Δευτέρα 29 Μαΐου 2023

Ο λαός ξανά «στον γύψο»!

 Έχει δικαίωμα ένα πολιτικό κόμμα να λοιδορεί τον λαό για τις πολιτικές επιλογές του σε ελεύθερες εκλογές; Το ερώτημα είναι ρητορικό...

Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Οι εθνικές εκλογές είναι μία διαδικασία κρίσης με σαφώς διαχωρισμένους τους ρόλους του κρίνοντος και του κρινόμενου. Συγκεκριμένα, ένα μέρος του λαού (το εκλογικό σώμα) αξιολογεί πρόσωπα και πολιτικές προτάσεις και εκλέγει τους αντιπροσώπους του στο Κοινοβούλιο. Πιο σημαντικά, επιλέγει το πολιτικό κόμμα που θεωρεί ως πιο κατάλληλο να ασκήσει εξουσία.

Αυτό που είναι αδιανόητο στο πλαίσιο της δημοκρατίας είναι να επικρίνεται ο ίδιος ο λαός από τα κόμματα για το αποτέλεσμα μίας εκλογικής διαδικασίας, σαν να μην πρέπει το αποτέλεσμα αυτό να είναι προϊόν ελεύθερης επιλογής αλλά να υπόκειται σε προκαθορισμένους κανόνες. Και όμως... Μετά τις πρόσφατες εκλογές, ακούστηκαν ηγετικά στελέχη - αλλά και απλοί οπαδοί - ηττημένου κόμματος να περιγράφουν με έκδηλη οργή τους Έλληνες πολίτες ως εξής:

* αφελείς κι ανόητοι («δεν κατάλαβαν τι ψήφισαν»),

* μικρο-συμφεροντολόγοι και «κυρ-Παντελήδες» που «εξαγοράστηκαν με επιδόματα»,

* θεσμικά χοντρόπετσοι (δεν «συγκινήθηκαν» όσο έπρεπε με την υπόθεση των υποκλοπών),

* ανάλγητοι μπροστά σε μία εθνική τραγωδία (το πολύνεκρο δυστύχημα στα Τέμπη), και

* κατά βάθος ανήθικοι!

Επιπρόσθετα,

* ψυχικά διαταραγμένοι «θυρωροί της νύχτας» (αφού «ψήφισαν υπέρ του δυνάστη τους»), υποκείμενοι στο «σύνδρομο της Στοκχόλμης»!

Όταν κάποτε ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος θέλησε να δικαιολογήσει την απόφασή του να βάλει τον ελληνικό λαό «στον γύψο», ώστε να τον εμποδίσει να ψηφίσει με «λάθος» τρόπο στις επικείμενες, τότε, εκλογές, αρκέστηκε στη θεωρία του «παραπλανημένου λαού» που είχε ανάγκη από «σωστή διαπαιδαγώγηση». Δεν τόλμησε να καταλογίσει στον λαό ηθική μειοδοσία, ούτε - ακόμα περισσότερο - να τον καθυβρίσει.

Ακόμα και ο δικτάτορας, λοιπόν, υπήρξε στην ρητορεία του πιο γενναιόδωρος απέναντι στους Έλληνες πολίτες, σε σύγκριση με κάποιους πεινασμένους για εξουσία σύγχρονους «δημοκράτες». Οι οποίοι κατασκεύασαν έναν «ιδεολογικό γύψο» στα μέτρα των πολιτικών τους συμφερόντων και επιχείρησαν να εγκλωβίσουν το εκλογικό σώμα σε ηθικά διλήμματα, ορίζοντας με ad hoc τρόπο τι θα αποτελούσε «ηθικό» και τι «ανήθικο» εκλογικό αποτέλεσμα.

Μία τέτοια μεθόδευση, όμως, συνιστά ευθεία εκτροπή από τους θεμελιώδεις δημοκρατικούς κανόνες. Και, κατά μία πολύ πραγματική έννοια, θέτει έμμεσα σε αμφισβήτηση το ίδιο το πολίτευμα!

KLIK

Τετάρτη 24 Μαΐου 2023

ΤΟ ΒΗΜΑ - Όταν η Αριστερά δικάζει πολιτικά φρονήματα…


Δικάζοντας και καταδικάζοντας τον Διονύση Σαββόπουλο για μια πολιτική του δήλωση, η «ανανεωτική» Αριστερά έδειξε να λησμόνησε τι σημαίνει να σε διώκουν για τα πολιτικά σου φρονήματα...

Ανοίκειες επιθέσεις δέχθηκε πρόσφατα ο μουσικοσυνθέτης Διονύσης Σαββόπουλος από την λεγόμενη «Ανανεωτική Αριστερά» επειδή, σε πνεύμα νηφάλιου πραγματισμού, εκφράστηκε θετικά για τον αρχηγό της κεντροδεξιάς παράταξης. Και οι δηλητηριώδεις επιθέσεις δεν περιορίστηκαν στο πολιτικό πεδίο αλλά, σε μία επίδειξη μικρότητας, στόχευσαν και το ίδιο το καλλιτεχνικό έργο του Σαββόπουλου, το οποίο επιχείρησαν να ευτελίσουν. Βέβαια, στην Ελλάδα έχουμε ζήσει και χειρότερα. Ποιος ξεχνά, ας πούμε, την χυδαιότητα που εισέπραξε κάποτε από τον «αυριανισμό» της εποχής ο Μάνος Χατζιδάκις...

Και, ενώ ο κ. Σαββόπουλος δικαζόταν για εσχάτη προδοσία των ιδανικών της Αριστεράς, η «ανανεωτική» συνιστώσα της καλωσόριζε την πολιτική συστράτευση με αυτήν ενός αριθμού επώνυμων καλλιτεχνών και ανθρώπων του πνεύματος. Χωρίς, μάλιστα, εκείνοι να εισπράξουν ανάλογες λοιδορίες από τον αντίπαλο κομματικό χώρο.

Προκύπτει, λοιπόν, το ερώτημα: Προκειμένου να γίνουν αποδεκτοί από την σημερινή «προοδευτική» Αριστερά, οι καλλιτέχνες και οι διανοούμενοι οφείλουν να καταθέτουν πίστη στις ιδέες της και υποταγή στους σκοπούς της; Με πιο απλά λόγια, πρέπει να δηλώνουν «αριστεροί»; (Δεν θα πω «να ζουν ως αριστεροί» γιατί, πολύ συχνά, η ίδια η ζωή διαψεύδει ειρωνικά τις δηλώσεις. Και, ως προς αυτό θα διαχωρίσω απόλυτα την παραδοσιακή, την αυθεντική Αριστερά που, παρά τις αναχρονιστικές εμμονές της, διατηρεί ένα ήθος και μία συνέπεια λόγων και έργων. Προσωπική άποψη...)

Τα «αριστερά πιστοποιητικά» στην τέχνη και την διανόηση έχουν τις ιστορικές αφετηρίες τους σε ταραγμένες εποχές του παρελθόντος, όταν οι αντοχές του δημοκρατικού συστήματος δοκιμάστηκαν σοβαρά εξαιτίας των συνεπειών ενός (ακόμα) εθνικού διχασμού. Τα χρόνια μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο (τελείωσε το 1949) ήταν επώδυνα για την ελληνική Αριστερά. Εκείνοι που κέρδισαν τον πόλεμο έχασαν την ευκαιρία και για μία παράλληλη ηθική νίκη, επιλέγοντας να επιδείξουν απάνθρωπη σκληρότητα απέναντι στους ηττημένους. Φυλακίσεις, εκτελέσεις, ξερονήσια, κοινωνικά φρονήματα... Χρειάστηκε ακόμα και να επιστρατευτούν άτομα που συνεργάστηκαν με τους Ναζί την περίοδο της Κατοχής. Κι από προδότες, έγιναν μέσα σε μία νύχτα «εθνικόφρονες»!

Η έλλειψη ελευθερίας, ειδικά σε ό,τι αφορά την έκφραση ιδεών, έχει και μία θετική συνέπεια: αναγκάζει τον άνθρωπο να αναζητήσει κώδικες επικοινωνίας για να διοχετεύσει όλα εκείνα που δεν μπορεί να εκφράσει άμεσα. Κι αυτή η ανάπτυξη ευρηματικότητας στη συμβολική έκφραση γεννά καινούργια ποίηση, ανοίγει νέους δρόμους σε κάθε μορφή τέχνης και διανόησης. Δεν είναι τυχαίο ότι σημαντικοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι της μετεμφυλιακής περιόδου προήλθαν από τον χώρο της Αριστεράς.

Την περίοδο της Δικτατορίας (1967-74) η Αριστερά βρέθηκε και πάλι στο περιθώριο (αν και, χωρίς να παραβλέπουμε τα βασανιστήρια στα μπουντρούμια, η σκληρότητα που αντιμετώπισε από το στρατιωτικό καθεστώς δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνη που είχε βιώσει μετά τον Εμφύλιο από δημοκρατικά καθεστώτα). Έτσι, τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης χαρακτηρίστηκαν από την εμφάνιση ενός νέου κύματος τέχνης και διανόησης, με εκφραστές παλιούς και νεότερους πνευματικούς και καλλιτεχνικούς δημιουργούς από τον χώρο της Αριστεράς. Μιας Αριστεράς που δεν στόχευε τότε στην κατάκτηση της εξουσίας (αφού ήταν εξ ορισμού αντισυστημική) αλλά επιχειρούσε – με τα όποια λάθη της – να συμβάλει στο χτίσιμο μιας μεταδικτατορικής πολιτείας με ανθρώπινο πρόσωπο.

Η απουσία προοπτικής εξουσίας απέφερε ένα σημαντικό ηθικό πλεονέκτημα στην Αριστερά της Μεταπολίτευσης: την κράτησε μακριά από το χυδαίο και, στη βάση του, αντιδημοκρατικό φαινόμενο του λαϊκισμού. Την ακραία και αποκρουστική όψη του οποίου βίωσε η χώρα στις δεκαετίες του ’80 και του ’90.

Επειδή, όμως, όλα τα ωραία πράγματα έχουν κάποτε ένα τέλος, η οικονομική κρίση της δεύτερης δεκαετίας αυτού του αιώνα σήμανε και το τέλος της ρομαντικής περιόδου της Μεταπολίτευσης. Την κρίση (ή, έστω, την εμφανή αδυναμία διαχείρισής της από το «αστικό κατεστημένο») είδε τότε σαν ευκαιρία ένα τμήμα του πολιτικού συστήματος, αυτάρεσκα αυτοαποκαλούμενο «Ανανεωτική Αριστερά» – όρος που χρησιμοποιείται σήμερα καταχρηστικά, αφού οι περισσότεροι εκπρόσωποι της πάλαι ποτέ αληθινά ανανεωτικής Αριστεράς έχουν πια φύγει από τη ζωή παίρνοντας μαζί τους, δυστυχώς, και το ήθος του χώρου... Η «ανανέωση», λοιπόν, δεν αφορούσε ιδεολογική αναβάθμιση και πολιτικό εκσυγχρονισμό αλλά, απλά, αναπροσανατολισμό των στόχων προς μία και μοναδική κατεύθυνση: την κατάληψη της εξουσίας. Και, όταν αυτό επετεύχθη, επόμενος μοναδικός στόχος ήταν η διατήρησή της.

Σε μία χώρα, όμως, όπου η νηφαλιότητα και ο ορθολογισμός δεν λογίζονται ως πολιτικές αρετές, το παιχνίδι της εξουσίας απαιτεί συχνά την επιστράτευση μεθόδων που κινούνται έξω από το πλαίσιο του δημοκρατικού ήθους. Έτσι, ένα νέο λαϊκιστικό ρεύμα ήρθε να ακυρώσει στην πράξη το περιθρύλητο «ηθικό πλεονέκτημα» της («ανανεωτικής», εν προκειμένω) Αριστεράς. Κύρια χαρακτηριστικά του, ο εχθροπαθής, μισαλλόδοξος, συνθηματολογικά ευτελής και αντιδημοκρατικός λόγος, καθώς και η διαρκής προσπάθεια φίμωσης μέσω απειλών, ύβρεων ή συκοφαντίας, κάθε ελεύθερης έκφρασης που δεν υπηρετεί τους σκοπούς μίας αριστερής εξουσίας. (Σημειώνω εμφατικά και πάλι ότι τα όσα αναφέρω δεν αφορούν τον χώρο της παραδοσιακής Αριστεράς!)

Ο παρακμιακός αυτός αριστερός λαϊκισμός που έκανε την εμφάνισή του μετά την κρίση, ανέδειξε μία νέα γενιά πολιτικών «μαντρόσκυλων» που εξέφραζαν το νέο ύφος και ήθος της εξουσίας. Και, όπως τα ζιζάνια πνίγουν τα σπαρτά, έτσι και η λαϊκιστική χυδαιότητα άρχισε σιγά - σιγά να εμφιλοχωρεί ακόμα και στην αριστερή διανόηση, μετατρέποντάς την σε όργανο προάσπισης των κομματικών συμφερόντων της κατέχουσας – ή διεκδικούσας – την εξουσία, Αριστεράς.

Δεν είναι, λοιπόν, να απορεί κάποιος για τις επιθέσεις που δέχθηκε και την απαξίωση που εισέπραξε ο Διονύσης Σαββόπουλος από λόγιες γραφίδες και πληκτρολόγια της «ανανεωτικής» Αριστεράς (για να μην αναφερθούμε στα χυδαία, ανώνυμα «τρολ» του Διαδικτύου) όταν δήλωσε προεκλογικά την προτίμησή του για τον υποψήφιο της κεντροδεξιάς παράταξης. Ο Σαββόπουλος ήταν ιστορική «ιδιοκτησία» της Αριστεράς και όφειλε να συντάσσεται με τις ιδέες και τους σκοπούς της. Κάθε απόκλιση από τον «ιερό» δρόμο ισοδυναμούσε με προδοσία!

Συμπέρασμα: Την εποχή της φιλελεύθερης δημοκρατίας εξακολουθούν να ισχύουν «αριστερά πιστοποιητικά» στην τέχνη και την διανόηση, για ένα μέρος της Αριστεράς που θα όφειλε να είναι – αλλά δεν είναι – το πλέον δημοκρατικό και προοδευτικό (δίχως εισαγωγικά η τελευταία λέξη).

Εδώ, όμως, αναδύεται ένα βαθύτερο ερώτημα με θεμελιακή σημασία που υπερβαίνει το συγκεκριμένο περιστατικό στο οποίο αναφερθήκαμε: Τι ακριβώς αντιπροσωπεύουν στον σημερινό κόσμο οι όροι «Δεξιά» και «Αριστερά»; Μία διεξοδική ανάλυση του ζητήματος ξεφεύγει από το πλαίσιο της παρούσας συζήτησης. Θα είναι ίσως το αντικείμενο ενός προσεχούς σημειώματος. Ελπίζω σύντομα...

Τρίτη 16 Μαΐου 2023

ΤΟ ΒΗΜΑ - Λαός: Πολιτικό υποκείμενο ή πολιτική ουτοπία;

 Είναι δίκαιο να χρεώνεται ένας λαός στο σύνολό του τις λανθασμένες πολιτικές επιλογές ενός υποσυνόλου του; Εξαρτάται από το αν δέχεται κάποιος ή όχι τον όρο «λαός» ως πολιτικά δόκιμο.

Ένα από τα θλιβερότερα απότοκα της πρόσφατης οικονομικής κρίσης στη χώρα ήταν η διαμόρφωση κοινωνικών συνθηκών που επέτρεψαν την είσοδο ενός κατά βάση νεοναζιστικού «κόμματος» στο ελληνικό κοινοβούλιο. Όπως ήταν φυσικό, οι ψηφοφόροι του εν λόγω κόμματος χρεώθηκαν ηθικά το αποτέλεσμα και αντιμετωπίστηκαν από μεγάλο μέρος των πολιτών ως παραφωνία σε μία δημοκρατική κοινωνία.

 Εν τούτοις, για έναν ξένο παρατηρητή που έβλεπε τις ελληνικές υποθέσεις από κάποια απόσταση, η δυσφημιστική εικόνα αφορούσε την ίδια την Ελλάδα και όχι μία (έστω μειοψηφική) μερίδα ψηφοφόρων της. Από τη δική του οπτική γωνία, η χώρα που γέννησε τη Δημοκρατία επέτρεψε στον φασισμό να εμφιλοχωρήσει στο κοινοβουλευτικό της σύστημα!

 Λίγα χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 2015, η τραγωδία της ελληνικής χρεοκοπίας κορυφώθηκε με την προκήρυξη του περιβόητου δημοψηφίσματος και την, βάσει αποτελέσματος, ανεδαφική προσδοκία του 62% των ψηφοφόρων ότι ένα απλό «ΟΧΙ» θα ήταν ικανό να αλλάξει την Ευρώπη (αν όχι τον κόσμο ολόκληρο)! Στο εσωτερικό της χώρας το δημοψήφισμα δημιούργησε συνθήκες οιονεί εμφυλίου πολέμου, αφού οι μισοί Έλληνες κατηγορούσαν τους άλλους μισούς ότι, μαζί με την τότε κυβέρνηση – που είχε έρθει σε ρήξη με τους Ευρωπαίους δανειστές – οδηγούσαν τη χώρα στην απόλυτη καταστροφή.

 Οι εκφράσεις οργής, όμως, των δανειστών – όπως και πολλών Ευρωπαίων πολιτών – μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος δεν στράφηκαν μόνο κατά της ελληνικής κυβέρνησης, ούτε περιορίστηκαν στο «ρομαντικό» 62% των ψηφοφόρων. Απευθύνθηκαν, γενικά, στους «άφρονες Έλληνες», που είχαν επιλέξει αυτή την κυβέρνηση και «δικαίως» τώρα θα υφίσταντο τις οδυνηρές συνέπειες των επιλογών τους, με οριστική χρεοκοπία και καθολική φτωχοποίηση (θυμόμαστε τις κλειστές τράπεζες και τα κατοχικού τύπου συσσίτια που σχεδιάζονταν τότε...).

 Ανακεφαλαιώνοντας: Μέσω εθνικών εκλογών, μία κοινωνική μειοψηφία στέλνει ένα νεοναζιστικό κόμμα στο ελληνικό κοινοβούλιο, ενώ μια (σχετική) πλειοψηφία ανεβάζει στην εξουσία μία κυβέρνηση που αποπειράται να αποκόψει την Ελλάδα από την ευρωπαϊκή οικογένεια. Μακροσκοπικά, εν τούτοις, οι εσωτερικές αντιφάσεις χάνουν τη σημασία τους και είναι η ίδια η χώρα, στο σύνολό της, που χρεώνεται τις επιλογές ενός υποσυνόλου των πολιτών της. Είναι αυτό δίκαιο; Με άλλα λόγια, (θα πρέπει να) υπάρχει συλλογική ευθύνη των ψηφοφόρων σε μία Δημοκρατία;

 Μία εγγενής «αδυναμία» (ας μου επιτραπεί η λέξη) του δημοκρατικού πολιτεύματος είναι ότι το δικαίωμα ψήφου κατανέμεται ισότιμα στους ψηφοφόρους, ανεξάρτητα από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του καθενός. Έτσι, η επιλογή μοντέλου διακυβέρνησης είναι αποτέλεσμα αριθμητικών και μόνο συσχετισμών και δεν υπόκειται σε αξιολογική θεώρηση των κριτηρίων βάσει των οποίων προκύπτει. Ένας χαρισματικός δημαγωγός μπορεί με τον τρόπο αυτό να κερδίσει την εξουσία απέναντι σε έναν αντίπαλο με περισσότερα αντικειμενικά προσόντα (σε ό,τι αφορά την ικανότητα διακυβέρνησης) αλλά πολύ μικρότερη απήχηση στο λαϊκό θυμικό.

 Η μειοψηφία όχι μόνο υποτάσσεται στη βούληση της πλειοψηφίας αλλά και υφίσταται εξίσου τις συνέπειες των όποιων κακών επιλογών της εξουσίας. Σε ηθικό επίπεδο, μοιράζεται ισότιμα την ευθύνη – ή, σε ακραίες περιπτώσεις, την ενοχή – για τις επιλογές αυτές (ο Daniel Jonah Goldhagen χρεώνει το Ολοκαύτωμα στους Γερμανούς, όχι ειδικά στους Ναζί [1]).

 Το ζήτημα της συλλογικής ευθύνης των ψηφοφόρων είναι στενά συνδεδεμένο με την έννοια του λαού. Δηλαδή, αν δεχθούμε την ιδέα της συλλογικής ευθύνης, θα πρέπει να δούμε τον λαό ως υπαρκτό πολιτικό υποκείμενο που, αν και περιέχει εσωτερικές αντιφάσεις, λειτουργεί ενιαία ως αυτόνομος οργανισμός και, άρα, οι ευθύνες για τη συλλογική του δράση είναι αδύνατο, τελικά, να επιμεριστούν αν ειδωθούν μακροσκοπικά. Έτσι, οι «κακοί Έλληνες» χρεοκόπησαν τη χώρα τους και, στη συνέχεια, εξέλεξαν μία κυβέρνηση που τους έπεισε ότι δεν χρωστούσαν τίποτα σε κανέναν!

 Πριν μερικά χρόνια είχα ένα δημόσιο διαδικτυακό debate με τον εξαίρετο ακαδημαϊκό δάσκαλο και φίλο Θανάση Γκότοβο, με αφορμή ένα άρθρο μου με θέμα τον λαϊκισμό [2]. Η βασική του ένσταση ήταν ότι αυτός τούτος ο όρος «λαϊκισμός» χτίζεται πάνω σε μία ανύπαρκτη οντότητα, τον «λαό». Ως εκ τούτου, ο όρος αυτός είναι εννοιολογικά αδόκιμος! Ας συνοψίσω τα βασικά σημεία της κριτικής του καλού συναδέλφου:

 1. Όσοι εκφράζουν κριτική στον λαϊκισμό, προβάλλουν νοητικά ένα πολιτικό υποκείμενο, τον «λαό», που έχει αδυναμίες, επικίνδυνες ροπές και ανωριμότητα, έτσι ώστε να χρειάζεται προστασία και καθοδήγηση. Ο λαϊκιστής, σύμφωνα με τους επικριτές του, είναι απλά ο λάθος καθοδηγητής, αυτός που οδηγεί τον λαό μακριά από τον «σωστό» δρόμο.

 2. Στην πραγματικότητα, δεν υφίσταται «λαός» ως ενιαία κοινωνική συλλογικότητα. Η λέξη αυτή αντιπροσωπεύει μία κατασκευή του νου, μια νοητική σύμβαση. Λαός με άλλη έννοια (γλώσσα, πολιτισμικά γνωρίσματα, συνείδηση κοινής ταυτότητας, κλπ.) υπάρχει. Δεν υπάρχει όμως πολιτικός λαός, ο οποίος συμπεριφέρεται ενιαία στο πολιτικό πεδίο.

 3. Σε μια εκλογική αναμέτρηση, ο «λαός» περιγράφεται συνήθως ως μία ενιαία πολιτική συνειδητότητα που διανέμει τα ποσοστά σκεπτόμενη το συμφέρον του τόπου. Σύμφωνα με αυτή τη μεταφυσική εικόνα, πριν πάει ο «λαός» στην κάλπη, σκέφτεται ποια κατανομή ποσοστών είναι προς το συμφέρον της χώρας και ειδοποιεί τα «αντίγραφά» του (τους ψηφοφόρους) για την ορθή κατανομή. Έτσι, προκύπτει ένα «σοφό» εκλογικό αποτέλεσμα!

 4. Αυτοί που στην πραγματικότητα διαμορφώνουν το εκλογικό αποτέλεσμα είναι εκατομμύρια πολίτες – όχι αντίγραφα του «λαού» – με διαφορετικές ιδέες, συναισθήματα και συμφέροντα, που πηγαίνουν στις κάλπες και κάνουν τις επιλογές τους χωρίς, φυσικά, να έχει προηγηθεί γενική συνέλευση και απόφαση για το ποια είναι η ορθή κατανομή των ποσοστών που πρέπει να λάβουν τα κόμματα! Και, ουδείς ψηφοφόρος γνωρίζει – ή επηρεάζεται από – τις επιλογές των υπολοίπων.

 5. Αληθινός λαϊκισμός, εν τέλει, είναι μόνο η υποστασιοποίηση του «λαού» ως οργανικού όλου, ως ενιαίου υποκειμένου που σκέφτεται, αισθάνεται και δρα...

 Ομολογώ ότι τα πιο πάνω επιχειρήματα του φίλου ακαδημαϊκού με προβλημάτισαν πολύ. Θεωρούσα πάντα τον λαϊκισμό ως μία αυτονόητα υπαρκτή πολιτική συμπεριφορά που, κάποιες φορές, δίνει στο πολιτικό σκηνικό μια αληθινά αποκρουστική όψη! Την ύπαρξή του, εξάλλου, πιστοποιούν και τα συχνά καταστροφικά αποτελέσματά του (αναφέρω, ενδεικτικά, την εθνική συμφορά του 1897, όπως και την ολέθρια επίδραση της χιτλερικής ρητορείας στον γερμανικό λαό, με ό,τι αυτή επέφερε).

 Θέλοντας να υπερασπιστώ την απόφασή μου να εξακολουθήσω να τοποθετούμαι ενάντια στον λαϊκισμό – δεχόμενος, αυτονόητα, τόσο ότι το φαινόμενο αυτό είναι υπαρκτό με τη σημασία που συνήθως του αποδίδεται, όσο και ότι η χρήση του σχετικού όρου είναι δόκιμη – αναζήτησα κάποια αντίρροπη επιχειρηματολογία. Και, για τον σκοπό αυτό δανείστηκα μερικές ιδέες από τον χώρο της φυσικής επιστήμης.

 Στους μαθητές μου επιχειρώ συχνά να εξηγήσω δύσκολες έννοιες της Φυσικής χρησιμοποιώντας μεταφορές από την καθημερινή ζωή. Εδώ έκανα το αντίθετο: χρησιμοποίησα μία μεταφορά από τη Φυσική για να εξηγήσω τον λόγο για τον οποίο, ως κοινωνικός και πολιτικός όρος, η λέξη «λαός» ίσως και να μην είναι, τελικά, για πέταμα! Τουλάχιστον, όχι για τους λόγους που αναφέρθηκαν πιο πάνω...

 Όπως είναι γνωστό, στην Ατομική Φυσική περιγράφουμε το άτομο ως μία δομή αποτελούμενη από έναν πυρήνα με θετικό ηλεκτρικό φορτίο και, πέριξ αυτού, ένα σύνολο από ολοένα κινούμενα, αρνητικά φορτισμένα ηλεκτρόνια. Ένα κεντρικό πρόβλημα, για την επίλυση του οποίου χρειάζεται να επιστρατευτεί ο «βαρύς οπλισμός» της κβαντομηχανικής, είναι ο υπολογισμός της ολικής ενέργειας του ατόμου. Αν τα ηλεκτρόνια δεν αλληλεπιδρούσαν μεταξύ τους, η λύση θα ήταν απλή: δεν θα είχαμε παρά να αθροίσουμε τις ενέργειες του κάθε ηλεκτρονίου χωριστά. Πράγματι, η ενέργεια του καθενός από αυτά θα ήταν καθορισμένη (οφειλόμενη μόνο στην έλξη του πυρήνα) και δεν θα εξαρτιόταν από τις ενέργειες των υπολοίπων.

 Στην πραγματικότητα, η κατάσταση δεν είναι τόσο απλή. Λόγω της αλληλεπίδρασης των ηλεκτρονίων, είναι αδύνατο να τα αντιμετωπίσει κάποιος ως ξεχωριστές οντότητες και έτσι να αθροίσει, απλά, τις ενέργειές τους ώστε να βρει την ολική ενέργεια του ατόμου. Τα ηλεκτρόνια θα πρέπει να αντιμετωπιστούν εξαρχής ως ενιαίο σύστημα, και αυτό ακριβώς κάνει η κβαντομηχανική για να δώσει (προσεγγιστικές, έστω) λύσεις στο πρόβλημα.

 Κάτι ανάλογο θα ήταν δυνατό να ειπωθεί για τις πολιτικές συνειδήσεις των ψηφοφόρων σε μία εκλογική διαδικασία. Πόσο ανεξάρτητες μπορεί να θεωρούνται μεταξύ τους; Είναι, δηλαδή, δυνατό να ορίσουμε μία «ολική κοινωνική συνείδηση» – εκφραζόμενη ποσοτικά με το αποτέλεσμα των εκλογών – με τρόπο γραμμικό, ως απλό άθροισμα απόλυτα στεγανοποιημένων και εξατομικευμένων πολιτικών συνειδήσεων που δεν υπόκεινται σε οποιουδήποτε είδους αλληλοεπηρεασμούς;

 Η προσωπική μου απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι σαφώς αρνητική. Ακόμα κι αν δεχθούμε ότι τα κίνητρα του κάθε ψηφοφόρου είναι κατά βάση ιδιοτελή, η διαμόρφωση της πολιτικής του συνείδησης (άρα και η ίδια η εκ μέρους του αντίληψη της ιδιοτέλειας) λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα ή περισσότερα κοινωνικά σύνολα (οικογένεια, κοινωνική ή/και επαγγελματική τάξη, φιλικές και άλλες προσωπικές σχέσεις, κλπ.) με τα οποία, σε κάποιο βαθμό, αισθάνεται ταυτισμένος. Κι εκεί, ένα μέρος, τουλάχιστον, από την συνειδησιακή του εξατομίκευση, μοιραία – και ίσως ασυναίσθητα – θυσιάζεται στον βωμό της συλλογικότητας.

 Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό οποιασδήποτε κοινωνίας είναι η αλληλεπίδραση μεταξύ των μελών της (no man is an island, είχε πει ο John Donne!). Κι αυτό που, ενίοτε με μία δόση απαξίωσης, αναφέρεται συλλογικά ως «λαός», δεν είναι παρά μια σύνθεση πολιτικών συνειδήσεων που υπόκεινται σε αλληλοεπηρεασμούς – θετικούς ή αρνητικούς. Αυτόν ακριβώς τον μηχανισμό αλληλεξάρτησης εκμεταλλεύτηκαν, άλλωστε, προς όφελός τους οι μεγάλοι δημαγωγοί της Ιστορίας για να χειραγωγήσουν ολόκληρα έθνη...

 Συμπέρασμα: Αν δεχθούμε (χωρίς, ασφαλώς, να διεκδικούμε το αλάθητο!) ότι υφίσταται «λαός» ως συμπαγές πολιτικό υποκείμενο και όχι ως ουτοπική αφηρημένη έννοια, τότε το σύνολο του λαού – όχι απλά ένα υποσύνολο ψηφοφόρων – μπορεί να θεωρείται ότι φέρει την ευθύνη για την εκλογή (άρα και τις πολιτικές πράξεις) του συστήματος εξουσίας και, γενικότερα, για την ποιότητα της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης των πολιτικών δυνάμεων της χώρας.

 Πέραν, όμως, της φιλοσοφικής θεώρησης του ζητήματος – η οποία μπορεί να είναι ανοιχτή ακόμα και σε εκ διαμέτρου αντίθετες προσεγγίσεις – υπάρχει και μία πολύ πραγματική διάσταση που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση και εναλλακτικές ερμηνείες: Αν τα σφάλματα μίας κυβέρνησης χρεώνονταν αποκλειστικά και μόνο στους ψηφοφόρους της (ομοίως, οι εθνικά δυσάρεστες επιπτώσεις ενός δημοψηφίσματος, ή, η πολιτική «ανορθογραφία» της παρουσίας στο κοινοβούλιο ενός κόμματος που δεν θα ‘πρεπε να βρίσκεται εκεί), αυτό θα άνοιγε επικίνδυνα τον δρόμο σε εθνικούς διχασμούς, ακόμα και σε εμφυλιοπολεμικές καταστάσεις.

 Το ζήσαμε σαν εφιάλτη το καλοκαίρι του 2015, μετά την προκήρυξη ενός παράλογου δημοψηφίσματος [3]. Κι ακόμα προσπαθούμε να το ξεχάσουμε...

     Αναφορές:

 [1] Είναι ο γερμανικός χαρακτήρας η εξήγηση για το Ολοκαύτωμα;

https://www.tovima.gr/2019/11/26/opinions/einai-o-germanikos-xaraktiras-i-eksigisi-gia-to-olokaytoma/

 [2] Τα πολλά πρόσωπα του λαϊκισμού

https://www.tovima.gr/2020/09/15/opinions/ta-polla-prosopa-tou-laikismou/

 [3] Αναμνήσεις από ένα εκλογικό κιόσκι

https://www.tovima.gr/2019/05/28/opinions/anamniseis-apo-ena-eklogiko-kioski/

    ΤΟ ΒΗΜΑ

Δευτέρα 15 Μαΐου 2023

Ένα πρωτάθλημα για... τρεις!

 Πανάξια πρωταθλήτρια η ΑΕΚ, απέναντι όμως σε δύο πολύ μεγάλους αντιπάλους!

Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Πρωτάθλημα ήταν και πάει, λοιπόν... Θα καταγραφεί, όμως, στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου σαν ένα από τα συναρπαστικότερα και πιο απρόβλεπτα όλων των εποχών!

Λίγοι θα βρεθούν να αμφισβητήσουν ότι η ΑΕΚ δίκαια έκοψε πρώτη το νήμα, έστω και αν η τελική διαφορά των 5 βαθμών από τον δεύτερο Παναθηναϊκό δεν απεικονίζει πιστά τη σκληρή μάχη που δόθηκε ανάμεσα στις δύο ομάδες μέχρι και την προτελευταία αγωνιστική. Η ΑΕΚ είχε τρία μεγάλα ατού: ένα πλούσιο και ποιοτικό ρόστερ, έναν πολύ σοβαρό προπονητή που ήξερε άριστα να το διαχειρίζεται, και – last but not least – ένα νέο γήπεδο που από μόνο του ισοδυναμούσε με... μισή νίκη σε κάθε παιχνίδι εντός έδρας!

Ο Παναθηναϊκός, από την άλλη, έκανε φέτος μία συγκλονιστική προσπάθεια, έστω και αν δεν άντεξε στην τελική στροφή. Με ένα ρόστερ που δεν συγκρινόταν με εκείνο της πρωταθλήτριας, αλλά με έναν εξίσου σοβαρό και ικανό προπονητή, έκανε την υπέρβαση κόντρα σε όλα τα προγνωστικά, και του αξίζουν συγχαρητήρια! Ευχής έργο θα είναι να αποκτήσει και ο ΠΑΟ ένα γήπεδο – στολίδι που θα αναβαθμίσει ακόμα περισσότερο το ελληνικό ποδόσφαιρο.

Αξίζει να σταθώ με ιδιαίτερο σεβασμό απέναντι στον Ολυμπιακό. Ήταν φανερό από την αρχή, σχεδόν, της ποδοσφαιρικής σεζόν ότι φέτος δεν θα ήταν η χρονιά του. Προσπάθησε, εν τούτοις, να παίξει καλή μπάλα και κατέκτησε με σχετική άνεση την τρίτη θέση. Η επεισοδιακή ήττα στο Φάληρο από την ΑΕΚ, στο πρώτο μεταξύ τους παιχνίδι στα Play off, φάνταζε καταστροφική για τον Πειραϊκό σύλλογο. Και όμως, ο Ολυμπιακός κατάφερε να την ξεπεράσει και, στη συνέχεια, να παίξει «σαν Ολυμπιακός» απέναντι στους δύο βασικούς διεκδικητές του τίτλου. Δεν ξεχνώ ότι, αν η ομάδα μου πήρε το πρωτάθλημα, το χρωστά και στην καθαρή στάση που τήρησαν στο τέλος οι Πειραιώτες, νικώντας στο «Καραϊσκάκη» τον ΠΑΟ!

Εν κατακλείδι: Η ΑΕΚ δίκαια κατέκτησε τον τίτλο, αλλά αυτό που έκανε το πρωτάθλημα τόσο συναρπαστικό ήταν ότι η πρωταθλήτρια είχε ως το τέλος απέναντί της δύο πραγματικά μεγάλους αντιπάλους. Για τον λόγο αυτό, ξεπερνώντας οπαδικούς εγωισμούς, θα καταλήξω λέγοντας ότι, με μία πολύ πραγματική σημασία, ήταν ένα πρωτάθλημα για τρεις!

KLIK

Τετάρτη 10 Μαΐου 2023

Πόσον πατριωτισμό χωράει η Δημοκρατία; | Από τις σελίδες ενός παιδικού ημερολογίου


 Γιατί να «σφάζονται» μεταξύ τους τα πολιτικά κόμματα - αντί να συνεργάζονται - αν το μόνο που επιδιώκουν είναι η προσφορά στην Πατρίδα; Ένα παιδικό ημερολόγιο θέτει δύσκολα ερωτήματα...

Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Έτυχε πρόσφατα να διαβάσω μερικές σελίδες από το ημερολόγιο ενός μαθητή της τελευταίας τάξης της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Και, κάποιες «άγουρες» πολιτικές σκέψεις που είδα εκεί αληθινά με προβλημάτισαν! Δεν είμαι βέβαιος αν θα προβλημάτιζαν εξίσου το πολιτικό σύστημα της χώρας... Τις μεταφέρω από μνήμης, όσο πιστά μπορώ, διατηρώντας το πρωτότυπο ύφος του κειμένου.

--------------------------------

Τον πατέρα μου τον άκουγα πάντα να λέει ότι πιστεύει πολύ στη Δημοκρατία, γιατί είναι το καλύτερο και πιο δίκαιο πολίτευμα. Προχθές, όμως, μιλώντας με ένα φίλο του στο τηλέφωνο, ήταν πολύ απογοητευμένος και έλεγε πως αμφιβάλλει πια γι’ αυτήν. Την καταντήσαμε, είπε, «ασύμβατη με τη φιλοπατρία», και κάναμε τη Δημοκρατία και τον πατριωτισμό να φαίνονται μαζί σαν «σχήμα οξύμωρο».

Επειδή τις ελληνικούρες του πατέρα μου δεν τις πολυ-καταλαβαίνω, μόλις έκλεισε το τηλέφωνο του ζήτησα να μου εξηγήσει με απλά λόγια τι ήθελε να πει. Κι αυτός μου διηγήθηκε, τότε, μια φανταστική ιστορία, κάτι σαν «αλληγορία» ή «παραβολή», όπως την είπε:

Στην άκρη ενός μεγάλου δρόμου στεκόταν μια γιαγιούλα που ήθελε να περάσει στην απέναντι πλευρά. Φαινόταν σαν να μην ένιωθε μεγάλη εμπιστοσύνη στα πόδια ή στα μάτια της, γιατί δίσταζε να ξεκινήσει. Κάποια στιγμή την είδαν οι δύο εγγονοί της που κάθονταν σε μια καφετέρια κάπου εκεί κοντά, και έτρεξαν προς το μέρος της. Κι εκείνη υποσχέθηκε να δώσει κάτι λιγοστά κέρματα που είχε στην ποδιά της σ’ εκείνον που θα τη βοηθούσε να περάσει απέναντι. Οι εγγονοί τότε άρχισαν να τσακώνονται άγρια μεταξύ τους για το ποιος θα τη βοηθήσει. Έλεγαν άσχημες κουβέντες και χτυπούσαν ο ένας τον άλλο.

Τότε η γιαγιά είπε σε έναν απ’ τους δύο να την περάσει απέναντι, και στον άλλο να μείνει πίσω αλλά να έχει το νου του μήπως ο πρώτος χρειαστεί κάποια βοήθεια. Μόλις όμως ξεκίνησαν να περπατούν, ο άλλος εγγονός, που δεν έμεινε πίσω, άρχισε να κλωτσάει και να βάζει τρικλοποδιές στον πρώτο που παραλίγο να πέσει και να ρίξει κάτω και τη γιαγιά!

Εκείνη τότε είπε στον άλλο να την αναλάβει αυτός, αφού τόσο πολύ το ήθελε. Όμως, ο πρώτος εγγονός άρχισε κι εκείνος, τώρα, να χτυπάει και να κλωτσάει τον δεύτερο, και λίγο έλειψε να τον πετάξει κάτω μαζί με τη γιαγιά! Μετά ανέλαβε πάλι τη γιαγιά ο πρώτος εγγονός. Και πάλι μετά ο δεύτερος, που έβαλε τρικλοποδιά στον πρώτο. Κι αυτό γινόταν ξανά και ξανά, έτσι που η γιαγιά δεν έφτανε ποτέ στην απέναντι πλευρά του δρόμου.

Ώσπου κάποια στιγμή σώθηκαν τα κουράγια και των δύο εγγονών, και ζήτησαν από κάποιον ξένο, που φαινόταν πιο γεροδεμένος απ’ αυτούς, να τους βοηθήσει. Κι εκείνος πράγματι πέρασε τη γιαγιά απέναντι. Για τον κόπο του, όμως, ζήτησε και πήρε τη μία από τις δυο φρατζόλες ψωμί που η καημένη η γιαγιά είχε μόλις αγοράσει από το φούρνο.

Ρώτησα, τότε, τον πατέρα μου: «Μα, αφού οι εγγονοί πρέπει, λογικά, να αγαπούσαν τη γιαγιά τους, γιατί δεν τη βοήθησαν κι οι δυο μαζί να περάσει απέναντι στο δρόμο, αλλά τσακώνονταν ποιος θα την περάσει από μόνος του;» Τότε εκείνος γέλασε και μου είπε: «Τα κέρματα, παιδί μου. Τα κέρματα!» Και μετά συνέχισε:

«Φαντάσου, τώρα, ότι η γιαγιά είναι η Πατρίδα, και η οφειλόμενη προς αυτήν αγάπη είναι η φιλοπατρία, ο πατριωτισμός. Ο δρόμος που πρέπει να διασχίσει η γιαγιά είναι οι δύσκολοι καιροί που περνάμε, που απαιτούν να είμαστε μονιασμένοι και να αγωνιζόμαστε όλοι μαζί για έναν κοινό σκοπό. Πες, τώρα, ότι οι δύο ιδιοτελείς εγγονοί είναι τα πολιτικά κόμματα που, αντί να συνεργάζονται για το καλό της Πατρίδας, αγωνίζονται το ένα ενάντια στο άλλο για την κουτάλα της εξουσίας. Και υπόθεσε ότι ο επίσης ιδιοτελής ξένος που βοήθησε τη γιαγιά για ένα καρβέλι ψωμί, είναι όλοι εκείνοι οι ξένοι στους οποίους καταφεύγουμε για βοήθεια όταν τα ανάξια πολιτικά κόμματα – μα κι εμείς οι αντάξιοί τους που γινόμαστε εχθροί μεταξύ μας για χάρη τους – οδηγούν τη χώρα στην καταστροφή. Τέλος, φαντάσου ότι η δυνατότητα της γιαγιάς να διαλέγει ποιο από τα δύο παλιόπαιδα θα την περάσει απέναντι, καθώς και το δικαίωμα αυτών των παλιόπαιδων να καυγαδίζουν μεταξύ τους εις βάρος της ίδιας της γιαγιάς, είναι αυτό που λέμε… χμμ… Δημοκρατία. Κατάλαβες;»

Κούνησα το κεφάλι μου, αν και δεν ήξερα τι ακριβώς πάει να πει αυτό το «ιδιοτελείς». Εκείνο που κατάλαβα εγώ, ήταν πως η φιλοπατρία και η Δημοκρατία είναι πράγματα αταίριαστα μεταξύ τους, αφού, όπως φαίνεται, η Δημοκρατία κάνει τους ανθρώπους εγωιστές που ενδιαφέρονται πιο πολύ για το συμφέρον του κόμματος που υποστηρίζουν, παρά γι’ αυτό της πατρίδας τους.

Το είπα, όμως, στον πατέρα μου κι εκείνος γέλασε: «Όχι, παιδί μου, δεν φταίει η Δημοκρατία! Όχι τουλάχιστον αυτή που οραματίστηκαν οι πρόγονοί μας. Είναι το πώς την καταντήσαμε εμείς σήμερα που την καθιστά ασύμβατη με τον πατριωτισμό. Σαν να λέμε, φιλοπατρία και Δημοκρατία κατέληξαν να αποτελούν μαζί σχήμα οξύμωρο!»

Καθιστά ασύμβατη… Σχήμα οξύμωρο… Αυτός ο πατέρας μου έχει πάντα τον τρόπο να με μπερδεύει όταν μιλάει!

--------------------------------

(Οι υπόλοιπες σελίδες του ημερολογίου αναφέρονταν σε άλλα ζητήματα που δεν αφορούν την παρούσα συζήτηση.)

KLIK

Δευτέρα 1 Μαΐου 2023

Ο Νάρκισσος, ο Πυγμαλίων και η «Δήμητρα»

 Πώς ο Νάρκισσος κατασκεύασε το αυτο-ερωτικό του είδωλο στη μορφή νομίσματος, και γιατί το ονόμασε «Δήμητρα». Μια άγνωστη σελίδα της Μυθολογίας...

Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Την ιστορία την άκουσα πριν πολλά χρόνια από έναν σοφό γέροντα σε κάποιο μακρινό χωριό...

Ένα πρωί, ο Νάρκισσος σηκώθηκε ταραγμένος απ' το κρεβάτι του. Όλη τη νύχτα έβλεπε ξανά και ξανά το ίδιο κακό όνειρο: να τον περιγελούν φίλοι και εχθροί για την αδυναμία του να ερωτευτεί οποιοδήποτε ανθρώπινο πλάσμα έξω απ' τον ίδιο τον εαυτό του.

Καθώς έπινε τον πρωινό του καφέ στη βεράντα του υπερπολυτελούς διαμερίσματός του με θέα την Ακρόπολη, του ήρθε ξάφνου μια φοβερή ιδέα: Προκειμένου να προσδώσει κάποια επίφαση κανονικότητας στον αυτοερωτισμό του, θα έπλαθε ένα θηλυκό alter ego του και θα διοχέτευε σε εκείνο όλα τα αισθήματα που είχε φυλαγμένα για τον εαυτό του. Έτσι, θα έκλεινε τα στόματα δίχως στην ουσία να αλλάξει το παραμικρό στην ερωτική ζωή του!

Ο Νάρκισσος ζήτησε τότε τη συμβουλή του Πυγμαλίωνα, που ήξερε καλά την τέχνη να φτιάχνει πράγματα και μετά να τα ερωτεύεται. Κι αυτός του πρότεινε να κατασκευάσει κάτι τόσο μικρό που να χωρά ακόμα και στην τσέπη του. Να, ας πούμε, ένα νόμισμα που να 'χει πάνω του τυπωμένη την εικόνα μιας γυναίκας ολόιδιας με τον Νάρκισσο, αλλά με μακριά μαλλιά. Θα μπορούσε, έτσι, εκείνος με μια απλή κίνηση να βγάζει το νόμισμα από το πορτοφόλι του και να κοιτάζει με ερωτική έκσταση την αγαπημένη μορφή για όση ώρα ήθελε, δίχως να δίνει λογαριασμό σε κανέναν!

«Πώς θα την ονομάσω;», ρώτησε τότε ο Νάρκισσος. Αφού σκέφτηκε για λίγη ώρα, ο σοφός Πυγμαλίων κατάληξε στο όνομα της αναπάντεχης βαφτιστικιάς του:

«Κοίτα, Νάρκισσε, επειδή βλέπω πως μονίμως πετάς στα σύννεφα, θα έλεγα να της δώσουμε ένα όνομα που να σου θυμίζει ότι θα πρέπει κάπου–κάπου να πατάς και στη γη. Τι θα έλεγες να τη βαφτίσουμε Δήμητρα

Ο Νάρκισσος συμφώνησε με ενθουσιασμό. Ναι, Δήμητρα θα ήταν το όνομά της!

Ευχαρίστησε τον Πυγμαλίωνα και καβάλησε βιαστικά το άλογό του, τρέχοντας να προλάβει ανοιχτό το Νομισματοκοπείο. Επειδή, πάντως, ερεύνησα το θέμα, οφείλω να σημειώσω ότι οι σύγχρονοι ιστορικοί εκφράζουν αμφιβολίες κατά πόσον επρόκειτο στ' αλήθεια για άλογο. Κάποιοι επιμένουν ότι, βάσει νεότερων στοιχείων, το όργανο της ίππευσης ήταν καλάμι. Οι πιο μετριοπαθείς μιλούν και για μοτοσυκλέτα...

KLIK