Το σπίτι ήταν παλιό, όμως διατηρούσε κάτι από την περασμένη του αρχοντιά. Το τρίξιμο της σιδερένιας αυλόπορτας έκανε την Έλεν ν’ ανατριχιάσει κάπως (η γιαγιά είχε πάψει προ πολλού να ασχολείται με τέτοια μικρο-ζητήματα). Ανέβηκε με κάποιο δισταγμό τα πέντε-έξι σκαλιά της εισόδου και έβαλε, τελικά, το κλειδί στην πόρτα...
Ο χώρος έμοιαζε από καιρό αφρόντιστος κι η μυρωδιά της κλεισούρας δέσποζε παντού. Είχε καιρό, είναι αλήθεια, να επισκεφθεί τη γιαγιά και σκόπευε να το κάνει κάποια στιγμή το καλοκαίρι. Δικαιολογούσε τον εαυτό της λέγοντας μέσα της πως οι δυο τους ζούσαν τώρα σε διαφορετικές πολιτείες που βρίσκονταν σε απόσταση η μία από την άλλη. Η αλήθεια είναι πως δεν άντεχε να βλέπει τη διαπρεπή νομικό και άλλοτε «σιδηρά κυρία» του Κοινοβουλίου, που κατατρόπωνε με τους πύρινους λόγους της κάθε πολιτικό αντίπαλο, να παρακμάζει ολοένα και πιο πολύ από μια αρρώστια που, εκτός των άλλων, ρουφούσε άπληστα ό,τι είχε απομείνει από τη δύναμη του μυαλού της.
Και να που, μετά από χρόνια, βρισκόταν πάλι στο σπίτι της γιαγιάς. Αυτό που της άφησε κληρονομιά φεύγοντας για άλλες, συμπαντικές πολιτείες...
Σκέφτηκε με απόγνωση το χρόνο που θα της έπαιρνε να ξεδιαλέξει τα πράγματα που θα ‘πρεπε να πεταχτούν πριν αρχίσει η ανακαίνιση του παλιού αρχοντικού. Καθώς ψαχούλευε μηχανικά διάφορα μικροαντικείμενα, το μάτι της έπεσε σε ένα παλιό συρτάρι. Έκανε να το ανοίξει μα αυτό είχε σχεδόν κολλήσει από τη σκόνη και την πολυκαιρία. Στο τέλος τα κατάφερε. Ήταν το μέρος που η γιαγιά φύλαγε παλιές επιστολές. Οι περισσότερες ήταν γράμματα από φίλους και ευχετήριες κάρτες, μία όμως της τράβηξε την προσοχή.
Στο πάνω μέρος του κιτρινισμένου χαρτιού υπήρχε ευδιάκριτος ο λογότυπος του Τμήματος Νομικής ενός μεγάλου πανεπιστημίου που βρισκόταν σε κάποια πολιτεία στα βορειοανατολικά. Κάτω από την ιδιόχειρη υπογραφή, στο τέλος της επιστολής, ήταν τυπωμένο το όνομα ενός γνωστού καθηγητή της γιαγιάς από την εποχή που εκείνη σπούδαζε ακόμα νομικά στο πανεπιστήμιο.
Η περιέργεια νίκησε το άγχος για τον λιγοστό διαθέσιμο χρόνο, και η Έλεν ξεκίνησε να διαβάζει τα λόγια που απευθύνονταν κάποτε σε κάποια άλλη Έλεν, πάνω-κάτω στη δική της νεαρή ηλικία...
----------------------------------------
Αγαπημένη μου Έλεν,
Θα αφήσω αυτή την επιστολή στη γραμματεία του πανεπιστημίου, αφού δεν γνωρίζω πού αλλού να τη στείλω ώστε να σε βρει. Ελπίζω τούτη τη στιγμή να τη διαβάζεις ήδη.
Μη φανταστείς πως σου γράφω για να σε νουθετήσω ή να σε μαλώσω. Όχι, δεν έχω τέτοιες προθέσεις. Άλλωστε, σ’ εσάς τους μαθητές μου λέω πάντα πως πριν από κάθε άλλον οφείλει κανείς να κρίνει τον εαυτό του τον ίδιο!
Θέλω λοιπόν απλά να σου ζητήσω συγνώμη. Γιατί, φάνηκα λίγος για το καθήκον που μου ανατέθηκε όταν πήρα στα χέρια μου μια νεαρή, φιλόδοξη και άκρως ευφυή πρωτοετή φοιτήτρια με αποστολή να την καθοδηγήσω ως δάσκαλος μέχρι το τέλος της διαδρομής. Κι αυτό που αποδίδω πίσω στην κοινωνία είναι όχι μία νέα επιστήμων αλλά ένα άτομο απογοητευμένο, διαψευσμένο, παραιτημένο...
Αποδείχθηκα ανάξιος να σε πείσω για την ίδια σου την αξία, να σε θωρακίσω απέναντι σε κάθε κακόβουλη και άδικη κριτική, να σε δυναμώσω όσο χρειαζόταν για να αγνοήσεις τους μικρούς και τους δόλιους και να προχωρήσεις δίχως φόβο κι αμφιβολία στο σκοπό σου.
Φάνηκα μικρός, ελάχιστος, μπροστά στην πρόκληση που μου παρουσιάστηκε, που ήταν τύχη μαζί και ευλογία: Λίγο πριν το ξημέρωμα του εικοστού αιώνα, να είναι μια δική μου μαθήτρια η πρώτη γυναίκα που θα αποφοιτούσε ως νομικός από τούτο εδώ το παραδοσιακά ανδροκρατούμενο πανεπιστήμιο. Και – ποιος ξέρει; – ίσως κάποια μέρα ακόμα και η πρώτη γυναίκα πολιτικός σ’ αυτή την πολιτεία!
Πρέπει, εν τούτοις, να παραδεχθώ ότι πρόσφερες ανείπωτη χαρά στους συμφοιτητές σου. Έβλεπα χθες πόσο έλαμπαν τα πρόσωπά τους μόλις μαθεύτηκε η πρόθεσή σου να παραιτηθείς από τις σπουδές σου και να φύγεις από το πανεπιστήμιο. Τελικά, οφείλω να υποκλιθώ στη μεθοδικότητα και την αποτελεσματικότητά τους! Πέτυχαν να απαλλαγούν από μια ενοχλητική παρουσία και, ταυτόχρονα, να δικαιώσουν τη διάχυτη αμφισβήτηση που υπάρχει για την ικανότητα της γυναίκας να στέκει ορθή μπρος στις προκλήσεις και να φτάνει στην εκπλήρωση των στόχων της.
Ένα είναι βέβαιο: Θα σε καταγράψει η ιστορία σαν τη μοναδική περίπτωση γυναίκας που τόλμησε να χτυπήσει την πόρτα αυτού του πανεπιστημίου. Γιατί, σίγουρα δεν θα υπάρξει άλλη μετά τη φυγή σου. Και δεν λέω «μετά την αποτυχία σου», αφού ο αληθινά αποτυχημένος θα είμαι εγώ, ο δάσκαλός σου!
Να είσαι πάντα ευτυχισμένη όπου κι αν βρεθείς. Αν και στο βάθος ελπίζω ακόμα πως αύριο, μπαίνοντας στο αμφιθέατρο, θα σε βρω στη γνώριμη θέση σου, έτοιμη να μου δυσκολέψεις όπως πάντα τη ζωή με τις διαπεραστικές απορίες κι ερωτήσεις σου...
Ο δάσκαλός σου,
Καθηγητής C.J.P.
--------------------------------
Η Έλεν θυμήθηκε τότε τα αινιγματικά λόγια που της είχε πει κάποτε η γιαγιά της δίχως να δώσει άλλη εξήγηση:
«Αν ποτέ νιώσεις την ανάγκη να το βάλεις κάτω, θυμήσου τούτο: Όση αλήθεια κι αν βρίσκεται στο φως των αστεριών, υπάρχει πάντα μια μεγαλύτερη Αλήθεια που κρύβεται μέσα σου. Κι αν δεν μπορείς να τη δεις, αφέσου στα χέρια εκείνων που θα σου φωτίσουν το δρόμο!»
Δίπλωσε προσεχτικά το γράμμα και το έβαλε με μια αργή, σχεδόν τελετουργική κίνηση στην τσάντα της...
* Το κείμενο βασίζεται σε μια ιδέα του Αριστείδη Μαγουλά.
Σε προηγούμενο άρθρο [1] επιχειρήσαμε μια κριτική παρουσίαση της ιστορικής διάλεξης του Δημήτρη Λιαντίνη με θέμα: «Η Φιλοσοφική Θεώρηση του Θανάτου» [2]. Μεταξύ άλλων, σταθήκαμε με αίσθημα σκεπτικισμού απέναντι στην υιοθέτηση, εκ μέρους του Λιαντίνη, της Φροϋδικής ψυχαναλυτικής άποψης σύμφωνα με την οποία βιώνουμε ένα αίσθημα κατάφασης (ένα βαθιά κρυμμένο «αίσθημα χαράς») σε μια κηδεία – ακόμα κι αυτήν ενός προσφιλούς προσώπου – υπό το κράτος της ανακούφισης που προκαλεί η συνειδητότητα ότι εμείς είμαστε ζωντανοί.
Τον προβληματισμό μου αυτό (όπως και, γενικότερα, το σύνολο της κριτικής τοποθέτησής μου πάνω στη διάλεξη) έσπευσαν, όπως ήταν φυσικό, να αντικρούσουν οι θαυμαστές και οι λάτρεις του Λάκωνα φιλοσόφου (ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ήταν η ανάλυση της Ελένης Αθανασούλη [3]). Κάποιοι φίλοι του Λιαντίνη, μάλιστα, περιέγραψαν το προηγούμενο άρθρο μου ως «ένα ακόμα παραλήρημα του γνωστού γραφικού»!
Θα ήθελα, εν τούτοις, να επανέλθω στο επιμέρους θέμα της «βαθιά κρυμμένης χαράς ενώπιον του αλλότριου θανάτου», καταθέτοντας μερικές ακόμα προσωπικές σκέψεις. Οφείλω όμως εκ των προτέρων μια απάντηση στο εύλογο ερώτημα: «Εσύ, τώρα, ως τι μιλάς;» Και γνωρίζω καλά πως αν αποκρινόμουν: «ως θετικός επιστήμων», ελάχιστα πειστική – και δικαίως – θα ακουγόταν η απάντηση!
Ο ίδιος ο Λιαντίνης είχε χαρακτηρίσει τη φιλοσοφική αυτή διάλεξη ως επιστημονική. Τι από τα δύο ήταν; Με βάση το πώς αντιλαμβάνομαι τις έννοιες, νομίζω και τα δύο! Ας εξηγήσω το σκεπτικό:
Σκοπός της επιστήμης είναι η διερεύνηση των ορίων του αποδείξιμου. Αντίθετα, σκοπός της φιλοσοφίας είναι ο στοχασμός πέραν των ορίων του αποδείξιμου. (Θα πρόσθετα εδώ ότι σκοπός της θρησκείας είναι η οριοθέτηση του στοχασμού έτσι ώστε ένα μέρος του μη-αποδείξιμου να αφορά πρωτίστως – αν όχι αποκλειστικά – την πίστη.) Ως γνώστης του στοχασμού των φιλοσόφων, ο Λιαντίνης ήταν επιστήμων. Ως στοχαστής ο ίδιος πάνω σε ζητήματα μεταφυσικής, ήταν φιλόσοφος.
Σε ό,τι αφορά, τώρα, την ασημαντότητά μου, ομολογώ ότι οι γνώσεις που διαθέτω πάνω στην επιστήμη της ψυχανάλυσης είναι σχετικά περιορισμένες. Έτσι, οι απόψεις που κατατίθενται πιο κάτω δεν είναι δείγμα επιστημοσύνης αλλά προϊόν απλού ανθρώπινου συλλογισμού. Στο ερώτημα, λοιπόν, «ως τι μιλώ;» απαντώ απλά: «ως άνθρωπος που δικαιούται να σκέφτεται!».
Η απεικόνιση ενός αλλότριου θανάτου στον αυτοσυντηρητικό πυρήνα της ανθρώπινης συνειδητότητας – σε όλο το φάσμα της, από το υποσυνείδητο ως το απολύτως συνειδητό – είναι ένα ιδιαίτερα σύνθετο ψυχικό φαινόμενο. Ανάλογα με την περίπτωση, θα μπορούσαμε να κατατάξουμε την απεικόνιση αυτή σε διάφορες κατηγορίες, πλέον ευδιάκριτες εκ των οποίων είναι οι εξής πέντε:
1.Αδιάφορη: Ο αλλότριος θάνατος δεν ενεργοποιεί τα αυτοσυντηρητικά μας ανακλαστικά. Είναι ο θάνατος κάποιου μακρινού «ξένου» που δεν επηρεάζει τη ζωή και δεν κινητοποιεί τη συνείδησή μας. Ίσως και να αποτελεί θέαμα στο βραδινό δελτίο ειδήσεων στην τηλεόρασή μας! Η στάση αυτή εκφράζεται με το ρητορικό ερώτημα: «Λυπηρό μεν, αλλά σε τι με αφορά;»
2.Υπεροπτική: Ξεκινά από την αντίληψη ότι, βάσει ενός προσωπικού μας αξιακού συστήματος, δικαιούμαστε να μείνουμε στη ζωή περισσότερο από κάποιους άλλους που είναι, υποτίθεται, «λιγότερο καλοί», «λιγότερο προικισμένοι» ή «λιγότερο χρήσιμοι» σε σχέση με εμάς. Τα παραδείγματα αφθονούν στην καθημερινή ζωή, έτσι που κάθε σχετική παράθεση εδώ περιττεύει.
3. Διαζευκτική: Κωδικοποιείται με φράσεις όπως «ή αυτός, ή εγώ», «αν αυτός, τότε όχι εγώ» (το γνωστό «ο θάνατός σου, η ζωή μου!»). Κλασικό παράδειγμα, η περίπτωση του στρατιώτη την ώρα της μάχης. Συχνά, το ηθικό του στρατιώτη ανυψώνεται με ρητορείες περί ηθικής ανωτερότητάς του σε σχέση με τον αντίπαλο (στην περίπτωση των Ναζί, μάλιστα, υπήρχε επιπρόσθετα και η πεποίθηση της φυλετικής ανωτερότητας). Έτσι, η διαζευκτική στάση μπορεί να συνυπάρχει με – και να ενισχύεται από – την υπεροπτική.
4. Συνειρμική: Περιγράφεται με το ρητορικό ερώτημα: «αν αυτός, γιατί όχι κι εγώ;» και εκφράζει, μέσω ενός μηχανισμού υποκατάστασης του «εγώ» με το «αυτός», τον φόβο μπροστά στο παράδειγμα του θανάτου. «Άραγε, πότε θάρθει κι η σειρά μου;», ακούμε συχνά να λέγεται.
5. Συζευκτική: Κωδικοποιείται με τη φράση: «αν αυτός, τότε κι εγώ», που απεικονίζει μια σχέση υπαρξιακής εξάρτησης (όχι απαραίτητα αμφίδρομη). Είναι η τραγικότερη από τις πέντε κατηγορίες και απαντάται κυρίως σε περιπτώσεις απώλειας προσφιλούς προσώπου, όταν αυτός που μένει πίσω χάνει πλέον κάθε επιθυμία για ζωή. (Έχω προσωπικά παραδείγματα, τόσο στον οικογενειακό όσο και στον ευρύτερο κοινωνικό μου χώρο. Αλησμόνητη θα μου μείνει και η τραγική φιγούρα ενός γνωστού ηθοποιού σε ένα νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν η σύζυγός του. «Έφυγε» λίγο καιρό μετά από εκείνη...)
Η τελευταία αυτή κατηγορία είναι που με κάνει να στέκομαι αμήχανος ακούγοντας την με ακαδημαϊκό στόμφο διατυπωμένη θέση του καθηγητή Λιαντίνη περί αισθήματος κατάφασης μπροστά στο θάνατο του συνανθρώπου. Μια θέση που διατυπώνεται ως δόγμα με γενική ισχύ, χωρίς καν να επιχειρείται μια περιπτωσιολογική εξέταση του θέματος και χωρίς να αναφέρονται εξαιρέσεις. Και, ασφαλώς, το να επικαλείται κάποιος τον Φρόυντ δεν είναι αρκετό για να τον απαλλάξει από την ευθύνη των λόγων του όταν αυτοί εκφράζουν παράλληλα και προσωπικές θέσεις!
Όπως προσωπική, νομίζω, ήταν κατά βάθος και η όλη προσέγγιση του θέματος του θανάτου από τον σπουδαίο ρήτορα. Για το λόγο αυτό, ας κρατήσουμε από την ομιλία τον πλούτο της πληροφορίας και την ωραιότητα των λόγων, κι ας αναζητήσει ο καθένας για τον εαυτό του τις δικές του απαντήσεις στα μεγάλα μεταφυσικά ζητήματα. Εκείνος, εξ άλλου, απάντησε σ’ αυτά στην πράξη. Και γνωρίζουμε πώς...
Ως αντικείμενο ακαδημαϊκής συζήτησης, ο Δημήτρης Λιαντίνης είναι πάντα επίκαιρος. Έτσι, πιστεύω πως δεν είναι ποτέ «πολύ αργά» για να μιλήσει κάποιος γι’ αυτόν. Παρακολούθησα πρόσφατα για μία ακόμα φορά την ιστορική διάλεξή του με θέμα: «Η Φιλοσοφική Θεώρηση του Θανάτου» (δείτε το video που παρατίθεται στο τέλος). Ο Λιαντίνης παρομοίασε τη διάλεξη με επιστημονικό «συμπόσιο», κάτι που ασφαλώς δεν ήταν. (Σημειώνω, για την ιστορία, ότι το κοινό αποτελείτο από στρατιωτικούς γιατρούς.)
Βλέποντας τη διάλεξη, θαύμασα και πάλι την ευρυμάθεια και το έξω από τα ανθρώπινα μέτρα μνημονικό του καθηγητή. Ταυτόχρονα, όμως, έμεινα με κάποια ερωτήματα που, δυστυχώς, ο άνθρωπος που κατήγγειλε τον θάνατο του δασκάλου («πέθανε ο δάσκαλος») φρόντισε με την πρόωρη αποχώρησή του να μείνουν αναπάντητα, αφού ήταν αυτός ο ίδιος, τελικά, που διέπραξε τον φόνο!
Πάνω σ’ αυτά τα ερωτήματα θα ήθελα να μιλήσω, τονίζοντας εξαρχής ότι τοποθετούμαι από τη σκοπιά ενός απλού ακροατή, όχι ενός ειδήμονος στη Φιλοσοφία (κάτι που δεν είμαι). Κάποιου που ίσως θα ήθελε να βρισκόταν στο αμφιθέατρο για να διατυπώσει τις συνηθισμένες, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, απορίες που ακούγονται στο τέλος μιας ομιλίας...
Σταχυολογώ καταρχήν μερικά σημεία της ομιλίας που θεωρώ σημαντικά, διατηρώντας κατά το δυνατόν τα αυθεντικά εκφραστικά μέσα του ίδιου του Λιαντίνη (δικές μου επισημάνσεις εμφανίζονται μέσα σε αγκύλες). Σημειώνω ότι ο Λιαντίνης (προς απογοήτευσή μου, ομολογώ) αποφεύγει να δώσει τον ορισμό του θανάτου («τι είναι θάνατος, όλοι ξέρουμε», «ο ορισμός είναι φοβερά δύσκολο πράγμα»), αναπτύσσοντας έτσι ένα θέμα του οποίου το βασικό αντικείμενο δεν καθορίζεται απόλυτα.
1. Την Αττική Τραγωδία τη γέννησε η διαλεκτική σχέση των Ελλήνων με τον θάνατο. Είναι ένα γέννημα από αυτό το «πνευματικό αντιμέτρημα» που είχαν οι Έλληνες με το φαινόμενο του θανάτου. Για να υποστηρίξει την άποψή του αυτή, ο Λιαντίνης παραθέτει ως «γεωμετρική απόδειξη» το γεγονός ότι όλοι οι τραγικοί ήρωες πεθαίνουν στο τέλος του δράματος.
2. Ο θάνατος είναι ο κυρίαρχος νόμος που κρατεί στο Σύμπαν. Από την Αστροφυσική και την Κοσμολογία είναι γνωστό ότι ακόμα και οι αστέρες πεθαίνουν (π.χ., οι μελανές οπές είναι «αστρικά πτώματα»). Και, κάθε στιγμή, ολόκληρος ο πλανήτης μας είναι «ένα σφαγείο» όπου άνθρωποι, ζώα, φυτά, πεθαίνουν, συχνά με φριχτό τρόπο. Η ζωή είναι ένας απέραντος στίβος πιθανοτήτων και δυνατοτήτων. Ένα μόνο είναι βέβαιο, ασφαλές κι απόλυτο (όχι απλά πιθανό ή δυνατό): ο θάνατος!
3. Ο θάνατος είναι το σημαντικότερο πρόβλημα της Φιλοσοφίας. Για την ακρίβεια, η ίδια η Φιλοσοφία δεν είναι παρά ο στοχασμός του ανθρώπου πάνω στο φαινόμενο του θανάτου: «Φιλοσοφία εστί μελέτη θανάτου» (Πλάτωνος «Φαίδων»).
4. Η λέξη «τέλος» έχει διττή σημασία. Σημαίνει το τέρμα αλλά και το σκοπό. Όλα όσα κάνουμε στη ζωή μας αποβλέπουν σε ένα πράγμα: στο τέλος, στο θάνατό μας. Ο θάνατός μας είναι και ο σκοπός της ζωής μας. Ό,τι κάνουμε είναι μια ανοιχτή δυνατότητα που θα προσδιοριστεί, θα αξιολογηθεί, θα δικαιωθεί ή θα αποκατασταθεί από τη στιγμή του θανάτου μας, από το πώς θα πεθάνουμε. Τίποτα δεν μπορούμε να πούμε για τη ζωή μας αν δεν δούμε το τέλος μας (αναφέρεται στο παράδειγμα Σόλωνος και Κροίσου).
[Μου δίνεται η εντύπωση ότι, σύμφωνα με αυτή την άποψη, δεν βιώνουμε ποτέ το παρόν για το ίδιο το παρόν αλλά για μια απροσδιόριστη, οριακή στιγμή του μέλλοντός μας. Με άλλα λόγια, είμαστε «νεκροί σε σειρά αναμονής»!]
5. Το «φάρμακο» που θα μας απαλλάξει από το φόβο του θανάτου είναι η απαλλαγή από τον εγωισμό μας («ορμή προς διατήρηση του είδους» τον ονομάζει). Αγαπάμε τόσο πολύ τον εαυτό μας που δεν μπορούμε να τον σκεφτούμε αποκομμένο από τη Φύση. Θα πρέπει να λέμε: «Είμαι κι εγώ όπως όλα τα άλλα στοιχεία της Φύσης, όπως ένα κυπαρίσσι, όπως μια πέτρα, μια κρήνη, ένα όρος...» Να αποστασιοποιηθούμε, δηλαδή, από τον εαυτό μας και να τον δούμε σαν ένα κομμάτι της Φύσης. Έτσι θα απαλλαγούμε από το φόβο του θανάτου.
[Προβληματίζει η φαινομενική αντίφαση ανάμεσα στο «αποκομμένο από τη Φύση» και το «σαν ένα κομμάτι της Φύσης», με τον τρόπο που χρησιμοποιούνται πιο πάνω στις αντίστοιχες φράσεις.]
6. Επικαλούμενος τον Freud, ο Λιαντίνης ισχυρίζεται πως, όταν βρισκόμαστε μπροστά στον θάνατο ενός συνανθρώπου, ακόμα κι αν νομίζουμε ότι λυπόμαστε, κατά βάθος βιώνουμε ένα αίσθημα χαράς που εμείς είμαστε ζωντανοί!
[Το πώς θα ηχούσε αυτό το επιχείρημα σε εκείνους που δεν καταφέρνουν να επιβιώσουν μετά την απώλεια αγαπημένου προσώπου, είναι ασφαλώς ζήτημα της Ψυχολογίας, όχι της Φιλοσοφίας...]
7. Ο έρωτας είναι συνάρτηση του θανάτου. Μια έντονα ερωτική κατάσταση, μια βαθιά ερωτική βίωση, ποτέ δεν θα τη ζήσουμε στη φυσική της διάσταση και δεν θα είναι αληθινή αν δεν συνοδεύεται από το φαινόμενο του θανάτου. Γι’ αυτό όλοι οι μεγάλοι ποιητές που μας περιέγραψαν μεγάλους έρωτες, τους οδηγούν στην καταστροφή (π.χ., Ρωμαίος και Ιουλιέτα).
[Στην «Γκέμμα» (σελ. 14) ο Λιαντίνης γράφει ότι «ο έρωτας που δε φέρνει μέσα του σπόρο τη συφορά και το θάνατο είναι θέμα της κωμωδίας». Αναρωτιέμαι, εν τούτοις, αν η δραματική ποίηση, για να θεωρηθεί σημαντική, πρέπει εξ ορισμού να αδυνατεί να περιγράψει τον έρωτα σαν πηγή ζωής και σαν λόγο ύπαρξης κι αιτία αναγέννησης του ανθρώπου. Σε επίπεδο μουσικής, θα πρέπει μήπως να καταδικάσουμε τον Parsifal του Wagner ως στερούμενο δραματικής αξίας, με το αιτιολογικό ότι ο έρωτας λειτουργεί ως μέσο αυτογνωσίας αντί ως μέσο καταστροφής;]
Μετά το πέρας της κύριας ομιλίας, και σε ερώτηση ακροατή πάνω στο θέμα «έρωτας και θάνατος», ο Λιαντίνης απαντά λέγοντας, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Η ερωτική μας ένταση, όταν της αφαιρέσεις το στοιχείο του κινδύνου, της απειλής, της καταστροφής, με ακραία μορφή το θάνατο, είναι μισή, είναι (πράγμα) αφύσικο, είναι ένα φαινόμενο που κάπου καταντάει πια πλαδαρό!»
Και συνεχίζει κάνοντας μια περίεργη, για παιδαγωγό, τοποθέτηση που δείχνει (το λέω με επιφύλαξη, γιατί ο λόγος του είναι κάπως συγκεχυμένος) να κατακρίνει την αυτοπροστατευτική στάση των σημερινών νέων στον έρωτα:
«Γι’ αυτό ακριβώς και σήμερα με την ερωτική ελευθεριότητα, με το ότι ξεφεύγουμε τους κινδύνους, βρίσκουμε λύσεις εναλλακτικές, κλπ., έχουμε καταντήσει και λέμε τα κορίτσια μας (...) ‘φλωρίνες’ και τα αγόρια τα λέμε ‘φλώρους’: δεν ξέρουν να ερωτευτούν.»
Τέλος, σε ερώτηση άλλου ακροατή για την ύπαρξη ζωής μετά τον θάνατο, ο Λιαντίνης έδωσε μία μάλλον αναμενόμενη, για έναν εκ πεποιθήσεως άθεο, απάντηση:
«Υπάρχει μία ‘ζωή’ μετά θάνατον, η ακόλουθη: Εκείνο που μένει όταν θα πεθάνουμε είναι η καλή μνήμη που αφήνουμε στους ανθρώπους. Είναι αυτό που λέμε στη Φιλοσοφία, ‘ενδοκοσμική αθανασία’.»
Όπως γρήγορα γίνεται φανερό στη συνέχεια, αυτή η οιονεί «αθανασία» στην οποία αναφέρεται δεν είναι άλλη από το ματαιόδοξο κυνήγι της υστεροφημίας. Ανθρώπινη αδυναμία από την οποία δεν ξέφυγε ούτε ο μυθικός Οδυσσέας, όπως πολύ εύστοχα, ομολογώ, καταδεικνύει ο ομιλητής χρησιμοποιώντας ένα παράδειγμα από την «Οδύσσεια».
Παρακολουθώντας την ομιλία, εντόπισα κάτι που, σ’ εμένα τουλάχιστον τον μη-ειδικό στη Φιλοσοφία, φαντάζει σαν εσωτερική αντινομία του λιαντινικού συστήματος θεώρησης του θανάτου. Συγκεκριμένα, ο Λιαντίνης μοιάζει να αιωρείται ανάμεσα σε μια αιτιοκρατική και μια τελεολογική ερμηνεία του φαινομένου. Ας εξηγήσω τι εννοώ, ξεκινώντας από μερικούς απαραίτητους ορισμούς.
Ως αιτιοκρατία χαρακτηρίζουμε τη φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία το κάθε τι που συμβαίνει καθορίζεται απόλυτα από προηγούμενες αιτίες και δεν γίνεται κατά τρόπο τυχαίο. Αν ονομάσουμε Α το αίτιο και Β το αποτέλεσμα, τότε μπορούμε να πούμε ότι το Β συνέβη επειδή προηγήθηκε το Α. Δηλαδή, το αίτιο καθορίζει το αποτέλεσμα.
Σύμφωνα με την τελεολογία, από την άλλη μεριά, τα πάντα στον κόσμο διέπονται από ένα σκοπό, προς εκπλήρωση του οποίου τείνουν. Δηλαδή, όλα τα φαινόμενα υπηρετούν μια προκαθορισμένη σκοπιμότητα. Έτσι, αν πάλι ονομάσουμε Α το αίτιο και Β το αποτέλεσμα, τότε λέμε ότι το Α συνέβη ώστε να επακολουθήσει το Β. Με άλλα λόγια, το αίτιο δικαιώνεται από το αποτέλεσμα.
Στην αρχή της ομιλίας, ο θάνατος παρουσιάζεται ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ζωής, με το οποίο ο άνθρωπος οφείλει να συμφιλιωθεί. Είναι «ο κυρίαρχος νόμος που κρατεί στο Σύμπαν» και αποτελεί τη μόνη βεβαιότητα για τον άνθρωπο. Είναι σαφές εδώ ότι ο θάνατος (ως αποτέλεσμα) υπάρχει λόγω του ότι προϋπήρξε η ζωή, και θα έχανε κάθε νόημα χωρίς αυτήν. Βλέπουμε έτσι μια αιτιοκρατική αντίληψη της ιδέας του θανάτου.
Στη συνέχεια, όμως, ακούμε ότι «ο θάνατός μας είναι και ο σκοπός της ζωής μας» και πως «ό,τι κάνουμε θα προσδιοριστεί, θα αξιολογηθεί, θα δικαιωθεί ή θα αποκατασταθεί από το πώς θα πεθάνουμε». Με άλλα λόγια, κύριος (αν όχι μοναδικός) σκοπός της ζωής μας είναι η προετοιμασία του θανάτου μας. Η ζωή (ως προϋπάρχον αίτιο) αποτιμάται από το αποτέλεσμά της, τον θάνατο, και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται κυρίως ως πεδίο προετοιμασίας του θανάτου, χωρίς τον οποίο η ζωή θα έχανε το νόημά της. Μια εμφανώς τελεολογική αντίληψη του νοήματος της ζωής.
Θα τολμούσα να υποθέσω ότι, κατά τον Λιαντίνη, δεν έχει τόση σημασία το πώς έζησε κάποιος, όση το πώς πέθανε. Κι αν θέλει να πεθάνει με τον «σωστό τρόπο», θα πρέπει να φροντίζει γι’ αυτό καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό μιας επίκαιρης παρατήρησης. Ζούμε στις μέρες μας τον εφιάλτη μιας δολοφονικής και ανεξέλεγκτης, προς το παρόν, παγκόσμιας τρομοκρατίας. Τις κοινωνίες μας απειλεί μια ολοένα αυξανόμενη ομάδα φανατικών, τα μέλη της οποίας διακατέχονται από μια μεθοδικά καλλιεργημένη και καλά ριζωμένη ιδέα: πως ολόκληρη τη ζωή τους οφείλουν να την αφιερώσουν στην προετοιμασία ενός εκούσιου θανάτου που θα τους χαρίσει την αθανασία. Στόχος, ο αφανισμός των «απίστων» και η βίαιη μετάβαση του κόσμου που γνωρίζουμε σε μια νέα τάξη πραγμάτων, κάτι που θα ισοδυναμούσε με πολιτισμική οπισθοδρόμηση προς τον σκοταδισμό.
Χωρίς, φυσικά, να έχω την παραμικρή πρόθεση να συγκρίνω διακριτές και άσχετες μεταξύ τους κοσμοθεωρίες, δεν μπορώ να μη σταθώ σε κάποιες αξιοπρόσεκτες ομοιότητες. Μεταξύ αυτών βρίσκονται και ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά συμπεριφοράς των «οπαδών»: φανατισμός, μισαλλοδοξία, εχθροπάθεια προς την αντίθετη άποψη, κατασυκοφάντηση – ενίοτε σε υβριστικούς τόνους – των διαφωνούντων (έχω προσωπική πείρα)...
Ως παιδαγωγός, πιστεύω πως κάθε διδασκαλία θα πρέπει να στοχεύει στην ψυχική και πνευματική ανύψωση του ανθρώπου και στην ανάδειξη της αξίας της ζωής. Στους μαθητές μας – μα και στην κοινωνία, ευρύτερα – θα πρέπει να διδάσκουμε τον θάνατο όχι ως υπέρτατη αξία, στην προοπτική της οποίας ο άνθρωπος οφείλει να αφιερώσει την κάθε στιγμή της ζωής του, αλλά σαν ένα οριακό γεγονός μιας πορείας συνειδητότητας κι αυτογνωσίας (για να θυμηθούμε και τον - αγαπημένο στον Δ. Λιαντίνη - Σωκράτη). Πορεία που πρέπει να διανύσουμε όχι μόνο για το τέλος της (που δεν ταυτίζεται με το σκοπό της) μα κυρίως για το ίδιο το ταξίδι, όπως θα ‘λεγε κι ο ποιητής, επίσης αγαπημένος στον Λάκωνα ομιλητή!