Από Εκπαιδευτικό της Πρωτοβάθμιας, η οποία γνωρίζει άριστα και «από
πρώτο χέρι» το πρόβλημα που ολοένα και περισσότερο ταλανίζει την
εκπαίδευση στη χώρα, έλαβα σήμερα ένα e-mail με σχόλια πάνω στο άρθρο
«Ενδοσχολική βία και ενέργειες καθηγητών»
(http://www.tovima.gr/opinions/useropinions/article/?aid=460998), όπου
μία μητέρα μαθητή δημοτικού σχολείου διατυπώνει βαρύτατους
χαρακτηρισμούς εναντίον εκπαιδευτικών για «αδιαφορία», «ανευθυνότητα»
και «αλληλοσυγκάλυψη» σε θέμα ενδοσχολικής βίας.
Παραθέτω την επιστολή της εκπαιδευτικού, προς τήρηση ισορροπιών στο σημαντικό αυτό ζήτημα:
«Πόσο εύκολο είναι να επιρρίπτουμε ευθύνες και να στοχοποιούμε τους εκπαιδευτικούς όταν δεν έχουμε γνώση της ισχύουσας νομοθεσίας, η οποία δεν επιτρέπει ανάληψη πρωτοβουλιών και ενεργειών, πέραν των καθορισμένων από το σύνταγμα, άρθρο του οποίου αναφέρει ρητά ότι υπεύθυνοι για την εκπαίδευση των παιδιών είναι ΚΑΙ οι γονείς!
Αυτό φαίνεται να το ξεχνούν οι περισσότεροι γονείς, γιατί τους θέτει προ των ευθυνών τους, που πολύ εύκολα τις αποποιούνται! Έτσι οι εκπαιδευτικοί είναι επιφορτισμένοι να αναλάβουν να υποκαταστήσουν το γονέα που δεν δίδαξε ποτέ το σεβασμό, την ανοχή, την αποδοχή και την αλληλεγγύη στα παιδιά του. Όταν έρχονται οι μαθητές να φοιτήσουν στο δημοτικό, ήδη γνωρίζουν πώς να αμύνονται, να διεκδικούν με επίμονο πολλές φορές τρόπο αυτό που επιθυμούν, και τελικά συμπεριφέρονται σύμφωνα με τα οικογενειακά πρότυπα.
Σε μια τέτοια κατάσταση, ο εκπαιδευτικός προσπαθεί να πείσει τους μαθητές του να ακολουθήσουν έναν κοινά αποδεκτό κώδικα συμπεριφοράς, να αποφορτίσει τις εντάσεις και να εξαλείψει -όσο είναι δυνατό- τις συγκρούσεις μεταξύ τους. Αν τυχόν και δεν τα καταφέρει, τότε απευθύνεται στο διευθυντή και το σύμβουλο που είναι κι ο κατ’ εξοχήν υπεύθυνος για την επίλυση του προβλήματος.
Αν η παρεκκλίνουσα συμπεριφορά συνεχίζεται, τότε ο σύμβουλος καλεί ειδικό παιδοψυχολόγο να παρακολουθήσει τον μαθητή, έστω και χωρίς τη γονεϊκή συναίνεση. Ενεργοποιείται ο ρόλος του συμβούλου και, αν κρίνεται σκόπιμο, αυτός αποφασίζει για αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος για τον παρεκκλίνοντα μαθητή. Ο δάσκαλος δεν μπορεί να κάνει τίποτα περισσότερο, και αυτό δεν σημαίνει ότι επιδεικνύει «αδιαφορία, ανευθυνότητα, αναποφασιστικότητα και κώφευση», όπως επιτιμητικά αναφέρει η αρθρογράφος.
Επίσης, από πού συμπεραίνει ότι οι δάσκαλοι προετοιμάζουν τους μαθητές να μαθαίνουν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες συμπεριφορές; Οι κανόνες συμπεριφοράς που θέτουν οι δάσκαλοι στους μαθητές είναι σαφείς και καθολικοί, για να μην παρερμηνεύονται από κανέναν! Τι κρίμα που απαξιώνεται και υποτιμάται το έργο και η προσφορά των εκπαιδευτικών στην κοινωνία μας! Μεγάλη απογοήτευση και τεράστια αδικία για μας, δεν νομίζεις;»
Στα σχόλια της φίλης εκπαιδευτικού θα προσθέσω μόνο ένα: Κατανοώ την αγωνία της μητέρας, αλλά το δημόσιο «κράξιμο» (με την δημοσιοποίηση ονομάτων στους οποίους απευθύνονται βαρύτατοι -στα όρια των υβριστικών- χαρακτηρισμοί) ελάχιστα προάγει τόσο την αξιοπιστία της ιδίας, όσο και, γενικότερα, τη λύση στο πράγματι εφιαλτικό πρόβλημα της ενδοσχολικής βίας που αντιμετωπίζει η χώρα...
ΤΟ ΒΗΜΑ
Παραθέτω την επιστολή της εκπαιδευτικού, προς τήρηση ισορροπιών στο σημαντικό αυτό ζήτημα:
«Πόσο εύκολο είναι να επιρρίπτουμε ευθύνες και να στοχοποιούμε τους εκπαιδευτικούς όταν δεν έχουμε γνώση της ισχύουσας νομοθεσίας, η οποία δεν επιτρέπει ανάληψη πρωτοβουλιών και ενεργειών, πέραν των καθορισμένων από το σύνταγμα, άρθρο του οποίου αναφέρει ρητά ότι υπεύθυνοι για την εκπαίδευση των παιδιών είναι ΚΑΙ οι γονείς!
Αυτό φαίνεται να το ξεχνούν οι περισσότεροι γονείς, γιατί τους θέτει προ των ευθυνών τους, που πολύ εύκολα τις αποποιούνται! Έτσι οι εκπαιδευτικοί είναι επιφορτισμένοι να αναλάβουν να υποκαταστήσουν το γονέα που δεν δίδαξε ποτέ το σεβασμό, την ανοχή, την αποδοχή και την αλληλεγγύη στα παιδιά του. Όταν έρχονται οι μαθητές να φοιτήσουν στο δημοτικό, ήδη γνωρίζουν πώς να αμύνονται, να διεκδικούν με επίμονο πολλές φορές τρόπο αυτό που επιθυμούν, και τελικά συμπεριφέρονται σύμφωνα με τα οικογενειακά πρότυπα.
Σε μια τέτοια κατάσταση, ο εκπαιδευτικός προσπαθεί να πείσει τους μαθητές του να ακολουθήσουν έναν κοινά αποδεκτό κώδικα συμπεριφοράς, να αποφορτίσει τις εντάσεις και να εξαλείψει -όσο είναι δυνατό- τις συγκρούσεις μεταξύ τους. Αν τυχόν και δεν τα καταφέρει, τότε απευθύνεται στο διευθυντή και το σύμβουλο που είναι κι ο κατ’ εξοχήν υπεύθυνος για την επίλυση του προβλήματος.
Αν η παρεκκλίνουσα συμπεριφορά συνεχίζεται, τότε ο σύμβουλος καλεί ειδικό παιδοψυχολόγο να παρακολουθήσει τον μαθητή, έστω και χωρίς τη γονεϊκή συναίνεση. Ενεργοποιείται ο ρόλος του συμβούλου και, αν κρίνεται σκόπιμο, αυτός αποφασίζει για αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος για τον παρεκκλίνοντα μαθητή. Ο δάσκαλος δεν μπορεί να κάνει τίποτα περισσότερο, και αυτό δεν σημαίνει ότι επιδεικνύει «αδιαφορία, ανευθυνότητα, αναποφασιστικότητα και κώφευση», όπως επιτιμητικά αναφέρει η αρθρογράφος.
Επίσης, από πού συμπεραίνει ότι οι δάσκαλοι προετοιμάζουν τους μαθητές να μαθαίνουν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες συμπεριφορές; Οι κανόνες συμπεριφοράς που θέτουν οι δάσκαλοι στους μαθητές είναι σαφείς και καθολικοί, για να μην παρερμηνεύονται από κανέναν! Τι κρίμα που απαξιώνεται και υποτιμάται το έργο και η προσφορά των εκπαιδευτικών στην κοινωνία μας! Μεγάλη απογοήτευση και τεράστια αδικία για μας, δεν νομίζεις;»
Στα σχόλια της φίλης εκπαιδευτικού θα προσθέσω μόνο ένα: Κατανοώ την αγωνία της μητέρας, αλλά το δημόσιο «κράξιμο» (με την δημοσιοποίηση ονομάτων στους οποίους απευθύνονται βαρύτατοι -στα όρια των υβριστικών- χαρακτηρισμοί) ελάχιστα προάγει τόσο την αξιοπιστία της ιδίας, όσο και, γενικότερα, τη λύση στο πράγματι εφιαλτικό πρόβλημα της ενδοσχολικής βίας που αντιμετωπίζει η χώρα...
ΤΟ ΒΗΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου