Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2022

Αντιευρωπαϊσμός και πατριωτισμός

 Όταν το μίσος των φανατικών υποστηρικτών του Πούτιν για την Ευρώπη ξεπερνά την (όποια) αγάπη για τη χώρα τους...

Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος ιδιαίτερα παρατηρητικός για να προσέξει ότι οι Έλληνες αντιευρωπαϊστές, που τώρα υποστηρίζουν φανατικά τον Πούτιν και τον πόλεμό του στην Ουκρανία, είναι στη συντριπτική πλειοψηφία τους (αν όχι στο σύνολό τους) οι ίδιοι που αποτέλεσαν τον σκληρό πυρήνα του "αντι-μνημονιακού αγώνα" τα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης (βλ., π.χ., [1]). Οι άνθρωποι εκείνοι, δηλαδή, που οραματίστηκαν μία περίκλειστη και απομονωμένη Ελλάδα, ακόμα και αν το τίμημα που θα έπρεπε να πληρώσει η χώρα ήταν η άτακτη χρεοκοπία και η μαζική φτωχοποίηση του λαού της. (Θυμάται κανείς τα "κατοχικά" συσσίτια που το 2015, εν μέσω capital controls, έριξε ως ιδέα στο τραπέζι ο τότε κυβερνητικός βουλευτής, καθηγητής Κώστας Λαπαβίτσας;)

Με την ναζιστικού τύπου εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία, οι δυσαρεστημένοι της μνημονιακής περιόδου είδαν μία μοναδική ευκαιρία να πάρουν τη ρεβάνς από την "κακή Ευρώπη". Και έσπευσαν να βγάλουν από τα μπαούλα τις παθιασμένα αντιευρωπαϊκές και, γενικότερα, αντι-δυτικές στολές τους. (Τα γενικότερα αντι-δυτικά αισθήματα περιλαμβάνουν μόνο τις σημερινές Δημοκρατικές ΗΠΑ, όχι τις Ρεπουμπλικανικές που προηγήθηκαν, αφού ο ημι-φασίστας τέως πλανητάρχης Ντόναλντ Τραμπ αποτέλεσε - και εξακολουθεί να είναι - ίνδαλμα των περισσότερων Ελλήνων αντιευρωπαϊστών.) Το ερώτημα, τώρα, είναι αν οι ρωσόφιλες αυτές "ελληνικές" στολές περιέχουν, έστω προσχηματικά, κάποια υποψία ελληνικών διακριτικών...

Τον καιρό των μνημονίων, οι αντιευρωπαϊστές προέβαλλαν τους εαυτούς τους ως τους μόνους γνήσιους Έλληνες πατριώτες (οι άλλοι ήταν "ευρωλιγούρηδες", "γερμανοτσολιάδες", "Τσολάκογλου" και - σαρκαστικά - "μενουμευρώπη"). Την ίδια "ακραιφνή ελληνικότητα" συνεχίζουν να προβάλλουν με αφορμή την ουκρανική κρίση. Υπάρχει, όμως, ένα ερώτημα που ως σήμερα δεν έχει τεθεί επαρκώς: Οι άνθρωποι αυτοί αγαπούν την Ελλάδα περισσότερο απ' όσο μισούν την Ευρώπη (και τη Δύση, γενικότερα), ή μήπως ισχύει ακριβώς το αντίστροφο;

Θέλοντας κάποιος να πάρει μία ιδέα για τις σκέψεις και τις προτεραιότητές τους, θα μπορούσε να απευθύνει μερικές ερωτήσεις προς όλους εκείνους που υποστηρίζουν τον Πούτιν και τον επιθετικό πόλεμο που διεξάγει στην Ουκρανία. Για παράδειγμα:

1. Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το προσδοκώμενο όφελος για την Ελλάδα από την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, την οποία εισβολή εξαρχής χειροκροτήσατε ενθουσιωδώς;

2. Σας έχει απασχολήσει το ότι το πολιτικο-στρατιωτικό κατεστημένο στην Τουρκία αντλεί επιχειρήματα "νομιμοποίησης" μίας ενδεχόμενης εισβολής στα ελληνικά νησιά, επικαλούμενο τα ακριβώς(!) αντίστοιχα επιχειρήματα με τα οποία ο Πούτιν "δικαιολόγησε" την εισβολή του στην Ουκρανία; Έχετε ή όχι εντοπίσει τις (προφανείς) ομοιότητες ανάμεσα στις ρητορείες Πούτιν και Ερντογάν;

3. Θα θεωρούσατε "κακή" την Ευρώπη αν έσπευδε να συντρέξει (οικονομικά ή και στρατιωτικά) την Ελλάδα σε περίπτωση τουρκικής εισβολής, για τους ίδιους ακριβώς λόγους που τώρα η Ευρώπη βοηθά την Ουκρανία;

4. Ας κάνουμε την σεναριακή υπόθεση ότι ο Πούτιν εισβάλλει στα Βαλκάνια με στόχο να εντάξει όλες τις χώρες της περιοχής στη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας, εγκαθιστώντας κυβερνήσεις φιλικές προς τη Μόσχα. Ειδικά για την Ελλάδα, η υπόσχεση που δίνει στον λαό της είναι να απαλλάξει τη χώρα από την φιλο-δυτική κυβέρνηση που βρίσκεται στην εξουσία. Θα τον υποδεχθείτε ως εισβολέα (πράγμα που σημαίνει ότι θα τον πολεμήσετε), ή ως λυτρωτή (άρα θα συνεργαστείτε μαζί του);

Θυμάμαι, λίγο μετά την έναρξη του πολέμου, μία ανάρτηση στο Facebook που, με εμφανές το αίσθημα άγριας χαράς, προειδοποιούσε ότι "ο Πούτιν θα κάνει σκόνη την Ευρώπη με τα πυρηνικά του". Χωρίς, μάλιστα, να εξαιρείται από τους λόγους της χαιρεκακίας ο σίγουρος αφανισμός της ίδιας της Ελλάδας, αφού κι αυτή "δικαίως" θα εισέπραττε το τίμημα του φιλοευρωπαϊκού προσανατολισμού της. Και θυμάμαι κάποιους που αναπαρήγαν σε καθημερινή βάση στα social media τα ανθελληνικά παραληρήματα της κυρίας... Φαρμάκοβα, εκπροσώπου Τύπου του Πούτιν (ας μου επιτραπεί το χιούμορ, αφού το "Ζαχάροβα" την αδικεί κατάφωρα), κουνώντας σε απόλυτη ταύτιση με εκείνην το δάχτυλο στην ελληνική κυβέρνηση για την (μάλλον συμβολική) αποστολή αμυντικού υλικού στην Ουκρανία. Για τόσο "Έλληνες" μιλάμε!

Οι Αμερικανοί χρησιμοποιούν μία έκφραση που δηλώνει ότι οι αδικίες που διαπράττουμε μπορεί να ξαναγυρίσουν σε εμάς: "What goes around comes around". Εκείνοι που μιλούσαν κάποτε για "μνημονιακούς προδότες" - λες και υπήρχε Έλληνας που, κυριολεκτικά, να αγαπά τα μνημόνια και όχι να τα βλέπει ως αναγκαίο κακό! - ας μετρήσουν τώρα τον δικό τους πατριωτισμό σε σχέση με το αντιευρωπαϊκό τους μένος και τις φιλορωσικές τους εμμονές. Κι ας έχουν στο νου τους ότι η λεπίδα "Τσολάκογλου", με την οποία κάποτε κατακρεούργησαν αμέτρητες υπολήψεις συνελλήνων, είναι δίκοπη. Μπορεί να κόβει εξίσου καλά και το ίδιο το χέρι που την κρατά!

[1] https://www.klik.gr/gr/el/brain-storm/apo-to-mnimonio-sto-embolio-kai-ton-poutin-ena-chroniko-ellinikou-paralogismou/

KLIK

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2022

Έχουμε δικαίωμα να αναλύουμε τον Λιαντίνη;


 Σε πρόσφατο άρθρο επιχείρησα να αναδείξω την πολυσημία ενός φημισμένου ορισμού του έρωτα, έτσι όπως διατυπώθηκε από τον φιλόσοφο Δ. Λιαντίνη στο βιβλίο του "Γκέμμα". Με έκπληξη, ομολογώ, διάβασα μία ανάρτηση από αναγνώστρια και φίλη, η οποία (ανάρτηση), έτσι τουλάχιστον όπως εγώ την αντιλήφθηκα, είχε σαν στόχο να "προειδοποιήσει" το κοινό να μην λάβει σοβαρά υπόψη το κείμενό μου. Λες και το άρθρο συνιστά συκοφαντική δυσφήμιση του Λιαντίνη, έτσι ώστε να απαιτείται αποκατάσταση της υστεροφημίας του!

Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, η αναγνώστρια χαρακτηρίζει ως "εξωπραγματική" την ανάλυσή μου, αφού (το αποδίδω με δικά μου λόγια) η διατύπωση του Λιαντίνη δεν συνιστά γενική φιλοσοφική θέση αλλά βασίζεται σε προσωπικό βίωμα που δεν είναι κοινοποιήσιμο.
Αισθάνομαι υποχρεωμένος απέναντι στους αναγνώστες του περιοδικού που φιλοξένησε το άρθρο, να απαντήσω, έστω επιγραμματικά, στην (καθ' όλα σεβαστή) κριτική που μου άσκησε η φίλη αναγνώστρια:
1. Ο χαρακτηρισμός της ανάλυσής μου ως "εξωπραγματικής" (δηλαδή, άσχετης με την πραγματικότητα) λόγω του ότι ανάγω σε μείζον φιλοσοφικό ζήτημα μία έκφραση με καθαρά βιωματική (άρα αυστηρά προσωπική και όχι οικουμενική) σημασία, παραβιάζει ανοικτές θύρες! Ας δούμε τι γράφω στο άρθρο:
Το βέβαιο είναι ότι ο αινιγματικός αυτός ορισμός δεν επιδέχεται μονοσήμαντη κι απόλυτη ερμηνεία. Ίσως να πρόκειται απλά για λογοτεχνικό ευφυολόγημα που δεν απαιτεί περαιτέρω ανάλυση (αυτή την άποψη έχω ακούσει από σοβαρούς μελετητές του Λιαντίνη). Ίσως όμως και να υποκρύπτει βαθύτερα νοήματα που προκαλούν τον αναγνώστη να τα αναδείξει μέσα από ένα έντονα κωδικοποιημένο λεκτικό σχήμα. Αυτή την εκδοχή θα εξετάσουμε στο παρόν κείμενο.
Και καταλήγω λέγοντας:
Το ερώτημα, βέβαια, είναι κατά πόσον ο ίδιος ο Λιαντίνης θα ενέκρινε μια οποιαδήποτε απόπειρα αποκωδικοποίησης των συμβολισμών που περιέχονται στη «Γκέμμα», με δεδομένο ότι η (σκόπιμα;) αινιγματική γραφή δένει αρμονικά με το λογοτεχνικό – κατ’ ουσίαν ποιητικό – ύφος του κειμένου. Έτσι που μία καθαρά ορθολογική προσέγγιση των νοημάτων θα μπορούσε να απειλήσει την ωραιότητα του όλου οικοδομήματος.
Ποιος ξέρει, λοιπόν... Ίσως και να πρέπει, τελικά, να αφήσουμε αδιατάρακτες τις λέξεις στα ανεξερεύνητα σκοτάδια τους. Και ίσως οι ερμηνείες τους να πρέπει να αναζητηθούν όχι τόσο στα λεξικά, όσο στο ατομικό ένστικτο του καθενός. Γιατί, η «Γκέμμα» δεν είναι μία, είναι πολλές. Τόσες όσες και οι συνειδητότητες που χρόνια τώρα αγωνίζονται να την εξερευνήσουν. Πολλές φορές, ακόμα και μάταια...
Με άλλα λόγια, έχω εξαρχής αποδεχθεί ο ίδιος την πιθανώς "εξωπραγματική" φύση της ανάλυσής μου, οπότε... αμαρτίαν ουκ έχω!
2. Την "Γκέμμα" την αξιολογώ (με τις όποιες επί μέρους διαφωνίες μου) ως φιλοσοφικό σύγγραμμα, όχι ως προσωπικό ημερολόγιο! Έτσι, είναι φυσικό να αποδίδω οικουμενική σημασία σε μία διατύπωση που περιέχεται εκεί, και να την αναλύω σε αυτή τη βάση. Τώρα, αν "η πρόταση αυτή του Λιαντίνη είναι καθαρά απόσταγμα άκρως προσωπικού βιώματος και μη ανακοινώσιμου" (όπως μου γράφει η αναγνώστρια) αυτό δεν όφειλα να το γνωρίζω, ούτε εξ άλλου το ανέμενα σε ένα ακαδημαϊκό πόνημα που δεν δηλώνει ως καταρχήν αυτοβιογραφικό.
Η "εξωπραγματική" ανάλυσή μου, λοιπόν, δεν αφορά, τελικά, την πρόθεση του ίδιου του Λιαντίνη (αυτήν ούτως ή άλλως δεν μπορώ να την γνωρίζω, αφού σχετίζεται με προσωπικό βίωμα) αλλά αντανακλά τις σκέψεις ενός αναγνώστη που εκτίθεται σε έναν φιλοσοφικό ορισμό, με τον τρόπο ακριβώς που αυτός είναι διατυπωμένος. Εξ άλλου, κάθε σκέψη είναι εξ ορισμού "εξωπραγματική", αφού δεν αφορά αυτή τούτη την πραγματικότητα αλλά τον στοχασμό μας πάνω στην εν δυνάμει πραγματικότητα (δηλαδή, πάνω στις εκδοχές της πραγματικότητας). Αλλιώς δεν θα μιλούσαμε για σκέψη αλλά για αποδείξιμη πρόταση, κάτι σαν τους νόμους της φυσικής ή τα θεωρήματα των μαθηματικών!
Τελειώνοντας, διαπιστώνω για μία ακόμα φορά το πόσο επικίνδυνο είναι να μιλά κανείς για τον Λιαντίνη, ακόμα και με πρόθεση όχι να τον αντικρούσει αλλά, αντίθετα, να αναδείξει την ικανότητά του να κινητοποιεί δημιουργικά τη σκέψη μας. Δυστυχώς, η φίλη αναγνώστρια με "βάζει στη θέση μου" επειδή ακριβώς τόλμησα να σκεφτώ. Ίσως, τελικά, η δημοσίευση αυτού του άρθρου να ήταν λάθος μου...

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2022

Ορίζεται ο έρωτας; Ένας άλυτος γρίφος του Λιαντίνη

 Στο τελευταίο του βιβλίο, ο Δημήτρης Λιαντίνης έδωσε έναν αινιγματικό ορισμό της έννοιας του έρωτα. Μπορεί να πρόκειται απλά για λογοτεχνικό ευφυολόγημα δίχως βαθύτερη σημασία. Αν όμως ο φιλόσοφος το εννοούσε έτσι ακριβώς όπως το διατύπωσε;

Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

1. Ο «γρίφος» του έρωτα

Στο κεφάλαιο με τίτλο «Μικρός Κριτής», του βιβλίου «Γκέμμα», τελευταίου και πιο σημαντικού (από φιλοσοφική και λογοτεχνική άποψη) συγγράμματος του Δημήτρη Λιαντίνη, ο φιλόσοφος προτείνει τον πιο αινιγματικό, ίσως, ορισμό της έννοιας του έρωτα που θα μπορούσε κάποιος να επινοήσει:

«Έρωτας είναι η τέχνη του να φεύγεις»

(χωρίς τόνο στο «του» – κι αυτό έχει τη σημασία του, όπως θα δούμε αργότερα). Αλλά, να φεύγεις πώς;

«Έτσι, που η σφαγή που θα νιώθεις να είναι πολύ πιο σφαγερή από τη σφαγή που νιώθει ο σύντροφος που αφήνεις» («Γκέμμα», σελ. 170).

Ο Λιαντίνης δεν δείχνει πρόθυμος στη συνέχεια να αναλύσει περαιτέρω τον – κάθε άλλο παρά συμβατικό – ορισμό του. Περιγράφει με απίστευτη λογοτεχνική δεινότητα την ερωτική συμπεριφορά (κυρίως σε ό,τι αφορά τον άντρα), όμως η ίδια η έννοια του έρωτα, έτσι όπως εκείνος επιχειρεί να την ορίσει, παραμένει αινιγματική.

Οι ακαδημαϊκοί του φιλοσοφικού χώρου, που θα μπορούσαν ίσως να μας δώσουν μία αξιόπιστη ερμηνεία του ορισμού, απέφυγαν, γενικά, να ασχοληθούν στο βάθος που θα έπρεπε με το έργο του Λιαντίνη. (Κάτι ήξεραν: Κάποιοι από τον χώρο των θετικών επιστημών που επιχείρησαν να μιλήσουν με όχι προσωπολατρικό τρόπο για τον Λιαντίνη, το πλήρωσαν με σκληρές επιθέσεις εναντίον τους – συχνά στα όρια του προσωπικού εξευτελισμού – από τους σκληροπυρηνικούς οπαδούς του φιλοσόφου...)

Από την άλλη, οι μαθητές και, εν γένει, οι θαυμαστές του Λιαντίνη αντιμετωπίζουν τον ορισμό αυτό του έρωτα ως θέσφατο, είτε αποφεύγοντας να τον ερμηνεύσουν με τρόπο πειστικό, είτε ακόμα και δίνοντας αυθαίρετες ερμηνείες (κάπου διάβασα, π.χ., ότι «πρέπει να βρίσκουμε τη δύναμη να φεύγουμε από μια ερωτική σχέση που μας πληγώνει»!). Δεν γνωρίζω αν ο ίδιος ο Λιαντίνης έδωσε μία εξήγηση σε κάποια από τις διαλέξεις του (ας με διαφωτίσουν εδώ οι αναγνώστες). Η μελέτη του βιβλίου, πάντως, δεν οδηγεί σε μια πιο ξεκάθαρη εικόνα...

Το βέβαιο είναι ότι ο αινιγματικός αυτός ορισμός δεν επιδέχεται μονοσήμαντη κι απόλυτη ερμηνεία. Ίσως να πρόκειται απλά για λογοτεχνικό ευφυολόγημα που δεν απαιτεί περαιτέρω ανάλυση (αυτή την άποψη έχω ακούσει από σοβαρούς μελετητές του Λιαντίνη). Ίσως όμως και να υποκρύπτει βαθύτερα νοήματα που προκαλούν τον αναγνώστη να τα αναδείξει μέσα από ένα έντονα κωδικοποιημένο λεκτικό σχήμα. Αυτή την εκδοχή θα εξετάσουμε στο παρόν κείμενο.

Θα επιχειρήσουμε, έτσι, να προτείνουμε κάποιες δικές μας ερμηνείες του Λιαντινικού ορισμού του έρωτα, χωρίς να ισχυριζόμαστε, φυσικά, ότι θα τις προσυπέγραφε ο ίδιος ο Λιαντίνης! Αυτό που θα ήθελα, πάντως, να τονίσω εξαρχής είναι ότι δεν συνδέω τον ορισμό αυτό με τον γνωστό συσχετισμό του έρωτα με την καταστροφή, την οδύνη και τον θάνατο, πράγμα που συνιστά θεμελιώδη αρχή στο φιλοσοφικό σύμπαν του Λιαντίνη (*). Όλα αυτά μπορεί να αποτελούν αντικείμενα της Τέχνης. Αυτό καθαυτό το επώδυνο έως τραγικό βίωμά τους, όμως, δεν μπορεί να συνιστά τέχνη (μία λέξη – κλειδί στον ορισμό που εξετάζουμε). Και ο Λιαντίνης ζύγιζε πολύ προσεχτικά τις λέξεις του...

2. Ο ιδανικός εραστής

Στον «Μικρό Κριτή», ο Λιαντίνης ορίζει ως ιδανικό εραστή εκείνον που μπορεί να κατανοήσει τη σύνθετη, πολυοργασμική ερωτική φύση της γυναίκας και να ανταποκριθεί – ακόμα και με κατάθεση δικής του οδύνης – στις απαιτήσεις της φύσης αυτής. Το κυρίαρχο δόγμα βασίζεται στην ετεροβαρή, κατά τον συγγραφέα, σχέση ανάμεσα στα δύο φύλα, έτσι όπως η ίδια η Φύση προστάζει:

«Η φύση ορίζει το αρσενικό να γίνεται ατελείωτη προσφορά, και θεία στέρηση για το θηλυκό. (...) Στον έρωτα όλα γίνουνται για το θηλυκό.»

«Την ευθύνη για να γίνει και να μείνει ως το τέλος σωστή η ερωτική σμίξη, την έχει ο άντρας. Πάντα, όταν φεύγει η γυναίκα, θα φταίει ο άντρας.»

«Από τα δέκα μερίσματα του καρπού της ηδονής, για τη γυναίκα προορίστηκαν τα εννέα, και για τον άντρα το ένα.»

Ποιος είναι ο τρόπος λειτουργίας του δόκιμου εραστή κατά την «ερωτική σμίξη»; Ο Λιαντίνης την περιγράφει με μοναδική συμβολική και λογοτεχνική μαεστρία:

«Αίσθηση του κοντινού που δραπετεύει, και του μακρινού που πιάνεται, όπως το πουλί στο ξώβεργο. Επώδυνη εγκράτεια και βασανιστική ετοιμασία.»

Όμως, πώς σχετίζονται όλα αυτά με τον ορισμό του έρωτα, όπως αυτός δόθηκε προηγουμένως;

3. Η τέχνη της επώδυνης απόδρασης

Η φράση-ορισμός «έρωτας είναι η τέχνη του να φεύγεις» μοιάζει εκ πρώτης όψεως ξεκομμένη από τη συζήτηση που ακολουθεί στον «Μικρό Κριτή» (τέτοιες ασυνέχειες δεν είναι σπάνιες στον Λιαντίνη, ιδιαίτερα στις ομιλίες του). Υπάρχει, όμως, ένας τρόπος να τα συνδέσουμε όλα μεταξύ τους, αν συσχετίσουμε το «η τέχνη να φεύγεις» (το δεύτερο ενικό απευθυνόμενο, υποτίθεται, στον άντρα) με την τέχνη του καλού εραστή, όπως περιγράφηκε πιο πάνω.

Μήπως, δηλαδή, αυτό το «να φεύγεις» αναφέρεται στην «αίσθηση του κοντινού που δραπετεύει», ενώ το «σφαγερό» της φυγής αφορά την «επώδυνη εγκράτεια» και τη «βασανιστική ετοιμασία» του αρσενικού;

Σε κατοπινό κεφάλαιο του βιβλίου, ο Λιαντίνης κάνει αναφορά στην ερωτική πρακτική του νεαρού Σπαρτιάτη, λέγοντας:

«Με το χάραμα έφευγε προτού τη χορτάσει (σ.σ: τη γυναίκα του). Να του αφήσει την αίσθηση ότι όλη τη νύχτα δεν την άγγιξε. Αυτό είναι το θεϊκό αίσθημα της ερωτικής στέρησης. Και γι’ αυτό η μητέρα του Έρωτα είναι η Πενία» («Γκέμμα», σελ. 235).

Άθελα του εδώ ο Λιαντίνης, που τόσο μίσησε τον Βάγκνερ («Γκέμμα», σελ. 49), συνάντησε τον «Πάρσιφαλ» και κατανόησε το μαρτύριο που διάλεξε ως αντάλλαγμα για την ύστερη σοφία!

4. Η οδύνη του αποχωρισμού

Αν «έρωτας είναι η τέχνη του να φεύγεις», θα μπορούσε, μήπως, το «να φεύγεις» να απευθύνεται και στη γυναίκα;

Πριν το εξετάσουμε, καλό είναι να θυμηθούμε τι γράφει ο Λιαντίνης για τον ορισμό των εννοιών, γενικά:

«Για να ορίσεις μια έννοια, θα την περιγράψεις με τόσες και τέτοιες λέξεις, ώστε να μην ημπορείς να προσθέσεις ούτε μία λέξη, να μην ημπορείς να αφαιρέσεις ούτε μία, και να μην ημπορείς να αλλάξεις ούτε μία» («Γκέμμα», σελ. 65-66).

Υποθέτουμε ότι, στον ορισμό μιας έννοιας, το «να αλλάξεις» επιβάλλει σχολαστικότητα ακόμα και στις παραμικρότερες λεπτομέρειες. Διότι, π.χ., η προσθήκη ή η παράλειψη ενός σημείου στίξης, ή ενός τόνου, μπορεί να αλλάξει ριζικά το νόημα μιας πρότασης.

Όπως προαναφέρθηκε, κατά τον Λιαντίνη, όταν η γυναίκα φεύγει «φταίει πάντα ο άντρας». Το να φύγει, έτσι, μία γυναίκα από μια σχέση που δεν την ικανοποιεί ερωτικά, δεν είναι ζήτημα τέχνης αλλά συνιστά άσκηση δικαιώματος («να το γράψετε να μείνει στον αστικό κώδικα», προτρέπει ο Λιαντίνης). Εκ πρώτης όψεως, λοιπόν, το «να φεύγεις» στον ορισμό του έρωτα δεν θα μπορούσε να αφορά τη γυναίκα.

Αν, παρ’ όλα αυτά, ο Λιαντίνης το «να φεύγεις» όντως το απευθύνει στη γυναίκα, τότε στη φράση «έρωτας είναι η τέχνη του να φεύγεις», η απουσία τόνου στο «του» (συνήθως τον υπονοούμε: «η τέχνη τού να φεύγεις») δεν θα πρέπει να είναι προϊόν απροσεξίας, αλλά η λέξη «του» έχει κτητική σημασία και θα πρέπει να διαβαστεί ως έχει. Και αυτό διότι, σύμφωνα με όσα αναφέραμε πιο πάνω, η εναλλακτική γραφή «τού» οδηγεί σε φράση δίχως νόημα (το να φύγει, δηλαδή, μία γυναίκα από μια σχέση που δεν την ικανοποιεί, θα έπρεπε να απαιτεί τέχνη αντί να συνιστά δικαίωμα!).

Έτσι, το «η τέχνη του» υπονοεί μία ιδιότητα, ένα χάρισμα του άντρα. Και το «η τέχνη του να φεύγεις» θα μπορούσε να σημαίνει, σε πλήρη ανάπτυξη, «η τέχνη του άντρα να κάνει εσένα, τη γυναίκα, να φεύγεις...». Η φράση μένει ανολοκλήρωτη και δίχως νόημα, μέχρι να έρθει το υπόλοιπο, αναπόσπαστο μέρος του ορισμού: «...και τη στιγμή που φεύγεις από κοντά του (μετά την ερωτική σμίξη) να βιώνεις την απώλειά του δέκα φορές πιο οδυνηρά απ’ ό,τι εκείνος τη δική σου»!

Η τέχνη του έρωτα, λοιπόν, είναι υπόθεση του άντρα, ενώ το μεγαλύτερο μερίδιο της οδύνης του αποχωρισμού (της «σφαγής», κατά τον Λιαντίνη) αναλογεί στη γυναίκα. Εκείνος ήδη πλήρωσε το τίμημα που του αναλογούσε σε οδύνη, παραμερίζοντας «εννέα φορές» το «εγώ» του κατά την ερωτική σμίξη. Μετά, είναι η σειρά της να πονέσει. Κι αυτή είναι η δικαιοσύνη που όρισε η Φύση...

5. Τελικά, λογική ή ποίηση;

Ας συνοψίσουμε: Είναι φανερό ότι μία «προφανής» ερμηνεία του ορισμού του έρωτα κατά Λιαντίνη (δηλαδή, ότι έρωτας είναι η τέχνη να φεύγεις από μία σχέση, πονώντας πολλαπλά σε σύγκριση με τον/την σύντροφο που αφήνεις πίσω σου) οδηγεί σε παραδοξολογία. Πράγματι, κάποιος που ζει την οριστική και αμετάκλητη φυγή δέκα φορές πιο σφαγερά από εκείνον που αφήνει, δεν έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει τέχνη. Γιατί, η τέχνη πάνω απ’ όλα απαιτεί καθαρό μυαλό, συγκέντρωση και λογική. Κι ο πόνος, αν και συχνά παράγει τέχνη, ποτέ δεν παράγεται από αυτήν!

Οι δύο ερμηνείες που επιχειρήθηκαν σε αυτό το κείμενο βασίστηκαν σε λογική επεξεργασία της διατύπωσης του ορισμού, εξετάζοντας χωριστά τις περιπτώσεις όπου η έκφραση «να φεύγεις» απευθύνεται στον άντρα ή στη γυναίκα. Αυτό μας οδήγησε, τελικά, σε μία σύνθεση των ερμηνειών σε ένα ενιαίο σχήμα, αφού οι ερμηνείες αυτές είναι κατ’ ουσίαν συμπληρωματικές και όχι αμοιβαία αποκλειόμενες.

Το ερώτημα, βέβαια, είναι κατά πόσον ο ίδιος ο Λιαντίνης θα ενέκρινε μια οποιαδήποτε απόπειρα αποκωδικοποίησης των συμβολισμών που περιέχονται στη «Γκέμμα», με δεδομένο ότι η (σκόπιμα;) αινιγματική γραφή δένει αρμονικά με το λογοτεχνικό – κατ’ ουσίαν ποιητικό – ύφος του κειμένου. Έτσι που μία καθαρά ορθολογική προσέγγιση των νοημάτων θα μπορούσε να απειλήσει την ωραιότητα του όλου οικοδομήματος.

Ποιος ξέρει, λοιπόν... Ίσως και να πρέπει, τελικά, να αφήσουμε αδιατάρακτες τις λέξεις στα ανεξερεύνητα σκοτάδια τους. Και ίσως οι ερμηνείες τους να πρέπει να αναζητηθούν όχι τόσο στα λεξικά, όσο στο ατομικό ένστικτο του καθενός. Γιατί, η «Γκέμμα» δεν είναι μία, είναι πολλές. Τόσες όσες και οι συνειδητότητες που χρόνια τώρα αγωνίζονται να την εξερευνήσουν. Πολλές φορές, ακόμα και μάταια...

(*) https://www.klik.gr/gr/el/brain-storm/stochasmoi-pano-se-mia-profitiki-dialexi-tou-dimitri-liantini/

KLIK

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2022

Σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν…

 Άλλο ένα ηλικιωμένο άτομο έπεσε θύμα δολοφονίας από αδίστακτο εισαγόμενο κακοποιό. Κάποιοι «ανθρωπιστές» θα σπεύσουν να αιτιολογήσουν (διάβαζε: δικαιολογήσουν) το έγκλημα. Κάποιοι πραγματιστές θα πουν «μια σύνταξη λιγότερη για το ελληνικό δημόσιο»...

Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Η είδηση: Ηλικιωμένη τραυματίστηκε θανάσιμα στη μέση του δρόμου στην Ηλιούπολη, μετά από βίαιη αρπαγή της τσάντας της από αλλοδαπό σεσημασμένο κακοποιό. Ο δράστης (ο οποίος βαρύνεται και με άλλες παρόμοιες επιθέσεις) συνελήφθη από την αστυνομία.

Δεν είναι παρά το τελευταίο (την ώρα που γράφονται τούτες οι γραμμές) γνωστό περιστατικό δολοφονίας ηλικιωμένου συνανθρώπου μας από άτομο στο οποίο η χώρα άνοιξε διάπλατα τα σύνορά της προσφέροντας φιλοξενία και ευκαιρία για μία καλύτερη ζωή. Και μου έρχεται στο νου μία φρικτή δολοφονία που έλαβε χώρα το μακρινό 2012, ανάμεσα σε αμέτρητα άλλα εγκλήματα, πριν και μετά, με θύματα ανθρώπους της τρίτης ηλικίας. Το μόνο παρήγορο είναι ότι η Πολιτεία έλαβε άμεσα μέτρα προστασίας των ηλικιωμένων από εισαγόμενους κακοποιούς, ψηφίζοντας νόμο που τιμωρεί αυστηρά την ξενοφοβία (ναι, ο ανθρώπινος φόβος είναι αίσθημα ποινικά κολάσιμο!).

Για το περιστατικό εκείνο του 2012 είχα γράψει ένα κείμενο στο ΒΗΜΑ, το οποίο (κείμενο) συνάντησε έντονες αντιδράσεις από κύκλους πιστών του δόγματος των πλέρια ανοιχτών συνόρων (ένα δόγμα που καλά κρατεί). Παραδόξως, εισέπραξα και μία (συγκεκαλυμμένη, ομολογώ) ενόχληση από «συστημικούς» αναγνώστες. Ήταν η περίοδος της φοβερής οικονομικής κρίσης, και οι συντάξεις των «μη παραγωγικών» ανθρώπων αποτελούσαν αγκάθι για την Πολιτεία στην προσπάθειά της να τα βρει με κάποιον στρυφνό Γερμανό υπουργό οικονομικών...

Παραθέτω ένα εκτενές απόσπασμα από το άρθρο εκείνο, σαν ιστορικό αποτύπωμα μιας άλλης εποχής. Αλλά και επειδή, όπως λέει το τραγούδι, «όλα τα ίδια μένουν»...

----------------------------------------

Κάποιες άλλες, μακρινές εποχές, η είδηση θα είχε αναστατώσει το πανελλήνιο. Οι εφημερίδες θα την πρόβαλλαν με πηχυαίους τίτλους, ενώ θα ήταν για μέρες το πρώτο θέμα της ειδησεογραφίας στα κανάλια και στα ραδιόφωνα. Σήμερα, η είδηση πέρασε στα «ψιλά» των εφημερίδων (αν έφτασε καν ως εκεί), ενώ για τα κανάλια ήταν ένα «συνηθισμένο» περιστατικό του καθημερινού αστυνομικού δελτίου. Πώς λέει εκείνο το χιλιο-αναμασημένο (αν και σοφό) κλισέ για το τέρας που δεν μας τρομάζει πια γιατί αρχίσαμε να του μοιάζουμε…

Όλοι έχουμε συναντήσει ανθρώπους που πέρασαν τα ογδόντα και βρέθηκαν στην ανάγκη να ζουν μόνοι. Για να κάνουμε πιο συγκεκριμένο το σενάριο, σκεφτείτε κάποιον που μόλις πριν ένα χρόνο έχασε τη σύντροφό του, το μόνο πρόσωπο στον κόσμο που είχε για παρέα και η παρουσία του τού έδινε κάποιο αίσθημα ασφάλειας. Τώρα οι νύχτες ήταν άυπνες και βασανιστικά αξημέρωτες. Κι ο κάθε θόρυβος απ’ το μπαλκόνι ή την κουζίνα έμοιαζε με απειλή ικανή να προκαλέσει πανικό. Ώσπου το φως της μέρας νάρθει σαν βάλσαμο παρηγοριάς και ψευδαίσθηση προστασίας…

Ευτυχώς υπήρχε μια σύνταξη, χάρις στην οποία μπορούσε να ζει με αξιοπρέπεια χωρίς να επιβαρύνει τα παιδιά του (τα οποία ήταν αναγκασμένα να μένουν μακριά). Χρόνια τώρα, μία φορά το μήνα συνδύαζε τον πρωινό του περίπατο με μια βόλτα ως την τράπεζα, να πάρει το καθορισμένο ποσό που θα του επέτρεπε να βγάλει τις δύσκολες μέρες που ακολουθούσαν. Δεν υπήρχε κανείς να τον συνοδέψει με ασφάλεια στο σπίτι, κι έτσι γύριζε μόνος του, κουβαλώντας στην τσέπη το πολύτιμο για την επιβίωση φορτίο του.

Δεν ξέρω αν το ‘χε, όμως, πληροφορηθεί (μα, κι αν το γνώριζε, τι θα μπορούσε να κάνει;) πως η Αθήνα δεν είναι πια η πόλη που ήξερε! Κάποτε ζούσαν εδώ άνθρωποι – καλοί, κακοί, με τις αρετές και τις αμαρτίες τους. Σήμερα οι άνθρωποι αναγκάζονται να συμβιώνουν με κτήνη. Και, όσο πιο πολύ συμβιώνουν με αυτά, τόσο πιο πολύ συνηθίζουν στην κτηνωδία, μέχρι που σιγά  σιγά παύουν να τη φοβούνται…

Στη χώρα της απόλυτης παρακμής, τα πάντα εισάγονται, αφού έχουμε ξεχάσει πια τι θα πει παραγωγή – από οδοντογλυφίδες και άλλα μικροπράγματα, έως πολιτισμό και ποιότητα ζωής. Και επειδή, φαίνεται, γίναμε υπερβολικά πολλοί και ανεπίτρεπτα πλούσιοι, αποφασίσαμε να ανοίξουμε τα σύνορα και στο εισαγόμενο έγκλημα, μήπως κι εξισορροπήσουμε κάπως την κατάσταση και καταφέρουμε, τελικά, να γίνουμε λιγότεροι και φτωχότεροι!

Το γεροντάκι των 82 χρόνων στο Παγκράτι ήταν εύκολος στόχος καθώς γυρνούσε μόνος από την τράπεζα με την πολύτιμη σύνταξη στην τσέπη. Δύο «απελπισμένοι» της περιοχής (σύμφωνα με μαρτυρίες περιοίκων) τον είχαν βάλει από καιρό στο σημάδι. Την πρώτη φορά απλώς τον λήστεψαν. Τη δεύτερη φαίνεται πως βρήκαν ζόρι καθώς τον ακολούθησαν ως μέσα στο σπίτι του. Έτσι, αναγκάστηκαν να του κλείσουν το στόμα για να μη φωνάζει και τους πάρουν είδηση οι γείτονες. Ως πρόχειρο μέσο απόφραξης του στόματος που σε λίγα λεπτά επρόκειτο να σιγήσει για πάντα από ασφυξία, επέλεξαν μια ικανή ποσότητα χαρτιού υγείας από την τουαλέτα...

Και, επειδή κάποιοι έχουν ήδη αρχίσει να αφαιρούν το περιτύλιγμα της άνοστης, χιλιομασημένης τσιχλόφουσκας περί «ρατσισμού», θα θέσω ένα ερώτημα που προσωπικά θεωρώ ρητορικό: Τι είναι, αν όχι ρατσιστική, η «κατανόηση» και η ανοχή στην άσκηση ακραίας βίας από τους βιολογικά ανθεκτικότερους και σωματικά υπέρτερους προς τους αδύναμους κι ανήμπορους να αμυνθούν;

Το μέγεθος του κακού σ’ αυτή τη χώρα έγινε πια τέτοιο που δεν μπορεί να χωρέσει σε συμβατικές ηθικές αξιολογήσεις. (Όπως με ωμό κυνισμό είχε πει κάποιος, μερικές χιλιάδες θάνατοι δεν είναι τραγωδία, είναι στατιστική!) Πιστή στις επιταγές του Δαρβίνου, η κοινωνία των ανθρώπων έχει ασυνείδητα αναπτύξει νοσηρά ανακλαστικά αυτοσυντήρησης με τελικό στόχο το ξεσκαρτάρισμα των βιολογικά αδύναμων και κοινωνικά μη-παραγωγικών στοιχείων. Γι’ αυτό και, στη χρεοκοπημένη Ελλάδα τού σήμερα, το γεροντάκι των 82 που απολάμβανε το «προνόμιο» μιας ολόκληρης σύνταξης, μέσα στα πειραγμένα υποσυνείδητά μας ίσως και να πρόβαλλε ως ανεπίτρεπτη «πολυτέλεια» που θα ‘πρεπε με κάποιον τρόπο να εκλείψει!

Αυτό εξηγεί, άλλωστε, τα ψιλά γράμματα των εφημερίδων, τις λιτές και άχρωμες – σχεδόν εξαναγκαστικές – αναφορές ρουτίνας στα Μέσα Ενημέρωσης, μα, κυρίως, την απουσία έμπρακτης ευαισθησίας εκ μέρους όσων κόπτονται επιλεκτικά για τα ανθρώπινα δικαιώματα και αυτοχρίζονται σταυροφόροι «κατά του ρατσισμού»!

Καμία Πολιτεία δεν μπορεί να αντιμετωπίσει από μόνη της προβλήματα τέτοιου μεγέθους, αν πρώτα η ίδια η κοινωνία δεν τα καταδικάσει στη συλλογική της συνείδηση. Μια συνείδηση που πρέπει, όμως, να πάψει να εμφανίζεται κατακερματισμένη με βάση κομματικές συμπάθειες ή ιδεολογικές προκαταλήψεις, και να λειτουργήσει με πνεύμα μη-επιλεκτικού (άρα, μη-μεροληπτικού και μονόπλευρου) ανθρωπισμού, αλλά και με αίσθημα εθνικής αυτοσυντήρησης (όσο κι αν ο επιθετικός προσδιορισμός στην αυτοσυντήρηση προκαλεί αλλεργία σε ορισμένους «προοδευτικούς» κύκλους…).

Και, ας αφήσουμε, επιτέλους, κατά μέρος τις γελοίες ρητορείες περί δήθεν «ρατσιστικών τάσεων» της κοινωνίας μας. Είμαστε, κατά παράδοση, ο πιο ανεκτικός και φιλόξενος λαός του κόσμου. Αυτονόητα, βέβαια, για εκείνους που σέβονται τους κανόνες της φιλοξενίας και τιμούν αυτούς που τους την προσφέρουν!

Κι αυτή μας τη διάθεση δεν μπορούν να την επιβάλουν ξενόφερτοι νόμοι «κατά του ρατσισμού και της ξενοφοβίας». Μπορούν μόνο να την εμπνεύσουν οι καλές προθέσεις αυτών που έρχονται στη χώρα για να συμβάλουν στην αναδημιουργία της – όχι να αποτελειώσουν την αποσύνθεσή της.

(Ιούλιος 2012, στην «καρδιά» μιας οικονομικής κρίσης)

KLIK

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2022

Κίεβο 2022. Όπως Λένινγκραντ 1941...

 Ο Μαρξ είχε πει ότι η Ιστορία συμβαίνει ως τραγωδία και επαναλαμβάνεται ως φάρσα. Το Κίεβο του 2022 μοιάζει με τραγική φάρσα της Ιστορίας: Είναι το «Λένινγκραντ» του 1941 με τους ρόλους του «καλού» και του «κακού» αντεστραμμένους...

Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Ο Καρλ Μαρξ είχε πει ότι η Ιστορία συμβαίνει ως τραγωδία και επαναλαμβάνεται ως φάρσα. Αν και δεν είναι από τους φιλοσόφους που συμπαθώ ιδιαίτερα, οφείλω να υποκλιθώ στην ευστοχία των λόγων του! Γιατί, όταν ο Άνθρωπος δεν διδάσκεται από την Ιστορία, είναι καταδικασμένος να επαναλάβει τα λάθη του. Μόνο που, κάποιες φορές, οι ρόλοι του ως θύτη ή ως θύματος εναλλάσσονται. Το ίδιο και τα αισθήματα συμπάθειας για τα βάσανά του, και αποστροφής για τα πεπραγμένα του...

Μία σειρά ντοκιμαντέρ εποχής, παραγωγής του αμερικανικού στρατού, παρουσιάζει τις πιο σκληρές όψεις του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Έχω συγκεντρώσει τα επεισόδια εδώ:

https://costas-sci.blogspot.com/2016/01/second-world-war-american-style.html

Ένα από αυτά (No.6, The Battle for Russia, Part B) αφορά τα πολεμικά γεγονότα που ακολούθησαν την εισβολή των Ναζί στη Σοβιετική Ένωση το 1941. Προκαλούν αποτροπιασμό οι εικόνες των νεκρών παιδιών – και των άλλων άοπλων θυμάτων πολέμου – από τους γερμανικούς βομβαρδισμούς. Και νιώθουμε αληθινή συμπάθεια μαζί με θαυμασμό για τους ηρωικούς κατοίκους του Λένινγκραντ, που άντεξαν τη φρικτή (θα έλεγα, κτηνώδη) ναζιστική πολιορκία (1941–44) χωρίς ποτέ να παραδώσουν την πόλη τους. Όσοι κατάφεραν να επιζήσουν από τους ανελέητους βομβαρδισμούς και το κρύο του χειμώνα (αφού καύσιμα δεν υπήρχαν λόγω του αποκλεισμού) χρειάστηκε να φάνε ακόμα και ποντίκια για να επιβιώσουν. Ήταν το «Μεσολόγγι» του εικοστού αιώνα...

Μετά από 80 χρόνια, η συμπάθεια και ο θαυμασμός που κάποτε νιώσαμε για τους Ρώσους έχουν δώσει τη θέση τους σε αισθήματα απέχθειας και οργής γι' αυτούς, καθώς τους βλέπουμε να διαπράττουν στην Ουκρανία εγκλήματα πολέμου ανάλογα με εκείνα που οι ίδιοι είχαν υποστεί από τους Ναζί. Το Κίεβο είναι ένα σύγχρονο «Λένινγκραντ». Και προκαλεί αίσθημα θλίψης να ακούς Έλληνες «χριστιανούς» να χειροκροτούν (ενδεχομένως με το αζημίωτο) τις θηριωδίες στις οποίες έχουν επιδοθεί οι εισβολείς από την αρχή του πολέμου, όπως οι βομβαρδισμοί αμάχων, τα ναζιστικής σκληρότητας βασανιστήρια, και οι βιασμοί γυναικών [1–5].

Ναι, ο Μαρξ είχε δίκιο τελικά: κάποιες φορές η Ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα. Μόνο που, και η ίδια η φάρσα είναι δυνατό να κουβαλά τη δική της τραγικότητα...

[1] https://youtu.be/hzlh3bTKMH8

[2] https://youtu.be/g6bWJK01Imc

[3] https://youtu.be/BFrV-fgmYYo

[4] https://youtu.be/ZgtXV9VBxEE

[5] https://youtu.be/hjGNYdyjhd8

KLIK

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2022

Όταν το τεκμήριο αθωότητας γίνεται «τεκμήριο ενοχής»...


Σε ένα δημοκρατικό σύστημα δικαιοσύνης, κανένας δεν κηρύσσεται ένοχος αν δεν αποδειχθεί η ενοχή του. Στα ολοκληρωτικά συστήματα, όμως, το προς απόδειξη δεν είναι η ενοχή αλλά η αθωότητα. Το ίδιο, φαίνεται, πρεσβεύουν και κάποιες «δημοκρατικές» δυνάμεις στην Ελλάδα...

 Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Το «τεκμήριο της αθωότητας» είναι μία από τις κατακτήσεις του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης. Σύμφωνα με αυτό, κάθε άνθρωπος που κατηγορείται για άδικες πράξεις θεωρείται αθώος μέχρις αποδείξεως του εναντίου. Έτσι, είναι υποχρέωση της Πολιτείας να αποδείξει την ενοχή ενός κατηγορουμένου, όχι του κατηγορουμένου να αποδείξει την αθωότητά του. Και, μία απόδειξη ενοχής οφείλει να είναι απόλυτα τεκμηριωμένη. Δεν μπορεί να είναι ένα σύνολο από ενδείξεις που δεν οδηγούν σε βέβαιο συμπέρασμα. Ακόμα περισσότερο, η ενοχή δεν τεκμαίρεται από αναπόδεικτες καταγγελίες, όσο θόρυβο κι αν αυτές προκαλούν!

Η πιο πάνω αρχή υποχρεώνει το δικαστήριο να αποφανθεί υπέρ του κατηγορουμένου ακόμα και σε περίπτωση αμφιβολίας («in dubio pro reo»). Όσο έντονη, έτσι, κι αν είναι η υποψία για την ενοχή ενός δικαζόμενου, η καταδίκη του θα πρέπει πάντα να βασίζεται σε αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία.

Αυτή τη θεμελιώδη αρχή του δικαίου φαίνεται πως αγνοούν (ή περιφρονούν) οι σημερινοί εκπρόσωποι της λεγόμενης «ανανεωτικής(;) αριστεράς», οι οποίοι συχνά αυτοαναγορεύονται σε θεματοφύλακες των αρχών του Διαφωτισμού. Σε πρόσφατη συνέντευξή του σε τηλεοπτικό κανάλι, ο επικεφαλής του πολιτικού αυτού χώρου ακούστηκε να ισχυρίζεται το εξής απίστευτο: Ο βασικός πολιτικός του αντίπαλος είναι «ένοχος» ακραία αντιθεσμικής συμπεριφοράς, με βάση κάποιες κατηγορίες (προς το παρόν αναπόδεικτες) που δημοσιεύθηκαν εις βάρος του από κομματικά στρατευμένους δημοσιογραφικούς κύκλους. Και θα παραμείνει ένοχος «έως ότου αποδείξει την αθωότητά του»!

Το – ιερό για κράτος δικαίου – τεκμήριο της αθωότητας, λοιπόν, παύει να ισχύει. Υποκαθίσταται από ένα ηθικά και πολιτικά διαστροφικό «τεκμήριο ενοχής», βάσει του οποίου κάθε ύποπτος θεωρείται εξ ορισμού ένοχος μέχρις ότου αυτός ο ίδιος (και όχι η Δικαιοσύνη) αποδείξει πως είναι αθώος!

Γνωρίζουμε, ασφαλώς, ότι το τερατώδες αυτό δόγμα δεν είναι καινούργιο. Το υιοθέτησαν στο παρελθόν «προσωπικότητες» όπως ο Χίτλερ και ο Στάλιν. Έτσι, οδηγούμαστε σε δύο εξίσου θλιβερά ενδεχόμενα για τους πολιτικούς επιγόνους ιστορικών μορφών της Ανανεωτικής Αριστεράς:

Είτε βάλθηκαν συνειδητά να απογυμνώσουν την Αριστερά από όποιο δημοκρατικό ήθος τής είχε απομείνει μετά το εφιαλτικό καλοκαίρι τού '15 (*)...

Είτε, χωρίς να το αντιλαμβάνονται, αποδεικνύουν καθημερινά την τραγική άγνοιά τους σε ό,τι αφορά τις στοιχειώδεις αρχές ενός φιλελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος.

Δεν ξέρω ποια από τις δύο εκδοχές είναι πιο επικίνδυνη για τη χώρα, τη στιγμή που κάποιοι φιλοδοξούν να την (ξανα)κυβερνήσουν...

(*) https://www.klik.gr/gr/el/brain-storm/kalokairi-2015-anamniseis-apo-enan-efialti/

KLIK

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2022

Η Ευρώπη και τα φαντάσματα του «Μεγάλου Πολέμου»

Την ώρα που ο κ. Πούτιν και τα φερέφωνά του οραματίζονται τη διάλυση της Ενωμένης Ευρώπης, οι ίδιες οι χώρες της Ευρώπης δεν πρέπει να ξεχνούν τα διδάγματα της Ιστορίας. Και μάλιστα, τα πολύ παλιά...

Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Η ναζιστικού τύπου εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία φάνηκε αρχικά να αναπτερώνει τις ελπίδες φανατικών αντιευρωπαϊκών κύκλων για τη δημιουργία συνθηκών διάλυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (σύντομα: Ε.Ε.). Αυτό, λόγω των διαφωνιών που αναμενόμενα θα ανέκυπταν ως προς την αντιμετώπιση των συνεπειών του πολέμου. Οι ελπίδες ευτυχώς διαψεύστηκαν.

Είχαν προηγηθεί δύο χαμένες ευκαιρίες «ξηλώματος του ευρωπαϊκού πουλόβερ». Η πρώτη ήταν η ελληνική χρεοκοπία και η ενδεχόμενη (με τις ευλογίες αφελών Ελλήνων ψηφοφόρων) αποχώρηση της χώρας από την Ε.Ε., το καλοκαίρι του 2015. Την κατάσταση (για την Ελλάδα, φυσικά) έσωσε την τελευταία στιγμή μια πολιτική «κωλοτούμπα».

Σύντομα ακολούθησε μία δεύτερη, ακόμα μεγαλύτερη ευκαιρία. Το βρετανικό δημοψήφισμα του Ιουνίου του 2016 σήμανε την αρχή του τέλους της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας εκείνης. Η «τρύπα στο ευρωπαϊκό πουλόβερ» φάνταζε τώρα τεράστια, και οι αντιευρωπαϊκές καμπάνες άρχισαν να ηχούν χαρμόσυνα. (Λίγοι υποπτεύονταν τότε ότι ένα μεγάλο μέρος από τις «κωδωνοκρουσίες» είχε την ευγενική χορηγία του κ. Πούτιν.) Το πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα, τόσο για την Ευρώπη όσο και, κυρίως, για τη Βρετανία, το γνωρίζουμε ήδη...

Με αφορμή αυτές τις σκέψεις, θα ήθελα να παραθέσω ένα κείμενο ιστορικής μνήμης, το οποίο δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑ τον Ιούνιο του 2016, σύντομα μετά το βρετανικό δημοψήφισμα. Αν παραβλέψουμε τις διαφορές ανάμεσα στις συγκυρίες των δύο εποχών, τα ιστορικά διδάγματα είναι αναλλοίωτα και, υπό αυτή την έννοια, το κείμενο παραμένει επίκαιρο...

--------------------------------

Από μια πρόσφατη ανάρτηση ενός φίλου στο Facebook έτυχε να διαβάσω ένα άρθρο, πρωτότυπα δημοσιευμένο σε πολιτική εφημερίδα, το οποίο χαιρέτιζε σε τόνους πανηγυρικούς το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος που οδηγεί στην αποχώρηση της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το έντονα φορτισμένο – στα όρια του εμπαθούς – ύφος του κειμένου δεν άφηνε περιθώρια αμφιβολίας: κάποιοι κυριολεκτικά μισούν την ιδέα της ενωμένης Ευρώπης. Ή, για να γίνω ακριβέστερος, μισούν αυτή την Ευρώπη που γνωρίζουμε σήμερα.

Σταχυολογώ ενδεικτικά μερικές χαρακτηριστικές εκφράσεις από το κείμενο: «Φρένο στο 4ο Ράιχ»«νταβατζήδες των αγορών και του Βερολίνου»«αποκρουστικά μαντρόσκυλα της Καγκελαρίας»«ντόπια ζόμπι της ευρωλιγουριάς»«ξεχασμένοι βρυκόλακες της πολιτικής»...

Αν θέλουμε να είμαστε αντικειμενικοί, υπάρχουν πράγματι λόγοι για να μην τρέφει κάποιος ιδιαίτερα θετικά αισθήματα για τη σημερινή Ε.Ε. Ο σημαντικότερος αφορά την οικονομική ηγεμονία του Βερολίνου και τις εμμονικές αγκυλώσεις της Γερμανίας στις πολιτικές λιτότητας που έχουν «γονατίσει» μεγάλα τμήματα του πληθυσμού στις πιο αδύναμες, κυρίως, χώρες (μία από αυτές τη γνωρίζουμε από πρώτο χέρι!).

Ένας δεύτερος λόγος έχει να κάνει με τη μεταναστευτική φιλοσοφία τής Ε.Ε., που ενθαρρύνει τον μετασχηματισμό των ευρωπαϊκών κοινωνιών σε πολυπολιτισμικές, τη στιγμή που οι κοινωνίες αυτές αισθάνονται να απειλούνται από τις συνέπειες της ανεξέλεγκτης (και συχνά παράνομης) μετανάστευσης. Οι φόβοι, μάλιστα, αυξάνουν δραματικά μετά τα φαινόμενα έξαρσης του θρησκευτικού φανατισμού που έχουν προκαλέσει αμέτρητα θύματα ως τώρα και έχουν θέσει σε συναγερμό όλες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Ο πολίτης μπορεί ίσως να μοιραστεί το λιγοστό ψωμί του, σε καμία περίπτωση όμως δεν διαπραγματεύεται το αίσθημα της ασφάλειάς του!

Οι αντιευρωπαϊκοί κύκλοι, λοιπόν, υποδέχθηκαν ως πράξη εθνικής αντίστασης την απόφαση του βρετανικού λαού ενάντια, υποτίθεται, σε ένα «αναδυόμενο 4ο Ράιχ» που ζητά να αμφισβητήσει εθνικές κυριαρχίες. Η ιδέα ότι η σημερινή Γερμανία αποτελεί πολιτική και ιστορική συνέχεια της ναζιστικής, δεν μπορεί ασφαλώς να σταθεί ως θέμα σοβαρής συζήτησης. Αυτό που έχει σημασία, όμως, είναι ότι, για κάποιους, η ιστορική περίοδος που διανύουμε παραπέμπει σε εκείνη του μεσοπολέμου (1919 – 1939), όταν η δημοκρατική Ευρώπη (και, ευρύτερα, ο δημοκρατικός κόσμος) ετοιμαζόταν να αντιμετωπίσει τη λαίλαπα του ναζισμού και του φασισμού. Με τη Γερμανία να παίζει και πάλι το ρόλο του απόλυτου κακού – τούτη τη φορά όχι με τα όπλα, αλλά με το χρήμα.

Φοβάμαι ότι αυτοί που οραματίζονται και με τόση θέρμη προπαγανδίζουν τη διάλυση «αυτής» της Ευρώπης, συγκρίνοντας ταυτόχρονα το «σήμερα» με τη μεσοπολεμική περίοδο της ανόδου του ναζισμού, εστιάζουν την προσοχή τους σε λάθος μεσοπόλεμο. Ένας κατακερματισμός της Ευρώπης, με πιθανή την αναβίωση του ακραίου εθνικισμού και την επανεμφάνιση εθνικών περιχαρακώσεων, ανταγωνισμών και γενικής καχυποψίας μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, παραπέμπει σε μία άλλη ιστορική περίοδο: εκείνη που μεσολάβησε ανάμεσα στον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο (1870 – 71) και την έναρξη του εφιαλτικού «Μεγάλου Πολέμου» (1914).

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος φαντάζει σήμερα τόσο μακρινός που, για πολλούς μη-ιστορικούς δεν είναι παρά ένα αξιοσέβαστο θέμα ακαδημαϊκής μελέτης, το οποίο ελάχιστα πλέον επηρεάζει τη σύγχρονη πραγματικότητα. Ακόμα και έτσι να είναι, αποτελεί ένα ωφέλιμο δίδαγμα γι’ αυτούς που καλοδέχονται την προοπτική ενός εθνικού απομονωτισμού, θεωρώντας τον συνώνυμο της εθνικής ανεξαρτησίας και αφετηριακή προϋπόθεση εθνικών θριάμβων. Και προσφέρει ένα μάθημα για το πώς μία αλυσίδα λανθασμένων υπολογισμών και επιλογών μπορεί να οδηγήσει σε μαζική καταστροφή. Πολύ χειρότερη από αυτή που «απεργάζονται» σήμερα – σύμφωνα τουλάχιστον με το σχετικό αφήγημα – το Βερολίνο και τα «μαντρόσκυλά του»!

Έστω και για λόγους ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος, λοιπόν, αξίζει να κοιτάξουμε πάνω από έναν αιώνα πίσω, λίγο πριν το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου. Σε μια περίοδο που η Ευρώπη ήταν ένα συνονθύλευμα εθνικών εγωκεντρισμών και ad hoc συμμαχιών, και ένα πεδίο οικονομικών και στρατιωτικών ανταγωνισμών που υπαγορεύονταν από το αίσθημα εθνικού μεγαλείου και ιστορικής μοναδικότητας της κάθε πλευράς.

Παραθέτουμε, όσο πιο συνοπτικά μπορούμε, το πλέγμα σκοπιμοτήτων και επιδιώξεων των ευρωπαϊκών χωρών που κατά κύριο λόγο ενεπλάκησαν στον πόλεμο, η έναρξη του οποίου ήταν το αποκορύφωμα ενός μοναδικού στην Ιστορία ντόμινο γεγονότων που άνοιξε τις πύλες της κολάσεως μετά το Σαράγεβο.

Για τη Γαλλία, έναν από τους κύριους πρωταγωνιστές του δράματος, πρωταρχικός στόχος ήταν να ξεπλύνει τη ντροπιαστική ήττα του 1871 από τους Γερμανούς και να ανακτήσει τις οικονομικά σημαντικές επαρχίες της Αλσατίας και της Λωρραίνης. Η συμμαχία της με τη Ρωσία (1894) πρόσφερε στη Γαλλία ένα σημαντικό στρατιωτικό πλεονέκτημα αφού, σε περίπτωση πολέμου με τη Γερμανία, η τελευταία θα έπρεπε να διεξαγάγει πόλεμο σε δύο μέτωπα.

Η Ρωσία, από την άλλη μεριά, πίστευε πως η συμμαχία της με τη Γαλλία θα απέτρεπε μία επιθετική ενέργεια των Γερμανών εναντίον της. Αυτό θα της έλυνε τα χέρια στην επιδίωξη των δικών της επεκτατικών σχεδίων προς τον Νότο, που περιλάμβαναν την αύξηση της επιρροής της στα Βαλκάνια και την Κωνσταντινούπολη.

Βέβαια, το ενδιαφέρον της για τις περιοχές αυτές έθετε τη Ρωσία σε τροχιά σύγκρουσης με τη βασική σύμμαχο της Γερμανίας, την Αυστροουγγαρία, της οποίας τα εσωτερικά προβλήματα την ενέπλεκαν άμεσα με τα τεκταινόμενα στα Βαλκάνια. Τα προβλήματα αυτά σχετίζονταν κατά κύριο λόγο με την πολυεθνική σύνθεση της αυτοκρατορίας. Ειδικότερα, στη Βοσνία το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ήταν Σλάβοι. Και, στην άλλη πλευρά των συνόρων με τη Σερβία, η εκεί στρατιωτική κλίκα που έλεγχε την κυβέρνηση θεωρούσε ότι η Βοσνία «αυτοδίκαια» θα έπρεπε να ανήκει στη Σερβία.

Για τη Ρωσία, η προσάρτηση της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία (1908), με τον τρόπο που μεθοδεύτηκε από τους Αυστριακούς, είχε αποτελέσει μεγάλη διπλωματική ταπείνωση και ήταν η αφετηρία εντάσεων ανάμεσα στις δύο χώρες. Ο πόλεμος τότε είχε αποφευχθεί λόγω της δυναμικής παρέμβασης της Γερμανίας και της στρατιωτικής ανετοιμότητας της Ρωσίας. Η βοσνιακή κρίση έφερε, όμως, κοντύτερα τη Ρωσία με τη Σερβία, με την πρώτη να αναλαμβάνει ρόλο αυτόκλητου προστάτη όλων των σλαβικών πληθυσμών της νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Η στάση της Βρετανίας ήταν αβέβαιη ως τη στιγμή που ξέσπασε ο πόλεμος. Τυπικά, η Entente Cordiale με τη Γαλλία (1904) ήταν απλά μια «συμφωνία κυρίων» που αντιμετώπιζε ζητήματα αποικιακών διαφορών και δεν υποχρέωνε τη χώρα να προστρέξει σε βοήθεια της Γαλλίας σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης. Η πολιτική ηγεσία γνώριζε καλά, εν τούτοις, ότι η Βρετανία δύσκολα θα μπορούσε να μείνει ουδέτερη σε περίπτωση γαλλογερμανικού πολέμου.

Η Γερμανία πρόσφερε, τελικά, το αναγκαίο διπλωματικό άλλοθι στη Βρετανία, παραβιάζοντας την ουδετερότητα του Βελγίου με τη διέλευση γερμανικών στρατευμάτων από τη χώρα (της ουδετερότητας αυτής, η Βρετανία – όπως άλλωστε και η ίδια η Γερμανία! – ήταν εγγυήτρια). Στην πραγματικότητα, την εμπλοκή της Βρετανίας στον πόλεμο υπαγόρευε το αμυντικό δόγμα της χώρας αυτής, σύμφωνα με το οποίο σε καμία εχθρική δύναμη δεν θα επιτρεπόταν να κατέχει στρατηγικές θέσεις στην απέναντι ακτή της Μάγχης (πράγμα που πέτυχαν, τελικά, οι στρατιές του Χίτλερ αρκετά χρόνια αργότερα).

Πάμε τώρα στην ίδια τη Γερμανία. Ένας παράγοντας που καθόρισε τους στόχους της εξωτερικής της πολιτικής στις αρχές του εικοστού αιώνα είχε οικονομικά κίνητρα. Αναζητούσε κι αυτή μια θέση στις παγκόσμιες αγορές, όπου είχαν ήδη διεισδύσει και κυριαρχούσαν η Μεγάλη Βρετανία (στην ανατολική και νότια Αφρική και στη νότια Ασία), η Γαλλία (στη δυτική Αφρική, στα Βαλκάνια και στη Ρωσία) και οι Ηνωμένες Πολιτείες (στη Λατινική Αμερική, κυρίως). Σύντομα, η Ρωσία και η Ιαπωνία θα έμπαιναν κι αυτές στον οικονομικό ανταγωνισμό στην Άπω Ανατολή. Γερμανικά οικονομικά ανοίγματα στη βόρεια Αφρική, στα Βαλκάνια και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία συνάντησαν σκληρό ανταγωνισμό από βρετανικά και γαλλικά συμφέροντα που ήδη κατείχαν στρατηγικές θέσεις εκεί.

Παράλληλα, η στρατιωτική ελίτ της Γερμανία είχε κι αυτή τα δικά της προβλήματα να επιλύσει, καθώς έβλεπε τη χώρα να χάνει τη στρατιωτική της υπεροχή στην Ευρώπη. Η γαλλο-ρωσική συμμαχία σήμαινε για τη Γερμανία έναν πόλεμο σε δύο μέτωπα. Η ανάγκη, τότε, να μοιράσει τις δυνάμεις της μεταξύ ανατολής και δύσης θα απέκλειε μία γρήγορη νίκη, ανάλογη με αυτήν του 1870 κατά των Γάλλων.

Ο συνδυασμός οικονομικής περικύκλωσης και στρατιωτικής ευαλωτότητας έκανε τη Γερμανία να σκέφτεται σοβαρά έναν πόλεμο κατά των Γάλλων και των Ρώσων. Κι αυτό θα έπρεπε να συμβεί όσο το δυνατόν πιο σύντομα, πριν η ολοένα αυξανόμενη αριθμητική δύναμη του γαλλικού στρατού ξεπεράσει αυτήν του γερμανικού, και προτού οι Ρώσοι ολοκληρώσουν τον εκσυγχρονισμό του σιδηροδρομικού δικτύου της χώρας τους.

Η ευκαιρία για τους Γερμανούς παρουσιάστηκε, τελικά, στις 28 Ιουνίου του 1914, όταν ένας νεαρός Σέρβος εθνικιστής δολοφόνησε στο Σαράγεβο, πρωτεύουσα της αυστριακής επαρχίας της Βοσνίας, τον διάδοχο του θρόνου της Αυστροουγγαρίας και τη σύζυγό του. Για να ακολουθήσει το περίπλοκο ντόμινο των γεγονότων που οδήγησε στην κήρυξη του πολέμου και, στη συνέχεια, στην τετράχρονη εφιαλτική εμπειρία του ανθρωποσφαγείου των χαρακωμάτων σε ανατολή και δύση...

Ο λόγος για τον οποίο γυρίσαμε τόσο πίσω το ρολόι της Ιστορίας ήταν να ξαναδούμε μια διαιρεμένη Ευρώπη στις πιο σκοτεινές μέρες του εικοστού αιώνα (λαμβάνοντας επιπρόσθετα υπόψη, ασφαλώς, και τη μεταγενέστερη εμπειρία της ναζιστικής βαρβαρότητας). Ήταν αυτά ακριβώς τα διδάγματα, μαζί με την επιθυμία των ευρωπαϊκών λαών να μη διαπράξουν ξανά τα ίδια λάθη, που οδήγησαν στην ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης. Ένα οικοδόμημα που χτίστηκε βήμα – βήμα πάνω στην πεποίθηση ότι η γενική ευημερία θα έρθει ως αποτέλεσμα συνεργασίας και ειρηνικής συνύπαρξης, όχι εθνικών περιχαρακώσεων και ανταγωνισμών.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, που αρκετοί σήμερα ονειρεύονται τη διάλυσή της, γεννήθηκε από τις στάχτες δύο πολέμων που κόστισαν στην ήπειρο την απώλεια ισάριθμων γενεών. Κάποιοι ίσως αντιτείνουν ότι και σήμερα υπάρχει ένας άνισος οικονομικός πόλεμος ανάμεσα στους ισχυρούς και τους αδύναμους, με θύματα κυρίως τους νέους. Αν αυτή είναι (και πράγματι είναι) μία παθογένεια του οικοδομήματος, θα πρέπει μέσα στο πλαίσιο του εφικτού να αναζητήσουμε τρόπους να τη θεραπεύσουμε.

Υπάρχει πάντα, βέβαια, ανοιχτός και ένας εναλλακτικός δρόμος: να αποφασίσουμε ελαφρά τη καρδία πως το μόνο που αξίζει στον συγκεκριμένο «ασθενή» είναι η ευθανασία. Στο άκουσμα της σκέψης, η Ιστορία χαμογελά ειρωνικά...

(Ιούνιος 2016. Όπως σήμερα...)

KLIK

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2022

Ηθικά πλεονεκτήματα, ή μήπως ηθικά μειονεκτήματα;

 Τον Οκτώβριο του 1944 έφυγαν οι τελευταίοι Γερμανοί από την Ελλάδα. Ύστερα ήρθε ο Εμφύλιος, που στην πραγματικότητα δεν τέλειωσε ποτέ. Και συζητούμε ως σήμερα για «ηθικά πλεονεκτήματα». Μήπως θα έπρεπε σωστότερα να μιλήσουμε για ηθικά μειονεκτήματα;

Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Παρά την τελική εκλογική της πτώση, η λεγόμενη «ανανεωτική Αριστερά» πέτυχε κάτι εντυπωσιακό. Άσκησε απρόσκοπτα την εξουσία εν μέσω μνημονιακής λαίλαπας, έχοντας στο μεταξύ διαψεύσει τόσο τις ίδιες τις αριστερές αρχές (οι οποίες πάνω απ’ όλα καθιστούν την ευτέλεια του ακραίου λαϊκισμού ασύμβατη με το γενικότερο αριστερό ήθος) όσο και τις μεγαλόστομες διακηρύξεις και (ανεδαφικές, εν τέλει) υποσχέσεις με τις οποίες είχε αρχικά σαγηνεύσει την ελληνική κοινωνία.

Μία δημοφιλής ερμηνεία της ανεκτικότητας που επέδειξε η κοινωνία αυτή τα περισσότερα από τέσσερα χρόνια αριστερής διακυβέρνησης, κάνει αναφορά στο περίφημο «ηθικό πλεονέκτημα» το οποίο εξ ορισμού, υποτίθεται, φέρει ως αποκλειστικό προνόμιο η ελληνική Αριστερά. Μία ιδέα που η ίδια η Αριστερά προπαγάνδισε συστηματικά και διακίνησε αποτελεσματικά ώστε να εξασφαλίσει την κατά το δυνατόν καλόπιστη αντιμετώπισή της από τους πολίτες.

Η παραπάνω ιδέα σχετίζεται κατά κύριο λόγο με τα γεγονότα που συνέβησαν κατά την διάρκεια του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, καθώς και μετά από αυτόν. Αν, εν τούτοις, θέλουμε να είμαστε ακριβέστεροι, θα πρέπει να αναφερόμαστε όχι τόσο στο «ηθικό πλεονέκτημα» των ηττημένων του πολέμου, όσο στο «ηθικό μειονέκτημα» των νικητών. Είναι το δεύτερο που de facto στοιχειοθετεί το πρώτο! Και, για τις ανάγκες μίας ισόρροπης ανάλυσης, θα πρέπει εξίσου να εξετάσουμε και το ηθικό μειονέκτημα των ηττημένων. Αν μη τι άλλο, σε επίπεδο προθέσεων…

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε επίσημα το 1945. Για την Ελλάδα το τέλος ήρθε λίγο νωρίτερα – οι τελευταίοι Γερμανοί έφυγαν τον Οκτώβριο του 1944. Λίγο αργότερα ήρθαν τα «Δεκεμβριανά», προανάκρουσμα του φοβερού εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε.

Ο Εμφύλιος, κατά τους ιστορικούς, τελείωσε το 1949 με νίκη των δυνάμεων του «αστικού» κοινοβουλευτικού συστήματος (της «Δεξιάς», όπως συνήθως λέγεται) και ήττα των κομμουνιστικών δυνάμεων (της «Αριστεράς», αν και ο όρος έχει σημαντικά διευρυνθεί εννοιολογικά και πολιτικά από τότε).

Αυτά λένε τα επίσημα ιστορικά συγγράμματα. Γιατί, η εμπειρία λέει άλλα: πως ο Εμφύλιος στην πραγματικότητα δεν τέλειωσε ποτέ! Το αναλλοίωτο πολιτικό λεξιλόγιό του, το οποίο μένει ζωντανό σε πείσμα του χρόνου, το καταδεικνύει. Όπως και το άσβεστο μίσος που άφησαν ως παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές οι εμφυλιοπολεμικές παρατάξεις, οι αυτόκλητοι πολιτικοί κληρονόμοι των οποίων διεκδικούν – κάθε πλευρά για τον εαυτό της – το αποκλειστικό δικαίωμα στην επίκληση της «ηθικής ανωτερότητας».

Το να αναζητά κανείς ηθικά πλεονεκτήματα σε πολιτικούς χώρους που ενεπλάκησαν σε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο (ακόμα περισσότερο, αν πρόκειται για εκείνον από τους αντιπάλους που φέρει και τη μεγαλύτερη ευθύνη για το ξεκίνημα της σφαγής) φαντάζει οξύμωρο. Όπως αναφέραμε πιο πάνω, το ερώτημα που θα έπρεπε να τίθεται είναι όχι αν η Δεξιά ή η Αριστερά δικαιούται να διεκδικεί το ηθικό πλεονέκτημα στη μετεμφυλιοπολεμική Ιστορία, αλλά σε ποια από τις δύο πλευρές θα πρέπει να χρεώνεται το μεγαλύτερο ηθικό μειονέκτημα! Γιατί, η ηθική ήταν το πρώτο και μεγαλύτερο θύμα του δικού μας εμφυλίου. Ο οποίος ουσιαστικά δεν ξεκίνησε το 1946 – ούτε καν με τα «Δεκεμβριανά» – αλλά πολύ νωρίτερα, μέσα στα σκοτεινά χρόνια της Κατοχής…

Η τιμημένη Εθνική Αντίσταση, πάνω στην οποία αργότερα χτίστηκαν πολιτικές καριέρες – και χάριν της οποίας χορηγήθηκαν εθνικές συντάξεις – δεν ήταν πάντα μία πράξη αυθόρμητου πατριωτισμού και ανιδιοτελούς αυταπάρνησης. Ας δούμε τι γράφει (*) ο έγκριτος Βρετανός ιστορικός και καθηγητής νεοελληνικής Ιστορίας, Richard Clogg, στον οποίο μόνο μεροληψία ή ανθελληνικότητα δεν μπορεί να χρεωθεί:

«Στο τέλος του Ιουνίου 1941, λίγες μέρες μετά την έναρξη της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα – της επίθεσης του Χίτλερ εναντίον της Ρωσίας – συνήλθε η 6η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ για να καθορίσει τη γραμμή του κόμματος, τώρα που ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος είχε μετατραπεί σε μεγάλο πατριωτικό πόλεμο για την άμυνα της μητέρας Σοβιετικής Ρωσίας. Η 6η Ολομέλεια αποφάσισε ότι το ουσιαστικό καθήκον των Ελλήνων κομμουνιστών ήταν να οργανωθούν για την άμυνα της Σοβιετικής Ένωσης και για την αποτίναξη του ξένου φασιστικού ζυγού. Για να επιτύχει αυτός ο σκοπός, ο ελληνικός λαός κλήθηκε να προσχωρήσει στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), που δημιουργήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1941. (…) Η προετοιμασία για την κατάληψη της εξουσίας μετά τον πόλεμο ήταν ένας εξίσου σημαντικός στόχος για τους κομμουνιστές, όσο και η αντίσταση ενάντια στον κατακτητή.»

Στον Εμφύλιο διαπράχθηκαν απίστευτες θηριωδίες και από τις δύο πλευρές και καταλύθηκε κάθε έννοια δικαιοσύνης, δημοκρατικού ήθους και ανθρώπινου πολιτισμού. Όμως, δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι τον πόλεμο αυτό ξεκίνησε μία παράταξη που στόχο είχε να παραδώσει τη χώρα στην πιο στυγνή μορφή ολοκληρωτισμού που είχε γνωρίσει η ανθρωπότητα πριν καν ακόμα γνωρίσει την εφιαλτική βαρβαρότητα του ναζισμού. Το ότι τελικά δεν το πέτυχε (πράγμα που ούτως ή άλλως είχαν προδικάσει οι προηγηθείσες μυστικές συνεννοήσεις Τσώρτσιλ – Στάλιν για τις «σφαίρες επιρροής» στα Βαλκάνια) δεν αντανακλά απλά και μόνο το ιστορικό αποτέλεσμα ενός πολέμου αλλά αποτέλεσε, συμβολικά και ουσιαστικά, την αφετηρία μίας εντυπωσιακής αναγέννησης της χώρας. Για το αν οδηγήθηκε, τελικά, σε αποτυχία η «αστική» δημοκρατία, ασφαλώς δεν ευθύνεται το ίδιο το πολίτευμα αλλά ο τρόπος που το διαχειρίστηκαν οι πάντες, λαός και εξουσία…

Ας πάμε τώρα στους νικητές του Εμφυλίου. Έχουν καταρχήν κατηγορηθεί πως η στρατηγική τους έφερε την «ξενοκρατία» των Άγγλων και, στη συνέχεια, των Αμερικανών. Αν και αυτό είναι αληθές, αν το δούμε ψυχρά θα διαπιστώσουμε ότι αποτέλεσε αναγκαίο κακό. Ήταν αδύνατο να κερδίσει τον πόλεμο από μόνος του ένας αποδεκατισμένος τακτικός στρατός μίας κατεστραμμένης χώρας, ενάντια σε έναν «μπαρουτοκαπνισμένο» κι ετοιμοπόλεμο, καλά οργανωμένο και πειθαρχημένο, αλλά και σκληραγωγημένο σε αντίξοες φυσικές συνθήκες, ανταρτικό στρατό. Αν δεχθούμε ότι, για τη σωτηρία της χώρας από την ολοκληρωτική απειλή, ισχύει το δόγμα πως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, το ζήτημα της ξενοκρατίας θα πρέπει, τουλάχιστον για την ιστορική εκείνη περίοδο, να αποδαιμονοποιηθεί.

Όμως, υπάρχουν κάποια μέσα που δεν θα μπορούσαν να καθαγιαστούν, όσο ιερό και αν θεωρήσει κάποιος τον σκοπό. Για να φτάσει στη νίκη και, κυρίως, για να εδραιώσει στη συνέχεια την κυριαρχία της, η «αστική» παράταξη επιστράτευσε, μεταξύ άλλων, μερικά από τα χειρότερα κοινωνικά στοιχεία της περιόδου της Κατοχής, κάποιους που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή επειδή έβλεπαν τον κομμουνισμό σαν μεγαλύτερη απειλή από τον ναζισμό! Τα άτομα αυτά όχι μόνο συγχωρήθηκαν για τα εγκλήματά τους και γλίτωσαν από το εκτελεστικό απόσπασμα, αλλά συχνά βρέθηκαν να κατέχουν και σημαντικές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό. Αντιγράφω και πάλι από τον Clogg:

«Μια από τις πιο απεχθείς πλευρές αυτής της νομοθεσίας ‘περί εκτάκτου ανάγκης’ ήταν η εμμονή σε ένα πιστοποιητικό πολιτικών φρονημάτων για την απόκτηση θέσης στο δημόσιο, για δίπλωμα οδηγού, για διαβατήριο και για την εισαγωγή στα Πανεπιστήμια. Αυτά τα πιστοποιητικά τα χορηγούσε η αστυνομία, που δημιούργησε ένα μεγάλο σύστημα φακέλων όπου ήταν καταγεγραμμένα τα πραγματικά ή υποτιθέμενα πολιτικά φρονήματα εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων. Μερικοί από τους υπεύθυνους για την εφαρμογή αυτού του καταπιεστικού συστήματος είχαν αμφίβολο παρελθόν συνεργασίας με τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια του πολέμου.»

Όμως, πέρα και πάνω απ’ όλα, το ήθος του νικητή κρίνεται από τη στάση του απέναντι στον ηττημένο. Τα στρατοδικεία, οι φυλακίσεις και οι εκτελέσεις, αλλά και το παρακράτος – χωροφύλακας που αφέθηκε να θεριέψει (κυρίως στην περιφέρεια), παραπέμπουν στις χειρότερες δικτατορίες που γνώρισε ο εικοστός αιώνας. Και η Μακρόνησος, αυτό το μικρό «ελληνικό Νταχάου», θα συμβολίζει πάντα την οριστική απώλεια του δικαιώματος της Δεξιάς να επικαλείται ένα κάποιο δικό της «ηθικό πλεονέκτημα» μετά τον Εμφύλιο…

Εν κατακλείδι, το ερώτημα που θα πρέπει να τίθεται δεν είναι το ποιος έχει το ηθικό πλεονέκτημα σε έναν εμφύλιο που ως τα σήμερα (έστω με άλλους τρόπους) καλά κρατεί, αλλά το ποιος θα πρέπει, τελικά, να χρεώνεται το μεγαλύτερο ηθικό μειονέκτημα. Θα απογοητεύσω, ίσως, τον αναγνώστη μη δίνοντας απάντηση στο ερώτημα αυτό. Ομολογώ, όμως, πως ούτε κι εγώ την έχω βρει ακόμα…

(*) Richard Clogg, “A Short History of Modern Greece” (Cambridge University Press, 1979). Ελληνική έκδοση: «Σύντομη Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας» (Εκδόσεις Καρδαμίτσα, 1984).

(Το παρόν κείμενο βασίζεται σε άρθρο που δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο του 2019 στο ΒΗΜΑ.)

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2022

Σε κορυφαίο γήπεδο επιβάλλεται να παίζει κορυφαία ομάδα!

 Καθώς έχουν σβήσει πια τα φώτα της υπέροχης τελετής των εγκαινίων του νέου Γηπέδου της, η ΑΕΚ θα πρέπει τώρα να ξαναχτίσει ομάδα αντάξια της Ιστορίας της!

Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Πέρα από το εντυπωσιακά φαντασμαγορικό στοιχείο που παρέπεμπε σε τελετές έναρξης Ολυμπιακών Αγώνων(!), η τελετή των εγκαινίων του νέου Γηπέδου της ΑΕΚ ("OPAP Arena" ή, κατά κόσμον, "Αγιά Σοφιά") ήταν μια αληθινή γιορτή μνήμης και πολιτισμού. Από τα μάτια θεατών και τηλεθεατών παρέλασε ολόκληρη η Ιστορία του Ελληνισμού μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, που ήταν τραγωδία ανάμικτη με ευλογία για την Ελλάδα, αφού τη χώρα πλούτισε η έλευση Μικρασιατών Ελλήνων που μέσα στις λιγοστές αποσκευές τους έφεραν ένα τεράστιο κεφάλαιο πολιτισμού. (Η Πολίτισσα γιαγιά μου και ο – από λίγο πιο μακριά καταγόμενος – παππούς μου είχαν ιδέες που, ακόμα και με τα σημερινά δεδομένα θεωρούνται προοδευτικές!)

Από τα μάτια μας παρέλασαν επίσης όλες οι ποδοσφαιρικές δόξες του παρελθόντος (με "σημαιοφόρο" τον κατασυγκινημένο Κώστα Νεστορίδη) που έκαναν την ΑΕΚ μεγάλη, τόσο μέσα στα γήπεδα όσο και, με το απαράμιλλο ήθος τους, έξω από αυτά. Κάποιοι, δυστυχώς (όπως ο μεγάλος Στέλιος Σεραφείδης) δεν πρόλαβαν να δουν τη γιορτή από κοντά, όμως σίγουρα θα χαίρονταν από ψηλά καθώς άκουγαν τις ζητωκραυγές που συνόδευαν την αναφορά του ονόματός τους από τα μεγάφωνα του γηπέδου. Αισθητή, επίσης, η απουσία (για λόγους υγείας) τού – βάσει επίσημων διεθνών στατιστικών – κορυφαίου Έλληνα ποδοσφαιριστή του εικοστού αιώνα, Μίμη Παπαϊωάννου. («Είδες, πάλι το έβαλε το γκολ ο βλάχος!», θυμάμαι να μου λέει ο αείμνηστος θείος μου στις εξέδρες του ιστορικού γηπέδου στη Φιλαδέλφεια, τον καιρό που, παιδί ακόμα, δυσκολευόμουν να κατανοήσω τι στο καλό ήταν αυτό το οφσάιντ...)

Θα σταθώ και στους δύο παρουσιαστές της εκδήλωσης. Για τον Αντώνη Αντωνίου γνώριζα καλά, βέβαια, ότι είναι πιο Αεκτζής ακόμα κι από τον... γράφοντα! Δεν κατέβαλε την παραμικρή προσπάθεια να κρύψει την συγκίνηση που τον διακατείχε από την αρχή ως το τέλος της τελετής, αφού το γήπεδο ήταν όνειρο ζωής και για εκείνον. Αυτή, όμως, που με άφησε άφωνο με την απίστευτη ενέργεια που έβγαλε και την ολοφάνερη αγάπη της για την ΑΕΚ, ήταν η Ναταλία Δραγούμη. Μαζί με τον Αντώνη έδωσαν ένα ιδιαίτερα αυθεντικό χρώμα στη γιορτή, αφού ο λόγος τους παρέπεμπε περισσότερο σε αυθόρμητο αυτοσχεδιασμό που πηγάζει από την ψυχή, παρά σε – συνηθισμένες σε τέτοιες περιστάσεις – χολιγουντιανού τύπου προκάτ ρητορείες!

Κλείνω αυτό το πανηγυρικό σημείωμα με μία αναγκαία αναφορά στα δύσκολα... Όσο κι αν μας χαροποιεί η κατασκευή του γηπέδου μας στον ιστορικό του χώρο, δεν θα πρέπει να ξεχνούμε ένα πράγμα: Η ΑΕΚ δεν έγινε μεγάλη επειδή η μοίρα την έφερε να παίζει στη Νέα Φιλαδέλφεια. Αντίθετα, η πόλη αυτή οφείλει ένα μεγάλο μέρος από το βάρος του ονόματός της στην παρουσία της ΑΕΚ! Έτσι, το γεγονός και μόνο ότι η ποδοσφαιρική ΑΕΚ ξαναγυρνά στο «σπίτι» της είναι αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη για την αναγέννηση του συλλόγου, μετά από έναν ντροπιαστικό υποβιβασμό και, στη συνέχεια, μία πορεία μικρομεσαίας ομάδας που συμβιβάζεται με ένα αξιοπρεπές πλασάρισμα πάνω από τη μέση του βαθμολογικού πίνακα. Και, το δικαιότατο πρωτάθλημα (*) του 2018, που ούτως ή άλλως δεν είχε συνέχεια, δεν αρκεί για να αλλάξει τη μεγάλη εικόνα...

Έτσι, σε ένα από τα κορυφαία ευρωπαϊκά γήπεδα επιβάλλεται να παίζει μία κορυφαία ευρωπαϊκή ομάδα! Το νέο γήπεδο δεν είναι απλά και μόνο ένα μουσείο Ιστορίας κι ένα αρχιτεκτονικό θαύμα. Πάνω απ' όλα, οφείλει να γίνει ο αθλητικός χώρος μέσα στον οποίο η ΑΕΚ θα ξαναβρεί το μεγαλείο που της αναλογεί, τόσο στο ελληνικό όσο και στο διεθνές ποδοσφαιρικό στερέωμα. 

Εκφράζουμε την ευγνωμοσύνη μας σε όλους εκείνους που μόχθησαν ώστε να αποκτήσουμε ένα τόσο ωραίο σπίτι. Εκείνη που θα το κατοικεί, όμως, θα πρέπει πλέον να είναι και αντάξιά του!

(*) https://www.tovima.gr/2018/05/08/opinions/xartinoi-mythoi-gia-ena-dikaio-prwtathlima/

KLIK

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2022

Κλασική Φυσική, ατομική θεωρία, και ο προφητικός Δρ. Μάξγουελ!

                                   


Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Εκ πρώτης όψεως, η ατομική θεωρία φαίνεται να παραβιάζει τους νόμους του κλασικού ηλεκτρομαγνητισμού. Και όμως, η κλασική θεωρία της ακτινοβολίας βρίσκει χώρο ακόμα και μέσα σε μία κβαντική δομή όπως το άτομο. Αρκεί να την επανερμηνεύσουμε κατάλληλα...

Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία: Ένας θρίαμβος της κλασικής Φυσικής!

Αν αναζητούσαμε την κορυφαία μορφή της θεωρητικής Φυσικής κατά τον δέκατο-ένατο αιώνα, θα καταλήγαμε χωρίς δυσκολία στον James Clerk Maxwell (1831-1879). Μεταξύ των πολλών επιτευγμάτων του, ο Maxwell ενοποίησε τον ηλεκτρισμό και τον μαγνητισμό σε μία ενιαία ηλεκτρομαγνητική θεωρία και πρόβλεψε την ύπαρξη των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, χωρίς τα οποία οι επικοινωνίες μας, αλλά ακόμα περισσότερο η ίδια μας η ζωή, θα ήταν αδύνατες. Δυστυχώς, ο Maxwell έφυγε από τη ζωή αρκετά νέος και δεν ευτύχησε να δει, λίγα χρόνια αργότερα, την πειραματική επαλήθευση της θεωρίας του για τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα...

Συχνά σκεφτόμαστε τον ηλεκτρισμό και τον μαγνητισμό σαν δύο ξεχωριστά φαινόμενα. Και, πράγματι, εμφανίζουν μία θεμελιώδη διαφορά: Ένα ηλεκτρικό φορτίο δέχεται ηλεκτρική δύναμη ανεξάρτητα από την κίνησή του, ενώ δέχεται μαγνητική δύναμη μόνο όταν κινείται. Αν ζούσαμε σε έναν εξωπραγματικό κόσμο όπου όλα τα ηλεκτρικά και τα μαγνητικά πεδία έμεναν αμετάβλητα μέσα στον χρόνο, δεν θα είχαμε επίγνωση ότι τα ηλεκτρικά και τα μαγνητικά φαινόμενα είναι αλληλένδετα και αμοιβαία εξαρτημένα. Από μαθηματική άποψη, οι περίφημες τέσσερις εξισώσεις του Maxwell θα έσπαζαν σε δύο ανεξάρτητα ζευγάρια, ένα για κάθε πεδίο (ηλεκτρικό και μαγνητικό).

Το 1831, όμως, σε μία σειρά πειραμάτων του, ο Michael Faraday ανακάλυψε κάτι ενδιαφέρον: κάθε φορά που ένα μαγνητικό πεδίο μεταβάλλεται χρονικά, ένα ηλεκτρικό πεδίο κάνει απαραίτητα την εμφάνισή του! Αν και δεν υπήρχαν τότε ανάλογες πειραματικές ενδείξεις, ο Maxwell πρόβλεψε πως και το αντίστροφο ήταν αληθές. Δηλαδή, ένα μαγνητικό πεδίο εμφανίζεται κάθε φορά που ένα ηλεκτρικό πεδίο αλλάζει χρονικά. Έτσι, δεν θα έπρεπε στο εξής να ξεχωρίζουμε απόλυτα τα ηλεκτρικά από τα μαγνητικά φαινόμενα, αφού το ηλεκτρικό και το μαγνητικό πεδίο μοιάζουν να είναι σε στενή εξάρτηση μεταξύ τους.

Από ιστορική άποψη, έχουμε εδώ την πρώτη θεωρία ενοποίησης φαινομενικά διαφορετικών δυνάμεων (αλληλεπιδράσεων) – των ηλεκτρικών και των μαγνητικών – σε μία ενιαία ηλεκτρομαγνητική αλληλεπίδραση. Ο εικοστός αιώνας θα διεύρυνε το «κάδρο» της ενοποίησης βάζοντας στο παιχνίδι την ασθενή και την ισχυρή αλληλεπίδραση, και κάνοντας μία ηρωική προσπάθεια να εντάξει στο σχήμα και την δύστροπη βαρύτητα…

Με την μαθηματική ιδιοφυΐα που τον διέκρινε, ο Maxwell κωδικοποίησε τα ηλεκτρομαγνητικά φαινόμενα με τέσσερις εξισώσεις που περιγράφουν την συμπεριφορά του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου στον χώρο και τον χρόνο. Από τις εξισώσεις αυτές προκύπτει το ενδιαφέρον συμπέρασμα ότι το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο έχει κυματικές ιδιότητες. Δηλαδή, μία μεταβολή (διαταραχή) του πεδίου σε κάποιο σημείο του χώρου δεν γίνεται ακαριαία αισθητή σε άλλα σημεία αλλά διαδίδεται μέσω ενός ηλεκτρομαγνητικού κύματος που ταξιδεύει με την ταχύτητα του φωτός. Ειδικά, το ίδιο το φως είναι ηλεκτρομαγνητικό κύμα που έχει την ιδιότητα να γίνεται αντιληπτό από εμάς για τον λόγο ότι ερεθίζει το αισθητήριο της όρασής μας.

Δεν χρειάζεται, νομίζω, να τονίσω την σημασία των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων για τη ζωή μας! Μέσω αυτών λαμβάνουμε φως και ζέστη από τον Ήλιο (αλλά, δυστυχώς, και άλλες ακτινοβολίες που είναι βλαπτικές για εμάς), απολαμβάνουμε στερεοφωνική μουσική στο ραδιόφωνο, βλέπουμε ποδοσφαιρικούς αγώνες στην τηλεόραση, επικοινωνούμε με τα κινητά μας τηλέφωνα… Όμως, πώς παράγονται αυτά τα κύματα;

Καταρχήν, λίγη ορολογία: Η διάδοση ενέργειας μέσω ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων καλείται ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία. (Στο εξής θα γράφουμε, σύντομα, «Η/Μ κύματα» και «Η/Μ ακτινοβολία».) Έτσι, ένα φυσικό σύστημα που εκπέμπει ενέργεια στη μορφή Η/Μ κυμάτων λέμε ότι εκπέμπει Η/Μ ακτινοβολία ή, απλά, ότι ακτινοβολεί. Παραδείγματα τέτοιων συστημάτων είναι τα άτομα, τα μόρια, οι πυρήνες, τα θερμά σώματα, οι κεραίες των ραδιοφωνικών σταθμών, κλπ.

Από μία προσεκτική εξέταση των εξισώσεων του Maxwell προκύπτει ότι η Η/Μ ακτινοβολία παράγεται με βασικά δύο τρόπους: (α) με επιταχυνόμενα μεμονωμένα ηλεκτρικά φορτία, και (β) με χρονικά μεταβαλλόμενα ηλεκτρικά ρεύματα. Ειδικά, ένα φορτίο που κινείται με σταθερή ταχύτητα (ευθύγραμμα και ομαλά) δεν ακτινοβολεί. Συνηθίζω να το εξηγώ αυτό στους μαθητές μου χρησιμοποιώντας την παρακάτω παραβολή:

Μια ζεστή μέρα του καλοκαιριού πάτε ως το περίπτερο να αγοράσετε ένα παγωτό. Για να προλάβετε πριν λιώσει, αποφασίζετε να το φάτε στον δρόμο. Βαδίζετε αμέριμνοι σε ένα ευθύγραμμο μονοπάτι με σταθερό βήμα (άρα, με σταθερή ταχύτητα) χωρίς να πάρετε είδηση ένα σμήνος από μέλισσες που σας ακολουθούν πολιορκώντας το παγωτό σας! Όταν ξαφνικά τις αντιλαμβάνεστε, επιταχύνετε την κίνησή σας για να τους ξεφύγετε (είτε τρέχετε πιο γρήγορα προς τα μπρος, είτε απλά αλλάζετε κατεύθυνση πορείας). Τρομαγμένες, τότε, από την κίνησή σας αυτή, κάποιες μέλισσες αποκόπτονται από το σμήνος και πετούν μακριά, χωρίς ποτέ να επιστρέψουν...

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Το «παγωτό» είναι ένα ηλεκτρικό φορτίο που αρχικά κινείται με σταθερή ταχύτητα, μεταφέροντας στην κατεύθυνση της κίνησής του την ολική ενέργεια του Η/Μ πεδίου του (το «σμήνος των μελισσών»), η οποία ενέργεια μένει σταθερή. Όταν το φορτίο επιταχύνεται, ένα μέρος της ενέργειας αυτής (οι «μέλισσες» που πέταξαν μακριά) αποσπάται, κατά κάποιον τρόπο, και απομακρύνεται προς το άπειρο με την ταχύτητα του φωτός, υπό μορφή Η/Μ κύματος. Και, όσο πιο μεγάλη είναι η επιτάχυνση του φορτίου, τόσο πιο μεγάλη είναι και η ενέργεια της εκπεμπόμενης Η/Μ ακτινοβολίας στη μονάδα του χρόνου.

Εδώ, τώρα, μπορεί να τεθεί το εξής ερώτημα: Η επιτάχυνση είναι κάτι το σχετικό. Αν ένα φορτίο επιταχύνεται ως προς έναν «ακίνητο» παρατηρητή, αυτός θα βλέπει το φορτίο να εκπέμπει Η/Μ ακτινοβολία. Ένας παρατηρητής, όμως, που κινείται μαζί με το φορτίο – άρα το φορτίο είναι ακίνητο ως προς αυτόν – πώς θα εξηγήσει την ακτινοβολία που αντιλαμβάνεται;

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να θυμηθούμε την έννοια του αδρανειακού συστήματος αναφοράς. Είναι ένα σύστημα συντεταγμένων (ή αξόνων) ως προς το οποίο ένα ελεύθερο σωμάτιο (δηλαδή, ένα σωμάτιο που δεν του ασκούνται δυνάμεις) είτε κινείται με σταθερή ταχύτητα (ευθύγραμμα και ομαλά) είτε δεν κινείται καθόλου. Ο παρατηρητής που χρησιμοποιεί ένα τέτοιο σύστημα αναφοράς λέγεται αδρανειακός παρατηρητής. Με βάση τον Νόμο της Αδράνειας (πρώτο νόμο του Νεύτωνα), δύο αδρανειακοί παρατηρητές κινούνται με σταθερή ταχύτητα (δεν επιταχύνονται) ο ένας ως προς τον άλλον.

Αυτό που πρέπει να θυμόμαστε είναι ότι σε αδρανειακά και μόνο συστήματα αναφοράς ισχύουν οι νόμοι του Νεύτωνα, καθώς και οι νόμοι του ηλεκτρομαγνητισμού. Ειδικά, ένα ηλεκτρικό φορτίο εκπέμπει Η/Μ ακτινοβολία όταν επιταχύνεται ως προς έναν αδρανειακό παρατηρητή. Ο παρατηρητής που κινείται μαζί με το φορτίο αυτό δεν είναι αδρανειακός. Έτσι, αν και σε εκείνον το φορτίο φαίνεται ακίνητο, άρα μη-επιταχυνόμενο, δεν έχει το «δικαίωμα» να ερμηνεύει τα ηλεκτρομαγνητικά φαινόμενα με βάση τις εξισώσεις του Maxwell και, αν επιμείνει να το κάνει, θα φτάσει στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι ακόμα και ένα ακίνητο φορτίο ακτινοβολεί! Στην πραγματικότητα, βέβαια, το φορτίο ακτινοβολεί επειδή επιταχύνεται ως προς τον αδρανειακό παρατηρητή.

Ο Maxwell ήταν άτυχος που δεν πρόλαβε την θεωρία της σχετικότητας, αφού με βάση αυτήν είναι πολύ εύκολο να αποδειχθεί ότι ένα φορτίο που κινείται με σταθερή ταχύτητα ως προς έναν αδρανειακό παρατηρητή δεν ακτινοβολεί. Ας δούμε πώς:

Έστω φορτίο q που κινείται με σταθερή ταχύτητα (ευθύγραμμα και ομαλά) ως προς έναν αδρανειακό παρατηρητή Ο. Θεωρούμε και έναν παρατηρητή Ο΄ που κινείται μαζί με το φορτίο, άρα είναι κι αυτός αδρανειακός (αφού κινείται με σταθερή ταχύτητα ως προς τον Ο). Επειδή το q είναι ακίνητο ως προς τον Ο΄, ο παρατηρητής αυτός θα αντιλαμβάνεται απλά ένα στατικό ηλεκτρικό πεδίο και δεν θα καταγράφει εκπομπή Η/Μ ακτινοβολίας από το q (η Η/Μ ακτινοβολία προϋποθέτει χρονική μεταβολή του Η/Μ πεδίου).

Ας κάνουμε τώρα την υπόθεση ότι ο «ακίνητος» παρατηρητής Ο, ως προς τον οποίο το q κινείται με σταθερή ταχύτητα, βλέπει το q να ακτινοβολεί. Σύμφωνα με την αρχή της σχετικότητας, η Η/Μ ακτινοβολία διαδίδεται με την ίδια ταχύτητα c (ταχύτητα του φωτός) σε όλα τα αδρανειακά συστήματα αναφοράς. Έτσι, αν ο παρατηρητής Ο βλέπει ακτινοβολία που διαδίδεται με ταχύτητα c, τότε και ο παρατηρητής Ο΄ θα πρέπει να βλέπει την ίδια ακτινοβολία να διαδίδεται με την ίδια ταχύτητα. Όμως, όπως είπαμε προηγουμένως, ο παρατηρητής Ο΄ δεν βλέπει καμία ακτινοβολία! Γιατί οδηγηθήκαμε σε άτοπο; Διότι κάναμε μία λανθασμένη υπόθεση: ότι ο παρατηρητής Ο βλέπει το φορτίο q να ακτινοβολεί. Συμπέρασμα: το q δεν μπορεί να ακτινοβολεί αν κινείται με σταθερή ταχύτητα ως προς τον αδρανειακό παρατηρητή Ο.

Σημειώνουμε ότι η επιχειρηματολογία που χρησιμοποιήσαμε καταρρέει αν το q επιταχύνεται ως προς τον Ο, αφού ο παρατηρητής Ο΄ που κινείται μαζί με το φορτίο δεν είναι τώρα αδρανειακός και, συνεπώς, η αρχή της σχετικότητας δεν μπορεί πλέον να χρησιμοποιηθεί για να συσχετίσει τις παρατηρήσεις των Ο και Ο΄.

Κλασική Φυσική και ατομική θεωρία: Μία δύσκολη σχέση...

Ένα ατομικό σύστημα αποτελείται από ένα πλήθος θετικά και αρνητικά φορτισμένων σωματιδίων (πυρήνας και ηλεκτρόνια, αντίστοιχα) τα οποία συγκρατούνται μεταξύ τους με ηλεκτρικές δυνάμεις έτσι ώστε το σύστημα να είναι ευσταθές (να διατηρεί την ταυτότητά του) για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.

Όπως μπορεί να αποδειχθεί, ένα σύστημα φορτισμένων σωματιδίων δεν είναι δυνατό να βρίσκεται σε στατική ισορροπία κάτω από την επίδραση ηλεκτρικών δυνάμεων. Τα σωματίδια θα πρέπει να βρίσκονται σε κίνηση και, επειδή ο χώρος της κίνησής τους είναι περιορισμένος, η διεύθυνση της ταχύτητάς τους θα πρέπει να μεταβάλλεται συνεχώς. Με άλλα λόγια, τα σωματίδια θα έχουν (τουλάχιστον κεντρομόλο) επιτάχυνση.

Όμως, σύμφωνα με την κλασική θεωρία, κάθε επιταχυνόμενο φορτίο εκπέμπει Η/Μ ακτινοβολία χάνοντας διαρκώς ενέργεια. Έτσι, μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα το σύστημα θα πρέπει να συρρικνώνεται και να καταρρέει, χάνοντας τελικά την ταυτότητά του. Κάτι τέτοιο (ευτυχώς!) δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα, αφού τα ατομικά συστήματα είναι ευσταθή.

Ένα άλλο φαινόμενο που απαιτεί εξήγηση είναι ότι τα ατομικά συστήματα εκπέμπουν και απορροφούν την Η/Μ ακτινοβολία με τρόπο επιλεκτικό. Δηλαδή, κάθε τέτοιο σύστημα απορροφά και εκπέμπει συγκεκριμένες μόνο συχνότητες ακτινοβολίας. Όπως λέμε, το φάσμα εκπομπής και απορρόφησης του συστήματος είναι γραμμικό. Αυτό η κλασική Φυσική επίσης αδυνατεί να το εξηγήσει.

Εκεί που αποτυγχάνει η κλασική θεωρία, αναλαμβάνει δράση η κβαντική. Ας εξετάσουμε πώς συμβαίνει αυτό, παίρνοντας σαν παράδειγμα το απλούστερο ατομικό σύστημα: το άτομο του υδρογόνου. Και, πριν απ’ όλα, ας δούμε και πάλι γιατί ένα τέτοιο σύστημα δεν είναι δυνατό να μελετηθεί με όρους κλασικής Φυσικής.

Μοντέλο του Rutherford: Μία σημαντική αρχή, με προβληματικά συμπεράσματα...

Το πρώτο σύγχρονο μοντέλο του ατόμου προτάθηκε το 1911 από τον Ernest Rutherford. Στην απλούστερη περίπτωση, αυτή του ατόμου του υδρογόνου, το μοναδικό ηλεκτρόνιο κινείται κυκλικά γύρω από τον πυρήνα (πρωτόνιο) με σταθερή γωνιακή ταχύτητα και αυθαίρετη ακτίνα τροχιάς.

Η εικόνα θυμίζει την κίνηση ενός πλανήτη γύρω από τον Ήλιο, ή ενός δορυφόρου γύρω από έναν πλανήτη. Με μία βασική διαφορά: στην περίπτωση του ατόμου, η κίνηση οφείλεται σε Η/Μ αλληλεπίδραση (την δύναμη Coulomb ανάμεσα σε πρωτόνιο και ηλεκτρόνιο) και όχι στη βαρύτητα, όπως συμβαίνει στα πλανητικά συστήματα. Και, επειδή το ηλεκτρόνιο έχει κεντρομόλο επιτάχυνση λόγω της συνεχούς μεταβολής στη διεύθυνση της κίνησής του, η κλασική θεωρία προβλέπει ότι το άτομο θα πρέπει να εκπέμπει συνεχώς Η/Μ ακτινοβολία χάνοντας ενέργεια, με αποτέλεσμα η ακτίνα της κυκλικής τροχιάς του ηλεκτρονίου να μειώνεται ολοένα ώσπου τελικά το ηλεκτρόνιο να μεταπέσει μέσα στον πυρήνα του ατόμου. Και η μετάπτωση αυτή, που θα σήμαινε ολική κατάρρευση του ατόμου, θα συνέβαινε μέσα σε απειροελάχιστο χρονικό διάστημα! Κάτι τέτοιο, βέβαια, δεν παρατηρείται στην πραγματικότητα: το άτομο του υδρογόνου – όπως και εκείνα των υπόλοιπων στοιχείων – είναι δομή ευσταθής.

Η ιστορία, όμως, έχει και συνέχεια. Καθώς θα μεταβάλλονταν συνεχώς η ακτίνα της τροχιάς του ηλεκτρονίου και η ενέργεια του ατόμου, με ομοίως συνεχή τρόπο θα μεταβαλλόταν και η συχνότητα της Η/Μ ακτινοβολίας που θα εξέπεμπε το άτομο. Όπως όμως αναφέραμε προηγουμένως, τα άτομα δεν φαίνεται να εκπέμπουν ακτινοβολία κατά τρόπο συνεχή, αλλά κάθε άτομο εκπέμπει επιλεκτικά συγκεκριμένες συχνότητες ακτινοβολίας, χαρακτηριστικές του ατόμου. Δηλαδή, τα φάσματα εκπομπής των ατόμων (όπως επίσης και των μορίων) είναι γραμμικά.

Το μοντέλο του Rutherford, λοιπόν, αν και αποτέλεσε ένα πρώτο σημαντικό βήμα στην κατανόηση της ατομικής δομής, δεν εξηγεί τόσο την ευστάθεια, όσο και την γραμμικότητα του φάσματος εκπομπής των ατόμων. Και εδώ μπαίνει στη σκηνή η κβαντική θεωρία. Με τις αρχικές αδυναμίες της κι αυτή...

Μοντέλο του Bohr: «Παντρεύοντας» κλασικές με κβαντικές ιδέες...

Το 1913 ο Niels Bohr επιχείρησε να «διορθώσει» τις αδυναμίες του μοντέλου του Rutherford για το άτομο του υδρογόνου, προτείνοντας ένα μοντέλο που συνδύαζε κλασικές έννοιες όπως η τροχιά ενός σωματιδίου, με νεωτεριστικές ιδέες όπως ο κβαντισμός της στροφορμής και της ενέργειας.

Ο Bohr εμπλούτισε το μοντέλο του Rutherford για το υδρογόνο, προσθέτοντας δύο αξιώματα:

1. Το ηλεκτρόνιο δεν επιτρέπεται να διαγράφει αυθαίρετες τροχιές γύρω από τον πυρήνα, αλλά πρέπει να κινείται σε κυκλικές τροχιές με αυστηρά καθορισμένες ακτίνες. Στις τροχιές αυτές το ηλεκτρόνιο δεν εκπέμπει Η/Μ ακτινοβολία, και η ενέργεια του ατόμου είναι καθορισμένη και σταθερή.

2. Το άτομο ακτινοβολεί μόνο όταν το ηλεκτρόνιο μεταπίπτει από μία τροχιά μεγαλύτερης ενέργειας σε μία τροχιά μικρότερης ενέργειας, με παράλληλη μείωση της ακτίνας της τροχιάς του ηλεκτρονίου. Η ενέργεια ακτινοβολείται στη μορφή ενός φωτονίου.

Η θεωρία του Bohr εξηγεί την γραμμικότητα του φάσματος εκπομπής του υδρογόνου, προβλέποντας σωστά και τις συχνότητες της εκπεμπόμενης ακτινοβολίας. Η γραμμικότητα αυτή εξηγείται με απλό τρόπο ως εξής: Σε μία μετάπτωση του ηλεκτρονίου από μία τροχιά ενέργειας E σε μία τροχιά μικρότερης ενέργειας , το άτομο εκπέμπει ενέργεια στη μορφή ενός φωτονίου συχνότητας ν=(E–E΄)/h, όπου h η σταθερά του Planck. Και, επειδή τα E και  παίρνουν διακριτές και όχι αυθαίρετες τιμές (δηλαδή, η ενέργεια του ατόμου είναι κβαντισμένη), το ίδιο θα ισχύει και για τις συχνότητες ν της εκπεμπόμενης Η/Μ ακτινοβολίας. Έτσι, ο κβαντισμός της ενέργειας είναι στενά συνδεδεμένος με την γραμμικότητα του ατομικού φάσματος εκπομπής.

Το μοντέλο του Bohr «πάσχει» σε δύο, κυρίως, σημεία:

1. Ενώ προβλέπει σωστά το φάσμα εκπομπής του ατόμου του υδρογόνου, αδυνατεί να κάνει το ίδιο για άτομα με δύο ή περισσότερα ηλεκτρόνια.

2. Αφήνει ανεξήγητο το ότι στις επιτρεπτές τροχιές του το ηλεκτρόνιο, αν και έχει κεντρομόλο επιτάχυνση, δεν ακτινοβολεί, παραβιάζοντας έτσι τους νόμους του κλασικού ηλεκτρομαγνητισμού.

Και στα δύο αυτά ζητήματα δίνει απαντήσεις η κβαντομηχανική. Θα επικεντρωθούμε εδώ στο δεύτερο.

Πώς η κβαντομηχανική συμφιλιώνει τον Maxwell με τον Bohr!

Σύμφωνα με τον κλασικό ηλεκτρομαγνητισμό, ένα σημειακό φορτίο που εκτελεί ομαλή κυκλική κίνηση εκπέμπει ακτινοβολία λόγω της κεντρομόλου επιτάχυνσής του. Αντίθετα, ένα κυκλικό ηλεκτρικό ρεύμα σταθερής έντασης δεν ακτινοβολεί, αφού το Η/Μ πεδίο που παράγει είναι απλά ένα στατικό μαγνητικό πεδίο. Και, όπως αναφέραμε νωρίτερα, η Η/Μ ακτινοβολία προϋποθέτει χρονική μεταβολή του Η/Μ πεδίου.

Όμως, στην κβαντομηχανική η εικόνα ενός σημειακού φορτίου που κινείται σε καθορισμένη τροχιά στερείται νοήματος, αφού η αρχή της αβεβαιότητας δεν επιτρέπει να γνωρίζουμε την ακριβή θέση και την ακριβή ταχύτητα ενός σωματιδίου του μικρόκοσμου. Στη θέση των τροχιών, η κβαντομηχανική μιλά για στάσιμες καταστάσεις με καλά καθορισμένες ενέργειες. Και, στη θέση της κίνησης ενός ηλεκτρονίου σε καθορισμένη τροχιά γύρω από τον πυρήνα, η θεωρία προτείνει ένα «ρεύμα πιθανότητας» που σχετίζεται με όλες τις θέσεις στις οποίες μπορεί να βρεθεί το ηλεκτρόνιο κατά την κίνησή του. Όταν το ηλεκτρόνιο βρίσκεται σε μία από τις στάσιμες καταστάσεις, το αντίστοιχο ρεύμα πιθανότητας είναι χρονικά σταθερό.

Επί πλέον – και αυτή είναι μία κρίσιμη υπόθεση – το ρεύμα πιθανότητας μπορεί να θεωρηθεί ως μαθηματικά ανάλογο ενός ηλεκτρικού ρεύματος γύρω από τον πυρήνα του ατόμου. Σε μία στάσιμη κατάσταση, το ηλεκτρικό ρεύμα αυτό είναι χρονικά σταθερό. Και, σύμφωνα με την κλασική θεωρία, ένα σταθερό ρεύμα δεν αποτελεί πηγή εκπομπής Η/Μ ακτινοβολίας.

Ας πάμε, ειδικά, στο άτομο του υδρογόνου. Οι επιτρεπτές τροχιές του Bohr, σε κάθε μία εκ των οποίων το ηλεκτρόνιο έχει καλά καθορισμένη ενέργεια, αντιστοιχούν στις στάσιμες καταστάσεις της κβαντομηχανικής. Και, όπως προαναφέραμε, στις καταστάσεις αυτές η κίνηση του ηλεκτρονίου είναι ισοδύναμη με ένα ηλεκτρικό ρεύμα σταθερής έντασης. Έτσι, στις «καταστάσεις Bohr» το άτομο δεν ακτινοβολεί, εκτός αν το ηλεκτρόνιο μεταπέσει από μία κατάσταση υψηλότερης ενέργειας σε μία κατάσταση χαμηλότερης ενέργειας, οπότε το άτομο θα εκπέμψει ένα φωτόνιο συχνότητας ανάλογης με τη διαφορά ενέργειας ανάμεσα στις δύο καταστάσεις.

Όταν, τώρα, το άτομο του υδρογόνου δεν υπόκειται σε εξωτερική διέγερση, το ηλεκτρόνιό του «προτιμά» να βρίσκεται στη στάσιμη κατάσταση με την χαμηλότερη δυνατή ενέργεια, αντίστοιχη της πρώτης (θεμελιώδους) τροχιάς του Bohr. Και, επειδή δεν υπάρχει δυνατότητα περαιτέρω μεταπτώσεων, το ηλεκτρόνιο παραμένει επ’ αόριστον στη θεμελιώδη κατάσταση, ενώ το άτομο δεν έχει πλέον τη δυνατότητα να ακτινοβολεί. Η ενέργεια του ατόμου μένει, έτσι, σταθερή, και το άτομο αποφεύγει την κατάρρευση.

Αντικαθιστώντας, λοιπόν, τις ημι-κλασικές τροχιές Bohr με τις στάσιμες καταστάσεις της κβαντομηχανικής, και θεωρώντας ότι το κβαντικό ρεύμα πιθανότητας είναι ανάλογο ενός πραγματικού ηλεκτρικού ρεύματος που περιβάλλει τον πυρήνα του ατόμου, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το άτομο του υδρογόνου είναι ευσταθές σύστημα. Και, το συμπέρασμα αυτό είναι σύμφωνο με μία καθαρά κλασική αρχή: ότι ένα χρονικά σταθερό ηλεκτρικό ρεύμα δεν ακτινοβολεί ενέργεια. Παρά την αρχική αμηχανία τού Rutherford, ο Maxwell και ο Bohr μπορούν, τελικά, να γίνουν φίλοι!

Επίλογος

Από φιλοσοφική άποψη, θα λέγαμε ότι η κβαντομηχανική όχι μόνο δεν καταργεί τον Maxwell σε ό,τι αφορά τα φαινόμενα του μικρόκοσμου, αλλά κατ’ ουσίαν τον δικαιώνει. Αρκεί, βέβαια, να επανεξεταστούν «αυτονόητες» έννοιες της κλασικής Φυσικής, όπως η τροχιά ενός σωματιδίου ως γεωμετρικός τόπος επακριβώς καθορισμένων σημείων από τα οποία το σωματίδιο διέρχεται σε απόλυτα καθορισμένες χρονικές στιγμές. Η επανεξέταση αυτή επιβάλλεται λόγω της αρχής της αβεβαιότητας, σύμφωνα με την οποία δεν επιτρέπεται να γνωρίζουμε λεπτομέρειες του μικρόκοσμου σε τάξη μεγέθους συγκρίσιμη με (ή μικρότερη από) εκείνη της σταθεράς του Planck.

Αν σκεφτούμε ότι τον ηλεκτρομαγνητισμό του Maxwell δεν αμφισβήτησε ούτε η θεωρία της σχετικότητας (κάτι που έκανε για την νευτώνεια μηχανική), καταλαβαίνουμε γιατί ο μεγάλος αυτός επιστήμονας του 19ου αιώνα δικαίως μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο κορυφαίος θεωρητικός Φυσικός πριν τον Αϊνστάιν!

* Το πιο πάνω κείμενο αποτελεί μεταφρασμένη και ελαφρά απλουστευμένη εκδοχή του παιδαγωγικού επιστημονικού άρθρου "But, how can the atom be so stable, Dr. Maxwell?" (https://arxiv.org/abs/2105.08421)