Υπάρχουν πολλοί τρόποι να περάσει κάποιος ένα μήνυμα κατάρριψης. Μερικές φορές δεν απαιτούνται λόγια: ένα απλό βλέμμα, ένας μορφασμός, ακόμα και μια απλή σύσπαση του προσώπου, αρκούν. Άλλες φορές τα μέσα επικοινωνίας χρειάζεται να είναι πιο χειροπιαστά. Έτσι, επιστρατεύονται οι λέξεις. Που είναι συχνά κοφτερές σαν τα μαχαίρια. Και μάλιστα, «μαχαίρια» που τα πετά κανείς από μακριά, με τη σιγουριά που χαρίζει η ασφάλεια της απόστασης. Ή, με το υπερφίαλο αίσθημα που προσδίδει το κύρος.
Αν, πάλι, οι λέξεις δεν είναι αρκετές, θα μπορούσε κάποιος να αναζητήσει υποκατάστατα μαχαιριών στη μορφή «αβλαβών» αντικειμένων, για να τα εκτοξεύσει στο στόχο προκαλώντας του ηθική μόνο και όχι (ορατή, τουλάχιστον) σωματική βλάβη. Τα γαλακτοκομικά και η ντομάτα αποτέλεσαν, ιστορικά, δημοφιλή τέτοια υποκατάστατα. Με την πάροδο του χρόνου, ο άνθρωπος έγινε ακόμα πιο πρακτικός στις επιλογές του, πετώντας ό,τι του ήταν πιο βολικό την κάθε στιγμή. Ας πούμε, ακόμα και μασημένες τσίχλες!
Θα διηγηθώ, ενδεικτικά, τρεις σύντομες ιστορίες επικοινωνίας μέσω «ρίψεων» – αντικειμενικών ή ρητορικών. Η πρώτη αναδεικνύει την ομορφιά της ανθρώπινης ψυχής εκεί που η Φύση δεν υπήρξε γενναιόδωρη σε όλα τα υπόλοιπα. Σίγουρα δεν εντάσσεται στις περιπτώσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω, και την παραθέτω κυρίως για λόγους ηθικής και συναισθηματικής εξισορρόπησης του κειμένου. Οι άλλες δύο αποτελούν οδυνηρή διαπίστωση πως η Επιστήμη και η Τέχνη – τα δύο πράγματα που λάτρεψα – δεν εκπροσωπούνται πάντα από ανθρώπους με ψυχικά χαρίσματα. Ακόμα και εκεί που η διάνοια πλεονάζει...
Ιστορία πρώτη: Πολιτεία της Γιούτα, ΗΠΑ, αρχές δεκαετίας του ’80...
Κάπου στο μέσο της διαδρομής από το Πανεπιστήμιο στο σπίτι, συναντούσα ένα σπιτάκι, από τα πιο ταπεινά της πόλης. Όπως όλα τα σπίτια εκεί, είχε γκαζόν στην αυλή και – αυτό ειδικά το σπίτι – ήταν περιφραγμένο. Ο λόγος προφανής: ένα παιδί με νοητική υστέρηση, κάπου στην πρώιμη εφηβεία, έπαιζε πάντα πίσω από το φράχτη.
Το είχαν κουρέψει να φαίνεται στους περαστικούς σαν αγόρι, μα ήταν κορίτσι. Θεώρησαν ίσως ότι αυτό θα εξέθετε το παιδί σε λιγότερους κινδύνους, καθώς ο κύριος Μπράουν έτρεχε όλη μέρα για το πενιχρό μεροκάματο, ενώ η υπέρβαρη κυρία Μπράουν σπανίως έβγαινε έξω από το σπίτι.
Η πρώτη μου εικόνα από το παιδί – ήμουν νεοφερμένος τότε στην πόλη – με είχε οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα. Το είχα δει να κόβει κομμάτια από το γρασίδι και, βγάζοντας κάποιους άναρθρους ήχους, να τα πετά με ορμή πάνω από το φράχτη σε κάθε περαστικό. Είπα μέσα μου, «αυτό το παιδί θα γίνει πολύ επιθετικό σαν μεγαλώσει»!
Την αλήθεια την έμαθα αργότερα από την κυρία Μπράουν. Στον νοητικό κόσμο του παιδιού, το γρασίδι που πετούσε ήταν ο τρόπος για να πει «καλημέρα» και, γενικά, να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους. Που αλλιώς θα περνούσαν και θα έφευγαν χωρίς καν να του δώσουν σημασία.
Από τότε, κάθε φορά που γύριζα από το πανεπιστήμιο δεν ξεχνούσα να πω μια «καλημέρα» όταν περνούσα έξω από το φράχτη. Το παιδί χαιρόταν και χαμογελούσε! Δεν ξαναέσκυψε ποτέ να κόψει γρασίδι...
Ιστορία δεύτερη: Πόλη της Φιλαδέλφειας, ΗΠΑ, Οκτώβριος 1986...
Στο διεθνές επιστημονικό συνέδριο Μαθηματικής Φυσικής επικρατεί μεγάλη έξαψη. Το παρακολουθεί ως επίτιμος προσκεκλημένος ο βραβευμένος με Νόμπελ διάσημος Φυσικός Eugene Wigner (1902–1995), από τους θεμελιωτές της ατομικής φυσικής και της κβαντικής θεωρίας. Γέρων σεβάσμιος πλέον αλλά, όπως μου φάνηκε αρχικά, κοινωνικός και, γενικά, ευχάριστος.
Μπήκε στην αίθουσα την ώρα που ένας νέος επιστήμων είχε φτάσει στο μέσο, περίπου, της ομιλίας του. Μετά το τέλος, ο ομιλητής απευθύνθηκε στο ακροατήριο για τις καθιερωμένες ερωτήσεις. Πριν καν προλάβει κάποιος να θέσει ένα ερώτημα, ακούστηκε από το βάθος της αίθουσας η επιβλητική φωνή του 84χρονου νομπελίστα:
– Μα, τι ανοησίες ήρθατε εδώ να μας πείτε σήμερα; Ποιο επιστημονικό περιοδικό θα δεχθεί να δημοσιεύσει αυτά τα πράγματα;
Υπερνικώντας το ξαφνικό σοκ, και με φωνή που πρόδιδε σεμνότητα αλλά και σεβασμό για τον κριτή, ο νέος επιστήμων απάντησε πως η έρευνά του είχε ήδη δημοσιευθεί σε ένα από τα μεγαλύτερα διεθνή περιοδικά θεωρητικής Φυσικής. Ο μεγάλος Wigner, όμως, δεν είχε ακόμα πει την τελευταία του λέξη:
– Θέλετε να πείτε ότι το International Journal of... δημοσιεύει τώρα άρθρα τέτοιου επιπέδου; Αδυνατώ να το πιστέψω!
Δεν μπήκε στον κόπο να εξηγήσει επιστημονικά τους λόγους της διαφωνίας του. Άλλωστε, δεν είχε καν παρακολουθήσει ολόκληρη τη διάλεξη. Απλά, πέταξε με ελαφριά καρδιά το στιλέτο της κατάρριψης σε έναν νέο επιστήμονα που είχε τολμήσει να βαδίσει στα δικά του χνάρια, τα «χνάρια του θεού»! Και, την ίδια στιγμή, κατέρριψε για πάντα και τη δική του μεγαλοπρεπή εικόνα στη συνείδησή μου.
Είχα παγώσει τότε, θυμάμαι, στη σκέψη πως ο επόμενος ομιλητής βάσει προγράμματος ήμουν εγώ. Ευτυχώς το θέμα δεν το κατείχε εκείνος και, σε κάθε περίπτωση, δεν τον ενδιέφερε. Ίσως και να βγήκε πάλι από την αίθουσα...
Ιστορία τρίτη: Αθήνα, Μάρτιος 2017...
Σε έναν τηλεοπτικό «διαγωνισμό ταλέντων», ανάμεσα στους κριτές βρίσκεται ένας διάσημος μουσικοσυνθέτης της ροκ όπερας, γνωστός και για τις κατά καιρούς ακραία ιδιόρρυθμες συμπεριφορές του. Θέλοντας να «επιδοκιμάσει», υποτίθεται, την απόδοση μιας νεαρής τραγουδίστριας, εκτόξευσε σ’ αυτήν από μακριά τη μασημένη τσίχλα του. Δεν αποκλείεται να θεώρησε ότι πρόσφερε στη διαγωνιζόμενη ένα σπάνιο και εξαιρετικά τιμητικό δώρο: την ευκαιρία να νιώσει πάνω της το ιερό άγγιγμα από την «τσίχλα του θεού»! Όπως και να ‘χει, γνώριζε καλά (είναι ευφυής) ότι με τη χειρονομία του αυτή ουσιαστικά εξευτέλιζε την «κοινή θνητή» που, άθελά της, εισέπραξε τα ιπτάμενα απομασήματά του.
Αν θέλαμε να εξετάσουμε το ζήτημα βαθύτερα, θα λέγαμε ότι αυτό που διέπραξε την ευτέλεια της εκτόξευσης δεν ήταν τόσο ένα συμβατικό ανθρώπινο χέρι, όσο η αλαζονεία μιας υπέρμετρα προβεβλημένης «αντισυμβατικότητας». Που θάβει σιγά-σιγά, κάτω από τα ερείπια του αυτο-εξευτελισμού, τα απομεινάρια ενός σχεδόν ξεχασμένου πια αληθινού καλλιτεχνικού ταλέντου...
Είχαμε γράψει σε παλιότερο σημείωμα ότι η αλαζονεία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το μεγαλύτερο ανθρώπινο αμάρτημα, αν δεν της έκλεβε την πρωτιά η αχαριστία. Και, πράγματι, η αλαζονεία της διασημότητας προϋποθέτει και συνεπάγεται αχαριστία για τα δωρισμένα φυσικά ή πνευματικά χαρίσματα που εξασφάλισαν τη φήμη.
Όσο κι αν ακουστεί, έτσι, «ιερόσυλο», τείνω να αισθάνομαι όλο και μικρότερο δέος όταν διαβάζω για το «θεώρημα Wigner–Eckart», ή, όλο και λιγότερη συγκίνηση όταν ακούω τους «Δαίμονες» (τα αναφέρω καθαρά ενδεικτικά). Αντίθετα με την εικόνα, που κράτησα ανεξίτηλη, ενός παιδιού με νοητική υστέρηση, να κόβει και να πετά χόρτα στους περαστικούς – σαν για να πει «καλημέρα» – σε ένα φτωχόσπιτο, σε κάποια κωμόπολη της Γιούτα...
* Εικόνα: "Το σπίτι με το φράχτη" (φωτογραφία της Θάλιας Χρόνη)
Aixmi.gr