο η ελληνική Αριστερά. Μία ιδέα που η ίδια η Αριστερά προπαγάνδισε συστηματικά και διακίνησε αποτελεσματικά ώστε να εξασφαλίσει την κατά το δυνατόν καλόπιστη αντιμετώπισή της από τους πολίτες.

Η παραπάνω ιδέα σχετίζεται κατά κύριο λόγο με τα γεγονότα που συνέβησαν κατά την διάρκεια του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, καθώς και μετά από αυτόν. Αν, εν τούτοις, θέλουμε να είμαστε ακριβέστεροι, θα πρέπει να αναφερόμαστε όχι τόσο στο «ηθικό πλεονέκτημα» των ηττημένων του πολέμου, όσο στο «ηθικό μειονέκτημα» των νικητών. Είναι το δεύτερο που de facto στοιχειοθετεί το πρώτο! Και, για τις ανάγκες μίας ισόρροπης ανάλυσης, θα πρέπει εξίσου να εξετάσουμε και το ηθικό μειονέκτημα των ηττημένων. Αν μη τι άλλο, σε επίπεδο προθέσεων…

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε επίσημα το 1945. Για την Ελλάδα το τέλος ήρθε λίγο νωρίτερα – οι τελευταίοι Γερμανοί έφυγαν τον Οκτώβριο του 1944. Λίγο αργότερα ήρθαν τα «Δεκεμβριανά», προανάκρουσμα του φοβερού εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε.

Ο Εμφύλιος, κατά τους ιστορικούς, τελείωσε το 1949 με νίκη των δυνάμεων του «αστικού» κοινοβουλευτικού συστήματος (της «Δεξιάς», όπως συνήθως λέγεται) και ήττα των κομμουνιστικών δυνάμεων (της «Αριστεράς», αν και ο όρος έχει σημαντικά διευρυνθεί εννοιολογικά και πολιτικά από τότε).

Αυτά λένε τα επίσημα ιστορικά συγγράμματα. Γιατί, η εμπειρία λέει άλλα: πως ο Εμφύλιος στην πραγματικότητα δεν τέλειωσε ποτέ! Το αναλλοίωτο πολιτικό λεξιλόγιό του, το οποίο μένει ζωντανό σε πείσμα του χρόνου, το καταδεικνύει. Όπως και το άσβεστο μίσος που άφησαν ως παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές οι εμφυλιοπολεμικές παρατάξεις, οι αυτόκλητοι πολιτικοί κληρονόμοι των οποίων διεκδικούν – κάθε πλευρά για τον εαυτό της – το αποκλειστικό δικαίωμα στην επίκληση της «ηθικής ανωτερότητας».

Το να αναζητά κανείς ηθικά πλεονεκτήματα σε πολιτικούς χώρους που ενεπλάκησαν σε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο (ακόμα περισσότερο, αν πρόκειται για εκείνον από τους αντιπάλους που φέρει και τη μεγαλύτερη ευθύνη για το ξεκίνημα της σφαγής) φαντάζει οξύμωρο. Όπως αναφέραμε πιο πάνω, το ερώτημα που θα έπρεπε να τίθεται είναι όχι αν η Δεξιά ή η Αριστερά δικαιούται να διεκδικεί το ηθικό πλεονέκτημα στη μετεμφυλιοπολεμική Ιστορία, αλλά σε ποια από τις δύο πλευρές θα πρέπει να χρεώνεται το μεγαλύτερο ηθικό μειονέκτημα! Γιατί, η ηθική ήταν το πρώτο και μεγαλύτερο θύμα του δικού μας εμφυλίου. Ο οποίος ουσιαστικά δεν ξεκίνησε το 1946 – ούτε καν με τα «Δεκεμβριανά» – αλλά πολύ νωρίτερα, μέσα στα σκοτεινά χρόνια της Κατοχής…

Η τιμημένη Εθνική Αντίσταση, πάνω στην οποία αργότερα χτίστηκαν πολιτικές καριέρες – και χάριν της οποίας χορηγήθηκαν εθνικές συντάξεις – δεν ήταν πάντα μία πράξη αυθόρμητου πατριωτισμού και ανιδιοτελούς αυταπάρνησης. Ας δούμε τι γράφει (*) ο έγκριτος Βρετανός ιστορικός και καθηγητής νεοελληνικής Ιστορίας, Richard Clogg, στον οποίο μόνο μεροληψία ή ανθελληνικότητα δεν μπορεί να χρεωθεί:

«Στο τέλος του Ιουνίου 1941, λίγες μέρες μετά την έναρξη της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα – της επίθεσης του Χίτλερ εναντίον της Ρωσίας – συνήλθε η 6η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ για να καθορίσει τη γραμμή του κόμματος, τώρα που ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος είχε μετατραπεί σε μεγάλο πατριωτικό πόλεμο για την άμυνα της μητέρας Σοβιετικής Ρωσίας. Η 6η Ολομέλεια αποφάσισε ότι το ουσιαστικό καθήκον των Ελλήνων κομμουνιστών ήταν να οργανωθούν για την άμυνα της Σοβιετικής Ένωσης και για την αποτίναξη του ξένου φασιστικού ζυγού. Για να επιτύχει αυτός ο σκοπός, ο ελληνικός λαός κλήθηκε να προσχωρήσει στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), που δημιουργήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1941. (…) Η προετοιμασία για την κατάληψη της εξουσίας μετά τον πόλεμο ήταν ένας εξίσου σημαντικός στόχος για τους κομμουνιστές, όσο και η αντίσταση ενάντια στον κατακτητή.»

Στον Εμφύλιο διαπράχθηκαν απίστευτες θηριωδίες και από τις δύο πλευρές και καταλύθηκε κάθε έννοια δικαιοσύνης, δημοκρατικού ήθους και ανθρώπινου πολιτισμού. Όμως, δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι τον πόλεμο αυτό ξεκίνησε μία παράταξη που στόχο είχε να παραδώσει τη χώρα στην πιο στυγνή μορφή ολοκληρωτισμού που είχε γνωρίσει η ανθρωπότητα πριν καν ακόμα γνωρίσει την εφιαλτική βαρβαρότητα του ναζισμού. Το ότι τελικά δεν το πέτυχε (πράγμα που ούτως ή άλλως είχαν προδικάσει οι προηγηθείσες μυστικές συνεννοήσεις Τσώρτσιλ – Στάλιν για τις «σφαίρες επιρροής» στα Βαλκάνια) δεν αντανακλά απλά και μόνο το ιστορικό αποτέλεσμα ενός πολέμου αλλά αποτέλεσε, συμβολικά και ουσιαστικά, την αφετηρία μίας εντυπωσιακής αναγέννησης της χώρας. Για το αν οδηγήθηκε, τελικά, σε αποτυχία η «αστική» δημοκρατία, ασφαλώς δεν ευθύνεται το ίδιο το πολίτευμα αλλά ο τρόπος που το διαχειρίστηκαν οι πάντες, λαός και εξουσία…

Ας πάμε τώρα στους νικητές του Εμφυλίου. Έχουν καταρχήν κατηγορηθεί πως η στρατηγική τους έφερε την «ξενοκρατία» των Άγγλων και, στη συνέχεια, των Αμερικανών. Αν και αυτό είναι αληθές, αν το δούμε ψυχρά θα διαπιστώσουμε ότι αποτέλεσε αναγκαίο κακό. Ήταν αδύνατο να κερδίσει τον πόλεμο από μόνος του ένας αποδεκατισμένος τακτικός στρατός μίας κατεστραμμένης χώρας, ενάντια σε έναν «μπαρουτοκαπνισμένο» κι ετοιμοπόλεμο, καλά οργανωμένο και πειθαρχημένο, αλλά και σκληραγωγημένο σε αντίξοες φυσικές συνθήκες, ανταρτικό στρατό. Αν δεχθούμε ότι, για τη σωτηρία της χώρας από την ολοκληρωτική απειλή, ισχύει το δόγμα πως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, το ζήτημα της ξενοκρατίας θα πρέπει, τουλάχιστον για την ιστορική εκείνη περίοδο, να αποδαιμονοποιηθεί.

Όμως, υπάρχουν κάποια μέσα που δεν θα μπορούσαν να καθαγιαστούν, όσο ιερό και αν θεωρήσει κάποιος τον σκοπό. Για να φτάσει στη νίκη και, κυρίως, για να εδραιώσει στη συνέχεια την κυριαρχία της, η «αστική» παράταξη επιστράτευσε, μεταξύ άλλων, μερικά από τα χειρότερα κοινωνικά στοιχεία της περιόδου της Κατοχής, κάποιους που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή επειδή έβλεπαν τον κομμουνισμό σαν μεγαλύτερη απειλή από τον ναζισμό! Τα άτομα αυτά όχι μόνο συγχωρήθηκαν για τα εγκλήματά τους και γλίτωσαν από το εκτελεστικό απόσπασμα, αλλά συχνά βρέθηκαν να κατέχουν και σημαντικές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό. Αντιγράφω και πάλι από τον Clogg:

«Μια από τις πιο απεχθείς πλευρές αυτής της νομοθεσίας ‘περί εκτάκτου ανάγκης’ ήταν η εμμονή σε ένα πιστοποιητικό πολιτικών φρονημάτων για την απόκτηση θέσης στο δημόσιο, για δίπλωμα οδηγού, για διαβατήριο και για την εισαγωγή στα Πανεπιστήμια. Αυτά τα πιστοποιητικά τα χορηγούσε η αστυνομία, που δημιούργησε ένα μεγάλο σύστημα φακέλων όπου ήταν καταγεγραμμένα τα πραγματικά ή υποτιθέμενα πολιτικά φρονήματα εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων. Μερικοί από τους υπεύθυνους για την εφαρμογή αυτού του καταπιεστικού συστήματος είχαν αμφίβολο παρελθόν συνεργασίας με τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια του πολέμου.»

Όμως, πέρα και πάνω απ’ όλα, το ήθος του νικητή κρίνεται από τη στάση του απέναντι στον ηττημένο. Τα στρατοδικεία, οι φυλακίσεις και οι εκτελέσεις, αλλά και το παρακράτος – χωροφύλακας που αφέθηκε να θεριέψει (κυρίως στην περιφέρεια), παραπέμπουν στις χειρότερες δικτατορίες που γνώρισε ο εικοστός αιώνας. Και η Μακρόνησος, αυτό το μικρό «ελληνικό Νταχάου», θα συμβολίζει πάντα την οριστική απώλεια του δικαιώματος της Δεξιάς να επικαλείται ένα κάποιο δικό της «ηθικό πλεονέκτημα» μετά τον Εμφύλιο…

Εν κατακλείδι, το ερώτημα που θα πρέπει να τίθεται δεν είναι το ποιος έχει το ηθικό πλεονέκτημα σε έναν εμφύλιο που ως τα σήμερα (έστω με άλλους τρόπους) καλά κρατεί, αλλά το ποιος θα πρέπει, τελικά, να χρεώνεται το μεγαλύτερο ηθικό μειονέκτημα. Θα απογοητεύσω, ίσως, τον αναγνώστη μη δίνοντας απάντηση στο ερώτημα αυτό. Ομολογώ, όμως, πως ούτε κι εγώ την έχω βρει ακόμα…

(*) Richard Clogg, “A Short History of Modern Greece” (Cambridge University Press, 1979). Ελληνική έκδοση: «Σύντομη Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας» (Εκδόσεις Καρδαμίτσα, 1984).

(Το παρόν κείμενο βασίζεται σε άρθρο που δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο του 2019 στο ΒΗΜΑ.)