Το αεράκι που φυσούσε στο κατάστρωμα μετρίαζε κάπως την αυγουστιάτικη ζέστη. Την πρόσεξα καθώς ήταν ακουμπισμένη στην κουπαστή κοιτώντας μάλλον αφηρημένα προς το πέλαγος. Ήταν ωραία γυναίκα, ίσως η ωραιότερη που έχω δει! Κάποιος τη φώναξε, κι έτσι έμαθα τ’ όνομά της. Είχε κάτι από θάλασσα...
Από δύο ηλικιωμένες κυρίες που «κουτσομπόλευαν» μεγαλόφωνα στον απέναντι πάγκο έμαθα την ιστορία της: «Αυτή που βλέπεις, Μαρία μου, την πάντρεψαν μικρή με έναν πολύ πλούσιο. Δεν ήξερε τι είχε, σου λέω! Και κάποιο καλοκαίρι γνώρισε εκεί στο νησί έναν μουζικάντη. Μπατίρης, δηλαδή! Εκείνη όμως ξετρελάθηκε. Πήγε η άμυαλη στον άντρα της ευθύς και του ζήτησε διαζύγιο. Εκείνος την έδιωξε, κρατώντας το παιδί. Δεν το ξανάδε από τότε... Όσο για τον προκομμένο, τη βαρέθηκε και μετά από δυο χρόνια γνώρισε μια αρτίστα και την παράτησε. Λένε πως έχασε τα λογικά της και πηγαινοέρχεται μόνη της χειμώνα-καλοκαίρι στο νησί, η δόλια...»
Η τραγική ιστορία της ωραίας γυναίκας που ταξίδευε σαν χαμένη στις θάλασσες πληρώνοντας το τίμημα του έρωτα, μου έφερε αυτόματα στο νου την αγαπημένη μου όπερα. Ίσως η σπουδαιότερη μουσική που γράφτηκε ποτέ, το μουσικό δράμα «Τριστάνος και Ιζόλδη» (Tristan und Isolde) είναι ένα έργο πολύ σύνθετο για να χωρέσει σε μια σύντομη ανάλυση. Το ορχηστρικό πρελούδιο της πρώτης πράξης(*) θεωρήθηκε επανάσταση που γκρέμισε τα στεγανά της κλασικής μουσικής αρμονίας - αν και δεν θα πρέπει να αγνοούμε τα προφητικά κουαρτέτα του Μότσαρτ τα αφιερωμένα στον Χάυδν (όπου μάλιστα σε ένα απ’ αυτά, K 428, ακούγεται το ίδιο το θέμα του «Τριστάνου»!), όπως και τα πιανιστικά πρελούδια του Σοπέν με τις αρμονικές τους τολμηρότητες.
Το πρελούδιο του «Τριστάνου» αφήνει άφωνο τον ακροατή και με την δεξιότητα της αντιστικτικής γραφής του Βάγκνερ που, όπως γράφει σε μια ανάλυσή του ο Λέοναρντ Μπερνστάιν, «κάνει τις τρίχες να σηκωθούν»! (Πιστεύω θα συμφωνούσε και ο Μπαχ αν μπορούσε να το ακούσει.) Στην κορύφωση της δραματικής έντασης της μουσικής, ιδιαίτερα, χτίζεται ένα απίστευτα περίπλοκο αρμονικό οικοδόμημα με μουσικά θέματα που εισάγονται διαδοχικά, με κάθε νέα «φωνή» να εμπλουτίζει αντί να υπονομεύει τις ευαίσθητες αρμονικές ισορροπίες των υπολοίπων! Αρκετά, όμως, με τη μουσική ανάλυση, γιατί η όπερα του Βάγκνερ δεν εξαντλεί τη μεγαλοσύνη της στην ωραιότητα της μουσικής.
Ο «Τριστάνος» είναι και ποίηση και –κυρίως– φιλοσοφία. Είναι μια διαλεκτική σύγκρουση ανάμεσα στα σύμβολα της μέρας και της νύχτας, του φωτός και του σκότους. Και, για τους μυημένους, το φως εδώ δεν είναι το «καλό», ούτε το σκοτάδι το «κακό». Ίσως ακριβώς το αντίθετο! «Αυτό το φως... πάρτε αυτό το φως!», φωνάζει ο Τριστάνος καθώς αργοπεθαίνει...
Ο Τριστάνος και η Ιζόλδη τη μέρα ζουν στον ψεύτικο και υποκριτικό κόσμο των συμβάσεων, όπου η «τιμή» είναι η ανταμοιβή για την τυφλή υποταγή στους κανόνες. Εκείνη πρέπει να δείχνει σαν την πιστή σύζυγο του περίλαμπρου βασιλιά Μάρκε... Εκείνος, σαν ο πιστός υπερασπιστής της τιμής του μονάρχη-θείου του... Το σκοτάδι της νύχτας, όμως, φέρνει στην επιφάνεια τους αληθινούς εαυτούς των δύο εραστών: υπάρχει μόνο ο Τριστάνος και η Ιζόλδη, και τίποτ’ άλλο στον κόσμο! Κι όταν ακόμα η συμβατική τιμή του Τριστάνου χαθεί για πάντα, εκείνη θα διαλέξει και πάλι να τον ακολουθήσει στον δικό του, αιώνια σκοτεινό κόσμο, ίσαμε το θάνατο...
Το πλοίο έφτανε στην ακτή. Θυμήθηκα το καράβι που πήγαινε την Ιζόλδη νύφη νεκροζώντανη στην Κορνουάλη, στην πρώτη πράξη της όπερας. Μια «Ιζόλδη» που έβλεπα τώρα μπροστά μου ακουμπισμένη στην κουπαστή, χαμένη κάπου στο χθες, αιώνια θλιμμένη... Γιατί ο έρωτας δεν είναι δώρο που μας δίνεται: Εμείς είμαστε δώρα που δίνονται στον έρωτα! Αυτό το ήξερε καλά ο Βάγκνερ...
...Στον οποίο θα επανέλθουμε σύντομα εδώ στο «Βήμα», κάνοντας μια αναφορά στο τελευταίο και κορυφαίο έργο του, με το οποίο μας διδάσκει πώς κατακτάται η σοφία μέσω της συμπόνιας για τον συνάνθρωπο. Μιλώ, φυσικά, για τον «Πάρσιφαλ»!
(*) Δείτε το video
ΤΟ ΒΗΜΑ
Από δύο ηλικιωμένες κυρίες που «κουτσομπόλευαν» μεγαλόφωνα στον απέναντι πάγκο έμαθα την ιστορία της: «Αυτή που βλέπεις, Μαρία μου, την πάντρεψαν μικρή με έναν πολύ πλούσιο. Δεν ήξερε τι είχε, σου λέω! Και κάποιο καλοκαίρι γνώρισε εκεί στο νησί έναν μουζικάντη. Μπατίρης, δηλαδή! Εκείνη όμως ξετρελάθηκε. Πήγε η άμυαλη στον άντρα της ευθύς και του ζήτησε διαζύγιο. Εκείνος την έδιωξε, κρατώντας το παιδί. Δεν το ξανάδε από τότε... Όσο για τον προκομμένο, τη βαρέθηκε και μετά από δυο χρόνια γνώρισε μια αρτίστα και την παράτησε. Λένε πως έχασε τα λογικά της και πηγαινοέρχεται μόνη της χειμώνα-καλοκαίρι στο νησί, η δόλια...»
Η τραγική ιστορία της ωραίας γυναίκας που ταξίδευε σαν χαμένη στις θάλασσες πληρώνοντας το τίμημα του έρωτα, μου έφερε αυτόματα στο νου την αγαπημένη μου όπερα. Ίσως η σπουδαιότερη μουσική που γράφτηκε ποτέ, το μουσικό δράμα «Τριστάνος και Ιζόλδη» (Tristan und Isolde) είναι ένα έργο πολύ σύνθετο για να χωρέσει σε μια σύντομη ανάλυση. Το ορχηστρικό πρελούδιο της πρώτης πράξης(*) θεωρήθηκε επανάσταση που γκρέμισε τα στεγανά της κλασικής μουσικής αρμονίας - αν και δεν θα πρέπει να αγνοούμε τα προφητικά κουαρτέτα του Μότσαρτ τα αφιερωμένα στον Χάυδν (όπου μάλιστα σε ένα απ’ αυτά, K 428, ακούγεται το ίδιο το θέμα του «Τριστάνου»!), όπως και τα πιανιστικά πρελούδια του Σοπέν με τις αρμονικές τους τολμηρότητες.
Το πρελούδιο του «Τριστάνου» αφήνει άφωνο τον ακροατή και με την δεξιότητα της αντιστικτικής γραφής του Βάγκνερ που, όπως γράφει σε μια ανάλυσή του ο Λέοναρντ Μπερνστάιν, «κάνει τις τρίχες να σηκωθούν»! (Πιστεύω θα συμφωνούσε και ο Μπαχ αν μπορούσε να το ακούσει.) Στην κορύφωση της δραματικής έντασης της μουσικής, ιδιαίτερα, χτίζεται ένα απίστευτα περίπλοκο αρμονικό οικοδόμημα με μουσικά θέματα που εισάγονται διαδοχικά, με κάθε νέα «φωνή» να εμπλουτίζει αντί να υπονομεύει τις ευαίσθητες αρμονικές ισορροπίες των υπολοίπων! Αρκετά, όμως, με τη μουσική ανάλυση, γιατί η όπερα του Βάγκνερ δεν εξαντλεί τη μεγαλοσύνη της στην ωραιότητα της μουσικής.
Ο «Τριστάνος» είναι και ποίηση και –κυρίως– φιλοσοφία. Είναι μια διαλεκτική σύγκρουση ανάμεσα στα σύμβολα της μέρας και της νύχτας, του φωτός και του σκότους. Και, για τους μυημένους, το φως εδώ δεν είναι το «καλό», ούτε το σκοτάδι το «κακό». Ίσως ακριβώς το αντίθετο! «Αυτό το φως... πάρτε αυτό το φως!», φωνάζει ο Τριστάνος καθώς αργοπεθαίνει...
Ο Τριστάνος και η Ιζόλδη τη μέρα ζουν στον ψεύτικο και υποκριτικό κόσμο των συμβάσεων, όπου η «τιμή» είναι η ανταμοιβή για την τυφλή υποταγή στους κανόνες. Εκείνη πρέπει να δείχνει σαν την πιστή σύζυγο του περίλαμπρου βασιλιά Μάρκε... Εκείνος, σαν ο πιστός υπερασπιστής της τιμής του μονάρχη-θείου του... Το σκοτάδι της νύχτας, όμως, φέρνει στην επιφάνεια τους αληθινούς εαυτούς των δύο εραστών: υπάρχει μόνο ο Τριστάνος και η Ιζόλδη, και τίποτ’ άλλο στον κόσμο! Κι όταν ακόμα η συμβατική τιμή του Τριστάνου χαθεί για πάντα, εκείνη θα διαλέξει και πάλι να τον ακολουθήσει στον δικό του, αιώνια σκοτεινό κόσμο, ίσαμε το θάνατο...
Το πλοίο έφτανε στην ακτή. Θυμήθηκα το καράβι που πήγαινε την Ιζόλδη νύφη νεκροζώντανη στην Κορνουάλη, στην πρώτη πράξη της όπερας. Μια «Ιζόλδη» που έβλεπα τώρα μπροστά μου ακουμπισμένη στην κουπαστή, χαμένη κάπου στο χθες, αιώνια θλιμμένη... Γιατί ο έρωτας δεν είναι δώρο που μας δίνεται: Εμείς είμαστε δώρα που δίνονται στον έρωτα! Αυτό το ήξερε καλά ο Βάγκνερ...
...Στον οποίο θα επανέλθουμε σύντομα εδώ στο «Βήμα», κάνοντας μια αναφορά στο τελευταίο και κορυφαίο έργο του, με το οποίο μας διδάσκει πώς κατακτάται η σοφία μέσω της συμπόνιας για τον συνάνθρωπο. Μιλώ, φυσικά, για τον «Πάρσιφαλ»!
(*) Δείτε το video
ΤΟ ΒΗΜΑ