Δευτέρα 5 Μαΐου 2025

Το φάρμακο στο μπιφτέκι του σκύλου (ή, πώς οι δημαγωγοί γοητεύουν έναν εύπιστο λαό)


Πριν μία δεκαετία ήταν το «μνημόνιο». Σήμερα είναι τα «Τέμπη». Αυτό που δεν άλλαξε είναι ένας λαός ανεπίδεκτος μαθήσεως, που εύκολα γοητεύεται από τις απατηλές ρητορείες επιδέξιων δημαγωγών. Οι οποίοι, αν κάποτε θα μπορούσαν ακόμα και να δηλώνουν «ιδεολόγοι», σήμερα λειτουργούν ως κοινοί πολιτικοί απατεώνες...

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί επικαιροποίηση ενός άρθρου που είχε δημοσιευθεί τον Απρίλιο του 2015 στο Aixmi.gr (το οποίο, δυστυχώς, δεν υφίσταται πλέον). Λίγους μήνες πριν, κι ενώ η χώρα βρισκόταν ένα βήμα από την τελική ευθεία για έξοδο από την οικονομική κρίση, μία παρέα ουτοπιστών (των οποίων δεν θα αμφισβητήσω τις «καλές» - όπως τις πίστευαν τότε - προθέσεις) είχε κατορθώσει να πείσει τον ελληνικό λαό ότι διέθετε την μαγική συνταγή για «αναίμακτη» υπέρβαση της κρίσης  που δεν θα κόστιζε, δηλαδή, ούτε μία δραχμή (το νόμισμα στο οποίο θα επέστρεφε η χώρα) στον Έλληνα πολίτη. Τα αποτελέσματα της ουτοπίας είναι γνωστά...

Με αφορμή την σχετικά πρόσφατη σιδηροδρομική τραγωδία στα Τέμπη, ένα από τα δύο πιο επικίνδυνα μέλη εκείνης της πολιτικής «παρέας», γένους θηλυκού (το έτερο, γένους αρσενικού, έχει γίνει διάσημο για ένα «νι» που μυστηριωδώς εξαφανίστηκε από την αντιαισθητική εκδοχή γραφής του ονόματός του) εμφάνισε κατακόρυφη δημοσκοπική άνοδο, επιτυγχάνοντας να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά την ευπιστία ενός λαού που γοητεύεται από τις κραυγές και την εχθροπάθεια, αφού στο διάβα της Ιστορίας του έμαθε να αναζητά εχθρούς προκειμένου να νοηματοδοτεί την ύπαρξή του.

Όμως, επικίνδυνοι δημαγωγοί δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν χωρίς έναν λαό πρόθυμο να υποκύψει στην απατηλή σαγήνη του λόγου και της καλά μελετημένης εικόνας τους. Κάποτε, ένας λαός πίστεψε στη μεταφυσική των οικονομικών θαυμάτων. Σήμερα, ένα όχι ευκαταφρόνητο κομμάτι του ίδιου λαού δείχνει να πιστεύει στη «φυσική» των πολιτικών μεταμορφώσεων. Δηλαδή, ότι μία καταφανώς αυταρχική περσόνα με περίπου «μουσολινικό» πολιτικό προφίλ θα μπορούσε να λειτουργήσει με δημοκρατικά ανακλαστικά αν της προσφέρονταν (και πάλι) θέσεις εξουσίας.

Παρότι ανεπίκαιρο πλέον (αν και... επικαιροποιημένο), το κείμενο του 2015 διατηρεί την διδακτική του αξία. Αν υποτεθεί, βέβαια, ότι έχουμε τη θέληση να διδασκόμαστε από ιστορικά λάθη...

--------------------------------

Το τέχνασμα είναι γνωστό και το εφαρμόζουν συχνά όσοι έχουν σκύλο και βρίσκονται στην ανάγκη να του δώσουν ένα φάρμακο: απλά τοποθετούν το χάπι μέσα σε ένα μπιφτέκι (ή ό,τι άλλο μπορεί να αρέσει στον τετράποδο φίλο). Έτσι, μαζί με το εύγευστο μπιφτέκι, ο σκύλος καταπίνει εν αγνοία του και το απαραίτητο φάρμακο! Βέβαια, υπάρχει και μία πιο σατανική μέθοδος: το ίδιο το μπιφτέκι να είναι 
ψεύτικο, κάτι σαν άχυρο με οσμή κρέατος που ξεγελά τον πεινασμένο σκύλο.

Όσο και αν, σε ατομικό επίπεδο, ο άνθρωπος είναι ευφυέστερος του σκύλου, σε επίπεδο μάζας η ανωτερότητά του αυτή καθίσταται αμφίβολη. Τρανότερη απόδειξη δεν υπάρχει από την χειραγώγηση των μαζών από επιδέξιους δημαγωγούς. Πόσο μάλλον όταν οι λαοί πέφτουν στην ίδια παγίδα επαναληπτικά, χωρίς η Ιστορία να τους διδάσκει. Αρκεί να ρίξει κάποιος μια ματιά στις εθνικές καταστροφές της νεότερης Ιστορίας μας, καταστροφές ενός λαού μονίμως γελασμένου κι ανεπίδεκτου μαθήσεως...

Η φοβερή οικονομική κρίση που πέρασε πριν μερικά χρόνια η χώρα, επέφερε πολιτικές ανατροπές. Σημαντικότερη, η ανάθεση της διακυβέρνησης στις πλέον ακραίες από τις λεγόμενες «αντιμνημονιακές» δυνάμεις. Στη συμβολική γλώσσα της εναρκτήριας αλληγορίας του κειμένου, το ψεύτικο «μπιφτέκι» που προσφέρθηκε στον αφελή «σκύλο» ήταν η υπόσχεση που αφειδώς δόθηκε στον εύπιστο λαό για σύντομη υπέρβαση της κρίσης, πράγμα που θα συνέβαινε με έναν τρόπο μαγικό, σχεδόν μεταφυσικό, για τον οποίο μικρό μόνο τμήμα του εκλογικού σώματος προβληματίστηκε. Και η καθημαγμένη από την κρίση κοινωνία κατάπιε πρόθυμα το «μπιφτέκι», αγνοώντας (ή κι αδιαφορώντας για) το υποκρυπτόμενο «φάρμακο», που εν προκειμένω σήμαινε ένα σύνολο πολιτικών μεταρρυθμίσεων για τις οποίες αμφίβολο είναι ότι η κοινωνία αυτή ήταν προϊδεασμένη.

Έτσι, βρέθηκε στην εξουσία ένα καθεστώς που τοποθετούσε την ιδεολογία υπεράνω της πατρίδας (έννοια που ούτως ή άλλως απεχθανόταν). Επικυρίαρχο ρόλο στο καθεστώς αυτό διαδραμάτιζε μία σφριγηλά δομημένη ομάδα ουτοπιστών, που πίστευαν ότι μπορούσαν από μόνοι τους να ξεκινήσουν μία παγκόσμια επανάσταση που θα άλλαζε τον ρου της Ιστορίας! Σε ό,τι αφορά την ίδια την ιδεολογία, θα λέγαμε ότι κινούνταν πάνω σε έναν πολύ συγκεκριμένο άξονα: το όραμα μιας αταξικής κοινωνίας.

Η λέξη «τάξη» δεν θα πρέπει να ερμηνευθεί εδώ με στενά οικονομικούς όρους. Σημαίνει, γενικά, το αποτέλεσμα κάθε διαδικασίας η οποία επιφέρει διαχωρισμούς που οδηγούν σε κάποιας μορφής κοινωνική διαστρωμάτωση. Μέσα σε αυτό το εννοιολογικό πλαίσιο, η ισότητα των ανθρώπων θεωρείται ότι επιτυγχάνεται όχι με τη θέσπιση κανόνων που διασφαλίζουν ίσες ευκαιρίες σε όλους και δίνουν τη δυνατότητα στους αρίστους να διακριθούν, αλλά μέσω μιας αναγκαστικής ισοπέδωσης που οδηγεί στην απόλυτη ομοιομορφία υπό το πρόσχημα της «δικαιοσύνης».

Οι πρώτες κινήσεις της νέας, τότε, εξουσίας μαρτυρούσαν την κυρίαρχη φιλοσοφία της. Ας δούμε, ενδεικτικά και επιγραμματικά, κάποια από τα χαρακτηριστικά της:

1. Ο εξοβελισμός της αριστείας από το εκπαιδευτικό σύστημα, αφού «η αριστεία είναι ρετσινιά… είναι μια στρεβλή φιλοδοξία»(!). Κατά τη νέα εκείνη αντίληψη εξουσίας, η ιδέα της αριστείας οδηγεί στον διαχωρισμό των μαθητών σε «αρίστους» και «μη αρίστους», πράγμα που αντίκειται στο αταξικό (με την γενική έννοια του όρου) δόγμα.

2. Η de jure εξίσωση του φοιτητή με τον ακαδημαϊκό δάσκαλο, επιτρέποντας στον πρώτο να συναποφασίζει με τον δεύτερο για ζητήματα που αφορούν την διοίκηση του πανεπιστημίου. Προφανώς, η «ξενόφερτη» ιδέα του διαχωρισμού των αρμοδιοτήτων μαθητή και δασκάλου αντέβαινε στις αρχές του ακαδημαϊκού ισοπεδωτισμού!

3. Η προκλητική ανεκτικότητα και σκανδαλώδης παραχωρητικότητα σε περιθωριακές ομάδες, που προσπαθούσαν (κι ακόμα προσπαθούν, δυστυχώς) να επιβάλουν δια της βίας τον «αναρχικό» μετασχηματισμό της κοινωνίας σε «αντισυστημικό» χάος. Θα λέγαμε ότι η τότε εξουσία έδινε την εντύπωση ότι έβλεπε στα καλυμμένα πρόσωπά τους έναν άτυπο στρατό στην υπηρεσία του καθεστώτος.

4. Η εξίσου σκανδαλώδης επίδειξη επιείκειας και «κατανόησης» προς τους ενεχόμενους σε πράξεις (ακόμα και δολοφονικής) τρομοκρατίας. Μάλιστα, η ίδια η χρήση του όρου «τρομοκρατία» δεν ήταν αποδεκτή από μία σημαντική μειοψηφία του τότε κυβερνώντος χώρου, η οποία αντιμετώπιζε τους τρομοκράτες – δολοφόνους ως περίπου μαχητές υπέρ της κοινωνικής ισότητας και δικαιοσύνης!

5. Η εθνικά επικίνδυνη πολιτική στο ζήτημα των «παράτυπων μεταναστών», με βάση μία ουτοπική ιδεολογία ανοικτών συνόρων για όλους (αφού, στη λογική των τότε κυβερνώντων, ο διαχωρισμός ανάμεσα σε «Έλληνες» και «μη-Έλληνες» ήταν τεχνητός και ασύμβατος με το ιδεώδες του «ανθρωπισμού»).

6. Η χαλαρότητα απέναντι στην ανομία. Εξ άλλου, οι όροι «νόμος» και «τάξη» ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα προσφιλείς στον πολιτικό χώρο των τότε κυβερνώντων, αφού ενεργοποιούσαν βαθιά ριζωμένα μετεμφυλιοπολεμικά σύνδρομα. Ο νόμος υπάρχει για να διατηρεί ή να επιβάλλει την τάξη, και η τάξη είναι ό,τι ακριβώς αντιμαχόταν η πολιτική φιλοσοφία του χώρου.

Το «φάρμακο του σκύλου», λοιπόν, που το κατάπιε αμάσητο ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος τη στιγμή που μασούσε με βουλιμία τις αμέτρητες σαγηνευτικές – πλην ανεδαφικές – προεκλογικές υποσχέσεις, δεν ήταν άλλο από τη βαθύτερη και λιγότερο ευδιάκριτη πολιτική ατζέντα εκείνης της κυβέρνησης. Μια ατζέντα που προσέβλεπε στον ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας με τρόπους και σε κατευθύνσεις που η τελευταία, όπως τελικά αποδείχθηκε, δεν ήταν πρόθυμη να αποδεχθεί.

Οι Έλληνες, αν και στη μεγάλη πλειοψηφία τους απεχθάνονται τον κυνικό δαρβινισμό του αχαλίνωτου νεοφιλελευθερισμού, εξακολουθούν να πιστεύουν στον υγιή ανταγωνισμό και στο δικαίωμα στη διάκριση ως αποτέλεσμα ικανοτήτων και μόχθου. Ειδικά, οι μαθητές που αντιμετωπίζουν με μέγιστη σοβαρότητα τις σπουδές τους δικαιούνται να ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους, φέροντας τον τιμητικό τίτλο του αρίστου και απολαμβάνοντας τα ανάλογα προνόμια.

Αν και ουδέποτε υπήρξαν ρατσιστές, οι Έλληνες απαιτούν να μη μετατραπούν de facto σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας μέσα στην ίδια τους τη χώρα, σε τρομαγμένα ανθρωπάκια που αποφεύγουν να κυκλοφορούν στους δρόμους μόλις κρυφτεί ο ήλιος, και σε εύκολα και απροστάτευτα θύματα εγκληματιών που εισέρχονται στη χώρα όχι ως κυνηγημένοι από αυταρχικά καθεστώτα (αυτούς τους τιμούμε απόλυτα) αλλά ως κοινοί τυχοδιώκτες.

Οι Έλληνες απαιτούν ισονομία χωρίς προνομιακές διακρίσεις. Το να φοράς κουκούλα δεν σε καθιστά «περισσότερο πολίτη» σε σχέση με αυτούς που δεν τη φορούν (το αντίθετο, θα έλεγα), ούτε σου εξασφαλίζει κατ’ εξαίρεση το δικαίωμα στην ασυδοσία, περιλαμβανομένης της δυνατότητας να κατακαίς ελεύθερα τις περιουσίες των συνανθρώπων σου και να καταστρέφεις τις ζωές τους. Επί πλέον, το να έχεις διαπράξει κακουργήματα δεν θα πρέπει να είναι ικανή (για να μην πω και αναγκαία) συνθήκη ώστε να απολαύσεις την κρατική στοργή και το δικαίωμα στη δεύτερη ευκαιρία!

Οι Έλληνες, τέλος, δεν επιθυμούν να γίνουν αταξική, αλλά ευνομούμενη κοινωνία. Τον ρόλο της εξουσίας δεν τον βλέπουν ως μηχανισμό ισοπέδωσης που στοχεύει στην αναγκαστική κι απόλυτη ομοιομορφία των ανθρώπων, αλλά ως θεματοφύλακα των ίσων δικαιωμάτων και ίσων ευκαιριών. Διεκδικούν το δικαίωμα στη διάκριση των κατά τεκμήριο αρίστων, με βάση θεσπισμένους κανόνες και έντιμες διαδικασίες αξιολόγησης.

Όσο για το αληθινό (και όχι παραπλανητικό) «μπιφτέκι του σκύλου», αυτό, φοβάμαι, θα αργήσει να ψηθεί, αφού μαγικές συνταγές υπέρβασης κρίσεων και κατάκτησης εθνικών θριάμβων δεν υπάρχουν. Απαιτείται απ’ όλους μας σκληρή δουλειά, υπομονή και, πάνω απ’ όλα, κοινωνική αλληλεγγύη. Κι αυτές τις αρετές κανένα πολιτικό σύστημα δεν είναι σε θέση να τις επιβάλει. Εμείς μόνο μπορούμε να τις ανακαλύψουμε μέσα μας. Όπως ο ευφυής σκύλος μου ανακάλυπτε πάντα το κρυμμένο χάπι στο μπιφτέκι!

Τρίτη 29 Απριλίου 2025

Μερικές σκέψεις για την αξιολόγηση στο Δημόσιο


Η ανάγκη αξιολόγησης των δημόσιων λειτουργών είναι αδιαμφισβήτητη. Αρκεί να τηρηθούν κοινά συμφωνημένοι κανόνες και να απαντηθούν μερικά κρίσιμα ερωτήματα...

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Πήγαινα τακτικά για φαγητό στο σπίτι του θείου μου. Ένα μεσημέρι κατέφθασε αγχωμένη η εξαδέλφη μου ρωτώντας τον πατέρα της για κάποιες αντικειμενικές αξίες ακινήτων που έπρεπε να συμπληρώσει σε ένα έντυπο. Θέλοντας να την πειράξω (βρήκα την ώρα!) της είπα ότι το φραστικό σχήμα «αντικειμενική αξία» είναι οξύμωρο, αφού η έννοια «αξία» αναφέρεται σε κάτι εντελώς υποκειμενικό (ό,τι συνιστά αξία για κάποιον δεν αποτελεί, απαραίτητα, αξία για κάποιον άλλον). Για να εισπράξω την – μάλλον αναμενόμενη – οργισμένη αντίδρασή της: «Εμείς τώρα καιγόμαστε, κι εσύ έχεις όρεξη για φιλοσοφίες!»

Και όμως... Πίσω από τον άκαιρο αστεϊσμό βρισκόταν μία οικουμενική αλήθεια: πως η αξία κάθε πράγματος συναρτάται τόσο με τις ανάγκες, όσο και με τις αρχές εκείνου που την αποτιμά. Συνεπώς, «αντικειμενική αξία» σημαίνει, στην καλύτερη περίπτωση, μία αξία την οποία αποδέχεται ένα πεπερασμένο σύνολο ανθρώπων (όπως μία δεδομένη κοινωνία) με κοινά συμφωνημένες προτεραιότητες και αρχές.

Γενικά μιλώντας, αξιολόγηση είναι ο προσδιορισμός της αξίας ενός πράγματος με βάση καθορισμένα κριτήρια. Όταν αναφερόμαστε, ειδικότερα, σε αξιολόγηση δημόσιων λειτουργών εννοούμε την αποτίμηση του δυναμικού τους (τα λεγόμενα «προσόντα» τους), της αποδοτικότητάς τους και της συνέπειάς τους στην άσκηση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί από την πολιτεία. Εδώ προκύπτουν δύο σημαντικά ζητήματα:

1. Υπάρχει γενικό consensus για τον καθορισμό των κριτηρίων αξιολόγησης των δημόσιων λειτουργών;

2. Εφαρμόζονται στην πράξη τα θεσπισμένα κριτήρια, ή προτάσσονται άλλα προς εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων (πολιτικών, συνδικαλιστικών, ή και στενά υπηρεσιακών);

Σε ό,τι αφορά την συνέπεια στην άσκηση καθηκόντων, ζήτημα το οποίο άπτεται της ευσυνειδησίας του κρατικού λειτουργού, η όποια έλλειψή της αυτονόητα σταματά κάθε άλλη συζήτηση περί αξιολόγησης! Η δυσκολία εκ μέρους της πολιτείας έγκειται στην θέσπιση δίκαιων κριτηρίων αξιολόγησης για συνεπείς και ευσυνείδητους λειτουργούς. Ιδιαίτερα όταν αυτοί προσφέρουν υπηρεσίες σε συναφείς θέσεις ευθύνης.

Για παράδειγμα, πώς θα καθορίζεται η βαρύτητα των τίτλων σπουδών – σε συνάρτηση και με το αντικείμενο εργασίας – σε ένα συγκεκριμένο δημόσιο λειτούργημα; Πώς ακριβώς θα προσδιορίζεται η αποδοτικότητα στο πλαίσιο μίας ομαδικής εργασίας; Είναι πιο σημαντικός ένας καθηγητής Λυκείου του οποίου δέκα μαθητές πέρασαν στο πανεπιστήμιο, από έναν συνάδελφό του που, με προσωπική κατάθεση χρόνου και συναίσθηση παιδαγωγικής ευθύνης, κατόρθωσε να ξαναδώσει νόημα και σκοπό ζωής σε ένα παιδί με αυτοκαταστροφικές ή παραβατικές τάσεις; Μετράει περισσότερο ένας υπάλληλος που, κλεισμένος σε ένα ήσυχο γραφείο του τελευταίου ορόφου, διεκπεραιώνει επιτυχώς εκατό υποθέσεις την ημέρα, σε σχέση με έναν (τυπικά ομοιόβαθμο) υπάλληλο του ισογείου ο οποίος, φτάνοντας ως τις εσχατιές των φυσικών και ψυχικών του αντοχών, καλείται να αντιμετωπίσει καθημερινά τις (συχνά οργισμένες και απρεπείς) διαμαρτυρίες των πολιτών για τις δυσλειτουργίες του συστήματος;

Τώρα, αυτή καθαυτήν η εφαρμογή στην πράξη των συμφωνημένων κριτηρίων αξιολόγησης είναι μία διαφορετική αλλά εξίσου σημαντική υπόθεση. Σε ένα απόλυτα αξιοκρατικό σύστημα διαχείρισης των κοινών, δεν τίθεται καν θέμα συζήτησης. Πόσο αξιοκρατικό, όμως, είναι το δικό μας σύστημα δημόσιας διοίκησης και δημόσιας εκπαίδευσης; Θα είναι απόλυτα στεγανοποιημένη η αξιολόγηση από πολιτικές και συνδικαλιστικές επιρροές; Θα υπάρχει υπερκομματικός φορέας ελέγχου του τρόπου εφαρμογής της αξιολόγησης; Αν ναι, πώς θα καθορίζεται θεσμικά η συγκρότησή του και πώς θα διασφαλίζεται η απρόσκοπτη λειτουργία του;

Με βάση την ως τώρα εμπειρία μας για τον τρόπο που λειτουργεί, γενικά, ο δημόσιος τομέας σε αυτή τη χώρα, κάποια από τα παραπάνω ερωτήματα είναι, δυστυχώς, ρητορικά. Δεν χρήζουν απαντήσεων αλλά απαιτούν σημαντική αλλαγή νοοτροπίας εκ μέρους κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Πριν μιλήσουμε, λοιπόν, για αξιολόγηση, θα πρέπει να εξετάσουμε κατά πόσον είμαστε ώριμοι - ως λαός και ως πολιτεία - να την εφαρμόσουμε στην πράξη.

Κλείνουμε με μία επισήμανση που θεωρούμε σημαντική και η οποία θα έπρεπε να είναι (μα δεν είναι πάντοτε) αυτονόητη. Η αξιολόγηση στοχεύει αποκλειστικά στη βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών που προσφέρει το κράτος στον πολίτη. Με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να αποτελεί μέσο κοινωνικής και πολιτικής εκδίκησης για υποτιθέμενους «τεμπέληδες και άχρηστους προνομιούχους», όπως με αήθη, άδικο και κοινωνικά ρατσιστικό τρόπο χαρακτηρίζονται συλλήβδην οι δημόσιοι λειτουργοί από μερικούς «καλοθελητές» των media και του Διαδικτύου.

Στον βαθμό που καταστεί εφικτή η διασφάλιση απόλυτης αντικειμενικότητας στη βάση κοινά συμφωνημένων κριτηρίων και αρχών, η αξιολόγηση θα είναι, πιστεύουμε, καλοδεχούμενη από το σύνολο των δημόσιων λειτουργών (κάποιες εξαιρέσεις, βέβαια, πάντοτε θα υπάρχουν). Ισοπεδωτικές γενικεύσεις και καθολικές δαιμονοποιήσεις, όμως, ελάχιστα συμβάλλουν σε αυτή την κατεύθυνση. Ακόμα περισσότερο, όταν υπαγορεύονται από παγιωμένες προκαταλήψεις και ιδιοτελείς (πολιτικές ή άλλες) σκοπιμότητες...

Τρίτη 15 Απριλίου 2025

Οι όψεις του λαϊκισμού


Το επικίνδυνο κοινωνικο-πολιτικό φαινόμενο του λαϊκισμού έκανε και πάλι την εμφάνισή του στη χώρα μας με αφορμή την υπόθεση των Τεμπών. Σε μεγαλύτερη κλίμακα, ο λαϊκισμός λαμβάνει πλέον παγκοσμιοποιημένες διαστάσεις με αφετηρία την πολιτική ηγεσία στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού - και κάποια πρόθυμα ευρωπαϊκά φερέφωνα...

Όμως, ποια ακριβώς είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα που ορίζουν τον λαϊκισμό, και ποιες είναι οι πολιτικές και ιστορικές παραλλαγές του φαινομένου; Κάποια από αυτά τα ερωτήματα επιχείρησε να απαντήσει ένα κείμενο του 2020, σε μία εφημερίδα που, δυστυχώς, διολισθαίνει εσχάτως σε πρακτικές που παραπέμπουν στο υπό εξέταση φαινόμενο...

    Τα πολλά πρόσωπα του λαϊκισμού


Ο λαϊκισμός είναι μία παθογένεια της Δημοκρατίας και ένα μέσο χειραγώγησης και ελέγχου στον Ολοκληρωτισμό. Είναι αναγνωρίσιμα τα βασικά χαρακτηριστικά και τα ποικίλα πρόσωπά του.

Δευτέρα 7 Απριλίου 2025

Ο δάσκαλος που δεν ξεχάστηκε...

Τι είναι αυτό που κάνει έναν δάσκαλο να μείνει αξέχαστος; Το ότι έχει το χάρισμα να κάνει τα δύσκολα να φαίνονται απλά. Και, πάνω απ' όλα, το ότι βοηθά τον μαθητή να ανακαλύψει τον εαυτό του.

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Ο φίλος μου ο Αριστείδης μιλά πάντα με συγκίνηση για τον κύριο Σεραφείμ, καθηγητή του πριν πολλά χρόνια (δεν θα πω πόσα...) στο Πολυτεχνείο:

– Είχε έναν μοναδικό τρόπο να εξηγεί τις πιο περίπλοκες έννοιες και να προσεγγίζει τα πιο δύσκολα προβλήματα, κάνοντάς τα όλα να φαίνονται απλά. Έλεγες: «Ώστε, τόσο εύκολο ήταν, τελικά!»

Όπως περιγράφει ο Αριστείδης, στις αίθουσες όπου δίδασκε ο κ. Σεραφείμ έπρεπε να είχες κρατήσει... θέση από την προηγούμενη μέρα για να βρεις κάπου να καθίσεις (και πάντα υπήρχαν και όρθιοι).

Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τη σχέση που είχε ο εξαίρετος αυτός δάσκαλος με την φιλοσοφία (και, δυστυχώς, είναι πλέον πρακτικά αδύνατο να τον βρω κάπου στη Γη ώστε να τον ρωτήσω...). Όμως, έστω και χωρίς να το κάνει συνειδητά – αλλά μόνο με το αλάνθαστο ένστικτο του καλού εκπαιδευτικού – εφάρμοζε την Σωκρατική προτροπή:

«Γνώθι σαυτόν»!

Δηλαδή, να γνωρίσεις τον εαυτό σου, να αποκτήσεις αυτογνωσία (και, σε βαθύτερο ηθικό επίπεδο, αυτοσυνειδησία).

Υπάρχουν δύο δυνατές αναγνώσεις τού «γνώθι σαυτόν», συμπληρωματικές η μία ως προς την άλλη. Η πρώτη - ίσως η πιο αυθεντικά σωκρατική - μας ζητά να γνωρίσουμε τα όρια της νόησής μας προτού επιχειρήσουμε να απαντήσουμε σε ερωτήματα που μας ξεπερνούν. (Αυτό ήταν, κατά βάση, και το μήνυμα του Καντ στην «Κριτική του Καθαρού Λόγου» του.)

Η εναλλακτική («θετική») ερμηνεία της ρήσης μάς ζητά, αντίθετα, να υπερβούμε αυτά που θεωρούμε ως όρια της νόησής μας, ανακαλύπτοντας νέες δυνατότητές της που δεν γνωρίζαμε. «Μου φαίνεται, τελικά, τόσο απλό. Είχα αδικήσει τον εαυτό μου πιστεύοντας πως δεν είχα τη δυνατότητα να το καταλάβω», μονολογούσε με μία δόση θαυμασμού ο φοιτητής που παρακολουθούσε τις διαλέξεις τού (αείμνηστου πλέον) κ. Σεραφείμ στο ΕΜΠ.

Ο καλός δάσκαλος, λοιπόν, είναι ένα είδος μάγου. Κάνει τον μαθητή να νιώσει ότι η γνώση βρισκόταν πάντα μέσα του αλλά ανέμενε κάποιον οδηγό να της φωτίσει τον δρόμο προς τη συνείδηση:

«Αυτά που σου διδάσκω τα γνώριζες ήδη, όμως δεν γνώριζες ότι τα γνώριζες!»

Θα λέγαμε ότι ο καλός δάσκαλος είναι σαν τον καλό γλύπτη. Παίρνει ένα αδιαμόρφωτο κομμάτι μάρμαρο και αναδεικνύει την ωραία μορφή που βρισκόταν εξαρχής στο εσωτερικό του, μα κανείς δεν μπορούσε να την δει. Έτσι, ο δάσκαλος οδηγεί τον μαθητή να ανακαλύψει τις αρετές και να αναπτύξει τις δεξιότητές του, με στόχο όχι μόνο την μελλοντική επαγγελματική επιτυχία αλλά και, γενικότερα, την ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του.

Και, όπως ο γλύπτης αναδεικνύει τη μορφή πετώντας το περιττό υλικό, έτσι κι ο δάσκαλος οφείλει να πείσει τον μαθητή να απαλλάξει τη σκέψη και την ψυχή του από άχρηστα ή και επιζήμια «υλικά», όπως η αυτοαμφισβήτηση, η προκατάληψη, η μισαλλοδοξία...

Ένας άλλος φίλος, νομικός, μου είχε περιγράψει πριν πολλά χρόνια έναν αντίστοιχο χαρισματικό δάσκαλο στη Νομική Σχολή. Ήταν καθηγητής Ιστορίας. Το να παρακολουθείς τις διαλέξεις του ήταν σαν να βλέπεις μια συναρπαστική θεατρική παράσταση, έναν μονόλογο από έναν ταλαντούχο αφηγητή που έδινε ζωή σε κάθε ιστορικό θέμα που περιέγραφε. Το αμφιθέατρο ήταν πάντα γεμάτο. Αντίθετα, λίγοι «σπασίκλες» (συγνώμη για την έκφραση) φοιτητές, μόνο, τιμούσαν τις παραδόσεις ενός άχρωμου καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου, που ξεκινούσε το μάθημα λέγοντας «σήμερα θα ομιλήσωμεν δια το...» (αναφέρομαι σε πολύ παλιές εποχές!).

Στο Διαδίκτυο μπορεί κάποιος να βρει άφθονα videos με διαλέξεις φιλοσοφίας του Δημήτρη Λιαντίνη. Κάποιες από τις διαλέξεις αυτές απευθύνονταν σε μεταπτυχιακούς φοιτητές από τον χώρο της Εκπαίδευσης. Θα παρατηρήσει και εδώ ο διαδικτυακός επισκέπτης ότι «δεν έπεφτε καρφίτσα» στο αμφιθέατρο! Κι αυτό γιατί ο χαρισματικός αυτός δάσκαλος είχε τον τρόπο να συνεπαίρνει το ακροατήριό του, δίνοντας ζωή σε κάθε τι που ανέπτυσσε – ακόμα και αν επρόκειτο για δύσκολες έννοιες του φιλοσοφικού στοχασμού. (Υπήρχαν και καθηγητές που έκαναν μάθημα σε σχεδόν άδειες αίθουσες, όπως με έχουν πληροφορήσει συνάδελφοι εκπαιδευτικοί που παρακολουθούσαν τότε τον σχετικό κύκλο μεταπτυχιακών μαθημάτων.)

Ακολουθώντας και ο (σωκρατικός) Λιαντίνης την αυτογνωστική παιδαγωγική μέθοδο, έδειξε στους φοιτητές του ότι και οι πιο σύνθετες ιδέες της Φιλοσοφίας μπορούσαν να γίνουν κατανοητές αν τις αντιλαμβάνονταν σαν «αγνώστως προϋπάρχουσες» νοητικές μορφές που ανέμεναν τον Δάσκαλο που θα τις οδηγούσε στο ξέφωτο του συνειδητού.

Ας ανακεφαλαιώσουμε: Ο δάσκαλος που δεν ξεχάστηκε,

εύρισκε πάντα τον τρόπο να κάνει ακόμα και τις πιο δύσκολες και περίπλοκες ιδέες να μοιάζουν απλές και κατανοητές,

μπορούσε να κάνει ακόμα και το πιο ανιαρό, από τη φύση του, θέμα να φαίνεται συναρπαστικό,

δεν πρόσφερε τη γνώση σαν μασημένη τροφή αλλά οδηγούσε τον μαθητή να την ανακαλύψει «σαν να βρισκόταν πάντα κρυμμένη μέσα του»,

βοηθούσε τον μαθητή να αναδείξει και να καλλιεργήσει τις πραγματικές του αρετές και τα αληθινά του ταλέντα (όχι απαραίτητα συμβατά με τον ρόλο για τον οποίο τον προόριζε – είτε από φιλοδοξία, είτε απλά από ανάγκη – η οικογένειά του...).

Εν κατακλείδι, ο ρόλος του δασκάλου είναι να φωτίζει δρόμους. Είναι όμως απόφαση κι ευθύνη του ίδιου του μαθητή να τους διαβεί!

Δευτέρα 31 Μαρτίου 2025

Ήταν επίδειξη «πατριωτισμού» η συμπεριφορά των σπουδαστών της ΣΜΥΝ στην παρέλαση;


Πατριωτική πράξη ή ασυγχώρητη επιπολαιότητα τα υβριστικά συνθήματα των σπουδαστών της ΣΜΥΝ στην στρατιωτική παρέλαση της 25ης Μαρτίου στην Αθήνα;

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Στην πρόσφατη στρατιωτική παρέλαση για τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου στην Αθήνα, σπουδαστές της Σχολής Μονίμων Υπαξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού (ΣΜΥΝ), κατά παράβαση - προφανώς - των εντολών που είχαν λάβει από τους ανωτέρους τους σχετικά με τα όρια του ρόλου τους στην εκδήλωση, φώναξαν υβριστικά συνθήματα εναντίον γειτονικής χώρας, φέρνοντας σε δύσκολη θέση την παριστάμενη πολιτική και στρατιωτική ηγεσία.

Κάποιοι "υπερεθνικόφρονες" σχολιαστές στα media, μη αντιλαμβανόμενοι το βάρος του φοιτητικού παραπτώματος να μετατρέψουν αυθαίρετα - και δίχως σεβασμό στην ιερότητα της μέρας - μία επίσημη τελετή σε οιονεί προέκταση στρατιωτικών γυμνασίων (οι γνωρίζοντες τον χώρο της στρατιωτικής εκπαίδευσης αντιλαμβάνονται τι εννοώ...), έσπευσαν να επευφημήσουν το "πατριωτικό φρόνημα των παιδιών" απαιτώντας, παράλληλα, την μη τιμωρία τους.

Παρεμφερούς ιδεολογίας κύκλοι είχαν επαινέσει μία ανάλογη συμπεριφορά ανυπακοής εκ μέρους του αρχηγού της Σχολής Ευελπίδων το μακρινό "μνημονιακό" έτος 2011, τόσο κατά τη διάρκεια στρατιωτικής παρέλασης όσο και, λίγο αργότερα, την ημέρα της εορτής του Πολυτεχνείου. Είχαμε σχολιάσει τα περιστατικά εκείνα από τη στήλη μας στο ΒΗΜΑ [1], ενδεχομένως όχι με τον τρόπο που ήταν αρεστός σε κάποιους (θυμάμαι ακόμα τον ποταμό υβριστικών σχολίων που συνόδευαν την αναδημοσίευση του κειμένου σε ακροδεξιό site)...

Η συμπεριφορά των σπουδαστών της ΣΜΥΝ (ελπίζω να μην αληθεύουν τα όσα παρόμοια ακούστηκαν και για τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων!) μπορεί να κριθεί σε τρία επίπεδα:

1. Στρατιωτικό/εκπαιδευτικό: Οι σπουδαστές μιας στρατιωτικής σχολής, στην οποία η υπακοή στους στρατιωτικούς κανόνες διδάσκεται ως πρώτιστη υποχρέωση, επέδειξαν απειθαρχία απέναντι στις εντολές των ανωτέρων τους. Γιατί, μου είναι αδύνατο να σκεφτώ ότι τα συνθήματα που ακούστηκαν ήταν σε γνώση και είχαν την έγκριση αξιωματικών της σχολής!

2. Πολιτικό/εθνικό: Με ποια λογική οι σπουδαστές μιας στρατιωτικής σχολής δικαιούνται να "κηρύσσουν πόλεμο" και να χαράσσουν εθνική πολιτική σε μία δημόσια εκδήλωση, παρουσία της ανώτατης πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας του τόπου; Δεν αντιλαμβάνονται, άραγε, ότι είναι δυνατό να σύρουν τις αρχές της χώρας σε θέση απολογούμενου απέναντι σε εκείνους ακριβώς που οι ίδιοι (οι σπουδαστές) καθυβρίζουν; Και, δεν λογαριάζουν το εθνικό διπλωματικό κεφάλαιο που τόσο αχρείαστα θα σπαταληθεί εξαιτίας της επιπολαιότητάς τους;

3. Ηθικό/πολιτιστικό: Δεν με αφορά ο πολιτισμός (ή "πολιτισμός") των γειτόνων μας. Και δεν θα λάβω υπόψη τα (όποια) ανθελληνικά συνθήματά τους σε ανάλογες δικές τους δημόσιες εκδηλώσεις και τελετές. Αυτό που έχει σημασία για εμένα (συγχωρήστε μου το πρώτο ενικό) είναι ότι η ιστορική υπεροχή του Ελληνισμού, για την οποία δικαιούμαστε να είμαστε υπερήφανοι, χτίστηκε με βάση την αδιαμφισβήτητη πνευματική ανωτερότητα των Ελλήνων, όχι λόγω της "τέχνης" τους να σκαρώνουν και να παιανίζουν ευτελείς χυδαιολογίες γηπεδικής προέλευσης σε ψευδο-πατριωτικές παραλλαγές! Οι σπουδαστές της ΣΜΥΝ ακύρωσαν στην πράξη τον σημαντικότερο λόγο για τον οποίο θα έπρεπε να καμαρώνουν.

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, εκείνοι που έσπευσαν να χειροκροτήσουν "τα παιδιά" γι' αυτή τους την ανέξοδη επίδειξη δήθεν εθνικοφροσύνης ("τσάμπα μαγκιά" την αποκάλεσε γνωστός Ναύαρχος του Πολεμικού Ναυτικού, και θα συμφωνήσουμε) ας εξετάσουν προσεκτικότερα τον ορισμό που δίνουν στην έννοια του πατριωτισμού. Κι ίσως το σκεφτούν ξανά...