Ομολογώ ότι μπήκα στην αίθουσα έμπλεος αρνητικών προϊδεασμών. Είχα δώσει ιδιαίτερα μεγάλο βάρος στις περισπούδαστες αναλύσεις γνωστών κριτικών κινηματογράφου που μιλούσαν για οιονεί τηλεσκηνοθεσία, τόνιζαν κάποιες αδυναμίες στο μοντάζ και επεσήμαιναν ορισμένα προβλήματα στην απόδοση των διαλόγων. Σε γνωστό εβδομαδιαίο περιοδικό, μάλιστα, η ταινία περιγραφόταν ως περίπου ανάξια σχολιασμού!
Όμως, δεν είναι τα τεχνικά χαρακτηριστικά στα οποία θα ήθελα να σταθώ μιλώντας για το «Ουζερί Τσιτσάνης» του Μανούσου Μανουσάκη. Η πραγματική ατυχία του ήταν ότι συνέπεσε χρονικά με τη μετριότατη και αρκούντως λαϊκιστική, αλλά ασύγκριτα περισσότερο «πιασάρικη» ταινία ενός trendy νεαρού σκηνοθέτη που ξέρει καλά την τέχνη να δημιουργεί υψηλές συγκινήσεις με κατασκευασμένες πραγματικότητες…
Ο ελληνικός κινηματογράφος έχει πάμπολλες φορές καταπιαστεί με τα εγκλήματα του φασισμού. (Προσωπικά, θεωρώ το «Αυτοί που μίλησαν με τον θάνατο» του Γιάννη Δαλιανίδη ως μία από τις κορυφαίες ταινίες του είδους.) Κάποιες φορές, εν τούτοις, ο καταγγελτικός λόγος προσπαθεί να αυτο-τεκμηριωθεί αγιογραφώντας τα θύματα. Εθιστήκαμε να βλέπουμε ταινίες όπου περιγράφονται οι κακοπάθειες της εμφυλιακής και μετεμφυλιακής Αριστεράς, ήταν όμως πάντοτε ταμπού να προβάλλονται οι (αδιαμφισβήτητα υπαρκτές) αδικοπραξίες της.
Τη σκυτάλη της αγιογράφησης έχει πάρει στον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο η μετανάστευση. «Πληροφορηθήκαμε» πρόσφατα ότι η Ελλάδα είναι ένας τόπος όπου εκατοντάδες φασιστών κυκλοφορούν ανεμπόδιστα στους δρόμους επιδιδόμενοι στο σπορ της δολοφονίας μεταναστών, σαν να πρόκειται για κοινούς χομπίστες που βγαίνουν παρέα στο δάσος για κυνήγι! Φυσικά, «κακοί» μετανάστες δεν υπήρξαν ποτέ σ’ αυτή τη χώρα. Ή, κι αν υπήρξαν, ποιος θα καθόταν τώρα να φτιάξει ολόκληρη ταινία με θέμα τον μαρτυρικό θάνατο ενός ηλικιωμένου για λίγα ευρώ…
Φτάσαμε στα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα για να δούμε, επιτέλους, μια σοβαρή ιστορική προσέγγιση του ελληνικού σινεμά στο μεγαλύτερο έγκλημα του φασισμού (στην εκδοχή του ναζισμού): το εβραϊκό Ολοκαύτωμα! Τούτη τη φορά, τα θύματα ούτε ηρωοποιούνται ούτε καθαγιάζονται. Εξίσου με το αίσχος των Ελλήνων δωσίλογων, στο «Ουζερί Τσιτσάνης» δεν αποκρύπτονται και κάποιες δυσάρεστες αλήθειες για τους ίδιους τους Εβραίους, όπως ο θρησκευτικός τους ρατσισμός καθώς και το γεγονός ότι κάποιοι εξ αυτών συνεργάστηκαν με τον κατακτητή εναντίον του ίδιου τους του λαού.
Όπως ορθά παρατήρησε παρακαθήμενή μου ωραιοτάτη θεατής, ο Μανουσάκης αποφεύγει έξυπνα την παγίδα να κάνει την ταινία ένα «Τσιτσανικό» μιούζικαλ με φόντο, απλά, την κατοχική Θεσσαλονίκη (κάτι σαν μια ελληνική εκδοχή τού «Καμπαρέ»). Τα τραγούδια σκόπιμα ακούγονται αποσπασματικά, ίσα για να δώσουν τις απαραίτητες μουσικές πινελιές χωρίς να κλέψουν χρόνο από τα δρώμενα. Εξαιρετική και η διασκευή λαϊκών μουσικών θεμάτων από τον Θέμη Καραμουρατίδη για τις ανάγκες της πρωτότυπης μουσικής επένδυσης της ταινίας.
Όχι με διάθεση μιας αφ’ υψηλού σινεφίλ κριτικής, αλλά σαν απλός θεατής που βλέπει το σινεμά ως τέχνη που στοχεύει στην πνευματική και ψυχική ανύψωση, ομολογώ ότι η ταινία του Μανουσάκη, παρά τις όποιες τεχνικές αδυναμίες της, με οδήγησε στην έξοδο της αίθουσας με ένα αίσθημα υψηλής καλλιτεχνικής εμπειρίας. Κάτι που δεν συνέβη με τη νέα ταινία του ναρκισσευόμενου, σχετικά νεαρού σκηνοθέτη, που επιχείρησε να εκβιάσει το συναίσθημα του κοινού με λαϊκιστικές υπερβολές οι οποίες, κάποιες στιγμές, αγγίζουν τα όρια του κωμικού!
Και, μια και μιλάμε για το Ολοκαύτωμα: Το να δημιουργείς σκηνοθετικούς συνειρμούς παρομοιάζοντας μια σύγχρονη πολυεθνική με το Άουσβιτς, δεν είναι απλά λαϊκισμός. Είναι αληθινός εκχυδαϊσμός της Ιστορίας!
Aixmi.gr
Όμως, δεν είναι τα τεχνικά χαρακτηριστικά στα οποία θα ήθελα να σταθώ μιλώντας για το «Ουζερί Τσιτσάνης» του Μανούσου Μανουσάκη. Η πραγματική ατυχία του ήταν ότι συνέπεσε χρονικά με τη μετριότατη και αρκούντως λαϊκιστική, αλλά ασύγκριτα περισσότερο «πιασάρικη» ταινία ενός trendy νεαρού σκηνοθέτη που ξέρει καλά την τέχνη να δημιουργεί υψηλές συγκινήσεις με κατασκευασμένες πραγματικότητες…
Ο ελληνικός κινηματογράφος έχει πάμπολλες φορές καταπιαστεί με τα εγκλήματα του φασισμού. (Προσωπικά, θεωρώ το «Αυτοί που μίλησαν με τον θάνατο» του Γιάννη Δαλιανίδη ως μία από τις κορυφαίες ταινίες του είδους.) Κάποιες φορές, εν τούτοις, ο καταγγελτικός λόγος προσπαθεί να αυτο-τεκμηριωθεί αγιογραφώντας τα θύματα. Εθιστήκαμε να βλέπουμε ταινίες όπου περιγράφονται οι κακοπάθειες της εμφυλιακής και μετεμφυλιακής Αριστεράς, ήταν όμως πάντοτε ταμπού να προβάλλονται οι (αδιαμφισβήτητα υπαρκτές) αδικοπραξίες της.
Τη σκυτάλη της αγιογράφησης έχει πάρει στον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο η μετανάστευση. «Πληροφορηθήκαμε» πρόσφατα ότι η Ελλάδα είναι ένας τόπος όπου εκατοντάδες φασιστών κυκλοφορούν ανεμπόδιστα στους δρόμους επιδιδόμενοι στο σπορ της δολοφονίας μεταναστών, σαν να πρόκειται για κοινούς χομπίστες που βγαίνουν παρέα στο δάσος για κυνήγι! Φυσικά, «κακοί» μετανάστες δεν υπήρξαν ποτέ σ’ αυτή τη χώρα. Ή, κι αν υπήρξαν, ποιος θα καθόταν τώρα να φτιάξει ολόκληρη ταινία με θέμα τον μαρτυρικό θάνατο ενός ηλικιωμένου για λίγα ευρώ…
Φτάσαμε στα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα για να δούμε, επιτέλους, μια σοβαρή ιστορική προσέγγιση του ελληνικού σινεμά στο μεγαλύτερο έγκλημα του φασισμού (στην εκδοχή του ναζισμού): το εβραϊκό Ολοκαύτωμα! Τούτη τη φορά, τα θύματα ούτε ηρωοποιούνται ούτε καθαγιάζονται. Εξίσου με το αίσχος των Ελλήνων δωσίλογων, στο «Ουζερί Τσιτσάνης» δεν αποκρύπτονται και κάποιες δυσάρεστες αλήθειες για τους ίδιους τους Εβραίους, όπως ο θρησκευτικός τους ρατσισμός καθώς και το γεγονός ότι κάποιοι εξ αυτών συνεργάστηκαν με τον κατακτητή εναντίον του ίδιου τους του λαού.
Όπως ορθά παρατήρησε παρακαθήμενή μου ωραιοτάτη θεατής, ο Μανουσάκης αποφεύγει έξυπνα την παγίδα να κάνει την ταινία ένα «Τσιτσανικό» μιούζικαλ με φόντο, απλά, την κατοχική Θεσσαλονίκη (κάτι σαν μια ελληνική εκδοχή τού «Καμπαρέ»). Τα τραγούδια σκόπιμα ακούγονται αποσπασματικά, ίσα για να δώσουν τις απαραίτητες μουσικές πινελιές χωρίς να κλέψουν χρόνο από τα δρώμενα. Εξαιρετική και η διασκευή λαϊκών μουσικών θεμάτων από τον Θέμη Καραμουρατίδη για τις ανάγκες της πρωτότυπης μουσικής επένδυσης της ταινίας.
Όχι με διάθεση μιας αφ’ υψηλού σινεφίλ κριτικής, αλλά σαν απλός θεατής που βλέπει το σινεμά ως τέχνη που στοχεύει στην πνευματική και ψυχική ανύψωση, ομολογώ ότι η ταινία του Μανουσάκη, παρά τις όποιες τεχνικές αδυναμίες της, με οδήγησε στην έξοδο της αίθουσας με ένα αίσθημα υψηλής καλλιτεχνικής εμπειρίας. Κάτι που δεν συνέβη με τη νέα ταινία του ναρκισσευόμενου, σχετικά νεαρού σκηνοθέτη, που επιχείρησε να εκβιάσει το συναίσθημα του κοινού με λαϊκιστικές υπερβολές οι οποίες, κάποιες στιγμές, αγγίζουν τα όρια του κωμικού!
Και, μια και μιλάμε για το Ολοκαύτωμα: Το να δημιουργείς σκηνοθετικούς συνειρμούς παρομοιάζοντας μια σύγχρονη πολυεθνική με το Άουσβιτς, δεν είναι απλά λαϊκισμός. Είναι αληθινός εκχυδαϊσμός της Ιστορίας!
Aixmi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου