Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020

Όταν «ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες» δολοφονούν ηλικιωμένους...


Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου
Η δολοφονία ενός αριστερού ράπερ από έναν ρατσιστή είναι ένα τραγικό γεγονός. Η δολοφονία, όμως, ενός υπερήλικα από έναν προστατευόμενο του αντιρατσιστικού κινήματος είναι απλά «στατιστική». Το θύμα δεν έχει όνομα, έχει αριθμό...
Με καθυστέρηση αρκετών ημερών πληροφορηθήκαμε από ηλεκτρονικά, κυρίως, μέσα ενημέρωσης μία φρικτή δολοφονία που συνέβη πρόσφατα στη Θεσσαλονίκη. Δύο παιδιά 14 και 12 ετών εισέβαλαν στην οικία 86-χρονου με σκοπό την ληστεία. Το όλο εγχείρημα έλαβε χώρα υπό την εποπτεία και καθοδήγηση της γιαγιάς των παιδιών και του φίλου της, οι οποίοι επιτηρούσαν την περιοχή (κοινώς, φύλαγαν τσίλιες). 

Ο ηλικιωμένος είχε την κακή τύχη να αντιληφθεί την παρουσία των παιδιών μέσα στο σπίτι του – στο οποίο ζούσε μόνος – και, όπως ήταν φυσικό, προέβαλε αντίσταση, αρνούμενος παράλληλα να αποκαλύψει πού είχε κρυμμένα τα χρήματα. Άρνηση που πλήρωσε με τη ζωή του μετά από κτηνώδη βασανιστήρια στα οποία τον υπέβαλαν τα δύο «παιδιά». Τα τελευταία έφυγαν από το σπίτι αφού πήραν 200 ευρώ που βρήκαν φυλαγμένα. 

Αργότερα, οι δύο ανήλικοι δολοφόνοι της Θεσσαλονίκης συνελήφθησαν από την αστυνομία και ομολόγησαν την πράξη τους. Στη συνέχεια αφέθηκαν στην χαλαρή «φύλαξη» κοινωνικού ιδρύματος της περιοχής, από το οποίο ο ένας απέδρασε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία και, τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, αναζητείται... 

Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι το γεγονός ότι τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης, πιθανώς υπό τον φόβο κριτικής για παραβίαση της «πολιτικής ορθότητας», απέφυγαν να αναφέρουν, ή ανέφεραν με ψιλά γράμματα, ότι τα παιδιά ανήκαν σε συγκεκριμένη «ευαίσθητη κοινωνική ομάδα»: ήταν Ρομά. Την ίδια φοβική συμπεριφορά έχουν επιδείξει τα μέσα ενημέρωσης σε αναρίθμητες (στην κυριολεξία) παρόμοιες περιπτώσεις δολοφονίας ηλικιωμένων ατόμων από άτομα ανήκοντα σε «ευαίσθητες» ομάδες, είτε εγχώριες (όπως στην προκειμένη περίπτωση) είτε εισαγόμενες στο πλαίσιο του «πολυπολιτισμικού μετασχηματισμού» της χώρας. Η κοινωνική συλλογικότητα στην οποία ανήκουν οι δράστες συχνά δεν υπονοείται καν... 

Όπως προανέφερα, έχουμε χάσει το μέτρημα – ιδίως τα τελευταία 10 χρόνια – με τα φρικιαστικά, κτηνώδη κι απάνθρωπα εγκλήματα σε βάρος ηλικιωμένων (και συχνά ανήμπορων) ανθρώπων, τα οποία διαπράττονται από μέλη «ευαίσθητων» κοινωνικών χώρων. Το αυτί της Αριστεράς της «προόδου», του «ανθρωπισμού» και της «κοινωνικής ευαισθησίας», εν τούτοις, δεν έδειξε να ιδρώνει ποτέ γι’ αυτό το φαινόμενο. Ίσως γιατί οι θύτες ανήκουν στη δική της προστατευόμενη ομάδα του κοινωνικού περιθωρίου, και κάθε φόνος με κίνητρο τη ληστεία θεωρείται a priori ως απεγνωσμένη πράξη αυτοσυντήρησης των απόκληρων της κοινωνίας και των κυνηγημένων από «το σύστημα». Όσο για τους ηλικιωμένους, αυτοί στο κάτω – κάτω τα έφαγαν τα ψωμιά τους, είχαν και μια σύνταξη για να ζήσουν, άσε δε που ψηφίζουν και τους «άλλους»! 

Δεν διέκρινα ποτέ, όμως, κάποιες σχετικές ευαισθησίες και από το άλλο στρατόπεδο, εκείνο των «φιλελεύθερων». Θα έλεγα ότι, για κάθε σύστημα εξουσίας, μία δολοφονία ηλικιωμένου είναι απλά ένα γεγονός που καταγράφεται στο καθημερινό αστυνομικό δελτίο συμβάντων, δίχως ιδιαίτερες κοινωνικές προεκτάσεις. Άλλωστε, το θύμα δεν είναι παρά ένα «αντιπαραγωγικό» υπερήλικο άτομο το οποίο, εκ των πραγμάτων, ελάχιστα είναι πλέον σε θέση να προσφέρει στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Χώρια που επιβαρύνει την ήδη προβληματική οικονομία με μία επί πλέον σύνταξη, αλλά και φορτώνει το πάσχον σύστημα υγείας με πρόσθετες δυσβάσταχτες υποχρεώσεις!

Παραφράζοντας τη γνωστή κυνική ρήση του Άντολφ Άιχμαν, η δολοφονία ενός αριστερού ράπερ από έναν ρατσιστή είναι ένα τραγικό γεγονός. Το ίδιο και η ανάλογη δολοφονία ενός ακτιβιστή με σεξουαλικές ιδιαιτερότητες. Η δολοφονία, όμως, ενός υπερήλικα από έναν προστατευόμενο του αντιρατσιστικού κινήματος είναι απλά «στατιστική». Το θύμα δεν έχει όνομα, έχει αριθμό. 

Όμοια όπως αριθμό είχαν οι στρατιώτες στα χαρακώματα και οι μελλοθάνατοι στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Αλλά, αυτά ανήκουν στην Ιστορία...

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2020

Λιανεμπόριο: Όταν η κοινή λογική μένει από… μπαταρία!


Την ώρα που τα κορυφαία πολιτικά ζητήματα στη χώρα είναι οι παραθαλάσσιες βίλες και οι χαρούμενες ποδηλασίες στα βουνά, τα μικρά μαγαζιά της γειτονιάς αργοπεθαίνουν λόγω του lockdown. Θύματα μιας «οριζόντιας» λογικής που αδυνατεί να διακρίνει ανάμεσα στο κοσμοβριθές κεντρικό πολυκατάστημα μαζικής εξυπηρέτησης και στη μικρή συνοικιακή επιχείρηση που εξυπηρετεί βασικές τοπικές ανάγκες…

Μία ιατρική συσκευή μετρήσεων, απόλυτα απαραίτητων, βρήκε την ώρα να μείνει από μπαταρία. Τη συσκευή αυτή μέχρι πρότινος χορηγούσαν δωρεάν τα φαρμακεία (ακριβοπλήρωνες, ασφαλώς, τα σχετικά αναλώσιμα). Έτσι, τηλεφώνησα πρωί-πρωί στη φαρμακοποιό μου να ρωτήσω αν της βρίσκονται συσκευές, να περάσω να πάρω μία. Με ενημέρωσε ευγενικά ότι η εταιρεία, δυστυχώς, έχει καιρό να στείλει, και μου πρότεινε ως βέλτιστη λύση να πάω τη συσκευή μου σε κοντινό κατάστημα που πουλά μπαταρίες.

Καλού-κακού, πριν ξεκινήσω είπα να κάνω ένα τηλεφώνημα στο κατάστημα. Κι εκεί η αρμόδια υπάλληλος με πληροφόρησε με λυπημένη φωνή ότι ενδέχεται να έχει τη μπαταρία που χρειάζομαι, δεν επιτρέπεται όμως να την πουλήσει καθώς είναι είδος που ανήκει στο λιανεμπόριο. Και, ως γνωστόν, τούτη την περίοδο του lockdown λόγω covid το λιανεμπόριο είναι κλειστό. Σημειώνω ότι υπάρχει ελεύθερη πρόσβαση στο κατάστημα για πληρωμή λογαριασμών τηλεφώνου. Φεύγοντας, όμως, δεν επιτρέπεται να πάρεις μαζί σου μια απλή μπαταρία που αγόρασες!

Σαν να μην έφτανε αυτό, λαλίστατος – και συχνάκις κραυγάζων αλλοφρόνως εις τα μίντια – υπουργός της κυβέρνησης δήλωσε λίαν προσφάτως ότι δεν είναι καθόλου ορατό το άνοιγμα του λιανεμπορίου, παρά τις «ανεύθυνες διαδόσεις» περί του αντιθέτου (πολλές εκ των οποίων, εν τούτοις, άμεσα ή έμμεσα διακινήθηκαν από συναδέλφους του).

Το μόνο που με παρηγορεί είναι ότι, αν μη τι άλλο, ανοίγουν οσονούπω τα καταστήματα με τα εποχιακά είδη. Και, μπροστά σε πολύχρωμες μπάλες, παιχνίδια και φανταχτερά στολίδια, ποιος νοιάζεται τώρα αν ένα ηλίθιο μηχάνημα που κάνει κάτι μετρήσεις, έχει μπαταρία για να δουλέψει; Μια μπαταρία που δεν ξέρω από πού στα κομμάτια να την παραγγείλω για να μου την στείλουν (λέμε τώρα) με «delivery», αφού μάλιστα δεν μπορώ να προσδιορίσω με βεβαιότητα τον τύπο της (στο κατάστημα η διάγνωση θα ήταν δουλειά του ειδικευμένου τεχνικού). Άσε που η ηλικιωμένη θεία μου, η οποία δεν σκαμπάζει γρι από κομπιούτερς και διαδίκτυα, δεν θα ήξερε καν πώς να βρει πού πουλάνε τέτοια πράματα!

Όμως, οι μπαταρίες δεν είναι το μόνο, ούτε το πιο σημαντικό από τα είδη λιανεμπορίου που χρειαζόμαστε καθημερινά αλλά μας λείπουν. Το ίδιο όπως λείπει, δυστυχώς, και ο ορθολογικός σχεδιασμός από τους κυβερνώντες. Γιατί, ποια επιδημιολογική επιβάρυνση θα προκαλούσε ένα μικρό μαγαζί μιας γειτονιάς αν εφαρμοζόταν αυστηρά ο απλός κανόνας «ένας πελάτης τη φορά»; Γιατί να μη λειτουργούν κουρεία και κομμωτήρια με τον ίδιο κανόνα; Τι θα πείραζε να μείνει ανοιχτό το συνοικιακό κατάστημα που πουλά ηλεκτρικά είδη καθημερινής χρήσης; Πού θα «σκανάρει» κάποιος ένα έγγραφο για να το στείλει εμπρόθεσμα σε ηλεκτρονική μορφή σε μία δημόσια υπηρεσία, και πού θα τυπώσει το σημείωμα πληρωμής για τα τέλη κυκλοφορίας του αυτοκινήτου του, αν το κοντινό βιβλιοπωλείο που τον εξυπηρετούσε ως τώρα είναι κλειστό; Εγώ που δεν έχω printer στο σπίτι και τούτη τη στιγμή δεν μπορώ να βρίσκομαι στο γραφείο μου, πώς θα τυπώσω ένα κείμενο που μου έστειλαν ηλεκτρονικά, πάνω στο οποίο απαιτείται να κάνω χειρόγραφες σημειώσεις; Κι αυτό είναι μόνο ένα μικρό δείγμα από δεκάδες παρόμοιες ερωτήσεις που θα μπορούσαν να τεθούν.

Οι αρμόδιοι που δημοσίως εκφράζουν «αγωνία» για την οικονομική κατάσταση των μικρο-μεσαίων που καταστρέφονται λόγω της πανδημίας, ας καθίσουν για λίγο να σκεφτούν αν το πρωτογενές αίτιο είναι το μόνο που φταίει, ή αν ευθύνεται και ο δικός τους ανορθολογικός σχεδιασμός στο περίφημο lockdown. Και, φυσικά, με επιδόματα – ψίχουλα δεν σώζεται η κατάσταση στο τοπικό εμπόριο (οι μεγάλοι του κέντρου θα βρουν πάντα τον τρόπο να σταθούν στα πόδια τους).

Αν το καλο-εξετάσουμε, σε μικρή κλίμακα δεν τίθεται καν ζήτημα διλήμματος ανάμεσα σε δημόσια υγεία και οικονομία. Το μόνο διακύβευμα είναι η επιβίωση χιλιάδων επαγγελματιών που, εκτός από τον covid, πλήττονται και από μία πολιτική του τύπου «ακριβοί στα πίτουρα και φτηνοί στο αλεύρι». Δηλαδή, κλείνω το μαγαζάκι της γειτονιάς, στο οποίο μπαίνει ένας πελάτης κάθε τέταρτο της ώρας, ενώ έχω προηγουμένως κάνει τα στραβά μάτια σε μαζικά γλεντοκοπήματα και άλλες δημόσιες συναθροίσεις (το άτιμο το πολιτικό κόστος!) ως τη στιγμή που φτάνει ο κόμπος στο χτένι και αρχίζουν να τελειώνουν οι ΜΕΘ. Και τότε ως εύκολη λύση επιβάλλω πολιτική οριζόντιας «ποινολόγησης» επί δικαίων και αδίκων…

Επί του πιεστηρίου: Μόλις είχα κλείσει το πιο πάνω σημείωμα όταν αποφάσισα να κάνω μία βόλτα ως το φαρμακείο της γειτονιάς για διάφορες προμήθειες. Κι εκεί με περίμενε μια έκπληξη: η καλή φαρμακοποιός έψαξε και βρήκε τις μπαταρίες που χρειαζόμουν για τη συσκευή. Μάλιστα, μου τις έκανε δώρο! Τελικά, τις λύσεις στα προβλήματα τις δίνουν άνθρωποι, όχι κυβερνήσεις…

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2020

Υπάρχει πάντα το δικαίωμα στην ομαδική αυτοχειρία;


Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Με αφορμή την απαγόρευση των μαζικών εκδηλώσεων για την επέτειο του Πολυτεχνείου εν μέσω φονικής πανδημίας, γίνεται συζήτηση πολλή τούτες τις μέρες για το δικαίωμα κάποιου να θέτει τις συνταγματικές του ελευθερίες πάνω από την ίδια του την υγεία και τη ζωή. Με απλά λόγια, αν επιθυμώ να ρισκάρω τη ζωή μου συμμετέχοντας σε μία δημόσια συνάθροιση – ακόμα περισσότερο αν αυτή γίνεται για να τιμήσει μία ιστορική πράξη αντίστασης απέναντι σε ένα αυταρχικό καθεστώς – ποιος νόμος μίας δημοκρατικής πολιτείας μπορεί να μου το απαγορεύσει;

Δεν είμαι νομικός, έτσι η πιο κάτω τοποθέτησή μου αντανακλά την προσωπική μου λογική και μόνο, χωρίς να διεκδικεί δάφνες νομικής αυθεντίας...

Όσοι αντιτίθενται στην απαγόρευση των συγκεντρώσεων υποστηρίζουν, κατ' ουσίαν, την ύπαρξη συνταγματικού δικαιώματος στην ομαδική αυτοχειρία. Γιατί, μόνο ως οιονεί απόπειρα αυτοκτονίας μπορεί να αξιολογηθεί μία αυτόβουλη μαζική συνάθροιση κάτω από τις παρούσες πανδημικές συνθήκες!

Ίσως και να συμφωνούσε κάποιος, καταρχήν, με αυτή την ιδιότυπη δικαιωματική άποψη, υπό μία όμως προϋπόθεση: Η υποψήφια προς αυτοχειρία ομάδα να είναι περίκλειστη και απομονωμένη από το λοιπό κοινωνικό σύνολο, έτσι ώστε η εκούσια, γι’ αυτήν, έκθεση σε θανάσιμο κίνδυνο να μην επεκτείνεται de facto και σε άτομα που δεν επιθυμούν να ανήκουν στην ομάδα.

Ας εξηγήσω: Είναι κατανοητό να θέλουν κάποιοι να εξασκήσουν το (θεωρούμενο από εκείνους ως) «συνταγματικό τους δικαίωμα» στην ομαδική έκθεση σε ακραίο κίνδυνο, ως πράξη απείθειας απέναντι σε μία «αυταρχική» (όπως πιστεύουν) εξουσία. Αρκεί όμως να μην διασταυρωθούν οι δρόμοι τους με κάποιους άλλους που παίρνουν συνειδητά την απόφαση να παραιτηθούν από το δικαίωμα αυτό προς χάριν της προστασίας της ζωής τους. Γιατί, όπως καλά γνωρίζουμε, η πηγή του κινδύνου είναι άκρως μεταδοτική και δεν κάνει διάκριση ανάμεσα σε «εθελοντές» και ακουσίως παρατυγχάνοντες!

Στην πράξη, βέβαια, μία τέτοια προϋπόθεση απόλυτης τήρησης αποστάσεων θα ισοδυναμούσε με «γκετοποίηση», πράγμα που – πέραν του ότι είναι πρακτικά ανέφικτο – θα παραβίαζε και κάθε έννοια συνταγματικής ηθικής.

Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι, ακόμα και αν κάποιοι, για λόγους ιδεολογίας και εν μέσω ακραίας πανδημικής κρίσης, είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν το τίμημα της ανυπακοής τους στο «σύστημα» με την ίδια τους τη ζωή, είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο να το πληρώσουν εκείνοι και μόνο. Γιατί, στην περίπτωση που θα συναπαντηθούν μαζί μου, ίσως κληθώ εν αγνοία μου να το πληρώσω κι εγώ. Και οι νόμοι της πολιτείας οφείλουν τότε να με προστατέψουν...

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2020

Lockdown: Όταν η Ιστορία επαναλαμβάνεται...


Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Για δεύτερη φορά μέσα σε ένα χρόνο η χώρα βιώνει την εμπειρία μίας πανεθνικής καραντίνας. Και, αν την πρώτη φορά υπήρχε η δικαιολογία της έλλειψης προϋπάρχουσας εμπειρίας απέναντι σε μία πρωτόγνωρη πανδημική κρίση, τούτη τη φορά υπάρχει μία de facto απόδειξη μερικής, έστω, ανευθυνότητας κυβερνωμένων και σχετικής ανεπάρκειας κυβερνώντων.

Οι ομοιότητες ανάμεσα στο ανοιξιάτικο και το φθινοπωρινό σενάριο αντιμετώπισης της πανδημίας κάνουν το δεύτερο σενάριο να μοιάζει με αυτοεκπληρούμενη προφητεία! Ας θυμηθούμε συνοπτικά την πορεία των γεγονότων:

Αρχικά, μετά από εισηγήσεις ειδικών επιστημόνων, η κυβέρνηση ανακοινώνει μία σειρά σχετικά ήπιων μέτρων για την ανακοπή του επιδημικού κύματος. Τα μέτρα αυτά δεν περιορίζουν σε ακραίο βαθμό τις μετακινήσεις των πολιτών καθώς και την κίνηση του εμπορίου. Σύμφωνα με επιστημονικές εκτιμήσεις, η σχολαστική τήρηση των μέτρων θα καθιστούσε ελάχιστα πιθανή μία μελλοντική αυστηροποίησή τους.

Το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας, αντιλαμβανόμενο την σοβαρότητα της κατάστασης, συμμορφώνεται απόλυτα και εφαρμόζει τα μέτρα. Υπάρχει όμως μία ισχυρή μειοψηφία «αντιρρησιών» που αντιδρά δυναμικά σε αυτά. Σε αυτήν θα μπορούσε κάποιος να διακρίνει δύο (συχνά αλληλοεπικαλυπτόμενες) ιδεολογικές ή/και συμπεριφορικές ομάδες:

1. Αρκετοί ασπάζονται και διακινούν (κυρίως στα social media) ψευδο-επιστημονικές θεωρίες του τύπου «ο κορωνοϊός είναι μία απλή γρίπη και τίποτα περισσότερο», ή συνωμοσιολογικά σενάρια που αποδίδουν την παγκόσμια κινητοποίηση για την πανδημία σε δόλια τεχνάσματα σκοτεινών διεθνών κέντρων εξουσίας. Στην ομάδα αυτή έχει ενταχθεί ένα σημαντικό μέρος των λεγόμενων «αντιμνημονιακών» της περιόδου της οικονομικής κρίσης, που αποτέλεσαν και τη ραχοκοκαλιά των ψηφοφόρων τού «ΟΧΙ» στο δημοψήφισμα του καλοκαιριού του 2015. Κοινό χαρακτηριστικό τους η ασυμβίβαστη «αντισυστημικότητα», που δεν είναι τίποτ’ άλλο από ένα καλλωπισμένο προσωπείο του ακατέργαστου λαϊκισμού. Την ίδια στιγμή, κάποιοι εκπρόσωποι μίας υποτιθέμενα «αντισυμβατικής» επιστήμης ενισχύουν με την δημοσιοποίηση των θέσεών τους το ρεύμα του επιστημονικού ανορθολογισμού, προσφέροντας άλλοθι στους αντιρρησίες. Οι «οικονομολόγοι της δραχμής» έχουν τώρα δώσει τη θέση τους στους κάθε λογής «ειδικούς» της θεωρίας «covid-19 ίσον γρίπη» και των συνωμοσιολογικών  παρελκόμενών της...

2. Υπάρχουν και πολλοί που, λόγω υπερφίαλης εμπιστοσύνης στις βιολογικές τους άμυνες, και αδιαφορώντας απόλυτα για τις άμυνες των άλλων, συνεχίζουν αδιατάρακτα την μαζική «κανονικότητα» της κοινωνικής τους ζωής. Η συμπεριφορά τους, έτσι, παίρνει συχνά τον χαρακτήρα ανεπίγνωστης ομαδικής αυτοκτονίας! Το ηλικιακό κέντρο βάρους αυτής της ομάδας δείχνει να είναι σχετικά χαμηλό, όμως καμία ηλικιακή κατηγορία δεν μπορεί να αποκλειστεί σε μεμονωμένη βάση.

Αν και μειοψηφούν κοινωνικά, οι «αντιρρησίες» είναι εκείνοι που κυρίως χαράζουν την υγειονομική μοίρα της χώρας, συμβάλλοντας με τις πράξεις τους στο να οδηγηθούν τα επιδημιολογικά δεδομένα στα όρια του μη - διαχειρίσιμου. Πώς αντιδρά, εν τω μεταξύ, η πολιτεία; Κατ’ ουσίαν δεν αντιδρά, υπό τον φόβο της «ρετσινιάς» του αυταρχισμού απέναντι σε ένα κομμάτι της κοινωνίας που έχει «άλλη άποψη». Αρκείται έτσι σε πατερναλιστικά πρωθυπουργικά διαγγέλματα και αυστηρές υπουργικές προειδοποιήσεις «σαρωτικών ελέγχων» τήρησης των υφιστάμενων μέτρων, παραμένοντας στην πράξη θεατής των καταστάσεων.

Όταν, τελικά, η κατάσταση λαμβάνει χαρακτήρα εθνικής υγειονομικής κρίσης, η κυβέρνηση καταφεύγει αναπόφευκτα στο έσχατο μέτρο: την ολική απαγόρευση των μετακινήσεων και, παράλληλα, τον σημαντικό περιορισμό του εμπορίου. Μέτρο εκ των πραγμάτων ισοπεδωτικό και άδικο, αφού ουσιαστικά τιμωρεί τους πολλούς για την ανευθυνότητα των λίγων αλλά και για την αδυναμία άσκησης ελέγχου εκ μέρους του ίδιου του κρατικού μηχανισμού.

Με το τέλος του πρώτου lockdown και με δεδομένο το θετικό του αποτέλεσμα, ένα κλίμα ευφορίας απλώνεται στη χώρα. Μία ασυγκράτητη ανθρωπομάζα – στην οποία περιλαμβάνεται ένας μεγάλος αριθμός ξένων επισκεπτών που έχουν περάσει από αμφίβολης αξιοπιστίας τεστ για covid – ξεχύνεται ανέμελα προς όλους τους τουριστικούς προορισμούς της χώρας, υπό τις ευλογίες της κυβέρνησης. Όταν, τελικά, πέφτει η αυλαία της τουριστικής περιόδου, τα καμπανάκια αρχίζουν να χτυπούν προειδοποιώντας για εκ νέου επιδείνωση των επιδημιολογικών δεικτών. Και ο κύκλος ξεκινά να διαγράφει μία νέα πορεία προς ένα καθολικό lockdown...

Ο Μαρξ είπε ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται, πρώτα σαν τραγωδία και κατόπιν σαν φάρσα. Η φθινοπωρινή επανάληψη της ανοιξιάτικης ακολουθίας αλληλοαναιρούμενων εξαγγελιών και πολιτικών αποφάσεων, και η εκ νέου επίδειξη αμηχανίας του κράτους απέναντι στην προκλητική μαζική παραβίαση των νόμων από απείθαρχες μειοψηφίες, θα συντηρήσουν για λίγο ακόμα την εικόνα της τραγικότητας των περιστάσεων. Την επόμενη φορά (αν τυχόν υπάρξει) θα μιλούμε πλέον για φάρσα. Μια φάρσα που θα έχουμε στήσει όλοι μαζί, κυβερνώντες και κυβερνώμενοι, για να διασκεδάσουμε στην ανέμελη πορεία μας προς τον γκρεμό...

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2020

Ψευδο-επιστήμη και συνωμοσιολογία στην υπηρεσία του COVID-19


Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Ένα Σάββατο απόγευμα, εκεί προς τα τέλη Σεπτέμβρη, έλαβα ένα email από καλή φίλη νομικό. Με ενημέρωνε ότι στη γνωστή διαδικτυακή πλατφόρμα YouTube μεταδιδόταν ζωντανά ένα «διεθνές διεπιστημονικό συνέδριο» για την πανδημία, στέλνοντάς μου και το σχετικό link. Δεν άντεξα στον πειρασμό, και μπήκα...

Το «συνέδριο» – διοργανωμένο από Έλληνες επιστήμονες και με τη συμμετοχή ξένων προσκεκλημένων – κράτησε ώρες, ενώ συνεχίστηκε και την επόμενη μέρα. Ένα μέρος (όσο πρόλαβα και όσο άντεξα) το παρακολούθησα «ζωντανά», ενώ κάποια αποσπάσματα τα είδα (ή ξαναείδα) αργότερα, βιντεοσκοπημένα.

Υπό κανονικές συνθήκες δεν θα τολμούσα να αξιολογήσω επιστημονικά τα όσα άκουσα από Έλληνες και ξένους (υποτιθέμενα) «ειδικούς». Εξ άλλου, δεν διαθέτω τις σχετικές ιατρικές γνώσεις (κι ας ισχυριζόμαστε κάποιες φορές εμείς οι Φυσικοί ότι «τα ξέρουμε όλα»!). Η επιστημονική αξιολόγηση δεν άργησε να έρθει από πραγματικούς ειδικούς(*) και ήταν καταπέλτης για το διήμερο ψευδο-επιστήμης που παρέλασε από τις οθόνες των υπολογιστών μας. Σε ό,τι με αφορά, θα μιλήσω σαν απλός χρήστης του διαδικτυακού μέσου που άκουσε πράγματα που του φάνηκαν εξωφρενικά – αν όχι και ύποπτα...

Ήταν προφανές ότι βασικός σκοπός του συνεδρίου ήταν να προβάλει τις απόψεις των «ειδικών» που ανήκουν στη σχολή σκέψης η οποία αμφισβητεί τις διαστάσεις του προβλήματος της πανδημίας, έτσι όπως αυτές περιγράφονται από την συντριπτική πλειοψηφία των γιατρών παγκοσμίως, από το σύνολο, σχεδόν, των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων, και από το μεγαλύτερο μέρος του διεθνούς Τύπου.

Ούτε λίγο - ούτε πολύ, πληροφορηθήκαμε ότι ο θόρυβος γύρω από έναν «σχετικά ακίνδυνο ιό» και μία «λάιτ κατάσταση» (οι εκφράσεις ακούστηκαν από Έλληνα καθηγητή πανεπιστημίου) προέρχεται από σκόπιμη μεγαλοποίηση ενός διαχειρίσιμου προβλήματος, και διακινείται από κάποια σκοτεινά κέντρα με σκοπό την χειραγώγηση του κοινωνικού συνόλου και την κερδοσκοπία εις βάρος του. Φυσικά, στην υποτιθέμενη «συνωμοσία» πρωτοστατούν οι φαρμακευτικές εταιρείες που επιδίδονται στην παρασκευή του εμβολίου (από ξένο προσκεκλημένο ακούστηκαν εκφράσεις όπως «οργανωμένο έγκλημα» και «εγκληματικά συνδικάτα»).

Ακούσαμε ότι το πρόβλημα της πανδημίας είναι, κατά βάση, πολιτικό κατασκεύασμα και όχι πραγματικός επιδημιολογικός εφιάλτης που θέτει σε συναγερμό ολόκληρη την επιστημονική κοινότητα. Διακινήθηκε, επίσης, η γνωστή άποψη σύμφωνα με την οποία τα μέτρα πρόληψης ενάντια στη μετάδοση της επιδημίας παραβιάζουν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και, ως εκ τούτου, είναι κοινωνικά απαράδεκτα.

Εντύπωση προκάλεσε η εμφατικά διατυπωμένη θέση ότι ο ενδεδειγμένος τρόπος αντιμετώπισης της κατάστασης δεν είναι η λήψη προληπτικών μέτρων αλλά η ενίσχυση του συστήματος υγείας ώστε να εξυπηρετεί αυτούς που ήδη έχουν νοσήσει. Με άλλα λόγια, προσπερνούμε το ζήτημα της πρόληψης (για την οποία ελάχιστα, γενικά, ειπώθηκαν) και ρίχνουμε όλο το βάρος στη θεραπεία!

Ειδική προσπάθεια καταβλήθηκε για την αποδόμηση των μέτρων που αφορούν στην προστασία των παιδιών. Ακούσαμε ότι η χρήση της μάσκας, η οποία έχει ως βαθύτερο στόχο την «απο-κοινωνικοποίηση» και την «απομόνωση» των παιδιών σύμφωνα με τις επιταγές κάποιων σκοτεινών διεθνών «κέντρων», θα αφήσει δυσεπούλωτα τραύματα στους παιδικούς ψυχισμούς ενώ ελάχιστη προστασία θα προσφέρει.

Το πιο εντυπωσιακό: Ο ίδιος ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας «ψεύδεται συνειδητά» και «διασπείρει τον τρόμο» ισχυριζόμενος ότι ο ιός είναι (δήθεν) εξαιρετικά μεταδοτικός και θανατηφόρος! Εκπρόσωπος άνομων συμφερόντων και μέρος διεθνούς συνωμοσίας και ο Π.Ο.Υ., λοιπόν...

Σε ό,τι αφορά τις πυρηνικές του θέσεις, το «συνέδριο» δεν πρωτοτύπησε. Απόψεις που αμφισβητούν το μέγεθος της πανδημίας και την αναγκαιότητα λήψης περιοριστικών μέτρων έχουν ήδη διακινηθεί αρκετά από αδαείς στις γνωστές διαδικτυακές πλατφόρμες. Η βαριά σφραγίδα της ίδιας της επιστήμης, όμως, δημιουργεί ένα ξεχωριστό πρόβλημα σε μία πολιτεία που μάχεται απεγνωσμένα να αποτρέψει ανεξέλεγκτες επιδημιολογικές καταστάσεις με δυνητικά εφιαλτικές συνέπειες για το κοινωνικό σύνολο.

Σχετικά πρόσφατα είναι τα περιστατικά βίας εις βάρος εκπαιδευτικών, από γονείς μαθητών που επέμεναν να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο χωρίς τα αναγκαία μέτρα προστασίας. Τώρα οι γονείς θα μπορούν να επικαλούνται την «επιστήμη» ως ελαφρυντικό για την όποια μελλοντική πράξη απείθειας, ακόμα και βιαιοπραγίας!

Το ίδιο θα την επικαλούνται και οι κάθε λογής «ατρόμητοι επαναστάτες» που συναθροίζονται ανέμελα και χωρίς καν τα στοιχειώδη μέτρα προστασίας σε κέντρα διασκεδάσεως, σε πλατείες, σε πορείες και (ναι) σε ναούς.

Η πραγματική επιστήμη έχει χρέος να επαγρυπνεί και να ενημερώνει έγκαιρα και υπεύθυνα τους πολίτες. Και η πολιτεία θα πρέπει να βρει, επιτέλους, τον τρόπο (αν όχι και την θέληση καθαυτή) να επιβάλει την τήρηση των μέτρων που η ίδια μεγαλοφώνως εξαγγέλλει. Αλλιώς, το «δεύτερο κύμα» της πανδημίας θα γίνει τσουνάμι που θα μας καταπιεί όλους. Χωρίς να κάνει διακρίσεις ανάμεσα σε συμμορφωμένους και «επαναστάτες», ή σε πραγματιστές και «συνωμοσιολολογούντες»...

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2020

Ναζισμός και νεοναζισμός: Από τη Βαϊμάρη στην Ελλάδα της κρίσης


Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Οι Ναζί ανέβηκαν στην εξουσία στη Γερμανία το 1933. Η άνοδός τους, συνέπεια (και) μιας οδυνηρής ήττας σε έναν πόλεμο, σήμανε το τέλος του δημοκρατικού πειράματος της Βαϊμάρης.

Οι νεοναζί εισήλθαν στο ελληνικό κοινοβούλιο το 2012. Η είσοδός τους, συνέπεια (και) μιας ακραίας οικονομικής κρίσης, σήμανε το τέλος της πολιτικής «αθωότητας» στη χώρα.

Το πρώτο ιστορικό γεγονός ήταν η απαρχή μίας παγκόσμιας τραγωδίας που κορυφώθηκε με το φρικτότερο μαζικό έγκλημα της Ιστορίας.

Το δεύτερο γεγονός κατέδειξε ότι ένα φαινομενικά πεθαμένο (ή, έστω, μισοπεθαμένο) φίδι είναι δυνατό να αναστηθεί όταν οι συνθήκες παρέχουν το απαραίτητο «οξυγόνο» για την επιβίωσή του.

Οι ιστορικές συγκυρίες που οδήγησαν στην επικράτηση του Ναζισμού και την μετέπειτα επανεμφάνισή του ως νεοναζισμού έχουν μελετηθεί σε βάθος από πολλούς ειδικούς και δεν θα αποτολμήσουμε εδώ μία ιστορική ή πολιτική ανάλυση του θέματος. Θα αρκεστούμε σε μία επιγραμματική συγκριτική παράθεση των κυριότερων αιτίων που επέτρεψαν στον Ναζισμό να κυριαρχήσει στην μεσοπολεμική Γερμανία, και στους εν Ελλάδι θαυμαστές του να εισβάλουν στους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας μολύνοντάς τους ανεπανόρθωτα.

Και, γνωρίζοντας τα «γιατί» που οδήγησαν έναν λαό – ή, έστω, ένα κομμάτι του – σε αντιδημοκρατικές πολιτικές επιλογές, ίσως αποφύγουμε παρόμοιες επιλογές σε μελλοντικές κρίσιμες συνθήκες...

Τρεις σημαντικές ιστορικές συγκυρίες συνέβαλαν στην άνοδο των Ναζί στην εξουσία:

1. Το αίσθημα εθνικής ταπείνωσης των Γερμανών, που προκλήθηκε από τον εξευτελιστικό τρόπο με τον οποίο οι νικητές του Μεγάλου Πολέμου έσυραν τη Γερμανία στην αποδοχή της Συνθήκης των Βερσαλλιών (1919).

2. Μία ακραία οικονομική κρίση, η οποία κατά ένα μέρος οφειλόταν στις δυσβάσταχτες πολεμικές αποζημιώσεις προς τους νικητές του πολέμου.

3. Η αδυναμία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης να αντιμετωπίσει την κατάσταση αναρχίας που είχε ξεσπάσει στη χώρα, οδηγώντας σε αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα σε μαρξιστές και ακραίους εθνικιστές.

Οι Ναζί χρησιμοποίησαν τους Εβραίους ως εξιλαστήρια θύματα για την ήττα στον πόλεμο και τα μετέπειτα προβλήματα της Γερμανίας. Στην πραγματικότητα, οι διώξεις κατά των Εβραίων, με αποκορύφωμα την μαζική δολοφονία του Ολοκαυτώματος, ήταν αποτέλεσμα της διαστροφικής ρατσιστικής ιδεολογίας των Ναζί, η οποία είχε ήδη εκφραστεί ανοιχτά στο “Mein Kampf” αρκετά χρόνια πριν ο Χίτλερ αναλάβει την εξουσία.

Ας δούμε τώρα τους σημαντικότερους παράγοντες που συνέβαλαν στην είσοδο των νεοναζί στην ελληνική Βουλή, και ας κάνουμε τις σχετικές συγκρίσεις:

1. Το αίσθημα εθνικής ταπείνωσης των Ελλήνων από την υπεροπτική στάση που επέδειξαν οι κυβερνήσεις και τα μέσα ενημέρωσης σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (ιδιαίτερα στη Γερμανία) όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση στην Ελλάδα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την εμφάνιση ισχυρού αντι-ευρωπαϊκού ρεύματος στη χώρα, με παράλληλη ενίσχυση της επιρροής «αντισυστημικών» τάσεων (τόσο εκ δεξιών, όσο και εξ αριστερών) σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού.

2. Τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που επέφερε στους Έλληνες η αναγκαστική συμμόρφωση των «συστημικών» κυβερνήσεων με τους άτεγκτους όρους των μνημονίων, οι οποίοι επέβαλαν πολιτικές σκληρής λιτότητας και καθεστώς ασφυκτικής επιτήρησης από τους (συχνά αλαζονικά συμπεριφερόμενους) δανειστές.

3. Η κατάσταση εσωτερικής αναρχίας (ιδιαίτερα στην Αθήνα) από την ανεξέλεγκτη δράση οργανωμένων ακροαριστερών ομάδων, με πρόσχημα την κρίση, και η αδυναμία – ή και απροθυμία – των δημοκρατικών κυβερνήσεων να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.

4. Η κατακόρυφη αύξηση της εγκληματικότητας (ιδίως, και πάλι, στην Αθήνα) λόγω της μη-ελεγχόμενης (άρα κατ’ ουσίαν παράνομης) μετανάστευσης.

Ο τέταρτος παράγοντας διαφοροποιεί την περίπτωση των νεοναζί από εκείνη των πρωταρχικών Ναζί. Όσο και αν οι επιθέσεις των πρώτων κατά μεταναστών είχαν και ρατσιστικά κίνητρα, οι νεοναζί βρήκαν μία πρώτης τάξεως δικαιολογία για τη δράση τους πατώντας πάνω σε ένα υπαρκτό πρόβλημα της χώρας. Στις συνειδήσεις των τοπικών κοινωνιών, μάλιστα, το πρόβλημα αυτό αποκτούσε ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις σε ηθικό και ψυχολογικό επίπεδο λόγω της απροθυμίας των λεγόμενων «προοδευτικών» πολιτικών δυνάμεων να αναγνωρίσουν τις δυσχερείς συνθήκες που βίωναν οι άνθρωποι της γειτονιάς, και να καταδικάσουν ανοιχτά τις παράνομες (συχνά ακραία βίαιες) δράσεις ενός μέρους των (θεωρούμενων ως) «ευπαθών» ομάδων. Η «κατανόηση» στη συμπεριφορά του οποίου μέρους συχνά άγγιζε την απόλυτη δικαιολόγηση και εξέφραζε επιλεκτική ευαισθησία και συμπάθεια...

Η αποτελεσματικότερη μέθοδος, λοιπόν, για να αποτρέψει το πολιτικό σύστημα την επανεμφάνιση των νεοναζί στο κοινωνικό και πολιτικό σκηνικό της χώρας είναι να εξαλείψει τους παράγοντες που θα μπορούσαν να χαρίσουν σε εκείνους προνομιακό πεδίο δράσης. Σε κάθε περίπτωση, το να κατηγορεί κάποιος συλλήβδην τους ψηφοφόρους τους ως φασίστες ή ρατσιστές, χωρίς να μπει στον κόπο να αφουγκραστεί τα προβλήματά τους, είναι επικίνδυνα απλοϊκό. Κάποιοι θα σπεύσουν τότε να προσφέρουν «συμπάθεια» και «κατανόηση». Ας τους προλάβει το ίδιο το δημοκρατικό σύστημα, της «προοδευτικής» συνιστώσας του μη εξαιρουμένης. Αν όχι και προεξάρχουσας...

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2020

Ο ρατσισμός των 65-plus: Όταν η ηλικία είναι ποινικό αδίκημα...


Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Ξεκινούμε με λίγη (γνωστή, πολύ γνωστή) Ιστορία...

Η αντιμετώπιση των Εβραίων στη Ναζιστική Γερμανία αποτελεί ίσως το κορυφαίο παράδειγμα ρατσιστικής πολιτικής ενός συστήματος εξουσίας, εις βάρος ενός διακριτού τμήματος μίας κοινωνίας. Η ρατσιστική φύση της πολιτικής εκείνης στοιχειοθετείται με βάση δύο, κυρίως, κριτήρια, όπως αυτά εκτέθηκαν σε παλιότερα κείμενα (βλ., π.χ., [1]):

1. Η εβραϊκή ιδιότητα είναι μη-επιλεγμένο χαρακτηριστικό εκείνων που την φέρουν. (Κανείς δεν επιλέγει αν θα είναι ή δεν θα είναι Εβραίος.)

2. Η πιο πάνω ιδιότητα στοχοποιήθηκε αυθαίρετα αφού, αντικειμενικά, σε τίποτα δεν διαφοροποιεί τους φέροντες από τα υπόλοιπα μέλη μίας κοινωνίας.

Η πολιτική των Ναζί απέναντι στους Εβραίους (πριν το φρικτό μαζικό έγκλημα της «Τελικής Λύσης») είχε ως αποτέλεσμα να στερηθούν οι δεύτεροι μία σειρά δικαιωμάτων και ελευθεριών που αυτονόητα απολάμβαναν οι υπόλοιποι Γερμανοί πολίτες. Ειδικά, ο περιορισμός στην μετακίνηση οδήγησε σταδιακά στην πλήρη απαγόρευσή της και, τελικά, στον απόλυτο εγκλεισμό. Και έχει σημασία να σημειώσουμε εδώ ότι η μεταφορά στα γκέτος (και αργότερα στα στρατόπεδα του θανάτου) γινόταν συνήθως με πρόσχημα την «προστασία» των ίδιων των μελλοθανάτων (πώς αλλιώς θα πείθονταν να ανέβουν στα τραίνα;).

Αυτά όλα, βέβαια, ανήκουν στην Ιστορία. Σήμερα, τα πολιτισμένα δημοκρατικά κράτη δεν στήνουν γκέτος και στρατόπεδα συγκεντρώσεως για αυθαίρετο εγκλεισμό κοινωνικών ομάδων. Ή, τουλάχιστον, ο εγκλεισμός, όταν επιβάλλεται από τις συνθήκες, δεν στοχεύει πλέον στην εξόντωση αλλά (αντικειμενικά) στην προστασία. Το ερώτημα είναι: την προστασία ποίων; Εκείνων που υφίστανται τον περιορισμό, ή του ίδιου του συστήματος εξουσίας που τον επιβάλλει;

Η πανδημία, μεταξύ άλλων δεινών που επέφερε, ανέδειξε ένα νέο είδος «εκλεπτυσμένου» ρατσισμού που στοχεύει όχι τη φυλή ή την εθνική και πολιτισμική προέλευση, αλλά την ηλικία. Αφορά στην εφαρμογή μέτρων περιορισμού της μετακίνησης «ηλικιωμένων» ατόμων, όπου ως ηλικιωμένοι ορίζονται αυθαίρετα οι έχοντες συμπληρώσει τα 65 χρόνια ζωής.

Ο χαρακτηρισμός των μέτρων ως ρατσιστικών βασίζεται, και πάλι, σε δύο στοιχεία [1]:

1. Η ηλικία του ανθρώπου καθορίζεται από ληξιαρχικά δεδομένα και δεν είναι αποτέλεσμα προσωπικής επιλογής. Όσο κι αν το θελήσει, ο άνθρωπος δεν είναι δυνατό να αλλάξει την ηλικία του!

2. Κανένας φυσικός νόμος δεν υπαγορεύει ότι, με το που συμπληρώνουν το 65ο έτος της ηλικίας τους, οι άνθρωποι καθίστανται αυτόματα περισσότερο επικίνδυνοι για τη διάδοση μίας επιδημίας.

Οι εξουσίες παρακάμπτουν τις ενστάσεις που εγείρει η αμφιλεγόμενη αυτή πολιτική κοινωνικών διακρίσεων, ισχυριζόμενες ότι ο υποχρεωτικός περιορισμός στη μετακίνηση των «ηλικιωμένων» ατόμων έχει ως σκοπό την «προστασία» τους από την πανδημία. Εδώ τίθεται ένα σοβαρό ζήτημα ηθικής αλλά και πολιτικής φύσης:

Κάθε λειτουργικό κράτος οφείλει καταρχήν να εξασφαλίζει την προστασία των πολιτών απέναντι σε όποιους κινδύνους. Και, αν κριθεί ότι ένα τμήμα του πληθυσμού θα μπορούσε με κάποιον τρόπο να αποτελέσει απειλή για την υπόλοιπη κοινωνία, στο τμήμα αυτό θα απαιτηθεί, ως αναγκαίο κακό, να εφαρμοστούν μέτρα προσωρινού περιορισμού της ελευθερίας (πρόσφατο παράδειγμα, οι τοπικές καραντίνες που επιβλήθηκαν σε διάφορες περιοχές της χώρας μας).

Σε καμία περίπτωση, όμως, ένα δημοκρατικό σύστημα (ακόμα περισσότερο αν αυτοπροσδιορίζεται ως «φιλελεύθερο» [2]) δεν μπορεί να επιβάλει στους πολίτες την αυτοπροστασία, και μάλιστα με την απειλή ποινικών συνεπειών! Για να το πω απλά: Δέχομαι τον περιορισμό της ελευθερίας μου αν με τον τρόπο αυτό θα προστατευτούν καλύτερα οι συνάνθρωποί μου από την πιθανή μετάδοση ενός επικίνδυνου ιού. Μπορώ, επίσης, να επιλέξω αυτόβουλα τον περιορισμό των μετακινήσεών μου για να προστατευτώ εγώ ο ίδιος από τον κίνδυνο μίας μόλυνσης. Αυτό που δεν δέχομαι, όμως, είναι ο υποχρεωτικός περιορισμός της ελευθερίας μου «για το δικό μου καλό». Η αυτοπροστασία είναι δικαίωμα, όχι υποχρέωση, και η αποφυγή της δεν μπορεί να είναι ποινικά κολάσιμη πράξη!

Η επίκληση της «προστασίας» στην προκειμένη περίπτωση, στην ουσία αναφέρεται στις ανεπάρκειες του ίδιου του κράτους. Δηλαδή, ο επιβαλλόμενος εγκλεισμός των «ηλικιωμένων» στα σπίτια τους δεν αφορά τόσο την προστασία των ίδιων από την πανδημία, όσο την πολιτική θωράκιση του συστήματος εξουσίας απέναντι στον κίνδυνο μίας πιθανής κατάρρευσης του (όχι αρκούντως αξιόπιστου) συστήματος υγείας. Ο «πόνος» για τους «ηλικιωμένους συμπολίτες μας» είναι στ’ αλήθεια το άγχος για την αποφυγή ανεξέλεγκτων καταστάσεων που θα εκθέσουν επικίνδυνα το κράτος!

Εν κατακλείδι, η ειδική μεταχείριση των 65+ από την πολιτεία είναι μία ξεκάθαρα ρατσιστική πολιτική. Χωρίζει το κοινωνικό σύνολο σε δύο κατηγορίες με βάση ένα αυθαίρετο ηλικιακό κριτήριο και, κατ’ ουσίαν, τιμωρεί όσους πολίτες δεν το ικανοποιούν με τη στέρηση ενός μέρους της ελευθερίας τους.

Στις αρχικές φάσεις της πανδημίας, η κοινωνία αποδέχθηκε τους περιορισμούς που της επιβλήθηκαν και συνεργάστηκε με την πολιτεία, κυρίως γιατί τα μέτρα που πάρθηκαν είχαν καθολική ισχύ και δεν προκάλεσαν κοινωνικούς διαχωρισμούς. Δεν θα συμβεί το ίδιο, όμως, σε μία ενδεχόμενη περιοριστική πολιτική με ηλικιακά κριτήρια. Και θα ήμουν περίεργος να δω αν υπάρξουν, τότε, όργανα της τάξης που θα σταματούν στους δρόμους κάθε πολίτη που φαίνεται πάνω από 65 χρόνων, ζητώντας του να επιδείξει τα απαραίτητα πιστοποιητικά ηλικιακής «νομιμοφροσύνης»! Αστεία πράγματα...

Αναφορές:



Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020

ΤΟ ΒΗΜΑ - Τα πολλά πρόσωπα του λαϊκισμού

Ο λαϊκισμός είναι μία παθογένεια της Δημοκρατίας και ένα μέσο χειραγώγησης και ελέγχου στον Ολοκληρωτισμό. Είναι αναγνωρίσιμα τα βασικά χαρακτηριστικά και τα ποικίλα πρόσωπά του...
Εισαγωγή

Αν κάποιος θέσει την λέξη «λαϊκισμός» στη γνωστή μηχανή αναζήτησης του Διαδικτύου, θα ξανοιχτεί μπροστά του ένα από τα ζωηρότερα πολιτικά debates της εποχής. Υπάρχει, καταρχήν, σαφής ορισμός του λαϊκισμού, ή μήπως ο όρος δεν είναι καν εννοιολογικά δόκιμος; Κι αν όντως ο όρος αντιστοιχεί σε κάτι υπαρκτό, είναι αυτό τόσο κακό όσο περιγράφεται; Και, μήπως εν τέλει κι ο ίδιος ο αντι-λαϊκισμός είναι μία άλλη όψη του λαϊκισμού, «πασπαλισμένη» με τη χρυσόσκονη της λεκτικής ευπρέπειας και του ακαδημαϊκού ύφους;

Το παρόν σημείωμα δεν ισχυρίζεται ότι διαθέτει γενικά αποδεκτές απαντήσεις. Θεωρούμε, όμως, χρήσιμο να συνοψίσουμε κάποια στοιχεία που ενδέχεται, αν μη τι άλλο, να βοηθήσουν στην αξιολόγηση μίας πολιτικής συμπεριφοράς ως προς το εάν αυτή εμπεριέχει ή όχι λαϊκιστικά χαρακτηριστικά. Τα όσα παρατίθενται αντανακλούν, ασφαλώς, απόλυτα προσωπικές απόψεις και δεν διεκδικούν δάφνες οικουμενικότητας...

Τυπικά γνωρίσματα του λαϊκισμού

Τον λαϊκισμό δεν θα τον θεωρήσουμε ως πολιτική ιδεολογία αλλά ως πολιτική νοοτροπία και πρακτική. Ως τέτοια, μπορεί να παρεισφρέει σε κάθε ιδεολογική απόχρωση, νοθεύοντάς την, αποσυνθέτοντάς την και, σε ακραία περίπτωση, μετατρέποντάς την σε ιδεολογική διαστροφή!

Από εννοιολογική άποψη, ο λαϊκισμός δύσκολα επιδέχεται μονοσήμαντο και οικουμενικά αποδεκτό ορισμό. Για κάποιους, μάλιστα (μεταξύ αυτών, μερικοί ιδιαίτερα αξιόλογοι εκπρόσωποι του ακαδημαϊκού χώρου) αυτός τούτος ο όρος «λαϊκισμός» δεν είναι καν δόκιμος, αφού είναι παράγωγο μίας λέξης – «λαός» – με ασαφές περιεχόμενο και αμφίβολη εννοιολογική υπόσταση, που αντιπροσωπεύει απλά μία καθιερωμένη νοητική σύμβαση.

Παρακάμπτοντας τα δύσβατα μονοπάτια ενός γενικού ορισμού, θα αρκεστούμε στην καταγραφή των πλέον τυπικών γνωρισμάτων μίας πολιτικής συμπεριφοράς που χαρακτηρίζεται, γενικά, ως λαϊκιστική:

1. Η υποκριτική, δημαγωγική και – κατά κανόνα – πολιτικά ιδιοτελής χειραγώγηση του λαού μέσω κολακευτικής προς αυτόν ρητορείας.

2. Η υπεραπλούστευση των ζητημάτων, η ρηχότητα των θέσεων και η συστηματική αποφυγή μίας σοβαρής και αντικειμενικής προσέγγισης των πραγμάτων.

3. Η στόχευση κυρίως στο θυμικό της κοινωνίας, κι ελάχιστα έως καθόλου στη λογική.

4. Η καταφυγή σε εύκολη (συχνά, ακόμα και χυδαία) συνθηματολογία αντί μίας πραγματικής πολιτικής επιχειρηματολογίας.

5. Η μανιχαϊστική απεικόνιση της πραγματικότητας, βάσει της οποίας το δίπολο «καλού»«κακού» αντιπροσωπεύεται, αντίστοιχα, από τον λαό και, απέναντί του, κάποιες δυνάμεις (ή πρόσωπα) που επιβουλεύονται τα πάσης φύσεως συμφέροντά του. Αυτό οδηγεί στην αναζήτηση (ή, εν ανάγκη, στην επινόηση) «εχθρών» του λαού, και στην δαιμονοποίηση προσώπων, ιδεών ή καταστάσεων.

6. Η έντεχνη διαχείριση και πολιτική αξιοποίηση του μαζικού φόβου και – κυρίως – του μαζικού θυμού.

Το στοιχείο του θυμού είναι το πιο δόλιο κι επικίνδυνο όπλο του λαϊκισμού, ιδιαίτερα σε περιόδους εθνικών κρίσεων. Είναι, θα λέγαμε, η κερκόπορτα, η ανοιχτή πληγή, μέσα από την οποία ο λαϊκισμός εισβάλλει στη συλλογική κοινωνική συνείδηση αποζητώντας πολιτικά οφέλη. Η μεθόδευση αυτή απαιτεί δύο δεδομένα: (α) Μία κοινωνία επιρρεπή, λόγω ιδιαίτερων ιστορικών συγκυριών, στον θυμό. (β) Ένα πρόσωπο, μία κοινωνική ομάδα, ή ακόμα και μία ιδέα, που μπορούν να στοχοποιηθούν ως (εσωτερικοί ή εξωτερικοί) εχθροί των λαϊκών συμφερόντων, οι οποίοι είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για τα δεινά του λαού.

Δύο κυρίαρχες όψεις του λαϊκισμού

Αν και, γενικά, τα εξωτερικά του γνωρίσματα είναι κοινά, ο λαϊκισμός παρουσιάζεται με διάφορες μορφές και κατηγοριοποιείται ανάλογα, σε συνάρτηση με τις πολιτικές, κοινωνικές ή άλλες συνθήκες της εποχής. Δύο μορφές του, όμως, κυριαρχούν ιστορικά:

1. Εθνικιστικός λαϊκισμός

Είναι η πιο επικίνδυνη και καταστροφική εκδοχή του λαϊκισμού, αφού ο συνδυασμός του με την εθνικιστική υπερβολή δημιουργεί ένα εν δυνάμει εκρηκτικό μείγμα που συχνά οδηγεί σε πολέμους ή εθνικές καταστροφές.

Η Ελλάδα βίωσε την εμπειρία μιας τέτοιας καταστροφής στον πόλεμο του 1897. Όμως, σε παγκόσμια κλίμακα, τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με την άνοδο της ναζιστικής Γερμανίας και την δεύτερη μεγάλη παγκόσμια τραγωδία του εικοστού αιώνα, που επακολούθησε. Με την γνωστή εμπρηστική εθνικιστική τους ρητορεία, οι Ναζί κατάφεραν να χειραγωγήσουν τον γερμανικό λαό, αξιοποιώντας πολιτικά την πικρία των Γερμανών για τον ταπεινωτικό τρόπο με τον οποίο είχε επισφραγιστεί η ήττα της χώρας στον Μεγάλο Πόλεμο (1914–1918), αλλά και την εξάντληση της κοινωνίας από τις συνέπειες μίας ακραίας οικονομικής κρίσης.

Ο Χίτλερ είχε δείξει από νωρίς τις προθέσεις του για το ποιους θα επρόκειτο να στοχοποιήσει ως «εχθρούς» του Τρίτου Ράιχ, δαιμονοποιώντας την εβραϊκή φυλή στο σύνολό της και ορίζοντάς την αυθαίρετα ως υπεύθυνη για τα δεινά της Γερμανίας. Την συνέχεια τη γνωρίζουμε καλά...

2. «Αντισυστημικός» λαϊκισμός

Ως «σύστημα» νοείται εδώ κάποια ελίτ, μία κατεστημένη – και, κατά μία έννοια, προνομιούχα – κοινωνική τάξη που προβάλλεται ως πόλος ανισοτικής σχέσης απέναντι στον λαό.

Ως σχετικά πρόσφατο παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί η επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ στις προηγούμενες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ. Ο Τραμπ αξιοποίησε έξυπνα την αγανάκτηση μίας μεγάλης μερίδας Αμερικανών για τις καταχρήσεις και τις ακρότητες της λεγόμενης «πολιτικής ορθότητας», την οποία είχε κατορθώσει να επιβάλει η ακαδημαϊκή ελίτ στην αμερικανική κοινωνία. Πατώντας, επί πλέον, στο πρόβλημα της ανεργίας, στοχοποίησε ως κύριο (αν όχι αποκλειστικό) αίτιο τους μετανάστες που διαμένουν στη χώρα. Το ότι μελέτες έγκριτων αναλυτών κατέδειξαν ότι άλλα ήταν τα αίτια της οικονομικής ύφεσης, μάλλον δεν φαίνεται να επηρέασε τον μέσο Αμερικανό ψηφοφόρο...

Τον εγχώριο αντισυστημικό λαϊκισμό τον βιώσαμε ιδιαίτερα έντονα από την έναρξη της μεγάλης οικονομικής κρίσης. (Όχι ότι το φαινόμενο απουσίαζε σε προγενέστερους καιρούς, βέβαια. Ας θυμηθούμε, ως ακραίο παράδειγμα, τον απόλυτα χυδαίο «αυριανισμό».) Οι δυνάμεις του λαϊκισμού αξιοποίησαν στο έπακρο την αγανάκτηση του κοινωνικού συνόλου για τις συνέπειες της κρίσης – απέναντι στην οποία η κοινωνία βρέθηκε απροετοίμαστη – καθώς και τους φόβους των ανθρώπων για τα πιθανά αποτελέσματα μίας παγκόσμιας φιλελευθεροποίησης της οικονομίας.

Ως «εχθροί του λαού» (συστατικό εκ των ων ουκ άνευ σε κάθε λαϊκιστική πολιτική ρητορεία) ορίστηκαν οι εταίροι και δανειστές και οι «ντόπιοι εκπρόσωποί τους», το μνημόνιο (και όσοι εξέφρασαν υποστηρικτικές απόψεις για την αναγκαιότητά του), τα «διαπλεκόμενα συμφέροντα», κλπ.

Αυτό που, εν τέλει, διέψευσε de facto τα αφηγήματα του λαϊκισμού αυτού ήταν ο αναπόφευκτος συστημικός μετασχηματισμός των «αντισυστημικών» πολιτικών δυνάμεων, όταν αυτές κατέλαβαν την εξουσία...

Λαϊκισμός και «πολιτική ορθότητα»

Το δόγμα της πολιτικής ορθότητας (έχουμε αναφερθεί αναλυτικά σε αυτό σε προηγούμενο κείμενο) έχει ακαδημαϊκές αφετηρίες, καθώς «άνθισε» μέσα στην πανεπιστημιακή κοινότητα των ΗΠΑ και από εκεί εξαπλώθηκε αποκτώντας παγκόσμια ισχύ. Ως τέτοιο, το δόγμα αυτό θα μπορούσε καταρχήν να θεωρηθεί αντι-λαϊκιστικό (θυμίζουμε ότι φανατικά πολέμιός του υπήρξε ανέκαθεν ο Ντόναλντ Τραμπ).

Εν τούτοις, και από την ίδια την πολιτική ορθότητα δεν απουσιάζουν κάποια λαϊκιστικά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, ο εύκολος στιγματισμός όσων παραβιάζουν τις ολοένα και πιο ασφυκτικές γραμμές που ορίζει το δόγμα, με επιστράτευση στερεότυπων (συχνά ακραίων) χαρακτηρισμών, αποτελεί στοιχείο υπεραπλουστευμένης, επιφανειακής και μεροληπτικής αξιολόγησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Έτσι, π.χ., κάποιος χαρακτηρίζεται ως «ξενοφοβικός» (ή, ακόμα χειρότερα, «ρατσιστής») αν διατυπώσει οποιονδήποτε προβληματισμό πάνω στο ζήτημα της μετανάστευσης. Όμοια, κάποιος είναι «σεξιστής» αν σχολιάσει μία αντικειμενικά άκομψη συμπεριφορά ενός ατόμου με σεξουαλικές ιδιαιτερότητες. Και είναι φανερό ότι οι αντιδράσεις αυτές πηγάζουν μάλλον από το θυμικό, παρά από την νηφάλια αντικειμενικότητα των κριτών.

Εμφανή είναι εδώ τα μανιχαϊστικά χαρακτηριστικά του δόγματος. Εκείνος που το παραβιάζει είναι εξ ορισμού «κακός». Είναι ο «εχθρός» που απειλεί όσους το δόγμα είναι (ορθώς, καταρχήν) ταγμένο να υπερασπίζεται.

Έτσι, στις ακραίες, τουλάχιστον, εκφάνσεις της πολιτικής ορθότητας, ο ακαδημαϊκός αντι-λαϊκισμός τείνει να αποκτά σημειολογική συνάφεια με τον διανοητικό και ιδεολογικό αντίποδά του. Κάτι σαν την τοπολογική ταύτιση αντίθετων άκρων που συναντούμε στα ανώτερα μαθηματικά!

Η ευθύνη της κοινωνίας

Ο λαϊκισμός είναι μία πολιτική παθογένεια της Δημοκρατίας και ένα μέσο χειραγώγησης και ελέγχου των μαζών στον Ολοκληρωτισμό. Λέγεται όμως, και σωστά, ότι «το ταγκό θέλει δύο». Τούτο σημαίνει, εν προκειμένω, ότι λαϊκισμός δεν θα υπήρχε αν δεν υπήρχαν κοινωνίες δεκτικές στις μεθοδεύσεις του. Κι αυτό που τις κάνει δεκτικές και αποτελεί την πύλη εισόδου του μικροβίου του λαϊκισμού, είναι η ευπάθειά τους στα κηρύγματα μίσους των επιτήδειων της πολιτικής, ιδιαίτερα σε περιόδους εθνικών κρίσεων. Το αποτελεσματικότερο αντίδοτο ενάντια στο νοσηρό αυτό φαινόμενο είναι, ασφαλώς, η σωστή ενημέρωση των πολιτών (αποφεύγω να πω «καθοδήγηση», γιατί ο όρος είναι εν δυνάμει παρεξηγήσιμος).

Πέραν, όμως, από τον αδιαμφισβήτητα σημαντικό ρόλο των ποικίλων μέσων ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης, απαιτείται οι ίδιες οι κοινωνίες να ωριμάσουν και να αποβάλουν τις όποιες βολικές κι ευχάριστες ψευδαισθήσεις. Μαγικές συνταγές και εύκολες λύσεις σε περίπλοκα κοινωνικά ή εθνικά ζητήματα δεν υπάρχουν, και όποιοι τις ευαγγελίζονται απλά επιχειρούν να παραπλανήσουν τους πολίτες. Με κίνητρα, ασφαλώς, ιδιοτελή, και με προθέσεις συχνά επικίνδυνες...

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2020

Μερικά ερωτήματα για τους "επαναστάτες" της μάσκας

Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Από ανάρτηση παλιού μαθητή μου στο Facebook, είδα πρόσφατα ένα video με απόσπασμα από δελτίο ειδήσεων μεγάλου καναλιού, το οποίο (δελτίο) παρουσιάζει γνωστός δημοσιογράφος της τηλεόρασης. Σε αυτό εμφανιζόταν κάποιος γιατρός ο οποίος, με μάλλον επαναστατικό ύφος, επιχείρησε να αποδομήσει το "παραμύθι για τη χρήση της μάσκας" - ή κάπως έτσι, με βάση το ενθουσιώδες εισαγωγικό σχόλιο του μαθητή μου.

Από όσα ανέφερε ο γιατρός, δύο πράγματα σημείωσα ιδιαίτερα:

- Μάσκες δεν πρέπει να φορούν οι υγιείς αλλά μόνο όσοι νοσούν.

- Δεν υπάρχει κανένας λόγος να φορούν μάσκα τα μικρά παιδιά.

Ας πάμε στο πρώτο ζήτημα. Είναι φανερό ότι υπάρχει κάποια σύγχυση ανάμεσα στις έννοιες "υγιής" (με την σημασία, εν προκειμένω, ότι δεν έχει μολυνθεί από τον ιό) και "ασυμπτωματικός". Πώς γνωρίζει κάποιος με βεβαιότητα ότι είναι "υγιής" αν πρώτα δεν κάνει το σχετικό τεστ; Όμως, κανείς δεν μπαίνει αφ' εαυτού του στην διαδικασία του τεστ αν δεν έχει εμφανίσει κάποια ύποπτα συμπτώματα. Έτσι, είναι πιθανό κάποιος να έχει μολυνθεί αλλά, στην απουσία συμπτωμάτων, να μην το γνωρίζει. Κι αυτός, με τη σειρά του, μπορεί να μολύνει άλλα άτομα, μεταξύ αυτών και κάποια ανήκοντα σε ευπαθείς ομάδες. Με αποτέλεσμα δυνητικά μοιραίο για εκείνα...

Τα παιδιά, δυστυχώς, δεν εξαιρούνται από τους πιο πάνω προβληματισμούς. Αντίθετα, σχετίζονται ακόμα περισσότερο με αυτούς! Καταρχάς, ένα παιδί που έχει μολυνθεί έχει ακόμα περισσότερες πιθανότητες να είναι ασυμπτωματικό, σε σχέση με έναν ενήλικο. Επίσης, λόγω την μεγάλης αλληλεπιδραστικής κινητικότητάς τους, τα παιδιά έχουν αυξημένες δυνατότητες μετάδοσης του ιού σε χώρους όπου συνυπάρχουν. Και, φυσικά, γυρνώντας στο σπίτι το παιδί θα έρθει σε επαφή με ενήλικα άτομα, κάποια εκ των οποίων ίσως ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται...

Σε ό,τι αφορά, τώρα, την θεωρία ότι "η μάσκα δεν προστατεύει τους πράγματι υγιείς" από πιθανή μόλυνση, δεν μπορώ να έχω άποψη αφού δεν διαθέτω τις απαραίτητες επιστημονικές γνώσεις. Αυτή είναι μία ιδέα που διακινήθηκε κατά τις αρχικές φάσεις της πανδημίας (ακόμα και από τον ίδιο τον Σωτήρη Τσιόδρα). Αργότερα έσκασε το μυστικό: Αφού οι πολίτες βρίσκονταν τότε δια νόμου έγκλειστοι στα σπίτια τους, δεν υπήρχε σοβαρός λόγος να στερούν από την αγορά τις λιγοστές μάσκες που ήταν διαθέσιμες κι απόλυτα αναγκαίες για την προστασία του νοσηλευτικού προσωπικού. Αργότερα, όταν οι άνθρωποι βγήκαν από τα σπίτια τους και η αγορά πλημμύρισε από μάσκες, η ιατρική άποψη για την προστασία που προσφέρει η μάσκα σε υγιείς, "αναθεωρήθηκε"...

Τελειώνοντας, καλό θα ήταν οι επιστήμονες, και δη οι γιατροί, να απευθύνονται στο κοινό με νηφαλιότητα και όχι με επαναστατική οργή. Ας αφήσουν το σχετικό ύφος στους πολιτικούς! Όσο για τους παλιούς μαθητές μου, ιδιαίτερα εκείνους που έχουν παιδιά, ας μην "τσιμπούν" εύκολα σε στομφώδεις μειοψηφικές ρητορείες. Τουλάχιστον, ας συζητήσουν πρώτα με τον οικογενειακό γιατρό ή τον παιδίατρό τους.

Τρίτη 4 Αυγούστου 2020

Μερικές σκέψεις για την αξιολόγηση


Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Πήγαινα τακτικά για φαγητό στο σπίτι του θείου μου. Ένα μεσημέρι κατέφθασε αγχωμένη η εξαδέλφη μου ρωτώντας τον πατέρα της για κάποιες αντικειμενικές αξίες ακινήτων που έπρεπε να συμπληρώσει σε ένα έντυπο. Θέλοντας να την πειράξω (βρήκα την ώρα!) της είπα ότι το φραστικό σχήμα «αντικειμενική αξία» είναι οξύμωρο, αφού η έννοια «αξία» αναφέρεται σε κάτι εντελώς υποκειμενικό (ό,τι συνιστά αξία για κάποιον δεν αποτελεί, απαραίτητα, αξία για κάποιον άλλον). Για να εισπράξω την – μάλλον αναμενόμενη – οργισμένη αντίδρασή της: «Εμείς τώρα καιγόμαστε, κι εσύ έχεις όρεξη για φιλοσοφίες!»

Και όμως... Πίσω από τον άκαιρο αστεϊσμό βρισκόταν μία οικουμενική αλήθεια: πως η αξία κάθε πράγματος συναρτάται τόσο με τις ανάγκες, όσο και με τις αρχές εκείνου που την αποτιμά. Συνεπώς, «αντικειμενική αξία» σημαίνει, στην καλύτερη περίπτωση, μία αξία την οποία αποδέχεται ένα πεπερασμένο σύνολο ανθρώπων (όπως μία δεδομένη κοινωνία) με κοινά συμφωνημένες προτεραιότητες και αρχές.

Γενικά μιλώντας, αξιολόγηση είναι ο προσδιορισμός της αξίας ενός πράγματος με βάση καθορισμένα κριτήρια. Όταν αναφερόμαστε, ειδικότερα, σε αξιολόγηση δημόσιων λειτουργών εννοούμε την αποτίμηση του δυναμικού τους (τα λεγόμενα «προσόντα» τους), της αποδοτικότητάς τους και της συνέπειάς τους στην άσκηση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί από την πολιτεία. Εδώ τίθενται δύο σημαντικά ζητήματα:

1. Υπάρχει κοινωνικό consensus για τον καθορισμό των κριτηρίων αξιολόγησης των δημόσιων λειτουργών;

2. Εφαρμόζονται στην πράξη τα θεσπισμένα κριτήρια, ή προτάσσονται άλλα προς εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων (πολιτικών, συνδικαλιστικών, ή και στενά υπηρεσιακών);

Σε μία δημοκρατική κοινωνία, η συζήτηση για τον καθορισμό των κριτηρίων αξιολόγησης δεν μπορεί να αποκλείει εκείνους που πρόκειται να κριθούν. Και αυτοί οι ίδιοι, όμως, θα κληθούν να συμφωνήσουν μεταξύ τους πάνω σε μία καθορισμένη βάση κριτηρίων, κατά περίπτωση.

Για παράδειγμα, πόση βαρύτητα θα έχουν οι σπουδές και τα πτυχία για ένα συγκεκριμένο δημόσιο λειτούργημα; Πώς ακριβώς θα προσδιορίζεται η αποδοτικότητα στο πλαίσιο μίας ομαδικής εργασίας; Είναι πιο σημαντικός ένας καθηγητής του οποίου δέκα μαθητές πέρασαν στο πανεπιστήμιο, από έναν εκπαιδευτικό που, με προσωπική κατάθεση χρόνου και συναίσθηση παιδαγωγικής ευθύνης, κατόρθωσε να ξαναδώσει νόημα και σκοπό ζωής σε ένα παιδί με αυτοκαταστροφικές ή παραβατικές τάσεις; Μετράει περισσότερο ένας υπάλληλος που, κλεισμένος σε ένα ήσυχο γραφείο του τελευταίου ορόφου, διεκπεραιώνει επιτυχώς εκατό υποθέσεις την ημέρα, σε σχέση με έναν (τυπικά ομοιόβαθμο) υπάλληλο του ισογείου ο οποίος, φτάνοντας ως τις εσχατιές των φυσικών και ψυχικών του αντοχών, καλείται να αντιμετωπίσει καθημερινά τις (συχνά οργισμένες και απρεπείς) διαμαρτυρίες των πολιτών για τις δυσλειτουργίες του συστήματος;

Τώρα, αυτή καθαυτήν η εφαρμογή στην πράξη των συμφωνημένων κριτηρίων αξιολόγησης είναι μία διαφορετική αλλά εξίσου σημαντική υπόθεση. Σε ένα απόλυτα αξιοκρατικό σύστημα διαχείρισης των κοινών, δεν τίθεται καν θέμα συζήτησης. Πόσο αξιοκρατικό, όμως, είναι το δικό μας σύστημα δημόσιας διοίκησης και δημόσιας εκπαίδευσης; Θα είναι απόλυτα στεγανοποιημένη η αξιολόγηση από πολιτικές και συνδικαλιστικές επιρροές; Θα υπάρχει υπερκομματικός φορέας ελέγχου του τρόπου εφαρμογής της αξιολόγησης; Αν ναι, πώς θα καθορίζεται θεσμικά η συγκρότησή του και πώς θα διασφαλίζεται η απρόσκοπτη λειτουργία του;

Με βάση την ως τώρα εμπειρία μας για τον τρόπο που λειτουργεί, γενικά, ο δημόσιος τομέας σε αυτή τη χώρα, κάποια από τα παραπάνω ερωτήματα είναι, δυστυχώς, ρητορικά. Δεν χρήζουν απαντήσεων αλλά απαιτούν σημαντική αλλαγή νοοτροπίας εκ μέρους κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Πριν μιλήσουμε, λοιπόν, για αξιολόγηση, θα πρέπει να εξετάσουμε κατά πόσον είμαστε ώριμοι - ως λαός και πολιτεία - να την εφαρμόσουμε έμπρακτα...

Κλείνουμε με μία επισήμανση που θεωρούμε σημαντική και η οποία θα έπρεπε να είναι (μα δεν είναι πάντοτε) αυτονόητη. Η αξιολόγηση στοχεύει αποκλειστικά στη βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών που προσφέρει το κράτος στον πολίτη. Με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να αποτελεί μέσο κοινωνικής και πολιτικής εκδίκησης για υποτιθέμενους «τεμπέληδες και άχρηστους προνομιούχους», όπως με αήθη, άδικο και κοινωνικά ρατσιστικό τρόπο χαρακτηρίζονται από μερικούς οι δημόσιοι λειτουργοί στο σύνολό τους.

Στον βαθμό που καταστεί εφικτή η διασφάλιση απόλυτης αντικειμενικότητας στη βάση κοινά συμφωνημένων κριτηρίων και αρχών, η αξιολόγηση θα είναι, πιστεύουμε, καλοδεχούμενη από το σύνολο των δημόσιων λειτουργών (κάποιες εξαιρέσεις, βέβαια, πάντοτε θα υπάρχουν). Ισοπεδωτικές γενικεύσεις και συλλήβδην δαιμονοποιήσεις, όμως, ελάχιστα συμβάλλουν σε αυτή την κατεύθυνση. Ακόμα περισσότερο όταν υπαγορεύονται από παγιωμένες προκαταλήψεις και ιδιοτελείς (πολιτικές ή άλλες) σκοπιμότητες...

Παρασκευή 31 Ιουλίου 2020

Παραγωγοί και «καθηγητάδες» στο Τρίτο Πρόγραμμα


Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Αν και έχουν περάσει κάτι... αιώνες από τότε, θυμάμαι έντονα ένα course μουσικής ανάλυσης που είχα πάρει στο αμερικανικό πανεπιστήμιο όπου έκανα τις μεταπτυχιακές σπουδές μου στη Φυσική. Καθώς την εποχή εκείνη δεν υπήρχε ακόμα το CD, ο καθηγητής είχε πάντα στην αίθουσα ένα μικρό ηλεκτρικό πικάπ και τους δίσκους που θα χρειαζόταν για το μάθημα της ημέρας. Έχω ακόμα στο μυαλό μου την απογοήτευση που ένιωσα κάποια φορά, όταν ο δίσκος σταμάτησε ξαφνικά να παίζει τη στιγμή ακριβώς που είχα απορροφηθεί απόλυτα από τους μαγικούς ήχους μιας συμφωνίας του Μπραμς. Όμως, δεν γινόταν αλλιώς. Ο λόγος για τον οποίο ο σεβάσμιος κύριος Νόργκρεν έβαζε Μπραμς στην τάξη δεν ήταν να απολαύσουμε το μεγαλείο των ήχων αλλά να αναλύσουμε τη φόρμα και να συζητήσουμε την ανάπτυξη των μουσικών θεμάτων. Κι αυτό απαιτούσε αποσπασματική ακρόαση με κάμποσες ενδιάμεσες διακοπές...

Έχω τη βάσιμη υποψία ότι ένας–δύο παραγωγοί προγράμματος εκεί στο Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας έχουν ως ανεκπλήρωτο όνειρο και κρυφό απωθημένο να διδάξουν μουσικολογία για προχωρημένους σπουδαστές σε κάποιο πανεπιστήμιο. Αυτό, τουλάχιστον, υποδηλώνει το ύφος των εκπομπών τους, οι οποίες μοιάζουν να απευθύνονται κατά κύριο λόγο σε ένα κοινό που ήδη κατέχει τα βαθιά μυστικά της μουσικής, και πολύ λιγότερο σε ένα κοινό που δεν τα γνωρίζει μα διψά να μάθει κάτι περισσότερο γι’ αυτή την τέχνη.

Οι εν λόγω παραγωγοί δείχνουν να σνομπάρουν την ιδέα ότι ο μέσος ακροατής του «Τρίτου» επιζητά, πάνω απ’ όλα, την απόλαυση της μουσικής και δεν συντονίζεται στον σταθμό προσδοκώντας να παρακολουθήσει ένα αφ’ υψηλού μάθημα μουσικής ανάλυσης για ειδικούς. Και μάλιστα, με χρήση ακατάληπτων – για εκείνον – τεχνικών όρων που ουδέποτε επεξηγούνται.

Έτσι, οι παραγωγοί αυτοί εφαρμόζουν την ενοχλητική, για τον ακροατή, πρακτική να διακόπτουν τη ροή ενός μουσικού έργου για να παρεμβάλουν τεχνικά σχόλια (συχνά διανθισμένα με φιλολογίζουσες μεγαλοστομίες που προδίδουν ραδιοφωνικό ναρκισσισμό), καταστρέφοντας με τον τρόπο αυτό την ψυχολογική συνέχεια που επιθυμεί να επιτύχει ο συνθέτης.

Είναι, ασφαλώς, ευπρόσδεκτη (προσωπικά, θα έλεγα αναγκαία) η ύπαρξη συνοδευτικών σχολίων για κάθε μουσικό έργο που παρουσιάζεται στο «Τρίτο». Οι σχολιασμοί, όμως, οσοδήποτε τεχνικοί, καλό είναι να παρατίθενται συνολικά πριν από την έναρξη της ακρόασης. Μετά, το έργο θα πρέπει να παραδίδεται ενιαίο και αδιάσπαστο στον ακροατή για να το απολαύσει μέσα στη φυσική του συνέχεια. Γιατί, η τεχνική υπάρχει για να υπηρετεί την Τέχνη. Σκοπός της Τέχνης, όμως, δεν είναι απλά και μόνο να δικαιώνει την ύπαρξη της τεχνικής!

Πριν κλείσω τούτο το σημείωμα, και εν είδει κοντράστ στις παραπάνω θέσεις, θα ήθελα να αναφέρω μερικούς παραγωγούς προγράμματος στο «Τρίτο» τους οποίους εκτιμώ ιδιαίτερα:

– Τον Μάρκο Μωυσίδη, που η κατανυκτική χροιά της εκφοράς του λόγου του αναδεικνύει ακόμα περισσότερο την καλλιτεχνική αξία των μουσικών επιλογών του...

– Την Κάτια Καλλιτσουνάκη, μέσα από τις εκπομπές της οποίας γνωρίσαμε και αγαπήσαμε συνθέτες που δεν είχαμε καν ακουστά...

– Την Τζουλιέτα Καρόρη, που αποδεικνύει σε κάθε της εκπομπή ότι ο λεγόμενος «σκοτεινός Μεσαίωνας» δεν ήταν, τελικά, και τόσο σκοτεινός...

– Τον Μπάμπη Καβροχωριανό, που, χωρίς να φιλολογίζει, μας ξεναγεί στις ωραιότερες σελίδες της μουσικής φιλολογίας...

– Τον Γιάννη Φίλια, που με τις λόγιες και πρωτότυπες αναλύσεις του οδηγεί τον ακροατή σε καινούργια σαγηνευτικά μονοπάτια της όπερας...

– Τον υπέροχο Δαυίδ Ναχμία, που κατορθώνει με τρόπο μοναδικό να αναδείξει την ανθρώπινη διάσταση των «ιερών τεράτων» της Τέχνης και της διανόησης στη χώρα μας...

(Θα μπορούσα να περιλάβω στη λίστα και τον Ιλάν, αν το Τρίτο Πρόγραμμα είχε επιδείξει την στοιχειώδη σωφροσύνη να τον κρατήσει στις τάξεις του.)

Όμως, υπάρχουν εξαιρετικοί παραγωγοί προγράμματος κλασικής μουσικής και εκτός «Τρίτου». Ξεχωρίζω ανάμεσά τους την Λίλλυ Καρατζαφέρη με τις «Παρτιτούρες» της στον «Αθήνα 9.84». Θαρρείς ότι παίρνει τον ακροατή από το χέρι για να του δείξει την ομορφιά της μουσικής. Έτσι απλά!

Σάββατο 25 Ιουλίου 2020

Μια απάντηση στον Γιάννη (Αντετοκούνμπο)...


Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Αγαπητέ Γιάννη,

Διάβασα πρόσφατα τα όσα ανέφερες για τη χώρα σου σε αμερικανικό μέσο ενημέρωσης. Και δεν θα τα είχα πάρει είδηση αν δεν τα καθιστούσε γνωστά (σε εμένα, τουλάχιστον) ο θόρυβος που προκάλεσε μία κατάπτυστη, ακραία υβριστική και απόλυτα ρατσιστική ανάρτηση κάποιου ανάξιου Έλληνα «πανεπιστημιακού» με θεσμικό, μάλιστα, ρόλο στην ελληνική πολιτεία. Τον «κύριο» αυτό τον τακτοποίησε όπως του έπρεπε η αρμόδια υπουργός, και δεν προτίθεμαι να ασχοληθώ περαιτέρω μαζί του. Δεν μπορώ, όμως, να προσπεράσω έτσι εύκολα τις δικές σου θέσεις...

Μεταφέρω εδώ τις δηλώσεις σου, όπως τις διάβασα:

«Η πρώτη φορά που είδα μαύρο άνδρα να οδηγεί αυτοκίνητο, ήταν στις ΗΠΑ. Ήμουν σοκαρισμένος, αναρωτιόμουν τι συμβαίνει εδώ. Με έκανε να αναρωτιέμαι αν η χώρα μου δίνει αρκετές ευκαιρίες σε όσους δεν είναι από εκεί, άρχισα να το σκέφτομαι αυτό. Η Ελλάδα είναι μια χώρα λευκών, μπορεί να γίνει δύσκολη η ζωή κάποιου με το χρώμα του δικού μου δέρματος. Πηγαίνεις σε πολλές γειτονιές και αντιμετωπίζεις αρκετή αρνητικότητα, ρατσισμό. Οι γονείς μου έκαναν τρομερή δουλειά, πάλευαν για εμάς σε καθημερινή βάση. Μας παρείχαν όσα χρειαζόμασταν σαν οικογένεια ακόμη κι αν έπρεπε να πουλήσουν πράγματα στους δρόμους. Η φτώχεια μπορεί να σε ωθήσει στα όριά σου. Δεν είναι διασκεδαστικά, όμως στο τέλος της ημέρας πρέπει να το αποδεχθείς και αυτό κάναμε ως οικογένεια. Είχαμε ο ένας τον άλλο, κάναμε αυτό που έπρεπε. 

Οι γονείς μου ήταν παράνομοι, δεν μπορούσαμε να βγάλουμε ένα διαβατήριο ή μια ελληνική ταυτότητα. Όταν είσαι παράνομος στην Ελλάδα, ξέρεις ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να απελαθείς. Ό,τι κι αν έκαναν οι γονείς μου, το έκαναν πολύ προσεκτικά. Όταν είσαι παράνομος δεν θέλεις να περπατάς στον δρόμο, η Αστυνομία μπορεί να σε σταματήσει και να σε στείλει πίσω στη χώρα σου, μπορεί να μην ξαναδείς ποτέ τα παιδιά σου. Αν γύριζα από το σχολείο και δεν έβρισκα τη μητέρα μου, το μυαλό μου έτρεχε. Σκεφτόμουν πού βρισκόταν, αναρωτιόμουν αν ήταν καλά εκείνη και ο πατέρας μου. Πολλές φορές σκέφτηκα ότι θα απελαθούν οι γονείς μου, ευτυχώς αυτή η μέρα δεν ήρθε ποτέ. Σαν οικογένεια βάλαμε τους εαυτούς μας γύρω από ανθρώπους θετικούς, όπως ο ιδιοκτήτης ενός καφέ, ο κύριος Γιάννης. Ήταν δύσκολο και πάντα θα είναι δύσκολο να είσαι μαύρος σε μια χώρα λευκών, έρχονται στιγμές που αισθάνεσαι ότι δεν είσαι αυτός που πραγματικά είσαι. Εγώ γεννήθηκα στην Ελλάδα, δεν έχω πάει ποτέ στη Νιγηρία, πήγα σε ελληνικό σχολείο με τους φίλους μου, η Ελλάδα είναι όσα γνωρίζω. Δεν βγήκα ποτέ από εκείνη μέχρι τα 18 μου.»

Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά:

1. Αν γνωρίζεις κάποιον νόμο που να απαγορεύει σε μαύρο άνδρα να οδηγεί αυτοκίνητο στην Ελλάδα, σε παρακαλώ διαφώτισέ με. Προσωπικά, και σε αντίθεση με εσένα, έχω δει πολλούς τέτοιους οδηγούς (να υποθέσω ότι οδηγούσαν παράνομα;). Όσο για τους μαύρους άνδρες που βλέπεις «σοκαρισμένος» να οδηγούν το αυτοκίνητό τους στις ΗΠΑ, μη σου κάνει εντύπωση: πρόκειται απλά για νόμιμους Αμερικανούς πολίτες που έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες ευκαιρίες με όλους τους άλλους πολίτες. Αν δεν σου κάνει κόπο, όμως, κάνε μία έρευνα πόσοι από τους παράνομους μετανάστες (π.χ., από το Μεξικό) απολαμβάνουν τα δικαιώματα αυτά. Ή μάλλον, πόσοι απολαμβάνουν τα δικαιώματα των παρανόμων μεταναστών που βρίσκονται στην Ελλάδα (των μαύρων μη εξαιρουμένων, φυσικά).

2. Αν πιστεύεις ότι η χώρα σου «δεν δίνει αρκετές ευκαιρίες σε όσους δεν είναι από εκεί», θα σου πρότεινα να πας μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας και να μετρήσεις τις επιχειρήσεις μεταναστών σε ακτίνα αρκετών χιλιομέτρων. Μπορείς, βέβαια, αν δεν βαριέσαι, να επεκτείνεις την έρευνά σου και στην επαρχία. Όμως, υπάρχει εδώ μία σημαντική υποσημείωση: οι ευκαιρίες δίνονται σε εκείνους που σέβονται τους νόμους της χώρας και όχι σε αυτούς που (όπως ο ίδιος παραδέχεσαι) παρανομούν. Και, επειδή δεν ξέρω αν το γνωρίζεις, σου το ξαναλέω: το ίδιο ισχύει ακόμα περισσότερο στη χώρα που τώρα σε φιλοξενεί και στην οποία διαπρέπεις. Ρώτησε και θα σου πουν...

3. Ρατσισμός σημαίνει να υποτιμάς κάποιον με βάση το χρώμα του. Ακόμα και αν αυτό είναι το λευκό! Το να συκοφαντείς, λοιπόν, μία χώρα ολόκληρη (πλην κυρίου Γιάννη, ιδιοκτήτη καφέ) ως «ρατσιστική», με κύριο επιχείρημα ότι είναι «χώρα λευκών», δεν απέχει πολύ από τον ρατσισμό που καταγγέλλεις. Και, για να έχουμε καλό ρώτημα, πώς ακριβώς βίωσες εσύ τον ρατσισμό; Απ’ όσο γνωρίζω, ο τόπος αυτός σου πρόσφερε μόρφωση, κι εδώ αναδείχθηκε η αξία σου πριν η φήμη σου περάσει τα σύνορα. Και σήμερα είσαι το ίνδαλμα χιλιάδων νέων παιδιών που ονειρεύονται μια μέρα να σου μοιάσουν. Λες να είναι κι αυτά οι εκκολαπτόμενοι «ρατσιστές» του μέλλοντος; Ας σοβαρευτούμε...

4. Δεν γνώριζα ότι αποκλειστικά και μόνο στις «ρατσιστικές» χώρες οι παράνομοι μετανάστες δεν δικαιούνται διαβατηρίου και αστυνομικής ταυτότητας, ενώ «ανά πάσα στιγμή μπορεί να απελαθούν». (Μεταξύ μας, ξέρεις πολλούς μετανάστες που έχουν απελαθεί από την Ελλάδα;) Αν θέλεις, ρώτησε ποιοι σχετικοί νόμοι ισχύουν στις «αντιρατσιστικές» ΗΠΑ. Εκεί όπου και οι μαύροι μπορούν να οδηγούν αυτοκίνητο, όπως λες...

Και τώρα, Γιάννη, επίτρεψέ μου να σου πω μερικά πράγματα σχετικά με αυτό που εσύ αντιλήφθηκες ως «ρατσισμό» στην Ελλάδα. Από την αρχαιότητα ακόμα, οι Έλληνες υπήρξαν φιλόξενος λαός (έχεις ακούσει τον όρο «Ξένιος Ζευς»;). Ο μετανάστης ήταν πάντα καλοδεχούμενος, και οι ντόπιοι ήταν πρόθυμοι να μοιραστούν μαζί του το λιγοστό ψωμί τους. Τα τελευταία τριάντα χρόνια, όμως, συντελέστηκε μία δραματική αλλαγή στη σχέση του Έλληνα με τους μετανάστες. Τούτο οφείλεται στο ότι, μαζί με τους ανθρώπους που ήρθαν στη χώρα για να αναζητήσουν με τρόπους τίμιους μία καλύτερη ζωή, εισέβαλαν και τυχοδιωκτικά στοιχεία που, σε μεγάλο μέρος τους, ήταν αδίστακτοι κακοποιοί. Σχεδόν καθημερινά ακούγαμε (και, δυστυχώς, ακούμε ακόμα) για φρικιαστικά εγκλήματα, συχνά με θύματα ανήμπορους ηλικιωμένους. Στο κέντρο της πόλης τα ναρκωτικά πουλιούνται κι αγοράζονται ελεύθερα, ενώ αντίπαλες συμμορίες σφάζονται (κυριολεκτικά) στη μέση του δρόμου για το ποια θα έχει τον πρώτο λόγο στην «αγορά». Σε πολλές γειτονιές της Αθήνας οι κάτοικοι έφτασαν να φοβούνται να βγουν από τα σπίτια τους!

Όταν με τόση ευκολία λες ότι «σε πολλές γειτονιές αντιμετωπίζεις αρνητικότητα και ρατσισμό», αυτό που στην πραγματικότητα εννοείς είναι ότι σε πολλές γειτονιές – κατά κανόνα τις πιο φτωχικές – οι άνθρωποι ζουν μέσα στο φόβο. Και ο φόβος είναι θέμα αυτοσυντήρησης, όχι ρατσισμού!

Και θα σου πω και κάτι που μπορεί να μη σου αρέσει, Γιάννη. Τον αληθινό ρατσισμό δεν τον έζησες εσύ, τον βιώνουν άνθρωποι ανήμποροι κι απροστάτευτοι από την πολιτεία, που κακοποιούνται άγρια ή και δολοφονούνται για λίγα μόλις ευρώ. Λες και η ίδια η ανημπόρια τους – κυρίως λόγω προχωρημένης ηλικίας – τους καθιστά άξιους να αφανιστούν! Κι αν έφτασαν οι άνθρωποι της γειτονιάς να φοβούνται, πια, όλους τους μετανάστες, ας μην το χρεώνουμε αποκλειστικά στους πρώτους. Όταν οι όροι της φιλοξενίας παραβιάζονται, εκείνοι που το διαπράττουν δεν λέγονται πλέον φιλοξενούμενοι αλλά εισβολείς!

Τελειώνοντας, στην Αμερική έγινες δημοφιλής με το αγωνιστικό παρατσούκλι “Greek Freak”. Θα σου πρότεινα να ζητήσεις να αφαιρεθεί το “Greek” (αφήνοντας μόνο του το “Freak”) αν όντως πιστεύεις ότι η χώρα σου, την οποία δυσφημείς αντί να διαφημίζεις στο εξωτερικό, είναι χώρα ρατσιστών. Στο κάτω-κάτω, δεν σε τιμά να δηλώνεις καταγωγή από μια τέτοια χώρα!

Σε διαφορετική περίπτωση, ανακάλεσε άμεσα όλα όσα δήλωσες στην περιβόητη συνέντευξη. Πες ότι ήταν απλά ένα καπρίτσιο της στιγμής, από εκείνα που εύκολα συγχωρούνται στους σταρ. Και τότε όλα τα ξεχνούμε, αν θες.

Αλλιώς, δικαιούμαστε να δηλώνουμε πολύ, πάρα πολύ απογοητευμένοι από σένα...

Ειλικρινά,
Κώστας από την Αθήνα

Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

Θα γυρίσουμε την πλάτη στους ανθρώπους της αθηναϊκής γειτονιάς;


Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Θόρυβος πολύς ξέσπασε πρόσφατα όταν Έλληνας βουλευτής παρευρέθη σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας στην Πλατεία Βικτωρίας, με αντικείμενο τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι της περιοχής από την ανεξέλεγκτη «μετανάστευση» και την διαγραφόμενη πολιτισμική αλλοίωση του κέντρου της πόλης. Ο λόγος του θορύβου ήταν ότι στη συγκέντρωση παρέστη (για τους δικούς του σκοπούς) και γνωστό μέλος νεοναζιστικής οργάνωσης...

Θα επιχειρήσουμε να σχολιάσουμε το ζήτημα στην ουσία του, μακριά από τις πάγιες ιδεοληψίες και τους πολιτικούς καιροσκοπισμούς της λεγόμενης «ανανεωτικής αριστεράς» (η οποία, παρεμπιπτόντως, την αγάπη για τη χώρα και τον πολιτισμό της θεωρεί ως ένδειξη υφέρποντος ρατσισμού).

Τίθεται καταρχάς ένα βασικό ερώτημα: Θεωρούμε ή όχι ως υπαρκτό το πρόβλημα για το οποίο διαμαρτύρονται οι κάτοικοι; Αν υποτεθεί πως όχι, τότε δεν τίθεται καν θέμα συζήτησης και κακώς έλαβε χώρα η συγκέντρωση.

Δυστυχώς, όμως, το πρόβλημα είναι υπαρκτό. Οι άνθρωποι στις μη-προνομιακές συνοικίες του κέντρου της πόλης ζουν μέσα σε διαρκή φόβο, έχοντας καθημερινά να αντιμετωπίσουν μορφές σκληρής παραβατικότητας όπως ληστείες (συχνά ιδιαίτερα βίαιες, έως και δολοφονικές, με θύματα κυρίως ηλικιωμένους), ανοιχτή διακίνηση και δημόσια χρήση ναρκωτικών, μαχαιρώματα στη μέση του δρόμου μεταξύ αντίπαλων συμμοριών, κτλ. Και δεν νομίζουμε πως υπερβάλλουν οι κάτοικοι όταν ομολογούν ότι φοβούνται να βγουν από τα σπίτια τους!

Πέραν τούτου, θεωρούμε θεμιτές τις ανησυχίες που υφίστανται για την βαθμιαία πολιτισμική αλλοίωση του κέντρου της πόλης ως συνέπεια της υπέρμετρα αγιοποιημένης, και de facto (δηλαδή, παράνομα) επιβεβλημένης, «πολυπολιτισμικότητας»...

Ας δούμε τώρα το θέμα που προκάλεσε αντιδράσεις. Αυτό που πρέπει να τονίσουμε είναι ότι η ταυτόχρονη παρουσία νεοφασιστών και δημοκρατικών πολιτών ουδόλως συνεπάγεται ιδεολογική ταύτιση, αφού τα κίνητρα των δύο πλευρών είναι εντελώς διαφορετικά:

– Οι νεοναζί, εμφορούμενοι από ρατσιστικές ιδέες, θεωρούν αποβλητέο οτιδήποτε δεν ανήκει στην «ευγενή» και «ανώτερη» ελληνική ράτσα, ανεξάρτητα από χαρακτήρα και κοινωνική συμπεριφορά.

– Οι δημοκρατικοί πολίτες, από τη μεριά τους, ενίστανται στην παρουσία αλλοδαπών στο βαθμό και μόνο που αυτοί είτε επιδίδονται σε πράξεις βίας και παρανομίας εις βάρος των κατοίκων, είτε εμφανίζουν τάσεις επιβολής πολιτισμικών χαρακτηριστικών που αντίκεινται στις παραδόσεις και τις εν γένει αξίες της ελληνικής κοινωνίας. (Η πρόοδος, που έδωσε μάχη για την ισότητα των φύλων και τα δικαιώματα της γυναίκας, έρχεται τώρα ως «πρόοδος» – με μπόλικα εισαγωγικά – να υπερασπιστεί τον πολιτισμό που αμφισβητεί στη γυναίκα την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση! Η πιο ελεεινή μορφή υποκρισίας στην υπηρεσία της πολιτικής...)

Κάποιοι από τον χώρο της Αριστεράς διατύπωσαν την άποψη ότι ο δημοκρατικός βουλευτής θα έπρεπε να είχε αποχωρήσει αμέσως όταν διαπίστωσε την παρουσία του εκπροσώπου των νεοναζί στη συγκέντρωση. Αυτό θα ήταν τεράστιο λάθος, για τους εξής λόγους:

1. Με την αποχώρηση η Δημοκρατία θα είχε προσφέρει μία σημαντική συμβολική νίκη στον Φασισμό, αφού θα του έδινε το δικαίωμα να την εκτοπίσει και να την εκδιώξει από ένα κοινωνικό πεδίο, επιδεικνύοντας ταυτόχρονα φοβικά σύνδρομα απέναντί του.

2. Θα έδινε στους νεοναζί το πολύτιμο γι’ αυτούς προνόμιο να μονοπωλήσουν τον ρόλο του «προστάτη» των ανθρώπων της γειτονιάς, κερδίζοντας έτσι πολιτική δυναμική εις βάρος ενός δημοκρατικού συστήματος που θα φαινόταν να εγκαταλείπει τους κατοίκους της πόλης στην τύχη τους, κωφεύοντας στις εκκλήσεις τους για βοήθεια (ή, έστω, κατανόηση στα προβλήματά τους).

Με την ίδια λογική, εξ άλλου, η κυβέρνηση που έφερε προς ψήφιση στη Βουλή το δημοψήφισμα του 2015 θα έπρεπε να είχε αρνηθεί να ξεκινήσει η κοινοβουλευτική διαδικασία εφόσον παρίστατο σε αυτήν το κόμμα των νεοναζί, έστω και αν το κόμμα αυτό επρόκειτο να υπερψηφίσει την κυβερνητική πρόταση. Γιατί, πολιτικό ήθος αλά καρτ απλά δεν υπάρχει!

Σε κείμενο του 2019 στο «Βήμα» είχαμε αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

Όσο και αν μεμφόμαστε τον άνθρωπο της γειτονιάς που με την ψήφο του συνέβαλε στην κοινοβουλευτική «κανονικοποίηση» των νεοφασιστών, θα πρέπει να αναλογιστούμε κατά πόσον η δημοκρατική πολιτεία, αλλά και όλοι όσοι ομνύουμε στα δημοκρατικά ιδεώδη, έχουμε επιδείξει την δέουσα κατανόηση στην ανάγκη του ανθρώπου αυτού να ξαναβρεί το αίσθημα ασφάλειας που εδώ και χρόνια έχει απολέσει λόγω της ολοένα αυξανόμενης εγκληματικότητας. Οι «προοδευτικές» ρητορείες που κατανοούν έως και δικαιολογούν τον θύτη – ιδίως αν πρόκειται για φιλοξενούμενο στη χώρα – το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να προσφέρουν πεδίο δόξης λαμπρό σε κάθε είδους αντιδημοκρατικές και ρατσιστικές δυνάμεις που με κάθε ευκαιρία εμφανίζονται πρόθυμες να υποκαταστήσουν την επίσημη πολιτεία στο θέμα της ασφάλειας των πολιτών. Μια πολιτεία που καταγγέλλεται ως «απάνθρωπη» και «αντιδημοκρατική» όταν απλά επιχειρεί να εφαρμόσει τον νόμο απέναντι στο έγκλημα...

Θέτουμε, λοιπόν, το κατ’ ουσίαν ρητορικό ερώτημα: Θα εγκαταλείψουμε και πάλι την αθηναϊκή γειτονιά στο έλεος της «στοργικής αγκαλιάς» αντιδημοκρατικών δυνάμεων, καταγγέλλοντας μετά ελαφρά τη καρδία τους δεινοπαθούντες κατοίκους ως «ρατσιστές» και «φασίστες»; Το λάθος αυτό έγινε μία φορά, και τα αποτελέσματα τα είδαμε στη συνέχεια...

Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

ΤΟ ΒΗΜΑ - Πολιτική ορθότητα και αμερικανικές εκλογές


1. Το μπούμερανγκ...

Με αφορμή ένα αποτρόπαιο ρατσιστικό έγκλημα στις ΗΠΑ, άνοιξε πάλι σε παγκόσμια κλίματα η συζήτηση για το τι είναι και τι δεν είναι «πολιτικά ορθό». Πρόσφατο θύμα της «ορθότητας» ήταν ένα κορυφαίο έργο του αμερικανικού κινηματογράφου (“Gone with the Wind”, 1939) για το οποίο όψιμα ανακαλύψαμε ότι εμπεριέχει μία δόση ρατσισμού!

Το ειρωνικό της υπόθεσης είναι ότι η πολιτική ορθότητα γίνεται συχνά μπούμερανγκ ενάντια στις ίδιες τις προθέσεις της. Αυτό το είδαμε ξεκάθαρα στις προηγούμενες αμερικανικές εκλογές. Και ίσως το ξαναδούμε στις επόμενες...

Ο κοινωνικός φιλελευθερισμός των Αμερικανών Δημοκρατικών, αντίβαρο αρχικά στον συντηρητικό υπερεθνικισμό των Ρεπουμπλικάνων, ανέδειξε στην πορεία του μία μορφή ιδεολογικής δικτατορίας που προσέδωσε στον όρο «φιλελεύθερος» τον χαρακτήρα οξύμωρου, αφού κατάργησε στην πράξη την ίδια την – ιερή για τους Αμερικανούς – ελευθερία του λόγου. Έτσι, το αμφιλεγόμενο δόγμα της πολιτικής ορθότητας (political correctness) αποδείχθηκε μία ιδέα όχι λιγότερο οπισθοδρομική από εκείνες ενάντια στις οποίες μάχεται.

Η ολοένα αυξανόμενη εμμονή με την πολιτική ορθότητα κόστισε, τελικά, ακριβά στους Δημοκρατικούς στις προηγούμενες εκλογές, τις οποίες έχασαν από έναν υπέρμετρα εξωστρεφή εκπρόσωπο του αντισυστημικού λαϊκισμού και φανατικό πολέμιο του δόγματος...

2. Γιατί νίκησε ο Trump

Πολλοί είπαν ότι ο Donald Trump νίκησε στις προηγούμενες εκλογές γιατί κατόρθωσε να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά το άγχος της εργατικής τάξης για την ανεργία που ολοένα επιδεινωνόταν από την μετανάστευση και την παγκοσμιοποίηση. Για άλλους, η νίκη του οφείλεται στο κάθε άλλο παρά δημοφιλές προφίλ της αντιπάλου του, Χίλαρι Κλίντον. Κάποιοι ακόμα ισχυρίστηκαν ότι είχε έρθει η ώρα να πετάξει η Αμερική την δημοκρατική της μάσκα και να αποκαλύψει το αληθινό της πρόσωπο!

Υπάρχει, όμως, και μία ιδιαίτερη παράμετρος της νίκης του Trump που θα ήταν λάθος να αγνοηθεί. Για κάποιους αναλυτές ήταν ίσως η σημαντικότερη. Αναφέρομαι στην κούραση μεγάλου μέρους της αμερικανικής κοινωνίας από την τυραννία της πολιτικής ορθότητας σε κάθε απόπειρα έκφρασης δημόσιας γνώμης, από την καφετέρια της γειτονιάς ως τη Βουλή των Αντιπροσώπων και το εθνικό δίκτυο τηλεόρασης. Ο Trump νίκησε, κατά τους πολιτικούς αναλυτές, επειδή ακριβώς έπεισε τον μέσο Αμερικανό ότι θα τον απάλλασσε μία και καλή από την πολιτική ορθότητα. Και η ιδέα αυτή ήταν, όπως αποδείχθηκε, ένα από τα κλειδιά της επιτυχίας του.

Από τη μεριά τους, οι Αμερικανοί φιλελεύθεροι (liberals) έκαναν ένα σοβαρό πολιτικό σφάλμα. Στην προσπάθειά τους να πολεμήσουν τον ρατσισμό, εισήγαγαν νέες μορφές του. Κατέταξαν τους πολίτες σε διακριτές κοινωνικές ομάδες και είπαν σε κάποιους από αυτούς – κυρίως τους λευκούς άντρες με σχετικά χαμηλό επίπεδο μόρφωσης – πως είναι οι «κακοί». Τους χλεύασαν ανελέητα χαρακτηρίζοντάς τους οπισθοδρομικούς και στιγματίζοντάς τους, συχνά αβάσιμα, ως ρατσιστές και σεξιστές. Ακόμα και τα video-παιχνίδια τους αποτέλεσαν αντικείμενο αφ’ υψηλού ειρωνείας.

Η αμφισβήτηση της ελευθερίας του λόγου έχει πάντα κόστος, ιδιαίτερα σε μία κοινωνία όπως η αμερικανική. Η προεδρία πήγε, τελικά, σε εκείνον που, κατά τους υποστηρικτές του, «δεν φοβόταν να πει ανοιχτά τη γνώμη του». Κάποιον που αντιπροσώπευε «όσα δεν μπορούσαν εκείνοι να πουν»...

3. Τι είναι «πολιτική ορθότητα»

Σε αντίθεση με μία συνήθη, μονομερή ερμηνεία του όρου, η πολιτική ορθότητα δεν περιορίζεται σε ζητήματα που άπτονται φυλετικών ή σεξουαλικών ευαισθησιών. Συνίσταται, γενικά, στον αποκλεισμό κοινών εκφράσεων ή πρακτικών που θα μπορούσαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο να προσβάλουν οποιοδήποτε μέλος μίας πλουραλιστικής κοινωνίας. Βέβαια, το τι προσβάλλει κάποιον είναι κατά βάση προσωπική υπόθεση – αν κανείς εξαιρέσει ένα σύνολο αυτονόητα απορριπτέων συμπεριφορών που, κατά κοινή παραδοχή, συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας.

Αν και οι προθέσεις της δείχνουν καταρχήν αγαθές (ποιος θεωρεί καλό πράγμα το να προσβάλλει κάποιος τον συνάνθρωπό του;) η πολιτική ορθότητα εξελίχθηκε με τον καιρό σε τυραννία ενάντια στην ελευθερία της έκφρασης και, σε ακραίες περιπτώσεις, φτάνει να στιγματίζει ανεξίτηλα τις υπολήψεις εκείνων που την παραβιάζουν. Επιβάλλει ένα ολοένα διευρυνόμενο «λεξικό» απαγορευμένων εκφράσεων που, αν κάποιος δεν ενημερώνεται έγκαιρα για τις τακτικές επικαιροποιήσεις του, κινδυνεύει να εκτεθεί στα μάτια μίας άτυπης «αστυνομίας σκέψης» και να αποκομίσει ετικέτες που κυμαίνονται από αυτή του οπισθοδρομικού έως εκείνη του ρατσιστή.

Σύμφωνα με προ τετραετίας στατιστικές, 60% των Αμερικανών – διπλάσιοι Ρεπουμπλικάνοι σε σύγκριση με τους Δημοκρατικούς – θεωρούν ότι η πολιτική ορθότητα είναι ένα από τα σημαντικά προβλήματα στις ΗΠΑ. Μόνο ένα 18% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι η χώρα τους δεν είναι όσο θα έπρεπε «πολιτικά ορθή»...

4. Πολιτική ορθότητα στην ακαδημαϊκή εκπαίδευση

Στα αμερικανικά πανεπιστήμια η πολιτική ορθότητα έχει επιβάλει περιορισμούς στην έκφραση που προκαλούν ασφυξία στους φοιτητές και το καθηγητικό προσωπικό. Μέχρι το 2013, το «Γραφείο για τα Πολιτικά Δικαιώματα» του Υπουργείου Παιδείας των ΗΠΑ όριζε ότι η συμπεριφορά ενός ατόμου (κυρίως σε ό,τι αφορά τον λόγο) θα έπρεπε να κριθεί ως «αντικειμενικά προσβλητική» με βάση προκαθορισμένα κριτήρια, προτού κάποιος αποκτήσει το δικαίωμα να υποβάλει μία ανώνυμη καταγγελία εναντίον του ατόμου αυτού.

Το 2013, εν τούτοις, η κυβέρνηση Obama άλλαξε τα δεδομένα. Σύμφωνα με μία νέα αντίληψη, το τι είναι προσβλητικό καθορίζεται με βάση τις προσωπικές ευαισθησίες του καθενός και δεν υπόκειται σε αντικειμενική αξιολόγηση. Με άλλα λόγια, ο κάθε φοιτητής μπορεί να βασίζεται στα προσωπικά του – και, ως εκ τούτου, απόλυτα υποκειμενικά – κριτήρια για να ορίσει ως προσβλητικό ένα σχόλιο από έναν συμφοιτητή ή έναν καθηγητή του και να υποβάλει, έτσι, μία ανώνυμη καταγγελία. Πολλά πανεπιστήμια των ΗΠΑ έσπευσαν να συμμορφωθούν με αυτή την παράλογη απαίτηση από τον φόβο οικονομικών κυρώσεων.

Ποια είναι η τύχη ενός ατόμου που πέφτει θύμα ανώνυμης καταγγελίας για παραβίαση πολιτικής ορθότητας; Σύρεται ως κοινός κακούργος σε διάφορες εξεταστικές επιτροπές, χωρίς το δικαίωμα να αντικρίσει τον καταγγέλλοντα – ούτε καν να πληροφορηθεί το όνομά του – επειδή και μόνο κάποιος φοιτητής, ή κάποια ομάδα φοιτητών, θεώρησαν ένα σχόλιό του ως «μη αποδεκτό». Και, φυσικά, ας μην ξεχνούμε και τους αμείλικτους «δικαστές» των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που πρόθυμα θα συνταχθούν με τους «θιγόμενους»!

Και ο παραλογισμός δεν έχει τέλος: Πριν το ξεκίνημα του ακαδημαϊκού τετραμήνου ο καθηγητής ενός μαθήματος οφείλει να προβλέψει ποια στοιχεία του μαθήματος θα μπορούσαν να προκαλέσουν τις προσωπικές ευαισθησίες ενός φοιτητή, και να εκδώσει σχετική προειδοποίηση. Αν αμελήσει να το πράξει, είναι θεωρητικά δυνατό να αντιμετωπίσει τις καθιερωμένες καταγγελίες ή να εισπράξει την οργή κάποιων φοιτητών του.

5. Υπερβολές της πολιτικής ορθότητας

Η πολιτική ορθότητα στην Αμερική συχνά φτάνει στα άκρα προκειμένου να υπηρετήσει τους σκοπούς της. Το ερώτημα «πού γεννηθήκατε;» πρέπει να αποφεύγεται επειδή μπορεί να εκληφθεί ως έμμεση αμφισβήτηση αμερικανικής καταγωγής. Το «πόσον καιρό εργάζεστε εδώ;» θα μπορούσε να θεωρηθεί ως υπαινιγμός για την ηλικία κάποιου. Το «πολίτης των ΗΠΑ» είναι προτιμότερο από το «Αμερικανός», αφού το δεύτερο υπονοεί ότι οι ΗΠΑ είναι η μόνη χώρα της αμερικανικής ηπείρου…

Για πολλούς Αμερικανούς, η κατάχρηση πολιτικής ορθότητας ακουμπά ενοχλητικά ακόμα και πάνω σε αγαπημένες παραδόσεις. Για παράδειγμα, το «Καλές Γιορτές» θεωρείται περισσότερο πολιτικά ορθό από το «Καλά Χριστούγεννα», αφού το δεύτερο προάγει διαχωρισμό των ανθρώπων με βάση τα θρησκευτικά τους «πιστεύω». Ένα σχολείο στο Connecticut επιχείρησε πριν μερικά χρόνια να απαγορεύσει τις αποκριάτικες στολές για το Halloween, θεωρώντας ότι κάποια παιδιά με διαφορετικές πολιτισμικές καταβολές θα μπορούσαν να αισθανθούν ξένα ως προς το έθιμο. Την πολιτική αυτή του σχολείου ανέτρεψαν, τελικά, μερικοί εξαγριωμένοι γονείς μαθητών!

6. Η πολιτική μη-ορθότητα ως εργαλείο πολιτικής

Η ρητορική ενάντια στην πολιτική ορθότητα μπορεί να χρησιμεύσει ως εργαλείο αποπροσανατολισμού των Αμερικανών ψηφοφόρων από τα πραγματικά προβλήματα της χώρας τους, στοχεύοντας ευθέως στους βαθύτερους και σκοτεινότερους φόβους τους για ανθρώπους που είναι διαφορετικοί.

Την ώρα που μιλούν για τους «μετανάστες που κλέβουν τις δουλειές των Αμερικανών», κάποιοι πολιτικοί επιχειρούν να αποσπάσουν την προσοχή του κοινού από πραγματικά δεδομένα, όπως π.χ. το γεγονός ότι, σύμφωνα με υπολογισμούς ειδικών, η εισροή Λατίνων μεταναστών εργατών στις ΗΠΑ κατά τα τελευταία 30 χρόνια είχε πολύ μικρή επίπτωση στην ανεργία, σε σύγκριση με την μετακίνηση ενός σημαντικού αριθμού εργοστασίων στο εξωτερικό, ή τις επαναλαμβανόμενες υφέσεις της εθνικής οικονομίας. Έτσι, ενώ παρακολουθούσε κάποιος με ενδιαφέρον τον Trump, προ των εκλογών του ’16, να ζητά την κατασκευή τείχους που θα απέτρεπε την μετανάστευση, ελάχιστα πρόσεχε ότι οι πραγματικοί λόγοι απώλειας θέσεων εργασίας και οικονομικής αστάθειας δεν θίγονταν καν.

7. Συνοψίζοντας...

Η πολιτική ορθότητα είναι ένας άγραφος και συνεχώς εμπλουτιζόμενος κώδικας απαγορευμένης έκφρασης και πρακτικής. Για πολλούς Αμερικανούς ο κώδικας αυτός στραγγαλίζει την ελευθερία του λόγου, τιμωρώντας παράλληλα τους «παραβάτες» με την ρετσινιά της οπισθοδρομικότητας και της μισαλλοδοξίας. Η αντίδραση απέναντι στο φαινόμενο έφερε, έτσι, στην εξουσία κάποιον που υποσχέθηκε πως θα καταργήσει την πολιτική ορθότητα στην πράξη.

Πρόσφατα, με αφορμή ένα φρικτό έγκλημα με ρατσιστικά κίνητρα, το ζήτημα της πολιτικής ορθότητας ήρθε ξανά στην επιφάνεια ως πρωταρχικό θέμα συζήτησης και αντικείμενο ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Και ίσως παίξει και πάλι ρόλο στις επικείμενες αμερικανικές εκλογές.

Με όλα τα παραπάνω δεν επιχειρούμε, φυσικά, να αποδείξουμε ότι η πολιτική ορθότητα υπήρξε ο μόνος – ή, έστω, ο πλέον καθοριστικός – παράγοντας στις προηγούμενες εκλογές στις ΗΠΑ. Είναι όμως κάτι που δεν πρέπει να αγνοείται αν κάποιος θέλει να έχει την πλήρη εικόνα των πραγμάτων και να δώσει την καλύτερη δυνατή ερμηνεία στο αποτέλεσμα. Το ερώτημα είναι, τώρα, κατά πόσον ο ίδιος αυτός παράγοντας εξακολουθεί να επηρεάζει τους Αμερικανούς ψηφοφόρους. Σύντομα θα γνωρίζουμε...

ΤΟ ΒΗΜΑ

Πέμπτη 21 Μαΐου 2020

ΤΟ ΒΗΜΑ - Κάμερα στην αίθουσα διδασκαλίας; Εξαρτάται…


Πολλή συζήτηση γίνεται τελευταία για τις κάμερες μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας. Και, όπως συμβαίνει συχνά σε αυτό τον τόπο, τις δύο εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις για το ζήτημα έσπευσαν να υιοθετήσουν, αντίστοιχα, τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας. Το ένα επικαλείται «ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα των μαθητών», ενώ οι υποστηρικτές του άλλου επιδίδονται καθημερινά στα social media στις συνήθεις, καθολικά αφοριστικές ρητορείες περί «τεμπέληδων και άχρηστων εκπαιδευτικών που φοβούνται την αξιολόγηση».

Προσπερνώντας τα αλληλοφαγώματα του δικομματικού συστήματος σε έναν ευαίσθητο χώρο όπως η Παιδεία, θα θέλαμε σε αυτό το σύντομο σημείωμα να επισημάνουμε κάποιες λεπτές υφές του ζητήματος, χωρίς να ισχυριζόμαστε, ασφαλώς, ότι οι σκέψεις που ακολουθούν συνιστούν επαναστατικές τομές ή χαρακτηρίζονται από εξαιρετική πρωτοτυπία (έχουν άλλωστε ήδη γραφεί και ακουστεί πάρα πολλά…).

Σαν βάση συζήτησης, θα διακρίνουμε δύο είδη διδασκαλίας:

1. Την διαδραστική (interactive) διδασκαλία, όπου ο διδάσκων αλληλεπιδρά με τον διδασκόμενο. Αυτό συμβαίνει κατά κύριο λόγο στην Πρωτοβάθμια, όπως και στο μεγαλύτερο μέρος της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Ο δάσκαλος κάνει διάλογο με τους μαθητές, τους απευθύνει ερωτήσεις και σχολιάζει ανοιχτά τις απαντήσεις τους. Συχνά ασκεί παράλληλα και αυστηρή κριτική στις συμπεριφορές τους.

(Σημειώνω εδώ ότι διαδραστική διδασκαλία είναι δυνατό να εφαρμοστεί και σε ολιγομελή πανεπιστημιακά τμήματα, κυρίως μεταπτυχιακού επιπέδου. Είναι ίσως ο πιο γόνιμος τρόπος να διδάσκει κάποιος στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση!)

2. Την ρητορική διδασκαλία, όπου ο διδάσκων κάνει μία προετοιμασμένη παρουσίαση (διάλεξη) σε ένα πιο ώριμο κοινό, το οποίο καταγράφει και αργότερα επεξεργάζεται περαιτέρω τα δεδομένα που του εκτέθηκαν. Ο «διάλογος» μεταξύ διδάσκοντος και διδασκομένων περιορίζεται σε διευκρινιστικές ερωτήσεις, κυρίως μετά το τέλος (και λιγότερο συχνά κατά τη διάρκεια) της παρουσίασης. Αυτού του είδους τη διδασκαλία συναντούμε στα αμφιθέατρα των πανεπιστημίων και, γενικά, σε αίθουσες ακαδημαϊκών διαλέξεων.

Η διαδραστική διδασκαλία είναι μάθηση «εν τω γεννάσθαι». Είναι μία δημιουργική διαδικασία που περιέχει ως θεμελιώδη δομικά στοιχεία την προσπάθεια, το λάθος, και την εκ νέου προσπάθεια έως την επίτευξη του επιθυμητού μαθησιακού και συμπεριφορικού στόχου. Όμως, το δικαίωμα στο λάθος (απαραίτητο συστατικό της παιδαγωγικής διαδικασίας) προϋποθέτει το αίσθημα ασφάλειας που παρέχει η προστασία του από κάθε εξωτερική παρατήρηση και καταγραφή. Σε απουσία αυτού του αισθήματος, το παιδαγωγικά ωφέλιμο λάθος θα κινδυνεύει να υποκαθίσταται από δισταγμό, αυτοσυγκράτηση και ανούσια επιτήδευση…

Η ρητορική διδασκαλία, από την άλλη μεριά, όχι μόνο δεν υπόκειται στους ηθικούς και παιδαγωγικούς περιορισμούς της έξωθεν παρατήρησης αλλά, συχνά, την παρατήρηση αυτή την επιζητά και την καλοδέχεται. Είναι φανερή, λ.χ., η «ερωτική» σχέση που είχε ο Δ. Λιαντίνης με την κάμερα που κατέγραφε τις διαλέξεις του, τα videos των οποίων έχουν ευτυχώς σωθεί και αναρτηθεί στο Διαδίκτυο. Και πολλά έχω αποκομίσει ο ίδιος ως παιδαγωγός παρακολουθώντας στο YouTube διαλέξεις καθηγητών Φυσικής σε αμερικανικά πανεπιστήμια όπως το MIT.

Το συμπέρασμα στο οποίο οδηγούμαστε είναι ότι η κάμερα βιντεοσκόπησης θα μπορούσε να είναι παιδαγωγικά χρήσιμη σε μία ρητορικού τύπου διδασκαλία, αλλά η παρουσία της σε μία διαδραστική εκπαίδευση απαιτεί προσεκτικότερη εξέταση. Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα της κάμερας στην αίθουσα διδασκαλίας δεν προσφέρεται ως εύκολο αντικείμενο κομματικών διενέξεων, ούτε ως (μία ακόμα) αφορμή εκφοράς κοινότοπης πολιτικής ρητορείας.

Σε ό,τι αφορά τις δύο πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης, έχει διατυπωθεί και η πρόταση δημιουργίας βιντεοσκοπημένων παρουσιάσεων των μαθημάτων από εκπαιδευτικούς, σε χώρους έξω από τις αίθουσες διδασκαλίας (ή εντός, χωρίς την παρουσία μαθητών). Ακούγεται καλή ιδέα, ας την έχει υπόψη το αρμόδιο Υπουργείο…

ΤΟ ΒΗΜΑ