Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου
Τίποτα δεν προετοίμασε την παρουσία του, τίποτα δεν διαδέχθηκε τη φυγή του. Ήταν σαν αυτό που λέμε στα Μαθηματικά, “singularity”. Σαν την κορφή ενός βουνού που πεισματικά στέκει μονάχη, μοναδική στο είδος της. Ίσως γιατί κι ο ίδιος συνειδητά (όχι δίχως κάποιο αίσθημα ματαιοδοξίας και αυταρέσκειας) τοποθέτησε τον εαυτό του στην κορυφή του κόσμου, έτσι που κανείς ποτέ να μη μπορέσει να δειχθεί άξιος διάδοχός του!
Ιδρυτής και μοναδικός αρχιερέας μιας θρησκείας που είχε ένα κεντρικό και μη διαπραγματεύσιμο δόγμα: την άνευ όρων λατρεία στο πρόσωπό του! Οπαδοί οι μαθητές του, που τον λάτρεψαν σαν θεό αρνούμενοι να δουν τις ανθρώπινες αδυναμίες του. Μαγεμένοι, σχεδόν υπνωτισμένοι, από τη χαρισματική του προσωπικότητα, θα μπορούσαν να δεχθούν ακόμα κι ότι ο ήλιος ανατέλλει από τη δύση, αν έτσι έλεγε ο Δάσκαλος! Αυτό που γι’ αυτούς είχε σημασία δεν ήταν τόσο το ουσιαστικό περιεχόμενο της σκέψης του, όσο ο μαγνητισμός κι η γοητεία που τους ασκούσε η εκφορά της…
Κανείς δεν διανοήθηκε ποτέ να διακόψει τον χειμαρρώδη λόγο του για να αρθρώσει – υπό μορφή, έστω, απορίας – υποψία εναλλακτικής θέσης, πόσο μάλλον ένστασης. Όχι από φόβο (τούτο το αισχρό συναίσθημα ουδέποτε το ενέπνευσε στους μαθητές του!) μα από μια μορφή σεβασμού που μόνο μια θεότητα θα μπορούσε να απολαμβάνει! Πίστευε, και το εφάρμοσε με συνέπεια στην πράξη, πως η σχέση μαθητή-δασκάλου οφείλει να είναι στον πυρήνα της ερωτική. Έρωτας εξ ορισμού άνισος, βέβαια, αφού σαν προϋπόθεση είχε την πλήρη και συνειδητή υποταγή της μιας πλευράς στην άλλη…
Αληθινά ιδιοφυής (κατά την άποψή μου, ίσως ο ιδιοφυέστερος Έλληνας στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα!), δεν άντεξε τελικά το βάρος της ίδιας του της προσωπικότητας. Κι επέλεξε τη λύτρωση μέσω της φυγής. Μιας φυγής στην οποία προσέδωσε τη μυστηριακή όψη ανάληψης σε σφαίρες υπερκόσμιες, εκεί που η αθανασία αναμένει τους πραγματικά μεγάλους. Ή – γιατί όχι; – τους ίδιους τους θεούς, όπως μαρτυρά μια γνώριμη δαφνοστεφανωμένη εικόνα του!
Η απίστευτη διεισδυτικότητα με την οποία ήταν προικισμένη η ματιά του τού επέτρεπε να διακρίνει τα αδύνατα σημεία και τα συναισθηματικά κενά των ανθρώπων που συναντούσε. Μπορούσε να εντοπίζει το έλλειμμα αυτοπεποίθησης, όπου και όσο βαθιά κι αν κρυβόταν μέσα στο ακροατήριό του, και ήξερε πάντα τις κατάλληλες λέξεις που θα χάριζαν πίστη σε αυτοαμφισβητούμενες συνειδητότητες. Αμείλικτος, εν τούτοις, σε όσους (έστω κι άθελά τους) του διέψευδαν το αίσθημα της παντοδυναμίας του – ακόμα κι αν ήταν επιστήθιοι φίλοι!
Μάστορας μοναδικός στην τέχνη του χειρισμού του γυναικείου ψυχισμού, δεν έκρυβε τη γνώση του στα βαθύτερα μυστικά της, όπως αποκαλύπτει με περισσή αυταρέσκεια στο κύκνειο άσμα του, το τελευταίο του βιβλίο. Κάποιες μαθήτριές του δεν μπόρεσαν ποτέ να ξεπεράσουν τη φυγή του, θαρρείς και φεύγοντας πήρε μαζί του και τις ψυχές τους. Και κάθε άλλος εραστής, οσοδήποτε άξιος, έμεινε να φαντάζει στα μάτια τους ανεπαρκής – στην καλύτερη περίπτωση, σαν γήινο υποκατάστατο ενός «ημίθεου»!
Σ’ αυτούς τους «ευγενικούς κι αόρατους» εραστές που βρέθηκαν στην ανάγκη να συναγωνίζονται άνισα τη σκιά ενός εκ φύσεως γητευτή που με μοναδικό θεατρικό στόμφο αναλήφθηκε από την κορυφή του Ταΰγετου, αφιερώνεται το κάπως πικρά σαρκαστικό στιχούργημα που ακολουθεί:
Παράδεισος
Δε λέω,
γλυκός είναι ο πόνος
να βασιλεύεις στον Παράδεισο
τώρα που φύγαν οι θεοί.
Και οι πατημασιές που αφήκαν
– βαριές και ανεξίτηλες –
το πιο καλό αντίδοτο
στη ματαιοδοξία σου…
Ήρθε λοιπόν η ώρα σου
ευγενικέ κι αόρατε φιλόσοφε:
Μ’ αυτά τα μισοφαγωμένα μήλα
την τέχνη σου όλη βάλε
και της ψυχής σου τη γλυκύτητα
να φτιάξεις μια υπέροχη κομπόστα!
Κλείνω με ένα διάλογο από την αριστουργηματική ταινία του Ντίνου Δημόπουλου, «Ο Άνθρωπος του Τραίνου». Αφιερώνεται σ’ εκείνους που δεν μπόρεσαν να αναμετρηθούν με όνειρα και φαντάσματα δίχως να νιώσουν την ταπείνωση της ήττας…
– Αυτός ο άνθρωπος είναι ένα όνειρο, ένα φάντασμα!
– Αυτό είναι το χειρότερο! Έναν πραγματικό άνθρωπο τον πολεμάς. Έχει αδυναμίες, κακές πλευρές… Ένα όνειρο όμως; Ένα φάντασμα πώς θα μπορέσεις να το πολεμήσεις; Ένα όνειρο είναι πιο ζωντανό απ’ την ίδια τη ζωή!