Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2020

Ο ρατσισμός των 65-plus: Όταν η ηλικία είναι ποινικό αδίκημα...


Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Ξεκινούμε με λίγη (γνωστή, πολύ γνωστή) Ιστορία...

Η αντιμετώπιση των Εβραίων στη Ναζιστική Γερμανία αποτελεί ίσως το κορυφαίο παράδειγμα ρατσιστικής πολιτικής ενός συστήματος εξουσίας, εις βάρος ενός διακριτού τμήματος μίας κοινωνίας. Η ρατσιστική φύση της πολιτικής εκείνης στοιχειοθετείται με βάση δύο, κυρίως, κριτήρια, όπως αυτά εκτέθηκαν σε παλιότερα κείμενα (βλ., π.χ., [1]):

1. Η εβραϊκή ιδιότητα είναι μη-επιλεγμένο χαρακτηριστικό εκείνων που την φέρουν. (Κανείς δεν επιλέγει αν θα είναι ή δεν θα είναι Εβραίος.)

2. Η πιο πάνω ιδιότητα στοχοποιήθηκε αυθαίρετα αφού, αντικειμενικά, σε τίποτα δεν διαφοροποιεί τους φέροντες από τα υπόλοιπα μέλη μίας κοινωνίας.

Η πολιτική των Ναζί απέναντι στους Εβραίους (πριν το φρικτό μαζικό έγκλημα της «Τελικής Λύσης») είχε ως αποτέλεσμα να στερηθούν οι δεύτεροι μία σειρά δικαιωμάτων και ελευθεριών που αυτονόητα απολάμβαναν οι υπόλοιποι Γερμανοί πολίτες. Ειδικά, ο περιορισμός στην μετακίνηση οδήγησε σταδιακά στην πλήρη απαγόρευσή της και, τελικά, στον απόλυτο εγκλεισμό. Και έχει σημασία να σημειώσουμε εδώ ότι η μεταφορά στα γκέτος (και αργότερα στα στρατόπεδα του θανάτου) γινόταν συνήθως με πρόσχημα την «προστασία» των ίδιων των μελλοθανάτων (πώς αλλιώς θα πείθονταν να ανέβουν στα τραίνα;).

Αυτά όλα, βέβαια, ανήκουν στην Ιστορία. Σήμερα, τα πολιτισμένα δημοκρατικά κράτη δεν στήνουν γκέτος και στρατόπεδα συγκεντρώσεως για αυθαίρετο εγκλεισμό κοινωνικών ομάδων. Ή, τουλάχιστον, ο εγκλεισμός, όταν επιβάλλεται από τις συνθήκες, δεν στοχεύει πλέον στην εξόντωση αλλά (αντικειμενικά) στην προστασία. Το ερώτημα είναι: την προστασία ποίων; Εκείνων που υφίστανται τον περιορισμό, ή του ίδιου του συστήματος εξουσίας που τον επιβάλλει;

Η πανδημία, μεταξύ άλλων δεινών που επέφερε, ανέδειξε ένα νέο είδος «εκλεπτυσμένου» ρατσισμού που στοχεύει όχι τη φυλή ή την εθνική και πολιτισμική προέλευση, αλλά την ηλικία. Αφορά στην εφαρμογή μέτρων περιορισμού της μετακίνησης «ηλικιωμένων» ατόμων, όπου ως ηλικιωμένοι ορίζονται αυθαίρετα οι έχοντες συμπληρώσει τα 65 χρόνια ζωής.

Ο χαρακτηρισμός των μέτρων ως ρατσιστικών βασίζεται, και πάλι, σε δύο στοιχεία [1]:

1. Η ηλικία του ανθρώπου καθορίζεται από ληξιαρχικά δεδομένα και δεν είναι αποτέλεσμα προσωπικής επιλογής. Όσο κι αν το θελήσει, ο άνθρωπος δεν είναι δυνατό να αλλάξει την ηλικία του!

2. Κανένας φυσικός νόμος δεν υπαγορεύει ότι, με το που συμπληρώνουν το 65ο έτος της ηλικίας τους, οι άνθρωποι καθίστανται αυτόματα περισσότερο επικίνδυνοι για τη διάδοση μίας επιδημίας.

Οι εξουσίες παρακάμπτουν τις ενστάσεις που εγείρει η αμφιλεγόμενη αυτή πολιτική κοινωνικών διακρίσεων, ισχυριζόμενες ότι ο υποχρεωτικός περιορισμός στη μετακίνηση των «ηλικιωμένων» ατόμων έχει ως σκοπό την «προστασία» τους από την πανδημία. Εδώ τίθεται ένα σοβαρό ζήτημα ηθικής αλλά και πολιτικής φύσης:

Κάθε λειτουργικό κράτος οφείλει καταρχήν να εξασφαλίζει την προστασία των πολιτών απέναντι σε όποιους κινδύνους. Και, αν κριθεί ότι ένα τμήμα του πληθυσμού θα μπορούσε με κάποιον τρόπο να αποτελέσει απειλή για την υπόλοιπη κοινωνία, στο τμήμα αυτό θα απαιτηθεί, ως αναγκαίο κακό, να εφαρμοστούν μέτρα προσωρινού περιορισμού της ελευθερίας (πρόσφατο παράδειγμα, οι τοπικές καραντίνες που επιβλήθηκαν σε διάφορες περιοχές της χώρας μας).

Σε καμία περίπτωση, όμως, ένα δημοκρατικό σύστημα (ακόμα περισσότερο αν αυτοπροσδιορίζεται ως «φιλελεύθερο» [2]) δεν μπορεί να επιβάλει στους πολίτες την αυτοπροστασία, και μάλιστα με την απειλή ποινικών συνεπειών! Για να το πω απλά: Δέχομαι τον περιορισμό της ελευθερίας μου αν με τον τρόπο αυτό θα προστατευτούν καλύτερα οι συνάνθρωποί μου από την πιθανή μετάδοση ενός επικίνδυνου ιού. Μπορώ, επίσης, να επιλέξω αυτόβουλα τον περιορισμό των μετακινήσεών μου για να προστατευτώ εγώ ο ίδιος από τον κίνδυνο μίας μόλυνσης. Αυτό που δεν δέχομαι, όμως, είναι ο υποχρεωτικός περιορισμός της ελευθερίας μου «για το δικό μου καλό». Η αυτοπροστασία είναι δικαίωμα, όχι υποχρέωση, και η αποφυγή της δεν μπορεί να είναι ποινικά κολάσιμη πράξη!

Η επίκληση της «προστασίας» στην προκειμένη περίπτωση, στην ουσία αναφέρεται στις ανεπάρκειες του ίδιου του κράτους. Δηλαδή, ο επιβαλλόμενος εγκλεισμός των «ηλικιωμένων» στα σπίτια τους δεν αφορά τόσο την προστασία των ίδιων από την πανδημία, όσο την πολιτική θωράκιση του συστήματος εξουσίας απέναντι στον κίνδυνο μίας πιθανής κατάρρευσης του (όχι αρκούντως αξιόπιστου) συστήματος υγείας. Ο «πόνος» για τους «ηλικιωμένους συμπολίτες μας» είναι στ’ αλήθεια το άγχος για την αποφυγή ανεξέλεγκτων καταστάσεων που θα εκθέσουν επικίνδυνα το κράτος!

Εν κατακλείδι, η ειδική μεταχείριση των 65+ από την πολιτεία είναι μία ξεκάθαρα ρατσιστική πολιτική. Χωρίζει το κοινωνικό σύνολο σε δύο κατηγορίες με βάση ένα αυθαίρετο ηλικιακό κριτήριο και, κατ’ ουσίαν, τιμωρεί όσους πολίτες δεν το ικανοποιούν με τη στέρηση ενός μέρους της ελευθερίας τους.

Στις αρχικές φάσεις της πανδημίας, η κοινωνία αποδέχθηκε τους περιορισμούς που της επιβλήθηκαν και συνεργάστηκε με την πολιτεία, κυρίως γιατί τα μέτρα που πάρθηκαν είχαν καθολική ισχύ και δεν προκάλεσαν κοινωνικούς διαχωρισμούς. Δεν θα συμβεί το ίδιο, όμως, σε μία ενδεχόμενη περιοριστική πολιτική με ηλικιακά κριτήρια. Και θα ήμουν περίεργος να δω αν υπάρξουν, τότε, όργανα της τάξης που θα σταματούν στους δρόμους κάθε πολίτη που φαίνεται πάνω από 65 χρόνων, ζητώντας του να επιδείξει τα απαραίτητα πιστοποιητικά ηλικιακής «νομιμοφροσύνης»! Αστεία πράγματα...

Αναφορές:



Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020

ΤΟ ΒΗΜΑ - Τα πολλά πρόσωπα του λαϊκισμού

Ο λαϊκισμός είναι μία παθογένεια της Δημοκρατίας και ένα μέσο χειραγώγησης και ελέγχου στον Ολοκληρωτισμό. Είναι αναγνωρίσιμα τα βασικά χαρακτηριστικά και τα ποικίλα πρόσωπά του...
Εισαγωγή

Αν κάποιος θέσει την λέξη «λαϊκισμός» στη γνωστή μηχανή αναζήτησης του Διαδικτύου, θα ξανοιχτεί μπροστά του ένα από τα ζωηρότερα πολιτικά debates της εποχής. Υπάρχει, καταρχήν, σαφής ορισμός του λαϊκισμού, ή μήπως ο όρος δεν είναι καν εννοιολογικά δόκιμος; Κι αν όντως ο όρος αντιστοιχεί σε κάτι υπαρκτό, είναι αυτό τόσο κακό όσο περιγράφεται; Και, μήπως εν τέλει κι ο ίδιος ο αντι-λαϊκισμός είναι μία άλλη όψη του λαϊκισμού, «πασπαλισμένη» με τη χρυσόσκονη της λεκτικής ευπρέπειας και του ακαδημαϊκού ύφους;

Το παρόν σημείωμα δεν ισχυρίζεται ότι διαθέτει γενικά αποδεκτές απαντήσεις. Θεωρούμε, όμως, χρήσιμο να συνοψίσουμε κάποια στοιχεία που ενδέχεται, αν μη τι άλλο, να βοηθήσουν στην αξιολόγηση μίας πολιτικής συμπεριφοράς ως προς το εάν αυτή εμπεριέχει ή όχι λαϊκιστικά χαρακτηριστικά. Τα όσα παρατίθενται αντανακλούν, ασφαλώς, απόλυτα προσωπικές απόψεις και δεν διεκδικούν δάφνες οικουμενικότητας...

Τυπικά γνωρίσματα του λαϊκισμού

Τον λαϊκισμό δεν θα τον θεωρήσουμε ως πολιτική ιδεολογία αλλά ως πολιτική νοοτροπία και πρακτική. Ως τέτοια, μπορεί να παρεισφρέει σε κάθε ιδεολογική απόχρωση, νοθεύοντάς την, αποσυνθέτοντάς την και, σε ακραία περίπτωση, μετατρέποντάς την σε ιδεολογική διαστροφή!

Από εννοιολογική άποψη, ο λαϊκισμός δύσκολα επιδέχεται μονοσήμαντο και οικουμενικά αποδεκτό ορισμό. Για κάποιους, μάλιστα (μεταξύ αυτών, μερικοί ιδιαίτερα αξιόλογοι εκπρόσωποι του ακαδημαϊκού χώρου) αυτός τούτος ο όρος «λαϊκισμός» δεν είναι καν δόκιμος, αφού είναι παράγωγο μίας λέξης – «λαός» – με ασαφές περιεχόμενο και αμφίβολη εννοιολογική υπόσταση, που αντιπροσωπεύει απλά μία καθιερωμένη νοητική σύμβαση.

Παρακάμπτοντας τα δύσβατα μονοπάτια ενός γενικού ορισμού, θα αρκεστούμε στην καταγραφή των πλέον τυπικών γνωρισμάτων μίας πολιτικής συμπεριφοράς που χαρακτηρίζεται, γενικά, ως λαϊκιστική:

1. Η υποκριτική, δημαγωγική και – κατά κανόνα – πολιτικά ιδιοτελής χειραγώγηση του λαού μέσω κολακευτικής προς αυτόν ρητορείας.

2. Η υπεραπλούστευση των ζητημάτων, η ρηχότητα των θέσεων και η συστηματική αποφυγή μίας σοβαρής και αντικειμενικής προσέγγισης των πραγμάτων.

3. Η στόχευση κυρίως στο θυμικό της κοινωνίας, κι ελάχιστα έως καθόλου στη λογική.

4. Η καταφυγή σε εύκολη (συχνά, ακόμα και χυδαία) συνθηματολογία αντί μίας πραγματικής πολιτικής επιχειρηματολογίας.

5. Η μανιχαϊστική απεικόνιση της πραγματικότητας, βάσει της οποίας το δίπολο «καλού»«κακού» αντιπροσωπεύεται, αντίστοιχα, από τον λαό και, απέναντί του, κάποιες δυνάμεις (ή πρόσωπα) που επιβουλεύονται τα πάσης φύσεως συμφέροντά του. Αυτό οδηγεί στην αναζήτηση (ή, εν ανάγκη, στην επινόηση) «εχθρών» του λαού, και στην δαιμονοποίηση προσώπων, ιδεών ή καταστάσεων.

6. Η έντεχνη διαχείριση και πολιτική αξιοποίηση του μαζικού φόβου και – κυρίως – του μαζικού θυμού.

Το στοιχείο του θυμού είναι το πιο δόλιο κι επικίνδυνο όπλο του λαϊκισμού, ιδιαίτερα σε περιόδους εθνικών κρίσεων. Είναι, θα λέγαμε, η κερκόπορτα, η ανοιχτή πληγή, μέσα από την οποία ο λαϊκισμός εισβάλλει στη συλλογική κοινωνική συνείδηση αποζητώντας πολιτικά οφέλη. Η μεθόδευση αυτή απαιτεί δύο δεδομένα: (α) Μία κοινωνία επιρρεπή, λόγω ιδιαίτερων ιστορικών συγκυριών, στον θυμό. (β) Ένα πρόσωπο, μία κοινωνική ομάδα, ή ακόμα και μία ιδέα, που μπορούν να στοχοποιηθούν ως (εσωτερικοί ή εξωτερικοί) εχθροί των λαϊκών συμφερόντων, οι οποίοι είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για τα δεινά του λαού.

Δύο κυρίαρχες όψεις του λαϊκισμού

Αν και, γενικά, τα εξωτερικά του γνωρίσματα είναι κοινά, ο λαϊκισμός παρουσιάζεται με διάφορες μορφές και κατηγοριοποιείται ανάλογα, σε συνάρτηση με τις πολιτικές, κοινωνικές ή άλλες συνθήκες της εποχής. Δύο μορφές του, όμως, κυριαρχούν ιστορικά:

1. Εθνικιστικός λαϊκισμός

Είναι η πιο επικίνδυνη και καταστροφική εκδοχή του λαϊκισμού, αφού ο συνδυασμός του με την εθνικιστική υπερβολή δημιουργεί ένα εν δυνάμει εκρηκτικό μείγμα που συχνά οδηγεί σε πολέμους ή εθνικές καταστροφές.

Η Ελλάδα βίωσε την εμπειρία μιας τέτοιας καταστροφής στον πόλεμο του 1897. Όμως, σε παγκόσμια κλίμακα, τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με την άνοδο της ναζιστικής Γερμανίας και την δεύτερη μεγάλη παγκόσμια τραγωδία του εικοστού αιώνα, που επακολούθησε. Με την γνωστή εμπρηστική εθνικιστική τους ρητορεία, οι Ναζί κατάφεραν να χειραγωγήσουν τον γερμανικό λαό, αξιοποιώντας πολιτικά την πικρία των Γερμανών για τον ταπεινωτικό τρόπο με τον οποίο είχε επισφραγιστεί η ήττα της χώρας στον Μεγάλο Πόλεμο (1914–1918), αλλά και την εξάντληση της κοινωνίας από τις συνέπειες μίας ακραίας οικονομικής κρίσης.

Ο Χίτλερ είχε δείξει από νωρίς τις προθέσεις του για το ποιους θα επρόκειτο να στοχοποιήσει ως «εχθρούς» του Τρίτου Ράιχ, δαιμονοποιώντας την εβραϊκή φυλή στο σύνολό της και ορίζοντάς την αυθαίρετα ως υπεύθυνη για τα δεινά της Γερμανίας. Την συνέχεια τη γνωρίζουμε καλά...

2. «Αντισυστημικός» λαϊκισμός

Ως «σύστημα» νοείται εδώ κάποια ελίτ, μία κατεστημένη – και, κατά μία έννοια, προνομιούχα – κοινωνική τάξη που προβάλλεται ως πόλος ανισοτικής σχέσης απέναντι στον λαό.

Ως σχετικά πρόσφατο παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί η επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ στις προηγούμενες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ. Ο Τραμπ αξιοποίησε έξυπνα την αγανάκτηση μίας μεγάλης μερίδας Αμερικανών για τις καταχρήσεις και τις ακρότητες της λεγόμενης «πολιτικής ορθότητας», την οποία είχε κατορθώσει να επιβάλει η ακαδημαϊκή ελίτ στην αμερικανική κοινωνία. Πατώντας, επί πλέον, στο πρόβλημα της ανεργίας, στοχοποίησε ως κύριο (αν όχι αποκλειστικό) αίτιο τους μετανάστες που διαμένουν στη χώρα. Το ότι μελέτες έγκριτων αναλυτών κατέδειξαν ότι άλλα ήταν τα αίτια της οικονομικής ύφεσης, μάλλον δεν φαίνεται να επηρέασε τον μέσο Αμερικανό ψηφοφόρο...

Τον εγχώριο αντισυστημικό λαϊκισμό τον βιώσαμε ιδιαίτερα έντονα από την έναρξη της μεγάλης οικονομικής κρίσης. (Όχι ότι το φαινόμενο απουσίαζε σε προγενέστερους καιρούς, βέβαια. Ας θυμηθούμε, ως ακραίο παράδειγμα, τον απόλυτα χυδαίο «αυριανισμό».) Οι δυνάμεις του λαϊκισμού αξιοποίησαν στο έπακρο την αγανάκτηση του κοινωνικού συνόλου για τις συνέπειες της κρίσης – απέναντι στην οποία η κοινωνία βρέθηκε απροετοίμαστη – καθώς και τους φόβους των ανθρώπων για τα πιθανά αποτελέσματα μίας παγκόσμιας φιλελευθεροποίησης της οικονομίας.

Ως «εχθροί του λαού» (συστατικό εκ των ων ουκ άνευ σε κάθε λαϊκιστική πολιτική ρητορεία) ορίστηκαν οι εταίροι και δανειστές και οι «ντόπιοι εκπρόσωποί τους», το μνημόνιο (και όσοι εξέφρασαν υποστηρικτικές απόψεις για την αναγκαιότητά του), τα «διαπλεκόμενα συμφέροντα», κλπ.

Αυτό που, εν τέλει, διέψευσε de facto τα αφηγήματα του λαϊκισμού αυτού ήταν ο αναπόφευκτος συστημικός μετασχηματισμός των «αντισυστημικών» πολιτικών δυνάμεων, όταν αυτές κατέλαβαν την εξουσία...

Λαϊκισμός και «πολιτική ορθότητα»

Το δόγμα της πολιτικής ορθότητας (έχουμε αναφερθεί αναλυτικά σε αυτό σε προηγούμενο κείμενο) έχει ακαδημαϊκές αφετηρίες, καθώς «άνθισε» μέσα στην πανεπιστημιακή κοινότητα των ΗΠΑ και από εκεί εξαπλώθηκε αποκτώντας παγκόσμια ισχύ. Ως τέτοιο, το δόγμα αυτό θα μπορούσε καταρχήν να θεωρηθεί αντι-λαϊκιστικό (θυμίζουμε ότι φανατικά πολέμιός του υπήρξε ανέκαθεν ο Ντόναλντ Τραμπ).

Εν τούτοις, και από την ίδια την πολιτική ορθότητα δεν απουσιάζουν κάποια λαϊκιστικά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, ο εύκολος στιγματισμός όσων παραβιάζουν τις ολοένα και πιο ασφυκτικές γραμμές που ορίζει το δόγμα, με επιστράτευση στερεότυπων (συχνά ακραίων) χαρακτηρισμών, αποτελεί στοιχείο υπεραπλουστευμένης, επιφανειακής και μεροληπτικής αξιολόγησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Έτσι, π.χ., κάποιος χαρακτηρίζεται ως «ξενοφοβικός» (ή, ακόμα χειρότερα, «ρατσιστής») αν διατυπώσει οποιονδήποτε προβληματισμό πάνω στο ζήτημα της μετανάστευσης. Όμοια, κάποιος είναι «σεξιστής» αν σχολιάσει μία αντικειμενικά άκομψη συμπεριφορά ενός ατόμου με σεξουαλικές ιδιαιτερότητες. Και είναι φανερό ότι οι αντιδράσεις αυτές πηγάζουν μάλλον από το θυμικό, παρά από την νηφάλια αντικειμενικότητα των κριτών.

Εμφανή είναι εδώ τα μανιχαϊστικά χαρακτηριστικά του δόγματος. Εκείνος που το παραβιάζει είναι εξ ορισμού «κακός». Είναι ο «εχθρός» που απειλεί όσους το δόγμα είναι (ορθώς, καταρχήν) ταγμένο να υπερασπίζεται.

Έτσι, στις ακραίες, τουλάχιστον, εκφάνσεις της πολιτικής ορθότητας, ο ακαδημαϊκός αντι-λαϊκισμός τείνει να αποκτά σημειολογική συνάφεια με τον διανοητικό και ιδεολογικό αντίποδά του. Κάτι σαν την τοπολογική ταύτιση αντίθετων άκρων που συναντούμε στα ανώτερα μαθηματικά!

Η ευθύνη της κοινωνίας

Ο λαϊκισμός είναι μία πολιτική παθογένεια της Δημοκρατίας και ένα μέσο χειραγώγησης και ελέγχου των μαζών στον Ολοκληρωτισμό. Λέγεται όμως, και σωστά, ότι «το ταγκό θέλει δύο». Τούτο σημαίνει, εν προκειμένω, ότι λαϊκισμός δεν θα υπήρχε αν δεν υπήρχαν κοινωνίες δεκτικές στις μεθοδεύσεις του. Κι αυτό που τις κάνει δεκτικές και αποτελεί την πύλη εισόδου του μικροβίου του λαϊκισμού, είναι η ευπάθειά τους στα κηρύγματα μίσους των επιτήδειων της πολιτικής, ιδιαίτερα σε περιόδους εθνικών κρίσεων. Το αποτελεσματικότερο αντίδοτο ενάντια στο νοσηρό αυτό φαινόμενο είναι, ασφαλώς, η σωστή ενημέρωση των πολιτών (αποφεύγω να πω «καθοδήγηση», γιατί ο όρος είναι εν δυνάμει παρεξηγήσιμος).

Πέραν, όμως, από τον αδιαμφισβήτητα σημαντικό ρόλο των ποικίλων μέσων ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης, απαιτείται οι ίδιες οι κοινωνίες να ωριμάσουν και να αποβάλουν τις όποιες βολικές κι ευχάριστες ψευδαισθήσεις. Μαγικές συνταγές και εύκολες λύσεις σε περίπλοκα κοινωνικά ή εθνικά ζητήματα δεν υπάρχουν, και όποιοι τις ευαγγελίζονται απλά επιχειρούν να παραπλανήσουν τους πολίτες. Με κίνητρα, ασφαλώς, ιδιοτελή, και με προθέσεις συχνά επικίνδυνες...

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2020

Μερικά ερωτήματα για τους "επαναστάτες" της μάσκας

Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Από ανάρτηση παλιού μαθητή μου στο Facebook, είδα πρόσφατα ένα video με απόσπασμα από δελτίο ειδήσεων μεγάλου καναλιού, το οποίο (δελτίο) παρουσιάζει γνωστός δημοσιογράφος της τηλεόρασης. Σε αυτό εμφανιζόταν κάποιος γιατρός ο οποίος, με μάλλον επαναστατικό ύφος, επιχείρησε να αποδομήσει το "παραμύθι για τη χρήση της μάσκας" - ή κάπως έτσι, με βάση το ενθουσιώδες εισαγωγικό σχόλιο του μαθητή μου.

Από όσα ανέφερε ο γιατρός, δύο πράγματα σημείωσα ιδιαίτερα:

- Μάσκες δεν πρέπει να φορούν οι υγιείς αλλά μόνο όσοι νοσούν.

- Δεν υπάρχει κανένας λόγος να φορούν μάσκα τα μικρά παιδιά.

Ας πάμε στο πρώτο ζήτημα. Είναι φανερό ότι υπάρχει κάποια σύγχυση ανάμεσα στις έννοιες "υγιής" (με την σημασία, εν προκειμένω, ότι δεν έχει μολυνθεί από τον ιό) και "ασυμπτωματικός". Πώς γνωρίζει κάποιος με βεβαιότητα ότι είναι "υγιής" αν πρώτα δεν κάνει το σχετικό τεστ; Όμως, κανείς δεν μπαίνει αφ' εαυτού του στην διαδικασία του τεστ αν δεν έχει εμφανίσει κάποια ύποπτα συμπτώματα. Έτσι, είναι πιθανό κάποιος να έχει μολυνθεί αλλά, στην απουσία συμπτωμάτων, να μην το γνωρίζει. Κι αυτός, με τη σειρά του, μπορεί να μολύνει άλλα άτομα, μεταξύ αυτών και κάποια ανήκοντα σε ευπαθείς ομάδες. Με αποτέλεσμα δυνητικά μοιραίο για εκείνα...

Τα παιδιά, δυστυχώς, δεν εξαιρούνται από τους πιο πάνω προβληματισμούς. Αντίθετα, σχετίζονται ακόμα περισσότερο με αυτούς! Καταρχάς, ένα παιδί που έχει μολυνθεί έχει ακόμα περισσότερες πιθανότητες να είναι ασυμπτωματικό, σε σχέση με έναν ενήλικο. Επίσης, λόγω την μεγάλης αλληλεπιδραστικής κινητικότητάς τους, τα παιδιά έχουν αυξημένες δυνατότητες μετάδοσης του ιού σε χώρους όπου συνυπάρχουν. Και, φυσικά, γυρνώντας στο σπίτι το παιδί θα έρθει σε επαφή με ενήλικα άτομα, κάποια εκ των οποίων ίσως ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται...

Σε ό,τι αφορά, τώρα, την θεωρία ότι "η μάσκα δεν προστατεύει τους πράγματι υγιείς" από πιθανή μόλυνση, δεν μπορώ να έχω άποψη αφού δεν διαθέτω τις απαραίτητες επιστημονικές γνώσεις. Αυτή είναι μία ιδέα που διακινήθηκε κατά τις αρχικές φάσεις της πανδημίας (ακόμα και από τον ίδιο τον Σωτήρη Τσιόδρα). Αργότερα έσκασε το μυστικό: Αφού οι πολίτες βρίσκονταν τότε δια νόμου έγκλειστοι στα σπίτια τους, δεν υπήρχε σοβαρός λόγος να στερούν από την αγορά τις λιγοστές μάσκες που ήταν διαθέσιμες κι απόλυτα αναγκαίες για την προστασία του νοσηλευτικού προσωπικού. Αργότερα, όταν οι άνθρωποι βγήκαν από τα σπίτια τους και η αγορά πλημμύρισε από μάσκες, η ιατρική άποψη για την προστασία που προσφέρει η μάσκα σε υγιείς, "αναθεωρήθηκε"...

Τελειώνοντας, καλό θα ήταν οι επιστήμονες, και δη οι γιατροί, να απευθύνονται στο κοινό με νηφαλιότητα και όχι με επαναστατική οργή. Ας αφήσουν το σχετικό ύφος στους πολιτικούς! Όσο για τους παλιούς μαθητές μου, ιδιαίτερα εκείνους που έχουν παιδιά, ας μην "τσιμπούν" εύκολα σε στομφώδεις μειοψηφικές ρητορείες. Τουλάχιστον, ας συζητήσουν πρώτα με τον οικογενειακό γιατρό ή τον παιδίατρό τους.