Πέμπτη 30 Ιουνίου 2022

Όταν ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός απειλεί τα κοινωνικά δικαιώματα...


 Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Θεωρητικά, η εξελικτική πορεία του Ανθρώπου είναι στην κατεύθυνση της προόδου. Και, σε κοινωνικό επίπεδο (εξαιρώντας, δηλαδή, την επιστήμη και την τεχνολογία) θεμελιώδες συστατικό της προόδου είναι η διεύρυνση της ατομικής ελευθερίας και των ατομικών δικαιωμάτων.

Τον 21ο αιώνα, εν τούτοις, εμφανίζονται ανησυχητικά σημάδια οπισθοδρόμησης, με κοινό παρονομαστή τη θρησκεία (στις διάφορες εκδοχές της). Ένας αναδυόμενος θρησκευτικός φονταμενταλισμός που, σε κάποιες περιπτώσεις, προσεγγίζει τον ακραίο ριζοσπαστισμό, δείχνει να απειλεί ανοιχτά τον φιλελεύθερο κόσμο (κυρίως τον Δυτικό), θέτοντας σε αμφισβήτηση τα πλέον αυτονόητα ανθρώπινα δικαιώματα. Μεταξύ αυτών, την ελευθερία στη θρησκευτική πίστη (γίναμε μάρτυρες ακόμα και φρικιαστικών δολοφονιών «απίστων» από φανατικούς) και το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του σώματος.

Σε ό,τι αφορά το δεύτερο δικαίωμα, η ασφυκτική πίεση ακραία συντηρητικών θρησκευτικών κύκλων στις ΗΠΑ, σε συνδυασμό με τον κυνικό πολιτικό καιροσκοπισμό του τέως προέδρου της χώρας, απέφεραν καρπούς. Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ προέβη πρόσφατα στην αδιανόητη κατάργηση του δικαιώματος μίας γυναίκας να αρνηθεί να καταστεί αναγκαστικό μέσο αναπαραγωγής, ποινικοποιώντας, ουσιαστικά, την ελευθερία επιλογής της. Αν σκεφτούμε ότι το δικαίωμα αυτό είχε κατοχυρωθεί θεσμικά στις ΗΠΑ μισόν αιώνα πριν, αντιλαμβανόμαστε ότι η χώρα αυτή (η πλέον φιλελεύθερη Δημοκρατία του κόσμου, όπως την γνωρίζαμε κάποτε) εμφανίζει σημάδια επικίνδυνης οπισθοδρόμησης σε ό,τι αφορά τις ατομικές ελευθερίες. Και, ο κίνδυνος να περάσει το θλιβερό αυτό φαινόμενο τον Ατλαντικό και να φτάσει ως την Ευρώπη, είναι ήδη υπαρκτός.

Ό,τι συμβαίνει τώρα στις ΗΠΑ αποτελεί ξεκάθαρη προειδοποίηση για ολόκληρη την δημοκρατική Δύση, αφού αποδεικνύεται στην πράξη ότι ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός έχει τη δύναμη να επιβληθεί ως δεύτερο επίπεδο εξουσίας ακόμα και στις (θεωρητικά) πιο φιλελεύθερες χώρες, θέτοντας σε κίνδυνο τα πλέον θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Και η απειλή κατά της Δημοκρατίας δεν προέρχεται, τελικά, από την Ανατολή: επωάζεται στο εσωτερικό του ίδιου του δημοκρατικού συστήματος. Είναι, λοιπόν, αναγκαίο να βρεθούν τρόποι περιορισμού της θρησκείας στον πνευματικό της και μόνο ρόλο, έτσι ώστε αυτή να μην είναι σε θέση να επιβάλλει (έμμεσα, έστω) πολιτικές αποφάσεις που επηρεάζουν τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων, ακόμα και εκείνων που δεν την ακολουθούν.

Το πρόβλημα είναι ότι, σε ένα δημοκρατικό καθεστώς, μία κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων με ισχυρούς δεσμούς με τη θρησκεία είναι δυνατό να κάνει πολιτικές επιλογές με βάση τον βαθμό «συμμόρφωσης» των υποψηφίων με τις κατευθυντήριες γραμμές εκκλησιαστικών κύκλων. Και είναι επίσης δυνατό κάποιοι υποψήφιοι – ακόμα περισσότερο, κάποια πολιτικά κόμματα – να αναδειχθούν νικητές ή ηττημένοι σε μία εκλογική μάχη, ανάλογα με το εάν «χαϊδεύουν» ή όχι τα αυτιά των πιο πάνω κύκλων όταν αυτοί αξιώνουν την επιβολή μέτρων που περιορίζουν τις ατομικές ελευθερίες. Στη χώρα μας βιώσαμε πριν χρόνια μία ανόσια συμμαχία θρησκείας και πολιτικής με αφορμή το ζήτημα της αναγραφής ή όχι του θρησκεύματος στα δελτία ταυτότητας. Πιο πρόσφατα, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, μία ντροπιαστική για την Ιστορία των ΗΠΑ προεδρική εκλογή έφερε στην εξουσία εκείνον που υποσχέθηκε σε ένα νεο-συντηρητικό και θρησκόληπτο εκλογικό σώμα την αλλαγή των ισορροπιών στο Ανώτατο Δικαστήριο, με στόχο την κατάργηση αυτονόητων, ως χθες, ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Και δυστυχώς, απ' ό,τι φαίνεται, έπεται συνέχεια...

Η μόνη άμυνα απέναντι στον σκοταδισμό που επιχειρεί να επιβάλει η θρησκεία στη σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία, είναι η ανοιχτή αμφισβήτηση του μεταφυσικού χαρακτήρα της ίδιας της θρησκείας. Δηλαδή, η αποδόμηση της εικόνας που έχει μεθοδικά φιλοτεχνήσει η τελευταία για τον εαυτό της ως μοναδικού δρόμου που οδηγεί από το γήινο στο Υπερβατικό. Κυρίως, η κριτική εξέταση της βλάσφημης, κατά τη γνώμη μας, απαίτησης της θρησκείας να δεχόμαστε ως αξίωμα ότι εκείνη και μόνο είναι σε θέση να γνωρίζει την Βούληση μίας Ανώτερης Αρχής, της οποίας η υπόσταση ξεπερνά κατά πολύ τα όρια της ανθρώπινης εμπειρίας και της ανθρώπινης διάνοιας.

Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να παραθέσω ένα απόσπασμα από ένα άρθρο μου του 2012 στο ΒΗΜΑ, το οποίο (άρθρο) υπήρξε αφορμή για μία πολύ γόνιμη ανταλλαγή απόψεων με σκεπτόμενους αναγνώστες, ακόμα και αν μερικοί από αυτούς διαφώνησαν:

--------------------------------

Βλέποντας την Ιστορία των θρησκειών διαχρονικά, έχει κάποιος την αίσθηση ότι καμία δεν βρίσκεται στο απυρόβλητο της κριτικής σε ό,τι αφορά τη στάση της απέναντι στην αντίθετη άποψη. Και πώς να συμβιβαστεί, αλήθεια, ο (συχνά φανατικός) δογματισμός με την ελευθερία της σκέψης που προϋποθέτει το δικαίωμα στην αμφισβήτηση; Όμως, υπάρχουν δύο ακόμα πιο θεμελιώδη και κρίσιμα ερωτήματα που αφορούν αυτή τούτη την ιδέα της θρησκείας, γενικά: (1) Μπορεί ο Άνθρωπος να κατέχει μέσω της θρησκείας την απόλυτη Αλήθεια περί της Ουσίας του Θείου; (2) Συνεπάγεται οπωσδήποτε η άρνηση στη θρησκεία την άρνηση στην ίδια την ιδέα του Θεού; Με απλά λόγια, είναι ο άθρησκος (αυτός που δεν δηλώνει θρησκευτική πίστη ως μέρος του αυτοπροσδιορισμού του) εξ ορισμού άθεος;

Το ότι ένας άθεος είναι άθρησκος, είναι, ασφαλώς, αυτονόητο. Το ζητούμενο είναι κατά πόσον ισχύει το αντίστροφο. Δηλαδή, κατά πόσον αυτός που αρνείται να περιχαρακώσει την πίστη του στα δογματικά στεγανά οποιασδήποτε θρησκείας, είναι αναγκαία άθεος. Ή, κατά λογική ισοδυναμία, κατά πόσον ο μη-άθεος (αυτός που δεν αρνείται την πίστη σε ένα Υπέρτατο Ον) είναι αναγκαία θρήσκος (δηλώνει πίστη σε κάποια θρησκεία). Κάτι τέτοιο προϋποθέτει, κατ’ ελάχιστον, ότι η ίδια η ιδέα της θρησκείας είναι συμβατή με την πίστη σε μία Αρχή που κωδικοποιείται από τον άνθρωπο – και την ίδια τη θρησκεία – με το όνομα «Θεός».

Το ερώτημα που θέτουμε είναι αν αυτή η προϋπόθεση συμβατότητας καταρχήν πληρούται. Ερώτημα κρίσιμο, αφού μία αρνητική απάντηση οδηγεί αναπόφευκτα σε ένα δεύτερο, ακόμα σοβαρότερο ερώτημα: Κατά πόσον θα μπορούσε κάποιος να κατηγορήσει την ίδια τη θρησκεία ως «βλάσφημη»!

Θα περιοριστούμε σε δύο, μόνο, σημεία που θεωρούμε ως βασικότερα:

1. Σύμφωνα με τη θρησκεία, ο άνθρωπος είναι σε θέση να γνωρίζει (μερικώς, τουλάχιστον) τη φύση του Θεού. Για παράδειγμα, η Χριστιανική θρησκεία αναφέρεται στο τρισυπόστατο της φύσης αυτής (Τριαδικό Δόγμα). Συσχετίζει, έτσι, μία υπερβατική έννοια (Θεός) με έναν φυσικό αριθμό (τρία). Οι φυσικοί αριθμοί, όμως (οι οποίοι, εκτός των άλλων, υπόκεινται στον περιορισμό του διακριτού) είναι εφεύρημα των ανθρώπων για πρακτικούς, κυρίως, σκοπούς (π.χ., καταμέτρηση αντικειμένων). Έτσι, μία έννοια που ξεπερνά τα όρια της ανθρώπινης διάνοιας μοιάζει να συρρικνώνεται ώστε να προσαρμοστεί στα ανθρώπινα μέτρα. Πόσο απέχει ο εξορθολογισμός αυτός της έννοιας του Θεού από την βλασφημία;

2. Στο πλαίσιο της ανθρωπομορφικής εικόνας του Θεού, όπως την περιγράφει η θρησκεία (και όχι μόνο η Χριστιανική), Εκείνος εμφανίζεται με τις πλέον απεχθείς ανθρώπινες αδυναμίες: ματαιοδοξία, ζηλοτυπία, μνησικακία, σκληρότητα, εκδικητικότητα… Στον αντίποδα, και καθ’ υπέρβαση των ορίων τόσο της κοινής λογικής, όσο και της διαλεκτικής του μεταφυσικού, υπάρχει ταυτόχρονα η αγάπη Του για τον Άνθρωπο (κορυφαίο – υποτίθεται – δημιούργημά Του)! Πόσο μακριά βρίσκεται ο οξύμωρος αυτός ανθρωπομορφισμός του Θεού από την βλασφημία;

Οι παραπάνω επισημάνσεις – και άλλες που θα μπορούσαν να αναφερθούν σε ένα εκτενέστερο κείμενο – θέτουν το ερώτημα, κατά πόσον ο δογματικός εξορθολογισμός και η κατ’ ουσίαν «εκκοσμίκευση» του υπερβατικού, που επιχειρεί να επιβάλει με αδιαπραγμάτευτη βεβαιότητα η θρησκεία, είναι σε αρμονία με την πίστη σε ένα Υπέρτατο Ον και δεν αποτελούν, αντίθετα, πράξεις βλασφημίας εκ μέρους του Ανθρώπου. Από την απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται και η συμβατότητα της θρησκείας με την ίδια την ιδέα του Θεού.

Με άλλα λόγια, η ζητούμενη απάντηση θα δικαιώσει ή θα καταρρίψει, ανάλογα, τη μομφή της εξ ορισμού «αθεΐας» προς όσους δεν δηλώνουν υποταγή σε προκατασκευασμένα δόγματα που επιβάλλουν την πίστη, αντί να την εμπνέουν...

--------------------------------

Κλείνω με ένα αναγκαίο υστερόγραφο, προς αποφυγή τυχόν παρερμηνείας των προθέσεων αυτού του κειμένου. Τα όσα αναφέραμε αποτελούν καθαρά ακαδημαϊκούς προβληματισμούς πάνω σε ένα ζήτημα τόσο πολιτικό, όσο και μεταφυσικό. Σε καμία περίπτωση δεν θα θέλαμε, εν τούτοις, να αμφισβητήσουμε ή να υποβαθμίσουμε τον κοινωνικό ρόλο της Εκκλησίας, στον βαθμό που αυτός δεν υπερβαίνει τα σαφώς καθορισμένα και αποδεκτά όριά του. Και οφείλω να σημειώσω εδώ ότι υπάρχουν άνθρωποι που, ακόμα και αν δεν έχουν έντονα ανεπτυγμένο το θρησκευτικό αίσθημα, βρίσκουν στην Εκκλησία ένα ζεστό καταφύγιο από τα προβλήματα και τα αδιέξοδα της ζωής. Γνώρισα αρκετούς από αυτούς. Κάποιοι, μάλιστα, ήταν πολύ κοντινοί σε εμένα...

Δευτέρα 27 Ιουνίου 2022

Καλοκαίρι 2015: Αναμνήσεις από έναν εφιάλτη...


 Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Κάποιος θα έλεγε ότι το να διατηρείς στη μνήμη σου συνειδητά και αυτοθέλητα έναν εφιάλτη που ως σήμερα σου προκαλεί τρόμο, είναι μία μορφή διαστροφής. Εξαρτάται... Μερικούς εφιάλτες δεν πρέπει να τους ξεχνούμε, αν θέλουμε να μην τους ξαναδούμε. Ή μάλλον, να μην τους ξαναζήσουμε...

Πηγαίνω μερικά χρόνια πίσω. Ήταν οι πρώτες μέρες του Ιουλίου, το φοβερό καλοκαίρι του 2015. Τις μέρες εκείνες το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας ζούσε ένα «χιτσκοκικό» θρίλερ. Το σαββατοκύριακο που είχε προηγηθεί είχαμε ξυπνήσει, εντελώς απροετοίμαστοι, σε μία χώρα αλλιώτικη. Μια χώρα έτοιμη να αυτοκτονήσει μέσα σε μία εβδομάδα, έχοντας μόλις αποφασίσει την διενέργεια ενός δημοψηφίσματος που αντιστέκεται ως σήμερα σε κάθε απόπειρα λογικής ερμηνείας.

Μάθαμε πως η ζωή που ξέραμε, και ό,τι ως πριν θεωρούσαμε δεδομένο κι αυτονόητο, είχαν χαθεί ξαφνικά. Αρκούσε το αυτάρεσκο νεύμα ενός νάρκισσου γητευτή με επιτηδευμένα ανορθόγραφο όνομα, το αφελές χαμόγελο ενός μικρού μαθητευόμενου μάγου που βρέθηκε σε μια καρέκλα πολύ μεγαλύτερη από το μέγεθός του, οι υστερικές κραυγές μιας πολιτικής κόρης με εξουσίες αυτόκλητου εθνικού δικτάτορα, και οι παρανοϊκές φαντασιώσεις ενός νεο-σταλινικού υποψήφιου κουρσάρου του εθνικού νομισματοκοπείου, για να αμφισβητήσουν το δικαίωμα στη ζωή που μας ανήκε.

Με τον καιρό γίναμε αποδέκτες απίστευτων αποκαλύψεων που άγγιζαν, αν όχι ξεπερνούσαν, τα όρια ενός εθνικού εφιάλτη! Ακούσαμε για σχέδια μεθοδευμένης χρεοκοπίας της χώρας και καθολικής φτωχοποίησης των Ελλήνων, στο πλαίσιο μίας αντίληψης για την επίτευξη «κοινωνικής δικαιοσύνης» μέσω γενικευμένης ισοπέδωσης. Μάθαμε για σκέψεις εθνικοποίησης των – ήδη κλειστών – τραπεζών, με βέβαιη την παράλληλη εξανέμιση των καταθέσεων των πολιτών, αφού, στη λογική του μαρξιστικού πουριτανισμού, οι έχοντες τραπεζικές καταθέσεις (ακόμα και οι μικρο-καταθέτες) ανήκαν στην επαίσχυντη κατηγορία των «βολεμένων αστών» και έπρεπε να υποστούν την ανάλογη τιμωρία, προς όφελος εκείνων που δεν είχαν ένα ευρώ στην άκρη. Ακούσαμε για σχέδια διανομής τροφίμων και βασικών ειδών διαβίωσης με το δελτίο, ακόμα και για συσσίτια που παρέπεμπαν σε φοβερές μνήμες Κατοχής.

Το τραγικότερο και πολιτικά κυνικότερο όλων: Γίναμε μάρτυρες της απάνθρωπης μεταχείρισης των ηλικιωμένων που, μες στο αφόρητο λιοπύρι του καλοκαιριού, στήνονταν – συχνά μάταια – έξω από τις κλειστές τράπεζες των capital controls για να εξασφαλίσουν λίγα ευρώ, ίσα να επιβιώσουν. Με στοιχειώνει ως σήμερα η θύμηση από το βουβό κλάμα ενός ανθρώπου προχωρημένης ηλικίας, που μάταια εκλιπαρούσε στην τράπεζα (όταν αυτή, επιτέλους, άνοιξε τις πόρτες) για λίγα μετρητά. «Πώς θα ζήσουμε η γυναίκα μου κι εγώ;», ρωτούσε μάλλον ρητορικά τον ατσαλάκωτο με τη γραβάτα... Θυμάμαι, επίσης, τον ναρκισσευόμενο μπον βιβέρ υπουργό σε μία τηλεοπτική συνέντευξή του το απόγευμα της μέρας του δημοψηφίσματος, να απαντά σε ερώτηση δημοσιογράφου σχετικά με τους ηλικιωμένους που, μες στη ζέστη του καλοκαιριού, ξεροστάλιαζαν με τις ώρες έξω απ’ τις τράπεζες. Με υπεροψία και κυνισμό που θα έκαναν οποιονδήποτε – πλην θαυμαστών – να ανατριχιάσει, τους περιέγραψε περίπου ως αναλώσιμο είδος, κάτι σαν αναγκαίες παράπλευρες απώλειες στον αγώνα για «εθνική ανεξαρτησία». Έτσι όπως εκείνος, τουλάχιστον, αντιλαμβανόταν τις έννοιες.

Από την άλλη μεριά, είδαμε ένα συστηματικό προπαγανδιστικό «χαϊδολόγημα» της νέας γενιάς, ιδιαίτερα εκείνου του κομματιού της που δεν είχε κατορθώσει να βρει μία θέση στην αγορά εργασίας. Όσο κι αν ακούγεται ανατριχιαστικό, υπήρχαν νέα παιδιά που περίμεναν ανυπόμονα τη στιγμή που το μαρξιστικό (υποτίθεται) καθεστώς «θα τα πάρει» από τους «βολεμένους» για να τα μοιράσει «δίκαια» σ’ αυτούς που ζητούσαν μία ευκαιρία για δουλειά και αξιοπρεπή επιβίωση. Μια ματιά στα απίστευτης αγριότητας σχόλια που μαζικά αναρτήθηκαν προ του δημοψηφίσματος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, θα αρκούσε για να αντιληφθεί κάποιος το μέγεθος των προσδοκιών που έντεχνα καλλιεργήθηκαν…

Ήταν, λοιπόν, λίγες μέρες μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος – και λίγες μέρες πριν την διεξαγωγή του. Κατηφόριζα προς τον σταθμό του μετρό Συγγρού-Φιξ, όταν βρέθηκα μπροστά στο εκλογικό κιόσκι του ΣΥΡΙΖΑ όπου μία παρέα νεαρών (αγόρια και κορίτσια) μοίραζαν προπαγανδιστικά φυλλάδια υπέρ του ‘ΟΧΙ’. Κοντοστάθηκα να ρίξω μια ματιά και, με την ευκαιρία, επιχείρησα να ξεκινήσω μία κουβέντα. Τους ρώτησα ποια, κατά τη γνώμη τους, θα ήταν η επόμενη μέρα αν το αποτέλεσμα ήταν ‘ΟΧΙ’, για να εισπράξω ως απάντηση μερικές γενικόλογες ηρωικές ρητορείες και αφορισμούς κατά των πολιτικών δυνάμεων «των μνημονίων».

Όταν επέμεινα στην ερώτηση, μου έσκασαν τελικά το μυστικό: Πανικόβλητες οι δυνάμεις της Ευρώπης μπροστά στη θέληση του ελληνικού λαού, θα υποτάσσονταν και θα μας πρόσφεραν γη και ύδωρ προκειμένου να μην αποχωρήσουμε από την ευρωπαϊκή οικογένεια! Κατάλαβα ότι δεν είχε νόημα να συνεχίσω τη συζήτηση. Έτσι, έκανα να φύγω, λέγοντας: «Αν βρεθούμε ξανά εδώ την ερχόμενη Δευτέρα, θα έχουμε την ευκαιρία να σχολιάσουμε το αποτέλεσμα.»

Το πρόσωπο μίας κοπέλας που καθόταν ως τότε σιωπηλή, πήρε ξάφνου μια άγρια όψη: «Αν είσαι απ’ αυτούς που θα ψηφίσουν ‘ΝΑΙ’, δεν θα ‘χω να πω τίποτα μαζί σου τη Δευτέρα. Από κείνη τη στιγμή και μετά, θα είσαι εχθρός μου Τους είπα πως η ακραία αυτή θέση έδειχνε ξεκάθαρα πόσο πολύ δίχασε τον ελληνικό λαό αυτό το δημοψήφισμα. Ένας νεαρός φάνηκε να δαγκώνεται για την επικοινωνιακή γκάφα της συντρόφισσας και βάλθηκε ευθύς να την δικαιολογήσει, λέγοντας πως δεν το εννοούσε έτσι ακριβώς όπως το εξέφρασε.

Από μια άλλη κοπέλα, τότε, δέχθηκα μία προσωπική ερώτηση διατυπωμένη σε τρίτο πρόσωπο: «Ας μας πει ο κύριος, εργάζεται;» Της απάντησα πως είμαι εκπαιδευτικός. Υποδέχθηκε την απάντησή μου με το θριαμβευτικό ύφος ανθρώπου που μόλις ξεσκέπασε μια σκοτεινή συνωμοσία: «Α, έτσι πες μου! Είδατε, ο κύριος ανήκει στους βολεμένους!» Η πρώτη κοπέλα σήκωσε ακόμα πιο πολύ την ένταση καθώς άρχισε να μιλά για το πρόβλημα χρόνιας ανεργίας που αντιμετώπιζαν όλα τα μέλη της παρέας. Όμως, κάποια στιγμή ξέφυγε: «Ξέρεις τι είναι να σου σπάσουν οι μπάτσοι το κεφάλι; Εσένα σου το ‘χουν σπάσει ποτέ;»

Έκανα την μάλλον αφελή ερώτηση αν ένα σπασμένο κεφάλι θα αποτελούσε τεκμήριο αξιοπιστίας μου ως συνομιλητή, αλλά εκείνη δεν άκουγε πια: ήμουν ο «εχθρός» που έπρεπε με κάθε τρόπο να εξοντωθεί! Κατάλαβα ότι μία περαιτέρω παραμονή μου στο κιόσκι θα μπορούσε να οδηγήσει σε επικίνδυνες κλιμακώσεις, και έφυγα χαιρετώντας βιαστικά. Η δεύτερη κοπέλα είχε τον τελευταίο, νικητήριο λόγο: «Ε, βέβαια, του τελείωσαν τα επιχειρήματα και το βάζει στα πόδια!»

Ομολογώ ότι δεν το άκουσα να αρθρώνεται επί λέξει, μπορούσα όμως να το διαβάσω στα μάτια τους που ξεχείλιζαν από θυμό: «Περίμενε να ‘ρθει η Δευτέρα και θα τα πούμε με όλους εσάς τους βολεμένους!» Κι αν δεν άκουσα εγώ κάτι τέτοιο, το άκουσαν πολλοί γνωστοί, ακόμα κι από επιστήθιους φίλους τους. Κάποιοι επιχείρησαν τότε, για λόγους πολιτικά ιδιοτελείς, να διχοτομήσουν την κοινωνία στήνοντας αριστοτεχνικά το τερέν μίας οιονεί εμφύλιας διαμάχης...

Πόσα έχουν αλλάξει από εκείνο το φοβερό καλοκαίρι του ’15... Χιμαιρικά οράματα που διαψεύστηκαν και κατέρρευσαν… Μεγαλόστομες διακηρύξεις και ανεδαφικές υποσχέσεις που αποδείχθηκαν κοινά πολιτικά ψεύδη… Και, εν τέλει, συνειδητοποίηση  από ένα μέρος, τουλάχιστον, της ελληνικής κοινωνίας  ότι στη δημοκρατία δεν υπάρχουν «καλοί» και «κακοί» αλλά, απλά, εκείνοι που σκέφτονται «έτσι» κι οι άλλοι που σκέφτονται «αλλιώς».

Κι αυτό το τελευταίο είναι, θαρρώ, το πιο χρήσιμο μήνυμα που μας άφησε η εφιαλτική εμπειρία του 2015.

(Το κείμενο είναι αναθεωρημένη και επικαιροποιημένη εκδοχή ενός άρθρου δημοσιευμένου το 2019 στο ΒΗΜΑ.)

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2022

Το αίνιγμα του «Πάρσιφαλ»: Πρόβλεψε άραγε ο Βάγκνερ τον Αϊνστάιν;


 Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Στο συναρπαστικό βιβλίο του «Για μια Νέα Ζωή» (A New Earth), ο Eckhart Tolle περιγράφει μία πορεία μύησης στις βαθύτερες αλήθειες της ύπαρξης μέσω της υπέρβασης του «Εγώ». Ανάλογες σκέψεις διαβάζουμε στο εξίσου ενδιαφέρον βιβλίο «Ο Ιερός σου Εαυτός» (Your Sacred Self) του Wayne Dyer. Κοινός παρονομαστής, η ιδέα ότι το «Εγώ» αποτελεί ανάχωμα στην πορεία προς την κατάκτηση της σοφίας. Η υπέρβασή του είναι το πρώτο, δύσκολο μα αναγκαίο βήμα που μας καθιστά άξιους να βιώσουμε το αίσθημα της συμπόνιας. Έτσι, κατά μία έννοια, η κατάκτηση της σοφίας περνά μέσα από τη συμπόνια! Μία ιδέα που παραπέμπει στη μεγαλύτερη πνευματική κληρονομιά που άφησε πίσω του ένας μεγάλος μουσικός και διανοητής που αγάπησε πολύ την Ελλάδα…

Ο «Πάρσιφαλ» (Parsifal) υπήρξε το τελευταίο – και κατά πολλούς κορυφαίο – μουσικό δράμα του Ρίχαρντ Βάγκνερ (Richard Wagner, 1813-1883). Η όπερα, με χαρακτήρα σκηνικής τελετουργίας, πρωτοπαρουσιάστηκε το 1882 στο δεύτερο Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ (Bayreuth) υπό τη μουσική διεύθυνση του Χέρμαν Λεβί (Hermann Levi), ενός σημαντικού Γερμανοεβραίου μαέστρου και στενού φίλου του συνθέτη. Το λιμπρέτο του Βάγκνερ βασίζεται εν μέρει σε επικό ποίημα του Βόλφραμ φον Έσενμπαχ, γραμμένο τον 13ο αιώνα.

Κεντρική ιδέα στο μουσικό δράμα είναι η κατάκτηση της σοφίας (ή, κατά τη σωκρατική αντίληψη, της αυτοσυνειδησίας) μέσω της συμπόνιας για τον συνάνθρωπο, του βιώματος, δηλαδή, του αλλότριου πόνου. Η ιδέα δεν ανήκει, φυσικά, στον ίδιο τον Βάγκνερ αλλά είναι αποτέλεσμα της επίδρασης του Σοπενχάουερ πάνω στον συνθέτη – φιλόσοφο. Σύμφωνα με την υπόθεση του έργου, ο Πάρσιφαλ, ένας επιφανειακά αφελής αλλά κατά βάθος καλόψυχος νέος, ανακαλύπτει τις βαθύτερες αλήθειες της ύπαρξης όταν, μετά από μία μακρά περιπλάνηση (που συμβολίζει μια πορεία μύησης), κατορθώνει να υπερβεί τα τείχη τού «Εγώ» και να βιώσει τον πόνο του συνανθρώπου (Αμφόρτας) σαν δικό του πόνο…

Στο ποιητικό κείμενο του λιμπρέτου υπάρχει μία αινιγματική φράση που δημιουργεί ενδιαφέροντες συνειρμούς με τις φυσικές επιστήμες. Λίγο πριν το υπέροχο ορχηστρικό ιντερλούδιο της Πρώτης Πράξης, ακούγεται ο παρακάτω διάλογος ανάμεσα στον Πάρσιφαλ και τον Γκούρνεμαντς:

ΠΑΡΣΙΦΑΛ: «Μόλις και μετά βίας βαδίζω, κι όμως νιώθω πως ήδη έχω πάει πολύ μακριά!»

ΓΚΟΥΡΝΕΜΑΝΤΣ: «Βλέπεις, γιε μου, σ’ αυτό εδώ το μέρος ο χρόνος γίνεται χώρος!»

Όσο κι αν θέλει κάποιος να αποφύγει τη σκέψη ως παράλογη, δεν μπορεί να μη διερωτηθεί ως πού, άραγε, έφτανε η ικανότητα του Βάγκνερ να βλέπει μπροστά από την εποχή του. Η όπερα πρωτοπαρουσιάστηκε 23 ολόκληρα χρόνια πριν ο Άλμπερτ Αϊνστάιν προτείνει την (Ειδική) Θεωρία της Σχετικότητας. Κι ο παραπάνω διάλογος παραπέμπει αναπόφευκτα στους χωροχρονικούς μετασχηματισμούς που επιτρέπει η σχετικιστική θεωρία. Περίπτωση επιστημονικής προφητείας; Ή μήπως θα πρέπει να βολευτούμε με την πιο «πεζή» φιλοσοφική ερμηνεία περί ιδεατού ή υποκειμενικού χώρου και χρόνου, γυρίζοντας με αίσθημα ανακούφισης πίσω στον Καντ και τον Σοπενχάουερ;

Τη λύση του μυστηρίου ίσως δεν τη βρούμε ποτέ. Την πήρε μαζί ο Δάσκαλος αποχαιρετώντας μας το 1883 στη Βενετία. Αυτό για το οποίο μπορούμε να είμαστε σίγουροι είναι πως το βαθιά ανθρώπινο μήνυμα του Πάρσιφαλ δεν υπόκειται στη φθορά του χρόνου, ούτε στους περιορισμούς του χώρου. Θα υπάρχει όσο υπάρχει ο άνθρωπος, και θα φτάνει τόσο μακριά όσο η ματιά μας στο Σύμπαν!

KLIK

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2022

Χαιρόμαστε στ' αλήθεια σε μία κηδεία; Ένα μεταφυσικό ερώτημα στον Δ. Λιαντίνη

                  

Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Σε προηγούμενο άρθρο (*) επιχειρήσαμε μία κριτική παρουσίαση της ιστορικής διάλεξης του Δημήτρη Λιαντίνη με θέμα: «Η Φιλοσοφική Θεώρηση του Θανάτου». Μεταξύ άλλων, σταθήκαμε με αίσθημα σκεπτικισμού απέναντι στην υιοθέτηση, εκ μέρους του Λιαντίνη, της Φροϋδικής ψυχαναλυτικής άποψης σύμφωνα με την οποία βιώνουμε ένα αίσθημα κατάφασης  (ένα βαθιά κρυμμένο «αίσθημα χαράς») σε μία κηδεία – ακόμα και αυτήν ενός προσφιλούς προσώπου – υπό το κράτος της ανακούφισης που προκαλεί η συνειδητότητα ότι εμείς είμαστε ζωντανοί.

Οφείλω να ομολογήσω ότι οι πενιχρές γνώσεις μου σε ό,τι αφορά την ψυχανάλυση και τον κόσμο του ασυνείδητου δεν μου επιτρέπουν να αμφισβητήσω, σε επιστημονική βάση, τη θέση που διατύπωσε ο Λιαντίνης σχετικά με την «βαθιά κρυμμένη χαρά ενώπιον του αλλότριου θανάτου». Το μόνο που μου επιτρέπεται να κάνω είναι να εξηγήσω, σε επίπεδο ανθρώπινης λογικής και μόνο, γιατί η ιδέα αυτή, αν εκφραστεί ως δόγμα με καθολική ισχύ, δημιουργεί στον μη-ειδικό ένα αίσθημα βαθιάς αμφιβολίας για την απόλυτη εγκυρότητά της. Και γιατί, μιλώντας προσωπικά, με κάνει να επαναστατώ...

Η απεικόνιση ενός αλλότριου θανάτου στον αυτοσυντηρητικό πυρήνα της ανθρώπινης συνειδητότητας είναι ένα ιδιαίτερα σύνθετο ψυχικό φαινόμενο. Ανάλογα με την περίπτωση, θα μπορούσαμε να κατατάξουμε την απεικόνιση αυτή σε διάφορες κατηγορίες, πλέον ευδιάκριτες εκ των οποίων είναι οι εξής πέντε:

1. Αδιάφορη: Ο αλλότριος θάνατος δεν ενεργοποιεί τα αυτοσυντηρητικά μας ανακλαστικά. Είναι ο θάνατος κάποιου μακρινού «ξένου» που δεν επηρεάζει τη ζωή και δεν κινητοποιεί την συνείδησή μας. Ίσως και να αποτελεί θέαμα στο βραδινό δελτίο ειδήσεων στην τηλεόρασή μας... Η στάση αυτή εκφράζεται με το ρητορικό ερώτημα: «Λυπηρό μεν, αλλά σε τι με αφορά;»

2. Υπεροπτική: Ξεκινά από την αντίληψη ότι, βάσει ενός προσωπικού μας αξιακού συστήματος, δικαιούμαστε να μείνουμε στη ζωή περισσότερο από κάποιους άλλους που είναι, υποτίθεται, «λιγότερο καλοί», «λιγότερο προικισμένοι» ή «λιγότερο χρήσιμοι» σε σχέση με εμάς. Τα παραδείγματα αφθονούν στην καθημερινή ζωή, έτσι που κάθε σχετική παράθεση εδώ περιττεύει.

3. Διαζευκτική: Κωδικοποιείται με φράσεις όπως «ή αυτός, ή εγώ»«αν αυτός, τότε όχι εγώ» (το γνωστό «ο θάνατός σου, η ζωή μου!»). Κλασικό παράδειγμα, η περίπτωση του στρατιώτη την ώρα της μάχης. Συχνά, το ηθικό του στρατιώτη ανυψώνεται με ρητορείες περί ηθικής ανωτερότητάς του σε σχέση με τον αντίπαλο (στην περίπτωση των Ναζί, μάλιστα, υπήρχε επιπρόσθετα και η πεποίθηση της φυλετικής ανωτερότητας). Έτσι, η διαζευκτική στάση μπορεί να συνυπάρχει με – και να ενισχύεται από – την υπεροπτική.

4. Συνειρμική: Περιγράφεται με το ρητορικό ερώτημα: «αν αυτός, γιατί όχι κι εγώ;» και εκφράζει, μέσω ενός μηχανισμού υποκατάστασης του «εγώ» με το «αυτός», τον φόβο μπροστά στο παράδειγμα του θανάτου. «Άραγε, πότε θάρθει κι η σειρά μου;», ακούμε συχνά να λέγεται.

5. Συζευκτική: Κωδικοποιείται με τη φράση: «αν αυτός, τότε κι εγώ», που απεικονίζει μια σχέση υπαρξιακής εξάρτησης (όχι απαραίτητα αμφίδρομη). Είναι η τραγικότερη από τις πέντε κατηγορίες και απαντάται κυρίως σε περιπτώσεις απώλειας προσφιλούς προσώπου, όταν αυτός που μένει πίσω χάνει πλέον κάθε επιθυμία για ζωή. (Έχω προσωπικά παραδείγματα, τόσο στον οικογενειακό όσο και στον ευρύτερο κοινωνικό μου χώρο. Αλησμόνητη θα μου μείνει και η τραγική φιγούρα ενός γνωστού ηθοποιού σε ένα νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν η σύζυγός του. «Έφυγε» λίγο καιρό μετά από εκείνη...)

Η τελευταία αυτή κατηγορία, ιδιαίτερα, είναι που με κάνει να στέκομαι αμήχανος ακούγοντας την ακαδημαϊκή τοποθέτηση του καθηγητή Λιαντίνη περί αισθήματος κατάφασης μπροστά στον θάνατο του συνανθρώπου. Μία θέση που, κατά τη γνώμη μου, δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως δόγμα με γενική και απόλυτη ισχύ, χωρίς να επιδέχεται περιπτωσιολογική εξέταση. Και, ασφαλώς, το να επικαλείται κάποιος τον Φρόιντ δεν τον απαλλάσσει από την ευθύνη των λόγων του, όταν αυτοί δείχνουν να εκφράζουν παράλληλα και προσωπικές του θέσεις.

Όπως προσωπική, νομίζω, ήταν κατά βάθος και η όλη προσέγγιση του θέματος του θανάτου από τον σπουδαίο ρήτορα. Για τον λόγο αυτό, ας κρατήσουμε από την ομιλία τον πλούτο της πληροφορίας και την ωραιότητα των λόγων, κι ας αναζητήσει ο καθένας για τον εαυτό του τις δικές του απαντήσεις στα μεγάλα μεταφυσικά ζητήματα. Ο Λιαντίνης απάντησε σ' αυτά στην πράξη. Και γνωρίζουμε πώς...

(*) https://www.klik.gr/gr/el/brain-storm/stochasmoi-pano-se-mia-profitiki-dialexi-tou-dimitri-liantini/

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2022

Στοχασμοί πάνω σε μία προφητική διάλεξη του Δημήτρη Λιαντίνη

                       

Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Κόντευα να ξεχάσω την ημερομηνία. Ώσπου ένα ωραίο κείμενο της Μανταλένας - Μαρίας Διαμαντή μού θύμισε τη μέρα (1/6/1998) που ένας μεγάλος στοχαστής πέρασε από την γήινη ύπαρξη στην (ενδοκοσμική, όπως ο ίδιος την όρισε) αθανασία:


Ήταν μία επιμελώς προετοιμασμένη «απόδραση». Το κυριότερο: ήταν μια φυγή που είχε προαναγγελθεί. Μεταξύ άλλων, σε μία διάλεξη που θα την χαρακτήριζα προφητική. Έστω και με την έννοια της αυτο-εκπληρούμενης προφητείας...

Ως αντικείμενο ακαδημαϊκής συζήτησης, ο Δημήτρης Λιαντίνης είναι πάντα επίκαιρος. Έτσι, πιστεύω πως δεν είναι ποτέ «πολύ αργά» για να μιλήσει κάποιος γι’ αυτόν. Το παρόν κείμενο επιχειρεί μία κριτική προσέγγιση στην ιστορική διάλεξή του με θέμα: «Η Φιλοσοφική Θεώρηση του Θανάτου» (δείτε το video που παρατίθεται στο τέλος). Ο Λιαντίνης παρομοίασε τη διάλεξη με επιστημονικό «συμπόσιο», κάτι που ασφαλώς δεν ήταν. (Σημειώνω, για την ιστορία, ότι το κοινό αποτελείτο από στρατιωτικούς γιατρούς.)

Βλέποντας κάποιος τη διάλεξη, δεν μπορεί παρά να θαυμάσει την ευρυμάθεια αλλά και την δύναμη του λόγου του καθηγητή. Ταυτόχρονα, όμως, μένει με κάποια ερωτήματα που, δυστυχώς, ο άνθρωπος που κατήγγειλε τον θάνατο του δασκάλου («πέθανε ο δάσκαλος») φρόντισε με την πρόωρη αποχώρησή του να μείνουν αναπάντητα. Πάνω σ’ αυτά τα ερωτήματα θα ήθελα να μιλήσω, τονίζοντας εξαρχής ότι τοποθετούμαι από τη σκοπιά ενός απλού ακροατή και μόνο. Κάποιου που ίσως θα ήθελε να βρισκόταν στο αμφιθέατρο για να διατυπώσει τις συνηθισμένες απορίες που ακούγονται στο τέλος μίας ακαδημαϊκής ομιλίας.

Σταχυολογώ, καταρχάς, μερικά σημεία της ομιλίας που θεωρώ σημαντικά, διατηρώντας κατά το δυνατόν τα αυθεντικά εκφραστικά μέσα του ίδιου του Λιαντίνη (δικές μου επισημάνσεις εμφανίζονται μέσα σε αγκύλες). Σημειώνω ότι ο Λιαντίνης (προς απογοήτευσή μου, ομολογώ) αποφεύγει να δώσει τον ορισμό του θανάτου («τι είναι θάνατος, όλοι ξέρουμε»«ο ορισμός είναι φοβερά δύσκολο πράγμα»), αναπτύσσοντας έτσι ένα θέμα του οποίου το βασικό αντικείμενο δεν καθορίζεται απόλυτα.

1. Την Αττική Τραγωδία τη γέννησε η διαλεκτική σχέση των Ελλήνων με τον θάνατο. Είναι ένα γέννημα από αυτό το «πνευματικό αντιμέτρημα» που είχαν οι Έλληνες με το φαινόμενο του θανάτου. Για να υποστηρίξει την άποψή του αυτή, ο Λιαντίνης παραθέτει ως «γεωμετρική απόδειξη» το γεγονός ότι όλοι οι τραγικοί ήρωες πεθαίνουν στο τέλος του δράματος.

2. Ο θάνατος είναι ο κυρίαρχος νόμος που κρατεί στο Σύμπαν. Από την Αστροφυσική και την Κοσμολογία είναι γνωστό ότι ακόμα και οι αστέρες πεθαίνουν (π.χ., οι μελανές οπές είναι «αστρικά πτώματα»). Και, κάθε στιγμή, ολόκληρος ο πλανήτης μας είναι «ένα σφαγείο» όπου άνθρωποι, ζώα, φυτά, πεθαίνουν, συχνά με φριχτό τρόπο. Η ζωή είναι ένας απέραντος στίβος πιθανοτήτων και δυνατοτήτων. Ένα μόνο είναι βέβαιο, ασφαλές κι απόλυτο (όχι απλά πιθανό ή δυνατό): ο θάνατος!

3. Ο θάνατος είναι το σημαντικότερο πρόβλημα της Φιλοσοφίας. Για την ακρίβεια, η ίδια η Φιλοσοφία δεν είναι παρά ο στοχασμός του ανθρώπου πάνω στο φαινόμενο του θανάτου: «Φιλοσοφία εστί μελέτη θανάτου» (Πλάτωνος «Φαίδων»).

4. Η λέξη «τέλος» έχει διττή σημασία. Σημαίνει το τέρμα αλλά και τον σκοπό. Όλα όσα κάνουμε στη ζωή μας αποβλέπουν σε ένα πράγμα: στο τέλος, στον θάνατό μας. Ο θάνατός μας είναι και ο σκοπός της ζωής μας. Ό,τι κάνουμε είναι μια ανοιχτή δυνατότητα που θα προσδιοριστεί, θα αξιολογηθεί, θα δικαιωθεί ή θα αποκατασταθεί από τη στιγμή του θανάτου μας, από το πώς θα πεθάνουμε. Τίποτα δεν μπορούμε να πούμε για τη ζωή μας αν δεν δούμε το τέλος μας (αναφέρεται στο παράδειγμα Σόλωνος και Κροίσου).

[Μου δίνεται η εντύπωση ότι, σύμφωνα με αυτή την άποψη, δεν βιώνουμε ποτέ το παρόν για το ίδιο το παρόν αλλά για μια απροσδιόριστη, οριακή στιγμή του μέλλοντός μας. Με άλλα λόγια, είμαστε «νεκροί σε σειρά αναμονής»!]

5. Το «φάρμακο» που θα μας απαλλάξει από τον φόβο του θανάτου είναι η απαλλαγή από τον εγωισμό μας («ορμή προς διατήρηση του είδους» τον ονομάζει). Αγαπάμε τόσο πολύ τον εαυτό μας που δεν μπορούμε να τον σκεφτούμε αποκομμένο από τη Φύση. Θα πρέπει να λέμε: «Είμαι κι εγώ όπως όλα τα άλλα στοιχεία της Φύσης, όπως ένα κυπαρίσσι, όπως μια πέτρα, μια κρήνη, ένα όρος...» Να αποστασιοποιηθούμε, δηλαδή, από τον εαυτό μας και να τον δούμε σαν ένα κομμάτι της Φύσης. Έτσι θα απαλλαγούμε από τον φόβο του θανάτου.

[Προβληματίζει η φαινομενική αντίφαση ανάμεσα στο «αποκομμένο από τη Φύση» και το «σαν ένα κομμάτι της Φύσης», με τον τρόπο που χρησιμοποιούνται πιο πάνω στις αντίστοιχες φράσεις.]

6. Επικαλούμενος τον Freud, ο Λιαντίνης ισχυρίζεται πως, όταν βρισκόμαστε μπροστά στον θάνατο ενός συνανθρώπου, ακόμα κι αν νομίζουμε ότι λυπόμαστε, κατά βάθος βιώνουμε ένα αίσθημα χαράς που εμείς είμαστε ζωντανοί!

[Το πώς θα ηχούσε αυτό το επιχείρημα σε εκείνους που δεν καταφέρνουν να επιβιώσουν μετά την απώλεια αγαπημένου προσώπου, είναι ασφαλώς ζήτημα της Ψυχολογίας, όχι της Φιλοσοφίας...]

7. Ο έρωτας είναι συνάρτηση του θανάτου. Μια έντονα ερωτική κατάσταση, μια βαθιά ερωτική βίωση, ποτέ δεν θα τη ζήσουμε στη φυσική της διάσταση και δεν θα είναι αληθινή αν δεν συνοδεύεται από το φαινόμενο του θανάτου. Γι’ αυτό όλοι οι μεγάλοι ποιητές που μας περιέγραψαν μεγάλους έρωτες, τους οδηγούν στην καταστροφή (π.χ., Ρωμαίος και Ιουλιέτα).

[Στην «Γκέμμα» (σελ. 14) ο Λιαντίνης γράφει ότι «ο έρωτας που δε φέρνει μέσα του σπόρο τη συφορά και το θάνατο είναι θέμα της κωμωδίας». Αναρωτιέμαι, εν τούτοις, αν η δραματική ποίηση, για να θεωρηθεί σημαντική, πρέπει εξ ορισμού να αδυνατεί να περιγράψει τον έρωτα σαν πηγή ζωής και σαν λόγο ύπαρξης κι αιτία αναγέννησης του ανθρώπου. Σε επίπεδο μουσικής, θα πρέπει μήπως να καταδικάσουμε τον Parsifal του Wagner ως στερούμενο δραματικής αξίας, με το αιτιολογικό ότι ο έρωτας λειτουργεί ως μέσο αυτογνωσίας αντί ως μέσο καταστροφής;]

Μετά το πέρας της κύριας ομιλίας, και σε ερώτηση ακροατή πάνω στο θέμα «έρωτας και θάνατος», ο Λιαντίνης απαντά λέγοντας, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Η ερωτική μας ένταση, όταν της αφαιρέσεις το στοιχείο του κινδύνου, της απειλής, της καταστροφής, με ακραία μορφή το θάνατο, είναι μισή, είναι (πράγμα) αφύσικο, είναι ένα φαινόμενο που κάπου καταντάει πια πλαδαρό!»

Και συνεχίζει κάνοντας μία περίεργη, για παιδαγωγό, τοποθέτηση που δείχνει (το λέω με επιφύλαξη, γιατί ο λόγος του είναι κάπως συγκεχυμένος) να κατακρίνει την αυτοπροστατευτική στάση των σημερινών νέων στον έρωτα:

«Γι’ αυτό ακριβώς και σήμερα με την ερωτική ελευθεριότητα, με το ότι ξεφεύγουμε τους κινδύνους, βρίσκουμε λύσεις εναλλακτικές, κλπ., έχουμε καταντήσει και λέμε τα κορίτσια μας (...) ‘φλωρίνες’ και τα αγόρια τα λέμε ‘φλώρους’: δεν ξέρουν να ερωτευτούν.»

Τέλος, σε ερώτηση άλλου ακροατή για την ύπαρξη ζωής μετά τον θάνατο, ο Λιαντίνης έδωσε μία μάλλον αναμενόμενη, για έναν εκ πεποιθήσεως άθεο, απάντηση:

«Υπάρχει μία ‘ζωή’ μετά θάνατον, η ακόλουθη: Εκείνο που μένει όταν θα πεθάνουμε είναι η καλή μνήμη που αφήνουμε στους ανθρώπους. Είναι αυτό που λέμε στη Φιλοσοφία, ‘ενδοκοσμική αθανασία’.»

Όπως γρήγορα γίνεται φανερό στη συνέχεια, αυτή η οιονεί «αθανασία» στην οποία αναφέρεται δεν είναι άλλη από το ματαιόδοξο κυνήγι της υστεροφημίας. Ανθρώπινη αδυναμία από την οποία δεν ξέφυγε ούτε ο μυθικός Οδυσσέας, όπως πολύ εύστοχα, ομολογώ, καταδεικνύει ο ομιλητής χρησιμοποιώντας ένα παράδειγμα από την «Οδύσσεια».

Παρακολουθώντας την ομιλία, εντόπισα κάτι που, σ’ εμένα τουλάχιστον τον μη-ειδικό στη Φιλοσοφία, φαντάζει σαν εσωτερική αντινομία του λιαντινικού συστήματος θεώρησης του θανάτου. Συγκεκριμένα, ο Λιαντίνης μοιάζει να αιωρείται ανάμεσα σε μια αιτιοκρατική και μια τελεολογική ερμηνεία του φαινομένου. Ας εξηγήσω τι εννοώ, ξεκινώντας από μερικούς απαραίτητους ορισμούς.

Ως αιτιοκρατία χαρακτηρίζουμε τη φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία το κάθε τι που συμβαίνει καθορίζεται απόλυτα από προηγούμενες αιτίες και δεν γίνεται κατά τρόπο τυχαίο. Αν ονομάσουμε Α το αίτιο και Β το αποτέλεσμα, τότε μπορούμε να πούμε ότι το Β συνέβη επειδή προηγήθηκε το Α. Δηλαδή, το αίτιο καθορίζει το αποτέλεσμα.

Σύμφωνα με την τελεολογία, από την άλλη μεριά, τα πάντα στον κόσμο διέπονται από έναν σκοπό, προς εκπλήρωση του οποίου τείνουν. Δηλαδή, όλα τα φαινόμενα υπηρετούν μια προκαθορισμένη σκοπιμότητα. Έτσι, αν πάλι ονομάσουμε Α το αίτιο και Β το αποτέλεσμα, τότε λέμε ότι το Α συνέβη ώστε να επακολουθήσει το Β. Με άλλα λόγια, το αίτιο δικαιώνεται από το αποτέλεσμα.

Στην αρχή της ομιλίας, ο θάνατος παρουσιάζεται ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ζωής, με το οποίο ο άνθρωπος οφείλει να συμφιλιωθεί. Είναι «ο κυρίαρχος νόμος που κρατεί στο Σύμπαν» και αποτελεί τη μόνη βεβαιότητα για τον άνθρωπο. Είναι σαφές εδώ ότι ο θάνατος (ως αποτέλεσμα) υπάρχει λόγω του ότι προϋπήρξε η ζωή, και θα έχανε κάθε νόημα χωρίς αυτήν. Βλέπουμε έτσι μία αιτιοκρατική αντίληψη της ιδέας του θανάτου.

Στη συνέχεια, όμως, ακούμε ότι «ο θάνατός μας είναι και ο σκοπός της ζωής μας» και πως «ό,τι κάνουμε θα προσδιοριστεί, θα αξιολογηθεί, θα δικαιωθεί ή θα αποκατασταθεί από το πώς θα πεθάνουμε». Με άλλα λόγια, κύριος (αν όχι μοναδικός) σκοπός της ζωής μας είναι η προετοιμασία του θανάτου μας. Η ζωή (ως προϋπάρχον αίτιο) αποτιμάται από το αποτέλεσμά της, τον θάνατο, και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται κυρίως ως πεδίο προετοιμασίας του θανάτου, χωρίς τον οποίο η ζωή θα έχανε το νόημά της. Μία εμφανώς τελεολογική αντίληψη του νοήματος της ζωής.

Θα τολμούσα να υποθέσω ότι, κατά τον Λιαντίνη, δεν έχει τόση σημασία το πώς έζησε κάποιος, όση το πώς πέθανε. Κι αν θέλει να πεθάνει με τον «σωστό τρόπο», θα πρέπει να φροντίζει γι’ αυτό καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.

Ως παιδαγωγός, εν τούτοις, πιστεύω πως κάθε διδασκαλία θα πρέπει να στοχεύει στην ψυχική και πνευματική ανύψωση του ανθρώπου και στην ανάδειξη της αξίας της ζωής. Στους μαθητές μας – μα και στην κοινωνία, ευρύτερα – θα πρέπει να διδάσκουμε τον θάνατο όχι ως υπέρτατη αξία, στην προοπτική της οποίας ο άνθρωπος οφείλει να αφιερώσει την κάθε στιγμή της ζωής του, αλλά σαν ένα οριακό γεγονός σε μία πορεία συνειδητότητας κι αυτογνωσίας (για να θυμηθούμε και τον, αγαπημένο στον Δ. Λιαντίνη, Σωκράτη). Πορεία που πρέπει να διανύσουμε όχι μόνο για το τέλος της (που δεν ταυτίζεται με τον σκοπό της) μα κυρίως για το ίδιο το ταξίδι, όπως θα ‘λεγε κι ο Αλεξανδρινός ποιητής, επίσης αγαπημένος στον Λάκωνα ομιλητή!

Video:  https://youtu.be/FtOdw4oDhTA