Δευτέρα 5 Μαΐου 2025

Το φάρμακο στο μπιφτέκι του σκύλου (ή, πώς οι δημαγωγοί γοητεύουν έναν εύπιστο λαό)


Πριν μία δεκαετία ήταν το «μνημόνιο». Σήμερα είναι τα «Τέμπη». Αυτό που δεν άλλαξε είναι ένας λαός ανεπίδεκτος μαθήσεως, που εύκολα γοητεύεται από τις απατηλές ρητορείες επιδέξιων δημαγωγών. Οι οποίοι, αν κάποτε θα μπορούσαν ακόμα και να δηλώνουν «ιδεολόγοι», σήμερα λειτουργούν ως κοινοί πολιτικοί απατεώνες...

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί επικαιροποίηση ενός άρθρου που είχε δημοσιευθεί τον Απρίλιο του 2015 στο Aixmi.gr (το οποίο, δυστυχώς, δεν υφίσταται πλέον). Λίγους μήνες πριν, κι ενώ η χώρα βρισκόταν ένα βήμα από την τελική ευθεία για έξοδο από την οικονομική κρίση, μία παρέα ουτοπιστών (των οποίων δεν θα αμφισβητήσω τις «καλές» - όπως τις πίστευαν τότε - προθέσεις) είχε κατορθώσει να πείσει τον ελληνικό λαό ότι διέθετε την μαγική συνταγή για «αναίμακτη» υπέρβαση της κρίσης  που δεν θα κόστιζε, δηλαδή, ούτε μία δραχμή (το νόμισμα στο οποίο θα επέστρεφε η χώρα) στον Έλληνα πολίτη. Τα αποτελέσματα της ουτοπίας είναι γνωστά...

Με αφορμή την σχετικά πρόσφατη σιδηροδρομική τραγωδία στα Τέμπη, ένα από τα δύο πιο επικίνδυνα μέλη εκείνης της πολιτικής «παρέας», γένους θηλυκού (το έτερο, γένους αρσενικού, έχει γίνει διάσημο για ένα «νι» που μυστηριωδώς εξαφανίστηκε από την αντιαισθητική εκδοχή γραφής του ονόματός του) εμφάνισε κατακόρυφη δημοσκοπική άνοδο, επιτυγχάνοντας να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά την ευπιστία ενός λαού που γοητεύεται από τις κραυγές και την εχθροπάθεια, αφού στο διάβα της Ιστορίας του έμαθε να αναζητά εχθρούς προκειμένου να νοηματοδοτεί την ύπαρξή του.

Όμως, επικίνδυνοι δημαγωγοί δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν χωρίς έναν λαό πρόθυμο να υποκύψει στην απατηλή σαγήνη του λόγου και της καλά μελετημένης εικόνας τους. Κάποτε, ένας λαός πίστεψε στη μεταφυσική των οικονομικών θαυμάτων. Σήμερα, ένα όχι ευκαταφρόνητο κομμάτι του ίδιου λαού δείχνει να πιστεύει στη «φυσική» των πολιτικών μεταμορφώσεων. Δηλαδή, ότι μία καταφανώς αυταρχική περσόνα με περίπου «μουσολινικό» πολιτικό προφίλ θα μπορούσε να λειτουργήσει με δημοκρατικά ανακλαστικά αν της προσφέρονταν (και πάλι) θέσεις εξουσίας.

Παρότι ανεπίκαιρο πλέον (αν και... επικαιροποιημένο), το κείμενο του 2015 διατηρεί την διδακτική του αξία. Αν υποτεθεί, βέβαια, ότι έχουμε τη θέληση να διδασκόμαστε από ιστορικά λάθη...

--------------------------------

Το τέχνασμα είναι γνωστό και το εφαρμόζουν συχνά όσοι έχουν σκύλο και βρίσκονται στην ανάγκη να του δώσουν ένα φάρμακο: απλά τοποθετούν το χάπι μέσα σε ένα μπιφτέκι (ή ό,τι άλλο μπορεί να αρέσει στον τετράποδο φίλο). Έτσι, μαζί με το εύγευστο μπιφτέκι, ο σκύλος καταπίνει εν αγνοία του και το απαραίτητο φάρμακο! Βέβαια, υπάρχει και μία πιο σατανική μέθοδος: το ίδιο το μπιφτέκι να είναι 
ψεύτικο, κάτι σαν άχυρο με οσμή κρέατος που ξεγελά τον πεινασμένο σκύλο.

Όσο και αν, σε ατομικό επίπεδο, ο άνθρωπος είναι ευφυέστερος του σκύλου, σε επίπεδο μάζας η ανωτερότητά του αυτή καθίσταται αμφίβολη. Τρανότερη απόδειξη δεν υπάρχει από την χειραγώγηση των μαζών από επιδέξιους δημαγωγούς. Πόσο μάλλον όταν οι λαοί πέφτουν στην ίδια παγίδα επαναληπτικά, χωρίς η Ιστορία να τους διδάσκει. Αρκεί να ρίξει κάποιος μια ματιά στις εθνικές καταστροφές της νεότερης Ιστορίας μας, καταστροφές ενός λαού μονίμως γελασμένου κι ανεπίδεκτου μαθήσεως...

Η φοβερή οικονομική κρίση που πέρασε πριν μερικά χρόνια η χώρα, επέφερε πολιτικές ανατροπές. Σημαντικότερη, η ανάθεση της διακυβέρνησης στις πλέον ακραίες από τις λεγόμενες «αντιμνημονιακές» δυνάμεις. Στη συμβολική γλώσσα της εναρκτήριας αλληγορίας του κειμένου, το ψεύτικο «μπιφτέκι» που προσφέρθηκε στον αφελή «σκύλο» ήταν η υπόσχεση που αφειδώς δόθηκε στον εύπιστο λαό για σύντομη υπέρβαση της κρίσης, πράγμα που θα συνέβαινε με έναν τρόπο μαγικό, σχεδόν μεταφυσικό, για τον οποίο μικρό μόνο τμήμα του εκλογικού σώματος προβληματίστηκε. Και η καθημαγμένη από την κρίση κοινωνία κατάπιε πρόθυμα το «μπιφτέκι», αγνοώντας (ή κι αδιαφορώντας για) το υποκρυπτόμενο «φάρμακο», που εν προκειμένω σήμαινε ένα σύνολο πολιτικών μεταρρυθμίσεων για τις οποίες αμφίβολο είναι ότι η κοινωνία αυτή ήταν προϊδεασμένη.

Έτσι, βρέθηκε στην εξουσία ένα καθεστώς που τοποθετούσε την ιδεολογία υπεράνω της πατρίδας (έννοια που ούτως ή άλλως απεχθανόταν). Επικυρίαρχο ρόλο στο καθεστώς αυτό διαδραμάτιζε μία σφριγηλά δομημένη ομάδα ουτοπιστών, που πίστευαν ότι μπορούσαν από μόνοι τους να ξεκινήσουν μία παγκόσμια επανάσταση που θα άλλαζε τον ρου της Ιστορίας! Σε ό,τι αφορά την ίδια την ιδεολογία, θα λέγαμε ότι κινούνταν πάνω σε έναν πολύ συγκεκριμένο άξονα: το όραμα μιας αταξικής κοινωνίας.

Η λέξη «τάξη» δεν θα πρέπει να ερμηνευθεί εδώ με στενά οικονομικούς όρους. Σημαίνει, γενικά, το αποτέλεσμα κάθε διαδικασίας η οποία επιφέρει διαχωρισμούς που οδηγούν σε κάποιας μορφής κοινωνική διαστρωμάτωση. Μέσα σε αυτό το εννοιολογικό πλαίσιο, η ισότητα των ανθρώπων θεωρείται ότι επιτυγχάνεται όχι με τη θέσπιση κανόνων που διασφαλίζουν ίσες ευκαιρίες σε όλους και δίνουν τη δυνατότητα στους αρίστους να διακριθούν, αλλά μέσω μιας αναγκαστικής ισοπέδωσης που οδηγεί στην απόλυτη ομοιομορφία υπό το πρόσχημα της «δικαιοσύνης».

Οι πρώτες κινήσεις της νέας, τότε, εξουσίας μαρτυρούσαν την κυρίαρχη φιλοσοφία της. Ας δούμε, ενδεικτικά και επιγραμματικά, κάποια από τα χαρακτηριστικά της:

1. Ο εξοβελισμός της αριστείας από το εκπαιδευτικό σύστημα, αφού «η αριστεία είναι ρετσινιά… είναι μια στρεβλή φιλοδοξία»(!). Κατά τη νέα εκείνη αντίληψη εξουσίας, η ιδέα της αριστείας οδηγεί στον διαχωρισμό των μαθητών σε «αρίστους» και «μη αρίστους», πράγμα που αντίκειται στο αταξικό (με την γενική έννοια του όρου) δόγμα.

2. Η de jure εξίσωση του φοιτητή με τον ακαδημαϊκό δάσκαλο, επιτρέποντας στον πρώτο να συναποφασίζει με τον δεύτερο για ζητήματα που αφορούν την διοίκηση του πανεπιστημίου. Προφανώς, η «ξενόφερτη» ιδέα του διαχωρισμού των αρμοδιοτήτων μαθητή και δασκάλου αντέβαινε στις αρχές του ακαδημαϊκού ισοπεδωτισμού!

3. Η προκλητική ανεκτικότητα και σκανδαλώδης παραχωρητικότητα σε περιθωριακές ομάδες, που προσπαθούσαν (κι ακόμα προσπαθούν, δυστυχώς) να επιβάλουν δια της βίας τον «αναρχικό» μετασχηματισμό της κοινωνίας σε «αντισυστημικό» χάος. Θα λέγαμε ότι η τότε εξουσία έδινε την εντύπωση ότι έβλεπε στα καλυμμένα πρόσωπά τους έναν άτυπο στρατό στην υπηρεσία του καθεστώτος.

4. Η εξίσου σκανδαλώδης επίδειξη επιείκειας και «κατανόησης» προς τους ενεχόμενους σε πράξεις (ακόμα και δολοφονικής) τρομοκρατίας. Μάλιστα, η ίδια η χρήση του όρου «τρομοκρατία» δεν ήταν αποδεκτή από μία σημαντική μειοψηφία του τότε κυβερνώντος χώρου, η οποία αντιμετώπιζε τους τρομοκράτες – δολοφόνους ως περίπου μαχητές υπέρ της κοινωνικής ισότητας και δικαιοσύνης!

5. Η εθνικά επικίνδυνη πολιτική στο ζήτημα των «παράτυπων μεταναστών», με βάση μία ουτοπική ιδεολογία ανοικτών συνόρων για όλους (αφού, στη λογική των τότε κυβερνώντων, ο διαχωρισμός ανάμεσα σε «Έλληνες» και «μη-Έλληνες» ήταν τεχνητός και ασύμβατος με το ιδεώδες του «ανθρωπισμού»).

6. Η χαλαρότητα απέναντι στην ανομία. Εξ άλλου, οι όροι «νόμος» και «τάξη» ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα προσφιλείς στον πολιτικό χώρο των τότε κυβερνώντων, αφού ενεργοποιούσαν βαθιά ριζωμένα μετεμφυλιοπολεμικά σύνδρομα. Ο νόμος υπάρχει για να διατηρεί ή να επιβάλλει την τάξη, και η τάξη είναι ό,τι ακριβώς αντιμαχόταν η πολιτική φιλοσοφία του χώρου.

Το «φάρμακο του σκύλου», λοιπόν, που το κατάπιε αμάσητο ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος τη στιγμή που μασούσε με βουλιμία τις αμέτρητες σαγηνευτικές – πλην ανεδαφικές – προεκλογικές υποσχέσεις, δεν ήταν άλλο από τη βαθύτερη και λιγότερο ευδιάκριτη πολιτική ατζέντα εκείνης της κυβέρνησης. Μια ατζέντα που προσέβλεπε στον ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας με τρόπους και σε κατευθύνσεις που η τελευταία, όπως τελικά αποδείχθηκε, δεν ήταν πρόθυμη να αποδεχθεί.

Οι Έλληνες, αν και στη μεγάλη πλειοψηφία τους απεχθάνονται τον κυνικό δαρβινισμό του αχαλίνωτου νεοφιλελευθερισμού, εξακολουθούν να πιστεύουν στον υγιή ανταγωνισμό και στο δικαίωμα στη διάκριση ως αποτέλεσμα ικανοτήτων και μόχθου. Ειδικά, οι μαθητές που αντιμετωπίζουν με μέγιστη σοβαρότητα τις σπουδές τους δικαιούνται να ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους, φέροντας τον τιμητικό τίτλο του αρίστου και απολαμβάνοντας τα ανάλογα προνόμια.

Αν και ουδέποτε υπήρξαν ρατσιστές, οι Έλληνες απαιτούν να μη μετατραπούν de facto σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας μέσα στην ίδια τους τη χώρα, σε τρομαγμένα ανθρωπάκια που αποφεύγουν να κυκλοφορούν στους δρόμους μόλις κρυφτεί ο ήλιος, και σε εύκολα και απροστάτευτα θύματα εγκληματιών που εισέρχονται στη χώρα όχι ως κυνηγημένοι από αυταρχικά καθεστώτα (αυτούς τους τιμούμε απόλυτα) αλλά ως κοινοί τυχοδιώκτες.

Οι Έλληνες απαιτούν ισονομία χωρίς προνομιακές διακρίσεις. Το να φοράς κουκούλα δεν σε καθιστά «περισσότερο πολίτη» σε σχέση με αυτούς που δεν τη φορούν (το αντίθετο, θα έλεγα), ούτε σου εξασφαλίζει κατ’ εξαίρεση το δικαίωμα στην ασυδοσία, περιλαμβανομένης της δυνατότητας να κατακαίς ελεύθερα τις περιουσίες των συνανθρώπων σου και να καταστρέφεις τις ζωές τους. Επί πλέον, το να έχεις διαπράξει κακουργήματα δεν θα πρέπει να είναι ικανή (για να μην πω και αναγκαία) συνθήκη ώστε να απολαύσεις την κρατική στοργή και το δικαίωμα στη δεύτερη ευκαιρία!

Οι Έλληνες, τέλος, δεν επιθυμούν να γίνουν αταξική, αλλά ευνομούμενη κοινωνία. Τον ρόλο της εξουσίας δεν τον βλέπουν ως μηχανισμό ισοπέδωσης που στοχεύει στην αναγκαστική κι απόλυτη ομοιομορφία των ανθρώπων, αλλά ως θεματοφύλακα των ίσων δικαιωμάτων και ίσων ευκαιριών. Διεκδικούν το δικαίωμα στη διάκριση των κατά τεκμήριο αρίστων, με βάση θεσπισμένους κανόνες και έντιμες διαδικασίες αξιολόγησης.

Όσο για το αληθινό (και όχι παραπλανητικό) «μπιφτέκι του σκύλου», αυτό, φοβάμαι, θα αργήσει να ψηθεί, αφού μαγικές συνταγές υπέρβασης κρίσεων και κατάκτησης εθνικών θριάμβων δεν υπάρχουν. Απαιτείται απ’ όλους μας σκληρή δουλειά, υπομονή και, πάνω απ’ όλα, κοινωνική αλληλεγγύη. Κι αυτές τις αρετές κανένα πολιτικό σύστημα δεν είναι σε θέση να τις επιβάλει. Εμείς μόνο μπορούμε να τις ανακαλύψουμε μέσα μας. Όπως ο ευφυής σκύλος μου ανακάλυπτε πάντα το κρυμμένο χάπι στο μπιφτέκι!

Τρίτη 29 Απριλίου 2025

Μερικές σκέψεις για την αξιολόγηση στο Δημόσιο


Η ανάγκη αξιολόγησης των δημόσιων λειτουργών είναι αδιαμφισβήτητη. Αρκεί να τηρηθούν κοινά συμφωνημένοι κανόνες και να απαντηθούν μερικά κρίσιμα ερωτήματα...

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Πήγαινα τακτικά για φαγητό στο σπίτι του θείου μου. Ένα μεσημέρι κατέφθασε αγχωμένη η εξαδέλφη μου ρωτώντας τον πατέρα της για κάποιες αντικειμενικές αξίες ακινήτων που έπρεπε να συμπληρώσει σε ένα έντυπο. Θέλοντας να την πειράξω (βρήκα την ώρα!) της είπα ότι το φραστικό σχήμα «αντικειμενική αξία» είναι οξύμωρο, αφού η έννοια «αξία» αναφέρεται σε κάτι εντελώς υποκειμενικό (ό,τι συνιστά αξία για κάποιον δεν αποτελεί, απαραίτητα, αξία για κάποιον άλλον). Για να εισπράξω την – μάλλον αναμενόμενη – οργισμένη αντίδρασή της: «Εμείς τώρα καιγόμαστε, κι εσύ έχεις όρεξη για φιλοσοφίες!»

Και όμως... Πίσω από τον άκαιρο αστεϊσμό βρισκόταν μία οικουμενική αλήθεια: πως η αξία κάθε πράγματος συναρτάται τόσο με τις ανάγκες, όσο και με τις αρχές εκείνου που την αποτιμά. Συνεπώς, «αντικειμενική αξία» σημαίνει, στην καλύτερη περίπτωση, μία αξία την οποία αποδέχεται ένα πεπερασμένο σύνολο ανθρώπων (όπως μία δεδομένη κοινωνία) με κοινά συμφωνημένες προτεραιότητες και αρχές.

Γενικά μιλώντας, αξιολόγηση είναι ο προσδιορισμός της αξίας ενός πράγματος με βάση καθορισμένα κριτήρια. Όταν αναφερόμαστε, ειδικότερα, σε αξιολόγηση δημόσιων λειτουργών εννοούμε την αποτίμηση του δυναμικού τους (τα λεγόμενα «προσόντα» τους), της αποδοτικότητάς τους και της συνέπειάς τους στην άσκηση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί από την πολιτεία. Εδώ προκύπτουν δύο σημαντικά ζητήματα:

1. Υπάρχει γενικό consensus για τον καθορισμό των κριτηρίων αξιολόγησης των δημόσιων λειτουργών;

2. Εφαρμόζονται στην πράξη τα θεσπισμένα κριτήρια, ή προτάσσονται άλλα προς εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων (πολιτικών, συνδικαλιστικών, ή και στενά υπηρεσιακών);

Σε ό,τι αφορά την συνέπεια στην άσκηση καθηκόντων, ζήτημα το οποίο άπτεται της ευσυνειδησίας του κρατικού λειτουργού, η όποια έλλειψή της αυτονόητα σταματά κάθε άλλη συζήτηση περί αξιολόγησης! Η δυσκολία εκ μέρους της πολιτείας έγκειται στην θέσπιση δίκαιων κριτηρίων αξιολόγησης για συνεπείς και ευσυνείδητους λειτουργούς. Ιδιαίτερα όταν αυτοί προσφέρουν υπηρεσίες σε συναφείς θέσεις ευθύνης.

Για παράδειγμα, πώς θα καθορίζεται η βαρύτητα των τίτλων σπουδών – σε συνάρτηση και με το αντικείμενο εργασίας – σε ένα συγκεκριμένο δημόσιο λειτούργημα; Πώς ακριβώς θα προσδιορίζεται η αποδοτικότητα στο πλαίσιο μίας ομαδικής εργασίας; Είναι πιο σημαντικός ένας καθηγητής Λυκείου του οποίου δέκα μαθητές πέρασαν στο πανεπιστήμιο, από έναν συνάδελφό του που, με προσωπική κατάθεση χρόνου και συναίσθηση παιδαγωγικής ευθύνης, κατόρθωσε να ξαναδώσει νόημα και σκοπό ζωής σε ένα παιδί με αυτοκαταστροφικές ή παραβατικές τάσεις; Μετράει περισσότερο ένας υπάλληλος που, κλεισμένος σε ένα ήσυχο γραφείο του τελευταίου ορόφου, διεκπεραιώνει επιτυχώς εκατό υποθέσεις την ημέρα, σε σχέση με έναν (τυπικά ομοιόβαθμο) υπάλληλο του ισογείου ο οποίος, φτάνοντας ως τις εσχατιές των φυσικών και ψυχικών του αντοχών, καλείται να αντιμετωπίσει καθημερινά τις (συχνά οργισμένες και απρεπείς) διαμαρτυρίες των πολιτών για τις δυσλειτουργίες του συστήματος;

Τώρα, αυτή καθαυτήν η εφαρμογή στην πράξη των συμφωνημένων κριτηρίων αξιολόγησης είναι μία διαφορετική αλλά εξίσου σημαντική υπόθεση. Σε ένα απόλυτα αξιοκρατικό σύστημα διαχείρισης των κοινών, δεν τίθεται καν θέμα συζήτησης. Πόσο αξιοκρατικό, όμως, είναι το δικό μας σύστημα δημόσιας διοίκησης και δημόσιας εκπαίδευσης; Θα είναι απόλυτα στεγανοποιημένη η αξιολόγηση από πολιτικές και συνδικαλιστικές επιρροές; Θα υπάρχει υπερκομματικός φορέας ελέγχου του τρόπου εφαρμογής της αξιολόγησης; Αν ναι, πώς θα καθορίζεται θεσμικά η συγκρότησή του και πώς θα διασφαλίζεται η απρόσκοπτη λειτουργία του;

Με βάση την ως τώρα εμπειρία μας για τον τρόπο που λειτουργεί, γενικά, ο δημόσιος τομέας σε αυτή τη χώρα, κάποια από τα παραπάνω ερωτήματα είναι, δυστυχώς, ρητορικά. Δεν χρήζουν απαντήσεων αλλά απαιτούν σημαντική αλλαγή νοοτροπίας εκ μέρους κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Πριν μιλήσουμε, λοιπόν, για αξιολόγηση, θα πρέπει να εξετάσουμε κατά πόσον είμαστε ώριμοι - ως λαός και ως πολιτεία - να την εφαρμόσουμε στην πράξη.

Κλείνουμε με μία επισήμανση που θεωρούμε σημαντική και η οποία θα έπρεπε να είναι (μα δεν είναι πάντοτε) αυτονόητη. Η αξιολόγηση στοχεύει αποκλειστικά στη βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών που προσφέρει το κράτος στον πολίτη. Με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να αποτελεί μέσο κοινωνικής και πολιτικής εκδίκησης για υποτιθέμενους «τεμπέληδες και άχρηστους προνομιούχους», όπως με αήθη, άδικο και κοινωνικά ρατσιστικό τρόπο χαρακτηρίζονται συλλήβδην οι δημόσιοι λειτουργοί από μερικούς «καλοθελητές» των media και του Διαδικτύου.

Στον βαθμό που καταστεί εφικτή η διασφάλιση απόλυτης αντικειμενικότητας στη βάση κοινά συμφωνημένων κριτηρίων και αρχών, η αξιολόγηση θα είναι, πιστεύουμε, καλοδεχούμενη από το σύνολο των δημόσιων λειτουργών (κάποιες εξαιρέσεις, βέβαια, πάντοτε θα υπάρχουν). Ισοπεδωτικές γενικεύσεις και καθολικές δαιμονοποιήσεις, όμως, ελάχιστα συμβάλλουν σε αυτή την κατεύθυνση. Ακόμα περισσότερο, όταν υπαγορεύονται από παγιωμένες προκαταλήψεις και ιδιοτελείς (πολιτικές ή άλλες) σκοπιμότητες...

Τρίτη 15 Απριλίου 2025

Οι όψεις του λαϊκισμού


Το επικίνδυνο κοινωνικο-πολιτικό φαινόμενο του λαϊκισμού έκανε και πάλι την εμφάνισή του στη χώρα μας με αφορμή την υπόθεση των Τεμπών. Σε μεγαλύτερη κλίμακα, ο λαϊκισμός λαμβάνει πλέον παγκοσμιοποιημένες διαστάσεις με αφετηρία την πολιτική ηγεσία στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού - και κάποια πρόθυμα ευρωπαϊκά φερέφωνα...

Όμως, ποια ακριβώς είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα που ορίζουν τον λαϊκισμό, και ποιες είναι οι πολιτικές και ιστορικές παραλλαγές του φαινομένου; Κάποια από αυτά τα ερωτήματα επιχείρησε να απαντήσει ένα κείμενο του 2020, σε μία εφημερίδα που, δυστυχώς, διολισθαίνει εσχάτως σε πρακτικές που παραπέμπουν στο υπό εξέταση φαινόμενο...

    Τα πολλά πρόσωπα του λαϊκισμού


Ο λαϊκισμός είναι μία παθογένεια της Δημοκρατίας και ένα μέσο χειραγώγησης και ελέγχου στον Ολοκληρωτισμό. Είναι αναγνωρίσιμα τα βασικά χαρακτηριστικά και τα ποικίλα πρόσωπά του.

Δευτέρα 7 Απριλίου 2025

Ο δάσκαλος που δεν ξεχάστηκε...

Τι είναι αυτό που κάνει έναν δάσκαλο να μείνει αξέχαστος; Το ότι έχει το χάρισμα να κάνει τα δύσκολα να φαίνονται απλά. Και, πάνω απ' όλα, το ότι βοηθά τον μαθητή να ανακαλύψει τον εαυτό του.

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Ο φίλος μου ο Αριστείδης μιλά πάντα με συγκίνηση για τον κύριο Σεραφείμ, καθηγητή του πριν πολλά χρόνια (δεν θα πω πόσα...) στο Πολυτεχνείο:

– Είχε έναν μοναδικό τρόπο να εξηγεί τις πιο περίπλοκες έννοιες και να προσεγγίζει τα πιο δύσκολα προβλήματα, κάνοντάς τα όλα να φαίνονται απλά. Έλεγες: «Ώστε, τόσο εύκολο ήταν, τελικά!»

Όπως περιγράφει ο Αριστείδης, στις αίθουσες όπου δίδασκε ο κ. Σεραφείμ έπρεπε να είχες κρατήσει... θέση από την προηγούμενη μέρα για να βρεις κάπου να καθίσεις (και πάντα υπήρχαν και όρθιοι).

Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τη σχέση που είχε ο εξαίρετος αυτός δάσκαλος με την φιλοσοφία (και, δυστυχώς, είναι πλέον πρακτικά αδύνατο να τον βρω κάπου στη Γη ώστε να τον ρωτήσω...). Όμως, έστω και χωρίς να το κάνει συνειδητά – αλλά μόνο με το αλάνθαστο ένστικτο του καλού εκπαιδευτικού – εφάρμοζε την Σωκρατική προτροπή:

«Γνώθι σαυτόν»!

Δηλαδή, να γνωρίσεις τον εαυτό σου, να αποκτήσεις αυτογνωσία (και, σε βαθύτερο ηθικό επίπεδο, αυτοσυνειδησία).

Υπάρχουν δύο δυνατές αναγνώσεις τού «γνώθι σαυτόν», συμπληρωματικές η μία ως προς την άλλη. Η πρώτη - ίσως η πιο αυθεντικά σωκρατική - μας ζητά να γνωρίσουμε τα όρια της νόησής μας προτού επιχειρήσουμε να απαντήσουμε σε ερωτήματα που μας ξεπερνούν. (Αυτό ήταν, κατά βάση, και το μήνυμα του Καντ στην «Κριτική του Καθαρού Λόγου» του.)

Η εναλλακτική («θετική») ερμηνεία της ρήσης μάς ζητά, αντίθετα, να υπερβούμε αυτά που θεωρούμε ως όρια της νόησής μας, ανακαλύπτοντας νέες δυνατότητές της που δεν γνωρίζαμε. «Μου φαίνεται, τελικά, τόσο απλό. Είχα αδικήσει τον εαυτό μου πιστεύοντας πως δεν είχα τη δυνατότητα να το καταλάβω», μονολογούσε με μία δόση θαυμασμού ο φοιτητής που παρακολουθούσε τις διαλέξεις τού (αείμνηστου πλέον) κ. Σεραφείμ στο ΕΜΠ.

Ο καλός δάσκαλος, λοιπόν, είναι ένα είδος μάγου. Κάνει τον μαθητή να νιώσει ότι η γνώση βρισκόταν πάντα μέσα του αλλά ανέμενε κάποιον οδηγό να της φωτίσει τον δρόμο προς τη συνείδηση:

«Αυτά που σου διδάσκω τα γνώριζες ήδη, όμως δεν γνώριζες ότι τα γνώριζες!»

Θα λέγαμε ότι ο καλός δάσκαλος είναι σαν τον καλό γλύπτη. Παίρνει ένα αδιαμόρφωτο κομμάτι μάρμαρο και αναδεικνύει την ωραία μορφή που βρισκόταν εξαρχής στο εσωτερικό του, μα κανείς δεν μπορούσε να την δει. Έτσι, ο δάσκαλος οδηγεί τον μαθητή να ανακαλύψει τις αρετές και να αναπτύξει τις δεξιότητές του, με στόχο όχι μόνο την μελλοντική επαγγελματική επιτυχία αλλά και, γενικότερα, την ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του.

Και, όπως ο γλύπτης αναδεικνύει τη μορφή πετώντας το περιττό υλικό, έτσι κι ο δάσκαλος οφείλει να πείσει τον μαθητή να απαλλάξει τη σκέψη και την ψυχή του από άχρηστα ή και επιζήμια «υλικά», όπως η αυτοαμφισβήτηση, η προκατάληψη, η μισαλλοδοξία...

Ένας άλλος φίλος, νομικός, μου είχε περιγράψει πριν πολλά χρόνια έναν αντίστοιχο χαρισματικό δάσκαλο στη Νομική Σχολή. Ήταν καθηγητής Ιστορίας. Το να παρακολουθείς τις διαλέξεις του ήταν σαν να βλέπεις μια συναρπαστική θεατρική παράσταση, έναν μονόλογο από έναν ταλαντούχο αφηγητή που έδινε ζωή σε κάθε ιστορικό θέμα που περιέγραφε. Το αμφιθέατρο ήταν πάντα γεμάτο. Αντίθετα, λίγοι «σπασίκλες» (συγνώμη για την έκφραση) φοιτητές, μόνο, τιμούσαν τις παραδόσεις ενός άχρωμου καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου, που ξεκινούσε το μάθημα λέγοντας «σήμερα θα ομιλήσωμεν δια το...» (αναφέρομαι σε πολύ παλιές εποχές!).

Στο Διαδίκτυο μπορεί κάποιος να βρει άφθονα videos με διαλέξεις φιλοσοφίας του Δημήτρη Λιαντίνη. Κάποιες από τις διαλέξεις αυτές απευθύνονταν σε μεταπτυχιακούς φοιτητές από τον χώρο της Εκπαίδευσης. Θα παρατηρήσει και εδώ ο διαδικτυακός επισκέπτης ότι «δεν έπεφτε καρφίτσα» στο αμφιθέατρο! Κι αυτό γιατί ο χαρισματικός αυτός δάσκαλος είχε τον τρόπο να συνεπαίρνει το ακροατήριό του, δίνοντας ζωή σε κάθε τι που ανέπτυσσε – ακόμα και αν επρόκειτο για δύσκολες έννοιες του φιλοσοφικού στοχασμού. (Υπήρχαν και καθηγητές που έκαναν μάθημα σε σχεδόν άδειες αίθουσες, όπως με έχουν πληροφορήσει συνάδελφοι εκπαιδευτικοί που παρακολουθούσαν τότε τον σχετικό κύκλο μεταπτυχιακών μαθημάτων.)

Ακολουθώντας και ο (σωκρατικός) Λιαντίνης την αυτογνωστική παιδαγωγική μέθοδο, έδειξε στους φοιτητές του ότι και οι πιο σύνθετες ιδέες της Φιλοσοφίας μπορούσαν να γίνουν κατανοητές αν τις αντιλαμβάνονταν σαν «αγνώστως προϋπάρχουσες» νοητικές μορφές που ανέμεναν τον Δάσκαλο που θα τις οδηγούσε στο ξέφωτο του συνειδητού.

Ας ανακεφαλαιώσουμε: Ο δάσκαλος που δεν ξεχάστηκε,

εύρισκε πάντα τον τρόπο να κάνει ακόμα και τις πιο δύσκολες και περίπλοκες ιδέες να μοιάζουν απλές και κατανοητές,

μπορούσε να κάνει ακόμα και το πιο ανιαρό, από τη φύση του, θέμα να φαίνεται συναρπαστικό,

δεν πρόσφερε τη γνώση σαν μασημένη τροφή αλλά οδηγούσε τον μαθητή να την ανακαλύψει «σαν να βρισκόταν πάντα κρυμμένη μέσα του»,

βοηθούσε τον μαθητή να αναδείξει και να καλλιεργήσει τις πραγματικές του αρετές και τα αληθινά του ταλέντα (όχι απαραίτητα συμβατά με τον ρόλο για τον οποίο τον προόριζε – είτε από φιλοδοξία, είτε απλά από ανάγκη – η οικογένειά του...).

Εν κατακλείδι, ο ρόλος του δασκάλου είναι να φωτίζει δρόμους. Είναι όμως απόφαση κι ευθύνη του ίδιου του μαθητή να τους διαβεί!

Δευτέρα 31 Μαρτίου 2025

Ήταν επίδειξη «πατριωτισμού» η συμπεριφορά των σπουδαστών της ΣΜΥΝ στην παρέλαση;


Πατριωτική πράξη ή ασυγχώρητη επιπολαιότητα τα υβριστικά συνθήματα των σπουδαστών της ΣΜΥΝ στην στρατιωτική παρέλαση της 25ης Μαρτίου στην Αθήνα;

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Στην πρόσφατη στρατιωτική παρέλαση για τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου στην Αθήνα, σπουδαστές της Σχολής Μονίμων Υπαξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού (ΣΜΥΝ), κατά παράβαση - προφανώς - των εντολών που είχαν λάβει από τους ανωτέρους τους σχετικά με τα όρια του ρόλου τους στην εκδήλωση, φώναξαν υβριστικά συνθήματα εναντίον γειτονικής χώρας, φέρνοντας σε δύσκολη θέση την παριστάμενη πολιτική και στρατιωτική ηγεσία.

Κάποιοι "υπερεθνικόφρονες" σχολιαστές στα media, μη αντιλαμβανόμενοι το βάρος του φοιτητικού παραπτώματος να μετατρέψουν αυθαίρετα - και δίχως σεβασμό στην ιερότητα της μέρας - μία επίσημη τελετή σε οιονεί προέκταση στρατιωτικών γυμνασίων (οι γνωρίζοντες τον χώρο της στρατιωτικής εκπαίδευσης αντιλαμβάνονται τι εννοώ...), έσπευσαν να επευφημήσουν το "πατριωτικό φρόνημα των παιδιών" απαιτώντας, παράλληλα, την μη τιμωρία τους.

Παρεμφερούς ιδεολογίας κύκλοι είχαν επαινέσει μία ανάλογη συμπεριφορά ανυπακοής εκ μέρους του αρχηγού της Σχολής Ευελπίδων το μακρινό "μνημονιακό" έτος 2011, τόσο κατά τη διάρκεια στρατιωτικής παρέλασης όσο και, λίγο αργότερα, την ημέρα της εορτής του Πολυτεχνείου. Είχαμε σχολιάσει τα περιστατικά εκείνα από τη στήλη μας στο ΒΗΜΑ [1], ενδεχομένως όχι με τον τρόπο που ήταν αρεστός σε κάποιους (θυμάμαι ακόμα τον ποταμό υβριστικών σχολίων που συνόδευαν την αναδημοσίευση του κειμένου σε ακροδεξιό site)...

Η συμπεριφορά των σπουδαστών της ΣΜΥΝ (ελπίζω να μην αληθεύουν τα όσα παρόμοια ακούστηκαν και για τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων!) μπορεί να κριθεί σε τρία επίπεδα:

1. Στρατιωτικό/εκπαιδευτικό: Οι σπουδαστές μιας στρατιωτικής σχολής, στην οποία η υπακοή στους στρατιωτικούς κανόνες διδάσκεται ως πρώτιστη υποχρέωση, επέδειξαν απειθαρχία απέναντι στις εντολές των ανωτέρων τους. Γιατί, μου είναι αδύνατο να σκεφτώ ότι τα συνθήματα που ακούστηκαν ήταν σε γνώση και είχαν την έγκριση αξιωματικών της σχολής!

2. Πολιτικό/εθνικό: Με ποια λογική οι σπουδαστές μιας στρατιωτικής σχολής δικαιούνται να "κηρύσσουν πόλεμο" και να χαράσσουν εθνική πολιτική σε μία δημόσια εκδήλωση, παρουσία της ανώτατης πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας του τόπου; Δεν αντιλαμβάνονται, άραγε, ότι είναι δυνατό να σύρουν τις αρχές της χώρας σε θέση απολογούμενου απέναντι σε εκείνους ακριβώς που οι ίδιοι (οι σπουδαστές) καθυβρίζουν; Και, δεν λογαριάζουν το εθνικό διπλωματικό κεφάλαιο που τόσο αχρείαστα θα σπαταληθεί εξαιτίας της επιπολαιότητάς τους;

3. Ηθικό/πολιτιστικό: Δεν με αφορά ο πολιτισμός (ή "πολιτισμός") των γειτόνων μας. Και δεν θα λάβω υπόψη τα (όποια) ανθελληνικά συνθήματά τους σε ανάλογες δικές τους δημόσιες εκδηλώσεις και τελετές. Αυτό που έχει σημασία για εμένα (συγχωρήστε μου το πρώτο ενικό) είναι ότι η ιστορική υπεροχή του Ελληνισμού, για την οποία δικαιούμαστε να είμαστε υπερήφανοι, χτίστηκε με βάση την αδιαμφισβήτητη πνευματική ανωτερότητα των Ελλήνων, όχι λόγω της "τέχνης" τους να σκαρώνουν και να παιανίζουν ευτελείς χυδαιολογίες γηπεδικής προέλευσης σε ψευδο-πατριωτικές παραλλαγές! Οι σπουδαστές της ΣΜΥΝ ακύρωσαν στην πράξη τον σημαντικότερο λόγο για τον οποίο θα έπρεπε να καμαρώνουν.

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, εκείνοι που έσπευσαν να χειροκροτήσουν "τα παιδιά" γι' αυτή τους την ανέξοδη επίδειξη δήθεν εθνικοφροσύνης ("τσάμπα μαγκιά" την αποκάλεσε γνωστός Ναύαρχος του Πολεμικού Ναυτικού, και θα συμφωνήσουμε) ας εξετάσουν προσεκτικότερα τον ορισμό που δίνουν στην έννοια του πατριωτισμού. Κι ίσως το σκεφτούν ξανά...


Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2024

Η παρουσία του κ. Σαμαρά | Άρθρο του 1992


Άρθρο στην εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 7-11-1992 (ο τίτλος ήταν επιλογή της εφημερίδας). Έχουν γίνει μικρές βελτιώσεις στο αρχικό κείμενο.

Πριν παραθέσω το άρθρο, λίγα λόγια για το πολιτικό σκηνικό της εποχής:

Οκτώβριος 1992... Παραιτείται από το βουλευτικό αξίωμα ο Αντώνης Σαμαράς, έχων διατελέσει έως τον Απρίλιο του ίδιου έτους υπουργός Εξωτερικών της χώρας στην κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (ασυγχώρητη επιλογή ενός τόσο έμπειρου πολιτικού!). Στους δρόμους και τις πλατείες φανατικοί ιερείς και υστερικά πλήθη πρόσφεραν άλλοθι στον Σαμαρά για να ξεδιπλώσει την πολιτική του ατζέντα, εκμεταλλευόμενος εθνικές ευαισθησίες της εποχής. Πριν αφήσει το υπουργείο του είχε προλάβει να προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στην εξωτερική πολιτική της χώρας, υιοθετώντας μία ακραία και διπλωματικά παράλογη στάση μικρομέγαλου εθνικού μαξιμαλισμού που, τελικά, γύρισε μπούμερανγκ για την Ελλάδα στην τελική έκβαση του Μακεδονικού ζητήματος.

Πολλοί χαιρέτισαν τότε την παραίτηση του κ. Σαμαρά ως πράξη εθνικής ευαισθησίας και εθνικής συνέπειας. Την είχαμε χαιρετίσει κι εμείς σε ένα κείμενο στην «Καθημερινή» (το παραθέτω πιο κάτω), αλλά για εκ διαμέτρου αντίθετους λόγους...

--------------------------------

Μία σημαντική μερίδα των μέσων ενημέρωσης και του Τύπου χαιρέτισε την παραίτηση του τέως υπουργού Εξωτερικών, κ. Α. Σαμαρά, από το βουλευτικό αξίωμα, ως πράξη εθνικής ευαισθησίας και φιλοπατρίας. Κατά μία έννοια, τούτο είναι απολύτως ορθό.

Η σύντομη παρουσία του κ. Σαμαρά σε υπεύθυνη κυβερνητική θέση είχε σοβαρές συνέπειες για τη χώρα. Ας απαριθμήσουμε μερικές από αυτές:

1. Κατόρθωσε να επαναφέρει την Ελλάδα, στη συνείδηση της Ευρώπης, στην τριτοκοσμική θέση όπου παραδοσιακά και φυσιολογικά ανήκει, ολοκληρώνοντας τις ευγενείς προσπάθειες που έγιναν στην κατεύθυνση αυτή κατά την οκταετία 1981-89. Υιοθετώντας την πολιτική του θυμικού και της υστερίας (αφού αυτή του ρεαλισμού είναι ίδιον των «εθνοπροδοτών»), συνέβαλε στη μετάλλαξη της χώρας σε ένα απέραντο εθνικιστικό φολκλόρ [1], το οποίο οι Ευρωπαίοι εταίροι μας θα εύρισκαν άκρως διασκεδαστικό αν δεν ήταν ταυτόχρονα και επιζήμιο για την ευρωπαϊκή συνοχή. Μοιραία, φτάσαμε να δεχόμαστε μαθήματα ευρωπαϊκής συμπεριφοράς ακόμα και από την αντι-ευρωπαϊκή Δανία, η οποία δεν παρέλειψε να μας υπενθυμίσει ότι είμαστε Βαλκάνιοι, προφητεύοντας ότι έτσι θα παραμείνουμε για πολύ ακόμα.

2. Οι άστοχοι και αψυχολόγητοι χειρισμοί του, από τα πρώτα κιόλας βήματά του ως υπουργού Εξωτερικών, στέρησαν την Ελλάδα από μία ιστορική ευκαιρία να αναδειχθεί σε ηγετική δύναμη στην περιοχή της. Μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», οι βόρειοι γείτονές μας (Αλβανία, Βουλγαρία, Σκόπια) βρέθηκαν ξαφνικά χωρίς ουσιαστική εξωτερική προστασία, έχοντας να αντιμετωπίσουν ταυτόχρονα τις συνέπειες μιας εξαθλιωμένης οικονομίας. Ποια στάση τήρησε ο καθ’ ύλην αρμόδιος για την ελληνική εξωτερική πολιτική υπουργός; Αντί να σπεύσει να τείνει χείρα φιλίας και συνεργασίας, επιδόθηκε σε λεονταρισμούς προς πάσα κατεύθυνση, δημιουργώντας εύλογες ανησυχίες στα γειτονικά κράτη για τις προθέσεις της χώρας μας. Φυσικά, οι κυβερνήσεις των γειτόνων μας στράφηκαν πλέον στους προς ανατολάς «φίλους» μας για «προστασία». Και απομείναμε εμείς να βλέπουμε αμήχανοι από τις τηλεοράσεις μας τα χειροφιλήματα της αλβανικής ηγεσίας προς τον κ. Ντεμιρέλ... [2]

3. Ο κ. Σαμαράς, εμφανέστατα παρασυρμένος από προσωπικές πολιτικές φιλοδοξίες, και έχοντας ως όπλο έναν ελκυστικό για τις μάζες (αλλά ολέθριο για την ουσία της εξωτερικής πολιτικής) λαϊκισμό, παγίδευσε την κυβέρνηση σε μία αδιέξοδη – και λίαν δαπανηρή, διπλωματικά – αντιπαράθεση με όλους, σχεδόν, τους συμμάχους μας, με κεντρικό (και ουσιαστικά μοναδικό) άξονα το όνομα της Δημοκρατίας των Σκοπίων, θέτοντας ως υποθήκη τα λοιπά (και πλέον ουσιώδη) εθνικά ζητήματα. Παράλληλα, οι αδέξιοι χειρισμοί του είχαν ως αποτέλεσμα τον εκ των πραγμάτων σημαντικό περιορισμό κάθε δυνατότητας διπλωματικών χειρισμών και ελιγμών εκ μέρους τού (κατά πολύ ψυχραιμότερου και πραγματιστή) πρωθυπουργού [3] σε κρίσιμες διαπραγματεύσεις.

4. Θεωρώντας, προφανώς, τον εαυτό του ως τον νέο Βενιζέλο, ήταν πρόθυμος και έτοιμος ανά πάσα στιγμή να εμπλέξει τη χώρα σε εθνική περιπέτεια [4] της οποίας η κατάληξη θα ήταν απρόβλεπτη και, σε κάθε περίπτωση, οδυνηρή.

Με βάση τα προαναφερθέντα, πιστεύουμε ότι η απόφαση του κ. Σαμαρά να απαλλάξει το πολιτικό προσκήνιο του τόπου μας από την παρουσία του [5] αποτελεί πράγματι μία μέγιστη επίδειξη πατριωτισμού!

ΚΩΝ. Ι. ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΥ, Φυσικός, Αθήνα

[1] Αναφέρεται στις γραφικές εξαλλοσύνες της εποχής εκείνης με αφορμή το ζήτημα του ονόματος της «Δημοκρατίας των Σκοπίων» (sic).

[2] Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, τότε Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας.

[3] Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Έλληνας Πρωθυπουργός (1990-93).

[4] Αρθρογράφος της εποχής εκείνης και, αργότερα, στενός συνεργάτης του Α. Σαμαρά, πρότεινε να... εισβάλει η Ελλάδα στρατιωτικά στα Σκόπια! Δείτε, π.χ., εδώ: 

[5] Το κείμενο δεν αποδείχθηκε προφητικό, αφού η απουσία του Α. Σαμαρά από το πολιτικό προσκήνιο ήταν μόνο προσωρινή...

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2024

Η εθνική Τραμπο-λαγνεία μας!

 Ο Ντόναλντ Τραμπ απολαμβάνει υψηλό βαθμό δημοφιλίας στην Ελλάδα. Τον αγαπούν ιδιαίτερα όσοι αυτοπροσδιορίζονται ως "υπερπατριώτες", "θεματοφύλακες των παραδόσεων" και "αντι-Woke", παραβλέποντας τις συνέπειες που θα έχει η επανεκλογή του για τη χώρα μας...

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Κάθε φορά, σχεδόν, που τολμώ να εκφράσω δημόσια μία όχι κολακευτική άποψη για τον τέως πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, εισπράττω ενστάσεις σε αυστηρό ύφος (ενίοτε, ακόμα και επιδεικτικούς αποκλεισμούς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης) από πρώην φοιτητές μου. Σαν οι απόψεις μου να ισοδυναμούν για εκείνους με προσωπική προσβολή!

Βέβαια, οι εν λόγω αγαπητοί, κατά τα άλλα, μαθητές μου δεν αποτελούν ειδική κατηγορία. Είναι γεγονός ότι ο Τραμπ έχει αρκετούς φανατικούς θαυμαστές στη χώρα μας. Το ενδιαφέρον είναι ότι όσοι τον υποστηρίζουν εντάσσουν τους εαυτούς τους στους γνήσιους πατριώτες. Χωρίς να αντιλαμβάνονται, ίσως, ότι η επανεκλογή του στην προεδρία των ΗΠΑ όχι μόνο δεν συμφέρει την Ελλάδα αλλά είναι δυνατόν να αποδειχθεί επικίνδυνη για τη χώρα.

Όμως, πού οφείλεται αυτή η δημοφιλία του Ντόναλντ Τραμπ; Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τέσσερις, βασικά, λόγους:

1. Η κόπωση από την λεγόμενη "πολιτική ορθότητα", στην οποία ο Τραμπ έχει κηρύξει αληθινό πόλεμο [1]. Η εναντίωσή του, μάλιστα, στην πολιτική ορθότητα συνέβαλε στην επικράτηση του Τραμπ στις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ το 2016. Στη χώρα μας η πολιτική ορθότητα έχει καταντήσει αληθινή πληγή σε ό,τι αφορά την ελευθερία της έκφρασης. Δεν θα πρέπει να αναφερόμαστε σε λαθραίους ή ακόμα και σε παράνομους μετανάστες, αλλά μόνο σε "παράτυπους" μετανάστες ("δεν υπάρχουν λαθραίοι άνθρωποι", λένε οι πολιτικά ορθοί, ξεχνώντας βολικά τους λαθροθήρες και τους λαθραναγνώστες). Δεν είναι σωστό να κρίνουμε ανοιχτά τα ήθη των μουσουλμάνων, ακόμα και αν κάποια από αυτά (π.χ., ο ρόλος και η θέση της γυναίκας στην κοινωνία) αντίκεινται σε θεμελιώδεις αξίες του Δυτικού πολιτισμού. Όταν εκπρόσωποι "ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων" (sic) διαπράττουν εγκλήματα, τα μέσα ενημέρωσης θα πρέπει να αποφεύγουν να προσδιορίσουν την κοινωνική προέλευση των δραστών. Και αυτή είναι μόνο μία μικρή, ενδεικτική λίστα απαγορεύσεων που επιβάλλει το δόγμα της πολιτικής ορθότητας.

Στην πολιτική ορθότητα ήρθε πρόσφατα να προστεθεί μία ακραία απόφυσή της, η λεγόμενη "Woke κουλτούρα" [2], που επιχειρεί να επιβάλει ως καθολικό δόγμα την κατάργηση κάθε φυσικής ή κοινωνικής κανονικότητας που δεν υπηρετεί τις ανάγκες συγκεκριμένων μειοψηφικών ομάδων. Τόσο στους οπαδούς του στην Ελλάδα, όσο και σε εκείνους στην ίδια την Αμερική, ο Τραμπ φαντάζει σαν ένα είδος "Μπεν-Χουρ" που θα επιστρέψει για να πάρει εκδίκηση από τους (όντως προκλητικούς) "Γουοκιστές" και να εξαφανίσει μια και καλή το ιδεολογικό ρεύμα που εκπροσωπούν. Όμως, το να ανεβάζεις στην εξουσία της ισχυρότερης δημοκρατίας του κόσμου έναν επικίνδυνο αρνητή των δημοκρατικών θεσμών και θαυμαστή αιμοσταγών δικτατόρων, με βασικό (αν όχι μοναδικό) κριτήριο τον πόλεμο που έχει κηρύξει στον "γουοκισμό", είναι σαν να χρησιμοποιείς δυναμίτη για να ανοίξεις την πόρτα του σπιτιού σου όταν έχεις χάσει τα κλειδιά. Στο τέλος δεν θα έχει μείνει σπίτι για να ανοίξεις!

2. Η σκληρή στάση του Τραμπ στο μεταναστευτικό ζήτημα στις ΗΠΑ, και η προσπάθεια για θωράκιση της χώρας του έναντι παράνομων μεταναστευτικών ροών (κυρίως από τα νότια σύνορά της). Αυτό εξηγεί γιατί στην Ελλάδα, μία χώρα που υποφέρει από τις συνέπειες της λαθρομετανάστευσης περισσότερο από κάθε άλλη στην Ευρώπη, υπάρχουν πολλοί που λένε "ένας Τραμπ μας χρειάζεται"! Κάπως έτσι σκέφτηκαν και οι Γερμανοί την περίοδο του Μεσοπολέμου, ανταλλάσσοντας τελικά τη δημοκρατία με έναν πολλά υποσχόμενο λαϊκιστή δικτάτορα. Το αποτέλεσμα της επιλογής τους το πλήρωσε ακριβά η ανθρωπότητα, αλλά και ο ίδιος ο γερμανικός λαός (τον οποίο έσωσε ο μεταπολεμικός αμερικανικός πραγματισμός...).

3. Η κατάργηση από τον Τραμπ ατομικών δικαιωμάτων στις ΗΠΑ, τα οποία στη χώρα μας είναι αυτονόητα αλλά όχι καθολικά αποδεκτά. Για παράδειγμα, ο Τραμπ κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια, και τελικά το πέτυχε, να καταργήσει το δικαίωμα μίας γυναίκας να επιλέγει αν θα καταστεί ή όχι μέσο αναπαραγωγής [3]. Ακραία θρησκόληπτοι Έλληνες (αλλά και μερικοί κοινοί φαλλοκράτες) εύχονται να υπάρξει κάποτε "ένας Τραμπ" στην Ελλάδα για να δώσει παρόμοια θεσμική ισχύ στα (κατά την αντίληψή τους) "χρηστά ήθη"...

4. Η εμφανής συμπάθεια του Τραμπ προς τον Ρώσο δικτάτορα Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος έχει φανατικούς ρωσόφιλους θαυμαστές στην Ελλάδα. Οι τελευταίοι αντιπαθούν κατά κύριο λόγο την ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης, και στο πρόσωπο του Πούτιν βλέπουν κάποιον που έχει τη δύναμη να αποσυνθέσει την Ευρωπαϊκή Ένωση. Έτσι, "κάθε φίλος του Βλαδίμηρου είναι και δικός μας φίλος"!

Αυτό που δεν αντιλαμβάνονται, όμως, οι Έλληνες θαυμαστές του Ντόναλντ Τραμπ είναι οι πιθανές συνέπειες για την Ελλάδα, της επανεκλογής του στην προεδρία των ΗΠΑ. Πάγια επιδίωξη του Τραμπ είναι η απεμπλοκή των ΗΠΑ από όλες τις διεθνείς υποθέσεις που καθιστούν υποχρεωτική την αμερικανική παρέμβαση και ανάληψη ευθύνης. Μια τέτοια εσωστρεφής πολιτική των Αμερικανών θα μπορούσε να πλήξει σοβαρά το καθεστώς προστασίας που απολαμβάνουν ακόμα και τα ίδια τα μέλη του NATO, ενός οργανισμού από τον οποίο ο Τραμπ επιθυμεί να δει τις ΗΠΑ να αποχωρούν [4].

Δεν χρειάζεται, νομίζω, να αναλύσω τις συνέπειες που θα είχε ένα τέτοιο κενό εξισορρόπησης ισχύος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. (Οι πρόσφατες "γλύκες" του Σουλτάνου υπαγορεύτηκαν σε μεγάλο βαθμό από την ανάγκη να μη δυσαρεστηθεί ο αμερικανικός παράγοντας λόγω τυχόν εντάσεων στη νοτιοανατολική πτέρυγα του NATO.) Και είναι αμφίβολο αν το ίδιο το NATO θα συνεχίσει να υπάρχει χωρίς τους Αμερικανούς.

Ξέρω, μία τέτοια προοπτική προκαλεί ονειρωξικά φαινόμενα στους θαυμαστές του Πούτιν. Είναι οι ίδιοι που, μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, έγραφαν χαιρέκακα στα social media ότι "ο Πούτιν θα κάνει σκόνη την Ευρώπη με τα πυρηνικά του"! Μάλλον δεν θα θυμούνται από το μάθημα της γεωγραφίας ότι και η Ελλάδα κάπου στην Ευρώπη βρίσκεται...

[1] https://www.tovima.gr/2020/06/23/opinions/politiki-orthotita-kai-amerikanikes-ekloges/

[2] https://ardin-rixi.gr/archives/258707

[3] https://www.tovima.gr/2023/06/08/opinions/thriskeytikos-fontamentalismos-kai-atomika-dikaiomata/

[4] https://www.kathimerini.gr/world/562688176/o-tramp-exyfainei-ek-neoy-schedia-exodoy-ton-ipa-apo-to-nato/

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2024

Στα χαρακώματα του «Μεγάλου Πολέμου»


Η κόλαση των χαρακωμάτων και μερικά από τα σημαντικότερα πολεμικά γεγονότα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

    Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

1. Εισαγωγή

Σε προηγούμενο άρθρο επιχειρήσαμε να διερευνήσουμε τα αίτια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918) και να επιμερίσουμε, κατά το δυνατόν σφαιρικά, τις ευθύνες για το ξέσπασμά του, που ήταν αποτέλεσμα ενός διπλωματικού και στρατιωτικού ντόμινο μοναδικού στα πολεμικά χρονικά. Όπως είδαμε, τη νομοτέλεια των εξελίξεων καθόρισε ένα σύστημα συμμαχιών που χώριζε τις εμπόλεμες δυνάμεις σε δύο μεγάλα στρατόπεδα: την Αγγλία, τη Γαλλία και τους συμμάχους τους (που όλοι μαζί αναφέρονται, συνήθως, ως «οι Σύμμαχοι») και τη Γερμανο-Αυστριακή συμμαχική ομάδα (τις λεγόμενες «Κεντρικές Δυνάμεις»).

Στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσουμε να καταγράψουμε τα ίδια τα πολεμικά γεγονότα, ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, τα σημαντικότερα από αυτά. Περισσότερα στοιχεία θα βρει ο αναγνώστης στη σχετική βιβλιογραφία, καθώς και στις πολυάριθμες ιστορικές αναλύσεις και τα σχετικά videos που υπάρχουν στο Διαδίκτυο. Και ας μην ξεχνούμε, ασφαλώς, και το κλασικό All Quiet on the Western Front” – ως ταινία ή ως μυθιστόρημα – καθώς και το δικό μας, το σαγηνευτικά εφιαλτικό «Η ζωή εν τάφω» του Στράτη Μυριβήλη.

2. Ένα άλλο είδος πολέμου

Στο τέλος του καλοκαιριού του 1914, οι λαοί είχαν υποδεχθεί τον πόλεμο με φανερό ενθουσιασμό και με τη βεβαιότητα μιας νίκης που θα επιτυγχανόταν «μέσα σε λίγες εβδομάδες». Σημαίες ανέμιζαν και στρατιωτικές μπάντες έπαιζαν χαρούμενους πατριωτικούς σκοπούς καθώς οι στρατιώτες ξεκινούσαν, τραγουδώντας, για το μέτωπο…

Τον πρώτο καιρό, ο πόλεμος ακολούθησε τα συμβατικά πρότυπα που χαρακτηρίζονταν από κάποιας μορφής κινητικότητα των στρατευμάτων. Σύντομα όμως οι στρατοί γνώρισαν τη δολοφονική δύναμη των νέων όπλων, που ήταν σχεδιασμένα να προκαλούν μαζικούς θανάτους. Μετά τις αρχικές μάχες, οι αντίπαλες γραμμές στα δυτικά σίγησαν ξαφνικά καθώς οι στρατιώτες άρχισαν να σκάβουν βαθιά χαρακώματα, μέσα στα οποία θα έμεναν θαμμένοι για τα επόμενα τέσσερα χρόνια παρέα με τη λάσπη, τις ψείρες, και τους αρουραίους που έπαιρναν υπερμεγέθεις διαστάσεις τρεφόμενοι από τα πτώματα.

Ανάμεσα στις αντίπαλες γραμμές χαρακωμάτων, η ουδέτερη ζώνη - η «γη του κανενός» (no man’land) - ήταν ο τόπος μαζικής σφαγής των επιτιθέμενων όταν αυτοί, υπό τους ήχους των εχθρικών πολυβόλων, επιχειρούσαν να βγουν από τα λαγούμια τους και να κινηθούν προς το απέναντι χαράκωμα.

Οι ένδοξοι καιροί του ιππικού και των πολύχρωμων στρατιωτικών κοστουμιών είχαν περάσει οριστικά, πια, στην Ιστορία, ενώ το αεροπλάνο άρχισε να κάνει την εμφάνισή του ως πολεμικό εργαλείο, κυρίως για την κατασκόπευση των θέσεων και κινήσεων του αντιπάλου. Ως το τέλος του πολέμου, τα δηλητηριώδη αέρια και τα τανκς είχαν μπει κι αυτά στο πολεμικό παιχνίδι, αν και η σπουδαιότητά τους στον προκείμενο πόλεμο έχει μάλλον υπερεκτιμηθεί.

Σε ό,τι αφορά τη θάλασσα, ο πόλεμος δεν έχει να επιδείξει σημαντικές ναυμαχίες, με εξαίρεση αυτή στην Jutland το 1916, όπου ο αγγλικός και ο γερμανικός στόλος συναντήθηκαν σε μία μάχη χωρίς νικητή. Από κει και ύστερα, το υπέρτατο όπλο στον αγώνα για τον έλεγχο των θαλασσών ήταν το υποβρύχιο - κυρίως από τη μεριά των Γερμανών, που προσπαθούσαν με κάθε μέσο να σπάσουν τον ασφυκτικό ναυτικό αποκλεισμό που τους είχαν επιβάλει οι Βρετανοί.

3. Αδιέξοδο στο Δυτικό Μέτωπο

Είδαμε στο προηγούμενο άρθρο πώς τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Γαλλία μέσω του Βελγίου (η παραβίαση της ουδετερότητας του οποίου λειτούργησε ως διπλωματικό άλλοθι για την είσοδο της Βρετανίας στον πόλεμο). Σύμφωνα με το φημισμένο Σχέδιο Schlieffen, οι Γερμανοί θα υπέτασσαν τη Γαλλία μέσα σε έξι εβδομάδες και στη συνέχεια θα στρέφονταν προς τα ανατολικά για να αντιμετωπίσουν τη Ρωσία.

Το γερμανικό σχέδιο, όμως, απέτυχε στην εφαρμογή του, κυρίως λόγω των εσφαλμένων εκτιμήσεων του Moltke, αρχηγού του γερμανικού γενικού επιτελείου και διαδόχου του Schlieffen. Οι Γάλλοι κατόρθωσαν να σταματήσουν τη γερμανική προέλαση στη Μάχη του Μάρνη (9-12 Σεπτεμβρίου 1914), επιστρατεύοντας ακόμα και τα Παρισινά ταξί για να μεταφέρουν στρατιώτες στο μέτωπο!

Μέσα στις επόμενες εβδομάδες άρχισε να διαφαίνεται το στρατιωτικό αδιέξοδο στο Δυτικό Μέτωπο. Αντί για προέλαση και γρήγορη νίκη, οι στρατοί οχυρώθηκαν μέσα σε μία διπλή γραμμή χαρακωμάτων που εκτείνονταν από τη Μάγχη ως τα ελβετικά σύνορα. Ήταν πια φανερό ότι ο πόλεμος θα διαρκούσε πολύ…

Οι στρατηγοί κι από τις δύο πλευρές πάσχιζαν να συγκεντρώσουν ικανό αριθμό ανδρών και πυρομαχικών ώστε να μπορέσουν να σπάσουν το αδιέξοδο, ενώ ταυτόχρονα επιδίδονταν σε πόλεμο φθοράς των δυνάμεων του αντιπάλου. Όμως, οι περιοδικές απόπειρες οργανωμένης επίθεσης απλά επιβεβαίωναν το πόσο ανώφελο ήταν να στέλνει κάποιος αθωράκιστους στρατιώτες να αντιμετωπίσουν καλά οχυρωμένους αντιπάλους και την καταστροφική δύναμη πυρός των πολυβόλων και του βαρέος πυροβολικού. Και οι μόνοι που αρνούνταν να δουν αυτή την πραγματικότητα ήταν οι ίδιοι οι στρατηγοί, με προεξάρχοντες τον υπερφίαλο Βρετανό Sir Douglas Haig και τον εξίσου ματαιόδοξο Γάλλο αρχιστράτηγο Nivelle.

Οι απώλειες κατά τις μάχες έπαιρναν συχνά «αυτοκτονικές» διαστάσεις! Στη Μάχη του Somme (1η Ιουλίου έως 18 Νοεμβρίου 1916) οι Γερμανοί και οι Βρετανοί έχασαν από 400,000 η κάθε πλευρά, ενώ οι Γάλλοι έχασαν 200,000. Η «ανταμοιβή» για τις αγγλο-γαλλικές απώλειες των 600,000 ήταν μία μέγιστη προέλαση 7 μιλίων, περίπου... Νωρίτερα τον ίδιο χρόνο, η ανεπιτυχής γερμανική πολιορκία του Verdun κόστισε τη ζωή σε 336,000 Γερμανούς και 350,000 Γάλλους στρατιώτες. Στη διαβόητη μάχη στο Passchendaele το 1917 (άλλη μία λαμπρή ιδέα του Douglas Haig!) πάνω από 370,000 Βρετανοί στρατιώτες χάθηκαν, με «κέρδος» λίγων μόλις τετραγωνικών χιλιομέτρων λασπωμένης γης διάτρητης από τις οβίδες του πυροβολικού…

4. Γερμανικές επιτυχίες στα Βαλκάνια

Η αποτυχία στο Verdun έδειξε στους Γερμανούς το ανώφελο περαιτέρω επιθέσεων στα δυτικά. Το πάνω χέρι πήραν τώρα οι στρατιωτικοί κύκλοι που πίστευαν ότι η νίκη στον πόλεμο θα ερχόταν μόνο με την καταρχήν ήττα της Ρωσίας.

Τον Αύγουστο του 1916, ο στρατηγός Paul von Hindenburg που, ως διοικητής του Ανατολικού Μετώπου, είχε πιστωθεί την νικηφόρα έκβαση της Μάχης του Tannenberg κατά των Ρώσων στην Ανατολική Πρωσία τον Αύγουστο του 1914, έγινε αρχηγός του γερμανικού γενικού επιτελείου, έχοντας δίπλα του ως αχώριστο βοηθό και σύμβουλό του τον Erich Ludendorff.

Οι γερμανικές επιτυχίες κατά των Ρώσων στο δεύτερο μισό του πολέμου οφείλονται, σε μεγάλο βαθμό, στη δυσκολία των τελευταίων να προμηθευτούν πυρομαχικά και αναγκαίο εξοπλισμό από τους Συμμάχους. Σημαντικό ρόλο σ’ αυτό έπαιξε η επιτυχής διπλωματία των Γερμανών στα Βαλκάνια.

Τον Νοέμβριο του 1914, η Τουρκία μπήκε στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων. Η θέση της Τουρκίας ήταν στρατηγικής σημασίας. Αν είχε προσχωρήσει στους Συμμάχους, οι τελευταίοι θα μπορούσαν να περικυκλώσουν τις Κεντρικές Δυνάμεις με ένα γιγαντιαίο «δαχτυλίδι» που θα τις καθιστούσε ευάλωτες σε επιθέσεις από δυτικά, ανατολικά και νότια. Από την άλλη, σαν σύμμαχος των Γερμανών και των Αυστριακών, η Τουρκία θα μπορούσε τώρα να εμποδίσει την από θαλάσσης τροφοδοσία των Ρώσων δια μέσου της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας.

Στις αρχές του 1915, οι Βρετανοί επιχείρησαν να ανοίξουν διάδρομο προς τη Ρωσία μέσω των Δαρδανελίων, στέλνοντας στρατό στη Χερσόνησο της Καλλίπολης. Η τραγική αποτυχία της εκστρατείας χρεώθηκε στον εμπνευστή της, Winston Churchill, ο οποίος έχασε τη θέση του στην κυβέρνηση.

Υποσχόμενοι την εκχώρηση μεγάλων τμημάτων της Μακεδονίας που βρίσκονταν σε σερβικά χέρια, οι Γερμανοί κατόρθωσαν, μετά την Τουρκία, να πάρουν με το μέρος τους και τη Βουλγαρία (Οκτώβριος 1915). Σε λίγες εβδομάδες, η Βουλγαρία επιτέθηκε στη Σερβία.

Ως αντίβαρο στις γερμανικές επιτυχίες στα Βαλκάνια, οι Σύμμαχοι πέτυχαν να βάλουν στον πόλεμο κατά των Κεντρικών Δυνάμεων τη Ρουμανία (Αύγουστος 1916) και την Ελλάδα (Ιούνιος 1917). Η ελληνική συμμετοχή κατέστησε δυνατή την επίθεση των Συμμαχικών δυνάμεων κατά της Βουλγαρίας στην τελική φάση του πολέμου.

5. Η περίπτωση της Ιταλίας

Αν και δεμένη μέσω της «Τριπλής Συμμαχίας» με τη Γερμανία και την Αυστρία, η Ιταλία παρέμεινε ουδέτερη στην αρχή του πολέμου, αφού οι όροι της συμμαχίας δεν ίσχυαν παρά μόνο αν κάποιο από τα μέλη δεχόταν επίθεση. Και, στην περίπτωση αυτή, οι Γερμανοί ήταν εκείνοι που είχαν κηρύξει τον πόλεμο στη Γαλλία και τη Ρωσία, ενώ οι Αυστριακοί δεν είχαν καν μπει στον κόπο να ενημερώσουν τους Ιταλούς σχετικά με το τελεσίγραφο στη Σερβία.

Στη συνέχεια οι Ιταλοί «πολιορκήθηκαν» και από τις δύο πλευρές, όμως οι υποσχέσεις των Κεντρικών Δυνάμεων δεν μπόρεσαν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις τους. Σε μία μυστική συνάντηση στο Λονδίνο, τον Απρίλιο του 1915, οι Σύμμαχοι κατάφεραν τελικά να πείσουν την ιταλική κυβέρνηση να βάλει τη χώρα στον πόλεμο στο πλευρό τους. Τα ανταλλάγματα σε περίπτωση νίκης περιλάμβαναν τις αυστριακές επαρχίες που κατοικούνταν από Ιταλούς, τη Βόρεια Αλβανία, καθώς και μέρος της Μικράς Ασίας.

Η Ιταλία υπέστη οδυνηρή ήττα από τις αυστριακές και γερμανικές δυνάμεις στη Μάχη του Caporetto, τον Οκτώβριο του 1917. Εν τούτοις, οι Κεντρικές Δυνάμεις δεν κατάφεραν να τη βγάλουν από τον πόλεμο, αφού οι Βρετανοί και οι Γάλλοι έστειλαν αρκετές ενισχύσεις ώστε να ανασυγκροτηθεί το ιταλικό μέτωπο.

6. Οι Ρώσοι αποχωρούν, οι Αμερικάνοι έρχονται

Η άνοδος των Μπολσεβίκων στην εξουσία (7 Νοεμβρίου 1917) – ενδεχομένως αποτέλεσμα και γερμανικών υπόγειων μεθοδεύσεων – σήμανε ολική αλλαγή στην εξωτερική πολιτική της Ρωσίας. Σύντομα, ο V. I. Lenin εξήγγειλε ένα πρόγραμμα που περιλάμβανε πρόταση άμεσου τερματισμού του πολέμου. Καθώς (όπως ήταν φυσικό) δεν βρήκε ανταπόκριση από τους Συμμάχους, ξεκίνησε χωριστές ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τις Κεντρικές Δυνάμεις στις 3 Δεκεμβρίου του 1917, που κορυφώθηκαν στις 3 Μαρτίου του 1918 με τη Συνθήκη του Brest-Litovsk.

Με τη συνθήκη αυτή, η Ρωσία, όχι μόνο βγήκε από τον πόλεμο αλλά και απώλεσε, προς όφελος των Γερμανών, όλες τις μη-Ρωσικές περιοχές που κατείχε στην Ευρώπη, πράγμα που είχε τεράστιες οικονομικές και στρατηγικές συνέπειες για τη χώρα. Επί πλέον, η συνθηκολόγηση της Ρωσίας επέτρεψε στη Γερμανία να αποδεσμεύσει δυνάμεις από το ανατολικό μέτωπο ώστε να ενισχύσουν το δυτικό, για τη μεγάλη γερμανική επίθεση που σχεδιαζόταν να ξεκινήσει την άνοιξη του 1918.

Στο μεταξύ, στις 7 Απριλίου του 1917, οι Ηνωμένες Πολιτείες έκαναν το μοιραίο, για τη Γερμανία, βήμα να της κηρύξουν τον πόλεμο (η σημασία του οποίου γεγονότος μάλλον δεν εκτιμήθηκε σωστά, αρχικά, από τη γερμανική ηγεσία). Οι λόγοι της αμερικανικής εισόδου στον πόλεμο έχουν αποτελέσει αντικείμενο πολλών συζητήσεων ανάμεσα στους ιστορικούς. Πέρα από τα όποια ιδεολογικά κίνητρα και τη σχετική ρητορεία («να γίνει ο κόσμος ασφαλής για τη δημοκρατία»«να εξασφαλιστεί στους λαούς το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης», κλπ.), σίγουρα υπήρχαν και πρακτικοί λόγοι που υπαγορεύονταν από ιδιοτέλεια, όπως, π.χ., ο κίνδυνος για το αμερικανικό εμπόριο λόγω του ανεξέλεγκτου γερμανικού υποβρυχιακού πολέμου, ή, οι γερμανικές ίντριγκες στο Μεξικό, στο οποίο οι Γερμανοί υπόσχονταν στρατιωτική υποστήριξη σε περίπτωση πολέμου του με τις Η.Π.Α.

Όποιες κι αν ήταν οι προθέσεις των Αμερικανών, η είσοδός τους στον πόλεμο άλλαξε αποφασιστικά την ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη…

7. Η τελευταία γερμανική ζαριά

Η μεγάλη επίθεση στο δυτικό μέτωπο, που σχεδίαζαν οι Γερμανοί για το 1918, ξεκίνησε στις 21 Μαρτίου. Η αρχική προέλασή τους ήταν σημαντική, κατάφεραν όμως να την ανακόψουν οι Σύμμαχοι με έγκαιρη τακτική υποχώρηση και με την υποστήριξη αμερικανικών δυνάμεων.

Πάντως, στις αρχές Ιουνίου οι Γερμανοί βρίσκονταν στην περιοχή του Μάρνη και, όπως στην αρχή του πολέμου, το Παρίσι φαινόταν να κινδυνεύει και πάλι. Την κρίσιμη στιγμή, όμως, ο Ludendorff συνειδητοποίησε ότι τα μέσα που του απέμεναν δεν επαρκούσαν για περαιτέρω προέλαση.

Στις 18 Ιουλίου, οι Σύμμαχοι αντεπιτέθηκαν αιφνιδιάζοντας τους Γερμανούς και αναγκάζοντάς τους σε υποχώρηση. Την ίδια στιγμή, οι Συμμαχικές δυνάμεις που βρίσκονταν σε αναμονή στη Θεσσαλονίκη, σε συνεργασία με τις ιταλικές, έσπασαν το βουλγαρικό και το αυστριακό μέτωπο, αναγκάζοντας τη Βουλγαρία και την Αυστρία να ζητήσουν κατάπαυση του πυρός.

Στο σημείο αυτό, συνειδητοποιώντας τη δεινή θέση στην οποία είχε περιέλθει ο γερμανικός στρατός, ο Ludendorff κάλεσε τη γερμανική κυβέρνηση να αναζητήσει τρόπους για ανακωχή. Στη χώρα άρχισε να ξεσπά επανάσταση που εξαπλωνόταν γοργά από πόλη σε πόλη. Στις 10 Νοεμβρίου, κάτω από την πίεση των γεγονότων, ο Kaiser Wilhelm II έφυγε για την Ολλανδία, όπου έζησε εξόριστος ως το τέλος της ζωής του, το 1941 (προλαβαίνοντας να δει τους Ναζί να εισβάλλουν στη χώρα αυτή το 1940).

Στις 11 Νοεμβρίου του 1918 υπογράφηκε, τελικά, η ανακωχή. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος έφτασε στο τέλος του…

8. Τι άφησε πίσω του ο πόλεμος

Συνηθίζεται να λέγεται πως μία ολόκληρη γενιά χάθηκε στα χαρακώματα του Μεγάλου Πολέμου. Στη Δυτική Ευρώπη οι απώλειες ξεπέρασαν κατά πολύ τις αντίστοιχες κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο! Συνολικά, κάπου 8.5 εκατομμύρια χάθηκαν στα πεδία των μαχών, ενώ περισσότερο από διπλάσιος ήταν ο αριθμός των τραυματιών, πολλοί από τους οποίους έζησαν ακρωτηριασμένοι για το υπόλοιπο της ζωής τους. Ο συνολικός αριθμός των θυμάτων πολέμου σε όλα τα μέτωπα (νεκροί, τραυματίες και αγνοούμενοι) υπολογίζεται στα 37.5 εκατομμύρια.

Στον πόλεμο αυτό, χάρις στο αλαζονικό πείσμα και τον ακραίο εγωισμό των στρατηγών, ο στρατιώτης κατέστη αναλώσιμο είδος, η ανθρώπινη ατομικότητα εκφυλίστηκε σε απρόσωπο αριθμό πολεμικού μητρώου, και η αξία της ανθρώπινης ζωής ευτελίστηκε όσο ποτέ άλλοτε (με εξαίρεση, φυσικά, τους θαλάμους των αερίων, είκοσι και κάτι χρόνια αργότερα…).

Όμως, ο Μεγάλος Πόλεμος δεν τέλειωσε στ’ αλήθεια το 1918. Η εικοσαετής περίοδος που μεσολάβησε ως το ξέσπασμα του επόμενου μεγάλου πολέμου δεν ήταν παρά ανακωχή για ανασύνταξη δυνάμεων, κυρίως από τη μεριά των Γερμανών. Που, σαν ένιωσαν και πάλι δυνατοί, θέλησαν να κλείσουν τους λογαριασμούς που έμειναν ανοιχτοί στα χαρακώματα…

* Το παρόν κείμενο είναι επικαιροποιημένη εκδοχή του δεύτερου μέρους ιστορικής μελέτης που δημοσιεύθηκε το 2014 στο Aixmi.gr, με αφορμή την συμπλήρωση 100 χρόνων από την κήρυξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2024

Αναζητώντας «ενόχους» στον «Μεγάλο Πόλεμο»


Έκλεισαν φέτος 110 χρόνια από την κήρυξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, του «Μεγάλου Πολέμου» όπως αποκλήθηκε στην εποχή του. Όμως, οι συζητήσεις για το ποιοι είναι οι «ένοχοι» και ποιοι οι «αθώοι» αυτού του πολέμου συνεχίζονται...

    Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

1. Εισαγωγή

Βλέποντας την ιστορία των δύο Παγκοσμίων Πολέμων από καθαρά ηθική σκοπιά, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί (όχι άδικα) ότι ο Δεύτερος είχε ευγενέστερα κίνητρα – την αντίσταση του πολιτισμένου, δημοκρατικού κόσμου απέναντι στη βαρβαρότητα του ναζισμού – σε σύγκριση με τον Πρώτο, που ήταν αποτέλεσμα ανταγωνισμών των «μεγάλων» δυνάμεων και εθνικιστικών φιλοδοξιών των «μικρών». Και είναι αλήθεια ότι ο εγωκεντρισμός περίσσεψε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (τον «Μεγάλο Πόλεμο», όπως αποκλήθηκε στην εποχή του), τόσο σε επίπεδο διπλωματίας, όσο και στρατηγικής.

Εκεί, όμως, που ο εγωκεντρισμός αποκτά «δολοφονικές» διαστάσεις είναι στη συμπεριφορά των στρατηγών απέναντι στους ίδιους τους στρατούς που διοικούσαν. Με κίνδυνο να εξοργίσω τον αναγνώστη, θα καταθέσω την αδυναμία μου να απαντήσω στο υποθετικό - και όχι ρητορικό - ερώτημα, γιατί, π.χ., ο Rudolf Höss (ο «χασάπης» του Auschwitz) υπήρξε πολύ μεγαλύτερος εγκληματίας πολέμου από τον Βρετανό στρατηγό Sir Douglas Haig, ο οποίος από στρατιωτικό καπρίτσιο - αλλά και για προσωπικές φιλοδοξίες - έστειλε σε άσκοπο, φρικτό θάνατο εκατοντάδες χιλιάδες στρατιωτών σε Somme και Passchendaele, για να μην αναφερθώ και στις αμέτρητες θανατικές καταδίκες που ελαφρά τη καρδία υπέγραψε για όσους απλά δεν άντεξαν στα χαρακώματα. Ανεξάρτητα από αξιολογήσεις ιδεολογικών κινήτρων, αυτή η ολική περιφρόνηση προς την ανθρώπινη ζωή, εκφρασμένη κυνικά μέσω υπηρεσιακών διαταγών μαζικού θανάτου, καθιστά τις ηθικές διαφοροποιήσεις δυσδιάκριτες…

Ο επιμερισμός «ενοχών» για τον Μεγάλο Πόλεμο είναι δύσκολη υπόθεση και αποτελεί αντικείμενο συζήτησης ως τις μέρες μας. Κάποιοι ιστορικοί (όπως, π.χ., ο Αμερικανός William Keylor [1]) επιμένουν ότι το βάρος της ευθύνης πέφτει κυρίως στους ώμους της υπέρμετρα φιλόδοξης και πολεμοχαρούς Γερμανίας, ενώ άλλοι συγγραφείς [2,3] επιμερίζουν πιο «συμμετρικά» τις ευθύνες.

Στο άρθρο αυτό θα επιχειρήσουμε να φωτίσουμε – όσο πιο αντικειμενικά γίνεται – τα αίτια που οδήγησαν στον πόλεμο, καθώς και την ευθύνη των κυρίως εμπλεκομένων για το ξέσπασμα ή, τουλάχιστον, την μη αποτροπή του. Θα αναζητήσουμε, δηλαδή, τους «ενόχους» (εκ προθέσεως ή εξ αμελείας) ενός ιστορικού εγκλήματος που οδήγησε μία ολόκληρη γενιά στο σφαγείο των χαρακωμάτων...

2. Τις πταίει; (Μια δίκη προθέσεων)

Στο τέλος του πολέμου, οι θριαμβευτές Σύμμαχοι απαίτησαν να περιληφθεί στη συνθήκη ειρήνης ένα άρθρο, σύμφωνα με το οποίο η Γερμανία αποδεχόταν την ευθύνη για όλες τις απώλειες και τις καταστροφές που είχε προκαλέσει ο πόλεμος. Αυτή η αποδοχή «πολεμικής ενοχής» έχει γίνει έκτοτε αντικείμενο αμέτρητων πολιτικών και ιστοριογραφικών συζητήσεων.

Σε κάθε περίπτωση, κάθε μονομερής ερμηνεία για το ξέσπασμα του πολέμου είναι εξαιρετικά απλοϊκή. Από τη μία, στην τελική κρίση του Ιουλίου του 1914 η γερμανική κυβέρνηση ενήργησε με τρόπο που επιτάχυνε τον πόλεμο. Από την άλλη, δεν θα πρέπει να αγνοηθεί ο ενθουσιασμός με τον οποίο υποδέχθηκαν τον πόλεμο οι λαοί όλων των εμπλεκομένων χωρών, και η βεβαιότητα όλων των κυβερνήσεων ότι τα εθνικά τους συμφέροντα απειλούνταν.

Επίσης, συζητήσιμη είναι η καθιερωμένη άποψη ότι ο πόλεμος υπήρξε αποτέλεσμα της «παλιάς διπλωματίας» και ενός συστήματος συμμαχιών βασισμένων σε μυστικές συμφωνίες. Κάποιοι ιστορικοί είδαν στον πόλεμο μία ενδεχομένως συνειδητή προσπάθεια των κυβερνήσεων να αποσπάσουν την προσοχή των πολιτών από δυσεπίλυτα εσωτερικά προβλήματα, μέσω μιας ενεργού εξωτερικής πολιτικής και μιας έκκλησης για εθνική αλληλεγγύη σε καιρό πολέμου. Άλλοι συγγραφείς εστιάζουν την προσοχή τους σε θέματα στρατηγικής, όπως, π.χ., ο ναυτικός ανταγωνισμός ανάμεσα στη Γερμανία και τη Βρετανία, ή το ευαίσθητο ζήτημα της παραβίασης της ουδετερότητας του Βελγίου – όπως προέβλεπαν τα γερμανικά πολεμικά σχέδια ήδη από το 1907 – πράγμα που, εξ ορισμού, θα έσυρε τη Βρετανία (συν-εγγυήτρια της βελγικής ουδετερότητας) στον πόλεμο.

Για τη Γαλλία τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα. Η διαμάχη της με τη Γερμανία αφορούσε τις επαρχίες που είχε χάσει το 1871 σαν αποτέλεσμα της ήττας της στον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο. Αν και οι Γάλλοι δεν ήταν διατεθειμένοι να προκαλέσουν έναν πόλεμο για χάρη της Αλσατίας και της Λωρραίνης, ήταν εν τούτοις αυτονόητο ότι, σε περίπτωση πολέμου με τη Γερμανία, η επανάκτηση των χαμένων αυτών επαρχιών θα αποτελούσε τον πρωταρχικό στόχο του πολέμου.

Το στρατιωτικό πλεονέκτημα της Γαλλίας έναντι της Γερμανίας το πρόσφερε η συμμαχία της με τη Ρωσία, πράγμα που θα ανάγκαζε τη Γερμανία να διεξαγάγει πόλεμο σε δύο μέτωπα. Για τη Ρωσία, από την άλλη μεριά, το πλεονέκτημα της συμμαχίας φαινόταν να είναι ότι η Γερμανία δεν θα αποτολμούσε μία επιθετική ενέργεια εναντίον της, από το φόβο της εμπλοκής της Γαλλίας. Αυτό – πίστευε η Ρωσία – της έλυνε τα χέρια σε ό,τι αφορούσε τις επεκτατικές φιλοδοξίες της προς τον νότο, δηλαδή, την αύξηση της επιρροής της στα Βαλκάνια και την Κωνσταντινούπολη.

Βέβαια, η αναζωπύρωση του ρωσικού ενδιαφέροντος για τις περιοχές αυτές ενείχε τον κίνδυνο μιας σύγκρουσης με τη βασική σύμμαχο της Γερμανίας, την Αυστροουγγαρία, της οποίας τα εσωτερικά προβλήματα την ενέπλεκαν όλο και περισσότερο με τα συμβαίνοντα στα Βαλκάνια. Τα προβλήματα αυτά σχετίζονταν κυρίως με την πολυεθνική σύνθεση της αυτοκρατορίας. Στη Βοσνία, ειδικά, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ήταν Σλάβοι. Και, στην άλλη πλευρά των συνόρων με τη Σερβία, η στρατιωτική κλίκα που έλεγχε την εκεί κυβέρνηση θεωρούσε ότι η Βοσνία «αυτοδίκαια» θα έπρεπε να ανήκει στη χώρα αυτή. Προς τον σκοπό αυτό, Σέρβοι φανατικοί οργάνωναν και εκτελούσαν τρομοκρατικές επιθέσεις εναντίον Αυστριακών στο εσωτερικό της Βοσνίας, με την υποστήριξη κύκλων της σερβικής κυβέρνησης.

Για τη Ρωσία, η προσάρτηση της Βοσνίας–Ερζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία (1908), με τον τρόπο που μεθοδεύτηκε από τους Αυστριακούς, είχε αποτελέσει μεγάλη διπλωματική ταπείνωση και ήταν η αφετηρία επικίνδυνων εντάσεων ανάμεσα στις δύο χώρες. Ο πόλεμος τότε είχε αποφευχθεί λόγω της δυναμικής παρέμβασης της Γερμανίας και της στρατιωτικής ανετοιμότητας της Ρωσίας. Όπως είναι φυσικό, η βοσνιακή κρίση έφερε κοντύτερα τη Ρωσία με τη Σερβία, με την πρώτη να αναλαμβάνει τον ρόλο αυτόκλητου προστάτη όλων των σλαβικών πληθυσμών της νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Η στάση της Βρετανίας απέναντι στον πόλεμο ήταν αβέβαιη ως την τελευταία στιγμή. Τυπικά, η Entente Cordiale με τη Γαλλία (1904) ήταν μια απλή «συμφωνία κυρίων» που έλυνε ζητήματα αποικιακών διαφορών. Για λόγους εσωτερικής πολιτικής, η βρετανική κυβέρνηση διαβεβαίωνε ότι η συμφωνία αυτή με κανέναν τρόπο δεν υποχρέωνε τη χώρα να προστρέξει σε βοήθεια της Γαλλίας σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης. Εν τούτοις, ήταν ξεκάθαρο στην πολιτική ηγεσία ότι η Βρετανία δύσκολα θα παρέμενε ουδέτερη σε περίπτωση γαλλογερμανικού πολέμου.

Η Γερμανία προσέφερε, τελικά, το αναγκαίο διπλωματικό άλλοθι στη Βρετανία, παραβιάζοντας την ουδετερότητα του Βελγίου με τη διέλευση γερμανικών στρατευμάτων από τη χώρα (της ουδετερότητας αυτής, η Βρετανία – όπως άλλωστε και η ίδια η Γερμανία! – ήταν εγγυήτρια). Στην πραγματικότητα, την εμπλοκή της Βρετανίας στον πόλεμο υπαγόρευε το αμυντικό δόγμα της χώρας αυτής, σύμφωνα με το οποίο σε καμία εχθρική δύναμη δεν θα επιτρεπόταν να κατέχει στρατηγικές θέσεις στην απέναντι ακτή της Μάγχης.

3. Η γερμανική απειλή

Όπως σημειώνει ο W. Keylor [1], στη δεκαετία του 1920 έγινε προσπάθεια από ορισμένους διανοητικούς κύκλους (όχι κατ’ ανάγκη γερμανικούς) να αρνηθούν οποιαδήποτε ευθύνη της Γερμανίας για τον πόλεμο, τον οποίο απέδιδαν στη γαλλική εκδικητικότητα, τον ρωσικό επεκτατισμό ή τη βρετανική διπροσωπία. Ο ιστορικός αυτός αναθεωρητισμός αμφισβητήθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (ο οποίος, κατά πολλούς, δεν ήταν παρά συνέχεια του Πρώτου), όταν η πολιτική της Γερμανίας ως τα μισά του εικοστού αιώνα μπόρεσε να αξιολογηθεί στο σύνολό της.

Ένας βασικός παράγοντας που καθόρισε τη γερμανική εξωτερική πολιτική στις παραμονές του πολέμου, είχε οικονομικές αφετηρίες. Στις παγκόσμιες αγορές είχαν διεισδύσει και κυριαρχούσαν τρεις μεγάλες δυνάμεις: οι Ηνωμένες Πολιτείες στη Λατινική Αμερική, η Μεγάλη Βρετανία στην ανατολική και νότια Αφρική και στη νότια Ασία, και η Γαλλία στη δυτική Αφρική, στα Βαλκάνια και στη Ρωσία. Σύντομα η Ρωσία και η Ιαπωνία θα έμπαιναν κι αυτές στον οικονομικό ανταγωνισμό στην Άπω Ανατολή. Πού υπήρχε χώρος οικονομικής διείσδυσης για τη φιλόδοξη, ανερχόμενη Γερμανία;

Γερμανικά οικονομικά ανοίγματα στη βόρεια Αφρική, στα Βαλκάνια και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία συνάντησαν σκληρό ανταγωνισμό από βρετανικά και γαλλικά συμφέροντα που ήδη κατείχαν στρατηγικές θέσεις εκεί. Η Γερμανία αισθανόταν οικονομικά περικυκλωμένη από σλαβικές χώρες στα ανατολικά και στα νότια, έχοντας πάντα στα δυτικά της τον παραδοσιακό γαλλικό εχθρό ως σταθερό ανάχωμα στις φιλοδοξίες οικονομικού επεκτατισμού της.

Οι προβληματισμοί των Γερμανών για τα όρια της οικονομικής τους ανάπτυξης συνέπεσαν με τις ανησυχίες γερμανικών στρατιωτικών κύκλων, που έβλεπαν τη χώρα να χάνει τη στρατιωτική της υπεροχή στην Ευρώπη από τις συνδυασμένες δυνάμεις της Γαλλίας και της Ρωσίας. Η γαλλορωσική συμμαχία του 1894 ζωντάνεψε τον εφιάλτη που η ευφυής διπλωματία του Bismarck είχε παλιότερα καταφέρει να ξορκίσει: το ενδεχόμενο να αναγκαστεί η Γερμανία να διεξαγάγει έναν πόλεμο σε δύο μέτωπα. Η ανάγκη, τότε, να μοιράσει τις δυνάμεις της μεταξύ ανατολής και δύσης θα απέκλειε μία γρήγορη νίκη, ανάλογη με αυτήν του 1870 κατά των Γάλλων.

Ο Κόμης Alfred von Schlieffen, αρχηγός του αυτοκρατορικού γενικού επιτελείου από το 1892 ως το 1906, είχε καταστρώσει ένα πολεμικό σχέδιο με σκοπό να ξεπεράσει το στρατιωτικό μειονέκτημα της Γερμανίας εξαιτίας της γαλλορωσικής συμμαχίας. Προέβλεπε την καταρχήν συγκέντρωση γερμανικών δυνάμεων στα δυτικά, οι οποίες θα υπερνικούσαν – υποτίθεται – τον πιο ολιγάριθμο γαλλικό στρατό μέσα σε έξι εβδομάδες. Κατόπιν, το μεγαλύτερο μέρος του γερμανικού στρατού θα μεταφερόταν ανατολικά για να αντιμετωπίσει τους Ρώσους, πριν αυτοί κατορθώσουν να υπερνικήσουν τις κατά πολύ κατώτερες, αριθμητικά, δυνάμεις των Γερμανών που θα υπερασπίζονταν το ανατολικό τμήμα της χώρας.

Το σχέδιο Schlieffen βασιζόταν σε δύο κρίσιμες υποθέσεις. Η πρώτη ήταν η διατήρηση της αριθμητικής υπεροχής του γερμανικού στρατού έναντι του γαλλικού. Η δεύτερη ήταν η αδυναμία των Ρώσων, με το πρωτόγονο σύστημα χερσαίων μεταφορών που διέθεταν, να αναπτύξουν τον αριθμητικά υπέρτερο στρατό τους κατά μήκος των γερμανικών συνόρων, προτού ολοκληρωθούν οι επιχειρήσεις κατά της Γαλλίας στο δυτικό μέτωπο.

Όμως, οι Γερμανοί στρατιωτικοί αναλυτές έβλεπαν με τρόμο ότι και οι δύο αυτές προϋποθέσεις απειλούνταν όλο και περισσότερο, καθώς στη Γαλλία η στρατιωτική θητεία είχε αυξηθεί από δύο σε τρία χρόνια (πράγμα που θα καταργούσε το αριθμητικό πλεονέκτημα των Γερμανών), ενώ οι Ρώσοι, με την οικονομική βοήθεια των Γάλλων, είχαν ξεκινήσει ένα φιλόδοξο πρόγραμμα κατασκευής σιδηροδρόμων που θα συνέδεαν την κεντρική Ρωσία με τα δυτικά σύνορα της χώρας.

Αυτή η αίσθηση οικονομικής περικύκλωσης και αυξανόμενης στρατιωτικής ευαλωτότητας έκανε τη Γερμανία να σκέφτεται, πλέον, σοβαρά έναν πόλεμο κατά των Γάλλων και των Ρώσων. Κι αυτό θα έπρεπε να συμβεί σύντομα, όσο ακόμα ήταν «ζωντανές» οι προϋποθέσεις του σχεδίου Schlieffen. Και η ευκαιρία παρουσιάστηκε στις 28 Ιουνίου του 1914, όταν ένας νεαρός Σέρβος εθνικιστής, ο Gavrilo Princip, δολοφόνησε τον διάδοχο του θρόνου της Αυστροουγγαρίας, Αρχιδούκα Franz Ferdinand, και τη σύζυγό του, στο Σαράγεβο, την πρωτεύουσα της Βοσνίας – της επαρχίας που συμβόλιζε όσο τίποτα άλλο τη ρωσική έχθρα για τους Αυστριακούς…

4. Μετά το Σαράγεβο

Καταγράφουμε τώρα τα γεγονότα που ακολούθησαν τη δολοφονία του Αρχιδούκα και τα οποία οδήγησαν στην έκρηξη του Μεγάλου Πολέμου το 1914. Ο αναγνώστης ας βγάλει τα δικά του συμπεράσματα για το ποιοι ευθύνονται για το ξεκίνημα της ανθρωποσφαγής.

Για τη Βιέννη, το περιστατικό στο Σαράγεβο προσφερόταν ως ιδανικό άλλοθι για οριστικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τη Σερβία. Η γερμανική κυβέρνηση, από την άλλη μεριά, γνώριζε καλά ότι μία επιθετική ενέργεια της Αυστροουγγαρίας εναντίον της Σερβίας θα προκαλούσε αυτόματα τη δυναμική παρέμβαση της Ρωσίας υπέρ των Σλάβων προστατευόμενών της. Ήταν, επίσης, αναμενόμενο ότι ένας πόλεμος ανάμεσα στην Αυστροουγγαρία και τη Ρωσία θα ενεργοποιούσε τις συμμαχίες με τις οποίες ήταν «δεμένες» οι δύο αυτές αυτοκρατορίες, πράγμα που σήμαινε καταρχήν έναν γαλλογερμανικό πόλεμο και, στη συνέχεια, μία γενικευμένη ευρωπαϊκή σύρραξη!

Με πλήρη επίγνωση των συνεπειών, το Βερολίνο ενθάρρυνε τη Βιέννη να στείλει ένα ταπεινωτικό τελεσίγραφο στο Βελιγράδι στις 23 Ιουλίου του 1914. Παράλληλα, διαβεβαίωσε την αυστριακή κυβέρνηση πως θα πρόσφερε κάθε αναγκαία στρατιωτική βοήθεια σε περίπτωση πολέμου, ενώ ταυτόχρονα ναρκοθέτησε τις ειρηνευτικές πρωτοβουλίες της βρετανικής κυβέρνησης που είχαν σαν στόχο την αποτροπή της κλιμάκωσης της κρίσης.

Με τη λήξη της προθεσμίας που έθετε το τελεσίγραφο, οι Αυστριακοί κήρυξαν τον πόλεμο στη Σερβία στις 28 Ιουλίου (έναν ολόκληρο μήνα μετά το Σαράγεβο!). Όπως αναμενόταν, η Ρωσία αποφάσισε την επόμενη κιόλας μέρα μερική κινητοποίηση του στρατού της σε περιοχές που βρίσκονταν κοντά στα αυστριακά σύνορα. Γρήγορα όμως το γενικό επιτελείο των Ρώσων αντιλήφθηκε ότι μία μερική κινητοποίηση δεν ήταν επιχειρησιακά εφικτή, οπότε στις 30 Ιουλίου διατάχθηκε πλήρης κινητοποίηση των ρωσικών δυνάμεων και κατά μήκος των συνόρων με τη Γερμανία.

Η Γερμανία είχε τώρα το πρόσχημα που της χρειαζόταν για πόλεμο κατά της Ρωσίας. Γνώριζε, βέβαια, καλά ότι τούτο θα ενεργοποιούσε τους όρους της γαλλορωσικής συμμαχίας. Έστειλε, έτσι, ένα απαράδεκτο τελεσίγραφο στο Παρίσι, αξιώνοντας δήλωση ουδετερότητας της Γαλλίας σε περίπτωση ρωσογερμανικού πολέμου. Ως εγγύηση, μάλιστα, ζήτησε από τους Γάλλους την προσωρινή παραχώρηση στη Γερμανία του ελέγχου των συνοριακών φρουρίων Toul και Verdun!

Την επόμενη μέρα, η Γερμανία ήταν σε πόλεμο με τη Ρωσία, ενώ στη Γαλλία διατάχθηκε πλήρης κινητοποίηση του στρατού.

Στις 2 Αυγούστου, οι Γερμανοί απαίτησαν από το Βέλγιο το δικαίωμα διέλευσης των στρατευμάτων τους που βρίσκονταν καθ’ οδόν προς τη Γαλλία. Οι Βέλγοι αρνήθηκαν, και οι Γερμανοί εισέβαλαν στη χώρα. Στις 3 Αυγούστου ο πόλεμος είχε αρχίσει στη δυτική Ευρώπη. Την ίδια μέρα, οι Βρετανοί έστειλαν τελεσίγραφο στη Γερμανία αξιώνοντας την αποχώρηση των δυνάμεών της από το Βέλγιο. Με τη λήξη του, κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία στις 4 Αυγούστου. Ο εφιάλτης είχε μόλις ξεκινήσει…

5. Επίλογος: Χαμένη γενιά…

Στο άρθρο αυτό επικεντρωθήκαμε στη διερεύνηση προθέσεων και την παράθεση συμβάντων που οδήγησαν, σχεδόν νομοτελειακά, στο ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Τα ίδια τα πολεμικά γεγονότα θα αποτελέσουν αντικείμενο ενός ξεχωριστού άρθρου.

Όπως συνηθίζεται να λέγεται, ο πόλεμος αυτός είχε σαν αποτέλεσμα την απώλεια μίας ολόκληρης γενιάς στην Ευρώπη. Κατά την άποψη πολλών (αν όχι των περισσοτέρων) αναλυτών, ένα σημαντικό ποσοστό των θανάτων στα φρικτά, λασπωμένα χαρακώματα - ειδικά του Δυτικού Μετώπου - ήταν προϊόν άσκοπης ανθρωποθυσίας στον βωμό του εγωισμού υπερφίαλων στρατηγών, που έστελναν τους στρατιώτες τους κατά δεκάδες χιλιάδες σε βέβαιο θάνατο, συχνά με μηδαμινό κέρδος από άποψη στρατηγικού αποτελέσματος.

Τούτων δοθέντων, κάποιες όψιμες προσπάθειες μερικής, τουλάχιστον, αποκατάστασης της υστεροφημίας των στρατηγών, ελάχιστα πείθουν...

Αναφορές

[1] William R. Keylor, "The Twentieth-Century World: An International History" (Oxford Univ. Press, 1984).

[2] James Joll, "Europe Since 1870: An International History", 3rd edition (Penguin Books, 1983).

[3] Felix Gilbert, David Clay Large, "The End of the European Era: 1890 to the Present", 6th edition (Norton, 2008).

* Το παρόν κείμενο είναι επικαιροποιημένη εκδοχή του πρώτου μέρους ιστορικής μελέτης που δημοσιεύθηκε το 2014 στο Aixmi.gr, με αφορμή την συμπλήρωση 100 χρόνων από την κήρυξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.