Σάββατο 31 Μαΐου 2014

Τα δύο πρόσωπα της «σιδηράς κυρίας»…

Στην πιο διδακτική, ίσως, ταινία του, την «Υπόθεση Πάραντιν» (The Paradine Case), ο Άλφρεντ Χίτσκοκ παρουσιάζει την ιστορία ενός νεαρού δικηγόρου (Γκρέγκορι Πεκ) που, παραπλανημένος από την αγγελική αθωότητα που αποπνέει η μορφή μιας γυναίκας (Αλίντα Βάλι) την υπερασπίζεται στο δικαστήριο με τρόπο που ξεφεύγει από το πλαίσιο του επαγγελματισμού.

Όταν, τελικά, αποκαλύπτεται το αληθινό πρόσωπο της μοιραίας γυναίκας, είναι πια αργά για τον Άντονι Κην: η καριέρα του έχει καταστραφεί και ο ευτυχισμένος γάμος του βρίσκεται στα πρόθυρα της διάλυσης…

Ο κύριος Κην δεν είναι απαραίτητα ένας απόλυτα εξωπραγματικός ήρωας κάποιας κινηματογραφικής μυθοπλασίας. Όπως εκείνος, κάποιοι παρασυρθήκαμε πρόσφατα από τα εξόχως «αθώα» χαρακτηριστικά μιας γυναικείας μορφής, της οποίας οι επιμελώς φιλοτεχνημένες εικόνες κοσμούσαν επί καιρό αμέτρητα σημεία της πόλης. Ξεγελαστήκαμε, ακόμα, απ’ τον προσεκτικά εκφερόμενο, σχετικά ήπιο και αυτοσυγκρατημένο πολιτικό λόγο της, την – όπως τελικά αποδείχθηκε – προσποιητή ευγένειά της, την επίπλαστη σεμνότητά της, την φαινομενική ταπεινοφροσύνη της…

Το βράδυ της δεύτερης Κυριακής, όταν ο εκλογικός θρίαμβος είχε πια γίνει βεβαιότητα, αντικρίσαμε το αληθινό πρόσωπο της «κυρίας Πάραντιν»! Είδαμε την ψυχρή σκληράδα μιας αλλοιωμένης μορφής που, με έκδηλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αλαζονείας, διέταξε – όπως ο λοχαγός κάποιους ασήμαντους φαντάρους – τους ίδιους της τους συνεργάτες, τους ανθρώπους που την στήριξαν ώστε να μπορέσει να βρεθεί νικήτρια μπροστά στα φώτα και τις κάμερες, να «κάνουν όλοι ένα βήμα πίσω»! Ίσως για να μην επισκιάσουν ένα πολλοστημόριο από τη λάμψη του μεγαλείου της…

Κι ύστερα ήρθαν τα γλέντια και το κιτς των πανηγυρισμών… Αναρωτιέμαι, όμως, αν – για λόγους και μόνον πολιτικού συμβολισμού και πολιτικής ευπρέπειας – επιτρέπεται σήμερα να γλεντά κάποιος που απέκτησε δημόσια αξιώματα σ’ αυτό τον τόπο. Γιατί, όσοι καλούνται από το λαό να υπηρετήσουν μια κατ’ ουσίαν κατεστραμμένη χώρα, απαιτείται να το πράξουν με ταπεινοφροσύνη μπρος στον πόνο του δοκιμαζόμενου συνανθρώπου, με δέος απέναντι στο μέγεθος της ευθύνης που αναλαμβάνουν, με αίσθημα απόλυτου σεβασμού για το κοινωνικό λειτούργημα που τους ανατίθεται…

Η εκλογή τους είναι λόγος περισυλλογής, όχι αφορμή προσωπικής θριαμβολογίας. Και, σε αντίθεση με τα επινίκια ποδοσφαιρικού θριάμβου, η ανάληψη μιας τέτοιας ευθύνης δεν γιορτάζεται με ακαλαίσθητες φιγούρες, θλιβερά ζεϊμπέκικα και φτηνά «όπα» πάνω σε πίστες νυχτερινών κέντρων! Εξ άλλου, αυτές ήταν πάντα συμπεριφορές «των άλλων». Αυτών απ’ τους οποίους «εμείς» προτιμηθήκαμε, κι απ’ τους οποίους υποτίθεται πως «διαφέρουμε». Σε ήθος και ύφος…

Το πρώτο δείγμα γραφής της «σιδηράς κυρίας» με τα δύο εκ διαμέτρου αντίθετα πρόσωπα και το υπέρμετρα (αυτο-)προβεβλημένο «λαϊκό» προφίλ, ήταν εξόχως απογοητευτικό. Θα περιμένουμε, παρ’ όλα αυτά, τη συνέχεια. Και – ποιος ξέρει; – ίσως στην πορεία μάς διαψεύσει ευχάριστα. Κι ίσως ξανακερδίσει, τελικά, την εκτίμησή μας!



Σάββατο 17 Μαΐου 2014

«Πολιτική ορθότητα» και ιδεολογική σύγχυση…

Σε πρόσφατο άρθρο του σε κορυφαίο ειδησεογραφικό site, νεαρός και ταλαντούχος – πλην άπειρος – δημοσιογράφος (ας τον ονομάσουμε, συμβολικά, «Γιάννη») στηλιτεύει ένα μέρος της ελληνικής κοινής γνώμης για την αρνητική υποδοχή που επιφύλαξε στη «νικήτρια» του «διαγωνισμού τραγουδιού» της Eurovision…

Να σημειώσουμε ότι, όπως ορθά παρατηρεί σε άρθρο του ο Βαγγέλης Λιακόγκονας, δεν πρόκειται για διαγωνισμό που απλώς προβάλλεται τηλεοπτικά, αλλά για καθαρά τηλεοπτικό διαγωνισμό, όπου ο εντυπωσιασμός δια μέσου της τηλεθέασης είναι το ζητούμενο και αποτελεί το κλειδί της επιτυχίας. Επισημαίνεται, μάλιστα, στο άρθρο – κι αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για την παρούσα συζήτηση – ότι η διοργάνωση έχει ως «χορηγό επικοινωνίας» τη διαφορετικότητα (έχουμε δει κατά καιρούς να νικούν τέρατα και μεταλλαγμένες υπάρξεις – δική μου σημείωση αυτή), ενώ τα κριτήρια αξιολόγησης είναι κάθε άλλο παρά μουσικά, αφού βασίζονται στη δύναμη της εικόνας και το έξυπνο marketing!

Στο άρθρο του νεαρού Γιάννη είναι εμφανής η ιδεολογική σύγχυση στην οποία έχει οδηγήσει τους νέους ανθρώπους η δικτατορία της «πολιτικής ορθότητας» (political correctness). Η οποία (ορθότητα), από όπλο κατά του ρατσισμού, του σεξισμού και της περιθωριοποίησης ανθρώπων με ειδικά προβλήματα, έχει μετεξελιχθεί σε όργανο φαλκίδευσης της ελευθερίας του λόγου και φίμωσης κάθε έκφρασης που δεν συνάδει με τις ιδεοληπτικές επιταγές κάποιων αυτοδιορισμένων «νομοθετών» κοινωνικής συμπεριφοράς!

Παραθέτω αποσπάσματα από το κείμενο του Γιάννη:

** Αμέτρητοι συμπολίτες μας εξάντλησαν τη μισαλλοδοξία τους πάνω στη νικήτρια της Εurovision. Μόνο και μόνο επειδή έχει μούσι και ανδρικά γεννητικά όργανα. (…)

** Αν γνώριζα την Κοντσίτα θα της έλεγα να μην παίρνει τους εν Ελλάδι επικριτές της στα σοβαρά. Δεν έχουν κάτι προσωπικό μαζί της. Ο εχθρός τους είναι η διαφορετικότητα. Είτε αυτή εκφράζεται με τον Οδυσσέα Τσενάι να κρατάει τη σημαία, είτε με το Σοφοκλή Σχορτσιανίτη να «καρφώνει» με το εθνόσημο στο στήθος. (…)

** Οι μόνοι οι οποίοι είναι ανάξιοι κάθε κριτικής είναι όλοι όσοι μιλάνε για «ζήτημα αισθητικής». (…) Στο κάτω-κάτω, εάν κάνουν μία βόλτα στα χωριά της Ελλάδας θα δουν πάμπολλες συμπαθέστατες γιαγιάδες με ίχνη μουστακιού. Αν τολμάνε, να πάνε σε αυτές να μιλήσουν για αισθητική.

Είναι φανερό ότι ο Γιάννης έχει γαλουχηθεί σε μια σχολή σκέψης που δίνει «λευκή επιταγή» στη διαφορετικότητα, εν γένει. Έτσι, αδυνατεί να διακρίνει τη διαφορετικότητα εκ φύσεως από τη διαφορετικότητα εξ επιλογής! Η μη αποδοχή, όμως, της πρώτης συνιστά τον ορισμό του ρατσισμού, ενώ η τυχόν μη αποδοχή της δεύτερης δεν είναι παρά ζήτημα στυλιστικής αντίθεσης! Για παράδειγμα:

* Η άρνηση της σημαίας στον αριστούχο Τσενάι, λόγω καταγωγής, είναι ρατσισμός!

* Η υποτίμηση του αθλητή Σχορτσιανίτη, λόγω χρώματος, είναι ρατσισμός!

* Ο χλευασμός της τριχοφυΐας της συμπαθούς, ταπεινής γιαγιάς, είναι ρατσισμός!

* Η κριτική, όμως, στην κιτς εμφάνιση ενός συμμετέχοντος στον τελικό κάποιου διαγωνισμού τραγουδιού – όταν μάλιστα η εμφάνιση αυτή στοχεύει στον εντυπωσιασμό που αποφέρει ψήφους νίκης – δεν είναι ρατσισμός! Και οι κανόνες του τηλεοπτικού marketing ουδόλως σχετίζονται με τους όρους της πολιτικής ορθότητας.

Στόχος μιας τέτοιας εμφάνισης είναι, κατά βάθος, η πρόκληση – και μάλιστα, για καθαρά ιδιοτελείς σκοπούς – και όχι αυτή καθαυτήν η προβολή και υπεράσπιση της ιδέας της διαφορετικότητας. Η διαφορετικότητα, δηλαδή, είναι θέση προβοκατόρικη και όχι θέση οντολογική. Είναι όχημα κερδοσκοπικού εντυπωσιασμού και όχι έκφραση υπαρξιακού στίγματος!

Αυτό, όμως, που αληθινά προβληματίζει είναι ο χαρακτηρισμός, από τον Γιάννη, ως «ανάξιων κριτικής» (διατηρώ αμφιβολίες για τη δοκιμότητα της έκφρασης) όσων τολμούν να αρθρώσουν ενστάσεις για το αισθητικό αποτέλεσμα της εμφάνισης της «νικήτριας» (ας μου συγχωρεθεί η επιμονή στη χρήση των εισαγωγικών!). Για να το πω απλά: Η σχολή της «πολιτικής ορθότητας», μέσα στην οποία ο νεαρός δημοσιογράφος ανέπτυξε κοινωνική συνειδητότητα, εκδίδει ή ανακαλεί πιστοποιητικά αξιοσύνης με βάση την έκφραση γνώμης πάνω σε ζητήματα αισθητικής, έστω κι αν η αισθητική αυτή είναι αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής (το τονίζω!) και όχι φυσικής αναγκαιότητας!

Και μένουμε, τελικά, με αναπάντητο το ερώτημα: Αν η πολιτική ορθότητα ήρθε για να μας προστατέψει από τον φασισμό του ρατσισμού, ποιος θα μας προστατέψει από τις υπερβολές και τις καταχρήσεις της ίδιας της «πολιτικής ορθότητας»; Ο νεαρός – και σίγουρα ικανός – Γιάννης ας το σκεφτεί αυτό καλά κι ας επανέλθει. Θα περιμένουμε να διαβάσουμε τις θέσεις του με ενδιαφέρον!

Πέμπτη 15 Μαΐου 2014

Η γέννηση της «Δημοκρατίας» (ένα προκλητικό παραμύθι)

Ένα ιδιαίτερα διαπεραστικό – αν και μετριοπαθώς διατυπωμένο – σχόλιο της τακτικής αναγνώστριας του Aixmi.gr, Ελένης Αθανασούλη, στο ενδιαφέρον άρθρο της διηγηματογράφου Ντίνας Εξάρχου«Ψιτ, κύριος!», ήταν η αφορμή για το σύντομο κείμενο πολιτικής μυθοπλασίας που ακολουθεί…

———————————————————

Το ότι ζούμε σε δημοκρατικό καθεστώς το θεωρούμε τόσο αυτονόητο ώστε σπάνια μπαίνουμε στον κόπο να το επανεξετάσουμε. Πιστεύουμε ως λαός ότι κρατάμε τις τύχες μας στα δικά μας χέρια, αφού κάθε τέσσερα χρόνια έχουμε τη δυνατότητα να εκλέγουμε τους διαχειριστές των δημοσίων θεμάτων της χώρας. Όμως, πόσο επηρεάζει στ’ αλήθεια αυτή η εκλογή τη ζωή μας και την πορεία του τόπου; Και – το πιο σημαντικό – πρόκειται για αληθινή επιλογή, ή μήπως για επίφαση επιλογής; Τα ερωτήματα αυτά επιχειρεί να θέσει ένα (ενδεχομένως προκλητικό) παραμύθι για «ψαγμένα» κι ανήσυχα παιδιά…

Ήταν κάποτε ένας Βασιλιάς σε μια μικρή κι ασήμαντη χώρα, που δεν θυμάμαι καν τ’ όνομά της. Ήταν σκληρός με τους υπηκόους του, με εξαίρεση τα μέλη μιας μικρής ομάδας προνομιούχων που τον στήριζαν δίνοντάς του τα μέσα για να ασκεί ανενόχλητα την εξουσία του. Όμως, η δυσαρέσκεια του λαού όλο και γιγαντωνόταν, και μια εξέγερση σιγόβραζε ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους που υπέφεραν από την πείνα και εξοργίζονταν με την ανισότητα και την αδικία…

Ο Βασιλιάς τότε συγκάλεσε συμβούλιο με τους σοφούς της αυλής, να πάρει τη γνώμη τους γι’ αυτή την επικίνδυνη κατάσταση που διαμορφωνόταν στη χώρα. Κάποια στιγμή, ο αρχαιότερος των σοφών πήρε το λόγο:

«Άκουσε τι θα κάνεις, Βασιλιά, για να αποτρέψεις την εξέγερση: Είσαι τυχερός που έχεις δύο γιους. Θα αφήσεις, λοιπόν, να διαδοθεί σ’ όλη τη χώρα πως άλλαξαν στάση απέναντί σου και θέλουν τώρα να σε ανατρέψουν και να καταργήσουν τη βασιλεία σου. Πράγμα που, τελικά, θα επιτρέψεις να γίνει – εικονικά, βέβαια, και κάτω από τον απόλυτο έλεγχό σου. Μετά από λίγο, οι δύο γιοι σου θα διαφωνήσουν, δήθεν, μεταξύ τους για το είδος της διακυβέρνησης. Ο ένας θα κάνει πως είναι συντηρητικός και σταθερά προσηλωμένος στις παραδοσιακές αξίες του τόπου, ενώ ο άλλος θα φαίνεται προοδευτικός και ανατρεπτικός, με νέες ιδέες που θα στοχεύουν στο καλό του λαού. Ε, από κει και πέρα, ας αποφασίζει ο ίδιος ο λαός κάθε τόσο, ποιος από τους δύο θα τον κυβερνά. Ούτως ή άλλως, το πρόσταγμα θα το έχεις πάντα εσύ και οι προνομιούχοι σου!»

Με τον τρόπο αυτό, γεννήθηκε στη χώρα εκείνη η Δημοκρατία. Ή, τουλάχιστον, αυτό που φάνταζε στις συνειδήσεις των αφελών πολιτών ως «Δημοκρατία»! Γιατί ο λαός – διχασμένος τώρα σε δύο αλληλομισούμενα στρατόπεδα, κι έτσι ακόμα περισσότερο αποδυναμωμένος – συνέχισε να πεινά, οι προνομιούχοι εξακολούθησαν να πλουτίζουν, ενώ ο βασιλιάς δεν έπαψε ποτέ στ’ αλήθεια να κυβερνά!

(Προς άρση τυχόν παρεξηγήσεων, η φανταστική χώρα του παραμυθιού ουδεμία σχέση έχει με την Αρχαία Ελλάδα, που γέννησε την αληθινή Δημοκρατία! Για το εντός εισαγωγικών ομώνυμο Πολίτευμα, σε συσχετισμό με τη νεώτερη Ελλάδα, δεν είμαι απόλυτα βέβαιος… Τείνω, όμως, να συμμερίζομαι τον σκεπτικισμό της Ελένης Αθανασούλη.)

* Αφιερωμένο σε φίλο μου συν-αρθρογράφο και ιατρό, που με τα επιμελώς φιλοτεχνημένα εμπρηστικά κείμενά του συμβάλλει στη διατήρηση και την όξυνση του εθνικού μας διχασμού που κατ’ ευφημισμόν ονομάζεται (και αφελώς εκλαμβάνεται ως) «δημοκρατική αντιπαράθεση». Ενός διχασμού που δεν είναι πρωτόγνωρο απότοκο της παρούσας «κρίσης», μα διαχρονικό δομικό συστατικό της ίδιας της ελληνικής συλλογικής συνείδησης…

Aixmi.gr