Γιατί να «σφάζονται» μεταξύ τους τα πολιτικά κόμματα - αντί να συνεργάζονται - αν το μόνο που επιδιώκουν είναι η προσφορά στην Πατρίδα; Ένα παιδικό ημερολόγιο θέτει δύσκολα ερωτήματα...
Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου
Έτυχε πρόσφατα να διαβάσω μερικές σελίδες από το ημερολόγιο ενός μαθητή της τελευταίας τάξης της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Και, κάποιες «άγουρες» πολιτικές σκέψεις που είδα εκεί αληθινά με προβλημάτισαν! Δεν είμαι βέβαιος αν θα προβλημάτιζαν εξίσου το πολιτικό σύστημα της χώρας... Τις μεταφέρω από μνήμης, όσο πιστά μπορώ, διατηρώντας το πρωτότυπο ύφος του κειμένου.
--------------------------------
Τον πατέρα μου τον άκουγα πάντα να λέει ότι πιστεύει πολύ στη Δημοκρατία, γιατί είναι το καλύτερο και πιο δίκαιο πολίτευμα. Προχθές, όμως, μιλώντας με ένα φίλο του στο τηλέφωνο, ήταν πολύ απογοητευμένος και έλεγε πως αμφιβάλλει πια γι’ αυτήν. Την καταντήσαμε, είπε, «ασύμβατη με τη φιλοπατρία», και κάναμε τη Δημοκρατία και τον πατριωτισμό να φαίνονται μαζί σαν «σχήμα οξύμωρο».
Επειδή τις ελληνικούρες του πατέρα μου δεν τις πολυ-καταλαβαίνω, μόλις έκλεισε το τηλέφωνο του ζήτησα να μου εξηγήσει με απλά λόγια τι ήθελε να πει. Κι αυτός μου διηγήθηκε, τότε, μια φανταστική ιστορία, κάτι σαν «αλληγορία» ή «παραβολή», όπως την είπε:
Στην άκρη ενός μεγάλου δρόμου στεκόταν μια γιαγιούλα που ήθελε να περάσει στην απέναντι πλευρά. Φαινόταν σαν να μην ένιωθε μεγάλη εμπιστοσύνη στα πόδια ή στα μάτια της, γιατί δίσταζε να ξεκινήσει. Κάποια στιγμή την είδαν οι δύο εγγονοί της που κάθονταν σε μια καφετέρια κάπου εκεί κοντά, και έτρεξαν προς το μέρος της. Κι εκείνη υποσχέθηκε να δώσει κάτι λιγοστά κέρματα που είχε στην ποδιά της σ’ εκείνον που θα τη βοηθούσε να περάσει απέναντι. Οι εγγονοί τότε άρχισαν να τσακώνονται άγρια μεταξύ τους για το ποιος θα τη βοηθήσει. Έλεγαν άσχημες κουβέντες και χτυπούσαν ο ένας τον άλλο.
Τότε η γιαγιά είπε σε έναν απ’ τους δύο να την περάσει απέναντι, και στον άλλο να μείνει πίσω αλλά να έχει το νου του μήπως ο πρώτος χρειαστεί κάποια βοήθεια. Μόλις όμως ξεκίνησαν να περπατούν, ο άλλος εγγονός, που δεν έμεινε πίσω, άρχισε να κλωτσάει και να βάζει τρικλοποδιές στον πρώτο που παραλίγο να πέσει και να ρίξει κάτω και τη γιαγιά!
Εκείνη τότε είπε στον άλλο να την αναλάβει αυτός, αφού τόσο πολύ το ήθελε. Όμως, ο πρώτος εγγονός άρχισε κι εκείνος, τώρα, να χτυπάει και να κλωτσάει τον δεύτερο, και λίγο έλειψε να τον πετάξει κάτω μαζί με τη γιαγιά! Μετά ανέλαβε πάλι τη γιαγιά ο πρώτος εγγονός. Και πάλι μετά ο δεύτερος, που έβαλε τρικλοποδιά στον πρώτο. Κι αυτό γινόταν ξανά και ξανά, έτσι που η γιαγιά δεν έφτανε ποτέ στην απέναντι πλευρά του δρόμου.
Ώσπου κάποια στιγμή σώθηκαν τα κουράγια και των δύο εγγονών, και ζήτησαν από κάποιον ξένο, που φαινόταν πιο γεροδεμένος απ’ αυτούς, να τους βοηθήσει. Κι εκείνος πράγματι πέρασε τη γιαγιά απέναντι. Για τον κόπο του, όμως, ζήτησε και πήρε τη μία από τις δυο φρατζόλες ψωμί που η καημένη η γιαγιά είχε μόλις αγοράσει από το φούρνο.
Ρώτησα, τότε, τον πατέρα μου: «Μα, αφού οι εγγονοί πρέπει, λογικά, να αγαπούσαν τη γιαγιά τους, γιατί δεν τη βοήθησαν κι οι δυο μαζί να περάσει απέναντι στο δρόμο, αλλά τσακώνονταν ποιος θα την περάσει από μόνος του;» Τότε εκείνος γέλασε και μου είπε: «Τα κέρματα, παιδί μου. Τα κέρματα!» Και μετά συνέχισε:
«Φαντάσου, τώρα, ότι η γιαγιά είναι η Πατρίδα, και η οφειλόμενη προς αυτήν αγάπη είναι η φιλοπατρία, ο πατριωτισμός. Ο δρόμος που πρέπει να διασχίσει η γιαγιά είναι οι δύσκολοι καιροί που περνάμε, που απαιτούν να είμαστε μονιασμένοι και να αγωνιζόμαστε όλοι μαζί για έναν κοινό σκοπό. Πες, τώρα, ότι οι δύο ιδιοτελείς εγγονοί είναι τα πολιτικά κόμματα που, αντί να συνεργάζονται για το καλό της Πατρίδας, αγωνίζονται το ένα ενάντια στο άλλο για την κουτάλα της εξουσίας. Και υπόθεσε ότι ο επίσης ιδιοτελής ξένος που βοήθησε τη γιαγιά για ένα καρβέλι ψωμί, είναι όλοι εκείνοι οι ξένοι στους οποίους καταφεύγουμε για βοήθεια όταν τα ανάξια πολιτικά κόμματα – μα κι εμείς οι αντάξιοί τους που γινόμαστε εχθροί μεταξύ μας για χάρη τους – οδηγούν τη χώρα στην καταστροφή. Τέλος, φαντάσου ότι η δυνατότητα της γιαγιάς να διαλέγει ποιο από τα δύο παλιόπαιδα θα την περάσει απέναντι, καθώς και το δικαίωμα αυτών των παλιόπαιδων να καυγαδίζουν μεταξύ τους εις βάρος της ίδιας της γιαγιάς, είναι αυτό που λέμε… χμμ… Δημοκρατία. Κατάλαβες;»
Κούνησα το κεφάλι μου, αν και δεν ήξερα τι ακριβώς πάει να πει αυτό το «ιδιοτελείς». Εκείνο που κατάλαβα εγώ, ήταν πως η φιλοπατρία και η Δημοκρατία είναι πράγματα αταίριαστα μεταξύ τους, αφού, όπως φαίνεται, η Δημοκρατία κάνει τους ανθρώπους εγωιστές που ενδιαφέρονται πιο πολύ για το συμφέρον του κόμματος που υποστηρίζουν, παρά γι’ αυτό της πατρίδας τους.
Το είπα, όμως, στον πατέρα μου κι εκείνος γέλασε: «Όχι, παιδί μου, δεν φταίει η Δημοκρατία! Όχι τουλάχιστον αυτή που οραματίστηκαν οι πρόγονοί μας. Είναι το πώς την καταντήσαμε εμείς σήμερα που την καθιστά ασύμβατη με τον πατριωτισμό. Σαν να λέμε, φιλοπατρία και Δημοκρατία κατέληξαν να αποτελούν μαζί σχήμα οξύμωρο!»
Καθιστά ασύμβατη… Σχήμα οξύμωρο… Αυτός ο πατέρας μου έχει πάντα τον τρόπο να με μπερδεύει όταν μιλάει!
--------------------------------
(Οι υπόλοιπες σελίδες του ημερολογίου αναφέρονταν σε άλλα ζητήματα που δεν αφορούν την παρούσα συζήτηση.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου