Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου
Του φάνηκε σαν θείο δώρο όταν η Λίνα τού είπε πως θα έφευγε για λίγες μέρες, να επισκεφθεί τη μητέρα της στην επαρχία. Η αλήθεια ήταν πως κι εκείνος ήταν έτοιμος να της πει κάτι ανάλογο. Μόνο που, στη δική του περίπτωση, ο αληθινός λόγος του ταξιδιού δεν θα μπορούσε να ειπωθεί. Θα έμοιαζε σαν παραμύθι. Για εκείνη, όμως, θα ήταν ένα επικίνδυνο, απειλητικό παραμύθι, για το οποίο δεν της είχε μιλήσει ποτέ...
Το ταξίδι του θα ‘χε σα σκοπό την εκπλήρωση μιας υπόσχεσης που είχε δοθεί χρόνια πριν, όταν, παιδί ακόμα, έκανε τις καλοκαιρινές διακοπές του σε κάποιο παραθαλάσσιο χωριό. Εκεί, το πλαϊνό σπίτι νοίκιαζε μια άλλη οικογένεια από την πόλη. Και καθόλου δεν θα του ‘χαν φανεί σημαντικοί και αξιομνημόνευτοι, αν ανάμεσά τους δεν υπήρχε εκείνη η μικρούλα, πάνω-κάτω στη δική του ηλικία...
Την έβλεπε πρωί κι απόγευμα να μελετά και να γράφει πάνω σε ένα παλιό τραπέζι, κάτι σαν πρόχειρο γραφείο. Πολύ αυστηροί θα πρέπει να ‘ταν οι δικοί της, να τη βάζουν να κάνει επαναλήψεις στα μαθήματα καταμεσής του καλοκαιριού, τις ώρες που οι υπόλοιποι της ηλικίας της έπαιζαν στους δρόμους! Θυμάται που πέταγε, εκείνος, επίτηδες τη μπάλα μακριά, ίσαμε το σπίτι της, και προθυμοποιούταν πάντα να τρέξει να τη φέρει. Είχε έτσι την ευκαιρία να κοντοσταθεί έξω απ’ την αυλόπορτά της, να τη δει που διάβαζε σκυμμένη στα βιβλία. Και είχε πάντα στο πρόσωπο εκείνη τη θλιμμένη έκφραση που την έκανε να δείχνει τόσο όμορφα αινιγματική...
Για κάποιο μεταφυσικό λόγο, δεν έμαθε ποτέ το όνομά της. Έστεκε πάντα έξω απ’ την αυλόπορτα χωρίς να μιλά, κοιτώντας σαν υπνωτισμένος εκείνο το θλιμμένο βλέμμα. Ως τη μέρα που είδε τους γείτονες να κάνουν ετοιμασίες γι’ αναχώρηση. Άρπαξε τότε κάτι βιαστικά απ’ τον εκδρομικό σάκο του και έτρεξε στο διπλανό σπίτι. Την είδε στην είσοδο, λες και τον περίμενε, λες και το ‘ξερε πως θα πήγαινε να τη χαιρετήσει. Ήταν για πρώτη φορά που την έβλεπε να χαμογελά!
«Άκου», της είπε, «δεν ήρθα να παίξουμε τόσον καιρό γιατί σε έβλεπα που διάβαζες. Όμως... πάρε αυτό!» Και, με μια κίνηση αδέξια, έβγαλε από την τσέπη μια πρόσφατη φωτογραφία του. «Περίμενε», απάντησε εκείνη και έτρεξε βιαστικά στο σπίτι. Γύρισε κρατώντας μια δική της φωτογραφία, που την έβαλε κρυφά στο χέρι του.
Κοντοστάθηκαν για λίγο, κοιτάζοντας αμήχανα ο ένας τον άλλο. Και τότε, έτσι για να σπάσει τη σιωπή, του ‘ρθε να προτείνει μια ιδέα που, για χρόνια μετά, ντρεπόταν να τη θυμάται έτσι ανόητη που του φάνηκε: «Δεν ξέρω αν θα σε ξαναδώ. Όμως, σα μεγαλώσουμε... δηλαδή, ξέρω ‘γώ... σε 40 χρόνια, ας πούμε, τι θα ‘λεγες να ξαναβρεθούμε εδώ, στο ίδιο μέρος, την ίδια μέρα σαν σήμερα;»
«Σε 40 χρόνια; Μα, πώς θα γνωριστούμε τότε; Το σκέφτηκες;» Εκείνος βρήκε αμέσως τη λύση: «Άκου τι θα κάνουμε: Θα κρατάμε κι οι δυο τις φωτογραφίες. Έτσι, θα ξέρουμε!» Εκείνη συμφώνησε: «Εντάξει. Σε 40 χρόνια από σήμερα!»
Τα χρόνια που πέρασαν από τότε, έφερνε συχνά στο νου του εκείνη τη γελοία πρόταση που είχε κάνει, σίγουρος πως το κορίτσι του διπλανού εξοχικού σπιτιού θα τον είχε πάρει για τρελό! Δεν ξέχασε, όμως, ποτέ εκείνο το θλιμμένο χαμόγελό της τη μέρα του αποχαιρετισμού. Ακόμα και μετά που γνώρισε τη γυναίκα της ζωής του, με την οποία τώρα ζούσε ευτυχισμένος και ήταν πάντα αληθινά ερωτευμένος...
Μα, να που η ζωή παίζει τα παιχνίδια της, ίσως για να δοκιμάσει πόσο σταθερά είναι τα απαράβατα που έχουμε ορίσει στη ζωή μας! Δεν πάνε πολλές μέρες που άνοιξε εκείνο το κουτί, ψάχνοντας για ένα παλιό βιβλιάριο καταθέσεων. Κι εκεί, μέσα σε ένα μικρό φάκελο, είδε τη φωτογραφία. Θυμήθηκε πως από πίσω είχε γράψει μια ημερομηνία. Και – τι σύμπτωση! – ήταν ίδια με τη μεθαυριανή μέρα. Μα, το σπουδαιότερο αφορούσε τη χρονολογία: θα συμπληρώνονταν ακριβώς 40 χρόνια από τότε!
Λίγο για να εκπληρώσει συμβολικά μια ανενεργή, πλέον, υπόσχεση, λίγο για να ξορκίσει οριστικά ένα παιδικό απωθημένο, αποφάσισε να ταξιδέψει ως εκείνο το παραθαλάσσιο χωριό, στο οποίο ποτέ δεν είχε ξαναβρεθεί από τότε. Η βολική απουσία της γυναίκας του θαρρείς και ήταν σημάδι από τον ουρανό που δεν έπρεπε να αγνοηθεί! Ντύθηκε πρόχειρα (ποιον θα συναντούσε εκεί, άλλωστε;) και μπήκε στο αυτοκίνητο...
Έφτασε σε λίγες ώρες. Το χωριό είχε αλλάξει, ήταν σχεδόν αγνώριστο κάτω από τον αναγκαίο τουριστικό εκσυγχρονισμό. Βρήκε, όμως, εύκολα το σπίτι που κάποτε φιλοξένησε εκείνο το αινιγματικά θλιμμένο χαμόγελο της τελευταίας μέρας. Για την ακρίβεια, ήταν τώρα ένα σύγχρονο ξενοδοχείο. Και η αυλόπορτα είχε δώσει τη θέση της σε μια συρόμενη ηλεκτρική πόρτα που άνοιγε αυτόματα με τηλεκοντρόλ.
Έβγαλε μηχανικά τη φωτογραφία από την τσέπη. Του φάνηκε τόσο αστεία η κίνηση! Άφησε, όμως, το βλέμμα του να περιεργαστεί για λίγο ακόμα εκείνο το μελαγχολικό παιδικό πρόσωπο. Μετά, με μια κίνηση γεμάτη σιγουριά, έβαλε το χέρι στην τσέπη αναζητώντας τον αναπτήρα. Έπρεπε να βάλει τέλος σε κάθε νήμα που τον κρατούσε δεμένο με ό,τι απόμεινε να του θυμίζει το παιδί που υπήρξε κάποτε. Γιατί η ζωή είναι σκληρή, δε στο συγχωρεί αν καταλάβει πως ακόμα δε μεγάλωσες όσο θα ‘πρεπε...
Μα δεν πρόλαβε να κάψει τις μνήμες. Σηκώνοντας το βλέμμα, είδε άξαφνα μπροστά του τη Λίνα! Φαίνεται τον είχε παρακολουθήσει, ίσως και να ‘χε μυριστεί το ψέμα που με ολοφάνερη αδεξιότητα (άμαθος, βλέπεις, σε τέτοια) της είχε πει, για ένα συνέδριο που τάχα θα γινόταν σε κάποια μακρινή πόλη...
Όμως, έδειχνε το ίδιο σαστισμένη κι αμήχανη μ’ εκείνον. Τόσο που δε μπόρεσε ν’ αποσώσει μια αυθόρμητη κίνηση να κρύψει αυτό που κρατούσε στο χέρι της. Και ήταν κάτι γνώριμο σ’ αυτόν, κάτι που είχε χρόνια να δει: η μαθητική φωτογραφία του από τις γυμναστικές επιδείξεις του σχολείου. Ναι, εκείνη η ίδια φωτογραφία που, για λόγο που δε θυμάται πια, είχε μαζί του στις διακοπές το καλοκαίρι πριν 40 χρόνια!
Ξάφνου, λες για ν’ αποδιώξουν την κοινή αμηχανία τους, ξέσπασαν κι οι δυο σε δυνατά γέλια. Και γελούσαν κι αγκαλιάζονταν ώρα πολλή, δίχως να λένε άλλη λέξη. Ναι, η Λίνα δεν είχε πια εκείνο το γνώριμο μελαγχολικό χαμόγελο, αυτό που τόσο τον είχε γοητεύσει όταν την πρωτοείδε. Γελούσε, όμως, τώρα στ’ αλήθεια, ίσως για πρώτη φορά τόσο αυθόρμητα. Κι ήταν ακόμα πιο όμορφη...
(Αφιερωμένο σ’ εκείνους που ψάχνουν μέσα τους να βρουν αν το Σύμπαν εκτείνεται για πάντα, ή κάνει κύκλους και ξαναγυρνά...)
Το ταξίδι του θα ‘χε σα σκοπό την εκπλήρωση μιας υπόσχεσης που είχε δοθεί χρόνια πριν, όταν, παιδί ακόμα, έκανε τις καλοκαιρινές διακοπές του σε κάποιο παραθαλάσσιο χωριό. Εκεί, το πλαϊνό σπίτι νοίκιαζε μια άλλη οικογένεια από την πόλη. Και καθόλου δεν θα του ‘χαν φανεί σημαντικοί και αξιομνημόνευτοι, αν ανάμεσά τους δεν υπήρχε εκείνη η μικρούλα, πάνω-κάτω στη δική του ηλικία...
Την έβλεπε πρωί κι απόγευμα να μελετά και να γράφει πάνω σε ένα παλιό τραπέζι, κάτι σαν πρόχειρο γραφείο. Πολύ αυστηροί θα πρέπει να ‘ταν οι δικοί της, να τη βάζουν να κάνει επαναλήψεις στα μαθήματα καταμεσής του καλοκαιριού, τις ώρες που οι υπόλοιποι της ηλικίας της έπαιζαν στους δρόμους! Θυμάται που πέταγε, εκείνος, επίτηδες τη μπάλα μακριά, ίσαμε το σπίτι της, και προθυμοποιούταν πάντα να τρέξει να τη φέρει. Είχε έτσι την ευκαιρία να κοντοσταθεί έξω απ’ την αυλόπορτά της, να τη δει που διάβαζε σκυμμένη στα βιβλία. Και είχε πάντα στο πρόσωπο εκείνη τη θλιμμένη έκφραση που την έκανε να δείχνει τόσο όμορφα αινιγματική...
Για κάποιο μεταφυσικό λόγο, δεν έμαθε ποτέ το όνομά της. Έστεκε πάντα έξω απ’ την αυλόπορτα χωρίς να μιλά, κοιτώντας σαν υπνωτισμένος εκείνο το θλιμμένο βλέμμα. Ως τη μέρα που είδε τους γείτονες να κάνουν ετοιμασίες γι’ αναχώρηση. Άρπαξε τότε κάτι βιαστικά απ’ τον εκδρομικό σάκο του και έτρεξε στο διπλανό σπίτι. Την είδε στην είσοδο, λες και τον περίμενε, λες και το ‘ξερε πως θα πήγαινε να τη χαιρετήσει. Ήταν για πρώτη φορά που την έβλεπε να χαμογελά!
«Άκου», της είπε, «δεν ήρθα να παίξουμε τόσον καιρό γιατί σε έβλεπα που διάβαζες. Όμως... πάρε αυτό!» Και, με μια κίνηση αδέξια, έβγαλε από την τσέπη μια πρόσφατη φωτογραφία του. «Περίμενε», απάντησε εκείνη και έτρεξε βιαστικά στο σπίτι. Γύρισε κρατώντας μια δική της φωτογραφία, που την έβαλε κρυφά στο χέρι του.
Κοντοστάθηκαν για λίγο, κοιτάζοντας αμήχανα ο ένας τον άλλο. Και τότε, έτσι για να σπάσει τη σιωπή, του ‘ρθε να προτείνει μια ιδέα που, για χρόνια μετά, ντρεπόταν να τη θυμάται έτσι ανόητη που του φάνηκε: «Δεν ξέρω αν θα σε ξαναδώ. Όμως, σα μεγαλώσουμε... δηλαδή, ξέρω ‘γώ... σε 40 χρόνια, ας πούμε, τι θα ‘λεγες να ξαναβρεθούμε εδώ, στο ίδιο μέρος, την ίδια μέρα σαν σήμερα;»
«Σε 40 χρόνια; Μα, πώς θα γνωριστούμε τότε; Το σκέφτηκες;» Εκείνος βρήκε αμέσως τη λύση: «Άκου τι θα κάνουμε: Θα κρατάμε κι οι δυο τις φωτογραφίες. Έτσι, θα ξέρουμε!» Εκείνη συμφώνησε: «Εντάξει. Σε 40 χρόνια από σήμερα!»
Τα χρόνια που πέρασαν από τότε, έφερνε συχνά στο νου του εκείνη τη γελοία πρόταση που είχε κάνει, σίγουρος πως το κορίτσι του διπλανού εξοχικού σπιτιού θα τον είχε πάρει για τρελό! Δεν ξέχασε, όμως, ποτέ εκείνο το θλιμμένο χαμόγελό της τη μέρα του αποχαιρετισμού. Ακόμα και μετά που γνώρισε τη γυναίκα της ζωής του, με την οποία τώρα ζούσε ευτυχισμένος και ήταν πάντα αληθινά ερωτευμένος...
Μα, να που η ζωή παίζει τα παιχνίδια της, ίσως για να δοκιμάσει πόσο σταθερά είναι τα απαράβατα που έχουμε ορίσει στη ζωή μας! Δεν πάνε πολλές μέρες που άνοιξε εκείνο το κουτί, ψάχνοντας για ένα παλιό βιβλιάριο καταθέσεων. Κι εκεί, μέσα σε ένα μικρό φάκελο, είδε τη φωτογραφία. Θυμήθηκε πως από πίσω είχε γράψει μια ημερομηνία. Και – τι σύμπτωση! – ήταν ίδια με τη μεθαυριανή μέρα. Μα, το σπουδαιότερο αφορούσε τη χρονολογία: θα συμπληρώνονταν ακριβώς 40 χρόνια από τότε!
Λίγο για να εκπληρώσει συμβολικά μια ανενεργή, πλέον, υπόσχεση, λίγο για να ξορκίσει οριστικά ένα παιδικό απωθημένο, αποφάσισε να ταξιδέψει ως εκείνο το παραθαλάσσιο χωριό, στο οποίο ποτέ δεν είχε ξαναβρεθεί από τότε. Η βολική απουσία της γυναίκας του θαρρείς και ήταν σημάδι από τον ουρανό που δεν έπρεπε να αγνοηθεί! Ντύθηκε πρόχειρα (ποιον θα συναντούσε εκεί, άλλωστε;) και μπήκε στο αυτοκίνητο...
Έφτασε σε λίγες ώρες. Το χωριό είχε αλλάξει, ήταν σχεδόν αγνώριστο κάτω από τον αναγκαίο τουριστικό εκσυγχρονισμό. Βρήκε, όμως, εύκολα το σπίτι που κάποτε φιλοξένησε εκείνο το αινιγματικά θλιμμένο χαμόγελο της τελευταίας μέρας. Για την ακρίβεια, ήταν τώρα ένα σύγχρονο ξενοδοχείο. Και η αυλόπορτα είχε δώσει τη θέση της σε μια συρόμενη ηλεκτρική πόρτα που άνοιγε αυτόματα με τηλεκοντρόλ.
Έβγαλε μηχανικά τη φωτογραφία από την τσέπη. Του φάνηκε τόσο αστεία η κίνηση! Άφησε, όμως, το βλέμμα του να περιεργαστεί για λίγο ακόμα εκείνο το μελαγχολικό παιδικό πρόσωπο. Μετά, με μια κίνηση γεμάτη σιγουριά, έβαλε το χέρι στην τσέπη αναζητώντας τον αναπτήρα. Έπρεπε να βάλει τέλος σε κάθε νήμα που τον κρατούσε δεμένο με ό,τι απόμεινε να του θυμίζει το παιδί που υπήρξε κάποτε. Γιατί η ζωή είναι σκληρή, δε στο συγχωρεί αν καταλάβει πως ακόμα δε μεγάλωσες όσο θα ‘πρεπε...
Μα δεν πρόλαβε να κάψει τις μνήμες. Σηκώνοντας το βλέμμα, είδε άξαφνα μπροστά του τη Λίνα! Φαίνεται τον είχε παρακολουθήσει, ίσως και να ‘χε μυριστεί το ψέμα που με ολοφάνερη αδεξιότητα (άμαθος, βλέπεις, σε τέτοια) της είχε πει, για ένα συνέδριο που τάχα θα γινόταν σε κάποια μακρινή πόλη...
Όμως, έδειχνε το ίδιο σαστισμένη κι αμήχανη μ’ εκείνον. Τόσο που δε μπόρεσε ν’ αποσώσει μια αυθόρμητη κίνηση να κρύψει αυτό που κρατούσε στο χέρι της. Και ήταν κάτι γνώριμο σ’ αυτόν, κάτι που είχε χρόνια να δει: η μαθητική φωτογραφία του από τις γυμναστικές επιδείξεις του σχολείου. Ναι, εκείνη η ίδια φωτογραφία που, για λόγο που δε θυμάται πια, είχε μαζί του στις διακοπές το καλοκαίρι πριν 40 χρόνια!
Ξάφνου, λες για ν’ αποδιώξουν την κοινή αμηχανία τους, ξέσπασαν κι οι δυο σε δυνατά γέλια. Και γελούσαν κι αγκαλιάζονταν ώρα πολλή, δίχως να λένε άλλη λέξη. Ναι, η Λίνα δεν είχε πια εκείνο το γνώριμο μελαγχολικό χαμόγελο, αυτό που τόσο τον είχε γοητεύσει όταν την πρωτοείδε. Γελούσε, όμως, τώρα στ’ αλήθεια, ίσως για πρώτη φορά τόσο αυθόρμητα. Κι ήταν ακόμα πιο όμορφη...
(Αφιερωμένο σ’ εκείνους που ψάχνουν μέσα τους να βρουν αν το Σύμπαν εκτείνεται για πάντα, ή κάνει κύκλους και ξαναγυρνά...)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου