Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016

Για τον βιασμό της ελευθερίας του λόγου δεν υπάρχουν νόμοι...

Με λύπη (ομολογώ μεγάλη) αναγγέλλω στους συνδρομητές του καναλιού μου στον ιστότοπο YouTube το κλείσιμο του λογαριασμού μου και την κατάργηση του καναλιού αυτού. Έγινε με απόφαση δική μου (όχι του ίδιου του YouTube) για λόγους που σχετίζονται τόσο με το προσωπικό μου αίσθημα αξιοπρέπειας, όσο και με τη συνειδητοποίηση, πλέον, ότι στον εν λόγω ιστότοπο η ελευθερία του λόγου δέχεται χτυπήματα "κάτω από τη ζώνη"...

Αφορμή ήταν ένα εξευτελιστικό (και συνάμα απειλητικό) μήνυμα που έλαβα απόψε, ως "κεραυνό εν αιθρία", από το YouTube. Αλλά, ας πάρω τα πράγματα απ' την αρχή...

Πριν τέσσερα, περίπου, χρόνια ανάρτησα ένα πολύ μικρό απόσπασμα από μια μακράς διάρκειας ομιλία του Δ. Λιαντίνη με θέμα τη διαχρονική μορφή της "Ελένης". Η ομιλία αυτή διατίθεται ελεύθερα στο YouTube (δεν αποτελεί, δηλαδή, εμπορικό προϊόν, όπως π.χ. μια κινηματογραφική ταινία), έτσι ορθώς ο ιστότοπος δεν έθεσε εξαρχής, ούτε και κατά τη διάρκεια της τετραετίας που ακολούθησε, ζήτημα πνευματικών δικαιωμάτων. Εξάλλου, ο ιστότοπος liantinis.org, που είχε αναρτήσει το video της ομιλίας και ήταν, τυπικά, κάτοχος των πνευματικών δικαιωμάτων, γνώριζε εξαρχής την ύπαρξη του δικού μου αποσπάσματος. Είχε μάλιστα αναρτήσει και σχολιασμούς, τους οποίους καλοδέχτηκα στο κανάλι μου και ανταποκρίθηκα σ' αυτούς με καλοπιστία και ειλικρινή διάθεση διαλόγου. Κάθε φορά, δε, που έπεφταν στην αντίληψή μου τυχόν απρεπείς σχολιασμοί για τον Δ.Λ. από άλλους επισκέπτες της σελίδας μου, διέγραφα αμέσως τα σχόλια και, σε κάποιες περιπτώσεις, επέβαλα ακόμα και αποκλεισμούς χρηστών!

Βέβαια, οι "ταλιμπάν" του Λιαντίνη ποτέ δεν είδαν με καλό μάτι την ύπαρξη αυτού του σύντομου video, το οποίο έδινε έμφαση σε ένα απόσπασμα του λόγου του Δ.Λ. που θα προτιμούσαν να περάσει απαρατήρητο, αφού μάλιστα δεν αφορούσε καν το κύριο θέμα της ομιλίας. Συγκεκριμένα, ο Δάσκαλος είχε εκφράσει - μάλλον παρορμητικά και χωρίς την αναγκαία δεύτερη σκέψη - την ατυχή άποψη ότι το ελληνικό αλφάβητο θα έπρεπε να αντικατασταθεί από το λατινικό "για να μας διαβάζουν πιο εύκολα οι ξένοι". Σε όρους μοντέρνου λεξιλογίου, ο κορυφαίος των ελληνικών γραμμάτων του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα προπαγάνδιζε τη χρήση των διαβόητων, πλέον, greeklish!

Κι εδώ ξεδιπλώνεται όλος ο φασισμός και η έλλειψη δημοκρατικού ήθους από το liantinis.org! Εντελώς ξαφνικά και μετά από τέσσερα ολόκληρα χρόνια, χωρίς καν να έρθουν πρώτα σε επαφή μαζί μου και να συζητήσουν το ζήτημα, κατέθεσαν καταγγελία εναντίον μου στο YouTube για "παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων", αξιώνοντας την απόσυρση του αποσπάσματος της ομιλίας από το κανάλι μου! Από τη μεριά του, το YouTube θεώρησε καλό να συνοδεύσει την ικανοποίηση του αιτήματος με μία εξευτελιστική προειδοποίηση προς εμένα, σε ύφος δικαστού που απευθύνεται σε κατά συρροήν εγκληματία! Για τους φανατικούς του Λιαντίνη, βέβαια, ίσως ο χαρακτηρισμός αυτός δεν απέχει και πολύ απ' την πραγματικότητα...

Θα μπορούσα να αφήσω το περιστατικό να περάσει και να ξεχαστεί, χωρίς να δώσω σημασία. Όμως αισθάνθηκα πως η συνέχιση της συνεργασίας μου με το YouTube θα αποτελούσε πλέον περίπου πράξη αυτοχειρίας του ίδιου μου του αισθήματος αξιοπρέπειας! Έτσι, πήρα τη δύσκολη απόφαση να κλείσω τον λογαριασμό μου. Δύσκολη τόσο γιατί αισθάνομαι ότι προδίδω τους πολυάριθμους συνδρομητές του καναλιού, όσο και γιατί βγάζω από την κυκλοφορία, μεταξύ άλλων, και μερικά προσωπικά videos που έφτιαξα μέσα στα χρόνια αυτά με πολύ κόπο και μεγάλο μεράκι!

Όσο για τους οπαδούς του Δ. Λιαντίνη, θα πω τούτο: Αν το μόνο που θεωρείτε ότι σας δίδαξε ο Δάσκαλός σας είναι η με κάθε - τυπικά νόμιμο αλλά ηθικά απαράδεκτο - τρόπο φίμωση κάθε άποψης που δεν βολεύει την υστεροφημία του, τότε ΔΕΝ ΔΙΚΑΙΟΥΣΤΕ ΝΑ ΑΥΤΟΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΕΣΤΕ ΩΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ!

Ως υστερόγραφο: Η ομιλία του Δ.Λ. με θέμα την "Ελένη" έχει πράγματι ενδιαφέρον και αξίζει να την παρακολουθήσει κανείς. Και το γράφω αυτό όσο κι αν το όνομα ανασύρει από τη δική μου μνήμη πράξεις απρόκλητης εχθρότητας προς το πρόσωπό μου από φανατικές θαυμάστριες του Δασκάλου. Με γαληνεύει, εν τούτοις, η βάσιμη βεβαιότητα ότι οι δικοί μου μαθητές δεν θα λησμονήσουν ποτέ αυτό που πάντα τους δίδασκα και προσπαθώ να τους διδάσκω στην πράξη: Πως ο λόγος πεθαίνει σαν πάψει να 'ναι ελεύθερος!

Κ.Π.

Αφιερωμένο εξαιρετικά...


Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

To γράμμα στην τσέπη του φύλακα


Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Ο ταχυδρόμος φαινόταν σαστισμένος. Το γράμμα δεν είχε όνομα αποστολέα, ενώ στη θέση του παραλήπτη έγραφε, απλά, «Σε προσοχή Λ.Χ.». Μα κι η ίδια η διεύθυνση δεν ξεκαθάριζε πολλά πράγματα. Στην πόρτα της παλιάς μονοκατοικίας υπήρχε πωλητήριο, ενώ η ηλικιωμένη κυρία στην οποία ανήκε το σπίτι είχε μόλις φύγει για την επαρχία. Έτσι ξαφνικά και για πάντα, όπως είπαν οι γείτονες.

«Τι να το κάνω το γράμμα;», με ρώτησε αμήχανα ο ταχυδρόμος. Ίσα για να τον βγάλω από την άβολη θέση, προσφέρθηκα να το κρατήσω εγώ, μήπως κι ερχόταν κάποιος να το ζητήσει.

Πέρασε καιρός, και ο φάκελος έμενε πάντα ακουμπισμένος αθόρυβα στο ίδιο ράφι της βιβλιοθήκης μου, σα λυπημένο αδέσποτο που μάταια περιμένει τον ιδιοκτήτη του να ‘ρθει να το μαζέψει. Σκέφτηκα να πετάξω το γράμμα, μα κάτι με σταμάτησε. Κάποια στιγμή, η περιέργεια με έκανε ν’ ανοίξω το φάκελο. Άλλωστε, αυτό δεν θα ‘ταν καν αδιακρισία, αφού καμία ταυτότητα δεν φανερωνόταν πουθενά. Ήταν σαν ένα γράμμα απ’ τον «κανένα» προς τον «κανένα»!

Ο γραφικός χαρακτήρας στην αρχή του κειμένου ανάδινε μια ήρεμη σοφία. Μα η γαλήνη αυτή σύντομα χανόταν, σαν μια ήσυχη πρωινή θάλασσα του καλοκαιριού που ξάφνου σήκωσε κύμα κι έγινε τρικυμία το μεσημέρι! Πάντως, φαινόταν από άνθρωπο με κάποιο επίπεδο. Άρχισα να διαβάζω, στην αρχή μάλλον με ουδέτερη διάθεση…

————————————————

Στέλνω το γράμμα στη διεύθυνση της θείας σου (στη δική σου, όπως καταλαβαίνεις, δεν θα τολμούσα). Ελπίζω να σου το δώσει. Άλλωστε, δεν προτίθεμαι να την ξαναενοχλήσω. Ούτε κι εσένα, φυσικά…

Νιώθω αμήχανος γιατί δεν ξέρω πώς να σε προσφωνήσω. Με τ’ όνομά σου; Δεν το έκανα ποτέ, ένα συνηθισμένο όνομα δεν μου έφτανε για να σε περιγράψω. Όσο για τις άλλες λέξεις που σου ‘λεγα, δεν έχω πια δικαίωμα να τις χρησιμοποιώ. Θα έμοιαζαν άδειες από περιεχόμενο, δίχως αντίκρισμα. Εξάλλου, τι νόημα έχουν οι λέξεις σαν χάνονται οι ιδιότητες; Γι’ αυτό, θα ξεκινήσω έτσι άκομψα, χωρίς προσφώνηση.

Αν τυχόν διέκρινες ένα αίσθημα απογοήτευσης ανάμεσα στις πρώτες αυτές γραμμές, σωστά το διέκρινες. Μα κι αν ακόμα δεν το ‘νιωσες, δεν θα σου είναι δύσκολο να το μαντέψεις. Σε προλαβαίνω: Μη νομίσεις ότι σε θεωρώ υπεύθυνη, πως για κάτι σε κατηγορώ. Κάθε άλλο: μάλλον ευγνωμοσύνη σου οφείλω! Γιατί, θα ήταν πολύ προβλέψιμη κι ανιαρή η ζωή αν τίποτα απ’ όσα πιστέψαμε δεν μας διέψευδε ποτέ…

Θυμάμαι κάποιες φορές να λες, με μια δόση φιλοσοφημένου κυνισμού, πως ίσως και να μην ταίριασαν οι χρόνοι μας. Ήθελες μάλλον να πεις πως δεν βρήκαμε την κατάλληλη εποχή να συναντηθούμε. Θα μπορούσα και να συμφωνήσω με τη φράση σου, μόνο που εγώ την εννοώ κάπως διαφορετικά: Για μένα, χρόνος δεν υπήρχε καν ως τη στιγμή που θα σε ξανάβλεπα. Για σένα, ήμουν ένα σχετικά ανεκτό συμπλήρωμα στον λιγοστό δικό σου άδειο χρόνο. Ρόλος, δηλαδή, όχι ατομικότητα…

Τι ειρωνεία… Ήταν ό,τι ακριβώς έλεγες πως μισούσες να βιώνεις απ’ τη μεριά σου, εσύ η γυναίκα η περήφανη, η ανεξάρτητη, η ανυπόταχτη. Που σιχαινόσουν τους ρόλους που καταπίνουν την προσωπικότητα (της γυναίκας, εννοείται), που έτρεμες μήπως ξεφύγει από καμιά χαραμάδα της ψυχής σου λίγο συναίσθημα, μη και φανείς αδύναμη, ευάλωτη, κατατεθειμένη, εξαρτημένη… Ναι, εσύ, η πιστή θαυμάστρια της Μελίνας. Ψέμα, δεν ήσουν καν θαυμάστρια: ήσουν η ίδια η Μελίνα!

Όμως, δεν σου ρίχνω ευθύνες, δεν θα φορτώσω πάνω σου το βάρος της δικής μου ελαφρότητας. Εισέπραξα, τελικά, απ’ τη ζωή αυτό που μου άξιζε. Εγώ που δίδασκα, με την αυτάρεσκη σιγουριά νικητή, την παντοδυναμία του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης, βρέθηκα να τον επαληθεύω απ’ τη μεριά του ηττημένου στον έρωτα. Είχα πιστέψει πως ήμουν αναντικατάστατος. Ακόμα κι όταν, για λόγους ανεξάρτητους της θέλησής μου, ήρθα στην ανάγκη να μειοδοτήσω στην προσφορά. Οι προσωπικές δυσκολίες μου, που σχετίζονταν με υποχρεώσεις ανελαστικές, δεν θα μπορούσαν, σκέφτηκα, να με ακυρώσουν, να με αποδείξουν αναλώσιμο. Δεν είχα μετρήσει, όμως, σωστά το μέγεθος της σπουδαιότητάς μου. Ούτε τη σειρά των προτεραιοτήτων σου…

Παραδέχομαι πως άργησα να σου μιλήσω για όλα αυτά. Και, για να πω την αλήθεια, δεν ξέρω τι μ’ έπιασε τώρα και σου τα λέω! Πέρασε ήδη ένας χρόνος από εκείνη την τελευταία φορά. Μετά χάθηκες ξαφνικά, χωρίς μια εξήγηση. Μα τι να εξηγήσεις; Πως τα ανθρώπινα αισθήματα υπόκεινται κι αυτά στους αμείλικτους νόμους της αγοράς; Πως είχες το αυτονόητο δικαίωμα να αναζητήσεις αλλού αυτό που δεν μπορούσα τότε να σου προσφέρω εγώ; Πως δεν θα απαρνιόσουνα ποτέ τη «Στέλλα» που κουβαλούσες μέσα σου, πολύ περισσότερο για χάρη ενός ασήμαντου που δεν κρατούσε καν μαχαίρι;

Πάντως, ακόμα κι αν δεν σημαίνω (που σίγουρα δεν σημαίνω) τίποτα, εξακολουθώ να είμαι καλός συζητητής και το γούστο μου στον καφέ δεν έχει αλλάξει. Γι’ αυτό, σου γράφω παρακάτω το καινούργιο μου τηλέφωνο. Όπως θα καταλάβεις, έχω μετακομίσει σε άλλη περιοχή (ζω τώρα μόνος). Απ’ ό,τι είδα προχθές περνώντας τυχαία από κει, εκείνο το μικρό καφενεδάκι στην Πλάκα υπάρχει ακόμα…

Κλείνω ανάλογα όπως άρχισα, χωρίς τις γνώριμες εκφράσεις αποφώνησης. Άλλωστε, οι λέξεις δεν μου ανήκουν πια… Να ‘σαι καλά, λοιπόν!

————————————————

Στο κάτω μέρος του χαρτιού υπήρχε πράγματι ένας αριθμός τηλεφώνου. «Τι κρίμα που εκείνη δεν θα το διαβάσει ποτέ!», σκέφτηκα καθώς τοποθετούσα το φάκελο στη γνώριμη θέση του στο ράφι της βιβλιοθήκης…

Πέρασε καιρός, και το πωλητήριο στην πόρτα της γειτονικής παλιάς μονοκατοικίας έστεκε αγέρωχο στη θέση του. Κάποιο απόγευμα, καθώς γυρνούσα σπίτι, πρόσεξα μια γυναίκα να το περιεργάζεται με επιμονή και με μια ευδιάκριτη έκφραση απορίας στο πρόσωπό της. Λεπτή, απλά μα κομψά ντυμένη, αρκετά εντυπωσιακή… Τη ρώτησα, έτσι από αίσθημα καθήκοντος καλού γείτονα, αν ενδιαφερόταν για το σπίτι.

«Όχι, ήταν το σπίτι της θείας μου», απάντησε. Μου εξήγησε πως εδώ κι ένα χρόνο περίπου έλειπε στο εξωτερικό και, κάποια στιγμή, είχε χάσει επαφή με τη συγγενή της. Σίγουρα δεν περίμενε να τη βρει να έχει μετακομίσει οριστικά στο εξοχικό της στη Χαλκιδική!

Μου συστήθηκε: Λ.Χ. Βρήκα το θάρρος να της προτείνω έναν καφέ, κάπου εκεί κοντά. Παραδόξως δεν αρνήθηκε. Μάλλον της ενέπνευσα εμπιστοσύνη! Εκτός αυτού, έδειχνε καθαρά πως χρειαζόταν κάποιον για να μιλήσει. Μετά τις πρώτες γουλιές απ’ τον espresso της, άρχισε να ξεδιπλώνει τον εαυτό της…

Τρίτο παιδί μιας μεσοαστικής οικογένειας, με δύο μεγαλύτερα αδέλφια, αγόρια. Πατέρας υπερσυντηρητικός, κατά βάθος «φαλλοκράτης» (δική της έκφραση). Τα αγόρια θα μπορούσαν, αν ήθελαν, να σπουδάσουν, εκείνη όμως θα ‘πρεπε να μάθει καλά την τέχνη της καλής συζύγου! Έτσι, την πάντρεψαν από σχετικά μικρή ηλικία με ένα πιστό αντίγραφο του πατέρα της. Καλός οικογενειάρχης μα συντηρητικός κι εργασιομανής…

Κάποια στιγμή γνώρισε έναν διαφορετικό άνθρωπο. Ιδεαλιστής, φιλελεύθερος κι ευαίσθητος, είχε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που χλεύαζε η οικογένειά της σαν τα ‘βλεπε σε έναν εκπρόσωπο του «ισχυρού» φύλου. Με ένα μόνο αλλά καθοριστικό, για κείνη, μειονέκτημα: είχε κι αυτός τις δικές του ανελαστικές προσωπικές δεσμεύσεις.

Οι καλά ριζωμένοι φόβοι της δεν την άφησαν να του δείξει τι πραγματικά σήμαινε για εκείνη. Φοβήθηκε ν’ αφήσει τα συναισθήματά της να έρθουν στο φως, δείλιασε να κατατεθεί αληθινά, μήπως και φανεί ευάλωτη, ψυχικά εξαρτημένη και, εν τέλει, «εκμεταλλεύσιμη». Έτρεμε στην ιδέα πως θα μπορούσε να διαψευστεί και να πληγωθεί!

Έτσι, έβγαλε προς τα έξω έναν εαυτό που δεν ήταν δικός της. Πρόβαλλε μπροστά σ’ εκείνον σα μια γυναίκα αυτόνομη και συναισθηματικά ανεξάρτητη (κάποιες φορές, ακόμα και σκληρή) που δεν θα μπορούσε ποτέ να κατατεθεί απόλυτα σε έναν άντρα – είδος που, ούτως ή άλλως, ελάχιστα έδειχνε να υπολήπτεται!

Τον αληθινό εαυτό της δεν πρόλαβε, τελικά, να του τον δείξει. Μια ξαφνική αδιαθεσία του άντρα της τους ανάγκασε να φύγουν αμέσως για την Αμερική, όπου ζούσε μόνιμα ο αδελφός του που, κατά καλή σύμπτωση, ήταν διευθυντής μιας μεγάλης κλινικής. Εκεί υπήρχαν όλα τα κατάλληλα μέσα για μια αποτελεσματική θεραπεία.

Στάθηκε δίπλα στον άντρα της με μεγάλη αφοσίωση για έναν ολόκληρο χρόνο, μέχρι που εκείνος ξανάγινε απόλυτα υγιής. Της πρότεινε τότε να μείνουν για πάντα στην Αμερική, κοντά στον αδελφό του που θα του εξασφάλιζε μια καλή θέση σε μεγάλη εταιρεία. Αρνήθηκε. Κάτι παραπάνω: του ομολόγησε πως δεν τον αγαπούσε πια και πως θα προτιμούσε να τραβήξει ο καθένας το δρόμο του. Δεν είχε άλλη επιλογή από το να της δώσει το διαζύγιο. Άλλωστε, ήταν το λιγότερο που της χρωστούσε!

Πίσω πάλι στην Ελλάδα, προσπαθούσε τώρα να ξανακολλήσει τα κομμάτια της ζωής της που άφησε πίσω φεύγοντας. Πάνω απ’ όλα, να ξανασυναντήσει εκείνον και να του εξηγήσει. Μα στάθηκε αδύνατο να τον βρει. Θα είχε αλλάξει τηλέφωνο, ίσως ακόμα και διεύθυνση, σκέφτηκε. Κι αν κάτι της είχε δώσει κίνητρο για ν’ αλλάξει εκείνη ολόκληρη τη ζωή της, ήταν αυτός. Έστω και μέσα στις δεσμεύσεις του, τις οποίες ήταν πια πρόθυμη να αποδεχθεί! Μα, πού να βρισκόταν τώρα; Πώς θα τον εύρισκε;

Τη ρώτησα ξάφνου αν θυμόταν το τέλος στην ταινία του Τζαβέλλα, «Μια ζωή την έχουμε». «Ναι», μου απάντησε. «Λες για τη σκηνή στο λιμάνι, την ώρα που φεύγει το πλοίο παίρνοντας μακριά της τον μόνο άνθρωπο που είχε αγαπήσει. Δίπλα της στάθηκε τυχαία εκείνος ο φύλακας, που ήταν ο μόνος που γνώριζε τη διεύθυνση του ανθρώπου αυτού στη χώρα που πήγαινε. Την είχε γραμμένη πρόχειρα πάνω σε ένα φάκελο. Όταν την άκουσε να λέει κλαίγοντας το όνομα του αγαπημένου της και ν’ αναρωτιέται πώς θα τον ξαναβρεί, ο φύλακας χαμογέλασε με νόημα, κι εκεί τελειώνει η ταινία…»

Με κοιτούσε απορημένη καθώς έμενα (με μεγάλη δυσκολία, ομολογώ) σιωπηλός κι ανέκφραστος. «Μα, τι σχέση έχει αυτό με την κουβέντα μας;» είπε στο τέλος με κάποια ένταση στη φωνή της. «Μπορεί και να ‘χει!», αποκρίθηκα, σκάζοντας σχεδόν σαδιστικά ένα αινιγματικό χαμόγελο που φάνηκε τώρα να την εκνευρίζει στ’ αλήθεια!

Video:  http://dai.ly/xje7yp

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016

ΤΟ ΒΗΜΑ - Προς έναν νέο πολιτικό διπολισμό;

Στο διπλανό τραπέζι η συζήτηση είχε ανάψει. Μια παρέα φίλων σχολίαζε την εκλογή νέου αρχηγού στη «Νέα Δημοκρατία» (Ν.Δ.). Κάποια στιγμή, ακούγεται ένας να λέει: «Έλεγα να μην ξαναψηφίσω Σύριζα. Τώρα, όμως, θα τους ψηφίσω και με τα δύο χέρια!» Αιτιολόγησε τη θέση του με τον ισχυρισμό ότι, με μια κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη (Κ.Μ.) δεν θα υπάρχει πλέον η παραμικρή προστασία της εργασίας. Όχι μόνο στον δημόσιο αλλά, ακόμα περισσότερο, στον ιδιωτικό τομέα.

Είναι φανερό, νομίζω, ότι, με βάση τα νέα δεδομένα, η Ν.Δ. δεν θα πρέπει να ελπίζει να εισπράξει προς όφελός της τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων του Σύριζα. Πράγματι, η δυσαρέσκεια αυτή σχετίζεται με την (αναγκαστική, έστω, και επιβεβλημένη κάτω από ακραίες περιστάσεις) «φιλελευθεροποίηση» του κόμματος της Αριστεράς. Δύσκολα, λοιπόν, θα πειστεί κάποιος που προηγουμένως ψήφισε τον Σύριζα, να μετατοπιστεί προς μία κατεύθυνση ακόμα πλησιέστερη σε ό,τι θα τον έκανε να μην τον ξαναψηφίσει!

Η μετακίνηση ψηφοφόρων, όμως, δεν είναι το μόνο (ούτε καν το πιο ουσιώδες) ζήτημα που θα ‘πρεπε να εξετάσει κανείς υπό το πρίσμα της αλλαγής ηγεσίας της Ν.Δ. Υπάρχει κάτι σημαντικότερο: η επίπτωση της αλλαγής αυτής στο γενικότερο πολιτικό σκηνικό της χώρας.

Πριν λίγους μήνες βιώσαμε μια εμπειρία μοναδική για τα μεταπολιτευτικά κοινοβουλευτικά μας ήθη. Εν όψει κρίσιμων εθνικών συνθηκών, ένα εντυπωσιακά μεγάλο κομμάτι της αντιπολίτευσης, υπερβαίνοντας κομματικά στεγανά και διαχωριστικές γραμμές, επέλεξε τον δρόμο της πολιτικής συναίνεσης και της εθνικής συνεννόησης προκειμένου να δώσει λύση στο διαφαινόμενο αδιέξοδο στο οποίο είχε οδηγήσει η μέχρι τότε ανερμάτιστη κυβερνητική πολιτική.

Ιδιαίτερα η αξιωματική αντιπολίτευση – όπως, ασφαλώς, και τα υπόλοιπα κόμματα που συμμετείχαν στην ενωτική αυτή υπέρβαση – στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων επιδεικνύοντας υψηλό βαθμό πολιτικού πολιτισμού, δίχως ανούσιες θριαμβολογίες και περιττούς διδακτισμούς προς εντυπωσιασμό μελλοντικών εν δυνάμει ψηφοφόρων. Μπροστά στον εθνικό κίνδυνο, η Ν.Δ. επέδειξε πατριωτική στάση θέτοντας σε δεύτερη μοίρα την όποια πολιτική κεφαλαιοποίηση θα μπορούσε να της προσφέρει η αποτυχία του βασικού της αντιπάλου.

Ασφαλώς, τέτοιες ιδανικές συνθήκες πολιτικής συναίνεσης δεν θα μπορούσαν να διατηρηθούν επ’ άπειρον. Φάνηκε, εν τούτοις, ότι τέθηκαν οι βάσεις για μια γενικότερη ποιοτική αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό της χώρας, όπου ο πολιτικός πλουραλισμός θα έπαιρνε σιγά - σιγά τη θέση του διπολισμού που υπήρξε κυρίαρχο γνώρισμα του δικομματισμού. Και η ιστορία αυτού του τόπου μας έχει διδάξει ότι ο διπολισμός αυτός οδηγεί σε κοινωνικό διχασμό, συχνά με οδυνηρές εθνικές συνέπειες...

Η αίσθηση που αφήνει το πολιτικό σκηνικό μετά την ανάδειξη της νέας ηγεσίας της Ν.Δ. είναι πως, ενάντια στις προσδοκίες που προς στιγμήν δημιουργήθηκαν, υφίστανται οι προϋποθέσεις για την αναβίωση ενός γνώριμου, σκληρού δικομματισμού. Στο ένα άκρο του δίπολου, ο εμμονικός κρατισμός του Σύριζα, θεμελιωμένος πάνω σε ουτοπικά ιδεολογήματα που επιμένουν να αγνοούν τα δεδομένα της εποχής. Στο άλλο άκρο, ο ασυμβίβαστος (στα όρια του φανατικού) φιλελεύθερος πραγματισμός της Ν.Δ. που οραματίζεται ο Κ.Μ. Μπορούν να συναντηθούν οι δύο αυτές εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις προς επίτευξη αναγκαίων πολιτικών συνθέσεων και συναινέσεων;

Το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για την επίδειξη ευελιξίας πέφτει ασφαλώς στους ώμους της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αφού από εκείνη ξεκινά εκ των πραγμάτων ο χορός των πολιτικών ανακατατάξεων. Εμείς θα αρκεστούμε εδώ στη διατύπωση λίγων σκέψεων.

Ο πολιτικός πραγματισμός δεν (πρέπει να) αφορά μόνο τους αριθμούς αλλά, κυρίως, τους ανθρώπους. Τη στιγμή αυτή, ο Κ.Μ. λογικά φαίνεται στους ψηφοφόρους της Ν.Δ. ως η πλέον κατάλληλη κι ελκυστική επιλογή για τον ρόλο ενός «αντι - Τσίπρα». Αύριο, εν τούτοις, ως αρχηγός μιας πιθανής κυβέρνησης Ν.Δ., θα κληθεί να επιλύσει πραγματικά προβλήματα που αφορούν ανθρώπινες ζωές σε μια χώρα όπου ο μέσος άνθρωπος έχει φτάσει πια στα όρια της αντοχής του. Πώς θα πείσει ότι στις προτεραιότητές του (ακόμα περισσότερο, στην ίδια του την πολιτική συνείδηση) η ευημερία των αριθμών έπεται εκείνης των ανθρώπων; Συνακόλουθα, πώς θα μπορέσει να επιτύχει τις αναγκαίες κοινωνικές συναινέσεις για την εφαρμογή του φιλόδοξου προγράμματός του;

Χωρίς τέτοιες συναινέσεις, με μια κοινωνία να αντιμάχεται στους δρόμους την πολιτική του και με μια αντιπολίτευση να κεφαλαιοποιεί πολιτικά τις επιπτώσεις της πολιτικής αυτής, πόσο μακριά μπορεί να πάει; Για να μην αναφερθούμε και σε βέβαιους διαχωρισμούς, για λόγους προσωπικής πολιτικής επιβίωσης, μέσα στο ίδιο του το κόμμα...

Πριν απ’ όλα, λοιπόν, το πολιτικό προφίλ του Κ.Μ. θα πρέπει να υποστεί κάποια (ειλικρινή, όχι προσχηματική!) αναθεώρηση. Ελάχιστα έχει πείσει ο ίδιος ότι η πολιτική του στόχευση είναι κατά κύριο λόγο ανθρωποκεντρική. Ο κόσμος δεν έχει ανάγκη από «άλλον έναν σπουδαγμένο τεχνοκράτη» αλλά από έναν πολιτικό που είναι σε θέση να πιάσει το σφυγμό της κοινωνίας, να νιώσει την αγωνία και την απόγνωση του μέσου πολίτη και να δείξει ότι, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, συμπάσχει με εκείνον.

Σήμερα, τον Κ.Μ. ενδυναμώνει πολιτικά η προοπτική εκθρόνισης του πανίσχυρου Τσίπρα. Αν και όταν ο στόχος αυτός τελικά επιτευχθεί, ο Κ.Μ. θα πρέπει να αποδείξει ότι, ως κυβερνήτης, είναι σε θέση να προσφέρει στην κοινωνία κάποια, τουλάχιστον, από εκείνα που υποσχέθηκε αλλά (για τους όποιους λόγους) δεν μπόρεσε να τηρήσει ο προκάτοχός του. Πάνω απ’ όλα, να πείσει ότι δεν έχει ως πρόθεση να γκρεμίσει ό,τι απόμεινε από το κοινωνικό κράτος και, γενικά, δεν προτίθεται να επιτρέψει τη μετατροπή της κοινωνίας σε δαρβινική ζούγκλα όπου οι μη - προνομιούχοι αφήνονται στην τύχη τους και στο έλεος των ισχυρών!

Πέρα, όμως, από το αναγκαίο «ρετουσάρισμα» μιας πολιτικής εικόνας, υπάρχει κάτι πολύ σοβαρότερο: Ας μην υποτιμήσουμε την πιθανότητα, όπως πληρώνουμε σήμερα την αφελή εμπιστοσύνη του κόσμου σε έναν «μεσσία» του αντι - μνημονίου, να πληρώσουμε αύριο την πίστη σε έναν «μεσσία» του αντι - λαϊκισμού! Απολυτότητες όπως η τυφλή υποταγή στις αρχές και τις μεθόδους του «φιλελευθερισμού» δεν οδηγούν σε λύσεις. Για την υπέρβαση της κρίσης χρειάζονται ιδεολογικές συνθέσεις και πολιτικές συναινέσεις. Κι αυτό, ο ευφυής Κ.Μ. είναι βέβαιο ότι το κατανοεί...

ΤΟ ΒΗΜΑ

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016

Τι σημαίνει "αιθεροβάμων"...

Χθες, τελευταία μέρα ενός εξαμηνιαίου μαθήματος Κλασικού Ηλεκτρομαγνητισμού, οι Δευτεροετείς μου μού ζήτησαν να τους διαβάσω και να τους αναλύσω το άρθρο που ακολουθεί. Στην πορεία, με ρώτησαν για τη σημασία της λέξης "αιθεροβάμων"...

Αργότερα με απασχόλησε μια σκέψη: Ποιες πολιτικές δυνάμεις του τόπου θα έσπευδαν να υιοθετήσουν αυτό τον όρο στην προκειμένη περίπτωση. Και έκανα ταμείο:

1. Πρώτα και κύρια, η νέα "Νέα Δημοκρατία". Με βάση την διακηρυγμένη φιλοσοφία της ανανεωμένης, άκρως πραγματιστικής και "φιλελεύθερης" ηγεσίας της, κύριος σκοπός της εκπαίδευσης θα πρέπει να είναι η προετοιμασία για ένταξη στην παγκόσμια αγορά. Τελεία και παύλα!

2. Μετά, είναι το λαϊκιστικό (και διόλου αμελητέο) κομμάτι τού Σύριζα. Κατ' αυτό, βασική αποστολή της παιδείας είναι η προπαρασκευή συνειδήσεων για ένταξη στην παγκόσμια επανάσταση. Στα ιδεώδη της οποίας η λέξη "κατάληψη" αντιστοιχεί σε υποχρεωτικά διδασκόμενο μάθημα, ενώ ο όρος "αριστεία" αντιπροσωπεύει μια μορφή ρετσινιάς!

3. Για τις λοιπές πολιτικές δυνάμεις δεν μπορώ τούτη τη στιγμή να έχω άποψη, αφού, μακριά από τις ευθύνες της εξουσίας, όλοι (του γράφοντος μη εξαιρουμένου) έχουν την πολυτέλεια να γίνονται ιδεολόγοι!

Δεν το είπα στους μαθητές μου για να μην τους τρομάξω, αλλά βρίσκομαι ήδη σε προχωρημένο στάδιο αναζήτησης άλλου πλανήτη...

Διαβάστε το άρθρο "Εκπαίδευση και σύγχρονος πραγματισμός"

Κ.Π.

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

Γιατί μου άρεσε το «Ουζερί Τσιτσάνης»

Ομολογώ ότι μπήκα στην αίθουσα έμπλεος αρνητικών προϊδεασμών. Είχα δώσει ιδιαίτερα μεγάλο βάρος στις περισπούδαστες αναλύσεις γνωστών κριτικών κινηματογράφου που μιλούσαν για οιονεί τηλεσκηνοθεσία, τόνιζαν κάποιες αδυναμίες στο μοντάζ και επεσήμαιναν ορισμένα προβλήματα στην απόδοση των διαλόγων. Σε γνωστό εβδομαδιαίο περιοδικό, μάλιστα, η ταινία περιγραφόταν ως περίπου ανάξια σχολιασμού!

Όμως, δεν είναι τα τεχνικά χαρακτηριστικά στα οποία θα ήθελα να σταθώ μιλώντας για το «Ουζερί Τσιτσάνης» του Μανούσου Μανουσάκη. Η πραγματική ατυχία του ήταν ότι συνέπεσε χρονικά με τη μετριότατη και αρκούντως λαϊκιστική, αλλά ασύγκριτα περισσότερο «πιασάρικη» ταινία ενός trendy νεαρού σκηνοθέτη που ξέρει καλά την τέχνη να δημιουργεί υψηλές συγκινήσεις με κατασκευασμένες πραγματικότητες…

Ο ελληνικός κινηματογράφος έχει πάμπολλες φορές καταπιαστεί με τα εγκλήματα του φασισμού. (Προσωπικά, θεωρώ το «Αυτοί που μίλησαν με τον θάνατο» του Γιάννη Δαλιανίδη ως μία από τις κορυφαίες ταινίες του είδους.) Κάποιες φορές, εν τούτοις, ο καταγγελτικός λόγος προσπαθεί να αυτο-τεκμηριωθεί αγιογραφώντας τα θύματα. Εθιστήκαμε να βλέπουμε ταινίες όπου περιγράφονται οι κακοπάθειες της εμφυλιακής και μετεμφυλιακής Αριστεράς, ήταν όμως πάντοτε ταμπού να προβάλλονται οι (αδιαμφισβήτητα υπαρκτές) αδικοπραξίες της.

Τη σκυτάλη της αγιογράφησης έχει πάρει στον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο η μετανάστευση. «Πληροφορηθήκαμε» πρόσφατα ότι η Ελλάδα είναι ένας τόπος όπου εκατοντάδες φασιστών κυκλοφορούν ανεμπόδιστα στους δρόμους επιδιδόμενοι στο σπορ της δολοφονίας μεταναστών, σαν να πρόκειται για κοινούς χομπίστες που βγαίνουν παρέα στο δάσος για κυνήγι! Φυσικά, «κακοί» μετανάστες δεν υπήρξαν ποτέ σ’ αυτή τη χώρα. Ή, κι αν υπήρξαν, ποιος θα καθόταν τώρα να φτιάξει ολόκληρη ταινία με θέμα τον μαρτυρικό θάνατο ενός ηλικιωμένου για λίγα ευρώ…

Φτάσαμε στα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα για να δούμε, επιτέλους, μια σοβαρή ιστορική προσέγγιση του ελληνικού σινεμά στο μεγαλύτερο έγκλημα του φασισμού (στην εκδοχή του ναζισμού): το εβραϊκό Ολοκαύτωμα! Τούτη τη φορά, τα θύματα ούτε ηρωοποιούνται ούτε καθαγιάζονται. Εξίσου με το αίσχος των Ελλήνων δωσίλογων, στο «Ουζερί Τσιτσάνης» δεν αποκρύπτονται και κάποιες δυσάρεστες αλήθειες για τους ίδιους τους Εβραίους, όπως ο θρησκευτικός τους ρατσισμός καθώς και το γεγονός ότι κάποιοι εξ αυτών συνεργάστηκαν με τον κατακτητή εναντίον του ίδιου τους του λαού.

Όπως ορθά παρατήρησε παρακαθήμενή μου ωραιοτάτη θεατής, ο Μανουσάκης αποφεύγει έξυπνα την παγίδα να κάνει την ταινία ένα «Τσιτσανικό» μιούζικαλ με φόντο, απλά, την κατοχική Θεσσαλονίκη (κάτι σαν μια ελληνική εκδοχή τού «Καμπαρέ»). Τα τραγούδια σκόπιμα ακούγονται αποσπασματικά, ίσα για να δώσουν τις απαραίτητες μουσικές πινελιές χωρίς να κλέψουν χρόνο από τα δρώμενα. Εξαιρετική και η διασκευή λαϊκών μουσικών θεμάτων από τον Θέμη Καραμουρατίδη για τις ανάγκες της πρωτότυπης μουσικής επένδυσης της ταινίας.

Όχι με διάθεση μιας αφ’ υψηλού σινεφίλ κριτικής, αλλά σαν απλός θεατής που βλέπει το σινεμά ως τέχνη που στοχεύει στην πνευματική και ψυχική ανύψωση, ομολογώ ότι η ταινία του Μανουσάκη, παρά τις όποιες τεχνικές αδυναμίες της, με οδήγησε στην έξοδο της αίθουσας με ένα αίσθημα υψηλής καλλιτεχνικής εμπειρίας. Κάτι που δεν συνέβη με τη νέα ταινία του ναρκισσευόμενου, σχετικά νεαρού σκηνοθέτη, που επιχείρησε να εκβιάσει το συναίσθημα του κοινού με λαϊκιστικές υπερβολές οι οποίες, κάποιες στιγμές, αγγίζουν τα όρια του κωμικού!

Και, μια και μιλάμε για το Ολοκαύτωμα: Το να δημιουργείς σκηνοθετικούς συνειρμούς παρομοιάζοντας μια σύγχρονη πολυεθνική με το Άουσβιτς, δεν είναι απλά λαϊκισμός. Είναι αληθινός εκχυδαϊσμός της Ιστορίας!

Aixmi.gr

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

Αποκαθιστώντας τον Τσαϊκόφσκι!


Ο φίλος μου ο Ιλάν ανήκει αναμφίβολα στην αφρόκρεμα των διανοουμένων της χώρας (ουδόλως επηρεάζει την κρίση μου το γεγονός ότι είναι οπαδός της ΑΕΚ!). Λόγω της εξαιρετικής μουσικής του παιδείας, υπήρξε για πολλά χρόνια παραγωγός μιας ιδιαίτερα δημοφιλούς ραδιοφωνικής εκπομπής στο «Τρίτο Πρόγραμμα». Το γιατί δεν τον ακούμε σήμερα είναι κάτι που, ασφαλώς, δεν ανήκει στη δική του σφαίρα ευθύνης. Άλλωστε, η αξιοκρατία δεν ήταν ποτέ το δυνατό χαρτί του συστήματος σ’ αυτό τον τόπο.

Το περιστατικό σίγουρα θα το ‘χει πια ξεχασμένο… Περνώντας μια μέρα πριν χρόνια από την Κολοκοτρώνη, μπαίνω στο κατάστημα που διατηρούσε τότε ο Ιλάν στο κέντρο της Αθήνας. Τον βλέπω όπως πάντα σκυμμένο πάνω από ένα τεράστιο χαρτί, να σχεδιάζει και να οργανώνει σαν στρατηγός πριν τη μάχη, με ιδιαίτερη προσοχή και στην παραμικρή λεπτομέρεια, την εκπομπή της επόμενης μέρας στο «Τρίτο». Στο χέρι μου κρατούσα μια μικρή σακούλα με δύο CD που μόλις είχα αγοράσει από το Metropolis.

«Τι θα ‘λεγες να τους κουφάνεις με σονάτες για πιάνο του Βάγκνερ;», του λέω. Γνώριζα καλά ότι ο Βάγκνερ δεν ήταν ποτέ στην κορυφή της λίστας των συμπαθειών του Ιλάν, όμως δεν θα ‘λεγε ποτέ «όχι» σε μια ενδιαφέρουσα πρόταση! Η συζήτηση για τις σονάτες μάς παρέπεμψε, συνειρμικά, σε κάποια δύσκολα τεχνικά ζητήματα, και στο σημείο αυτό ο Ιλάν ζήτησε τη βοήθεια ενός μουσικού λεξικού. Ήταν χωρίς αμφιβολία ένα από τα πιο γνωστά και έγκυρα λεξικά του είδους. Στη θέα του, όμως, αναπήδησα με ένα αίσθημα φρίκης: «Πέτα το αυτό, Ιλάν, πέτα το!»

Με κοίταξε ξαφνιασμένος: «Το χρησιμοποιώ χρόνια. Τι πρόβλημα έχει;» Πήγα να του εξηγήσω μα μπήκαν πελάτες στο μαγαζί και η συζήτηση διακόπηκε. Μετά καταπιαστήκαμε με άλλα ζητήματα και το θέμα ξεχάστηκε. Το θυμήθηκα ξανά, πρόσφατα, με αφορμή ένα ιδιαίτερα «καυτό» ζήτημα των ημερών, στη δίνη του οποίου βρέθηκα λίγο κι εγώ λόγω ενός κειμένου μου στο «Βήμα»

Να τι θα εκμυστηρευόμουν στο φίλο Ιλάν αν είχε συνεχιστεί, τότε, η κουβέντα: Ανάμεσα στα πολλά λεξικά μουσικής που αγόρασα στην Αμερική ήταν αυτό του Arthur Jacobs. Και ήταν, νομίζω, το μόνο βιβλίο που πέταξα ποτέ! Όχι ότι το εύρισκα ανεπαρκές ως βιβλίο αναφοράς. Κάθε άλλο: πρόκειται για ένα εκ των πλέον έγκριτων λεξικών του είδους. Αιτία ήταν ο σχεδόν χυδαίος, κατά τη γνώμη μου, τρόπος με τον οποίο ξεκινούσε το λήμμα που αφορούσε έναν αγαπημένο μου συνθέτη, τον Πιότρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι.

Δεν αναφερόταν στο μουσικό του ταλέντο, ούτε στη συμβολή του στην ιστορία της μουσικής, αλλά (με κάποια διάθεση σαρκασμού) στις ερωτικές ιδιαιτερότητες του συνθέτη, δίνοντας μάλιστα έμφαση στο γεγονός ότι είχε εγκαταλείψει τη σύζυγό του λίγες μόλις μέρες μετά τον εικονικό γάμο τους. (Το ότι είχε επιχειρήσει, παράλληλα, να θέσει τέρμα στη ζωή του – πράγμα που τελικά πέτυχε πολύ αργότερα – είναι μια άλλη ιστορία…)

Δεν γνωρίζω αν μεταγενέστερες εκδόσεις του λεξικού διόρθωσαν αυτό το ολίσθημα. Ο Arthur Jacobs, πάντως, δεν ήταν ο μόνος που αντιμετώπισε τον Τσαϊκόφσκι πρωτίστως ως ψυχολογική ιδιαιτερότητα και δευτερευόντως ως σημαντικό μουσικοσυνθέτη. Πολλοί μουσικολόγοι ακόμα και σήμερα μιλούν για τις «υπέροχες, συναισθηματικά φορτισμένες μελωδίες» του μουσουργού, αρνούμενοι επίμονα, εν τούτοις, να αναγνωρίσουν σε όλη του την έκταση το χάρισμά του ως συμφωνιστή.

Για τους δυνάμενους να διακρίνουν τα δυσδιάκριτα, ακόμα και η κορυφαία όπερα του Τσαϊκόφσκι, η «Ντάμα Πίκα», είναι κατά βάση μια «συμφωνία» σε τρία μέρη (πράξεις) και επτά κινήσεις (σκηνές) που θυμίζει τις μεταγενέστερες, γιγάντιες Μαλερικές συμφωνικές δομές. Τα τρία βασικά μουσικά θέματα, που χρησιμοποιούνται κυκλικά σε όλη τη «συμφωνία», λειτουργούν ως λάιτ μοτίφ στο επίπεδο του μουσικού δράματος, αναπτυσσόμενα παράλληλα με τους χαρακτήρες και τις καταστάσεις επί σκηνής. Στο τέλος της δεύτερης πράξης, μάλιστα, ο Τσαϊκόφσκι πετυχαίνει με εντυπωσιακό τρόπο να περιγράψει μουσικά τον διχασμό προσωπικότητας ενός (περίπου) σχιζοφρενούς, βάζοντας την ορχήστρα να παίζει σε αντίστιξη το «θέμα της αγάπης» και το «θέμα των χαρτιών». Με τελικό νικητή, τραγικά, το δεύτερο…

Λατρεύω τον Μπραμς σχεδόν όσο και τον Βάγκνερ. Όμως, αλήθεια, ας βρεθεί ένας ειδικός να μου εξηγήσει γιατί, π.χ., η υπέροχη Τρίτη Συμφωνία του μεγάλου Γερμανού τεχνίτη θεωρείται «πιο συμφωνική» από την Πέμπτη του Ρώσου! Επιχειρώντας μια εξωμουσική ανάλυση στο ζήτημα, θα μπορούσε κάποιος να πει, αστειευόμενος, ότι στην υστεροφημία του Μπραμς φαίνεται πως δεν κόστισε, τελικά, το γεγονός ότι, όπως τουλάχιστον εκείνος ο ίδιος διέδωσε, ξεκίνησε τη μουσική καριέρα του παίζοντας πιάνο σε (χμμ…) όχι και τόσο «καλόφημα» σπίτια!

Ίσως ακουστεί εκκεντρικό αν πω ότι, αυτό που κυρίως με γοητεύει στη μουσική του Τσαϊκόφσκι δεν είναι η αισθητική ωραιότητά της αλλά ο τρόπος διαχείρισης του θεματικού υλικού από τον συνθέτη. Οι θεματικές μεταμορφώσεις του κάποιες φορές σε αφήνουν άφωνο – όπως, π.χ., στο τελευταίο μέρος της «Συμφωνίας Manfred» ή σε αυτό της «Σερενάτας Εγχόρδων», όπου το «νέο» θέμα του φινάλε αποδεικνύεται πως δεν ήταν παρά μια επιτυχής μεταμφίεση ενός βασικού θέματος της συμφωνικής δομής, το οποίο ο ακροατής έχει ήδη ακούσει σε προηγούμενα μέρη!

Η ικανότητα του Τσαϊκόφσκι να «μεταμφιέζει» τα θέματά του δεν είναι, ίσως, άσχετη με την εναγώνια προσπάθειά του να αποκρύψει στοιχεία της προσωπικής του ζωής και της ψυχοσύνθεσής του τα οποία, την εποχή εκείνη, θα μπορούσαν να αποβούν καταστροφικά για τη φήμη του και την κοινωνική του υπόσταση. Όμως, αυτή ακριβώς η δεξιότητα ως προς τη διαχείριση του μουσικού υλικού είναι ένα από τα βασικά γνωρίσματα των μεγάλων συμφωνιστών. Την είχε ήδη διδάξει με την Πέμπτη Συμφωνία του ένας Γερμανός Τιτάνας της κλασικής περιόδου, χτίζοντας μια ολόκληρη συμφωνική δομή πάνω σε ένα και μόνο θέμα – εκείνο το ανεπανάληπτο «παμ-παμ-παμ-πόοομ» – που περνά μέσα από απίστευτες μεταμορφώσεις ξεγελώντας το αυτί του ακροατή. Την δίδαξε λίγο αργότερα και ένας ευγενής της ρομαντικής σχολής: ο Φραντς Λιστ.

Είναι καιρός, λοιπόν, να δούμε τον Τσαϊκόφσκι από τη σωστή οπτική γωνία. Όχι απλά σαν έναν ρομαντικό αισθηματία με ερωτικές ιδιαιτερότητες, που γράφει ωραίες μελωδίες και στις όπερές του ταυτίζεται (υποτίθεται) με την ηρωίδα, αλλά σαν έναν εκ των κορυφαίων συμφωνιστών του δέκατου ένατου αιώνα, ίσως και όλων των εποχών! Μόνο που το χάρισμά του αυτό απαιτεί πολλαπλές ακροάσεις, καθώς και μια γενναία δόση καλής θέλησης κι απροκατάληπτης σκέψης, για να γίνει αντιληπτό…

Δεν γνωρίζω, πάντως, αν ο φίλος μου ο Ιλάν εξακολουθεί να χρησιμοποιεί εκείνο το λεξικό. Ομολογώ ότι πολλές φορές σκέφτηκα να του κάνω δώρο ένα άλλο, π.χ., αυτό του Michael Kennedy (παρεμπιπτόντως, έχει συγγράψει και μια εξαιρετική βιογραφία του Gustav Mahler). Αν το βρω μπροστά μου σε κάποιο βιβλιοπωλείο, δύσκολα θα αντισταθώ στον πειρασμό!

Aixmi.gr