Λίγο μετά την επιβολή των capital controls – ευγενές κληροδότημα της τυχοδιωκτικής πολιτικής ενός νάρκισσου μοτοσικλετιστή (και, στον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο του, υπουργού) με τεχνητώς ανορθόγραφο όνομα – επισκέφθηκα τον φίλο Γιάννη Λ. (με δύο «ν» αυτός!), υψηλόβαθμο στέλεχος σε μεγάλη τράπεζα. Τον ρώτησα πώς θα τα βγάλουμε πέρα με τους περιορισμούς στα μετρητά, τη στιγμή που οι ανάγκες της ζωής είναι πάντα πιεστικές.
Χαμογέλασε και μου είπε: «Δεν είναι τόσο τραγικά τα πράγματα, αν σκεφτείς ότι με την κάρτα του μπορεί κάποιος να πληρώνει τα πάντα. Όμως, για κοίτα πόσοι επιμένουν ακόμα να συναλλάσσονται με μετρητά! Και μετά γκρινιάζουν ότι δεν τους φτάνουν...»
Δεν το ομολόγησα τότε στο Γιάννη πως ανήκω κι εγώ στους «κολλημένους» που δυσκολεύονται να συμφιλιωθούν με το πλαστικό χρήμα. Έλα όμως που η πραγματικότητα δεν λαμβάνει πάντα υπόψη τις ιδιορρυθμίες του καθενός μας... Το περασμένο σαββατοκύριακο, λοιπόν, βρέθηκα με ελάχιστα μετρητά στην τσέπη και χωρίς ιδιαίτερη διάθεση να τρέχω στα ATM της περιοχής μου. Έτσι, καθώς φεύγαμε για βόλτα και φαγητό, έβαλα περήφανα για πρώτη φορά τη χρεωστική κάρτα στο πορτοφόλι μου, σαν μαθητής του Δημοτικού που βάζει στη σάκα το καινούργιο αναγνωστικό την πρώτη μέρα του σχολείου!
Καταλήξαμε σε μια ψησταριά σε κεντρική λεωφόρο κάποιου δήμου στην περιφέρεια της Αθήνας. Προσέξτε, δεν μιλώ για μια μικρή καντίνα που πουλά τυρόπιτες σε ένα στενό κι απόμερο δρομάκι, αλλά για ένα μαγαζί που σφύζει από ζωή καθημερινά και νιώθεις τυχερός αν βρεις τραπέζι!
Ο λογαριασμός δεν ήταν κάποιο υπέρογκο ποσό, ούτε όμως κι ευκαταφρόνητος. Καθώς τα μετρητά μου ήταν... μετρημένα, ρώτησα πού θα έπρεπε να κατευθυνθώ για να πληρώσω με την κάρτα μου. Ο σερβιτόρος με κοίταξε λες και ήμουν εξωγήινος που ζητούσε σε σκυλάδικο να του παίξουν την Ενάτη του Μπετόβεν: «Δεν έχουμε μηχάνημα για κάρτες εδώ, κύριε. Μόνο με μετρητά!» Ευτυχώς είχα τόσα στην τσέπη ώστε να μην εκτεθώ. Αντιστέκομαι στον πειρασμό να διευκρινίσω αν μου δόθηκε ή όχι απόδειξη, όπως κι αν ο ίδιος είχα καν τη διάθεση να τη ζητήσω...
Την άλλη μέρα ανάφερα το περιστατικό στη φίλη και νομικό Ελένη Α., η οποία μου φώτισε μια άλλη πλευρά του ζητήματος:
«Για το ειδικό μηχάνημα για κάρτες, έχω να σου πω ότι δεν είναι προς το παρόν υποχρεωτικό. Επιχειρήσεις με εξαιρετικά χαμηλές τιμές δεν το προτιμούν, επειδή δεν έχουν το περιθώριο απώλειας του ποσοστού που παρακρατείται στη συναλλαγή με τις τράπεζες. Οι επιχειρήσεις αυτές, όσο περιθώριο είχαν το εξάντλησαν χαμηλώνοντας τις τιμές για να κρατήσουν ή για να προσελκύσουν πελάτες λόγω της οικονομικής τιμής του προϊόντος ή αγαθού που εμπορεύονται.
Σαν Έλληνες πρέπει να κατανοούμε την ευρηματικότητα που έχουμε στους τρόπους επιβίωσης και πρέπει να συνεργαζόμαστε όσο μπορούμε ενάντια στον εκάστοτε κοινό μας δυνάστη! Από την πλευρά μου δεν κακολογώ ούτε αντιτίθεμαι σ' αυτούς τους επιχειρηματίες. Το αντίθετο μάλιστα, αντιτίθεμαι στο πλαστικό χρήμα επί του οποίου κάποιοι άλλοι έχουν πάντα μερίδιο, και μάλιστα όχι ευκαταφρόνητο ποσοστό.»
Στην αντίπερα όχθη, τώρα, ο φίλος μου ο Γιάννης ο τραπεζικός πιστεύει πάντα πως η χώρα αυτή πρέπει οριστικά να γυρίσει σελίδα στο ζήτημα των συναλλαγών, και για το λόγο αυτό χρειάζεται να αποκτήσουν οι πολίτες την απαραίτητη «κουλτούρα» χρήσης πλαστικού χρήματος.
Την ίδια στιγμή, σαστισμένοι κι ανήμποροι να χαράξουν πολιτική, οι ίδιοι αυτοί πολίτες αγωνιούν για το ύψος του αφορολόγητου, ακούγοντας να τους λένε συνεχώς ότι εντός ολίγου θα μετρούν μόνο οι ηλεκτρονικές πληρωμές. Χωρίς, εν τούτοις, κι αυτές να είναι στην πράξη πάντα εφικτές.
Εν τω μεταξύ, η Πολιτεία βεβαιώνει(;) ότι από την αρχή της νέας χρονιάς θα μπει μια τάξη και θα θεσπιστούν οριστικοί κανόνες σε ό,τι αφορά τις συναλλαγές. Μόνο που, φοβάμαι, σ’ αυτή τη χώρα και για τα περισσότερα από τα σημαντικά ζητήματα, η «νέα χρονιά» συνήθως αργεί να έρθει. Αν έρθει ποτέ...
Aixmi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου