Αν κάτι πρέπει να αναγνωρίσουμε στην ελληνική Αριστερά είναι ότι δεν της έλειψε ποτέ η ευρηματικότητα στο να παράγει «ετικέτες» για όσους δεν δηλώνουν υποταγή στις ιδέες της. Το δόγμα «πας μη αριστερός, φασίστας» κυριάρχησε στις αρχές της Μεταπολίτευσης. Όταν, αργότερα, κλιμακώθηκε το φαινόμενο της (παράνομης κυρίως) μετανάστευσης, η έννοια του «ρατσιστή» μπήκε δυναμικά στο καθημερινό μας λεξιλόγιο από την λεγόμενη «ανανεωτική» Αριστερά, για να στιγματίσει ακόμα κι εκείνους που τολμούσαν να ψελλίσουν δυο λέξεις διαμαρτυρίας για το οριστικά χαμένο αίσθημα ασφάλειας στη χώρα λόγω της κατακόρυφης αύξησης της εγκληματικότητας.
Με αφορμή μια πρόσφατη αποτρόπαιη πράξη βίας στο κέντρο της Αθήνας, που είχε σαν αποτέλεσμα τον θάνατο ενός τοξικομανούς LGBT ακτιβιστή ο οποίος φέρεται να επιχείρησε να ληστέψει κοσμηματοπωλείο, μία ακόμα ετικέτα ανασύρθηκε από το (ανανεωτικό) «προοδευτικό» λεξικό για να δαιμονοποιήσει συλλήβδην το συντηρητικό κομμάτι της κοινωνίας, στο οποίο περίπου καταλόγισε ομαδική ευθύνη για τον φόνο. Η λογική, απλή: «Είσαι συντηρητικός, άρα είσαι φασίστας, ρατσιστής και δολοφόνος!» Και, για να τονιστεί το αξιοχλεύαστο της συντήρησης, οι (κατά μεταφυσικό τρόπο) «συνεργοί» του εγκλήματος – όλοι εκείνοι, δηλαδή, που τολμούν να δηλώνουν φιλήσυχοι και μη-επαναστατημένοι – εισέπραξαν για μία ακόμα φορά τον σαρκαστικό χαρακτηρισμό «νοικοκυραίοι»...
Σταχυολογώ, εντελώς δειγματοληπτικά, φράσεις που αλίευσα στο Διαδίκτυο από «προοδευτικές» γραφίδες μετά το τραγικό περιστατικό. Για λόγους συντόμευσης, έχω «μοντάρει» ελαφρά τα αποσπάσματα χωρίς να αλλοιώσω το νόημά τους:
«Το άγριο λιντσάρισμα (...) αποδεικνύει γι’ άλλη μια φορά τα ακραία και φασιστικά ένστικτα της βαθιά συντηρητικής κοινωνίας μας.»
«Ο θάνατος του (...) αποκάλυψε τον κρυφοφασισμό μέρους της ελληνικής κοινωνίας.»
«Νοικοκυραίος είναι ο μικροαστός φασίστας (...). Είναι φασίστας γιατί είναι απολίτικος στην ουσία του.»
«Τον (...) τον δολοφόνησαν οι ‘νοικοκυραίοι’, αυτός ο ανθρωπότυπος που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του φασισμού, που δεν τα βάζει ποτέ με την εξουσία. Κι ύστερα σκούπισαν τα αίματα, έκαναν το σταυρό τους μόλις πέρασαν από την Εκκλησία και γύρισαν στα σπίτια τους για να παίξουν στην κακοσκηνοθετημένη παράσταση του καλού οικογενειάρχη.»
«Οι λεγόμενοι ‘νοικοκυραίοι’, που εκπροσωπούν τον βαθύ κοινωνικό συντηρητισμό. Είναι αυτοί που είναι αντίθετοι στον πολιτικό γάμο ομοφυλοφίλων, στην τεκνοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια, στη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου, αυτοί που θέλουν να υπάρχει η εικόνα του Χριστού στις αίθουσες των σχολείων. (...) Θεμέλια της κοινωνίας τους η πατρίδα, η θρησκεία και το Δίκαιο...»
Συλλογική ευθύνη για τον φόνο, λοιπόν, σε όλους ανεξαιρέτως όσοι έχουν άλλη άποψη για τις οικογενειακές δομές (μένοντας πιστοί στην παραδοσιακή εκδοχή τους), επιμένουν να θρησκεύονται, αγαπούν την πατρίδα τους και δεν περιφρονούν το Δίκαιο. Κι εγώ θυμάμαι την παροιμία «τώρα που βρήκαμε παπά, ας θάψουμε πέντ’ - έξι»! Όπου «παπάς» ένα κοινό (όχι κοινωνικο-πολιτικό) έγκλημα που εργαλειοποιείται για να δυσφημιστεί συλλήβδην (να «θαφτεί» ηθικά, δηλαδή) μία ολόκληρη κοινωνική ομάδα που απλά δεν δηλώνει υποταγή στα κελεύσματα της «προόδου»!
Διάβασα πριν χρόνια ένα οργισμένα ειρωνικό κείμενο για τον «απολιτικό» άνθρωπο, ιδιότητα που αποδίδεται κατ’ εξοχήν στους «νοικοκυραίους». Ανάμεσα στα άλλα, του καταλόγιζε ότι κάθεται βολικά στο γραφείο του την ώρα που κάποιοι άλλοι διαδηλώνουν στους δρόμους για τους μετανάστες.
Το ότι οφείλουμε να είμαστε ενάντιοι σε κάθε μορφή απρόκλητης και αναίτιας βίας (φυσικής ή λεκτικής) που στρέφεται κατά ανυπεράσπιστων και καλοπροαίρετων φιλοξενούμενων στη χώρα, είναι ασφαλώς αυτονόητο. Και ορθώς οι νόμοι την βία αυτή την τιμωρούν. Επειδή, όμως, το αφήγημα «κακοί Έλληνες νοικοκυραίοι – καλοί και κατατρεγμένοι μετανάστες», ως απόλυτο δόγμα, έχει θέση στον χώρο της πολιτικής μυθοπλασίας και μόνο, καλό είναι να βγούμε για λίγο από το «προοδευτικό» καβούκι μας και να δούμε τη ζωή από την οπτική γωνία του μέσου, ανώνυμου ανθρωπάκου της καθημερινότητας. Εκείνου που απώλεσε οριστικά το δικαίωμα να περπατά ανέμελα στους δρόμους και τα πάρκα της πόλης «του» όπως την ήξερε, που έπαψε να νιώθει ασφάλεια μέσα στο ίδιο του το σπίτι, που έμαθε να ζει με τον φόβο και, εν τέλει, να τον αποδέχεται ως μέρος της ζωής του...
Για ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνικο-πολιτικής κουλτούρας, ο όρος «μετανάστης» αντιπροσωπεύει εξ ορισμού έναν καλό και κατατρεγμένο άνθρωπο που ήρθε στη χώρα ως ικέτης ζητώντας φιλοξενία και θαλπωρή. Και, όταν αυτός καταφεύγει στο έγκλημα, η πράξη του είναι κατά βάση «κατανοητή», αφού πρέπει «να ταΐσει τα παιδιά του». Όσοι τολμούν να αμφισβητήσουν την γενική και άνευ προϋποθέσεων ισχύ του δόγματος, χαρακτηρίζονται ως «ρατσιστές» και «φασίστες». Ακόμα χειρότερα: χλευάζονται ως «νοικοκυραίοι»!
Με την ίδια γενική συμπάθεια αντιμετωπίζονται οι «εθισμένοι». Και, όταν φτάνουν στο έγκλημα για τη «δόση», η πράξη περιβάλλεται με κατανόηση, αν όχι με συμπόνια: «Δεν έφταιγε αυτός, ήταν υπό την επήρεια!» Σε όσους τολμούν να μιλήσουν περί ατομικής ευθύνης – αφού η «επήρεια» δεν είναι πρόσωπο για να την δικάσουμε! – επιφυλάσσονται οι κλασικές ετικέτες του ανάλγητου, του βολεμένου αστού, του ρατσιστή, ίσως και του φασίστα. Α, να μην το ξεχάσω: και του «νοικοκυραίου»!
Προς αποφυγή παρερμηνειών: Γενικά μιλώντας, η συντήρηση δεν φορά φωτοστέφανο, ιδιαίτερα όταν αμφισβητεί την ελευθερία της σκέψης, του λόγου και του αυτοπροσδιορισμού. Ακόμα περισσότερο, αν η αμφισβήτηση αυτή συνοδεύεται από βίαιες συμπεριφορές ή στοχεύει σε κοινωνικούς αποκλεισμούς.
Από την άλλη, όμως, σε κανέναν δεν αξίζει να εισπράττει χλεύη και απαξίωση επειδή και μόνο αδυνατεί να παρακολουθήσει την μετεξέλιξη των ηθών μιας εποχής. Πόσο μάλλον να του χρεώνεται (έστω απρόσωπα) ένα έγκλημα όπου το θύμα απλά έτυχε να ανήκει σε ομάδα ανθρώπων με αντισυμβατικό τρόπο ζωής.
Ο ισοπεδωτικός τρόπος σκέψης των αυτοαποκαλούμενων «προοδευτικών», που φτάνουν στο σημείο να βαφτίζουν συλλήβδην «φασίστες» τους αρνητές της δικής τους κοσμοθεώρησης, ελάχιστα διαφέρει από τον τρόπο σκέψης κάποιων που δικαιούνται τον χαρακτηρισμό αυτό άνευ εισαγωγικών. Και ας μη διαμαρτυρόμαστε μετά όταν αυτοί οι «κάποιοι» σπεύδουν να αυτο-χριστούν «προστάτες της κοινωνίας». Μιας κοινωνίας που όχι μόνο η πολιτεία έχει αφήσει στο έλεος του εγκλήματος, αλλά και η «προοδευτική» διανόηση της κουνά το δάχτυλο όταν τολμά να αναρωτηθεί γιατί για τα δικά της, ανώνυμα θύματα δεν μπήκε κανείς ποτέ στον κόπο να κατέβει στους δρόμους, δεν βρέθηκε κανείς να οργιστεί ή να κλάψει...
Ο φασισμός είναι βία, και η βία έχει πολλές εκφάνσεις – φανερές και κρυφές, ακατέργαστες και διανοουμενίστικες. Και ουδείς αναμάρτητος (του γράφοντος μη εξαιρουμένου)!
Aixmi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου