Υπάρχει λογική στην ποινικοποίηση της έκφρασης γνώμης σε μια δημοκρατική κοινωνία; Και, πώς η λογική αυτή συνάδει με την αυτονόητη ελευθερία του λόγου σε ένα δημοκρατικό καθεστώς;
Το ερώτημα είναι λεπτό, και η απάντηση κάθε άλλο παρά μονοσήμαντη. Υπάρχει όμως ένα κριτήριο που θα μπορούσε να είναι οικουμενικά αποδεκτό και γενικά εφαρμόσιμο: Κατά πόσον η έκφραση γνώμης, άμεσα ή έμμεσα, ενθαρρύνει και συμβάλλει στην τέλεση αξιόποινων πράξεων. Για παράδειγμα, αν κάποιος εκφράσει δημόσια την πίστη του στο «δικαίωμα» στη φοροδιαφυγή, διαπράττει αξιόποινη πράξη αφού προσφέρει ηθικό έρεισμα σ’ εκείνους που παρανομούν ή σκέφτονται να παρανομήσουν. Σε ακόμα υψηλότερη βαθμίδα ηθικής βαρύτητας, ως αντιβαίνων κάθε έννοια νομιμότητας θα πρέπει να θεωρείται ο δημόσιος εγκωμιασμός εγκληματικών πράξεων. Ιδιαίτερα, μάλιστα, αν πρόκειται για εγκλήματα γενοκτονίας, όπως αυτά που διέπραξαν οι Ναζί κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Εκεί που δημιουργείται ουσιαστικό πρόβλημα είναι όταν ο νομοθέτης αρνείται την διαφοροποίηση ανάμεσα στη δημόσια επιδοκιμασία ενός εγκλήματος και την απλή έκφραση αμφισβήτησης για τη σπουδαιότητα, ή ακόμα και αυτή τούτη την τέλεσή του, ειδικά στην περίπτωση όπου η αμφισβήτηση αυτή αντίκειται προς τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις ή αδιάσειστες ιστορικές τεκμηριώσεις. Και, για να αναφερθούμε και πάλι σε μια χαρακτηριστική περίπτωση, πόσο αξιόποινη θα πρέπει να λογίζεται η άρνηση της ιστορικής αλήθειας του Ολοκαυτώματος;
Δεν νομίζω να υπάρχει σήμερα σοβαρός ιστορικός αναλυτής (με εξαίρεση τους αμφιλεγόμενους «αναθεωρητές» τύπου David Irving) που να θεωρεί ότι τα έξι εκατομμύρια των νεκρών του φρικτότερου μαζικού εγκλήματος της Ιστορίας υπήρξαν μόνο στη... φαντασία κάποιων σιωνιστικών κύκλων! Η δημόσια έκφραση αμφισβήτησης, λοιπόν, του Ολοκαυτώματος δεν θα έπρεπε να αποτελεί αιτία εισαγγελικής παρέμβασης, αλλά μάλλον αντικείμενο ψυχιατρικής διερεύνησης. Σε κάθε περίπτωση, η άρνηση (όχι όμως και ο εγκωμιασμός!) ενός τέτοιου ιστορικού εγκλήματος δεν είναι λογικό να ποινικοποιείται σε μια δημοκρατική κοινωνία που σέβεται την ελευθερία του λόγου και δεν βάζει φραγμούς στην έκφραση γνώμης – ακόμα κι όταν αυτή αποτελεί βιασμό του αυταπόδεικτου!
Με την ανάπτυξη του Διαδικτύου, ο ίδιος ο κυβερνοχώρος (τοπικός και παγκόσμιος) έγινε ένα απέραντο λαϊκό δικαστήριο. Και προεξάρχουσα θέση στις εκδικαζόμενες υποθέσεις κατέχουν τα «εγκλήματα γνώμης», όπου η έννοια του «εγκλήματος» διαμορφώνεται κατά το δοκούν, ανάλογα με τις ιδεοληψίες των χρηστών. Η φύση της διακινούμενης πληροφορίας, μάλιστα, δίνει την δυνατότητα στους «δικαστές», αν το επιθυμούν, να κρύβουν τα πρόσωπά τους είτε μέσω ανωνυμίας, είτε με χρήση πλασματικής ταυτότητας – ένα είδος de facto νομιμοποίησης της εκ του ασφαλούς δημόσιας ύβρεως και της συκοφαντίας, και μια επίφαση φιλελευθεροποίησης μέσω ενθάρρυνσης της θρασυδειλίας!
Στα καθ’ ημάς, ένα πεδίο σφοδρής ιδεολογικής αντιπαράθεσης στο Διαδίκτυο είναι το περιβόητο μνημόνιο. Για την ακρίβεια, η υποκειμενική αντίληψη του κατά πόσον αυτό ήταν ή όχι μια αναγκαία επιλογή για την αποφυγή της χρεοκοπίας της χώρας. Η σύγκρουση γνώμης είναι εδώ άνιση, αφού ο ρόλος του «εισαγγελέως» σχεδόν μονοπωλείται από την «αντιμνημονιακή» σχολή σκέψης – στην οποία, ασφαλώς, έχουν εξ ορισμού προσχωρήσει τα κόμματα της αντιπολίτευσης, τα οποία φυσικό είναι να επιδιώκουν να κεφαλαιοποιήσουν την αγανάκτηση των πολιτών που υποφέρουν από τις συνέπειες των σκληρών προϋποθέσεων του μνημονίου.
Η αγριότητα της κριτικής (διανθισμένης ενίοτε με ακραία υβριστικούς χαρακτηρισμούς) συχνά τρομάζει και παραπέμπει στις πιο σκοτεινές εμφυλιοπολεμικές περιόδους της Ιστορίας του τόπου. Οι τολμούντες να αποκλίνουν από την αντιμνημονιακή γραμμή αντιμετωπίζονται ως εθνικοί μειοδότες και παρομοιάζονται με τους δωσίλογους που συνεργάστηκαν επί Κατοχής με τον Γερμανό κατακτητή! Το επίπεδο του διαλόγου συχνά παραπέμπει σε κερκίδες γηπέδων, με επιπρόσθετη μάλιστα αγριότητα αν αναλογιστεί κανείς ότι το διακύβευμα αφορά κατά κύριο λόγο την ίδια την επιβίωση (για να μην αναφερθούμε στην ευτελέστερη εκδοχή της διατήρησης κεκτημένων...).
Αυτό που φαντάζει οξύμωρο είναι το γεγονός ότι σ’ αυτή τη βίαιη προσπάθεια άτυπης ποινικοποίησης, και τελικά φίμωσης, της αλλότριας γνώμης πρωτοστατούν πολιτικοί χώροι που αρέσκονται να αυτοπροσδιορίζονται ως «δημοκρατικοί» και «προοδευτικοί». Δυνάμεις που συχνά καταφεύγουν στην εύκολη και φθηνή – συχνά μάλιστα κι εμπρηστική – συνθηματολογία του λαϊκισμού, αντί της σοβαρής επιχειρηματολογίας που απαιτεί η υπεύθυνη πολιτική...
Για το αν το μνημόνιο ήταν ή όχι σωστή επιλογή, δεν είμαι σε θέση να εκφέρω γνώμη (εξάλλου, ακόμα και διαπρεπείς ξένοι οικονομολόγοι διαφωνούν μεταξύ τους πάνω σ’ αυτό το θέμα!). Το μόνο που γνωρίζω είναι η αυταπόδεικτη αλήθεια πως έχει φέρει απέραντη δυστυχία στους Έλληνες – χωρίς να βλέπω, εν τούτοις, ποια άλλη λύση θα τους έκανε ευτυχέστερους (ή, για την ακρίβεια, λιγότερο δυστυχείς). Αυτό που σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να αμφισβητείται, αν θέλουμε να λεγόμαστε δημοκρατική κοινωνία, είναι το δικαίωμα κάποιων να έχουν αντίθετη άποψη επί του θέματος από τη δική μας και να την εκφράζουν ελεύθερα, χωρίς να εισπράττουν χυδαίες ύβρεις και να υφίστανται δημόσιους εξευτελισμούς!
Όμοια, η επίμονη αμφισβήτηση ιστορικά τεκμηριωμένων εγκλημάτων γενοκτονίας είναι σήμερα υπόθεση των ανοήτων, των απαίδευτων και των ρατσιστών. Ουδείς, εν τούτοις, μπορεί να στερήσει απ’ όλους αυτούς το δικαίωμα να αρνούνται δημόσια τις πλέον αυταπόδεικτες αλήθειες, αν έτσι επιθυμούν. Πόσο μάλλον αξιώνοντας να καθίσταται η άρνησή τους αυτή αξιόποινη πράξη! Κάτι τέτοιο αντίκειται προς τις ίδιες τις αρχές της Δημοκρατίας – του πολιτεύματος που στέκει πάντα ως αντίπαλο δέος καθεστώτων σαν εκείνο που ευθύνεται για το Ολοκαύτωμα...
ΤΟ ΒΗΜΑ
Το ερώτημα είναι λεπτό, και η απάντηση κάθε άλλο παρά μονοσήμαντη. Υπάρχει όμως ένα κριτήριο που θα μπορούσε να είναι οικουμενικά αποδεκτό και γενικά εφαρμόσιμο: Κατά πόσον η έκφραση γνώμης, άμεσα ή έμμεσα, ενθαρρύνει και συμβάλλει στην τέλεση αξιόποινων πράξεων. Για παράδειγμα, αν κάποιος εκφράσει δημόσια την πίστη του στο «δικαίωμα» στη φοροδιαφυγή, διαπράττει αξιόποινη πράξη αφού προσφέρει ηθικό έρεισμα σ’ εκείνους που παρανομούν ή σκέφτονται να παρανομήσουν. Σε ακόμα υψηλότερη βαθμίδα ηθικής βαρύτητας, ως αντιβαίνων κάθε έννοια νομιμότητας θα πρέπει να θεωρείται ο δημόσιος εγκωμιασμός εγκληματικών πράξεων. Ιδιαίτερα, μάλιστα, αν πρόκειται για εγκλήματα γενοκτονίας, όπως αυτά που διέπραξαν οι Ναζί κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Εκεί που δημιουργείται ουσιαστικό πρόβλημα είναι όταν ο νομοθέτης αρνείται την διαφοροποίηση ανάμεσα στη δημόσια επιδοκιμασία ενός εγκλήματος και την απλή έκφραση αμφισβήτησης για τη σπουδαιότητα, ή ακόμα και αυτή τούτη την τέλεσή του, ειδικά στην περίπτωση όπου η αμφισβήτηση αυτή αντίκειται προς τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις ή αδιάσειστες ιστορικές τεκμηριώσεις. Και, για να αναφερθούμε και πάλι σε μια χαρακτηριστική περίπτωση, πόσο αξιόποινη θα πρέπει να λογίζεται η άρνηση της ιστορικής αλήθειας του Ολοκαυτώματος;
Δεν νομίζω να υπάρχει σήμερα σοβαρός ιστορικός αναλυτής (με εξαίρεση τους αμφιλεγόμενους «αναθεωρητές» τύπου David Irving) που να θεωρεί ότι τα έξι εκατομμύρια των νεκρών του φρικτότερου μαζικού εγκλήματος της Ιστορίας υπήρξαν μόνο στη... φαντασία κάποιων σιωνιστικών κύκλων! Η δημόσια έκφραση αμφισβήτησης, λοιπόν, του Ολοκαυτώματος δεν θα έπρεπε να αποτελεί αιτία εισαγγελικής παρέμβασης, αλλά μάλλον αντικείμενο ψυχιατρικής διερεύνησης. Σε κάθε περίπτωση, η άρνηση (όχι όμως και ο εγκωμιασμός!) ενός τέτοιου ιστορικού εγκλήματος δεν είναι λογικό να ποινικοποιείται σε μια δημοκρατική κοινωνία που σέβεται την ελευθερία του λόγου και δεν βάζει φραγμούς στην έκφραση γνώμης – ακόμα κι όταν αυτή αποτελεί βιασμό του αυταπόδεικτου!
Με την ανάπτυξη του Διαδικτύου, ο ίδιος ο κυβερνοχώρος (τοπικός και παγκόσμιος) έγινε ένα απέραντο λαϊκό δικαστήριο. Και προεξάρχουσα θέση στις εκδικαζόμενες υποθέσεις κατέχουν τα «εγκλήματα γνώμης», όπου η έννοια του «εγκλήματος» διαμορφώνεται κατά το δοκούν, ανάλογα με τις ιδεοληψίες των χρηστών. Η φύση της διακινούμενης πληροφορίας, μάλιστα, δίνει την δυνατότητα στους «δικαστές», αν το επιθυμούν, να κρύβουν τα πρόσωπά τους είτε μέσω ανωνυμίας, είτε με χρήση πλασματικής ταυτότητας – ένα είδος de facto νομιμοποίησης της εκ του ασφαλούς δημόσιας ύβρεως και της συκοφαντίας, και μια επίφαση φιλελευθεροποίησης μέσω ενθάρρυνσης της θρασυδειλίας!
Στα καθ’ ημάς, ένα πεδίο σφοδρής ιδεολογικής αντιπαράθεσης στο Διαδίκτυο είναι το περιβόητο μνημόνιο. Για την ακρίβεια, η υποκειμενική αντίληψη του κατά πόσον αυτό ήταν ή όχι μια αναγκαία επιλογή για την αποφυγή της χρεοκοπίας της χώρας. Η σύγκρουση γνώμης είναι εδώ άνιση, αφού ο ρόλος του «εισαγγελέως» σχεδόν μονοπωλείται από την «αντιμνημονιακή» σχολή σκέψης – στην οποία, ασφαλώς, έχουν εξ ορισμού προσχωρήσει τα κόμματα της αντιπολίτευσης, τα οποία φυσικό είναι να επιδιώκουν να κεφαλαιοποιήσουν την αγανάκτηση των πολιτών που υποφέρουν από τις συνέπειες των σκληρών προϋποθέσεων του μνημονίου.
Η αγριότητα της κριτικής (διανθισμένης ενίοτε με ακραία υβριστικούς χαρακτηρισμούς) συχνά τρομάζει και παραπέμπει στις πιο σκοτεινές εμφυλιοπολεμικές περιόδους της Ιστορίας του τόπου. Οι τολμούντες να αποκλίνουν από την αντιμνημονιακή γραμμή αντιμετωπίζονται ως εθνικοί μειοδότες και παρομοιάζονται με τους δωσίλογους που συνεργάστηκαν επί Κατοχής με τον Γερμανό κατακτητή! Το επίπεδο του διαλόγου συχνά παραπέμπει σε κερκίδες γηπέδων, με επιπρόσθετη μάλιστα αγριότητα αν αναλογιστεί κανείς ότι το διακύβευμα αφορά κατά κύριο λόγο την ίδια την επιβίωση (για να μην αναφερθούμε στην ευτελέστερη εκδοχή της διατήρησης κεκτημένων...).
Αυτό που φαντάζει οξύμωρο είναι το γεγονός ότι σ’ αυτή τη βίαιη προσπάθεια άτυπης ποινικοποίησης, και τελικά φίμωσης, της αλλότριας γνώμης πρωτοστατούν πολιτικοί χώροι που αρέσκονται να αυτοπροσδιορίζονται ως «δημοκρατικοί» και «προοδευτικοί». Δυνάμεις που συχνά καταφεύγουν στην εύκολη και φθηνή – συχνά μάλιστα κι εμπρηστική – συνθηματολογία του λαϊκισμού, αντί της σοβαρής επιχειρηματολογίας που απαιτεί η υπεύθυνη πολιτική...
Για το αν το μνημόνιο ήταν ή όχι σωστή επιλογή, δεν είμαι σε θέση να εκφέρω γνώμη (εξάλλου, ακόμα και διαπρεπείς ξένοι οικονομολόγοι διαφωνούν μεταξύ τους πάνω σ’ αυτό το θέμα!). Το μόνο που γνωρίζω είναι η αυταπόδεικτη αλήθεια πως έχει φέρει απέραντη δυστυχία στους Έλληνες – χωρίς να βλέπω, εν τούτοις, ποια άλλη λύση θα τους έκανε ευτυχέστερους (ή, για την ακρίβεια, λιγότερο δυστυχείς). Αυτό που σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να αμφισβητείται, αν θέλουμε να λεγόμαστε δημοκρατική κοινωνία, είναι το δικαίωμα κάποιων να έχουν αντίθετη άποψη επί του θέματος από τη δική μας και να την εκφράζουν ελεύθερα, χωρίς να εισπράττουν χυδαίες ύβρεις και να υφίστανται δημόσιους εξευτελισμούς!
Όμοια, η επίμονη αμφισβήτηση ιστορικά τεκμηριωμένων εγκλημάτων γενοκτονίας είναι σήμερα υπόθεση των ανοήτων, των απαίδευτων και των ρατσιστών. Ουδείς, εν τούτοις, μπορεί να στερήσει απ’ όλους αυτούς το δικαίωμα να αρνούνται δημόσια τις πλέον αυταπόδεικτες αλήθειες, αν έτσι επιθυμούν. Πόσο μάλλον αξιώνοντας να καθίσταται η άρνησή τους αυτή αξιόποινη πράξη! Κάτι τέτοιο αντίκειται προς τις ίδιες τις αρχές της Δημοκρατίας – του πολιτεύματος που στέκει πάντα ως αντίπαλο δέος καθεστώτων σαν εκείνο που ευθύνεται για το Ολοκαύτωμα...
ΤΟ ΒΗΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου