Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Ποινικοποίηση της κριτικής στην Τέχνη;


Στις 4 Δεκεμβρίου 1881 η Βιέννη άκουσε για πρώτη φορά το υπέροχο κοντσέρτο για βιολί σε ρε μείζονα του Πιότρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι, με σολίστ τον νεαρό βιρτουόζο Άντολφ Μπρόντσκι και μαέστρο τον σπουδαίο Χανς Ρίχτερ. Την άλλη μέρα, ο διάσημος Βιεννέζος μουσικοκριτικός Έντουαρντ Χάνσλικ έγραψε μία από τις πιο χυδαίες κριτικές στην ιστορία της μουσικής, αποκαλώντας το κοντσέρτο "μουσική που βρωμάει"!

Ο Τσαϊκόφσκι δεν υπήρξε το μοναδικό θύμα του μοχθηρού Χάνσλικ. Ο ίδιος ο Βάγκνερ είχε επίσης γευτεί τις βιτριολικές επιθέσεις του (κάτι που συνέβαλε επιπρόσθετα - αν λογαριάσουμε και την αλαζονική στάση του Μέντελσον - σε κάποιες "αντιπάθειες" που ανέπτυξε ο Βάγκνερ στη διάρκεια της ζωής του, των οποίων η σημασία μεγαλοποιήθηκε υπέρμετρα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο...).

Ίσως η πιο αφελής (αν όχι γελοία) ερώτηση που μπορεί να τεθεί είναι η εξής: Γιατί ο Τσαϊκόφσκι δεν κίνησε νομικές διαδικασίες εναντίον του Χάνσλικ για ακραία προσβολή της τέχνης του; Η απάντηση αυτονόητη: Διότι ο κριτικός δικαιούται να διατυπώσει ελεύθερα την άποψή του για ένα έργο Τέχνης, ακόμα κι αν η άποψη αυτή προσβάλλει με έντονο τρόπο τον δημιουργό του έργου (εξαιρείται, ασφαλώς, η περίπτωση συκοφαντικής δυσφήμισης ή ακραίας προσβολής της προσωπικότητας).

Στο βιβλίο του «Μουσική και Λόγος», ο διάσημος μαέστρος Βίλχελμ Φουρτβένγκλερ δεν κρύβει την αντιπάθειά του για τους κριτικούς Τέχνης. Παρομοιάζει τον δημιουργό με τον Φάουστ και τον κριτικό με τον Μεφιστοφελή, λέγοντας για τον δεύτερο πως ό,τι γεννιέται από αγάπη το θεωρεί άξιο ν’ αφανιστεί! Φυσικά, ο Γερμανός αρχιμουσικός δεν διανοείται να παραπέμψει την υπόθεση στα δικαστήρια. Εξ άλλου, ο καλύτερος δικαστής για τον κριτικό είναι ο ίδιος ο αναγνώστης. Και αυτός δεν είναι πρόθυμος να αποδεχθεί και να συγχωρήσει την προκατάληψη...

Αφορμή γι' αυτές τις σκέψεις στάθηκε η είδηση ότι, γνωστός σκηνοθέτης απείλησε με μηνύσεις κάποιους εκ των κριτικών κινηματογράφου που τοποθετήθηκαν με ιδιαίτερα αρνητικό τρόπο για την τελευταία του ταινία. Με άλλα λόγια, ο σκηνοθέτης κατ' ουσίαν έθεσε θέμα ποινικοποίησης της κριτικής κινηματογράφου (και της Τέχνης, γενικότερα) στο βαθμό που ο τρόπος διατύπωσης της κριτικής δεν είναι αρεστός στον δημιουργό! Βέβαια, για να σταθεί το θέμα νομικά, απαιτείται και μία αρκούντως πειστική θεωρία συνωμοσίας που να αποδίδει κίνητρα και προθέσεις...

Ένα από τα αξιοπερίεργα οξύμωρα της σύγχρονης "προοδευτικής" διανόησης είναι η αλά καρτ αποδοχή της ελευθερίας της έκφρασης: Διεκδικώ το δικαίωμα να εκφράζομαι ελεύθερα, εσύ όμως δεν δικαιούσαι να με κρίνεις με όποιον τρόπο επιθυμείς, χωρίς την άδειά μου! Ας μην ξεχνούμε, άλλωστε, ότι η περιβόητη (για να μην το πω αλλιώς) "πολιτική ορθότητα", μια συγκεκαλυμμένη μορφή σύγχρονου διανοητικού φασισμού που στοχεύει στον περιορισμό της ελευθερίας του λόγου, ξεκίνησε από τους κόλπους των πιο φιλελεύθερων και προοδευτικών ακαδημαϊκών κοινοτήτων.

Ίσως αυτό, μεταξύ άλλων, εξηγεί γιατί η λέξη "προοδευτικός" απέκτησε τα περίπου ειρωνικά εισαγωγικά που δίκαια, πλέον, την συνοδεύουν...

Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017

Ένα γλυκόπικρο ταξίδι στην "Τζαμάικα"...


Πηγαίνοντας να δούμε την «Τζαμάικα», πρώτη κινηματογραφική σκηνοθετική απόπειρα του Ανδρέα Μορφονιού, ομολογώ ότι περιμέναμε άλλη μία συμπαθητική ελληνική παραγωγή από έναν καλό σκηνοθέτη της τηλεόρασης που επιθυμεί να «εισβάλει» στον κινηματογράφο κάνοντας φιλότιμες προσπάθειες να μην προδώσει το τηλεοπτικό background που συνοδεύει το βιογραφικό του. Το ίδιο το θέμα της ταινίας, εξ άλλου, βασισμένο σε μια ιδέα του Φάνη Μουρατίδη (ο οποίος και πρωταγωνιστεί), φαινόταν να υπόσχεται πράγματα που τα είχαμε ξαναδεί:

Δύο αδέρφια – ο ένας πετυχημένος και πλούσιος, ο άλλος φτωχός και καλόκαρδος βιοπαλαιστής – που έχουν χρόνια να μιλήσουν μεταξύ τους, αφού ο πρώτος δεν έχει χρόνο για οικογενειακές σχέσεις ενώ ο δεύτερος κουβαλά μέσα του αισθήματα απόλυτης άρνησης για τον αδερφό του... Μία τυραννική σύζυγος που με κάθε ευκαιρία εξευτελίζει τον «ανεπρόκοπο» που δεν φέρνει αρκετά χρήματα στο σπίτι (εδώ προστίθεται και πεθερά, που κάνει τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα)... Ώσπου ξαφνικά ο πλούσιος αδερφός μαθαίνει ότι είναι σοβαρά άρρωστος και, σαν για εξιλέωση, αποφασίζει να δώσει στον φτωχό τις ευκαιρίες που του είχε στερήσει η ζωή...

Μέχρι εδώ, όλα θυμίζουν το θρυλικό «Έξω οι κλέφτες» με τον Ορέστη Μακρή. Όμως, ο ίδιος ο επιτυχημένος αδερφός (Μουρατίδης) είναι τώρα το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας. Και η ιδέα του έργου βασίζεται ακριβώς στην απόφασή του να μην τον βάλει κάτω η αρρώστια, αλλά αντίθετα να τον οδηγήσει – με όπλο το χιούμορ που αγγίζει τα όρια φιλοσοφικής στάσης – σε μια επανεκτίμηση όλων εκείνων των πραγμάτων που είναι σημαντικά στη ζωή. Μια ιδέα που, αν και έχουμε δει σε ουκ ολίγες χολιγουντιανές παραγωγές, δεν χάνει ποτέ τη γλυκόπικρη γοητεία της...

Το πιο δυνατό χαρτί της ταινίας είναι η εξαιρετική, μέσα στην εκφραστική λιτότητά της, ερμηνεία του Σπύρου Παπαδόπουλου (ομολογώ ότι ήταν η πρώτη φορά που «ξέχασα» τους ισχυρούς δεσμούς του με τον ελάχιστα συμπαθή, σε εμένα, Ολυμπιακό!). Θύμισε – αν όχι ξεπέρασε – τις καλύτερες κωμικο-δραματικές ερμηνείες του μεγάλου Θανάση Βέγγου, χωρίς καν να χρειαστεί να καταφύγει στην εύκολη υπερβολή, κάνοντας ένα και μόνο βλέμμα να λέει όσα χίλιες λέξεις!

Εξίσου εντυπωσιακή, και δίχως παραπομπές σε τηλεοπτικά πρότυπα, η σκηνοθεσία του Μορφονιού. Αξίζει κανείς να προσέξει τις λεπτομέρειες (π.χ., το φευγαλέο είδωλο ενός προσώπου στο πλαϊνό καθρεφτάκι ενός σπορ αυτοκινήτου). Μια σκηνοθεσία που υποστηρίχθηκε αποτελεσματικά από ένα σφιχτό μοντάζ, αλλά και από την απέριττη μουσική επένδυση του Θέμη Καραμουρατίδη.

Το επιμύθιο της ταινίας απλό, αλλά φιλοσοφημένο: «Η ζωή δεν είναι για να μας στενεύει αλλά για να τη φοράμε στο νούμερό μας!» Αξίζει να πεταχτεί κανείς ως τη «Τζαμάικα» για να το δει στην πράξη...

Aixmi.gr

Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2017

Τι γυρεύουν οι φιλόσοφοι στα κομματικά συνέδρια;


Με έκπληξη, ομολογώ, πληροφορήθηκα την παρουσία ενός σημαντικού σύγχρονου φιλοσόφου, του Στέλιου Ράμφου, ως κεντρικού ομιλητή σε κομματικό συνέδριο. Η ταυτότητα του κόμματος ελάχιστα με ενδιαφέρει και δεν προτίθεμαι να την σχολιάσω. Εξ άλλου, το σημείωμα δεν στοχεύει πολιτικά κόμματα αλλά εκφράζει σκέψεις πάνω σε θέματα αρχών...

Η έκπληξή μου έχει να κάνει με το κατά τη γνώμη μου ασυμβίβαστο ανάμεσα στην αποστολή του φιλοσόφου και τις επιδιώξεις και τις μεθόδους της κομματικοποιημένης πολιτικής. Εξηγούμαι:

Ο φιλόσοφος διδάσκει υπερβάσεις, αναζητά συνθέσεις. Στέκεται πάνω από τη διαφορετικότητα των πραγμάτων, ζητώντας να αναδείξει τη βαθύτερη ενότητά τους απέναντι στον υποκειμενικό διαχωρισμό τους. Πάνω απ’ όλα, υπηρετεί ιδέες και όχι φορείς που τις επικαλούνται – αν όχι τις εμπορεύονται...

Στο άλλο άκρο, τα κόμματα είναι πολιτικά «μαγαζιά» που στοχεύουν στην αύξηση της «πελατείας» τους (δική τους έκφραση – για τους ψηφοφόρους των άλλων κομμάτων, φυσικά!) με σκοπό την διατήρηση ή την κατάκτηση της εξουσίας. Για να πετύχουν τους στόχους τους δεν διστάζουν ακόμα και να διχάσουν τον λαό, ενσπείροντας μίσος για τον συγκυριακό αντίπαλο (το ανταγωνιστικό «μαγαζί») και όσους τον υποστηρίζουν πολιτικά, συχνά μάλιστα περιγράφοντάς τους ακόμα και ως οιονεί εθνικούς μειοδότες. Τα κόμματα, έτσι, διαιρούν την κοινωνία αντί να ενώνουν τους ανθρώπους. Και χρησιμοποιούν την ιδεολογία στο βαθμό που αυτή εξυπηρετεί τις επιδιώξεις τους, όχι ως αφετηρία αναζήτησης μιας βαθύτερης Αλήθειας.

Ο φιλόσοφος της ιστορίας μας, αφού εξέφρασε την απόλυτη βεβαιότητά του για τον επικείμενο πολιτικό θρίαμβο του κόμματος του οποίου το συνέδριο τον φιλοξενούσε, δεν παρέλειψε και να συστήσει σε αυτό πολιτική αυτοκριτική. Βέβαια, στις μέρες μας μια καθαρτήρια δήλωση του τύπου «αναλαμβάνω την ευθύνη για τα λάθη που έγιναν» αρκεί για να εξασφαλίσει παραγραφές και εξαγνισμούς, ενώ συχνά σώζει καριέρες πολιτικών προσώπων έως και προπονητών ποδοσφαίρου! Πιστεύει στ’ αλήθεια, όμως, ένας εκ των ευφυέστερων ανθρώπων της χώρας ότι, κατά προτροπή του και μόνο, ένα πολιτικό κόμμα με δυναμική εξουσίας θα μπορούσε ποτέ να αφορίσει τις πρακτικές εκείνες που το γιγάντωσαν και να απαρνηθεί τις δοκιμασμένες συνταγές που θα του εξασφαλίσουν και πάλι την επιτυχία;

Δεν προτίθεμαι, ασφαλώς, να αμφισβητήσω τα ευγενή κίνητρα ενός σημαντικού στοχαστή που επέλεξε να συμμετάσχει σε κομματικό συνέδριο. Ίσως ακόμα και να πιστεύει στο αρχαίο όραμα μιας (εν δυνάμει, εν προκειμένω) εξουσίας που έχει την αρετή να φιλοσοφεί. Όμως, ο σύγχρονος πολιτικός πραγματισμός δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια σε τέτοια ιδεαλιστικά οράματα. Για την ακρίβεια, θα λέγαμε ότι τα καθιστά απολύτως απαγορευτικά...

Aixmi.gr

Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2017

ΤΟ ΒΗΜΑ - Οι Άριοι των συνδικάτων και οι λοιποί εργαζόμενοι

Ο Γιώργος εργάζεται σε τεχνικό γραφείο, αρκετά χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο κατοικίας του. Για τη μετάβαση στην εργασία του χρησιμοποιεί το μετρό, αφού είναι το μόνο μέσο συγκοινωνίας που τον εξυπηρετεί. Προπληρώνει πάντοτε τις μετακινήσεις του, αφού χρησιμοποιεί μηνιαία κάρτα (τώρα σε ηλεκτρονική μορφή)...

Η Μαρία ζει σε προάστιο και εργάζεται σε κάποιο κατάστημα στο κέντρο. Για να μεταβεί στην εργασία της χρησιμοποιεί αρχικά την μία και μοναδική λεωφορειακή γραμμή που συνδέει το μέρος όπου ζει με τον σταθμό του μετρό σε γειτονικό προάστιο. Στη συνέχεια, χρησιμοποιεί το μετρό για να πάει στο κέντρο. Επίσης προπληρώνει τις μετακινήσεις της, ανανεώνοντας κάθε μήνα την κάρτα της...

Τις ημέρες απεργίας των μαζικών μέσων μεταφοράς, ο Γιώργος και η Μαρία αναγκάζονται να καταφύγουν στο ταξί για να μεταβούν στους τόπους εργασίας τους. Το ποσό που καλούνται να δαπανήσουν (συχνά εις διπλούν, προκειμένου και να επιστρέψουν στο σπίτι τους) δεν είναι ευκαταφρόνητο, αν ληφθούν υπόψη οι μάλλον πενιχροί μισθοί τους. Παράλληλα, η έχουσα προεισπράξει τα μεταφορικά ενός ολόκληρου μηνός πολιτεία δεν συγκινείται από το γεγονός ότι η τελικώς προσφερθείσα υπηρεσία ήταν «λειψή» κατά μία μέρα (αν υποτεθεί ότι οι απεργίες των μέσων μεταφοράς δεν είναι επαναλαμβανόμενες). Έτσι, δεν επιστρέφει στον Γιώργο και τη Μαρία το αναλογούν ποσό της μίας χαμένης μέρας, το οποίο δικαιούνται...

Στο λεξιλόγιο του προοδευτικού μεταπολιτευτικού μας λόγου, η λέξη «εργαζόμενος» υπονοείται με τη συνοδεία επιθετικού προσδιορισμού που είναι τόσο αυτονόητος ώστε κατά κανόνα παραλείπεται. Η πλήρης έκφραση, για τους σχολαστικούς του λόγου, είναι «συνδικαλισμένος εργαζόμενος» ή, στη γενικότερη περίπτωση, «συνδικαλιστικά καλυπτόμενος εργαζόμενος». Άλλωστε, το μαρτυρά η κοινότοπη έκφραση «κινητοποιήσεις εργαζομένων». Του στενού ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα, εννοείται!

Ο Γιώργος και η Μαρία, που δεν έχουν την πολυτέλεια μιας τέτοιας «κινητοποίησης», μάλλον δεν θα πρέπει και να θεωρούνται εργαζόμενοι. Ή, κι αν καταδεχθούμε να τους θεωρήσουμε, θα ανήκουν αν μη τι άλλο σε κάποια κατώτερη «ράτσα», από εκείνες που το σύστημα έχει καταδικάσει να έχουν μόνο υποχρεώσεις, όχι δικαιώματα. Έτσι, πληρώνουν τακτικά τους φόρους τους, σαν καλοί πολίτες που είναι, ώστε να μπορεί στη συνέχεια η πολιτεία να ικανοποιεί τις απαιτήσεις των «κινητοποιούμενων» ευνοούμενών της, για τους οποίους διαχρονικά ισχύουν νόμοι που προστατεύουν το δικαίωμά τους να μην εργάζονται. Παλιότερα, μάλιστα, η λήξη των «κινητοποιήσεων» συχνά προϋπέθετε καταβολή των «δεδουλευμένων» για τις μέρες της απεργίας!

Το οξύμωρο της υπόθεσης έγκειται στην αλά καρτ επίκληση της δημοκρατικότητας: Οι πολιτικές δυνάμεις που διαχρονικά μονοπώλησαν τον όρο είναι εκείνες ακριβώς που τώρα είτε διστάζουν, από θέση εξουσίας, να επιβάλουν δημοκρατικές διαδικασίες στη λήψη συνδικαλιστικών αποφάσεων, είτε αντιδρούν, ως αντιπολιτευόμενες, στην προοπτική ενός τέτοιου εκδημοκρατισμού.

Βέβαια, στο πολιτικό λεξιλόγιο οι έννοιες είναι ελαστικές και το νόημά τους προσαρμόζεται εύκολα στις ανάγκες και τις σκοπιμότητες που οι περιστάσεις επιβάλλουν. Έτσι, ακόμα και η λέξη «εργασία» επιδέχεται πολλές αναγνώσεις και συνεπάγεται διαφορετικά δικαιώματα. Ανάλογα αν αφορά τους κομματικούς στρατούς των βολεμένων «Αρίων», ή την ανώνυμη, ανοργάνωτη και απροστάτευτη μάζα των «καταραμένων» του συστήματος...

ΤΟ ΒΗΜΑ