Ο «αντιρατσιστικός νόμος» και το εμβόλιο κατά της πανδημίας Covid-19 εισήγαγαν ένα νέο είδος «εγκλήματος» κατά τον 21ο αιώνα: τον ανθρώπινο φόβο...
Είναι δυνατόν το αίσθημα του φόβου να αντιμετωπίζεται ως ηθικό ζήτημα; Ακόμα περισσότερο, είναι δυνατό να τιμωρείται με βάση τους νόμους του κράτους;
Όσο και αν τα ερωτήματα αυτά φαίνονται ρητορικά, με αυτονόητη την αρνητική απάντηση, η έννοια του αυτονόητου καταργήθηκε σε (τουλάχιστον) δύο περιπτώσεις στην πρόσφατη Ιστορία της χώρας. Την πρώτη φορά, όταν η λεγόμενη «ξενοφοβία» καταδικάστηκε ηθικά και νομικά από το «προοδευτικό» κομμάτι της κοινωνίας και την πολιτεία, αντίστοιχα. Και, πιο πρόσφατα, όταν οι σοβαρές παρενέργειες ενός συγκεκριμένου τύπου εμβολίου όρισαν ένα νέο είδος κοινωνικής αδικοπραξίας: τον δισταγμό ενός ατόμου να εμπιστευτεί το εμβόλιο αυτό έναντι άλλων που θεωρούνται πιο ασφαλή...
Την άνοιξη του 2013, συζήτηση πολλή γινόταν στη χώρα για τον εκκολαπτόμενο, τότε, «νόμο περί καταπολέμησης εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας». Σε παρεμβάσεις μας στο «Βήμα» [1,2] είχαμε σημειώσει ότι, σε αντίθεση με τον ρατσισμό, που είναι μία ηθικά καταδικαστέα και ποινικά κολάσιμη κοινωνική συμπεριφορά, η ξενοφοβία δεν μπορεί να συνιστά ηθικό ή νομικό παράπτωμα, αφού δεν είναι δυνατό να καταδικάζεται ηθικά – και ακόμα περισσότερο να ποινικοποιείται – το αίσθημα του φόβου. Το ίδιο, φυσικά, ισχύει και για κάθε άλλη εκδήλωση που περιγράφεται με το συνθετικό «φοβία», στον βαθμό που μιλούμε, βέβαια, για ένα ανθρώπινο αίσθημα και όχι για μία παράνομη συμπεριφορά εξαιτίας του αισθήματος αυτού.
Ερχόμαστε στο «σήμερα». Είναι γνωστός ο θόρυβος που προκλήθηκε λόγω της εμφάνισης πολύ σοβαρών έως και θανατηφόρων παρενεργειών ενός συγκεκριμένου τύπου εμβολίου κατά της πανδημίας Covid-19. Και, σε καθαρά ανθρώπινο επίπεδο, θα έπρεπε να είναι απόλυτα σεβαστός και κατανοητός ο φόβος της κοινωνίας για το συγκεκριμένο (το τονίζω) εμβόλιο, και ο δισταγμός ενός μέρους του πληθυσμού να προβεί σε άμεσο εμβολιασμό τον καιρό που το εμβόλιο αυτό ήταν το μοναδικό που διετίθετο από το σύστημα υγείας.
Εν τούτοις, οι «εισαγγελείς» των μέσων ενημέρωσης (ή «μέσων εναγρίωσης», όπως έλεγε μισο-αστεία, μισο-σοβαρά, ο αείμνηστος Γιάννης Καλαμίτσης) είχαν άλλη άποψη. Αναφέρω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Σε σχετικά πρόσφατη εκπομπή ιδιωτικού ραδιοφωνικού σταθμού, νεαρός και λαλίστατος δημοσιογράφος αποκάλεσε «εγκληματίες και ανόητους» εκείνους που διστάζουν να κάνουν το εν λόγω εμβόλιο επειδή «θεωρούν (sic) ότι δεν είναι ασφαλές»!
Βέβαια, πριν αποκαλέσει κάποιους ανθρώπους «εγκληματίες», ο παρουσιαστής της εκπομπής όφειλε να είχε εξετάσει κατά πόσον το ρήμα «θεωρούν» είναι εννοιολογικά πιο δόκιμο από το ρήμα «φοβούνται». Και μετά ας δίκαζε κι ας καταδίκαζε, αν έτσι ήθελε, το «έγκλημα» του φόβου...
Όμως, ανάλογες εισαγγελικού τύπου καταδίκες του ανθρώπινου φόβου ακούσαμε και από ειδικούς, η ψυχρά πραγματιστική λογική των οποίων υπαγορεύει ότι είναι προτιμότερο να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή των λίγων προκειμένου να προστατευτεί η υγεία των πολλών. Όπως περίπου συμβαίνει σε μία κατάσταση πολέμου, όπου, εκτελώντας μερικούς λιποτάκτες που φοβήθηκαν τη μάχη, διασφαλίζεις ότι οι πολλοί θα συνεχίσουν να μάχονται...
Για μία ακόμα φορά θα τονίσω την σημασία του εμβολιαστικού προγράμματος, το οποίο πρέπει να συνεχιστεί με αμείωτο ρυθμό ώσπου να επιτευχθεί η πολυπόθητη γενική ανοσία. Το παρόν κείμενο ουδόλως θέτει σε αμφισβήτηση το πρόγραμμα αυτό, τα ευεργετήματα του οποίου, άλλωστε, και ο ίδιος ο γράφων απολαμβάνει. Αυτό που επισημαίνεται εδώ αφορά ένα καθαρά ηθικό ζήτημα: την ελαφρά τη καρδία αντιμετώπιση και καταδίκη του αισθήματος του φόβου από μερίδα γιατρών, κυβερνώντων, και μέσων ενημέρωσης.
Και, όπως δεν είναι απαραίτητα ρατσιστής εκείνος που φοβάται για το εισαγόμενο έγκλημα στη χώρα, έτσι δεν είναι εγκληματίας εκείνος που αξιώνει από την επιστήμη και την πολιτεία να αντιμετωπίζουν τη ζωή του ως αυτόνομη αξία και όχι ως στατιστική λεπτομέρεια...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου