Ο ξάδερφός μου ο Μπάμπης – τακτικός αναγνώστης του Aixmi.gr – μου είπε κάποτε, κατά τη διάρκεια ενός γεύματος: «Ξέρεις τι βρίσκω περισσότερο ενδιαφέρον στα άρθρα σου που διαβάζω; Τα σχόλια που σου γράφουν!» (Σε ελεύθερη μετάφραση: «αυτά που σου σέρνουν οι αναγνώστες».) Ναι, η κατάρριψη μιας θέσης συχνά φαντάζει ελκυστικότερη και τραβά την προσοχή περισσότερο απ’ ό,τι η ίδια η θέση!
(Παρεμπιπτόντως, στο ίδιο γεύμα, ο ξάδερφος δήλωσε με αυστηρό ύφος πως το θεωρεί τουλάχιστον «ιερόσυλο» να εκφράζω απόψεις που δεν βρίσκονται σε απόλυτη συμφωνία με αυτές του Θανάση Γκότοβου! Αυτό, όμως, είναι ένα άλλο ζήτημα…)
Ο Μπάμπης δεν αποτελεί εξαίρεση, εκπροσωπεί μάλλον τον κανόνα. Υπάρχει πράγματι μια κρυμμένη ηδονική διάσταση στον δημόσιο λιθοβολισμό. Απ’ όποια θέση κι αν τον βιώνεις, ως φυσικός αυτουργός ή κι ως απλός θεατής. Όμως, επειδή καμία απόλαυση σ’ αυτό τον κόσμο δεν προσφέρεται δωρεάν, θα πρέπει και αυτή να έχει το τίμημά της. Με άλλα λόγια, είναι λογικό – και δίκαιο επίσης – και οι κρίνοντες να κρίνονται. Και αναφέρομαι, εδώ, στους σχολιαστές των άρθρων γνώμης στο Διαδίκτυο. Που, ιδιαίτερα στα χρόνια της λεγόμενης «κρίσης», έχουν καταστεί αυτόκλητοι εισαγγελείς…
Διάβασα πρόσφατα το ιδιαίτερα ενδιαφέρον άρθρο του Αργύρη Κωστάκη, «Τι στο διάολο σημαίνει ξεσηκώνομαι;». Ένας (όχι απαραίτητα καλοπροαίρετος) αναγνώστης θα μπορούσε να εκλάβει το ερώτημα του τίτλου ως ρητορικό, ως υποκρύπτον μια παρεμφατική προτροπή: «Τι θέλετε, τώρα, και ξεσηκώνεστε; Καλά δεν είμαστε όπως είμαστε;» Προσωπικά, θεωρώ το ερώτημα απολύτως ευθύ: «Μιλούν κάποιοι για γενικό ξεσηκωμό του λαού. Πώς ακριβώς τον οραματίζονται αυτόν, στο πλαίσιο της σύγχρονης πραγματικότητας;» Και, είναι αλήθεια ότι καμία από τις «επαναστατημένες» συνειδήσεις δεν μπήκε, μέχρι στιγμής, στον κόπο να εξηγήσει τους όρους και τους μηχανισμούς αυτής της εξέγερσης!
Αυτονόητα, ένας καλοπροαίρετα ενιστάμενος αναγνώστης που θα ερμηνεύσει το ερώτημα του τίτλου ως ρητορικό (ως εκφράζον, δηλαδή, προτροπή – ή μάλλον αποτροπή), οφείλει να κάνει δύο πράγματα: να παραθέσει τη δική του εκδοχή ως προς τη μορφή που θα πρέπει να έχει ο, κατ’ αυτόν αναγκαίος, παλλαϊκός ξεσηκωμός, και να καταρρίψει, με επιχειρήματα και όχι προσωπικές βολές, το ιδεολογικό πλαίσιο του αρθρογράφου, μέσα από το οποίο ο τελευταίος οδηγείται – υποτίθεται – στο συμπέρασμα ότι μια λαϊκή εξέγερση θα ήταν άτοπη, άκαιρη ή περιττή.
Μεταφέρω, τώρα, σχόλιο ανώνυμου (κατά τα ειωθότα!) αναγνώστη, για το υπό συζήτηση άρθρο. Όχι γιατί θεωρώ το σχόλιο ιδιαίτερα αξιόλογο, αλλά διότι είναι αντιπροσωπευτικό της νοοτροπίας μερικών αναγνωστών να βάλλουν κατά του ίδιου του αρθρογράφου, ελλείψει άλλων επιχειρημάτων απέναντι στις απόψεις του:
«Αλήθεια δεν με ξενίζει ο μικροαστισμός σου, ούτε η δικαιολόγηση της άποψής σου με τη διάχυτη αυτοαναφορικότητά σου. Με ξενίζει που ενώ είσαι νέος απ’ ότι φαίνεται, δεν αντιλαμβάνεσαι ότι τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του ανθρώπου σε ηθικό, υλικό, πνευματικό επίπεδο έγιναν επειδή άνθρωποι ξεσηκώθηκαν! Κανείς δεν σε αναγκάζει να ξεσηκωθείς, ούτως η άλλως ο πνευματικός θάνατος έρχεται πρώτος…»
Αν και ο πειρασμός είναι μεγάλος, δεν θα μπω στη διαδικασία της ανίχνευσης πολιτικής σκοπιμότητας πίσω απ’ αυτό το σχόλιο. Θα περιοριστώ στα αυταπόδεικτα: Ο αρθρογράφος γίνεται αποδέκτης μειωτικών χαρακτηρισμών (μικροαστισμός, αυτοπροβολή, αδυναμία αντίληψης της Ιστορίας, πνευματική νεκροφάνεια) επειδή, πολύ απλά, έθεσε ένα λογικό ερώτημα, αναλύοντας απόλυτα τους λόγους του προβληματισμού του. Και κάποιος (θαρρείς θιγόμενος προσωπικά) επιλέγει να εκφράσει τις ενστάσεις του, όχι καταδεικνύοντας το άτοπο (υποτίθεται) της επιχειρηματολογίας του γράφοντος, ούτε καν – το σπουδαιότερο – προσδιορίζοντας το ακριβές εννοιολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο «τεκμηριώνεται» η ένστασή του (δεν μας λέει πώς ακριβώς, εν τέλει, αντιλαμβάνεται εκείνος την έννοια της κοινωνικής εξέγερσης), αλλά μέσω μιας γενικόλογης, απαξιωτικής ρητορείας που στοχεύει σε πρόσωπα αντί σε ιδέες!
Αναφέρθηκα στο συγκεκριμένο σχόλιο όχι γιατί είναι το χειρότερο του είδους (δεν είναι!) αλλά γιατί, πέραν του ότι είναι πρόσφατο, είναι αντιπροσωπευτικό μιας νοοτροπίας που άκμασε ιδιαίτερα μετά την κρίση. Η οποία κρίση παρήγαγε ανθρώπους θυμωμένους, όχι μόνο με τις ίδιες τις περιστάσεις, αλλά – ίσως ακόμα περισσότερο – και με εκείνους που τυχόν αρνούνται να συν-θυμώσουν, επιλέγοντας μια πιο πραγματιστική (και, εν τέλει, πιο αισιόδοξη) στάση ζωής.
Αυτό που αδυνατεί, όμως, η κοντόφθαλμη λογική μας να αντιληφθεί είναι ότι ο θυμός είναι ο αποτελεσματικότερος χειριστικός μηχανισμός του συστήματος που ευθύνεται για – ή επωφελείται από – την κρίση! Ο θυμωμένος άνθρωπος αναλώνει τις δημιουργικές δυνάμεις του είτε σε εσωτερική φθορά (στην παθητική εκδοχή του θυμού), είτε σε εκρηκτικές συμπεριφορές που στερούνται νηφαλιότητας και ορθολογισμού. Και, αυτά τα τελευταία χαρακτηριστικά είναι προϋποθέσεις, εκ των ων ουκ άνευ, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση εκείνων ακριβώς που αντιπροσωπεύουν την αιτία του θυμού μας. Εκείνων, δηλαδή, που, με τρόπο αριστοτεχνικό, μετατρέπουν μια φοβερή οικονομική κρίση σε ατομική κρίση του ψυχισμού και του νευρικού συστήματός μας, καθιστώντας μας έτσι ψυχικά ακινητοποιημένους, ηθικά αποδυναμωμένους και, τελικά, ακίνδυνους!
Ενδίδοντας κι εγώ στη λαγνεία της «αυτοαναφορικότητας», πηγαίνω μερικά χρόνια πίσω. Τότε που ένα πολύ κοντινό μου πρόσωπο ακόμα εξοργιζόταν μαζί μου όταν αρνιόμουν πεισματικά να θυμώσω μετά από κάθε δελτίο ειδήσεων στην τηλεόραση. Λέγοντάς μου, μάλιστα, πως «όποιος δεν θυμώνει είναι ήδη νεκρός και δεν το γνωρίζει»!
Φυσικά, ο θυμός σε τίποτα δεν τη βοήθησε, τελικά, να αποφύγει τις συνέπειες της κρίσης (είναι από τα πλέον αδικημένα θύματα της τρέχουσας οικονομικής πολιτικής). Μα, το χειρότερο, ο ίδιος αυτός θυμός τής κληροδότησε προβλήματα υγείας που ακόμα και σήμερα την ταλαιπωρούν (αυτό δεν είναι δική μου εκτίμηση, είναι διάγνωση των γιατρών!).
Τώρα, έχοντας φιλοσοφήσει διαφορετικά τη ζωή, προσπαθεί να εφαρμόζει καθημερινά το σύνθημα στο οποίο η ίδια είχε σταθεί κάποτε, γραμμένο πάνω σε έναν τοίχο στο Θησείο: «Για να αλλάξεις τον κόσμο, πρέπει πρώτα να αλλάξεις τον εαυτό σου!» Και μετά (προσθέτω εγώ) έχεις όλη τη δυνατότητα, μα πρωτίστως το δημοκρατικό δικαίωμα, να αλλάξεις κι εκείνους που σήμερα σε θυμώνουν, με κάποιους άλλους που (ελπίζεις ότι) θα σε θυμώσουν λιγότερο. Τόσο απλά!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου