Επιστρέφοντας από ένα επίσημο ταξίδι στο εξωτερικό, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής (ο αυθεντικός) είχε κάνει κάποτε μια ιστορική δήλωση: «Έξω πάμε καλά, αλλά μέσα…» Δηλαδή, οι εξωτερικές υποθέσεις (τα εθνικά ζητήματα) της χώρας βαίνουν καλώς, αλλά στο εσωτερικό υπάρχουν μεγάλα προβλήματα.
Βέβαια, άλλες εποχές τότε! Η χώρα απείχε πολύ απ’ το να είναι το «μαύρο πρόβατο» της Ευρώπης, ενώ πρόβαλλε και ως ανερχόμενη δύναμη του Νότου. Εν τούτοις, η Καραμανλική ρήση διατηρεί μια κάποια διαχρονικότητα. Όχι τόσο, δυστυχώς, ως προς το αισιόδοξο πρώτο σκέλος της, όσο ως προς την απαισιόδοξη κατάληξή της…
Ο διαχωρισμός ανάμεσα σε εσωτερικές και εξωτερικές υποθέσεις είναι σημαντικός, αφού διαφοροποιεί το είδος της ευθύνης και, συνακόλουθα, την πολιτική στάση των κομμάτων. Για να το κατανοήσουμε αυτό, είναι καταρχήν αναγκαίο να (επαν)εξετάσουμε το ρόλο και τη λειτουργία της αντιπολίτευσης σε ένα δημοκρατικό καθεστώς. Ξεκινώντας με τα πλέον στοιχειώδη, πέραν του ότι, αυτονοήτως, θα πρέπει να σέβεται το – δυσμενές γι’ αυτήν – εκλογικό αποτέλεσμα (το οποίο αντιπροσωπεύει τη λαϊκή βούληση), η αντιπολίτευση θα πρέπει καλοπροαίρετα, αντικειμενικά και δίκαια να ελέγχει και την άσκηση της εξουσίας από την κυβέρνηση, με μοναδικό γνώμονα το κοινωνικό και εθνικό συμφέρον. Κι εκεί που οι περιστάσεις το απαιτούν, να γίνεται ακόμα και αρωγός της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση κρίσιμων εθνικών θεμάτων!
Στην Ελλάδα, τόσο η άσκηση της εξουσίας, όσο και αυτή του ελέγχου της, απείχαν πάντοτε από το να θεωρούνται ιδανικές. Οι κυβερνήσεις αντιμετώπιζαν το κράτος σαν μετεκλογική λεία και το διοικούσαν σαν να ήταν προέκταση των κομματικών τσιφλικιών τους. Απ’ τη μεριά τους, οι αντιπολιτεύσεις (ιδιαίτερα οι πλησιέστερα ευρισκόμενες στην εξουσία, από απόψεως κοινοβουλευτικής δύναμης) επιδίδονταν σε συστηματικό πόλεμο φθοράς και υπονόμευσης του κυβερνητικού έργου, με στόχο την αποτυχία του και με θύμα, κυρίως, την εθνική οικονομία (δείτε και το άρθρο μας: «Τι (δεν) μας δίδαξε ο Μεγάλος Πόλεμος»).
Εν τούτοις, δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να προσάψει αντεθνική και υπονομευτική συμπεριφορά σε οποιαδήποτε αντιπολίτευση (της μεταπολιτευτικής περιόδου, τουλάχιστον) σε ό,τι αφορά τα εξωτερικά ζητήματα της χώρας. Τη σχέση της χώρας, δηλαδή (και ιδιαίτερα, τις διαφορές ή τις όποιου βαθμού συγκρούσεις της) με τον υπόλοιπο κόσμο. Μέχρι πριν την παρούσα οικονομική κρίση, τα προβλήματα στα ζητήματα αυτά εστιάζονταν κυρίως στην εθνική άμυνα. Μετά την κρίση, προστέθηκε μια εξίσου απειλητική συνιστώσα: αυτή της εθνικής οικονομίας.
Σε ό,τι αφορά την άμυνα, είδαμε «φιλοπόλεμες» αντιπολιτεύσεις να λειτουργούν με πνεύμα πραγματισμού και να επιλέγουν τον έντιμο συμβιβασμό αντί της σύγκρουσης, ως μετέπειτα κυβερνήσεις. Στο πεδίο της οικονομίας, νωπό είναι το παράδειγμα φανατικά «αντι-μνημονιακής» αντιπολιτευτικής ρητορείας που μετατράπηκε σε απόλυτη «μνημονιακή» συμμόρφωση από θέσεως εξουσίας.
Η συνήθης κριτική σε τέτοιες περιπτώσεις περιλαμβάνει τον όρο «κωλοτούμπα». Αγνοεί, όμως, μια πολύ λεπτή παράμετρο του αντιπολιτευτικού ρόλου σε ό,τι αφορά τα θέματα εθνικής σημασίας: Η (εκάστοτε) αντιπολίτευση οφείλει να εμφανίζεται σκληρότερη και πιο αδιάλλακτη από την κυβέρνηση, γιατί αυτό αυξάνει σημαντικά τη διαπραγματευτική δύναμη της τελευταίας στη διαχείριση των (κάθε μορφής) εθνικών θεμάτων στα διεθνή πεδία. Δίνει το δικαίωμα στην κυβέρνηση να πει προς τα έξω: «Θέλω να συμμορφωθώ προς τας υποδείξεις σας, αλλά έχω πίσω μου μια σκληρή αντιπολίτευση που με πιέζει και δεν μπορώ να την αγνοήσω!» Κι αυτή είναι διεθνής πρακτική, όχι ελληνικό εφεύρημα…
Ερχόμαστε στην τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα. Εκ πρώτης όψεως, το νέο κυβερνητικό σχήμα εμφανίζεται διπολικό. Κάποιοι, μάλιστα, διακρίνουν σ’ αυτό μια εγγενή εσωτερική αντίφαση που προεξοφλεί τη μεσοπρόθεσμη θνησιγένειά του. Εστιάζοντας την προσοχή μας σε δύο βασικούς τομείς, ο μείζων πόλος του κυβερνητικού σχήματος επιδεικνύει ιδιαίτερη ευαισθησία σε ζητήματα οικονομίας με γνώμονα την εξασφάλιση κοινωνικής δικαιοσύνης, ενώ για τον κυβερνητικό εταίρο του υπάρχει μία επί πλέον –κι εξ ίσου ισχυρή– ευαισθητοποίηση στα θέματα της εθνικής άμυνας. Συνολικά, οι δύο κομματικοί φορείς χρησιμοποίησαν στο παρελθόν ιδιαίτερα σκληρή γλώσσα ενάντια στη διαλλακτικότητα, όπως θεώρησαν, των τότε κυβερνήσεων, τόσο απέναντι σε οικονομικές, όσο και σε αμυντικές έξωθεν πιέσεις.
Στο βαθμό που οι ένοπλες δυνάμεις κρατηθούν, ως οφείλουν, μακριά από ευρύτερες πολιτικές επιρροές και αναμείξεις, και περιοριστούν στον σημαντικότατο ρόλο τους ως εγγυήτριες της εθνικής ασφάλειας, η τοποθέτηση του επικεφαλής του συγκυβερνώντος κόμματος στη θέση του υπευθύνου για την εθνική άμυνα φαίνεται σαν μια απόλυτα λογική επιλογή. Γενικότερα, αν υπάρξει ένα modus vivendi ως προς τον διαχωρισμό των ρόλων των δύο εταίρων, δεν διαφαίνεται σοβαρός λόγος απαισιοδοξίας για τη βιωσιμότητα του κυβερνητικού σχήματος. Τουλάχιστον, σε μεσοπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα…
Φυσικά, είναι λογικά και πρακτικά αδύνατο, αν όχι και εθνικά επικίνδυνο, να ασκήσουν τα δύο κόμματα εξουσία με ατζέντα την κατά γράμμα εφαρμογή όσων – ορθώς, εκ του ρόλου τους ως αντιπολιτευόμενες δυνάμεις – φανατικά διακήρυσσαν, και απαιτούσαν να κάνει πράξη, η απελθούσα κυβέρνηση. Δεν υπάρχει περιθώριο ούτε για ηρωικούς αντι-μνημονιακούς παλικαρισμούς απέναντι στα «θηρία» της Ευρώπης, ούτε και για εθνικά νταηλίκια προς όμορες χώρες που, τη δύσκολη τούτη ώρα, χρειαζόμαστε να τις μετρήσουμε ανάμεσα στους φίλους, παρά στους εχθρούς!
Για τους οπαδούς, τουλάχιστον, του πολιτικού ρεαλισμού, θα ήταν αυτή τη στιγμή περιττή πολυτέλεια τα όποια ειρωνικά σχόλια περί «κυβιστήσεων», εν όψει μιας (ευκταίας, πιστεύουμε) επίδειξης μετριοπάθειας και πνεύματος συνεργασίας εκ μέρους της νέας κυβέρνησης, προς τον υπόλοιπο κόσμο. Είτε αυτός μας «αγαπά», είτε μας αντιμάχεται! Κι ελπίζω, ως προς τη θέση μου αυτή, να μη βρεθώ μόνος ανάμεσα σε όσους ΔΕΝ στήριξαν προεκλογικά τούτη την κυβέρνηση (όπως, εξ άλλου, από πεποίθηση και όχι για λόγους έξωθεν – καλής ή κακής – μαρτυρίας, απέφυγα να υποστηρίξω και οποιονδήποτε άλλο κομματικό σχηματισμό).
Και, για να κλείσουμε όπως ξεκινήσαμε, ευχής έργο είναι να ακουστεί κάποια μέρα από τον τάφο η φωνή του Εθνάρχη να λέει, με τη χαρακτηριστική προφορά του: «Έξω πάμε καλά, αλλά τώρα τελευταία κάτι ελπιδοφόρο γίνεται και μέσα!» Για να επιτευχθεί αυτό, όμως, απαιτείται υπέρβαση κομματικών εγωισμών (ένθεν και ένθεν) και αληθινό πνεύμα συνεργασίας και εθνικής ομοψυχίας. Θα μπορούμε, τότε, στ’ αλήθεια να αισιοδοξούμε! Έστω και χωρίς να εφησυχάζουμε…
* Ο αρθρογράφος Κώστας Παπαχρήστου είναι διαπρεπής μετρ των «κυβιστήσεων», όπως, εξ άλλου, το παρόν κείμενο περίτρανα καταδεικνύει!
Aixmi.gr
Βέβαια, άλλες εποχές τότε! Η χώρα απείχε πολύ απ’ το να είναι το «μαύρο πρόβατο» της Ευρώπης, ενώ πρόβαλλε και ως ανερχόμενη δύναμη του Νότου. Εν τούτοις, η Καραμανλική ρήση διατηρεί μια κάποια διαχρονικότητα. Όχι τόσο, δυστυχώς, ως προς το αισιόδοξο πρώτο σκέλος της, όσο ως προς την απαισιόδοξη κατάληξή της…
Ο διαχωρισμός ανάμεσα σε εσωτερικές και εξωτερικές υποθέσεις είναι σημαντικός, αφού διαφοροποιεί το είδος της ευθύνης και, συνακόλουθα, την πολιτική στάση των κομμάτων. Για να το κατανοήσουμε αυτό, είναι καταρχήν αναγκαίο να (επαν)εξετάσουμε το ρόλο και τη λειτουργία της αντιπολίτευσης σε ένα δημοκρατικό καθεστώς. Ξεκινώντας με τα πλέον στοιχειώδη, πέραν του ότι, αυτονοήτως, θα πρέπει να σέβεται το – δυσμενές γι’ αυτήν – εκλογικό αποτέλεσμα (το οποίο αντιπροσωπεύει τη λαϊκή βούληση), η αντιπολίτευση θα πρέπει καλοπροαίρετα, αντικειμενικά και δίκαια να ελέγχει και την άσκηση της εξουσίας από την κυβέρνηση, με μοναδικό γνώμονα το κοινωνικό και εθνικό συμφέρον. Κι εκεί που οι περιστάσεις το απαιτούν, να γίνεται ακόμα και αρωγός της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση κρίσιμων εθνικών θεμάτων!
Στην Ελλάδα, τόσο η άσκηση της εξουσίας, όσο και αυτή του ελέγχου της, απείχαν πάντοτε από το να θεωρούνται ιδανικές. Οι κυβερνήσεις αντιμετώπιζαν το κράτος σαν μετεκλογική λεία και το διοικούσαν σαν να ήταν προέκταση των κομματικών τσιφλικιών τους. Απ’ τη μεριά τους, οι αντιπολιτεύσεις (ιδιαίτερα οι πλησιέστερα ευρισκόμενες στην εξουσία, από απόψεως κοινοβουλευτικής δύναμης) επιδίδονταν σε συστηματικό πόλεμο φθοράς και υπονόμευσης του κυβερνητικού έργου, με στόχο την αποτυχία του και με θύμα, κυρίως, την εθνική οικονομία (δείτε και το άρθρο μας: «Τι (δεν) μας δίδαξε ο Μεγάλος Πόλεμος»).
Εν τούτοις, δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να προσάψει αντεθνική και υπονομευτική συμπεριφορά σε οποιαδήποτε αντιπολίτευση (της μεταπολιτευτικής περιόδου, τουλάχιστον) σε ό,τι αφορά τα εξωτερικά ζητήματα της χώρας. Τη σχέση της χώρας, δηλαδή (και ιδιαίτερα, τις διαφορές ή τις όποιου βαθμού συγκρούσεις της) με τον υπόλοιπο κόσμο. Μέχρι πριν την παρούσα οικονομική κρίση, τα προβλήματα στα ζητήματα αυτά εστιάζονταν κυρίως στην εθνική άμυνα. Μετά την κρίση, προστέθηκε μια εξίσου απειλητική συνιστώσα: αυτή της εθνικής οικονομίας.
Σε ό,τι αφορά την άμυνα, είδαμε «φιλοπόλεμες» αντιπολιτεύσεις να λειτουργούν με πνεύμα πραγματισμού και να επιλέγουν τον έντιμο συμβιβασμό αντί της σύγκρουσης, ως μετέπειτα κυβερνήσεις. Στο πεδίο της οικονομίας, νωπό είναι το παράδειγμα φανατικά «αντι-μνημονιακής» αντιπολιτευτικής ρητορείας που μετατράπηκε σε απόλυτη «μνημονιακή» συμμόρφωση από θέσεως εξουσίας.
Η συνήθης κριτική σε τέτοιες περιπτώσεις περιλαμβάνει τον όρο «κωλοτούμπα». Αγνοεί, όμως, μια πολύ λεπτή παράμετρο του αντιπολιτευτικού ρόλου σε ό,τι αφορά τα θέματα εθνικής σημασίας: Η (εκάστοτε) αντιπολίτευση οφείλει να εμφανίζεται σκληρότερη και πιο αδιάλλακτη από την κυβέρνηση, γιατί αυτό αυξάνει σημαντικά τη διαπραγματευτική δύναμη της τελευταίας στη διαχείριση των (κάθε μορφής) εθνικών θεμάτων στα διεθνή πεδία. Δίνει το δικαίωμα στην κυβέρνηση να πει προς τα έξω: «Θέλω να συμμορφωθώ προς τας υποδείξεις σας, αλλά έχω πίσω μου μια σκληρή αντιπολίτευση που με πιέζει και δεν μπορώ να την αγνοήσω!» Κι αυτή είναι διεθνής πρακτική, όχι ελληνικό εφεύρημα…
Ερχόμαστε στην τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα. Εκ πρώτης όψεως, το νέο κυβερνητικό σχήμα εμφανίζεται διπολικό. Κάποιοι, μάλιστα, διακρίνουν σ’ αυτό μια εγγενή εσωτερική αντίφαση που προεξοφλεί τη μεσοπρόθεσμη θνησιγένειά του. Εστιάζοντας την προσοχή μας σε δύο βασικούς τομείς, ο μείζων πόλος του κυβερνητικού σχήματος επιδεικνύει ιδιαίτερη ευαισθησία σε ζητήματα οικονομίας με γνώμονα την εξασφάλιση κοινωνικής δικαιοσύνης, ενώ για τον κυβερνητικό εταίρο του υπάρχει μία επί πλέον –κι εξ ίσου ισχυρή– ευαισθητοποίηση στα θέματα της εθνικής άμυνας. Συνολικά, οι δύο κομματικοί φορείς χρησιμοποίησαν στο παρελθόν ιδιαίτερα σκληρή γλώσσα ενάντια στη διαλλακτικότητα, όπως θεώρησαν, των τότε κυβερνήσεων, τόσο απέναντι σε οικονομικές, όσο και σε αμυντικές έξωθεν πιέσεις.
Στο βαθμό που οι ένοπλες δυνάμεις κρατηθούν, ως οφείλουν, μακριά από ευρύτερες πολιτικές επιρροές και αναμείξεις, και περιοριστούν στον σημαντικότατο ρόλο τους ως εγγυήτριες της εθνικής ασφάλειας, η τοποθέτηση του επικεφαλής του συγκυβερνώντος κόμματος στη θέση του υπευθύνου για την εθνική άμυνα φαίνεται σαν μια απόλυτα λογική επιλογή. Γενικότερα, αν υπάρξει ένα modus vivendi ως προς τον διαχωρισμό των ρόλων των δύο εταίρων, δεν διαφαίνεται σοβαρός λόγος απαισιοδοξίας για τη βιωσιμότητα του κυβερνητικού σχήματος. Τουλάχιστον, σε μεσοπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα…
Φυσικά, είναι λογικά και πρακτικά αδύνατο, αν όχι και εθνικά επικίνδυνο, να ασκήσουν τα δύο κόμματα εξουσία με ατζέντα την κατά γράμμα εφαρμογή όσων – ορθώς, εκ του ρόλου τους ως αντιπολιτευόμενες δυνάμεις – φανατικά διακήρυσσαν, και απαιτούσαν να κάνει πράξη, η απελθούσα κυβέρνηση. Δεν υπάρχει περιθώριο ούτε για ηρωικούς αντι-μνημονιακούς παλικαρισμούς απέναντι στα «θηρία» της Ευρώπης, ούτε και για εθνικά νταηλίκια προς όμορες χώρες που, τη δύσκολη τούτη ώρα, χρειαζόμαστε να τις μετρήσουμε ανάμεσα στους φίλους, παρά στους εχθρούς!
Για τους οπαδούς, τουλάχιστον, του πολιτικού ρεαλισμού, θα ήταν αυτή τη στιγμή περιττή πολυτέλεια τα όποια ειρωνικά σχόλια περί «κυβιστήσεων», εν όψει μιας (ευκταίας, πιστεύουμε) επίδειξης μετριοπάθειας και πνεύματος συνεργασίας εκ μέρους της νέας κυβέρνησης, προς τον υπόλοιπο κόσμο. Είτε αυτός μας «αγαπά», είτε μας αντιμάχεται! Κι ελπίζω, ως προς τη θέση μου αυτή, να μη βρεθώ μόνος ανάμεσα σε όσους ΔΕΝ στήριξαν προεκλογικά τούτη την κυβέρνηση (όπως, εξ άλλου, από πεποίθηση και όχι για λόγους έξωθεν – καλής ή κακής – μαρτυρίας, απέφυγα να υποστηρίξω και οποιονδήποτε άλλο κομματικό σχηματισμό).
Και, για να κλείσουμε όπως ξεκινήσαμε, ευχής έργο είναι να ακουστεί κάποια μέρα από τον τάφο η φωνή του Εθνάρχη να λέει, με τη χαρακτηριστική προφορά του: «Έξω πάμε καλά, αλλά τώρα τελευταία κάτι ελπιδοφόρο γίνεται και μέσα!» Για να επιτευχθεί αυτό, όμως, απαιτείται υπέρβαση κομματικών εγωισμών (ένθεν και ένθεν) και αληθινό πνεύμα συνεργασίας και εθνικής ομοψυχίας. Θα μπορούμε, τότε, στ’ αλήθεια να αισιοδοξούμε! Έστω και χωρίς να εφησυχάζουμε…
* Ο αρθρογράφος Κώστας Παπαχρήστου είναι διαπρεπής μετρ των «κυβιστήσεων», όπως, εξ άλλου, το παρόν κείμενο περίτρανα καταδεικνύει!
Aixmi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου