Ομολογώ πως δεν μου ‘χε ξανατύχει, κι ούτε που μου ‘τυχε ξανά από τότε! Το θυμάμαι όμως όλο και πιο πολύ τελευταία, καθώς φιλοσοφώ πάνω στις βαθύτερες αιτίες του εθνικού μας ναυαγίου... Η Τατιάνα ήταν αλλοδαπή φοιτήτριά μου, από το Καμερούν. Ιδιαίτερα ευφυής και, πάνω απ’ όλα, εργατική και μεθοδική όσο λίγοι στο τμήμα της. Σαν δευτεροετής, παρακολουθούσε το μάθημα του θεωρητικού ηλεκτρομαγνητισμού που διδάσκω.
Κάποια φορά, μπήκα στην τάξη κρατώντας βαθμολογημένα διαγωνίσματα, τα οποία επέστρεψα στους μαθητές μου ζητώντας τους να σχολιάσουν την αξιολόγησή μου. Πρόσεξα την αγριεμένη έκφραση στο πρόσωπο της Τατιάνας καθώς με παρακάλεσε να πλησιάσω στο θρανίο της: «Γιατί, κύριε, μου βάλατε τόσο;» Ήμουν έτοιμος να βάλω τις φωνές, καθώς ο βαθμός της ήταν κάπου 90% του άριστα! Διατήρησα, όμως, την ψυχραιμία μου: «Πιο πολύ θα θέλατε; Υπήρχαν κάποια λαθάκια...» Η απάντησή της με καθήλωσε: «Όχι, διαμαρτύρομαι γιατί μου βάλατε πιο πολύ απ’ ό,τι άξιζα! Αυτή τη φορά δεν είχα διαβάσει όσο έπρεπε...» Είδα κι έπαθα να την πείσω ότι ο βαθμός της ήταν αντικειμενικός κι απόλυτα δίκαιος!
Καθώς φέρνω το παλιό εκείνο περιστατικό στο μυαλό μου, σκέφτομαι με μια δόση μελαγχολίας: Αχ, και να ‘μασταν δέκα εκατομμύρια «Τατιάνες»! Να ‘λεγε ο καθένας μας: «δεν πειράζει, μου φτάνουν τόσα!», τις εποχές της αθωότητάς μας, τότε που ακόμα οι αγελάδες έμοιαζαν παχιές κι αστείρευτες... Να ‘χαμε λίγο περισσότερο ήθος και μια σταλιά λιγότερη απληστία... Να ‘μασταν πρώτα συνάνθρωποι και μετά ανταγωνιστές... Να βάζαμε τη δημοκρατία λίγο ψηλότερα απ’ τη συντεχνία... Να βολευόμασταν με το παλιό αμάξι τη στιγμή που ο γείτονας δεν είχε ούτε για το λεωφορείο... Κι αν τον συναντούσαμε πρωί-πρωί στο δρόμο, μ’ αυτό το παλιό αμάξι να τον πετούσαμε ως τη δουλειά... Και να ‘ταν αυτός ο λόγος που θα ‘δινε σ’ αυτό την πρέπουσα χρηστική αξία, μακριά από κενόδοξες ανάγκες επίδειξης σε «φίλους» κι επιβεβαίωσης από ρηχές και ξιπασμένες «συντρόφους»...
Ένας τέτοιος λαός, λοιπόν, σήμερα θα μπορούσε ακόμα και να βγάζει αναιδώς τη γλώσσα του στην κυρία Μέρκελ: «Άντε στο καλό σου, κυρά μου! Ποιος σου ‘πε πως έχουμε ανάγκη από δανεικά;»
ΤΟ ΒΗΜΑ
Κάποια φορά, μπήκα στην τάξη κρατώντας βαθμολογημένα διαγωνίσματα, τα οποία επέστρεψα στους μαθητές μου ζητώντας τους να σχολιάσουν την αξιολόγησή μου. Πρόσεξα την αγριεμένη έκφραση στο πρόσωπο της Τατιάνας καθώς με παρακάλεσε να πλησιάσω στο θρανίο της: «Γιατί, κύριε, μου βάλατε τόσο;» Ήμουν έτοιμος να βάλω τις φωνές, καθώς ο βαθμός της ήταν κάπου 90% του άριστα! Διατήρησα, όμως, την ψυχραιμία μου: «Πιο πολύ θα θέλατε; Υπήρχαν κάποια λαθάκια...» Η απάντησή της με καθήλωσε: «Όχι, διαμαρτύρομαι γιατί μου βάλατε πιο πολύ απ’ ό,τι άξιζα! Αυτή τη φορά δεν είχα διαβάσει όσο έπρεπε...» Είδα κι έπαθα να την πείσω ότι ο βαθμός της ήταν αντικειμενικός κι απόλυτα δίκαιος!
Καθώς φέρνω το παλιό εκείνο περιστατικό στο μυαλό μου, σκέφτομαι με μια δόση μελαγχολίας: Αχ, και να ‘μασταν δέκα εκατομμύρια «Τατιάνες»! Να ‘λεγε ο καθένας μας: «δεν πειράζει, μου φτάνουν τόσα!», τις εποχές της αθωότητάς μας, τότε που ακόμα οι αγελάδες έμοιαζαν παχιές κι αστείρευτες... Να ‘χαμε λίγο περισσότερο ήθος και μια σταλιά λιγότερη απληστία... Να ‘μασταν πρώτα συνάνθρωποι και μετά ανταγωνιστές... Να βάζαμε τη δημοκρατία λίγο ψηλότερα απ’ τη συντεχνία... Να βολευόμασταν με το παλιό αμάξι τη στιγμή που ο γείτονας δεν είχε ούτε για το λεωφορείο... Κι αν τον συναντούσαμε πρωί-πρωί στο δρόμο, μ’ αυτό το παλιό αμάξι να τον πετούσαμε ως τη δουλειά... Και να ‘ταν αυτός ο λόγος που θα ‘δινε σ’ αυτό την πρέπουσα χρηστική αξία, μακριά από κενόδοξες ανάγκες επίδειξης σε «φίλους» κι επιβεβαίωσης από ρηχές και ξιπασμένες «συντρόφους»...
Ένας τέτοιος λαός, λοιπόν, σήμερα θα μπορούσε ακόμα και να βγάζει αναιδώς τη γλώσσα του στην κυρία Μέρκελ: «Άντε στο καλό σου, κυρά μου! Ποιος σου ‘πε πως έχουμε ανάγκη από δανεικά;»
ΤΟ ΒΗΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου