Σε πρόσφατο ταξίδι σε τριτοκοσμική χώρα –την οποία, από σεβασμό προς την πολιτιστική ιστορία της, θα αποφύγω να κατονομάσω- μπήκα σε κάποιο εστιατόριο της πρωτεύουσάς της. Ήταν ένα απλό μαγαζί, κάτι σαν φτωχική ταβέρνα της γειτονιάς. Απολάμβανα το εξωτικό γεύμα μου και όλα κυλούσαν ήρεμα, μέχρι τη στιγμή που μπήκε ξαφνικά στην ταβέρνα, με ύφος και στυλ μπράβου νυχτερινού κέντρου της δικής μας «παραλιακής», ένας νεαρός. Από την έκφραση φόβου στο πρόσωπο του ηλικιωμένου εστιάτορα κατάλαβα πως ο εισβολέας δεν είχε έρθει για καλό...
Δεν μιλώ την τοπική γλώσσα, αλλά ήταν φανερό ότι ο νεαρός εκπροσωπούσε κάποιους στους οποίους ο καταστηματάρχης χρωστούσε χρήματα. Ουδόλως έδειξε να συγκινείται από τις αγανακτισμένες διαμαρτυρίες του εστιάτορα και, καθώς έφευγε, φάνηκε να εξακοντίζει κάτι που έμοιαζε με απειλή! Κάλεσα τον ταβερνιάρη στο τραπέζι μου και, αφού διαπίστωσα ότι μιλούσε καλά αγγλικά, του ζήτησα ευθέως να μου πει περί τίνος επρόκειτο...
Με ύφος απόγνωσης, μου περιέγραψε μια κατάσταση η οποία θα ήταν αδιανόητη στη χώρα μας, όπως και σε κάθε άλλη πολιτισμένη χώρα: Μια ιδιωτική εταιρεία, έχοντας προφανώς τις πλάτες της τοπικής εξουσίας και εκπροσωπώντας, υποτίθεται, το σύνολο των πνευματικών δημιουργών της χώρας εκείνης, είχε αναλάβει τον ρόλο «φοροεισπράκτορα» αξιώνοντας υπέρογκα ποσά ακόμα κι από μικρομάγαζα, με το αιτιολογικό της λειτουργίας ραδιοφώνου ή τηλεόρασης από τα οποία, θεωρητικά, θα μπορούσε να γίνεται δημόσια ακρόαση έργων που καλύπτονταν από «πνευματική προστασία».
Ακόμα κι ένα απλό τρανζίστορ σ’ ένα κιόσκι που πουλούσε εφημερίδες, ή μια τηλεόραση που πρόβαλλε ειδήσεις σε κάποιο καφενείο, ήταν, εν δυνάμει, φορολογήσιμα! Το ίδιο κι ένα ραδιόφωνο σ’ ένα βιβλιοπωλείο ή ένα δικηγορικό γραφείο, ακόμα κι αν έπαιζε αποκλειστικά και μόνο «κλασική» μουσική (άσχετα αν ο Μότσαρτ ή ο Μπετόβεν δύσκολα θα προέβαλλαν αξιώσεις πνευματικών δικαιωμάτων)! Κι ο «φόρος» αυτός δεν προοριζόταν για την ενίσχυση της εξαθλιωμένης τοπικής οικονομίας, αλλά για τις τσέπες ιδιωτών που είχαν το προνόμιο να ερμηνεύουν τους –ούτως ή άλλως ασαφείς και διάτρητους- νόμους της χώρας κατά το δοκούν, και να τους επιβάλλουν χωρίς καμία δυσκολία...
Το πιο θλιβερό της υπόθεσης, όμως, ήταν πως σ’ αυτό τον κερδοσκοπικό παραλογισμό πρωτοστατούσαν καθιερωμένοι και καλοχορτασμένοι δημιουργοί της «αριστερής» διανόησης, που είχαν χτίσει το καλλιτεχνικό τους προφίλ καταγγέλλοντας –υποτίθεται- τις κερδοσκοπικές αυθαιρεσίες του κρατούντος πολιτικού και οικονομικού συστήματος!
Ομολογώ ότι επέστρεψα στην Ελλάδα με αίσθημα βαθιάς ανακούφισης και με την υπερφίαλη αίσθηση του εκπροσώπου ενός πολιτισμένου κόσμου κι ενός ορθολογικού και κοινωνικά δίκαιου συστήματος. Καθώς αφηγούμουν την εμπειρία μου στον ταβερνιάρη της γειτονιάς μου εδώ στην Αθήνα, δεν μπόρεσα να μην παρατηρήσω ότι κουνούσε το κεφάλι του με νόημα, έχοντας εκείνη την κουρασμένη έκφραση ενός ανθρώπου που άκουγε μια θλιβερή ιστορία που του ήταν ήδη γνωστή...
ΤΟ ΒΗΜΑ
Δεν μιλώ την τοπική γλώσσα, αλλά ήταν φανερό ότι ο νεαρός εκπροσωπούσε κάποιους στους οποίους ο καταστηματάρχης χρωστούσε χρήματα. Ουδόλως έδειξε να συγκινείται από τις αγανακτισμένες διαμαρτυρίες του εστιάτορα και, καθώς έφευγε, φάνηκε να εξακοντίζει κάτι που έμοιαζε με απειλή! Κάλεσα τον ταβερνιάρη στο τραπέζι μου και, αφού διαπίστωσα ότι μιλούσε καλά αγγλικά, του ζήτησα ευθέως να μου πει περί τίνος επρόκειτο...
Με ύφος απόγνωσης, μου περιέγραψε μια κατάσταση η οποία θα ήταν αδιανόητη στη χώρα μας, όπως και σε κάθε άλλη πολιτισμένη χώρα: Μια ιδιωτική εταιρεία, έχοντας προφανώς τις πλάτες της τοπικής εξουσίας και εκπροσωπώντας, υποτίθεται, το σύνολο των πνευματικών δημιουργών της χώρας εκείνης, είχε αναλάβει τον ρόλο «φοροεισπράκτορα» αξιώνοντας υπέρογκα ποσά ακόμα κι από μικρομάγαζα, με το αιτιολογικό της λειτουργίας ραδιοφώνου ή τηλεόρασης από τα οποία, θεωρητικά, θα μπορούσε να γίνεται δημόσια ακρόαση έργων που καλύπτονταν από «πνευματική προστασία».
Ακόμα κι ένα απλό τρανζίστορ σ’ ένα κιόσκι που πουλούσε εφημερίδες, ή μια τηλεόραση που πρόβαλλε ειδήσεις σε κάποιο καφενείο, ήταν, εν δυνάμει, φορολογήσιμα! Το ίδιο κι ένα ραδιόφωνο σ’ ένα βιβλιοπωλείο ή ένα δικηγορικό γραφείο, ακόμα κι αν έπαιζε αποκλειστικά και μόνο «κλασική» μουσική (άσχετα αν ο Μότσαρτ ή ο Μπετόβεν δύσκολα θα προέβαλλαν αξιώσεις πνευματικών δικαιωμάτων)! Κι ο «φόρος» αυτός δεν προοριζόταν για την ενίσχυση της εξαθλιωμένης τοπικής οικονομίας, αλλά για τις τσέπες ιδιωτών που είχαν το προνόμιο να ερμηνεύουν τους –ούτως ή άλλως ασαφείς και διάτρητους- νόμους της χώρας κατά το δοκούν, και να τους επιβάλλουν χωρίς καμία δυσκολία...
Το πιο θλιβερό της υπόθεσης, όμως, ήταν πως σ’ αυτό τον κερδοσκοπικό παραλογισμό πρωτοστατούσαν καθιερωμένοι και καλοχορτασμένοι δημιουργοί της «αριστερής» διανόησης, που είχαν χτίσει το καλλιτεχνικό τους προφίλ καταγγέλλοντας –υποτίθεται- τις κερδοσκοπικές αυθαιρεσίες του κρατούντος πολιτικού και οικονομικού συστήματος!
Ομολογώ ότι επέστρεψα στην Ελλάδα με αίσθημα βαθιάς ανακούφισης και με την υπερφίαλη αίσθηση του εκπροσώπου ενός πολιτισμένου κόσμου κι ενός ορθολογικού και κοινωνικά δίκαιου συστήματος. Καθώς αφηγούμουν την εμπειρία μου στον ταβερνιάρη της γειτονιάς μου εδώ στην Αθήνα, δεν μπόρεσα να μην παρατηρήσω ότι κουνούσε το κεφάλι του με νόημα, έχοντας εκείνη την κουρασμένη έκφραση ενός ανθρώπου που άκουγε μια θλιβερή ιστορία που του ήταν ήδη γνωστή...
ΤΟ ΒΗΜΑ