Στο τελευταίο του βιβλίο, ο Δημήτρης Λιαντίνης έδωσε έναν αινιγματικό ορισμό της έννοιας του έρωτα. Μπορεί να πρόκειται απλά για λογοτεχνικό ευφυολόγημα δίχως βαθύτερη σημασία. Αν όμως ο φιλόσοφος το εννοούσε έτσι ακριβώς όπως το διατύπωσε;
Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου
1. Ο «γρίφος» του έρωτα
Στο κεφάλαιο με τίτλο «Μικρός Κριτής», του βιβλίου «Γκέμμα», τελευταίου και πιο σημαντικού (από φιλοσοφική και λογοτεχνική άποψη) συγγράμματος του Δημήτρη Λιαντίνη, ο φιλόσοφος προτείνει τον πιο αινιγματικό, ίσως, ορισμό της έννοιας του έρωτα που θα μπορούσε κάποιος να επινοήσει:
«Έρωτας είναι η τέχνη του να φεύγεις»
(χωρίς τόνο στο «του» – κι αυτό έχει τη σημασία του, όπως θα δούμε αργότερα). Αλλά, να φεύγεις πώς;
«Έτσι, που η σφαγή που θα νιώθεις να είναι πολύ πιο σφαγερή από τη σφαγή που νιώθει ο σύντροφος που αφήνεις» («Γκέμμα», σελ. 170).
Ο Λιαντίνης δεν δείχνει πρόθυμος στη συνέχεια να αναλύσει περαιτέρω τον – κάθε άλλο παρά συμβατικό – ορισμό του. Περιγράφει με απίστευτη λογοτεχνική δεινότητα την ερωτική συμπεριφορά (κυρίως σε ό,τι αφορά τον άντρα), όμως η ίδια η έννοια του έρωτα, έτσι όπως εκείνος επιχειρεί να την ορίσει, παραμένει αινιγματική.
Οι ακαδημαϊκοί του φιλοσοφικού χώρου, που θα μπορούσαν ίσως να μας δώσουν μία αξιόπιστη ερμηνεία του ορισμού, απέφυγαν, γενικά, να ασχοληθούν στο βάθος που θα έπρεπε με το έργο του Λιαντίνη. (Κάτι ήξεραν: Κάποιοι από τον χώρο των θετικών επιστημών που επιχείρησαν να μιλήσουν με όχι προσωπολατρικό τρόπο για τον Λιαντίνη, το πλήρωσαν με σκληρές επιθέσεις εναντίον τους – συχνά στα όρια του προσωπικού εξευτελισμού – από τους σκληροπυρηνικούς οπαδούς του φιλοσόφου...)
Από την άλλη, οι μαθητές και, εν γένει, οι θαυμαστές του Λιαντίνη αντιμετωπίζουν τον ορισμό αυτό του έρωτα ως θέσφατο, είτε αποφεύγοντας να τον ερμηνεύσουν με τρόπο πειστικό, είτε ακόμα και δίνοντας αυθαίρετες ερμηνείες (κάπου διάβασα, π.χ., ότι «πρέπει να βρίσκουμε τη δύναμη να φεύγουμε από μια ερωτική σχέση που μας πληγώνει»!). Δεν γνωρίζω αν ο ίδιος ο Λιαντίνης έδωσε μία εξήγηση σε κάποια από τις διαλέξεις του (ας με διαφωτίσουν εδώ οι αναγνώστες). Η μελέτη του βιβλίου, πάντως, δεν οδηγεί σε μια πιο ξεκάθαρη εικόνα...
Το βέβαιο είναι ότι ο αινιγματικός αυτός ορισμός δεν επιδέχεται μονοσήμαντη κι απόλυτη ερμηνεία. Ίσως να πρόκειται απλά για λογοτεχνικό ευφυολόγημα που δεν απαιτεί περαιτέρω ανάλυση (αυτή την άποψη έχω ακούσει από σοβαρούς μελετητές του Λιαντίνη). Ίσως όμως και να υποκρύπτει βαθύτερα νοήματα που προκαλούν τον αναγνώστη να τα αναδείξει μέσα από ένα έντονα κωδικοποιημένο λεκτικό σχήμα. Αυτή την εκδοχή θα εξετάσουμε στο παρόν κείμενο.
Θα επιχειρήσουμε, έτσι, να προτείνουμε κάποιες δικές μας ερμηνείες του Λιαντινικού ορισμού του έρωτα, χωρίς να ισχυριζόμαστε, φυσικά, ότι θα τις προσυπέγραφε ο ίδιος ο Λιαντίνης! Αυτό που θα ήθελα, πάντως, να τονίσω εξαρχής είναι ότι δεν συνδέω τον ορισμό αυτό με τον γνωστό συσχετισμό του έρωτα με την καταστροφή, την οδύνη και τον θάνατο, πράγμα που συνιστά θεμελιώδη αρχή στο φιλοσοφικό σύμπαν του Λιαντίνη (*). Όλα αυτά μπορεί να αποτελούν αντικείμενα της Τέχνης. Αυτό καθαυτό το επώδυνο έως τραγικό βίωμά τους, όμως, δεν μπορεί να συνιστά τέχνη (μία λέξη – κλειδί στον ορισμό που εξετάζουμε). Και ο Λιαντίνης ζύγιζε πολύ προσεχτικά τις λέξεις του...
2. Ο ιδανικός εραστής
Στον «Μικρό Κριτή», ο Λιαντίνης ορίζει ως ιδανικό εραστή εκείνον που μπορεί να κατανοήσει τη σύνθετη, πολυοργασμική ερωτική φύση της γυναίκας και να ανταποκριθεί – ακόμα και με κατάθεση δικής του οδύνης – στις απαιτήσεις της φύσης αυτής. Το κυρίαρχο δόγμα βασίζεται στην ετεροβαρή, κατά τον συγγραφέα, σχέση ανάμεσα στα δύο φύλα, έτσι όπως η ίδια η Φύση προστάζει:
«Η φύση ορίζει το αρσενικό να γίνεται ατελείωτη προσφορά, και θεία στέρηση για το θηλυκό. (...) Στον έρωτα όλα γίνουνται για το θηλυκό.»
«Την ευθύνη για να γίνει και να μείνει ως το τέλος σωστή η ερωτική σμίξη, την έχει ο άντρας. Πάντα, όταν φεύγει η γυναίκα, θα φταίει ο άντρας.»
«Από τα δέκα μερίσματα του καρπού της ηδονής, για τη γυναίκα προορίστηκαν τα εννέα, και για τον άντρα το ένα.»
Ποιος είναι ο τρόπος λειτουργίας του δόκιμου εραστή κατά την «ερωτική σμίξη»; Ο Λιαντίνης την περιγράφει με μοναδική συμβολική και λογοτεχνική μαεστρία:
«Αίσθηση του κοντινού που δραπετεύει, και του μακρινού που πιάνεται, όπως το πουλί στο ξώβεργο. Επώδυνη εγκράτεια και βασανιστική ετοιμασία.»
Όμως, πώς σχετίζονται όλα αυτά με τον ορισμό του έρωτα, όπως αυτός δόθηκε προηγουμένως;
3. Η τέχνη της επώδυνης απόδρασης
Η φράση-ορισμός «έρωτας είναι η τέχνη του να φεύγεις» μοιάζει εκ πρώτης όψεως ξεκομμένη από τη συζήτηση που ακολουθεί στον «Μικρό Κριτή» (τέτοιες ασυνέχειες δεν είναι σπάνιες στον Λιαντίνη, ιδιαίτερα στις ομιλίες του). Υπάρχει, όμως, ένας τρόπος να τα συνδέσουμε όλα μεταξύ τους, αν συσχετίσουμε το «η τέχνη να φεύγεις» (το δεύτερο ενικό απευθυνόμενο, υποτίθεται, στον άντρα) με την τέχνη του καλού εραστή, όπως περιγράφηκε πιο πάνω.
Μήπως, δηλαδή, αυτό το «να φεύγεις» αναφέρεται στην «αίσθηση του κοντινού που δραπετεύει», ενώ το «σφαγερό» της φυγής αφορά την «επώδυνη εγκράτεια» και τη «βασανιστική ετοιμασία» του αρσενικού;
Σε κατοπινό κεφάλαιο του βιβλίου, ο Λιαντίνης κάνει αναφορά στην ερωτική πρακτική του νεαρού Σπαρτιάτη, λέγοντας:
«Με το χάραμα έφευγε προτού τη χορτάσει (σ.σ: τη γυναίκα του). Να του αφήσει την αίσθηση ότι όλη τη νύχτα δεν την άγγιξε. Αυτό είναι το θεϊκό αίσθημα της ερωτικής στέρησης. Και γι’ αυτό η μητέρα του Έρωτα είναι η Πενία» («Γκέμμα», σελ. 235).
Άθελα του εδώ ο Λιαντίνης, που τόσο μίσησε τον Βάγκνερ («Γκέμμα», σελ. 49), συνάντησε τον «Πάρσιφαλ» και κατανόησε το μαρτύριο που διάλεξε ως αντάλλαγμα για την ύστερη σοφία!
4. Η οδύνη του αποχωρισμού
Αν «έρωτας είναι η τέχνη του να φεύγεις», θα μπορούσε, μήπως, το «να φεύγεις» να απευθύνεται και στη γυναίκα;
Πριν το εξετάσουμε, καλό είναι να θυμηθούμε τι γράφει ο Λιαντίνης για τον ορισμό των εννοιών, γενικά:
«Για να ορίσεις μια έννοια, θα την περιγράψεις με τόσες και τέτοιες λέξεις, ώστε να μην ημπορείς να προσθέσεις ούτε μία λέξη, να μην ημπορείς να αφαιρέσεις ούτε μία, και να μην ημπορείς να αλλάξεις ούτε μία» («Γκέμμα», σελ. 65-66).
Υποθέτουμε ότι, στον ορισμό μιας έννοιας, το «να αλλάξεις» επιβάλλει σχολαστικότητα ακόμα και στις παραμικρότερες λεπτομέρειες. Διότι, π.χ., η προσθήκη ή η παράλειψη ενός σημείου στίξης, ή ενός τόνου, μπορεί να αλλάξει ριζικά το νόημα μιας πρότασης.
Όπως προαναφέρθηκε, κατά τον Λιαντίνη, όταν η γυναίκα φεύγει «φταίει πάντα ο άντρας». Το να φύγει, έτσι, μία γυναίκα από μια σχέση που δεν την ικανοποιεί ερωτικά, δεν είναι ζήτημα τέχνης αλλά συνιστά άσκηση δικαιώματος («να το γράψετε να μείνει στον αστικό κώδικα», προτρέπει ο Λιαντίνης). Εκ πρώτης όψεως, λοιπόν, το «να φεύγεις» στον ορισμό του έρωτα δεν θα μπορούσε να αφορά τη γυναίκα.
Αν, παρ’ όλα αυτά, ο Λιαντίνης το «να φεύγεις» όντως το απευθύνει στη γυναίκα, τότε στη φράση «έρωτας είναι η τέχνη του να φεύγεις», η απουσία τόνου στο «του» (συνήθως τον υπονοούμε: «η τέχνη τού να φεύγεις») δεν θα πρέπει να είναι προϊόν απροσεξίας, αλλά η λέξη «του» έχει κτητική σημασία και θα πρέπει να διαβαστεί ως έχει. Και αυτό διότι, σύμφωνα με όσα αναφέραμε πιο πάνω, η εναλλακτική γραφή «τού» οδηγεί σε φράση δίχως νόημα (το να φύγει, δηλαδή, μία γυναίκα από μια σχέση που δεν την ικανοποιεί, θα έπρεπε να απαιτεί τέχνη αντί να συνιστά δικαίωμα!).
Έτσι, το «η τέχνη του» υπονοεί μία ιδιότητα, ένα χάρισμα του άντρα. Και το «η τέχνη του να φεύγεις» θα μπορούσε να σημαίνει, σε πλήρη ανάπτυξη, «η τέχνη του άντρα να κάνει εσένα, τη γυναίκα, να φεύγεις...». Η φράση μένει ανολοκλήρωτη και δίχως νόημα, μέχρι να έρθει το υπόλοιπο, αναπόσπαστο μέρος του ορισμού: «...και τη στιγμή που φεύγεις από κοντά του (μετά την ερωτική σμίξη) να βιώνεις την απώλειά του δέκα φορές πιο οδυνηρά απ’ ό,τι εκείνος τη δική σου»!
Η τέχνη του έρωτα, λοιπόν, είναι υπόθεση του άντρα, ενώ το μεγαλύτερο μερίδιο της οδύνης του αποχωρισμού (της «σφαγής», κατά τον Λιαντίνη) αναλογεί στη γυναίκα. Εκείνος ήδη πλήρωσε το τίμημα που του αναλογούσε σε οδύνη, παραμερίζοντας «εννέα φορές» το «εγώ» του κατά την ερωτική σμίξη. Μετά, είναι η σειρά της να πονέσει. Κι αυτή είναι η δικαιοσύνη που όρισε η Φύση...
5. Τελικά, λογική ή ποίηση;
Ας συνοψίσουμε: Είναι φανερό ότι μία «προφανής» ερμηνεία του ορισμού του έρωτα κατά Λιαντίνη (δηλαδή, ότι έρωτας είναι η τέχνη να φεύγεις από μία σχέση, πονώντας πολλαπλά σε σύγκριση με τον/την σύντροφο που αφήνεις πίσω σου) οδηγεί σε παραδοξολογία. Πράγματι, κάποιος που ζει την οριστική και αμετάκλητη φυγή δέκα φορές πιο σφαγερά από εκείνον που αφήνει, δεν έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει τέχνη. Γιατί, η τέχνη πάνω απ’ όλα απαιτεί καθαρό μυαλό, συγκέντρωση και λογική. Κι ο πόνος, αν και συχνά παράγει τέχνη, ποτέ δεν παράγεται από αυτήν!
Οι δύο ερμηνείες που επιχειρήθηκαν σε αυτό το κείμενο βασίστηκαν σε λογική επεξεργασία της διατύπωσης του ορισμού, εξετάζοντας χωριστά τις περιπτώσεις όπου η έκφραση «να φεύγεις» απευθύνεται στον άντρα ή στη γυναίκα. Αυτό μας οδήγησε, τελικά, σε μία σύνθεση των ερμηνειών σε ένα ενιαίο σχήμα, αφού οι ερμηνείες αυτές είναι κατ’ ουσίαν συμπληρωματικές και όχι αμοιβαία αποκλειόμενες.
Το ερώτημα, βέβαια, είναι κατά πόσον ο ίδιος ο Λιαντίνης θα ενέκρινε μια οποιαδήποτε απόπειρα αποκωδικοποίησης των συμβολισμών που περιέχονται στη «Γκέμμα», με δεδομένο ότι η (σκόπιμα;) αινιγματική γραφή δένει αρμονικά με το λογοτεχνικό – κατ’ ουσίαν ποιητικό – ύφος του κειμένου. Έτσι που μία καθαρά ορθολογική προσέγγιση των νοημάτων θα μπορούσε να απειλήσει την ωραιότητα του όλου οικοδομήματος.
Ποιος ξέρει, λοιπόν... Ίσως και να πρέπει, τελικά, να αφήσουμε αδιατάρακτες τις λέξεις στα ανεξερεύνητα σκοτάδια τους. Και ίσως οι ερμηνείες τους να πρέπει να αναζητηθούν όχι τόσο στα λεξικά, όσο στο ατομικό ένστικτο του καθενός. Γιατί, η «Γκέμμα» δεν είναι μία, είναι πολλές. Τόσες όσες και οι συνειδητότητες που χρόνια τώρα αγωνίζονται να την εξερευνήσουν. Πολλές φορές, ακόμα και μάταια...
(*) https://www.klik.gr/gr/el/brain-storm/stochasmoi-pano-se-mia-profitiki-dialexi-tou-dimitri-liantini/
KLIK