Θεωρητικά, η εξελικτική πορεία του Ανθρώπου είναι στην κατεύθυνση της προόδου. Και, σε κοινωνικό επίπεδο (εξαιρώντας, δηλαδή, την επιστήμη και την τεχνολογία) θεμελιώδες συστατικό της προόδου είναι η διεύρυνση της ατομικής ελευθερίας και των ατομικών δικαιωμάτων.
Τον 21ο αιώνα, εν τούτοις, εμφανίζονται ανησυχητικά σημάδια οπισθοδρόμησης, με κοινό παρονομαστή τη θρησκεία (στις διάφορες εκδοχές της). Ένας αναδυόμενος θρησκευτικός φονταμενταλισμός που, σε κάποιες περιπτώσεις, προσεγγίζει τον ακραίο ριζοσπαστισμό, δείχνει να απειλεί ανοιχτά τον φιλελεύθερο κόσμο (κυρίως τον Δυτικό), θέτοντας σε αμφισβήτηση τα πλέον αυτονόητα ανθρώπινα δικαιώματα. Μεταξύ αυτών, την ελευθερία στη θρησκευτική πίστη (γίναμε μάρτυρες ακόμα και φρικιαστικών δολοφονιών «απίστων» από φανατικούς) και το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του σώματος.
Σε ό,τι αφορά το δεύτερο δικαίωμα, η ασφυκτική πίεση ακραία συντηρητικών θρησκευτικών κύκλων στις ΗΠΑ, σε συνδυασμό με τον κυνικό πολιτικό καιροσκοπισμό του τέως προέδρου της χώρας, απέφεραν καρπούς. Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ προέβη πρόσφατα στην αδιανόητη κατάργηση του δικαιώματος μίας γυναίκας να αρνηθεί να καταστεί αναγκαστικό μέσο αναπαραγωγής, ποινικοποιώντας, ουσιαστικά, την ελευθερία επιλογής της. Αν σκεφτούμε ότι το δικαίωμα αυτό είχε κατοχυρωθεί θεσμικά στις ΗΠΑ μισόν αιώνα πριν, αντιλαμβανόμαστε ότι η χώρα αυτή (η πλέον φιλελεύθερη Δημοκρατία του κόσμου, όπως την γνωρίζαμε κάποτε) εμφανίζει σημάδια επικίνδυνης οπισθοδρόμησης σε ό,τι αφορά τις ατομικές ελευθερίες. Και, ο κίνδυνος να περάσει το θλιβερό αυτό φαινόμενο τον Ατλαντικό και να φτάσει ως την Ευρώπη, είναι ήδη υπαρκτός.
Ό,τι συμβαίνει τώρα στις ΗΠΑ αποτελεί ξεκάθαρη προειδοποίηση για ολόκληρη την δημοκρατική Δύση, αφού αποδεικνύεται στην πράξη ότι ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός έχει τη δύναμη να επιβληθεί ως δεύτερο επίπεδο εξουσίας ακόμα και στις (θεωρητικά) πιο φιλελεύθερες χώρες, θέτοντας σε κίνδυνο τα πλέον θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Και η απειλή κατά της Δημοκρατίας δεν προέρχεται, τελικά, από την Ανατολή: επωάζεται στο εσωτερικό του ίδιου του δημοκρατικού συστήματος. Είναι, λοιπόν, αναγκαίο να βρεθούν τρόποι περιορισμού της θρησκείας στον πνευματικό της και μόνο ρόλο, έτσι ώστε αυτή να μην είναι σε θέση να επιβάλλει (έμμεσα, έστω) πολιτικές αποφάσεις που επηρεάζουν τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων, ακόμα και εκείνων που δεν την ακολουθούν.
Το πρόβλημα είναι ότι, σε ένα δημοκρατικό καθεστώς, μία κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων με ισχυρούς δεσμούς με τη θρησκεία είναι δυνατό να κάνει πολιτικές επιλογές με βάση τον βαθμό «συμμόρφωσης» των υποψηφίων με τις κατευθυντήριες γραμμές εκκλησιαστικών κύκλων. Και είναι επίσης δυνατό κάποιοι υποψήφιοι – ακόμα περισσότερο, κάποια πολιτικά κόμματα – να αναδειχθούν νικητές ή ηττημένοι σε μία εκλογική μάχη, ανάλογα με το εάν «χαϊδεύουν» ή όχι τα αυτιά των πιο πάνω κύκλων όταν αυτοί αξιώνουν την επιβολή μέτρων που περιορίζουν τις ατομικές ελευθερίες. Στη χώρα μας βιώσαμε πριν χρόνια μία ανόσια συμμαχία θρησκείας και πολιτικής με αφορμή το ζήτημα της αναγραφής ή όχι του θρησκεύματος στα δελτία ταυτότητας. Πιο πρόσφατα, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, μία ντροπιαστική για την Ιστορία των ΗΠΑ προεδρική εκλογή έφερε στην εξουσία εκείνον που υποσχέθηκε σε ένα νεο-συντηρητικό και θρησκόληπτο εκλογικό σώμα την αλλαγή των ισορροπιών στο Ανώτατο Δικαστήριο, με στόχο την κατάργηση αυτονόητων, ως χθες, ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Και δυστυχώς, απ' ό,τι φαίνεται, έπεται συνέχεια...
Η μόνη άμυνα απέναντι στον σκοταδισμό που επιχειρεί να επιβάλει η θρησκεία στη σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία, είναι η ανοιχτή αμφισβήτηση του μεταφυσικού χαρακτήρα της ίδιας της θρησκείας. Δηλαδή, η αποδόμηση της εικόνας που έχει μεθοδικά φιλοτεχνήσει η τελευταία για τον εαυτό της ως μοναδικού δρόμου που οδηγεί από το γήινο στο Υπερβατικό. Κυρίως, η κριτική εξέταση της βλάσφημης, κατά τη γνώμη μας, απαίτησης της θρησκείας να δεχόμαστε ως αξίωμα ότι εκείνη και μόνο είναι σε θέση να γνωρίζει την Βούληση μίας Ανώτερης Αρχής, της οποίας η υπόσταση ξεπερνά κατά πολύ τα όρια της ανθρώπινης εμπειρίας και της ανθρώπινης διάνοιας.
Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να παραθέσω ένα απόσπασμα από ένα άρθρο μου του 2012 στο ΒΗΜΑ, το οποίο (άρθρο) υπήρξε αφορμή για μία πολύ γόνιμη ανταλλαγή απόψεων με σκεπτόμενους αναγνώστες, ακόμα και αν μερικοί από αυτούς διαφώνησαν:
--------------------------------
Το ότι ένας άθεος είναι άθρησκος, είναι, ασφαλώς, αυτονόητο. Το ζητούμενο είναι κατά πόσον ισχύει το αντίστροφο. Δηλαδή, κατά πόσον αυτός που αρνείται να περιχαρακώσει την πίστη του στα δογματικά στεγανά οποιασδήποτε θρησκείας, είναι αναγκαία άθεος. Ή, κατά λογική ισοδυναμία, κατά πόσον ο μη-άθεος (αυτός που δεν αρνείται την πίστη σε ένα Υπέρτατο Ον) είναι αναγκαία θρήσκος (δηλώνει πίστη σε κάποια θρησκεία). Κάτι τέτοιο προϋποθέτει, κατ’ ελάχιστον, ότι η ίδια η ιδέα της θρησκείας είναι συμβατή με την πίστη σε μία Αρχή που κωδικοποιείται από τον άνθρωπο – και την ίδια τη θρησκεία – με το όνομα «Θεός».
Το ερώτημα που θέτουμε είναι αν αυτή η προϋπόθεση συμβατότητας καταρχήν πληρούται. Ερώτημα κρίσιμο, αφού μία αρνητική απάντηση οδηγεί αναπόφευκτα σε ένα δεύτερο, ακόμα σοβαρότερο ερώτημα: Κατά πόσον θα μπορούσε κάποιος να κατηγορήσει την ίδια τη θρησκεία ως «βλάσφημη»!
Θα περιοριστούμε σε δύο, μόνο, σημεία που θεωρούμε ως βασικότερα:
1. Σύμφωνα με τη θρησκεία, ο άνθρωπος είναι σε θέση να γνωρίζει (μερικώς, τουλάχιστον) τη φύση του Θεού. Για παράδειγμα, η Χριστιανική θρησκεία αναφέρεται στο τρισυπόστατο της φύσης αυτής (Τριαδικό Δόγμα). Συσχετίζει, έτσι, μία υπερβατική έννοια (Θεός) με έναν φυσικό αριθμό (τρία). Οι φυσικοί αριθμοί, όμως (οι οποίοι, εκτός των άλλων, υπόκεινται στον περιορισμό του διακριτού) είναι εφεύρημα των ανθρώπων για πρακτικούς, κυρίως, σκοπούς (π.χ., καταμέτρηση αντικειμένων). Έτσι, μία έννοια που ξεπερνά τα όρια της ανθρώπινης διάνοιας μοιάζει να συρρικνώνεται ώστε να προσαρμοστεί στα ανθρώπινα μέτρα. Πόσο απέχει ο εξορθολογισμός αυτός της έννοιας του Θεού από την βλασφημία;
2. Στο πλαίσιο της ανθρωπομορφικής εικόνας του Θεού, όπως την περιγράφει η θρησκεία (και όχι μόνο η Χριστιανική), Εκείνος εμφανίζεται με τις πλέον απεχθείς ανθρώπινες αδυναμίες: ματαιοδοξία, ζηλοτυπία, μνησικακία, σκληρότητα, εκδικητικότητα… Στον αντίποδα, και καθ’ υπέρβαση των ορίων τόσο της κοινής λογικής, όσο και της διαλεκτικής του μεταφυσικού, υπάρχει ταυτόχρονα η αγάπη Του για τον Άνθρωπο (κορυφαίο – υποτίθεται – δημιούργημά Του)! Πόσο μακριά βρίσκεται ο οξύμωρος αυτός ανθρωπομορφισμός του Θεού από την βλασφημία;
Οι παραπάνω επισημάνσεις – και άλλες που θα μπορούσαν να αναφερθούν σε ένα εκτενέστερο κείμενο – θέτουν το ερώτημα, κατά πόσον ο δογματικός εξορθολογισμός και η κατ’ ουσίαν «εκκοσμίκευση» του υπερβατικού, που επιχειρεί να επιβάλει με αδιαπραγμάτευτη βεβαιότητα η θρησκεία, είναι σε αρμονία με την πίστη σε ένα Υπέρτατο Ον και δεν αποτελούν, αντίθετα, πράξεις βλασφημίας εκ μέρους του Ανθρώπου. Από την απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται και η συμβατότητα της θρησκείας με την ίδια την ιδέα του Θεού.
Με άλλα λόγια, η ζητούμενη απάντηση θα δικαιώσει ή θα καταρρίψει, ανάλογα, τη μομφή της εξ ορισμού «αθεΐας» προς όσους δεν δηλώνουν υποταγή σε προκατασκευασμένα δόγματα που επιβάλλουν την πίστη, αντί να την εμπνέουν...
--------------------------------
Κλείνω με ένα αναγκαίο υστερόγραφο, προς αποφυγή τυχόν παρερμηνείας των προθέσεων αυτού του κειμένου. Τα όσα αναφέραμε αποτελούν καθαρά ακαδημαϊκούς προβληματισμούς πάνω σε ένα ζήτημα τόσο πολιτικό, όσο και μεταφυσικό. Σε καμία περίπτωση δεν θα θέλαμε, εν τούτοις, να αμφισβητήσουμε ή να υποβαθμίσουμε τον κοινωνικό ρόλο της Εκκλησίας, στον βαθμό που αυτός δεν υπερβαίνει τα σαφώς καθορισμένα και αποδεκτά όριά του. Και οφείλω να σημειώσω εδώ ότι υπάρχουν άνθρωποι που, ακόμα και αν δεν έχουν έντονα ανεπτυγμένο το θρησκευτικό αίσθημα, βρίσκουν στην Εκκλησία ένα ζεστό καταφύγιο από τα προβλήματα και τα αδιέξοδα της ζωής. Γνώρισα αρκετούς από αυτούς. Κάποιοι, μάλιστα, ήταν πολύ κοντινοί σε εμένα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου