Σε πρόσφατο άρθρο του σε κορυφαίο ειδησεογραφικό site, νεαρός και ταλαντούχος – πλην άπειρος – δημοσιογράφος (ας τον ονομάσουμε, συμβολικά, «Γιάννη») στηλιτεύει ένα μέρος της ελληνικής κοινής γνώμης για την αρνητική υποδοχή που επιφύλαξε στη «νικήτρια» του «διαγωνισμού τραγουδιού» της Eurovision…
Να σημειώσουμε ότι, όπως ορθά παρατηρεί σε άρθρο του ο Βαγγέλης Λιακόγκονας, δεν πρόκειται για διαγωνισμό που απλώς προβάλλεται τηλεοπτικά, αλλά για καθαρά τηλεοπτικό διαγωνισμό, όπου ο εντυπωσιασμός δια μέσου της τηλεθέασης είναι το ζητούμενο και αποτελεί το κλειδί της επιτυχίας. Επισημαίνεται, μάλιστα, στο άρθρο – κι αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για την παρούσα συζήτηση – ότι η διοργάνωση έχει ως «χορηγό επικοινωνίας» τη διαφορετικότητα (έχουμε δει κατά καιρούς να νικούν τέρατα και μεταλλαγμένες υπάρξεις – δική μου σημείωση αυτή), ενώ τα κριτήρια αξιολόγησης είναι κάθε άλλο παρά μουσικά, αφού βασίζονται στη δύναμη της εικόνας και το έξυπνο marketing!
Στο άρθρο του νεαρού Γιάννη είναι εμφανής η ιδεολογική σύγχυση στην οποία έχει οδηγήσει τους νέους ανθρώπους η δικτατορία της «πολιτικής ορθότητας» (political correctness). Η οποία (ορθότητα), από όπλο κατά του ρατσισμού, του σεξισμού και της περιθωριοποίησης ανθρώπων με ειδικά προβλήματα, έχει μετεξελιχθεί σε όργανο φαλκίδευσης της ελευθερίας του λόγου και φίμωσης κάθε έκφρασης που δεν συνάδει με τις ιδεοληπτικές επιταγές κάποιων αυτοδιορισμένων «νομοθετών» κοινωνικής συμπεριφοράς!
Παραθέτω αποσπάσματα από το κείμενο του Γιάννη:
** Αμέτρητοι συμπολίτες μας εξάντλησαν τη μισαλλοδοξία τους πάνω στη νικήτρια της Εurovision. Μόνο και μόνο επειδή έχει μούσι και ανδρικά γεννητικά όργανα. (…)
** Αν γνώριζα την Κοντσίτα θα της έλεγα να μην παίρνει τους εν Ελλάδι επικριτές της στα σοβαρά. Δεν έχουν κάτι προσωπικό μαζί της. Ο εχθρός τους είναι η διαφορετικότητα. Είτε αυτή εκφράζεται με τον Οδυσσέα Τσενάι να κρατάει τη σημαία, είτε με το Σοφοκλή Σχορτσιανίτη να «καρφώνει» με το εθνόσημο στο στήθος. (…)
** Οι μόνοι οι οποίοι είναι ανάξιοι κάθε κριτικής είναι όλοι όσοι μιλάνε για «ζήτημα αισθητικής». (…) Στο κάτω-κάτω, εάν κάνουν μία βόλτα στα χωριά της Ελλάδας θα δουν πάμπολλες συμπαθέστατες γιαγιάδες με ίχνη μουστακιού. Αν τολμάνε, να πάνε σε αυτές να μιλήσουν για αισθητική.
Είναι φανερό ότι ο Γιάννης έχει γαλουχηθεί σε μια σχολή σκέψης που δίνει «λευκή επιταγή» στη διαφορετικότητα, εν γένει. Έτσι, αδυνατεί να διακρίνει τη διαφορετικότητα εκ φύσεως από τη διαφορετικότητα εξ επιλογής! Η μη αποδοχή, όμως, της πρώτης συνιστά τον ορισμό του ρατσισμού, ενώ η τυχόν μη αποδοχή της δεύτερης δεν είναι παρά ζήτημα στυλιστικής αντίθεσης! Για παράδειγμα:
* Η άρνηση της σημαίας στον αριστούχο Τσενάι, λόγω καταγωγής, είναι ρατσισμός!
* Η υποτίμηση του αθλητή Σχορτσιανίτη, λόγω χρώματος, είναι ρατσισμός!
* Ο χλευασμός της τριχοφυΐας της συμπαθούς, ταπεινής γιαγιάς, είναι ρατσισμός!
* Η κριτική, όμως, στην κιτς εμφάνιση ενός συμμετέχοντος στον τελικό κάποιου διαγωνισμού τραγουδιού – όταν μάλιστα η εμφάνιση αυτή στοχεύει στον εντυπωσιασμό που αποφέρει ψήφους νίκης – δεν είναι ρατσισμός! Και οι κανόνες του τηλεοπτικού marketing ουδόλως σχετίζονται με τους όρους της πολιτικής ορθότητας.
Στόχος μιας τέτοιας εμφάνισης είναι, κατά βάθος, η πρόκληση – και μάλιστα, για καθαρά ιδιοτελείς σκοπούς – και όχι αυτή καθαυτήν η προβολή και υπεράσπιση της ιδέας της διαφορετικότητας. Η διαφορετικότητα, δηλαδή, είναι θέση προβοκατόρικη και όχι θέση οντολογική. Είναι όχημα κερδοσκοπικού εντυπωσιασμού και όχι έκφραση υπαρξιακού στίγματος!
Αυτό, όμως, που αληθινά προβληματίζει είναι ο χαρακτηρισμός, από τον Γιάννη, ως «ανάξιων κριτικής» (διατηρώ αμφιβολίες για τη δοκιμότητα της έκφρασης) όσων τολμούν να αρθρώσουν ενστάσεις για το αισθητικό αποτέλεσμα της εμφάνισης της «νικήτριας» (ας μου συγχωρεθεί η επιμονή στη χρήση των εισαγωγικών!). Για να το πω απλά: Η σχολή της «πολιτικής ορθότητας», μέσα στην οποία ο νεαρός δημοσιογράφος ανέπτυξε κοινωνική συνειδητότητα, εκδίδει ή ανακαλεί πιστοποιητικά αξιοσύνης με βάση την έκφραση γνώμης πάνω σε ζητήματα αισθητικής, έστω κι αν η αισθητική αυτή είναι αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής (το τονίζω!) και όχι φυσικής αναγκαιότητας!
Και μένουμε, τελικά, με αναπάντητο το ερώτημα: Αν η πολιτική ορθότητα ήρθε για να μας προστατέψει από τον φασισμό του ρατσισμού, ποιος θα μας προστατέψει από τις υπερβολές και τις καταχρήσεις της ίδιας της «πολιτικής ορθότητας»; Ο νεαρός – και σίγουρα ικανός – Γιάννης ας το σκεφτεί αυτό καλά κι ας επανέλθει. Θα περιμένουμε να διαβάσουμε τις θέσεις του με ενδιαφέρον!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου