Ο θείος μου ο Νικήτας έφυγε πριν τρία χρόνια και κάτι μήνες, πληρέστατος ημερών. Θα πρέπει να υπήρξε ένας από τους πλέον μακροχρόνιους αναγνώστες μιας ιστορικής εφημερίδας που γεννήθηκε μόλις λίγα χρόνια μετά από εκείνον...
Ο θείος Νικήτας, λοιπόν, διάβαζε ανελλιπώς και αποκλειστικά το «Βήμα» από τόσο παλιά που δεν μπορούσε κι ο ίδιος πια να θυμηθεί. Και όταν λέω «διάβαζε», εννοώ ξεκοκάλιζε! Ακόμα και τα κοινωνικά, και τις διαφημίσεις, τα πάντα. Με ιερό φανατισμό που θα ζήλευε και η θρησκόληπτη γιαγιά μου που μελετούσε πρωί-βράδυ τη «Σύνοψη». Και με μια ακρίβεια προγραμματισμού που σε άφηνε έκπληκτο: Φρόντιζε ώστε η ανάγνωση του φύλλου της προηγούμενης Κυριακής να τελειώνει ακριβώς πριν πάει για ύπνο το Σάββατο το βράδυ, ώστε πρωί-πρωί την Κυριακή να ξεκινήσει την ανάγνωση της νέας έκδοσης της εφημερίδας!
Το παρακάτω περιστατικό μπορεί να ακούγεται απίστευτο, είναι όμως πέρα ως πέρα αληθινό. Τηλεφωνώ κάποια Παρασκευή βράδυ για καλησπέρα. Ακούω στην άλλη άκρη της γραμμής το θείο Νικήτα αγχωμένο: «Μην τα ρωτάς τι έπαθα σήμερα!» Προς στιγμήν τρόμαξα: «Που λες, μας ήρθε η γειτόνισσα από δίπλα και δεν έλεγε να φύγει. Θα κάθισε ίσαμε τρεις ώρες. Και το κακό είναι ότι με καθυστέρησε και έμεινα πίσω στο διάβασμα του ‘Βήματος’. Τώρα δεν θα το έχω τελειώσει ως την Κυριακή το πρωί που θα πάρω το καινούργιο!» Το διηγούμαι πάντα σαν ανέκδοτο...
Ο θείος μου διάβαζε κάθε βδομάδα και τα δικά μου κείμενα στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας (πριν καν αποκτήσω μόνιμη στήλη). Καθώς δεν χειριζόταν υπολογιστή, τα τύπωνα και του τα πήγαινα στο σπίτι. Στο τέλος της ανάγνωσης, άκουγα πάντα το στερεότυπο μονολεκτικό σχόλιο: «Μάλιστα...» Αν ζητούσα πιο πολλές εξηγήσεις, δευτερολογούσε αναλυτικότερα: «Τι τα θέλεις, τώρα, και τα γράφεις αυτά;» Χωρίς να το ξέρει, συμφωνούσε με τη γνώμη των 99 από τους 100 αναγνώστες. (Ο 100ός ήταν ο ίδιος ο αρθρογράφος, αν και ούτε γι’ αυτόν παίρνω όρκο...)
Αυτό που με έκανε να θυμηθώ το θείο σε συσχετισμό με το «Βήμα», ήταν η είδηση που έπεσε πριν μέρες ως κεραυνός εν αιθρία – για εμάς τους απ’ έξω, φυσικά: Υπήρχε κίνδυνος η ιστορική εφημερίδα να κλείσει. Και μάλιστα, την Κυριακή ίσως το «Βήμα» να μη βρισκόταν στα περίπτερα!
Κάνοντας, τότε, ένα μεταφυσικό άλμα στο χωροχρόνο, και μια συνακόλουθη στρέβλωση της πρόσφατης πραγματικότητας, φαντάστηκα το θείο Νικήτα να βρίσκεται ακόμα ανάμεσά μας. Και τον «είδα» να τρέχει Κυριακή πρωί στο περίπτερο, να προλάβει να αγοράσει την πλήρη έκδοση της εφημερίδας του πριν εξαντληθεί (λες και όλη η Αθήνα θα έτρεχε ξημερώματα στα περίπτερα να πάρει το «Βήμα»!). Και «είδα» μετά το συννεφιασμένο βλέμμα του και την έκφραση απογοήτευσης στο πρόσωπό του όταν ο περιπτεράς τού είπε πως «Βήμα σήμερα δεν υπάρχει, μάλλον πάει για κλείσιμο!».
Κι ο θείος γύρισε σπίτι και άνοιξε αμέσως την τηλεόραση, μήπως μάθει κάτι παραπάνω γι’ αυτό το αναπάντεχο κακό που απειλούσε να αλλάξει για πάντα την ιερή καθημερινότητά του. Και άκουσε, τότε, τον Πρωθυπουργό της χώρας να λέει τα εξής:
«Αρνήθηκε η κυβέρνηση αυτή να τους κάνει τη χάρη...»
«Οι επιχειρήσεις τους ήταν μια φούσκα και τώρα σκάει...»
«Βρισκόμαστε δίπλα σε αυτούς τους εργαζόμενους...»
Η μεταφυσική μού επιτρέπει να προβάλλω γεγονότα, όχι όμως να προβλέπω σκέψεις (αν και δεν μου είναι καθόλου δύσκολο να τις μαντέψω). Προσθέτω, λοιπόν, και τον εαυτό μου στο σκηνικό, καθισμένο στον παλιό καναπέ του σαλονιού του θείου, να ακούω μαζί του τις πρωθυπουργικές δηλώσεις. Και να σχολιάζω πως, τα διαχρονικά συμπλέγματα μιας πολιτικής παράταξης απέναντι σε κάθε «αστικό» μέσο έκφρασης που δεν την «χαϊδεύει», δύσκολα κρύβονται πλέον.
Να λέω στο θείο πως, μέσα σε λίγες φράσεις, στον πρωθυπουργικό λόγο συμπυκνώνεται αλαζονεία («ΕΓΩ τους έκλεισα!»), ιταμότητα («φούσκα» ακόμα και η ιστορικότερη εφημερίδα της χώρας!) και απύθμενη υποκρισία (με ποιον τρόπο, άραγε, βρίσκεται «δίπλα» στους εργαζόμενους του Τύπου; μήπως όπως «δίπλα» στους εργαζόμενους των ιδιωτικών σταθμών της τηλεόρασης, για τους οποίους μόνο χολή δεν έσταζε πριν λίγους μήνες στη Θεσσαλονίκη;).
Ο θείος Νικήτας, βέβαια, δεν βρίσκεται πια ανάμεσά μας. Βρίσκεται όμως κρεμασμένη ακόμα στα περίπτερα η αγαπημένη του εφημερίδα. Και τούτο, χάρις στο φιλότιμο και την επαγγελματική ευσυνειδησία απλήρωτων εργαζόμενων του Τύπου που, πάνω απ’ όλες τις προτεραιότητες και τις ανάγκες της ζωής – και μάλιστα, σε καιρούς δύσκολους – έβαλαν το λειτούργημα της ενημέρωσης το οποίο υπηρετούν.
Δεν είμαι ένας από αυτούς, και δεν ξέρω αν στη θέση τους θα επιδείκνυα την ίδια γενναιοψυχία. Αυτό που μπορώ να κάνω από τη θέση τούτη είναι να ευχηθώ καλή δύναμη και Καλή Χρονιά, σ’ αυτούς και τις οικογένειές τους. Είμαι βέβαιος, εξ άλλου, ότι εκφράζω απόλυτα και το θείο Νικήτα. Απ’ όπου κι αν βρίσκεται...
ΤΟ ΒΗΜΑ
Ο θείος Νικήτας, λοιπόν, διάβαζε ανελλιπώς και αποκλειστικά το «Βήμα» από τόσο παλιά που δεν μπορούσε κι ο ίδιος πια να θυμηθεί. Και όταν λέω «διάβαζε», εννοώ ξεκοκάλιζε! Ακόμα και τα κοινωνικά, και τις διαφημίσεις, τα πάντα. Με ιερό φανατισμό που θα ζήλευε και η θρησκόληπτη γιαγιά μου που μελετούσε πρωί-βράδυ τη «Σύνοψη». Και με μια ακρίβεια προγραμματισμού που σε άφηνε έκπληκτο: Φρόντιζε ώστε η ανάγνωση του φύλλου της προηγούμενης Κυριακής να τελειώνει ακριβώς πριν πάει για ύπνο το Σάββατο το βράδυ, ώστε πρωί-πρωί την Κυριακή να ξεκινήσει την ανάγνωση της νέας έκδοσης της εφημερίδας!
Το παρακάτω περιστατικό μπορεί να ακούγεται απίστευτο, είναι όμως πέρα ως πέρα αληθινό. Τηλεφωνώ κάποια Παρασκευή βράδυ για καλησπέρα. Ακούω στην άλλη άκρη της γραμμής το θείο Νικήτα αγχωμένο: «Μην τα ρωτάς τι έπαθα σήμερα!» Προς στιγμήν τρόμαξα: «Που λες, μας ήρθε η γειτόνισσα από δίπλα και δεν έλεγε να φύγει. Θα κάθισε ίσαμε τρεις ώρες. Και το κακό είναι ότι με καθυστέρησε και έμεινα πίσω στο διάβασμα του ‘Βήματος’. Τώρα δεν θα το έχω τελειώσει ως την Κυριακή το πρωί που θα πάρω το καινούργιο!» Το διηγούμαι πάντα σαν ανέκδοτο...
Ο θείος μου διάβαζε κάθε βδομάδα και τα δικά μου κείμενα στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας (πριν καν αποκτήσω μόνιμη στήλη). Καθώς δεν χειριζόταν υπολογιστή, τα τύπωνα και του τα πήγαινα στο σπίτι. Στο τέλος της ανάγνωσης, άκουγα πάντα το στερεότυπο μονολεκτικό σχόλιο: «Μάλιστα...» Αν ζητούσα πιο πολλές εξηγήσεις, δευτερολογούσε αναλυτικότερα: «Τι τα θέλεις, τώρα, και τα γράφεις αυτά;» Χωρίς να το ξέρει, συμφωνούσε με τη γνώμη των 99 από τους 100 αναγνώστες. (Ο 100ός ήταν ο ίδιος ο αρθρογράφος, αν και ούτε γι’ αυτόν παίρνω όρκο...)
Αυτό που με έκανε να θυμηθώ το θείο σε συσχετισμό με το «Βήμα», ήταν η είδηση που έπεσε πριν μέρες ως κεραυνός εν αιθρία – για εμάς τους απ’ έξω, φυσικά: Υπήρχε κίνδυνος η ιστορική εφημερίδα να κλείσει. Και μάλιστα, την Κυριακή ίσως το «Βήμα» να μη βρισκόταν στα περίπτερα!
Κάνοντας, τότε, ένα μεταφυσικό άλμα στο χωροχρόνο, και μια συνακόλουθη στρέβλωση της πρόσφατης πραγματικότητας, φαντάστηκα το θείο Νικήτα να βρίσκεται ακόμα ανάμεσά μας. Και τον «είδα» να τρέχει Κυριακή πρωί στο περίπτερο, να προλάβει να αγοράσει την πλήρη έκδοση της εφημερίδας του πριν εξαντληθεί (λες και όλη η Αθήνα θα έτρεχε ξημερώματα στα περίπτερα να πάρει το «Βήμα»!). Και «είδα» μετά το συννεφιασμένο βλέμμα του και την έκφραση απογοήτευσης στο πρόσωπό του όταν ο περιπτεράς τού είπε πως «Βήμα σήμερα δεν υπάρχει, μάλλον πάει για κλείσιμο!».
Κι ο θείος γύρισε σπίτι και άνοιξε αμέσως την τηλεόραση, μήπως μάθει κάτι παραπάνω γι’ αυτό το αναπάντεχο κακό που απειλούσε να αλλάξει για πάντα την ιερή καθημερινότητά του. Και άκουσε, τότε, τον Πρωθυπουργό της χώρας να λέει τα εξής:
«Αρνήθηκε η κυβέρνηση αυτή να τους κάνει τη χάρη...»
«Οι επιχειρήσεις τους ήταν μια φούσκα και τώρα σκάει...»
«Βρισκόμαστε δίπλα σε αυτούς τους εργαζόμενους...»
Η μεταφυσική μού επιτρέπει να προβάλλω γεγονότα, όχι όμως να προβλέπω σκέψεις (αν και δεν μου είναι καθόλου δύσκολο να τις μαντέψω). Προσθέτω, λοιπόν, και τον εαυτό μου στο σκηνικό, καθισμένο στον παλιό καναπέ του σαλονιού του θείου, να ακούω μαζί του τις πρωθυπουργικές δηλώσεις. Και να σχολιάζω πως, τα διαχρονικά συμπλέγματα μιας πολιτικής παράταξης απέναντι σε κάθε «αστικό» μέσο έκφρασης που δεν την «χαϊδεύει», δύσκολα κρύβονται πλέον.
Να λέω στο θείο πως, μέσα σε λίγες φράσεις, στον πρωθυπουργικό λόγο συμπυκνώνεται αλαζονεία («ΕΓΩ τους έκλεισα!»), ιταμότητα («φούσκα» ακόμα και η ιστορικότερη εφημερίδα της χώρας!) και απύθμενη υποκρισία (με ποιον τρόπο, άραγε, βρίσκεται «δίπλα» στους εργαζόμενους του Τύπου; μήπως όπως «δίπλα» στους εργαζόμενους των ιδιωτικών σταθμών της τηλεόρασης, για τους οποίους μόνο χολή δεν έσταζε πριν λίγους μήνες στη Θεσσαλονίκη;).
Ο θείος Νικήτας, βέβαια, δεν βρίσκεται πια ανάμεσά μας. Βρίσκεται όμως κρεμασμένη ακόμα στα περίπτερα η αγαπημένη του εφημερίδα. Και τούτο, χάρις στο φιλότιμο και την επαγγελματική ευσυνειδησία απλήρωτων εργαζόμενων του Τύπου που, πάνω απ’ όλες τις προτεραιότητες και τις ανάγκες της ζωής – και μάλιστα, σε καιρούς δύσκολους – έβαλαν το λειτούργημα της ενημέρωσης το οποίο υπηρετούν.
Δεν είμαι ένας από αυτούς, και δεν ξέρω αν στη θέση τους θα επιδείκνυα την ίδια γενναιοψυχία. Αυτό που μπορώ να κάνω από τη θέση τούτη είναι να ευχηθώ καλή δύναμη και Καλή Χρονιά, σ’ αυτούς και τις οικογένειές τους. Είμαι βέβαιος, εξ άλλου, ότι εκφράζω απόλυτα και το θείο Νικήτα. Απ’ όπου κι αν βρίσκεται...
ΤΟ ΒΗΜΑ