Κάποιος θα έλεγε ότι το να διατηρείς στη μνήμη σου συνειδητά και αυτοθέλητα έναν εφιάλτη που ως σήμερα σου προκαλεί τρόμο, είναι μία μορφή διαστροφής. Εξαρτάται... Μερικούς εφιάλτες δεν πρέπει να τους ξεχνούμε, αν θέλουμε να μην τους ξαναδούμε. Ή μάλλον, να μην τους ξαναζήσουμε...
Πηγαίνω μερικά χρόνια πίσω. Ήταν οι πρώτες μέρες του Ιουλίου, το φοβερό καλοκαίρι του 2015. Τις μέρες εκείνες το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας ζούσε ένα «χιτσκοκικό» θρίλερ. Το σαββατοκύριακο που είχε προηγηθεί είχαμε ξυπνήσει, εντελώς απροετοίμαστοι, σε μία χώρα αλλιώτικη. Μια χώρα έτοιμη να αυτοκτονήσει μέσα σε μία εβδομάδα, έχοντας μόλις αποφασίσει την διενέργεια ενός δημοψηφίσματος που αντιστέκεται ως σήμερα σε κάθε απόπειρα λογικής ερμηνείας.
Μάθαμε πως η ζωή που ξέραμε, και ό,τι ως πριν θεωρούσαμε δεδομένο κι αυτονόητο, είχαν χαθεί ξαφνικά. Αρκούσε το αυτάρεσκο νεύμα ενός νάρκισσου γητευτή με επιτηδευμένα ανορθόγραφο όνομα, το αφελές χαμόγελο ενός μικρού μαθητευόμενου μάγου που βρέθηκε σε μια καρέκλα πολύ μεγαλύτερη από το μέγεθός του, οι υστερικές κραυγές μιας πολιτικής κόρης με εξουσίες αυτόκλητου εθνικού δικτάτορα, και οι παρανοϊκές φαντασιώσεις ενός νεο-σταλινικού υποψήφιου κουρσάρου του εθνικού νομισματοκοπείου, για να αμφισβητήσουν το δικαίωμα στη ζωή που μας ανήκε.
Με τον καιρό γίναμε αποδέκτες απίστευτων αποκαλύψεων που άγγιζαν, αν όχι ξεπερνούσαν, τα όρια ενός εθνικού εφιάλτη! Ακούσαμε για σχέδια μεθοδευμένης χρεοκοπίας της χώρας και καθολικής φτωχοποίησης των Ελλήνων, στο πλαίσιο μίας αντίληψης για την επίτευξη «κοινωνικής δικαιοσύνης» μέσω γενικευμένης ισοπέδωσης. Μάθαμε για σκέψεις εθνικοποίησης των – ήδη κλειστών – τραπεζών, με βέβαιη την παράλληλη εξανέμιση των καταθέσεων των πολιτών, αφού, στη λογική του μαρξιστικού πουριτανισμού, οι έχοντες τραπεζικές καταθέσεις (ακόμα και οι μικρο-καταθέτες) ανήκαν στην επαίσχυντη κατηγορία των «βολεμένων αστών» και έπρεπε να υποστούν την ανάλογη τιμωρία, προς όφελος εκείνων που δεν είχαν ένα ευρώ στην άκρη. Ακούσαμε για σχέδια διανομής τροφίμων και βασικών ειδών διαβίωσης με το δελτίο, ακόμα και για συσσίτια που παρέπεμπαν σε φοβερές μνήμες Κατοχής.
Το τραγικότερο και πολιτικά κυνικότερο όλων: Γίναμε μάρτυρες της απάνθρωπης μεταχείρισης των ηλικιωμένων που, μες στο αφόρητο λιοπύρι του καλοκαιριού, στήνονταν – συχνά μάταια – έξω από τις κλειστές τράπεζες των capital controls για να εξασφαλίσουν λίγα ευρώ, ίσα να επιβιώσουν. Με στοιχειώνει ως σήμερα η θύμηση από το βουβό κλάμα ενός ανθρώπου προχωρημένης ηλικίας, που μάταια εκλιπαρούσε στην τράπεζα (όταν αυτή, επιτέλους, άνοιξε τις πόρτες) για λίγα μετρητά. «Πώς θα ζήσουμε η γυναίκα μου κι εγώ;», ρωτούσε μάλλον ρητορικά τον ατσαλάκωτο με τη γραβάτα... Θυμάμαι, επίσης, τον ναρκισσευόμενο μπον βιβέρ υπουργό σε μία τηλεοπτική συνέντευξή του το απόγευμα της μέρας του δημοψηφίσματος, να απαντά σε ερώτηση δημοσιογράφου σχετικά με τους ηλικιωμένους που, μες στη ζέστη του καλοκαιριού, ξεροστάλιαζαν με τις ώρες έξω απ’ τις τράπεζες. Με υπεροψία και κυνισμό που θα έκαναν οποιονδήποτε – πλην θαυμαστών – να ανατριχιάσει, τους περιέγραψε περίπου ως αναλώσιμο είδος, κάτι σαν αναγκαίες παράπλευρες απώλειες στον αγώνα για «εθνική ανεξαρτησία». Έτσι όπως εκείνος, τουλάχιστον, αντιλαμβανόταν τις έννοιες.
Από την άλλη μεριά, είδαμε ένα συστηματικό προπαγανδιστικό «χαϊδολόγημα» της νέας γενιάς, ιδιαίτερα εκείνου του κομματιού της που δεν είχε κατορθώσει να βρει μία θέση στην αγορά εργασίας. Όσο κι αν ακούγεται ανατριχιαστικό, υπήρχαν νέα παιδιά που περίμεναν ανυπόμονα τη στιγμή που το μαρξιστικό (υποτίθεται) καθεστώς «θα τα πάρει» από τους «βολεμένους» για να τα μοιράσει «δίκαια» σ’ αυτούς που ζητούσαν μία ευκαιρία για δουλειά και αξιοπρεπή επιβίωση. Μια ματιά στα απίστευτης αγριότητας σχόλια που μαζικά αναρτήθηκαν προ του δημοψηφίσματος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, θα αρκούσε για να αντιληφθεί κάποιος το μέγεθος των προσδοκιών που έντεχνα καλλιεργήθηκαν…
Ήταν, λοιπόν, λίγες μέρες μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος – και λίγες μέρες πριν την διεξαγωγή του. Κατηφόριζα προς τον σταθμό του μετρό Συγγρού-Φιξ, όταν βρέθηκα μπροστά στο εκλογικό κιόσκι του ΣΥΡΙΖΑ όπου μία παρέα νεαρών (αγόρια και κορίτσια) μοίραζαν προπαγανδιστικά φυλλάδια υπέρ του ‘ΟΧΙ’. Κοντοστάθηκα να ρίξω μια ματιά και, με την ευκαιρία, επιχείρησα να ξεκινήσω μία κουβέντα. Τους ρώτησα ποια, κατά τη γνώμη τους, θα ήταν η επόμενη μέρα αν το αποτέλεσμα ήταν ‘ΟΧΙ’, για να εισπράξω ως απάντηση μερικές γενικόλογες ηρωικές ρητορείες και αφορισμούς κατά των πολιτικών δυνάμεων «των μνημονίων».
Όταν επέμεινα στην ερώτηση, μου έσκασαν τελικά το μυστικό: Πανικόβλητες οι δυνάμεις της Ευρώπης μπροστά στη θέληση του ελληνικού λαού, θα υποτάσσονταν και θα μας πρόσφεραν γη και ύδωρ προκειμένου να μην αποχωρήσουμε από την ευρωπαϊκή οικογένεια! Κατάλαβα ότι δεν είχε νόημα να συνεχίσω τη συζήτηση. Έτσι, έκανα να φύγω, λέγοντας: «Αν βρεθούμε ξανά εδώ την ερχόμενη Δευτέρα, θα έχουμε την ευκαιρία να σχολιάσουμε το αποτέλεσμα.»
Το πρόσωπο μίας κοπέλας που καθόταν ως τότε σιωπηλή, πήρε ξάφνου μια άγρια όψη: «Αν είσαι απ’ αυτούς που θα ψηφίσουν ‘ΝΑΙ’, δεν θα ‘χω να πω τίποτα μαζί σου τη Δευτέρα. Από κείνη τη στιγμή και μετά, θα είσαι εχθρός μου!» Τους είπα πως η ακραία αυτή θέση έδειχνε ξεκάθαρα πόσο πολύ δίχασε τον ελληνικό λαό αυτό το δημοψήφισμα. Ένας νεαρός φάνηκε να δαγκώνεται για την επικοινωνιακή γκάφα της συντρόφισσας και βάλθηκε ευθύς να την δικαιολογήσει, λέγοντας πως δεν το εννοούσε έτσι ακριβώς όπως το εξέφρασε.
Από μια άλλη κοπέλα, τότε, δέχθηκα μία προσωπική ερώτηση διατυπωμένη σε τρίτο πρόσωπο: «Ας μας πει ο κύριος, εργάζεται;» Της απάντησα πως είμαι εκπαιδευτικός. Υποδέχθηκε την απάντησή μου με το θριαμβευτικό ύφος ανθρώπου που μόλις ξεσκέπασε μια σκοτεινή συνωμοσία: «Α, έτσι πες μου! Είδατε, ο κύριος ανήκει στους βολεμένους!» Η πρώτη κοπέλα σήκωσε ακόμα πιο πολύ την ένταση καθώς άρχισε να μιλά για το πρόβλημα χρόνιας ανεργίας που αντιμετώπιζαν όλα τα μέλη της παρέας. Όμως, κάποια στιγμή ξέφυγε: «Ξέρεις τι είναι να σου σπάσουν οι μπάτσοι το κεφάλι; Εσένα σου το ‘χουν σπάσει ποτέ;»
Έκανα την μάλλον αφελή ερώτηση αν ένα σπασμένο κεφάλι θα αποτελούσε τεκμήριο αξιοπιστίας μου ως συνομιλητή, αλλά εκείνη δεν άκουγε πια: ήμουν ο «εχθρός» που έπρεπε με κάθε τρόπο να εξοντωθεί! Κατάλαβα ότι μία περαιτέρω παραμονή μου στο κιόσκι θα μπορούσε να οδηγήσει σε επικίνδυνες κλιμακώσεις, και έφυγα χαιρετώντας βιαστικά. Η δεύτερη κοπέλα είχε τον τελευταίο, νικητήριο λόγο: «Ε, βέβαια, του τελείωσαν τα επιχειρήματα και το βάζει στα πόδια!»
Ομολογώ ότι δεν το άκουσα να αρθρώνεται επί λέξει, μπορούσα όμως να το διαβάσω στα μάτια τους που ξεχείλιζαν από θυμό: «Περίμενε να ‘ρθει η Δευτέρα και θα τα πούμε με όλους εσάς τους βολεμένους!» Κι αν δεν άκουσα εγώ κάτι τέτοιο, το άκουσαν πολλοί γνωστοί, ακόμα κι από επιστήθιους φίλους τους. Κάποιοι επιχείρησαν τότε, για λόγους πολιτικά ιδιοτελείς, να διχοτομήσουν την κοινωνία στήνοντας αριστοτεχνικά το τερέν μίας οιονεί εμφύλιας διαμάχης...
Πόσα έχουν αλλάξει από εκείνο το φοβερό καλοκαίρι του ’15... Χιμαιρικά οράματα που διαψεύστηκαν και κατέρρευσαν… Μεγαλόστομες διακηρύξεις και ανεδαφικές υποσχέσεις που αποδείχθηκαν κοινά πολιτικά ψεύδη… Και, εν τέλει, συνειδητοποίηση – από ένα μέρος, τουλάχιστον, της ελληνικής κοινωνίας – ότι στη δημοκρατία δεν υπάρχουν «καλοί» και «κακοί» αλλά, απλά, εκείνοι που σκέφτονται «έτσι» κι οι άλλοι που σκέφτονται «αλλιώς».
Κι αυτό το τελευταίο είναι, θαρρώ, το πιο χρήσιμο μήνυμα που μας άφησε η εφιαλτική εμπειρία του 2015.
(Το κείμενο είναι αναθεωρημένη και επικαιροποιημένη εκδοχή ενός άρθρου δημοσιευμένου το 2019 στο ΒΗΜΑ.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου