Τρίτη 1 Ιουλίου 2025

Τα capital controls και τα κορόιδα...


Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο Aixmi.gr τον Ιούλιο του 2016

Ανοίγω το ραδιόφωνο τις προάλλες, να ακούσω τις ειδήσεις της ημέρας. Μία από αυτές ελάχιστα με εντυπωσίασε: Σε δηλώσεις του στην κρατική τηλεόραση, ο υπουργός Οικονομικών εκτίμησε ότι η οριστική άρση των capital controls θα γίνει «μετά το τέλος της δεύτερης αξιολόγησης» (το πόσο μετά, δεν το προσδιόρισε), προβλέποντας μάλιστα ότι η διαπραγμάτευση αναμένεται να περάσει μέσα από συγκρούσεις και έντονες διαφορές με τους θεσμούς!

Την ίδια στιγμή, όλοι οι αναλυτές – κυβερνητικοί και μη – λένε σε όλους τους τόνους ότι δεν θα αρθούν οι περιορισμοί αν πρώτα δεν επιστρέψει το αίσθημα εμπιστοσύνης στους καταθέτες, έτσι ώστε να «πάρουν τα λεφτά απ’ το στρώμα» και να τα ξαναβάλουν στις τράπεζες. Όμως, ποια εμπιστοσύνη μπορεί να υπάρχει σε ένα σύστημα που ανά πάσα στιγμή, ξαφνικά και απροειδοποίητα, έχει τη δυνατότητα να δεσμεύει τα χρήματα των ανθρώπων; Πρώτα άρση των περιορισμών, λοιπόν, και μετά επιστροφή των κεφαλαίων στη βάση τους. Φαύλος κύκλος, δηλαδή. Κάτι σαν την κότα και το αυγό!

Βέβαια, αυτοί που έμειναν να ταλανίζονται με τα capital controls είναι κάτι κορόιδα σαν και του λόγου μου, που έδινα πίστη στον ταμία της τράπεζας όταν τον άκουγα πέρυσι, μέσα Ιουνίου, να μιλά κοροϊδευτικά για τους «υστερικούς πελάτες» που έρχονταν κάθε τόσο να αποσύρουν τεράστια ποσά από τις καταθέσεις τους, πέφτοντας θύματα, υποτίθεται, της περιρρέουσας κινδυνολογίας.

Εκείνη τη μοιραία Παρασκευή, λοιπόν, δεν πήγα να πάρω χρήματα, αν και χρειαζόμουν. «Άσε, από Δευτέρα», σκέφτηκα! Εξ άλλου, ο δίτροχος ροκ-σταρ – και, αν του περίσσευε χρόνος, υπουργός των Οικονομικών – με το κακόγουστα ανορθόγραφο όνομα, μας διαβεβαίωνε αφενός ότι η συμφωνία με τους θεσμούς ήταν υπόθεση ωρών για να ολοκληρωθεί, αφετέρου δε ότι, σε κάθε περίπτωση, το κλείσιμο των τραπεζών δεν ήταν μια θεσμικά προβλεπόμενη διαδικασία.

Τελικά, ξυπνήσαμε Σάββατο πρωί με την αναγγελία του παρανοϊκού δημοψηφίσματος, για να ακολουθήσουν σύντομα οι εξ ανέμελης μοτοσικλέτας προερχόμενοι αυτάρεσκοι κομπασμοί, «Αγάπη μου, έκλεισα τις τράπεζες» (“Honey, I just shut the banks”)!

Κάρτες δεν είχα ποτέ, το ίδιο κι η γυναίκα μου. Εκείνη την εποχή προέκυψαν μάλιστα και κάποια ιατρικά έξοδα που άμεσα απαιτούσαν μετρητά. Έφτασα να μετρώ τα ψιλά στο πορτοφόλι μου για μια τυρόπιτα, μοναδικό γεύμα της ημέρας. Δεν θα ντραπώ να ομολογήσω ότι κάποιες μέρες πείνασα...

Σε κάθε περίπτωση, εμείς οι αφελείς πιαστήκαμε στον ύπνο. Γιατί, ως την Παρασκευή το μεσημέρι, ώρα που οι τράπεζες κατέβαζαν ρολά, όλα πήγαιναν – υποτίθεται – ιδανικά. Η συμφωνία με τους θεσμούς ήταν «σχεδόν κλεισμένη», και από Δευτέρα όλα θα ήταν “business as usual”. Βέβαια, ως γνωστόν, το κλείσιμο των τραπεζών ποτέ δεν προαναγγέλλεται επισήμως. Πόσο μάλλον όταν ακόμα και μια απλή φήμη που διαδίδεται ανεύθυνα από στόμα σε στόμα, είναι ικανή να ενσπείρει τον πανικό στους καταθέτες, οδηγώντας σε χαοτικές καταστάσεις μέσα και έξω από τις τράπεζες.

Θυμάμαι ένα τηλεφώνημα που είχα δεχθεί από συγγενικό μου πρόσωπο, κάπου πέντε χρόνια πριν. Μου έδινε την «υπεύθυνη και άκρως εμπιστευτική» πληροφορία (την οποία απαγορευόταν να μοιραστώ με οποιονδήποτε άλλον) ότι «την Κυριακή αναγγέλλεται η χρεοκοπία και από Δευτέρα πρωί θα κλείσουν επ’ αόριστον οι τράπεζες». Γι’ αυτό, θα έπρεπε να σπεύσω να αποσύρω όλες τις καταθέσεις μου!

Για κάποιο λόγο, δεν μου φάνηκε τότε σοβαρή η πληροφορία. Σκέφτηκα όμως τι θα γινόταν έτσι και άνοιγα το στόμα μου «ενημερώνοντας» κάποιους άλλους, καθένας εκ των οποίων θα μιλούσε με τη σειρά του σε άλλους τόσους. Να πώς δημιουργείται από το τίποτα η χιονοστιβάδα του πανικού κι ανοίγουν οι πύλες του χάους!

Θα μου πείτε, τα λεφτά έφυγαν ούτως ή άλλως «εν ψυχρώ» από τις τράπεζες. Ωστόσο, κάτι έμεινε πίσω να τις κρατάει όρθιες. Μέσα σ’ αυτό το «κάτι» είναι τα χρήματα των «κορόιδων». Εκείνων, δηλαδή, που δεν πήραν στα σοβαρά έναν επικίνδυνο ταχυδακτυλουργό της οικονομικής επιστήμης, που είχε στην άκρη του μυαλού του ένα σχέδιο υφαρπαγής των μόχθων τους για να χρηματοδοτήσει το ουτοπικό κοινωνικό του όραμα με τον παραπλανητικό κωδικό “Plan B”. Που στην πραγματικότητα ήταν “Plan A”...

Κάποιοι που βρεθήκαμε τότε στον αέρα, δίχως ευρώ στο στρώμα και πλαστικές κάρτες στο πορτοφόλι, πήραμε για λίγο μια γεύση από την καθολικά φτωχοποιημένη κοινωνία που μας ετοίμαζαν από καιρό ένας υπερφίαλος ακαδημαϊκός, ένας δογματικός νεο-σταλινικός και μια υστερικά στριγκλίζουσα κόρη. Με στοιχειώνει ακόμα η θύμηση από το βουβό κλάμα ενός ανθρώπου προχωρημένης ηλικίας, που μάταια εκλιπαρούσε στην τράπεζα για λίγα μετρητά. «Πώς θα ζήσουμε;», ρωτούσε μάλλον ρητορικά τον ατσαλάκωτο με τη γραβάτα...

Θυμάμαι επίσης τον ναρκισσευόμενο μπον βιβέρ υπουργό σε μια τηλεοπτική συνέντευξή του το απόγευμα της μέρας του δημοψηφίσματος, να απαντά σε ερώτηση δημοσιογράφου σχετικά με τους ηλικιωμένους που, μες στη ζέστη του καλοκαιριού, ξεροστάλιαζαν με τις ώρες έξω απ’ τις τράπεζες. Με υπεροψία και κυνισμό που θα έκαναν οποιονδήποτε (πλην θαυμαστών) να ανατριχιάσει, τους περιέγραψε περίπου ως αναλώσιμο είδος, κάτι σαν αναγκαίες παράπλευρες απώλειες στον αγώνα για «εθνική ανεξαρτησία»! Έτσι όπως εκείνος, τουλάχιστον, αντιλαμβανόταν τις έννοιες...

Όσο για το πνευματικό παιδί του, τα capital controls, δηλαδή, που μας άφησε ως παρακαταθήκη πηγαίνοντας να πουλήσει και σ’ άλλες πολιτείες το σταριλίκι και τις επιστημονικές ιδέες του («Πώς να οδηγήσετε μια χώρα σε ολική χρεοκοπία μέσα σε πέντε μήνες!»), αυτά μάλλον ήρθαν για να μείνουν. Ας μην παραμυθιαζόμαστε, λοιπόν, με τη δήθεν επικείμενη άρση τους. Στο κάτω-κάτω, όλα συνηθίζονται με τον καιρό. Ακόμα και το αίσθημα του κορόιδου...

Κώστας Παπαχρήστου στο Aixmi.gr

Η ιστορία ενός «αντιμνημονιακού» μύθου


Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο Aixmi.gr τον Μάιο του 2017

Κάνοντας εκκαθαρίσεις σε παλιά μηνύματα στο mailbox του γνωστού μέσου κοινωνικής δικτύωσης, έπεσα πάνω σε μια συνομιλία με μία πρώην «φίλη» (στην ιδιωματική γλώσσα του μέσου). Η «φιλία» αυτή με εκείνη και τον σύζυγό της είχε ξεκινήσει κατά τα πρώτα μνημονιακά χρόνια και τερματίστηκε (από τη μεριά της «φίλης») με τρόπο σχετικά άκομψο, το εφιαλτικό καλοκαίρι του 2015, λίγες μόλις μέρες πριν εκείνοι που δίχασαν τον ελληνικό λαό χωρίζοντάς τον σε «κακούς μνημονιακούς» και «καλούς αντιμνημονιακούς», φέρουν στον τόπο το δικό τους, ακόμα πιο δυσβάσταχτο μνημόνιο.

Παραθέτω τρία χαρακτηριστικά μηνύματα της «φίλης» που μαρτυρούν τη συνειδησιακή μετάλλαξη ενός ανθρώπου κάτω από τη δηλητηριώδη επίδραση του «αντιμνημονιακού» κλίματος της εποχής. Το πρώτο γράφτηκε μερικούς μήνες πριν η κατασυκοφαντημένη περίοδος των «Σαμαρο-Βενιζέλων» περάσει οριστικά στο ανάθεμα της Ιστορίας. Το δεύτερο, λίγες μέρες πριν την προκήρυξη του δημοψηφίσματος του καλοκαιριού του 2015, που λίγο έλειψε να οδηγήσει τη χώρα σε εμφύλια σύγκρουση και οικονομική καταστροφή. Το τρίτο και τελειωτικό, λίγες μέρες μετά το δημοψήφισμα, όταν οι πολίτες της χώρας ζούσαν τον πρωτόγνωρο εφιάλτη των capital controls και το φάσμα των Βαρουφάκειων IOUs και των Λαπαβίτσειων συσσιτίων.

--------------------------------

* Θέλω να σου πω ότι η πένα σου έχει μεγάλη δύναμη, που φυσικά είναι εσωτερικο-κατευθυνόμενη... Όπου και να είσαι, σου ευχόμαστε καλή τύχη! Ο κόσμος έχει ανάγκη από ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ σαν και σένα! (27/10/2014)

* Φίλε Κώστα, καλημέρα! Αν και δεν συμφωνούμε ιδεολογικά, θέλω να ξέρεις ότι σε εκτιμώ πολύ! (20/6/2015)

* Αγαπητέ Κώστα, λυπάμαι που δεν θα είμαστε πλέον φίλοι, γιατί ουσιαστικά δεν ασπάζομαι την διαμετρικά αντίθετη τοποθέτησή σου σε θέματα που αφορούν σε ζωτικά θέματα της πατρίδας μου. Πρέπει σ' αυτούς τους καιρούς που η Ελλάδα βάλλεται εντός και εκτός των τειχών να μην προσθέτουμε με τα γραφόμενά μας στην αδικία που γεννά τον διχασμό. Σου εύχομαι ό,τι καλύτερο! (8/7/2015)

--------------------------------

Την ευθύνη του διχασμού, όμως, ας μην την αποδίδουμε αποκλειστικά στα πολιτικά κόμματα. Αυτά, ούτως ή άλλως, έκαναν το μόνο πράγμα που γνωρίζουν από συστάσεως του ελληνικού κράτους, σε έναν λαό που φέρει το στοιχείο του διχασμού στο εθνικό του DNA. Και, τον λαό αυτό δεν τον δίχασαν αυτά καθαυτά τα μνημόνια αλλά ο βαθμός γοητείας που άσκησε στον καθένα η ρητορεία που περιέβαλε το ψευδο-δίλημμα της αναγκαιότητας ή μη-αναγκαιότητάς τους.

Αυτονόητα, κανένας σώφρων Έλληνας δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να επιθυμεί την χωρίς σοβαρό λόγο επιβολή ενός μνημονίου στην πατρίδα του! Έτσι, ο όρος «μνημονιακός» είναι λογικά άτοπος, εννοιολογικά αδόκιμος και πολιτικά παραπλανητικός. Κατά μία έννοια, κάθε αληθινός Έλληνας (οφείλει να) είναι αντιμνημονιακός σε ό,τι αφορά τα αισθήματά του απέναντι στον de facto περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας που επιβάλλουν τα μνημόνια. Το αληθινό ερώτημα, λοιπόν, είναι κατά πόσον κάποιος θεωρεί ότι το – αναμφίβολα κακό – μνημόνιο ήταν ένα αναγκαίο κακό, ή θα υπήρχε δυνατότητα να αναζητηθούν άλλοι τρόποι υπέρβασης της κρίσης.

Βέβαια, κανένας δρόμος εξόδου από μια κρίση τέτοιου μεγέθους δεν θα μπορούσε να είναι ανώδυνος. Το ζήτημα έτσι εστιάζεται στο τι θεωρεί κάποιος ως μη χείρον. Οι δυνατότητες επιλογής ήταν, ξεκάθαρα, δύο. Από τη μία, μνημόνιο και αυτονόητος περιορισμός της εθνικής κυριαρχίας. Από την άλλη, χρεοκοπία που θα οδηγούσε σε πείνα, εξαθλίωση, ίσως και εμφύλιο σπαραγμό. Όσοι υπερασπίστηκαν την πρώτη άποψη στιγματίστηκαν ως «μνημονιακοί», «προσκυνημένοι» και «προδότες» από κάποιους που, φορώντας την «αντιμνημονιακή» πανοπλία, διεκδίκησαν για τον εαυτό τους το αποκλειστικό δικαίωμα συμμετοχής στο αίσθημα εθνικής τιμής και αξιοπρέπειας.

Αυτό που δεν έχει, εν τούτοις, επαρκώς συζητηθεί είναι η ιστορική ευθύνη που αναλογεί στους ίδιους τους λεγόμενους «αντιμνημονιακούς» για την κατάσταση που οδήγησε στην επιβολή των μνημονίων. Συνηθίζουμε να μιλούμε, γενικά και αόριστα, για την κακή διαχείριση της οικονομίας από τις αστικές κυβερνήσεις της μεταπολιτευτικής περιόδου. Σε αυτό υπάρχει μεγάλη δόση αλήθειας, αφού οι κυβερνήσεις αυτές, για λόγους πολιτικά ιδιοτελείς, δημιούργησαν το τέρας του λεγόμενου «πελατειακού κράτους». Ένα τέρας που, φυσικά, έπρεπε να τραφεί με δανεικά!

Όμως, είναι τα αστικά αυτά συστήματα διακυβέρνησης τα μόνα υπεύθυνα για την κρίση; Ή μήπως στη χώρα αυτή η έννοια «κυβέρνηση» αποδείχθηκε στην πράξη ασθενέστερη της έννοιας «εξουσία»; Και, αν οι κυβερνήσεις δεν είχαν, τελικά, την απόλυτη εξουσία που θεσμικά προβλέπεται, ποιες ήταν εκείνες οι δυνάμεις που καταχράστηκαν το όποιο πλεόνασμά της;

Όσο κι αν σε πολλούς δεν αρέσει να λέγεται αυτό, υπήρξαν κατά το παρελθόν πολιτικοί ηγέτες που διέβλεψαν την κρίση και επιχείρησαν ένα «συμμάζεμα» της οικονομίας με μέτρα που, σε σύγκριση με αυτά που σήμερα εφαρμόζονται ή προαναγγέλλονται, φαντάζουν σαν το ανεπαίσθητο τσίμπημα μιας καρφίτσας! (Το ότι οι πολιτικοί αυτοί ηγέτες ανήκαν σε διαφορετικά πολιτικά κόμματα και διέφεραν σημαντικά ως προς τον σωματότυπο, λίγη σημασία έχει.) Ποιοι αντιστάθηκαν στις απαραίτητες, όπως τώρα αποδεικνύεται, μεταρρυθμίσεις, και τελικά κατόρθωσαν να τις ματαιώσουν; Σωστά το μαντέψατε: οι πολιτικά πρωτοστατούντες σήμερα στον «αντιμνημονιακό» αγώνα! Κυρίως, οι δυνάμεις της Αριστεράς και της «προόδου».

Αρχές δεκαετίας του ’90... Μια ισχνή κυβερνητική πλειοψηφία βρίσκεται αντιμέτωπη με τα πανίσχυρα συνδικάτα του δημοσίου, τα οποία έχουν παραλύσει τη χώρα. Καθημερινές πολύωρες διακοπές στην ηλεκτροδότηση έχουν φέρει σε απόγνωση νοικοκυριά και μικρο-επιχειρήσεις. Χαλασμένα κρέατα και γαλακτοκομικά προϊόντα πετιούνται στα σκουπίδια, και η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο δύσκολη λόγω της αφόρητης ζέστης. Οι συγκοινωνίες υπολειτουργούν, ενώ και η μερική ιδιωτικοποίησή τους ελάχιστα έχει επιλύσει το πρόβλημα λόγω των βίαιων αντιδράσεων των συνδικάτων.

Η Αριστερά, αλλά και ένα σημαντικό κομμάτι της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης, βαφτίζουν τις συντεχνίες του δημοσίου «λαό» και τις εκβιαστικές κι απάνθρωπες κινητοποιήσεις τους «λαϊκούς αγώνες». Δίνουν απόλυτη πολιτική στήριξη στις απεργίες αλλά, την ίδια στιγμή, αγνοούν τους αληθινά αδύναμους και μη προνομιούχους που εργάζονται στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα χωρίς να έχουν την παραμικρή συνδικαλιστική προστασία και, συνεπώς, την όποια δυνατότητα αντίδρασης.

Μέσα σε αυτό το χάος, η τότε πρόεδρος του «Συνασπισμού της Αριστεράς» έκανε μία δημόσια δήλωση που μου φάνηκε προκλητική. Απάντησα με μια ανοιχτή επιστολή που δημοσιεύθηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ το φθινόπωρο του 1992. Καθώς δεν έχει σωθεί σε ηλεκτρονική μορφή, βρίσκω την ευκαιρία να την αναδημοσιεύσω εδώ, σαν μακρινή ηχώ μιας εποχής που αποτέλεσε, όπως αποδείχθηκε, την απαρχή μιας μακράς πορείας προς την τελική οικονομική καταστροφή της χώρας. Ο τίτλος του κειμένου ήταν «Αδιευκρίνιστα σημεία...».

--------------------------------

Σε πρόσφατη συνέντευξη Τύπου, η πρόεδρος του Συνασπισμού της Αριστεράς διετύπωσε την άποψη ότι η εξουσία στη χώρα μας οραματίζεται και επιδιώκει την διαμόρφωση μιας «κοινωνίας χωρίς αντιστάσεις». Η ενδιαφέρουσα αυτή ρήση εμπεριέχει κάποια λεπτά και αδιευκρίνιστα σημεία. Αναρωτιέται κανείς, για παράδειγμα, γιατί ο όρος «κοινωνία» χρησιμοποιείται (εδώ και αλλού) με τόση ευκολία σαν συνώνυμος όρων όπως «συντεχνία» ή «οργανωμένη μειοψηφία». Όπως και δεν είναι πλήρως κατανοητό το ποιοι είναι, τελικά, οι υποτιθέμενοι αποδέκτες των «αντιστάσεων» για τις οποίες ομιλεί η κ. πρόεδρος: η κυβέρνηση του τόπου, ή μήπως το πάντοτε απροστάτευτο και μη προνομιούχο κοινωνικό σύνολο;

Διακρίνει κανείς εδώ μια μάλλον ηθελημένη (και ίσως σκόπιμη πολιτικά) σύγχυση εννοιών και αξιών. Τι είναι, λοιπόν, μια «κοινωνία που ανθίσταται»; Με βάση τις δημόσιες τοποθετήσεις πολλών (αυτοαποκαλούμενων προοδευτικών) πολιτικών προσώπων σε σχέση με την πρωτοφανή αναταραχή που γνώρισε πρόσφατα ο τόπος, μια τέτοια «κοινωνία» συμπεριφέρεται, σε γενικές γραμμές, ως ακολούθως:

1. Διακόπτει, δίκην στρατού κατοχής, την ηλεκτροδότηση της χώρας, βυθίζοντας στο σκοτάδι και την απόγνωση χιλιάδες νοικοκυριά και επιχειρήσεις (κυρίως μικρομεσαίες), τραυματίζοντας θανάσιμα τον τουρισμό, και δίνοντας τη χαριστική βολή στην ήδη βαρέως πάσχουσα εθνική οικονομία.

2. Στο πλαίσιο εξάσκησης των «δημοκρατικών της δικαιωμάτων», παραλύει τη δημόσια ζωή στην πρωτεύουσα, δημιουργώντας κυκλοφοριακό χάος και αδιέξοδο όποτε εκείνη κρίνει σκόπιμο.

3. Εξευτελίζει και διαπομπεύει συνανθρώπους της (ενίοτε μάλιστα δια δημοσίου, και με τηλεοπτική κάλυψη, βιασμού) που απλώς έχουν τη θέληση να εξασκήσουν το ιερό δικαίωμα στην εργασία, και καταστρέφει από «δικαιολογημένη αγανάκτηση» τις περιουσίες τους. [Σημείωση: Η παράγραφος αυτή αναφέρεται σε βίαια επεισόδια που είχαν προκαλέσει οι συνδικαλιστές των λεωφορείων σε βάρος (προσωρινών, τελικά) ιδιοκτητών των μέσων μεταφοράς. Η λέξη «βιασμός» δεν είναι απλό σχήμα λόγου...]

4. Περιφρονεί, γενικά, τους νόμους του κράτους, ενώ ταυτόχρονα καθυβρίζει ιταμώς τους λειτουργούς της Δικαιοσύνης.

Θα μπορούσαμε, από την πλευρά μας, να αντιπαραθέσουμε μερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της άλλης κοινωνίας, αυτής «χωρίς αντιστάσεις»:

1. Θεωρεί χρέος της να αποδώσει σπονδές στους «θεούς» (διάβαζε: συνδικαλιστές) όταν εκείνοι, εν τη ευσπλαχνία τους, αποφασίζουν να της επιτρέψουν τη χρήση αγαθών τα οποία αυτή έχει (μερικώς, τουλάχιστον) ήδη προπληρώσει.

2. Αισθάνεται άκρως προνομιούχος όταν (των αρμοδίων «θεών» συγκατατιθεμένων) κατορθώσει να τρυπώσει σε ένα από εκείνα τα ακριβοθώρητα σαρδελοκούτια που κατ’ ευφημισμόν ονομάζονται μαζικά μέσα μεταφοράς, για να μεταβεί στην (κάκιστα αμείβουσα) εργασία της.

3. Δεν ευτυχεί ποτέ να μετέχει σε «αγωνιστικές κινητοποιήσεις», αφού ουδείς (μηδέ των προοδευτικών δημαγωγών και των περί αυτούς συνδικαλιστών εξαιρουμένων) θα σπεύσει να της προσφέρει την παραμικρή συμπαράσταση και αναγκαία προστασία.

Ας είναι, λοιπόν, λίγο πιο σαφείς οι πολιτικοί μας ηγέτες όταν φλυαρούν μπροστά στις κάμερες και τα μικρόφωνα των μέσων ενημέρωσης. Για να γνωρίζουμε, τουλάχιστον, προς ποίους απευθύνονται...

(Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 27/9/1992)

--------------------------------

Συμπληρώνω ότι, σύμφωνα με τα συνδικαλιστικά ήθη της εποχής, η λύση μιας απεργίας στον δημόσιο τομέα έθετε συχνά ως προϋπόθεση την καταβολή των «δεδουλευμένων» για την περίοδο της απεργίας! Ο «λαός» είχε πάντα δίκιο, και αυτό καμία από τις αδύναμες μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις δεν μπόρεσε να αμφισβητήσει.

Βέβαια, υπήρχε πάντα και ο λαός δεύτερης κατηγορίας: Ο κακοπληρωμένος και συνδικαλιστικά ακάλυπτος υπάλληλος (δημόσιος ή – ακόμα περισσότερο – ιδιωτικός), που θα έπρεπε να κόψει το λαιμό του να βρει τρόπο να πάει στη δουλειά του εν μέσω παρατεταμένων απεργιών των δημόσιων μέσων μεταφοράς (εκτός αν του περίσσευαν καθημερινά για ταξί)... Ο μικρο-μαγαζάτορας, που απόθετε ευπαθή προϊόντα στους κάδους των σκουπιδιών μετά από πολύωρες ή και πολυήμερες διακοπές στην ηλεκτροδότηση... Ο απλός φορολογούμενος πολίτης, που επί μέρες στερούνταν απαραίτητες υπηρεσίες τις οποίες είχε συχνά προπληρώσει (αναφέρω, ενδεικτικά, την κάρτα «απεριορίστων» διαδρομών στα μέσα μαζικής μεταφοράς)... Οι μελλοντικές γενιές, που καταδικάστηκαν να γεννηθούν και να ζήσουν σε μια χρεοκοπημένη χώρα, θύματα της αφροσύνης του πολιτικού συστήματος και της απληστίας των οργανωμένων συμφερόντων...

Θυμάμαι τις εκπομπές του αείμνηστου Λυκούργου Κομίνη στον «Flash». Τις άκουγα, τότε, καθημερινά. Όχι γιατί συμφωνούσα με τις απόψεις του αλλά, σαν από κάποια περίεργη μαζοχιστική διάθεση, επειδή οι απόψεις αυτές συχνά με εξόργιζαν. Κάποια μέρα ειρωνεύτηκε όσους αγανακτούσαν με τις συνεχείς διακοπές στην ηλεκτροδότηση, παρομοιάζοντάς τους με την κυρία της «καλής» κοινωνίας που φοβόταν μήπως δεν έχει ρεύμα για να ανάψει το αμπαζούρ της!

Η σκέψη τού, κατά τα άλλα αξιόλογου, Κομίνη απεικονίζει την πολιτική φιλοσοφία της (στενότερης και ευρύτερης) Αριστεράς την εποχή εκείνη. Τότε που «λαός» και «κοινωνία» σήμαιναν «συντεχνία», ενώ «δημοκρατικός» πολίτης ήταν αποκλειστικά ο κομματικά συνδικαλιζόμενος πολίτης. Και αν τολμούσες να διαφωνήσεις με την κυρίαρχη πολιτική ρητορεία, ήσουν εξ ορισμού «φασίστας». Δεν αποτέλεσε έκπληξη το γεγονός ότι ο αρχι-συνδικαλιστής εκείνης της περιόδου ανταμείφθηκε αργότερα για τους «αγώνες» του με υπουργική θέση!

Ερχόμαστε στο «σήμερα»... Το πώς φτάσαμε στα μνημόνια είναι, πιστεύω, ένα ζήτημα που έχει ήδη απαντηθεί. Το ερώτημα, όμως, που συνεχίζει να διχάζει ειδικούς και μη είναι το αν υπήρχε, τελικά, άλλος δρόμος εξόδου από την κρίση.

Προσωπικά, θεωρώ την απάντηση δεδομένη και μονοσήμαντη. Το ίδιο, ενδεχομένως, ισχύει γενικότερα για όσους απορρίπτουν τη λέξη «μνημονιακός» ως εννοιολογικά αδόκιμη, ενώ αναγνωρίζουν στο περιεχόμενο του όρου «αντιμνημονιακός» την αυτονόητη ιδιότητα της οικουμενικότητας. Εκείνους, δηλαδή, που έχουν πάψει να πιστεύουν – αν πίστεψαν ποτέ – σε πολιτικούς μύθους με αγαθούς ήρωες και κακούς δράκους. Στους δικούς τους μύθους, πάντως, σπανίως τον ρόλο του προδότη παίζουν όσοι απλά τυχαίνει να έχουν αντίθετη άποψη...

Κώστας Παπαχρήστου στο Aixmi.gr

Σάββατο 28 Ιουνίου 2025

Διαπράττει γενοκτονία το Ισραήλ στη Γάζα;


Διαπράττει το Ισραήλ έγκλημα γενοκτονίας στη Γάζα; Ή μήπως, αντίθετα, διατηρείται η ιστορική παράδοση να αποτελεί στόχο του εγκλήματος;

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Πριν μπω στο κυρίως θέμα, θα χρειαστεί να κάνω έναν ασύμμετρα μακροσκελή πρόλογο. Ζητώ την ευγενική υπομονή του αναγνώστη...

Σε παλιότερο κείμενο [1] είχαμε επιχειρήσει να απαντήσουμε στο φαινομενικά απλοϊκό ερώτημα, κατά πόσον ο Ναζισμός θα πρέπει να χαρακτηρίζεται ως «κακός». Παραθέτω εκτενές απόσπασμα εκείνου του άρθρου:

--------------------------------

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι, στη συνείδηση του δημοκρατικού ανθρώπου, ο Ναζισμός διατηρεί προεξάρχουσα θέση στην κλίμακα του ανθρώπινου Κακού. Για κάποιους μελετητές του Ολοκαυτώματος, μάλιστα, δεν έχουμε εδώ να κάνουμε με το συμβατικό «ανθρώπινο» Κακό αλλά με κάτι που ξεπερνά κι αυτά ακόμα τα ανθρώπινα μέτρα. Σε ένα παλιό κείμενο [2] είχαμε επιχειρήσει να εξετάσουμε το ζήτημα αυτό από φιλοσοφική άποψη.

Για το συντριπτικά μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων, εκείνων δηλαδή που δεν έχουν «μολυνθεί» από ναζιστικές ιδέες, η ηθική αξιολόγηση του Ναζισμού είναι δεδομένη και αυτονόητη: Οι Ναζί ήταν εκπρόσωποι του ακραίου, του απόλυτου Κακού. Μία βαθύτερη εξέταση του θέματος, εν τούτοις, επιβάλλει ιδιαίτερη προσοχή σε ό,τι αφορά τη χρήση του όρου «κακό». Το παρακάτω απλοϊκό ερώτημα μοιάζει σχεδόν ρητορικό:

    – Ήταν ο Ναζισμός κακός;

Αν απαντήσουμε καταφατικά, έχουμε πέσει σε μία φοβερή παγίδα που άθελά μας στήσαμε μόνοι μας: Δώσαμε στον Ναζισμό ανθρώπινο πρόσωπο! Ας μου επιτραπεί να εξηγήσω:

Το κακό – ακόμα και στην ακραία εκδοχή του – σχετίζεται με την ηθική διαβάθμιση του ανθρώπινου χαρακτήρα. Έξω από τον άνθρωπο δεν υπάρχει «καλό» ή «κακό». Έτσι, αν χαρακτηρίσουμε τον Χίτλερ ως «κακό», του έχουμε αυτομάτως αναγνωρίσει την ανθρώπινη ιδιότητα. Την οποία αμφίβολο είναι ότι εκείνος και το καθεστώς του έφεραν.

Τι είναι, όμως, αυτό που καθορίζει και οριοθετεί την ανθρώπινη ιδιότητα; Απόλυτη απάντηση δεν υπάρχει έξω από το σαφές πλαίσιο που ορίζει η βιολογία. Αν, εν τούτοις, δεχθούμε τον άνθρωπο κατά κύριο λόγο ως ηθικό μέγεθος, τότε μπορούμε να πούμε ότι το κριτήριο που επιβεβαιώνει ή απορρίπτει, ανάλογα, την πιο πάνω ιδιότητα, είναι η αυτοσυνειδησία. Συγκεκριμένα, πώς τοποθετεί το άτομο τον εαυτό του μέσα στο πλέγμα της αιτιότητας.

Ο άνθρωπος παράγει αιτιότητα αλλά και υπόκειται σε αυτήν. Δηλαδή, συμμετέχει στην αιτιακή αλυσίδα τόσο ως γενεσιουργό αίτιο, όσο και ως υποκείμενο αποτέλεσμα. Ειδική σημασία για την παρούσα συζήτηση έχει το κομμάτι της αιτιότητας που αφορά τις ανθρώπινες σχέσεις. Ένα άτομο, λοιπόν, μπορεί να επηρεάσει τη ζωή ενός άλλου ατόμου, το οποίο, με τη σειρά του, μπορεί να επηρεάσει τη ζωή του πρώτου. Σε ακραία περίπτωση, ένας άνθρωπος μπορεί να σκοτώσει κάποιον άλλον αλλά και να σκοτωθεί από εκείνον. Αυτή η αμφίδρομη σχέση με την αιτιότητα αποτελεί, εξ ορισμού, μέρος της αυτοσυνειδησίας κάθε ατόμου ή, συλλογικά, κάθε κοινωνικής ομάδας.

Υπάρχει, εν τούτοις, μία ακραία παρέκκλιση από τον τελευταίο αυτό κανόνα. Πρόκειται για τον συνειδησιακό τύπο που πιστεύει – και δεν διστάζει να επιβάλει ακόμα και με τη βία την πίστη του αυτή – ότι δικαιούται να επηρεάζει την αιτιότητα χωρίς να υπόκειται σε αυτήν. Ο τύπος αυτός, δηλαδή, έχει συνειδητά απαρνηθεί την ανθρώπινη ιδιότητά του, απονέμοντας αυθαίρετα στον εαυτό του έναν ανώτερο ρόλο: αυτόν ενός οιονεί «θεού»!

Στην κατηγορία αυτή ανήκαν οι Ναζί. Όπως έχουμε σημειώσει [2] θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως εκπρόσωπους μίας φυσικής Αρχής που είχε το απόλυτο δικαίωμα να αποφασίζει για την ύπαρξη ή τον αφανισμό οποιασδήποτε κοινωνικής ομάδας, οσοδήποτε μεγάλης, χωρίς η ίδια αυτή «Αρχή» να υπόκειται σε άνωθεν έλεγχο ή έξωθεν αμφισβήτηση της παντοδυναμίας της.

Αυτό που καθιστά το ναζιστικό καθεστώς μοναδικό ανάμεσα σε άλλα ρατσιστικά καθεστώτα είναι το γεγονός ότι, υπερβαίνοντας τα όρια του «απλού» κοινωνικού διαχωρισμού, επιδόθηκε σε φυλετική εξόντωση. Στο πλαίσιο της μαζικής αυτής δολοφονίας, οι Ναζί λειτούργησαν σαν «θεοί» που μπορούσαν να επιλέξουν αυθαίρετα σε ποιο ανθρώπινο είδος θα εκχωρούσαν το δικαίωμα στη ζωή, και σε ποιο είδος θα το αρνούνταν και θα το καταργούσαν.

Έχει ιδιαίτερη σημασία να τονιστεί εδώ ότι η εξόντωση δεν ήταν πράξη αυτοσυντήρησης του χιτλερικού καθεστώτος απέναντι σε μία ανθρώπινη ομάδα που το απειλούσε, αλλά αποτέλεσμα και μόνο της διαστροφικής ιδεολογίας του Ναζισμού. Και αυτό ακριβώς είναι που κάνει το ναζιστικό καθεστώς να ξεχωρίζει από άλλα εγκληματικά καθεστώτα, όπως εκείνο του Στάλιν. (Σε ένα παλιότερο κείμενο [3] είχαμε αναφερθεί αναλυτικά στα εγκλήματα των δύο αιμοσταγών δικτατόρων του εικοστού αιώνα.)

Συμπερασματικά, η παρέκκλιση από την ανθρώπινη αυτοσυνειδησία, κι ακόμα περισσότερο η διάπραξη μαζικού εγκλήματος στη βάση της παρέκκλισης αυτής, αυτοδικαίως αφαιρεί από τους δολοφόνους το προνόμιο να θεωρούνται άνθρωποι. Συνεπώς, το να χαρακτηρίζουμε απλοϊκά τους Ναζί ως «κακούς» συνιστά τιμή για εκείνους, αφού το κακό αποτελεί διαβάθμιση του ανθρώπινου χαρακτήρα. Με τον τρόπο αυτό, δηλαδή, τους προβιβάζουμε άθελά μας σε ανθρώπους, κάτι που οι Ναζί είναι αμφίβολο πως ήταν. Ο Ναζισμός δεν δικαιούται το «εύσημο» του Κακού!

--------------------------------

Οι πράξεις γενοκτονίας, λοιπόν, στις οποίες επιδόθηκαν οι Ναζί στο Ολοκαύτωμα, δεν εντάσσονται στη λογική μιας εθνικής - ή, έστω, καθεστωτικής (à la Στάλιν) - αυτοσυντήρησης. Αποτελούν εμπράγματη έκφραση υποτιθέμενου «δικαιώματος» μίας ομάδας  «ανθρώπων» εμφορούμενων από ρατσιστικά αισθήματα, να παρέμβουν στο κοσμικό σχέδιο του Θεού και να το «διορθώσουν» κατά το δοκούν, εξαλείφοντας ένα κομμάτι της ανθρωπότητας που, κατά τη γνώμη τους, δεν θα έπρεπε να είχε υπάρξει ποτέ.

Τονίζουμε ότι δεν πρέπει να συγχέεται η γενοκτονική πολιτική των Ναζί με τα εγκλήματα πολέμου, ακόμα και όταν πρόκειται για μαζική εξόντωση άμαχου πληθυσμού. Τέτοια εγκλήματα ήταν, π.χ., οι βομβαρδισμοί της χιτλερικής αεροπορίας στη Βαρσοβία (1939), στο Ρότερνταμ και το Κόβεντρι (1940), καθώς και οι μαζικές εκτελέσεις απλών πολιτών ως αντίποινα ή ως μέτρα συμμόρφωσης. Τα εγκλήματα αυτά εντάσσονται στην κυνική (και, ασφαλώς, ανήθικη) λογική του πολέμου, και έχουν σαν κύριο στόχο την κάμψη του ηθικού του αντιπάλου και την εξώθησή του σε συνθηκολόγηση. Στα εγκλήματα γενοκτονίας, αντίθετα, ο στόχος δεν είναι η πολεμική επικράτηση αλλά ο μαζικός αφανισμός ενός ανθρώπινου συνόλου, στη βάση της διαστροφικής πεποίθησης ότι μία κοινή ιδιότητα των θυμάτων, όπως η φυλή ή η θρησκευτική παράδοση (στον βαθμό που η τελευταία δεν συνιστά απειλή για την ανθρωπότητα) αφαιρεί εξ ορισμού το δικαίωμά τους να απολαμβάνουν το προνόμιο της ζωής.

Τούτων λεχθέντων, αφήνουμε πίσω τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κι ερχόμαστε σε έναν σημερινό, αυτόν που διεξάγει το Ισραήλ στη Γάζα. Λόγω της μονόπλευρης ενημέρωσης που επιβάλλει το αριστερο-ακροδεξιό κατεστημένο στη χώρα μας, δεν θεωρώ αξιόπιστες τις όποιες πληροφορίες για «εγκλήματα πολέμου» του Ισραήλ. Ούτε όμως είμαι και σε θέση να επιχειρηματολογήσω υπέρ του αντιθέτου. Αυτό που ενδιαφέρει εδώ είναι η απάντηση στο (μη-ρητορικό) ερώτημα:

    – Διαπράττει το Ισραήλ έγκλημα γενοκτονίας στη Γάζα;

Σε κάποιες περιπτώσεις, οι καλύτερες απαντήσεις σε ένα ερώτημα δίνονται μέσα από άλλα ερωτήματα (μας το δίδαξε, άλλωστε, ο Σωκράτης). Ας δούμε, λοιπόν, μερικά ερωτήματα, όχι καταρχήν ρητορικά:

1. Υπάρχει διακηρυγμένη ή, έστω, διαφαινόμενη πρόθεση του Ισραήλ να αφανίσει από προσώπου Γης τον Παλαιστινιακό λαό; Δηλαδή, δολοφονεί το Ισραήλ κάθε Παλαιστίνιο, είτε στη Γάζα είτε, γενικότερα, σε όποιο μέρος της Γης τον συναντήσει, επειδή και μόνο είναι Παλαιστίνιος; Θυμίζω: Τα εγκλήματα γενοκτονίας διαπράττονται κυρίως για λόγους ιδεολογίας (εθνικιστικής ή θρησκευτικής) και όχι στο πλαίσιο αμυντικής πολιτικής! Υπήρχε καταρχήν πρόθεση του Ισραήλ να επέμβει στη Γάζα με μοναδικό σκοπό την εξόντωση «αλλόπιστων», αν οι τελευταίοι δεν απειλούσαν την ύπαρξή του;

2. Πάμε τώρα στην απέναντι πλευρά: Η απερίγραπτα κτηνώδης (δεν χρειάζεται να μπω σε λεπτομέρειες) δολοφονική επίθεση της Χαμάς σε ένα ειρηνικό νεανικό μουσικό φεστιβάλ στο Ισραήλ, στις 7 Οκτωβρίου 2023, ήταν πράξη που υπαγορεύτηκε από κάποιο είδος αμυντικής πολεμικής λογικής; Γιατί δολοφονήθηκαν μαζικά και βιάστηκαν φρικτά τόσα νέα παιδιά, αν όχι για τον λόγο και μόνο ότι ήταν Εβραίοι; Και, πώς διαφέρουν τα κίνητρα των δολοφόνων από εκείνα των εξίσου τυφλά φανατισμένων Ναζί στο Ολοκαύτωμα; (Το επιχείρημα περί «αντίδρασης απελπισμένων ανθρώπων στην καταπίεση που υφίστανται από το Ισραήλ» είναι τόσο αφελές που δεν χρήζει σχολιασμού, πόσο μάλλον σοβαρής ανάλυσης!)

3. Υπεμφαίνει ή όχι όραμα (ακόμα και προτροπή) γενοκτονίας το αγαπημένο σε «προοδευτικές συλλογικότητες» σύνθημα “from the River to the Sea”; (Με απλά λόγια, να αφανιστεί το κράτος του Ισραήλ και μαζί του όλοι οι Εβραίοι, από τον Ιορδάνη ως τη Μεσόγειο!)

4. Κι ακόμα: Είναι ή όχι ευθείες πράξεις ρατσισμού στη χώρα μας οι εκδηλώσεις ενάντια σε επισκέπτες από το Ισραήλ, αποκλειστικά και μόνο λόγω της εβραϊκής τους καταγωγής, ανεξάρτητα από το αν υποστηρίζουν ή όχι την πολιτική του Νετανιάχου;



Και, μια και αναφέρθηκα στον παραδοσιακό ρατσιστικό αντισημιτισμό των Ελλήνων, να σημειώσω ότι το μόνο συστημικό ειδησεογραφικό site που είχε το θάρρος να δημοσιεύσει ένα κείμενο γνώμης βασισμένο σε πανεπιστημιακή έρευνα πάνω στο ζήτημα αυτό, ήταν το Klik [4].

Τώρα, σε ό,τι αφορά το βασικό ερώτημα αυτού του κειμένου - κατά πόσον, δηλαδή, το Ισραήλ διαπράττει έγκλημα γενοκτονίας στη Γάζα, παραχωρώ το προνόμιο της τελικής απάντησης στον νοήμονα αναγνώστη...

    Αναφορές:




Τρίτη 24 Ιουνίου 2025

Να καταργήσουμε, λοιπόν, σύνορα και ιδιοκτησία;

       

Ένα από τα πάγια αιτήματα «προοδευτικών» συλλογικοτήτων (αλλά και ενός μικρού τμήματος της κοινοβουλευτικής Αριστεράς) είναι η εφαρμογή του δόγματος των ανοιχτών συνόρων (κατά μία έννοια, η de facto κατάργηση των συνόρων). Πόσο μακριά μπορεί να φτάσει, θεωρητικά, η αυτοσυνέπεια ενός τέτοιου δόγματος;

 Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Ενδιαφέρουσες απόψεις διαβάζει κανείς στα social media, τόσο από εκπροσώπους "συλλογικοτήτων" με κοινωνικές ευαισθησίες (ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την μετανάστευση), όσο και από μεμονωμένους ιδεολόγους που αμφισβητούν τις αξίες της αστικής δημοκρατίας. Μία από τις πλέον δημοφιλείς ιδέες είναι η κατάργηση των κρατικών συνόρων και της ιδιοκτησίας. Για να το πω απλοϊκά, θα πρέπει να καταργηθούν όλα τα σύνορα, κι ολόκληρη η Γη να γίνει μία ενιαία "χώρα" όπου όλοι θα κινούνται ελεύθερα και όλα θα ανήκουν σε όλους. Έτσι, οι άνθρωποι θα είναι ευτυχισμένοι, αφού, ως γνωστόν, αποκλειστικές πηγές δυστυχίας είναι το αίσθημα της ιδιοκτησίας και η ιδέα της αυτόνομης κρατικής υπόστασης!

Βέβαια, εδώ εγείρονται κάποια ερωτήματα:

– Αν ένα σύνορο είναι "κακό" πράγμα όταν διαχωρίζει κράτη, γιατί να υποθέσουμε ότι γίνεται αυτόματα "καλό" (ή έστω ανεκτό) όταν διαχωρίζει άλλου είδους υποστάσεις μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία; (Θα εξηγήσω παρακάτω.)

– Πόσο μακριά φτάνει η απαίτηση να ανήκουν τα πάντα σε όλους; Ας πούμε, ανήκει ή όχι αποκλειστικά σε εμένα το ηλεκτρονικό μέσο με το οποίο γράφω τούτες τις γραμμές; Μου ανήκουν τα βιβλία και τα μουσικά CD μου; Η συλλογή των στυλογράφων μου; (Ξέρω, ο μαρξισμός έχει απαντήσει στην πράξη σε τέτοια "γελοία" ερωτήματα περί των ορίων της ιδιοκτησίας. Όμως, η παρούσα ανάλυση αφορά πρωτογενείς έννοιες, όχι την ad hoc οριοθέτησή τους στο πλαίσιο μιας οποιασδήποτε πολιτικής ή άλλης ιδεολογίας.)

Ένας ακαδημαϊκός δάσκαλος που σέβεται τον εαυτό του, προκειμένου να αναδείξει το ανέφικτο των ιδεαλιστικών οραμάτων που προκάλεσαν τούτη τη συζήτηση, θα προσπαθούσε να αντλήσει επιχειρήματα ανοίγοντας τόμους φιλοσοφίας ή πολιτικής επιστήμης και ξεσηκώνοντας σοφές ρήσεις μεγάλων στοχαστών της Ιστορίας. Προτιμώ να ακολουθήσω μία δική μου συλλογιστική μέθοδο που δεν καταρρίπτει εξαρχής, αλλά μάλλον προεκτείνει τη γραμμή σκέψης των (νεαρών, στην πλειοψηφία τους) ιδεολόγων.

Ας συμφωνήσουμε, καταρχήν, ότι ιδεολογίες αλά καρτ δεν υπάρχουν! Όταν πιστεύω σε κάτι, το δέχομαι σε όλες του τις εκφάνσεις και το υποστηρίζω ακόμα και όταν η εφαρμογή του δεν με συμφέρει προσωπικά. Ας αποδυθούμε, λοιπόν, σε ένα διανοητικό παιχνίδι που θα μας δείξει πόσο μακριά μπορεί να μας πάει η ιδέα της κατάργησης συνόρων και ιδιοκτησίας...

Ως γενική έννοια, το σύνορο οριοθετεί δύο ξεχωριστές υποστάσεις (π.χ., δύο κρατικές οντότητες) που δεν τέμνονται παρά μόνο στα σημεία του. Έτσι, θα θεωρήσουμε εδώ ως ισοδύναμους τους όρους "σύνορο" και "όριο".

Κατάργηση των συνόρων ανάμεσα σε δύο κράτη συνεπάγεται ελεύθερη διέλευση ανθρώπων από μία περιοχή Α σε μία περιοχή Β (και αντίστροφα). Αυτό εγείρει διάφορα ζητήματα. Για παράδειγμα:

 Πόσων ανθρώπων τις ανάγκες επιβίωσης μπορεί να εξυπηρετήσει η περιοχή Β; Ποιος θα είναι υπεύθυνος για την δίκαιη κατανομή των αγαθών, ελλείψει κρατικής εξουσίας;

 Είναι εξασφαλισμένη η αρμονική συνύπαρξη των ανθρώπων στην περιοχή Β υπό συνθήκες πιθανού υπερπληθυσμού; Ποιος θα εγγυηθεί την προστασία των πιο αδύναμων σε περίπτωση εισβολής βίαιων και πολεμοχαρών πληθυσμών;

 Ποιος θα τηρεί την τάξη σε μία περιοχή δίχως στρατό ή αστυνομία (δύο έννοιες που προκαλούν αλλεργικές αντιδράσεις σε εκείνους που ζητούν κατάργηση των συνόρων και της ιδιοκτησίας);

Αλλά, ακόμα κι αν δύσκολα καταργούνται τα σύνορα μεταξύ κρατών, υπάρχουν άλλα όρια που είναι στην διακριτική ευχέρεια του κάθε ανθρώπου να καταργήσει. Για παράδειγμα, ο αυλόγυρος περιβάλλει μία ιδιοκτησία  το σπίτι σου  και αποτελεί το σύνορό της. Αν στ' αλήθεια πιστεύεις ότι κάθε σύνορο που οριοθετεί μία ιδιόκτητη υπόσταση είναι "κακό" πράγμα και πρέπει να εκλείψει, ξεκίνα γκρεμίζοντας τον φράχτη του δικού σου σπιτιού και δώρησε σε όλη την κοινότητα τους καρπούς των δέντρων που με κόπο και φροντίδα έχεις καλλιεργήσει στον κήπο σου. Μπορείς, αν το επιθυμείς, να επιδιαιτητεύσεις για την ειρηνική και δίκαιη μοιρασιά των αγαθών στο πλήθος που ήδη θα πολιορκεί το σπίτι σου...

Όμως, ο αυλόγυρος δεν είναι το τέλος της ιστορίας. Το ίδιο το σπίτι σου αποτελεί το σύνορο ανάμεσα στην ιδιωτική και τη δημόσια ζωή σου. Μπορείς, αν θέλεις, να παραιτηθείς από το δικαίωμα ιδιοκτησίας που έχεις πάνω του και να ανοίξεις τις πόρτες σε όσους έχουν τη διάθεση να εισέλθουν. Φυσικά, καταργείται απόλυτα η ιδιωτική ζωή σου καθώς και η περιορισμένη, έστω, ελευθερία που σου πρόσφερε ένας οριοθετημένος δικός σου χώρος. Μικρές απώλειες, εν τούτοις, μπροστά στην αδιαπραγμάτευτη συνέπεια στην εφαρμογή των ιδεών σου...

Αλλά, ο αληθινός ιδεολόγος, εκείνος που θα ήταν πρόθυμος ακόμα και να θυσιαστεί για τις αξίες του, δεν σταματά στους μίζερους τοίχους ενός σπιτιού. Ποιο είναι, άραγε, το επόμενο στάδιο στην εξελικτική πορεία της ολικής κατάργησης των συνόρων; Μα  τι άλλο;  το ίδιο το ανθρώπινο σώμα! Το σώμα αποτελεί το όριο μέσα στο οποίο αυτονομείται η αντίληψη του "υπάρχω" ως μέρος του φυσικού κόσμου. Το σύνορο, δηλαδή, που χωρίζει το "εγώ" από το "όχι εγώ" σε επίπεδο υλικής υπόστασης. Κατάργηση της ιδιοκτησίας του σώματος σημαίνει γενική εκχώρηση δικαιώματος χρήσης του, ή ακόμα και παραβίασής του. Στην απόλυτα ιδανική κοινωνία που οραματιζόμαστε, ο βιασμός δεν υφίσταται ως ηθικό παράπτωμα! (Ας μην ξεχνούμε την κατ' ουσίαν "άφεση αμαρτιών" που παρέχουν οι ιδεολόγοι για εγκλήματα βίας – των βιασμών περιλαμβανομένων  που διαπράττονται από "παράτυπα" εισερχόμενους στη χώρα...)

Το μόνο που απομένει μετά την συνειδητή κι εκούσια κατάργηση του σώματος ως φυσικού ορίου, είναι η ατομική συνειδητότητα. Η αυτονομία, δηλαδή, της ατομικής συνείδησης. Η κατάργησή της θα οδηγήσει στην απορρόφηση και τελική συγχώνευση της αυτοσυνειδησίας μέσα σε μία ευρύτερη "μαζική συνείδηση". Η κοινωνία των ατόμων θα μετατραπεί έτσι σε πολτοποιημένη και ομοιογενή μάζα (μήπως δεν το έχουμε δει να συμβαίνει σε κάποια αυταρχικά καθεστώτα;) και ο δεύτερος θερμοδυναμικός νόμος – το λέω συμβολικά – θα οδηγήσει νομοτελειακά στο τέλος της ανθρωπότητας όπως την έχουμε γνωρίσει!

Και λοιπόν, τι θέλει να μας πει ο "ποιητής"; Από φόβο μήπως τεντώσουμε στο όριο της θραύσης την ιδέα της κοινοκτημοσύνης, θα πρέπει άραγε να καταφύγουμε στον εγωκεντρικό – συχνά απάνθρωπο – ατομικισμό του κοινωνικού δαρβινισμού; Να χτίσουμε τείχη για ανθρώπους που ζητούν να επιλέγουν ελεύθερα το γεωγραφικό τους στίγμα; Να επιτρέψουμε τη συσσώρευση των αγαθών από λίγους, ενώ τα στερούνται οι πολλοί;

Μονοσήμαντες απαντήσεις δεν υπάρχουν, αφού κάθε ιδεολογικό σύστημα θα δώσει τις δικές του σε συνάρτηση με τις θεμελιώδεις αρχές και την κοινωνική του στόχευση. Το ερώτημα είναι καθαρά πρακτικό: Είναι εφικτός και βιώσιμος ένας κόσμος δίχως σύνορα; (Εννοώ, φυσικά, τα κρατικά σύνορα, αφού τα υπόλοιπα που αναφέρθηκαν ήταν προϊόντα της αχαλίνωτα επαγωγικής σκέψης μας. Ένα παιχνίδι και μόνο του μυαλού μας!)

Για κάποιους "αντιδραστικούς", σαν αυτόν που γράφει τώρα, η απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα είναι προφανής. Αλλά, μπορεί και να πέφτω έξω...

Δευτέρα 5 Μαΐου 2025

Το φάρμακο στο μπιφτέκι του σκύλου (ή, πώς οι δημαγωγοί γοητεύουν έναν εύπιστο λαό)


Πριν μία δεκαετία ήταν το «μνημόνιο». Σήμερα είναι τα «Τέμπη». Αυτό που δεν άλλαξε είναι ένας λαός ανεπίδεκτος μαθήσεως, που εύκολα γοητεύεται από τις απατηλές ρητορείες επιδέξιων δημαγωγών. Οι οποίοι, αν κάποτε θα μπορούσαν ακόμα και να δηλώνουν «ιδεολόγοι», σήμερα λειτουργούν ως κοινοί πολιτικοί απατεώνες...

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί επικαιροποίηση ενός άρθρου που είχε δημοσιευθεί τον Απρίλιο του 2015 στο Aixmi.gr (το οποίο, δυστυχώς, δεν υφίσταται πλέον). Λίγους μήνες πριν, κι ενώ η χώρα βρισκόταν ένα βήμα από την τελική ευθεία για έξοδο από την οικονομική κρίση, μία παρέα ουτοπιστών (των οποίων δεν θα αμφισβητήσω τις «καλές» - όπως τις πίστευαν τότε - προθέσεις) είχε κατορθώσει να πείσει τον ελληνικό λαό ότι διέθετε την μαγική συνταγή για «αναίμακτη» υπέρβαση της κρίσης  που δεν θα κόστιζε, δηλαδή, ούτε μία δραχμή (το νόμισμα στο οποίο θα επέστρεφε η χώρα) στον Έλληνα πολίτη. Τα αποτελέσματα της ουτοπίας είναι γνωστά...

Με αφορμή την σχετικά πρόσφατη σιδηροδρομική τραγωδία στα Τέμπη, ένα από τα δύο πιο επικίνδυνα μέλη εκείνης της πολιτικής «παρέας», γένους θηλυκού (το έτερο, γένους αρσενικού, έχει γίνει διάσημο για ένα «νι» που μυστηριωδώς εξαφανίστηκε από την αντιαισθητική εκδοχή γραφής του ονόματός του) εμφάνισε κατακόρυφη δημοσκοπική άνοδο, επιτυγχάνοντας να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά την ευπιστία ενός λαού που γοητεύεται από τις κραυγές και την εχθροπάθεια, αφού στο διάβα της Ιστορίας του έμαθε να αναζητά εχθρούς προκειμένου να νοηματοδοτεί την ύπαρξή του.

Όμως, επικίνδυνοι δημαγωγοί δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν χωρίς έναν λαό πρόθυμο να υποκύψει στην απατηλή σαγήνη του λόγου και της καλά μελετημένης εικόνας τους. Κάποτε, ένας λαός πίστεψε στη μεταφυσική των οικονομικών θαυμάτων. Σήμερα, ένα όχι ευκαταφρόνητο κομμάτι του ίδιου λαού δείχνει να πιστεύει στη «φυσική» των πολιτικών μεταμορφώσεων. Δηλαδή, ότι μία καταφανώς αυταρχική περσόνα με περίπου «μουσολινικό» πολιτικό προφίλ θα μπορούσε να λειτουργήσει με δημοκρατικά ανακλαστικά αν της προσφέρονταν (και πάλι) θέσεις εξουσίας.

Παρότι ανεπίκαιρο πλέον (αν και... επικαιροποιημένο), το κείμενο του 2015 διατηρεί την διδακτική του αξία. Αν υποτεθεί, βέβαια, ότι έχουμε τη θέληση να διδασκόμαστε από ιστορικά λάθη...

--------------------------------

Το τέχνασμα είναι γνωστό και το εφαρμόζουν συχνά όσοι έχουν σκύλο και βρίσκονται στην ανάγκη να του δώσουν ένα φάρμακο: απλά τοποθετούν το χάπι μέσα σε ένα μπιφτέκι (ή ό,τι άλλο μπορεί να αρέσει στον τετράποδο φίλο). Έτσι, μαζί με το εύγευστο μπιφτέκι, ο σκύλος καταπίνει εν αγνοία του και το απαραίτητο φάρμακο! Βέβαια, υπάρχει και μία πιο σατανική μέθοδος: το ίδιο το μπιφτέκι να είναι 
ψεύτικο, κάτι σαν άχυρο με οσμή κρέατος που ξεγελά τον πεινασμένο σκύλο.

Όσο και αν, σε ατομικό επίπεδο, ο άνθρωπος είναι ευφυέστερος του σκύλου, σε επίπεδο μάζας η ανωτερότητά του αυτή καθίσταται αμφίβολη. Τρανότερη απόδειξη δεν υπάρχει από την χειραγώγηση των μαζών από επιδέξιους δημαγωγούς. Πόσο μάλλον όταν οι λαοί πέφτουν στην ίδια παγίδα επαναληπτικά, χωρίς η Ιστορία να τους διδάσκει. Αρκεί να ρίξει κάποιος μια ματιά στις εθνικές καταστροφές της νεότερης Ιστορίας μας, καταστροφές ενός λαού μονίμως γελασμένου κι ανεπίδεκτου μαθήσεως...

Η φοβερή οικονομική κρίση που πέρασε πριν μερικά χρόνια η χώρα, επέφερε πολιτικές ανατροπές. Σημαντικότερη, η ανάθεση της διακυβέρνησης στις πλέον ακραίες από τις λεγόμενες «αντιμνημονιακές» δυνάμεις. Στη συμβολική γλώσσα της εναρκτήριας αλληγορίας του κειμένου, το ψεύτικο «μπιφτέκι» που προσφέρθηκε στον αφελή «σκύλο» ήταν η υπόσχεση που αφειδώς δόθηκε στον εύπιστο λαό για σύντομη υπέρβαση της κρίσης, πράγμα που θα συνέβαινε με έναν τρόπο μαγικό, σχεδόν μεταφυσικό, για τον οποίο μικρό μόνο τμήμα του εκλογικού σώματος προβληματίστηκε. Και η καθημαγμένη από την κρίση κοινωνία κατάπιε πρόθυμα το «μπιφτέκι», αγνοώντας (ή κι αδιαφορώντας για) το υποκρυπτόμενο «φάρμακο», που εν προκειμένω σήμαινε ένα σύνολο πολιτικών μεταρρυθμίσεων για τις οποίες αμφίβολο είναι ότι η κοινωνία αυτή ήταν προϊδεασμένη.

Έτσι, βρέθηκε στην εξουσία ένα καθεστώς που τοποθετούσε την ιδεολογία υπεράνω της πατρίδας (έννοια που ούτως ή άλλως απεχθανόταν). Επικυρίαρχο ρόλο στο καθεστώς αυτό διαδραμάτιζε μία σφριγηλά δομημένη ομάδα ουτοπιστών, που πίστευαν ότι μπορούσαν από μόνοι τους να ξεκινήσουν μία παγκόσμια επανάσταση που θα άλλαζε τον ρου της Ιστορίας! Σε ό,τι αφορά την ίδια την ιδεολογία, θα λέγαμε ότι κινούνταν πάνω σε έναν πολύ συγκεκριμένο άξονα: το όραμα μιας αταξικής κοινωνίας.

Η λέξη «τάξη» δεν θα πρέπει να ερμηνευθεί εδώ με στενά οικονομικούς όρους. Σημαίνει, γενικά, το αποτέλεσμα κάθε διαδικασίας η οποία επιφέρει διαχωρισμούς που οδηγούν σε κάποιας μορφής κοινωνική διαστρωμάτωση. Μέσα σε αυτό το εννοιολογικό πλαίσιο, η ισότητα των ανθρώπων θεωρείται ότι επιτυγχάνεται όχι με τη θέσπιση κανόνων που διασφαλίζουν ίσες ευκαιρίες σε όλους και δίνουν τη δυνατότητα στους αρίστους να διακριθούν, αλλά μέσω μιας αναγκαστικής ισοπέδωσης που οδηγεί στην απόλυτη ομοιομορφία υπό το πρόσχημα της «δικαιοσύνης».

Οι πρώτες κινήσεις της νέας, τότε, εξουσίας μαρτυρούσαν την κυρίαρχη φιλοσοφία της. Ας δούμε, ενδεικτικά και επιγραμματικά, κάποια από τα χαρακτηριστικά της:

1. Ο εξοβελισμός της αριστείας από το εκπαιδευτικό σύστημα, αφού «η αριστεία είναι ρετσινιά… είναι μια στρεβλή φιλοδοξία»(!). Κατά τη νέα εκείνη αντίληψη εξουσίας, η ιδέα της αριστείας οδηγεί στον διαχωρισμό των μαθητών σε «αρίστους» και «μη αρίστους», πράγμα που αντίκειται στο αταξικό (με την γενική έννοια του όρου) δόγμα.

2. Η de jure εξίσωση του φοιτητή με τον ακαδημαϊκό δάσκαλο, επιτρέποντας στον πρώτο να συναποφασίζει με τον δεύτερο για ζητήματα που αφορούν την διοίκηση του πανεπιστημίου. Προφανώς, η «ξενόφερτη» ιδέα του διαχωρισμού των αρμοδιοτήτων μαθητή και δασκάλου αντέβαινε στις αρχές του ακαδημαϊκού ισοπεδωτισμού!

3. Η προκλητική ανεκτικότητα και σκανδαλώδης παραχωρητικότητα σε περιθωριακές ομάδες, που προσπαθούσαν (κι ακόμα προσπαθούν, δυστυχώς) να επιβάλουν δια της βίας τον «αναρχικό» μετασχηματισμό της κοινωνίας σε «αντισυστημικό» χάος. Θα λέγαμε ότι η τότε εξουσία έδινε την εντύπωση ότι έβλεπε στα καλυμμένα πρόσωπά τους έναν άτυπο στρατό στην υπηρεσία του καθεστώτος.

4. Η εξίσου σκανδαλώδης επίδειξη επιείκειας και «κατανόησης» προς τους ενεχόμενους σε πράξεις (ακόμα και δολοφονικής) τρομοκρατίας. Μάλιστα, η ίδια η χρήση του όρου «τρομοκρατία» δεν ήταν αποδεκτή από μία σημαντική μειοψηφία του τότε κυβερνώντος χώρου, η οποία αντιμετώπιζε τους τρομοκράτες – δολοφόνους ως περίπου μαχητές υπέρ της κοινωνικής ισότητας και δικαιοσύνης!

5. Η εθνικά επικίνδυνη πολιτική στο ζήτημα των «παράτυπων μεταναστών», με βάση μία ουτοπική ιδεολογία ανοικτών συνόρων για όλους (αφού, στη λογική των τότε κυβερνώντων, ο διαχωρισμός ανάμεσα σε «Έλληνες» και «μη-Έλληνες» ήταν τεχνητός και ασύμβατος με το ιδεώδες του «ανθρωπισμού»).

6. Η χαλαρότητα απέναντι στην ανομία. Εξ άλλου, οι όροι «νόμος» και «τάξη» ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα προσφιλείς στον πολιτικό χώρο των τότε κυβερνώντων, αφού ενεργοποιούσαν βαθιά ριζωμένα μετεμφυλιοπολεμικά σύνδρομα. Ο νόμος υπάρχει για να διατηρεί ή να επιβάλλει την τάξη, και η τάξη είναι ό,τι ακριβώς αντιμαχόταν η πολιτική φιλοσοφία του χώρου.

Το «φάρμακο του σκύλου», λοιπόν, που το κατάπιε αμάσητο ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος τη στιγμή που μασούσε με βουλιμία τις αμέτρητες σαγηνευτικές – πλην ανεδαφικές – προεκλογικές υποσχέσεις, δεν ήταν άλλο από τη βαθύτερη και λιγότερο ευδιάκριτη πολιτική ατζέντα εκείνης της κυβέρνησης. Μια ατζέντα που προσέβλεπε στον ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας με τρόπους και σε κατευθύνσεις που η τελευταία, όπως τελικά αποδείχθηκε, δεν ήταν πρόθυμη να αποδεχθεί.

Οι Έλληνες, αν και στη μεγάλη πλειοψηφία τους απεχθάνονται τον κυνικό δαρβινισμό του αχαλίνωτου νεοφιλελευθερισμού, εξακολουθούν να πιστεύουν στον υγιή ανταγωνισμό και στο δικαίωμα στη διάκριση ως αποτέλεσμα ικανοτήτων και μόχθου. Ειδικά, οι μαθητές που αντιμετωπίζουν με μέγιστη σοβαρότητα τις σπουδές τους δικαιούνται να ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους, φέροντας τον τιμητικό τίτλο του αρίστου και απολαμβάνοντας τα ανάλογα προνόμια.

Αν και ουδέποτε υπήρξαν ρατσιστές, οι Έλληνες απαιτούν να μη μετατραπούν de facto σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας μέσα στην ίδια τους τη χώρα, σε τρομαγμένα ανθρωπάκια που αποφεύγουν να κυκλοφορούν στους δρόμους μόλις κρυφτεί ο ήλιος, και σε εύκολα και απροστάτευτα θύματα εγκληματιών που εισέρχονται στη χώρα όχι ως κυνηγημένοι από αυταρχικά καθεστώτα (αυτούς τους τιμούμε απόλυτα) αλλά ως κοινοί τυχοδιώκτες.

Οι Έλληνες απαιτούν ισονομία χωρίς προνομιακές διακρίσεις. Το να φοράς κουκούλα δεν σε καθιστά «περισσότερο πολίτη» σε σχέση με αυτούς που δεν τη φορούν (το αντίθετο, θα έλεγα), ούτε σου εξασφαλίζει κατ’ εξαίρεση το δικαίωμα στην ασυδοσία, περιλαμβανομένης της δυνατότητας να κατακαίς ελεύθερα τις περιουσίες των συνανθρώπων σου και να καταστρέφεις τις ζωές τους. Επί πλέον, το να έχεις διαπράξει κακουργήματα δεν θα πρέπει να είναι ικανή (για να μην πω και αναγκαία) συνθήκη ώστε να απολαύσεις την κρατική στοργή και το δικαίωμα στη δεύτερη ευκαιρία!

Οι Έλληνες, τέλος, δεν επιθυμούν να γίνουν αταξική, αλλά ευνομούμενη κοινωνία. Τον ρόλο της εξουσίας δεν τον βλέπουν ως μηχανισμό ισοπέδωσης που στοχεύει στην αναγκαστική κι απόλυτη ομοιομορφία των ανθρώπων, αλλά ως θεματοφύλακα των ίσων δικαιωμάτων και ίσων ευκαιριών. Διεκδικούν το δικαίωμα στη διάκριση των κατά τεκμήριο αρίστων, με βάση θεσπισμένους κανόνες και έντιμες διαδικασίες αξιολόγησης.

Όσο για το αληθινό (και όχι παραπλανητικό) «μπιφτέκι του σκύλου», αυτό, φοβάμαι, θα αργήσει να ψηθεί, αφού μαγικές συνταγές υπέρβασης κρίσεων και κατάκτησης εθνικών θριάμβων δεν υπάρχουν. Απαιτείται απ’ όλους μας σκληρή δουλειά, υπομονή και, πάνω απ’ όλα, κοινωνική αλληλεγγύη. Κι αυτές τις αρετές κανένα πολιτικό σύστημα δεν είναι σε θέση να τις επιβάλει. Εμείς μόνο μπορούμε να τις ανακαλύψουμε μέσα μας. Όπως ο ευφυής σκύλος μου ανακάλυπτε πάντα το κρυμμένο χάπι στο μπιφτέκι!

Τρίτη 29 Απριλίου 2025

Μερικές σκέψεις για την αξιολόγηση στο Δημόσιο


Η ανάγκη αξιολόγησης των δημόσιων λειτουργών είναι αδιαμφισβήτητη. Αρκεί να τηρηθούν κοινά συμφωνημένοι κανόνες και να απαντηθούν μερικά κρίσιμα ερωτήματα...

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Πήγαινα τακτικά για φαγητό στο σπίτι του θείου μου. Ένα μεσημέρι κατέφθασε αγχωμένη η εξαδέλφη μου ρωτώντας τον πατέρα της για κάποιες αντικειμενικές αξίες ακινήτων που έπρεπε να συμπληρώσει σε ένα έντυπο. Θέλοντας να την πειράξω (βρήκα την ώρα!) της είπα ότι το φραστικό σχήμα «αντικειμενική αξία» είναι οξύμωρο, αφού η έννοια «αξία» αναφέρεται σε κάτι εντελώς υποκειμενικό (ό,τι συνιστά αξία για κάποιον δεν αποτελεί, απαραίτητα, αξία για κάποιον άλλον). Για να εισπράξω την – μάλλον αναμενόμενη – οργισμένη αντίδρασή της: «Εμείς τώρα καιγόμαστε, κι εσύ έχεις όρεξη για φιλοσοφίες!»

Και όμως... Πίσω από τον άκαιρο αστεϊσμό βρισκόταν μία οικουμενική αλήθεια: πως η αξία κάθε πράγματος συναρτάται τόσο με τις ανάγκες, όσο και με τις αρχές εκείνου που την αποτιμά. Συνεπώς, «αντικειμενική αξία» σημαίνει, στην καλύτερη περίπτωση, μία αξία την οποία αποδέχεται ένα πεπερασμένο σύνολο ανθρώπων (όπως μία δεδομένη κοινωνία) με κοινά συμφωνημένες προτεραιότητες και αρχές.

Γενικά μιλώντας, αξιολόγηση είναι ο προσδιορισμός της αξίας ενός πράγματος με βάση καθορισμένα κριτήρια. Όταν αναφερόμαστε, ειδικότερα, σε αξιολόγηση δημόσιων λειτουργών εννοούμε την αποτίμηση του δυναμικού τους (τα λεγόμενα «προσόντα» τους), της αποδοτικότητάς τους και της συνέπειάς τους στην άσκηση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί από την πολιτεία. Εδώ προκύπτουν δύο σημαντικά ζητήματα:

1. Υπάρχει γενικό consensus για τον καθορισμό των κριτηρίων αξιολόγησης των δημόσιων λειτουργών;

2. Εφαρμόζονται στην πράξη τα θεσπισμένα κριτήρια, ή προτάσσονται άλλα προς εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων (πολιτικών, συνδικαλιστικών, ή και στενά υπηρεσιακών);

Σε ό,τι αφορά την συνέπεια στην άσκηση καθηκόντων, ζήτημα το οποίο άπτεται της ευσυνειδησίας του κρατικού λειτουργού, η όποια έλλειψή της αυτονόητα σταματά κάθε άλλη συζήτηση περί αξιολόγησης! Η δυσκολία εκ μέρους της πολιτείας έγκειται στην θέσπιση δίκαιων κριτηρίων αξιολόγησης για συνεπείς και ευσυνείδητους λειτουργούς. Ιδιαίτερα όταν αυτοί προσφέρουν υπηρεσίες σε συναφείς θέσεις ευθύνης.

Για παράδειγμα, πώς θα καθορίζεται η βαρύτητα των τίτλων σπουδών – σε συνάρτηση και με το αντικείμενο εργασίας – σε ένα συγκεκριμένο δημόσιο λειτούργημα; Πώς ακριβώς θα προσδιορίζεται η αποδοτικότητα στο πλαίσιο μίας ομαδικής εργασίας; Είναι πιο σημαντικός ένας καθηγητής Λυκείου του οποίου δέκα μαθητές πέρασαν στο πανεπιστήμιο, από έναν συνάδελφό του που, με προσωπική κατάθεση χρόνου και συναίσθηση παιδαγωγικής ευθύνης, κατόρθωσε να ξαναδώσει νόημα και σκοπό ζωής σε ένα παιδί με αυτοκαταστροφικές ή παραβατικές τάσεις; Μετράει περισσότερο ένας υπάλληλος που, κλεισμένος σε ένα ήσυχο γραφείο του τελευταίου ορόφου, διεκπεραιώνει επιτυχώς εκατό υποθέσεις την ημέρα, σε σχέση με έναν (τυπικά ομοιόβαθμο) υπάλληλο του ισογείου ο οποίος, φτάνοντας ως τις εσχατιές των φυσικών και ψυχικών του αντοχών, καλείται να αντιμετωπίσει καθημερινά τις (συχνά οργισμένες και απρεπείς) διαμαρτυρίες των πολιτών για τις δυσλειτουργίες του συστήματος;

Τώρα, αυτή καθαυτήν η εφαρμογή στην πράξη των συμφωνημένων κριτηρίων αξιολόγησης είναι μία διαφορετική αλλά εξίσου σημαντική υπόθεση. Σε ένα απόλυτα αξιοκρατικό σύστημα διαχείρισης των κοινών, δεν τίθεται καν θέμα συζήτησης. Πόσο αξιοκρατικό, όμως, είναι το δικό μας σύστημα δημόσιας διοίκησης και δημόσιας εκπαίδευσης; Θα είναι απόλυτα στεγανοποιημένη η αξιολόγηση από πολιτικές και συνδικαλιστικές επιρροές; Θα υπάρχει υπερκομματικός φορέας ελέγχου του τρόπου εφαρμογής της αξιολόγησης; Αν ναι, πώς θα καθορίζεται θεσμικά η συγκρότησή του και πώς θα διασφαλίζεται η απρόσκοπτη λειτουργία του;

Με βάση την ως τώρα εμπειρία μας για τον τρόπο που λειτουργεί, γενικά, ο δημόσιος τομέας σε αυτή τη χώρα, κάποια από τα παραπάνω ερωτήματα είναι, δυστυχώς, ρητορικά. Δεν χρήζουν απαντήσεων αλλά απαιτούν σημαντική αλλαγή νοοτροπίας εκ μέρους κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Πριν μιλήσουμε, λοιπόν, για αξιολόγηση, θα πρέπει να εξετάσουμε κατά πόσον είμαστε ώριμοι - ως λαός και ως πολιτεία - να την εφαρμόσουμε στην πράξη.

Κλείνουμε με μία επισήμανση που θεωρούμε σημαντική και η οποία θα έπρεπε να είναι (μα δεν είναι πάντοτε) αυτονόητη. Η αξιολόγηση στοχεύει αποκλειστικά στη βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών που προσφέρει το κράτος στον πολίτη. Με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να αποτελεί μέσο κοινωνικής και πολιτικής εκδίκησης για υποτιθέμενους «τεμπέληδες και άχρηστους προνομιούχους», όπως με αήθη, άδικο και κοινωνικά ρατσιστικό τρόπο χαρακτηρίζονται συλλήβδην οι δημόσιοι λειτουργοί από μερικούς «καλοθελητές» των media και του Διαδικτύου.

Στον βαθμό που καταστεί εφικτή η διασφάλιση απόλυτης αντικειμενικότητας στη βάση κοινά συμφωνημένων κριτηρίων και αρχών, η αξιολόγηση θα είναι, πιστεύουμε, καλοδεχούμενη από το σύνολο των δημόσιων λειτουργών (κάποιες εξαιρέσεις, βέβαια, πάντοτε θα υπάρχουν). Ισοπεδωτικές γενικεύσεις και καθολικές δαιμονοποιήσεις, όμως, ελάχιστα συμβάλλουν σε αυτή την κατεύθυνση. Ακόμα περισσότερο, όταν υπαγορεύονται από παγιωμένες προκαταλήψεις και ιδιοτελείς (πολιτικές ή άλλες) σκοπιμότητες...

Τρίτη 15 Απριλίου 2025

Οι όψεις του λαϊκισμού


Το επικίνδυνο κοινωνικο-πολιτικό φαινόμενο του λαϊκισμού έκανε και πάλι την εμφάνισή του στη χώρα μας με αφορμή την υπόθεση των Τεμπών. Σε μεγαλύτερη κλίμακα, ο λαϊκισμός λαμβάνει πλέον παγκοσμιοποιημένες διαστάσεις με αφετηρία την πολιτική ηγεσία στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού - και κάποια πρόθυμα ευρωπαϊκά φερέφωνα...

Όμως, ποια ακριβώς είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα που ορίζουν τον λαϊκισμό, και ποιες είναι οι πολιτικές και ιστορικές παραλλαγές του φαινομένου; Κάποια από αυτά τα ερωτήματα επιχείρησε να απαντήσει ένα κείμενο του 2020, σε μία εφημερίδα που, δυστυχώς, διολισθαίνει εσχάτως σε πρακτικές που παραπέμπουν στο υπό εξέταση φαινόμενο...

    Τα πολλά πρόσωπα του λαϊκισμού


Ο λαϊκισμός είναι μία παθογένεια της Δημοκρατίας και ένα μέσο χειραγώγησης και ελέγχου στον Ολοκληρωτισμό. Είναι αναγνωρίσιμα τα βασικά χαρακτηριστικά και τα ποικίλα πρόσωπά του.

Δευτέρα 7 Απριλίου 2025

Ο δάσκαλος που δεν ξεχάστηκε...

Τι είναι αυτό που κάνει έναν δάσκαλο να μείνει αξέχαστος; Το ότι έχει το χάρισμα να κάνει τα δύσκολα να φαίνονται απλά. Και, πάνω απ' όλα, το ότι βοηθά τον μαθητή να ανακαλύψει τον εαυτό του.

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Ο φίλος μου ο Αριστείδης μιλά πάντα με συγκίνηση για τον κύριο Σεραφείμ, καθηγητή του πριν πολλά χρόνια (δεν θα πω πόσα...) στο Πολυτεχνείο:

– Είχε έναν μοναδικό τρόπο να εξηγεί τις πιο περίπλοκες έννοιες και να προσεγγίζει τα πιο δύσκολα προβλήματα, κάνοντάς τα όλα να φαίνονται απλά. Έλεγες: «Ώστε, τόσο εύκολο ήταν, τελικά!»

Όπως περιγράφει ο Αριστείδης, στις αίθουσες όπου δίδασκε ο κ. Σεραφείμ έπρεπε να είχες κρατήσει... θέση από την προηγούμενη μέρα για να βρεις κάπου να καθίσεις (και πάντα υπήρχαν και όρθιοι).

Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τη σχέση που είχε ο εξαίρετος αυτός δάσκαλος με την φιλοσοφία (και, δυστυχώς, είναι πλέον πρακτικά αδύνατο να τον βρω κάπου στη Γη ώστε να τον ρωτήσω...). Όμως, έστω και χωρίς να το κάνει συνειδητά – αλλά μόνο με το αλάνθαστο ένστικτο του καλού εκπαιδευτικού – εφάρμοζε την Σωκρατική προτροπή:

«Γνώθι σαυτόν»!

Δηλαδή, να γνωρίσεις τον εαυτό σου, να αποκτήσεις αυτογνωσία (και, σε βαθύτερο ηθικό επίπεδο, αυτοσυνειδησία).

Υπάρχουν δύο δυνατές αναγνώσεις τού «γνώθι σαυτόν», συμπληρωματικές η μία ως προς την άλλη. Η πρώτη - ίσως η πιο αυθεντικά σωκρατική - μας ζητά να γνωρίσουμε τα όρια της νόησής μας προτού επιχειρήσουμε να απαντήσουμε σε ερωτήματα που μας ξεπερνούν. (Αυτό ήταν, κατά βάση, και το μήνυμα του Καντ στην «Κριτική του Καθαρού Λόγου» του.)

Η εναλλακτική («θετική») ερμηνεία της ρήσης μάς ζητά, αντίθετα, να υπερβούμε αυτά που θεωρούμε ως όρια της νόησής μας, ανακαλύπτοντας νέες δυνατότητές της που δεν γνωρίζαμε. «Μου φαίνεται, τελικά, τόσο απλό. Είχα αδικήσει τον εαυτό μου πιστεύοντας πως δεν είχα τη δυνατότητα να το καταλάβω», μονολογούσε με μία δόση θαυμασμού ο φοιτητής που παρακολουθούσε τις διαλέξεις τού (αείμνηστου πλέον) κ. Σεραφείμ στο ΕΜΠ.

Ο καλός δάσκαλος, λοιπόν, είναι ένα είδος μάγου. Κάνει τον μαθητή να νιώσει ότι η γνώση βρισκόταν πάντα μέσα του αλλά ανέμενε κάποιον οδηγό να της φωτίσει τον δρόμο προς τη συνείδηση:

«Αυτά που σου διδάσκω τα γνώριζες ήδη, όμως δεν γνώριζες ότι τα γνώριζες!»

Θα λέγαμε ότι ο καλός δάσκαλος είναι σαν τον καλό γλύπτη. Παίρνει ένα αδιαμόρφωτο κομμάτι μάρμαρο και αναδεικνύει την ωραία μορφή που βρισκόταν εξαρχής στο εσωτερικό του, μα κανείς δεν μπορούσε να την δει. Έτσι, ο δάσκαλος οδηγεί τον μαθητή να ανακαλύψει τις αρετές και να αναπτύξει τις δεξιότητές του, με στόχο όχι μόνο την μελλοντική επαγγελματική επιτυχία αλλά και, γενικότερα, την ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του.

Και, όπως ο γλύπτης αναδεικνύει τη μορφή πετώντας το περιττό υλικό, έτσι κι ο δάσκαλος οφείλει να πείσει τον μαθητή να απαλλάξει τη σκέψη και την ψυχή του από άχρηστα ή και επιζήμια «υλικά», όπως η αυτοαμφισβήτηση, η προκατάληψη, η μισαλλοδοξία...

Ένας άλλος φίλος, νομικός, μου είχε περιγράψει πριν πολλά χρόνια έναν αντίστοιχο χαρισματικό δάσκαλο στη Νομική Σχολή. Ήταν καθηγητής Ιστορίας. Το να παρακολουθείς τις διαλέξεις του ήταν σαν να βλέπεις μια συναρπαστική θεατρική παράσταση, έναν μονόλογο από έναν ταλαντούχο αφηγητή που έδινε ζωή σε κάθε ιστορικό θέμα που περιέγραφε. Το αμφιθέατρο ήταν πάντα γεμάτο. Αντίθετα, λίγοι «σπασίκλες» (συγνώμη για την έκφραση) φοιτητές, μόνο, τιμούσαν τις παραδόσεις ενός άχρωμου καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου, που ξεκινούσε το μάθημα λέγοντας «σήμερα θα ομιλήσωμεν δια το...» (αναφέρομαι σε πολύ παλιές εποχές!).

Στο Διαδίκτυο μπορεί κάποιος να βρει άφθονα videos με διαλέξεις φιλοσοφίας του Δημήτρη Λιαντίνη. Κάποιες από τις διαλέξεις αυτές απευθύνονταν σε μεταπτυχιακούς φοιτητές από τον χώρο της Εκπαίδευσης. Θα παρατηρήσει και εδώ ο διαδικτυακός επισκέπτης ότι «δεν έπεφτε καρφίτσα» στο αμφιθέατρο! Κι αυτό γιατί ο χαρισματικός αυτός δάσκαλος είχε τον τρόπο να συνεπαίρνει το ακροατήριό του, δίνοντας ζωή σε κάθε τι που ανέπτυσσε – ακόμα και αν επρόκειτο για δύσκολες έννοιες του φιλοσοφικού στοχασμού. (Υπήρχαν και καθηγητές που έκαναν μάθημα σε σχεδόν άδειες αίθουσες, όπως με έχουν πληροφορήσει συνάδελφοι εκπαιδευτικοί που παρακολουθούσαν τότε τον σχετικό κύκλο μεταπτυχιακών μαθημάτων.)

Ακολουθώντας και ο (σωκρατικός) Λιαντίνης την αυτογνωστική παιδαγωγική μέθοδο, έδειξε στους φοιτητές του ότι και οι πιο σύνθετες ιδέες της Φιλοσοφίας μπορούσαν να γίνουν κατανοητές αν τις αντιλαμβάνονταν σαν «αγνώστως προϋπάρχουσες» νοητικές μορφές που ανέμεναν τον Δάσκαλο που θα τις οδηγούσε στο ξέφωτο του συνειδητού.

Ας ανακεφαλαιώσουμε: Ο δάσκαλος που δεν ξεχάστηκε,

εύρισκε πάντα τον τρόπο να κάνει ακόμα και τις πιο δύσκολες και περίπλοκες ιδέες να μοιάζουν απλές και κατανοητές,

μπορούσε να κάνει ακόμα και το πιο ανιαρό, από τη φύση του, θέμα να φαίνεται συναρπαστικό,

δεν πρόσφερε τη γνώση σαν μασημένη τροφή αλλά οδηγούσε τον μαθητή να την ανακαλύψει «σαν να βρισκόταν πάντα κρυμμένη μέσα του»,

βοηθούσε τον μαθητή να αναδείξει και να καλλιεργήσει τις πραγματικές του αρετές και τα αληθινά του ταλέντα (όχι απαραίτητα συμβατά με τον ρόλο για τον οποίο τον προόριζε – είτε από φιλοδοξία, είτε απλά από ανάγκη – η οικογένειά του...).

Εν κατακλείδι, ο ρόλος του δασκάλου είναι να φωτίζει δρόμους. Είναι όμως απόφαση κι ευθύνη του ίδιου του μαθητή να τους διαβεί!

Δευτέρα 31 Μαρτίου 2025

Ήταν επίδειξη «πατριωτισμού» η συμπεριφορά των σπουδαστών της ΣΜΥΝ στην παρέλαση;


Πατριωτική πράξη ή ασυγχώρητη επιπολαιότητα τα υβριστικά συνθήματα των σπουδαστών της ΣΜΥΝ στην στρατιωτική παρέλαση της 25ης Μαρτίου στην Αθήνα;

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Στην πρόσφατη στρατιωτική παρέλαση για τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου στην Αθήνα, σπουδαστές της Σχολής Μονίμων Υπαξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού (ΣΜΥΝ), κατά παράβαση - προφανώς - των εντολών που είχαν λάβει από τους ανωτέρους τους σχετικά με τα όρια του ρόλου τους στην εκδήλωση, φώναξαν υβριστικά συνθήματα εναντίον γειτονικής χώρας, φέρνοντας σε δύσκολη θέση την παριστάμενη πολιτική και στρατιωτική ηγεσία.

Κάποιοι "υπερεθνικόφρονες" σχολιαστές στα media, μη αντιλαμβανόμενοι το βάρος του φοιτητικού παραπτώματος να μετατρέψουν αυθαίρετα - και δίχως σεβασμό στην ιερότητα της μέρας - μία επίσημη τελετή σε οιονεί προέκταση στρατιωτικών γυμνασίων (οι γνωρίζοντες τον χώρο της στρατιωτικής εκπαίδευσης αντιλαμβάνονται τι εννοώ...), έσπευσαν να επευφημήσουν το "πατριωτικό φρόνημα των παιδιών" απαιτώντας, παράλληλα, την μη τιμωρία τους.

Παρεμφερούς ιδεολογίας κύκλοι είχαν επαινέσει μία ανάλογη συμπεριφορά ανυπακοής εκ μέρους του αρχηγού της Σχολής Ευελπίδων το μακρινό "μνημονιακό" έτος 2011, τόσο κατά τη διάρκεια στρατιωτικής παρέλασης όσο και, λίγο αργότερα, την ημέρα της εορτής του Πολυτεχνείου. Είχαμε σχολιάσει τα περιστατικά εκείνα από τη στήλη μας στο ΒΗΜΑ [1], ενδεχομένως όχι με τον τρόπο που ήταν αρεστός σε κάποιους (θυμάμαι ακόμα τον ποταμό υβριστικών σχολίων που συνόδευαν την αναδημοσίευση του κειμένου σε ακροδεξιό site)...

Η συμπεριφορά των σπουδαστών της ΣΜΥΝ (ελπίζω να μην αληθεύουν τα όσα παρόμοια ακούστηκαν και για τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων!) μπορεί να κριθεί σε τρία επίπεδα:

1. Στρατιωτικό/εκπαιδευτικό: Οι σπουδαστές μιας στρατιωτικής σχολής, στην οποία η υπακοή στους στρατιωτικούς κανόνες διδάσκεται ως πρώτιστη υποχρέωση, επέδειξαν απειθαρχία απέναντι στις εντολές των ανωτέρων τους. Γιατί, μου είναι αδύνατο να σκεφτώ ότι τα συνθήματα που ακούστηκαν ήταν σε γνώση και είχαν την έγκριση αξιωματικών της σχολής!

2. Πολιτικό/εθνικό: Με ποια λογική οι σπουδαστές μιας στρατιωτικής σχολής δικαιούνται να "κηρύσσουν πόλεμο" και να χαράσσουν εθνική πολιτική σε μία δημόσια εκδήλωση, παρουσία της ανώτατης πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας του τόπου; Δεν αντιλαμβάνονται, άραγε, ότι είναι δυνατό να σύρουν τις αρχές της χώρας σε θέση απολογούμενου απέναντι σε εκείνους ακριβώς που οι ίδιοι (οι σπουδαστές) καθυβρίζουν; Και, δεν λογαριάζουν το εθνικό διπλωματικό κεφάλαιο που τόσο αχρείαστα θα σπαταληθεί εξαιτίας της επιπολαιότητάς τους;

3. Ηθικό/πολιτιστικό: Δεν με αφορά ο πολιτισμός (ή "πολιτισμός") των γειτόνων μας. Και δεν θα λάβω υπόψη τα (όποια) ανθελληνικά συνθήματά τους σε ανάλογες δικές τους δημόσιες εκδηλώσεις και τελετές. Αυτό που έχει σημασία για εμένα (συγχωρήστε μου το πρώτο ενικό) είναι ότι η ιστορική υπεροχή του Ελληνισμού, για την οποία δικαιούμαστε να είμαστε υπερήφανοι, χτίστηκε με βάση την αδιαμφισβήτητη πνευματική ανωτερότητα των Ελλήνων, όχι λόγω της "τέχνης" τους να σκαρώνουν και να παιανίζουν ευτελείς χυδαιολογίες γηπεδικής προέλευσης σε ψευδο-πατριωτικές παραλλαγές! Οι σπουδαστές της ΣΜΥΝ ακύρωσαν στην πράξη τον σημαντικότερο λόγο για τον οποίο θα έπρεπε να καμαρώνουν.

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, εκείνοι που έσπευσαν να χειροκροτήσουν "τα παιδιά" γι' αυτή τους την ανέξοδη επίδειξη δήθεν εθνικοφροσύνης ("τσάμπα μαγκιά" την αποκάλεσε γνωστός Ναύαρχος του Πολεμικού Ναυτικού, και θα συμφωνήσουμε) ας εξετάσουν προσεκτικότερα τον ορισμό που δίνουν στην έννοια του πατριωτισμού. Κι ίσως το σκεφτούν ξανά...


Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2024

Η παρουσία του κ. Σαμαρά | Άρθρο του 1992


Άρθρο στην εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 7-11-1992 (ο τίτλος ήταν επιλογή της εφημερίδας). Έχουν γίνει μικρές βελτιώσεις στο αρχικό κείμενο.

Πριν παραθέσω το άρθρο, λίγα λόγια για το πολιτικό σκηνικό της εποχής:

Οκτώβριος 1992... Παραιτείται από το βουλευτικό αξίωμα ο Αντώνης Σαμαράς, έχων διατελέσει έως τον Απρίλιο του ίδιου έτους υπουργός Εξωτερικών της χώρας στην κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (ασυγχώρητη επιλογή ενός τόσο έμπειρου πολιτικού!). Στους δρόμους και τις πλατείες φανατικοί ιερείς και υστερικά πλήθη πρόσφεραν άλλοθι στον Σαμαρά για να ξεδιπλώσει την πολιτική του ατζέντα, εκμεταλλευόμενος εθνικές ευαισθησίες της εποχής. Πριν αφήσει το υπουργείο του είχε προλάβει να προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στην εξωτερική πολιτική της χώρας, υιοθετώντας μία ακραία και διπλωματικά παράλογη στάση μικρομέγαλου εθνικού μαξιμαλισμού που, τελικά, γύρισε μπούμερανγκ για την Ελλάδα στην τελική έκβαση του Μακεδονικού ζητήματος.

Πολλοί χαιρέτισαν τότε την παραίτηση του κ. Σαμαρά ως πράξη εθνικής ευαισθησίας και εθνικής συνέπειας. Την είχαμε χαιρετίσει κι εμείς σε ένα κείμενο στην «Καθημερινή» (το παραθέτω πιο κάτω), αλλά για εκ διαμέτρου αντίθετους λόγους...

--------------------------------

Μία σημαντική μερίδα των μέσων ενημέρωσης και του Τύπου χαιρέτισε την παραίτηση του τέως υπουργού Εξωτερικών, κ. Α. Σαμαρά, από το βουλευτικό αξίωμα, ως πράξη εθνικής ευαισθησίας και φιλοπατρίας. Κατά μία έννοια, τούτο είναι απολύτως ορθό.

Η σύντομη παρουσία του κ. Σαμαρά σε υπεύθυνη κυβερνητική θέση είχε σοβαρές συνέπειες για τη χώρα. Ας απαριθμήσουμε μερικές από αυτές:

1. Κατόρθωσε να επαναφέρει την Ελλάδα, στη συνείδηση της Ευρώπης, στην τριτοκοσμική θέση όπου παραδοσιακά και φυσιολογικά ανήκει, ολοκληρώνοντας τις ευγενείς προσπάθειες που έγιναν στην κατεύθυνση αυτή κατά την οκταετία 1981-89. Υιοθετώντας την πολιτική του θυμικού και της υστερίας (αφού αυτή του ρεαλισμού είναι ίδιον των «εθνοπροδοτών»), συνέβαλε στη μετάλλαξη της χώρας σε ένα απέραντο εθνικιστικό φολκλόρ [1], το οποίο οι Ευρωπαίοι εταίροι μας θα εύρισκαν άκρως διασκεδαστικό αν δεν ήταν ταυτόχρονα και επιζήμιο για την ευρωπαϊκή συνοχή. Μοιραία, φτάσαμε να δεχόμαστε μαθήματα ευρωπαϊκής συμπεριφοράς ακόμα και από την αντι-ευρωπαϊκή Δανία, η οποία δεν παρέλειψε να μας υπενθυμίσει ότι είμαστε Βαλκάνιοι, προφητεύοντας ότι έτσι θα παραμείνουμε για πολύ ακόμα.

2. Οι άστοχοι και αψυχολόγητοι χειρισμοί του, από τα πρώτα κιόλας βήματά του ως υπουργού Εξωτερικών, στέρησαν την Ελλάδα από μία ιστορική ευκαιρία να αναδειχθεί σε ηγετική δύναμη στην περιοχή της. Μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», οι βόρειοι γείτονές μας (Αλβανία, Βουλγαρία, Σκόπια) βρέθηκαν ξαφνικά χωρίς ουσιαστική εξωτερική προστασία, έχοντας να αντιμετωπίσουν ταυτόχρονα τις συνέπειες μιας εξαθλιωμένης οικονομίας. Ποια στάση τήρησε ο καθ’ ύλην αρμόδιος για την ελληνική εξωτερική πολιτική υπουργός; Αντί να σπεύσει να τείνει χείρα φιλίας και συνεργασίας, επιδόθηκε σε λεονταρισμούς προς πάσα κατεύθυνση, δημιουργώντας εύλογες ανησυχίες στα γειτονικά κράτη για τις προθέσεις της χώρας μας. Φυσικά, οι κυβερνήσεις των γειτόνων μας στράφηκαν πλέον στους προς ανατολάς «φίλους» μας για «προστασία». Και απομείναμε εμείς να βλέπουμε αμήχανοι από τις τηλεοράσεις μας τα χειροφιλήματα της αλβανικής ηγεσίας προς τον κ. Ντεμιρέλ... [2]

3. Ο κ. Σαμαράς, εμφανέστατα παρασυρμένος από προσωπικές πολιτικές φιλοδοξίες, και έχοντας ως όπλο έναν ελκυστικό για τις μάζες (αλλά ολέθριο για την ουσία της εξωτερικής πολιτικής) λαϊκισμό, παγίδευσε την κυβέρνηση σε μία αδιέξοδη – και λίαν δαπανηρή, διπλωματικά – αντιπαράθεση με όλους, σχεδόν, τους συμμάχους μας, με κεντρικό (και ουσιαστικά μοναδικό) άξονα το όνομα της Δημοκρατίας των Σκοπίων, θέτοντας ως υποθήκη τα λοιπά (και πλέον ουσιώδη) εθνικά ζητήματα. Παράλληλα, οι αδέξιοι χειρισμοί του είχαν ως αποτέλεσμα τον εκ των πραγμάτων σημαντικό περιορισμό κάθε δυνατότητας διπλωματικών χειρισμών και ελιγμών εκ μέρους τού (κατά πολύ ψυχραιμότερου και πραγματιστή) πρωθυπουργού [3] σε κρίσιμες διαπραγματεύσεις.

4. Θεωρώντας, προφανώς, τον εαυτό του ως τον νέο Βενιζέλο, ήταν πρόθυμος και έτοιμος ανά πάσα στιγμή να εμπλέξει τη χώρα σε εθνική περιπέτεια [4] της οποίας η κατάληξη θα ήταν απρόβλεπτη και, σε κάθε περίπτωση, οδυνηρή.

Με βάση τα προαναφερθέντα, πιστεύουμε ότι η απόφαση του κ. Σαμαρά να απαλλάξει το πολιτικό προσκήνιο του τόπου μας από την παρουσία του [5] αποτελεί πράγματι μία μέγιστη επίδειξη πατριωτισμού!

ΚΩΝ. Ι. ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΥ, Φυσικός, Αθήνα

[1] Αναφέρεται στις γραφικές εξαλλοσύνες της εποχής εκείνης με αφορμή το ζήτημα του ονόματος της «Δημοκρατίας των Σκοπίων» (sic).

[2] Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, τότε Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας.

[3] Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Έλληνας Πρωθυπουργός (1990-93).

[4] Αρθρογράφος της εποχής εκείνης και, αργότερα, στενός συνεργάτης του Α. Σαμαρά, πρότεινε να... εισβάλει η Ελλάδα στρατιωτικά στα Σκόπια! Δείτε, π.χ., εδώ: 

[5] Το κείμενο δεν αποδείχθηκε προφητικό, αφού η απουσία του Α. Σαμαρά από το πολιτικό προσκήνιο ήταν μόνο προσωρινή...