Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2024

Πρέπει να αφαιρέσουμε τη λέξη «κανονικότητα» από τα λεξικά;


Ίσως έρθει μια μέρα όπου και η απλή εκφορά της λέξης «κανονικότητα» θα διώκεται ποινικά...

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Θόρυβο μεγάλο προκάλεσε πριν μερικούς μήνες μία τοποθέτηση γνωστού ψυχιάτρου, σύμφωνα με την οποία η «κανονικότητα» μιας οικογένειας που περιλαμβάνει παιδιά δεν συνάδει με την ιδέα ενός ομόφυλου ζευγαριού. Κάποιες αντιδράσεις στη θέση αυτή έφεραν, θα έλεγα, τα χαρακτηριστικά της οργής.

Την εποχή της «πολιτικής ορθότητας», αμέτρητες λέξεις έχουν καταστεί αποσυνάγωγες στον δημόσιο λόγο με την αιτιολογία ότι προσβάλλουν ορισμένα κοινωνικά υποσύνολα. Μία από αυτές είναι η λέξη «κανονικότητα». Ήταν η (παρεμφατική) εκφορά της από τον ψυχίατρο που πυροδότησε τον ορυμαγδό των αντιδράσεων εναντίον του. Όμως, θα πρέπει στ’ αλήθεια να την θεωρούμε ως απαγορευμένη λέξη;

Ογδόντα χρόνια μετά το κορυφαίο ρατσιστικό έγκλημα της Ιστορίας, το Ολοκαύτωμα, η λέξη «ρατσισμός» έχει εισβάλει στο λεξιλόγιο της καθημερινότητάς μας σαν χιλιομασημένη τσίχλα και σαν ξεθωριασμένη παλιά φωτογραφία. Έφτασαν να την επικαλούνται ακόμα και οι καπνιστές, διαμαρτυρόμενοι για τον... αντικαπνιστικό νόμο! Τόσο που αυτή τούτη η κατάχρηση της λέξης στον δημόσιο λόγο να ισοδυναμεί με ρατσιστικό αδίκημα, αφού το μόνο που επιτυγχάνει είναι να ελαφραίνει τον ρατσισμό από το ηθικό και ιστορικό του βάρος μέσω μιας πληθωριστικής και ασύμμετρης σχετικοποίησής του.

Σύμφωνα με μία γραμμή σκέψης που επιδιώκει (αν όχι τείνει) να καταστεί κυρίαρχη στην εποχή μας, η ίδια η Φύση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «ρατσιστική»! Ο λόγος είναι ότι, σε πείσμα της ιδεολογικής προοδευτικότητας που ασπάζεται το αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό, η Φύση αρνείται επίμονα να αναθεωρήσει κάποιους από τους νόμους της. Έτσι, συνεχίζει να διαχωρίζει το ανθρώπινο γένος (και όχι μόνο) σε δύο καλά καθορισμένα και διακριτά υποσύνολα, τα φύλα, και να ορίζει ότι η διαιώνιση του είδους προϋποθέτει τη σύμπραξη και των δύο στην αναπαραγωγική διαδικασία. Και, με βάση το ορθοπολιτικό αφήγημα της εποχής, κάθε πράξη διαχωρισμού της ανθρώπινης κοινότητας σε επιμέρους κατηγορίες φέρει δυνητικά το στίγμα του ρατσισμού.

Για τον λόγο αυτό, όσοι επιμένουν να περιγράφουν τον εξ ορισμού διαχωρισμό των φύλων με όρους φυσικής κανονικότητας χαρακτηρίζονται ως ρατσιστές, σεξιστές, ακόμα και φασίστες. Κανονικότητα δεν υφίσταται ως πραγματική έννοια, αφού το φύλο είναι υπόθεση αυτοπροσδιορισμού του κάθε ατόμου, ο οποίος λαμβάνει χώρα a posteriori. Οι καθιερωμένες έμφυλες ταυτότητες του άνδρα και της γυναίκας είναι τεχνητό κατασκεύασμα του (δυτικού, φυσικά) πολιτισμού και οφείλουμε να τις καταργήσουμε. Έτσι, όροι όπως «πατέρας» και «μητέρα» είναι παρωχημένοι και θα πρέπει να αντικατασταθούν με ουδέτερους, που δεν παρεμφαίνουν φύλο (όπως, π.χ., «γονέας 1» και «γονέας 2»).

Το ότι η ίδια η Φύση επιμένει πεισματικά να διαχωρίζει τα φύλα, ειδικά σε ό,τι αφορά την αναπαραγωγική λειτουργία, αντιμετωπίζεται ως μάλλον τεχνική λεπτομέρεια που διορθώνεται με ανθρώπινη παρέμβαση. Για παράδειγμα, η κυοφορία μπορεί να ανατεθεί σε άτομο (ασχέτως προσδιορισμού φύλου) που διαθέτει το αναγκαίο αναπαραγωγικό σύστημα, με τη συνεισφορά βιολογικού υλικού από άλλο άτομο με συμπληρωματικά αναπαραγωγικά χαρακτηριστικά. Στη συνέχεια, το βρέφος θα παραδίδεται (προφανώς έναντι αμοιβής) στους «γονείς» που το έχουν παραγγείλει. Ο καπιταλιστικός φιλελευθερισμός στην κορυφαία στιγμή της ιστορίας του!

Κι εδώ γίνεται εμφανής η ηθική ασυμμετρία της λεγόμενης «πολιτικής ορθότητας»: Το να μιλά κάποιος για κανονικότητα είναι «ανήθικο». Ως εκ τούτου, η λέξη αυτή θα πρέπει να απαγορεύεται στον δημόσιο λόγο (φροντίζουν άλλωστε γι' αυτό οι πρόθυμοι «εισαγγελείς» των social media και του Τύπου). Από την άλλη, το να διασύρεται κάποιος επειδή τολμά να μιλά για κανονικότητα, είναι «θεμιτό» και άρα «επιτρεπτό». Ακόμα και όταν οι υβριστές είναι οχυρωμένοι πίσω από την προστατευτική ανωνυμία που με περισσή αφροσύνη παρέχει το Διαδίκτυο.

Πριν από ένα χρόνο γίναμε μάρτυρες μίας απόπειρας να γαλουχηθεί εξ απαλών ονύχων η ανθρώπινη συνειδητότητα στην ιδέα ότι δεν υφίσταται προκαθορισμένη κανονικότητα μέσα στη φυσική τάξη. Ακόμα περισσότερο, ότι μία νέα, καλύτερη «κανονικότητα», που αρνείται την κατηγοριοποίηση των ανθρώπων με βάση το φύλο, ήρθε για να εκτοπίσει την παλιά και φθαρμένη. Έτσι, παιδιά της προσχολικής ηλικίας προσκλήθηκαν να ακούσουν «παραμύθια» από ακαλαίσθητα μεταμφιεσμένο εκπρόσωπο της νέας τάξης πραγμάτων (drag queen), σύμφωνα με τα οποία – το λέω με μία δόση υπερβολής – η εν λόγω τάξη είναι η μόνη που μπορεί να σώσει τον κόσμο από το κακό. Το οποίο κακό ενσαρκώνουν, μεταξύ άλλων, οι «αντιδραστικοί» που επιμένουν στον διαχωρισμό της ανθρώπινης κοινότητας σε δύο φύλα. Μάλιστα, ο παρουσιαστής διατύπωσε το δόγμα ότι οι γονείς που αντέδρασαν στις ιδέες και την αισθητική του παρουσία δεν δικαιούνται να έχουν παιδιά! Τα social media υπήρξαν λιγότερο γενναιόδωρα σε ό,τι αφορά την ευπρέπεια των λόγων...

Επειδή τίποτα το παράλογο δεν μπορεί να αποκλειστεί στον απρόβλεπτο αυτό αιώνα, φοβάμαι πως ίσως έρθει μια μέρα που η λέξη «κανονικότητα» θα αποτελεί ύβρη. Και, ακόμα κι αυτή η απλή εκφορά της θα διώκεται ποινικά, βάσει κάποιου διευρυμένου αντιρατσιστικού νόμου. Η επιχειρούμενη, όμως, φίμωση όσων επιλέγουν να μείνουν πιστοί στις δικές τους αντιλήψεις παραβιάζει αυτό ακριβώς που διεκδικούν μαχητικά οι ίδιοι οι κατήγοροί τους: την ελευθερία της σκέψης και το δικαίωμα στην έκφραση. Είτε η τελευταία είναι αρεστή, είτε όχι.

Εν κατακλείδι: Το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό δεν αμφισβητείται. Εξίσου, όμως, δεν θα πρέπει να αμφισβητείται και το δικαίωμα στην αντίθετη άποψη, όταν αυτή απλά ζητά να ακουστεί και όχι να επιβληθεί. Και, επιτέλους, η λέξη «κανονικότητα» ας συνεχίσει να είναι αυτό που λέει το όνομά της: κανονική!

Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2024

Τα ποτάμια δεν γυρίζουν πίσω... | Σκέψεις με αφορμή το τελευταίο μάθημα του Δ. Λιαντίνη


Η τελευταία διάλεξη του Δημήτρη Λιαντίνη και η ιδέα του αμετάστρεπτου που κυριαρχεί στη Φύση και τη ζωή.
Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Σε πρόσφατη περιδιάβαση στο YouTube, είδα και πάλι (ή μάλλον, άκουσα) μία ιστορική διάλεξη του Δημήτρη Λιαντίνη [1] (Μαράσλειο, 27/5/1998). Ίσως τη συγκλονιστικότερη που έδωσε ποτέ, αφού ήταν η τελευταία του, στην οποία κατ’ ουσίαν προανήγγειλε το καλά μελετημένο τέλος του. Είχα την ευκαιρία, έτσι, να ρίξω ξανά μια ματιά και στα σχόλια των επισκεπτών του καναλιού. Ανάμεσα στις αμέτρητες προσωπολατρικές μεγαλοστομίες διέκρινα και μία αλλιώτικη σκέψη, διατυπωμένη με λόγο σχεδόν απλοϊκό – όσο απλή είναι συχνά η ίδια η αλήθεια:

«Ίσως φοβόταν τα γεράματα και ήθελε να τον θυμούνται νέο.»

Η τοποθέτηση φαίνεται βάσιμη, αν κάποιος διαβάσει προσεκτικά και αποκωδικοποιήσει τα γραφόμενα του ίδιου του Λιαντίνη...

Η επίδραση που άσκησε η προσωπικότητα του Σωκράτη πάνω στον Λιαντίνη είναι ολοφάνερη στο κύκνειο άσμα του τελευταίου, την «Γκέμμα». Αυτό που διδάσκεται ο αναγνώστης είναι ότι ο φόβος του θανάτου είναι ασύγκριτα πιο διαχειρίσιμος από τον φόβο της παρακμής που αναπόφευκτα φέρνουν μαζί τους τα γηρατειά και η αρρώστια. Η «απόδραση» από τη ζωή, λοιπόν, «πρέπει» να γίνεται έγκαιρα, όσο ακόμα ο άνθρωπος είναι σε θέση να βιώνει τη ζωή του αυτοδύναμα και με αίσθημα αξιοπρέπειας. Τον δρόμο, άλλωστε, είχε δείξει χιλιάδες χρόνια πριν ο Σωκράτης (Γκέμμα, Κεφ. 5, σελ. 86).

Αν κάποιος θελήσει να δει τη ζωή από καθαρά βιολογική σκοπιά, θα πρέπει να προσεγγίσει το φαινόμενο της φυσικής παρακμής – αυτό που τόσο είχε απασχολήσει τον Λιαντίνη – μέσα από τους νόμους της Φύσης. Ένας από αυτούς (ίσως ο τρομακτικότερος απ' όλους) μιλά για το αμετάστρεπτο των μεταβολών, το οποίο διέπει όλες σχεδόν τις φυσικές διεργασίες. Μεταξύ αυτών, την ίδια τη ζωή.

Με αφορμή τις πιο πάνω σκέψεις, θα ήθελα να παραθέσω (σε αναθεωρημένη μορφή) ένα άρθρο δημοσιευμένο το 2012 στο «Βήμα». Το εναρκτήριο ερώτημα του κειμένου αντανακλά το αίσθημα αγωνίας που μας διακατείχε την εποχή της μεγάλης οικονομικής κρίσης. Τότε που, παρά τις ζοφερές περιστάσεις, είχαμε ακόμα το κουράγιο (ή την αφέλεια) να ελπίζουμε...

------------------------------------------------

Θα ξαναγυρίσουμε ποτέ στην επίφαση ευτυχίας που γνωρίζαμε; Ή θ’ αποχαιρετήσουμε για πάντα – με αξιοπρέπεια, έστω – την Αλεξάνδρεια;

Στη Θερμοδυναμική (περιοχή της Κλασικής Φυσικής) δεσπόζουν δύο θεμελιώδεις νόμοι. Ο Πρώτος Θερμοδυναμικός Νόμος αφορά τη διατήρηση της ενέργειας και, στην πιο απλή του διατύπωση, ηχεί ως αυτονόητος: «Η ενέργεια που προσφέρουμε σε ένα σύστημα είναι ισόποση με την αύξηση του ενεργειακού αποθέματος του συστήματος.» Αν ο νόμος αυτός ήταν ο μοναδικός που δέσμευε την ύλη κατά τις μεταβολές της, ο κόσμος που ξέρουμε θα ήταν πολύ διαφορετικός. Θα υπήρχε, π.χ., τρόπος να μη γερνάμε ποτέ (ίσως και να γίνουμε αθάνατοι), ενώ ο προϊστορικός άνθρωπος θα είχε ανακαλύψει την ψύξη και τον κλιματισμό με την ίδια ευκολία που έμαθε να ζεσταίνεται από τη φωτιά!

Ο Δεύτερος Νόμος της Θερμοδυναμικής βάζει τέλος σε τέτοιες φιλοδοξίες. Αποτελεί ίσως την πιο σκληρή πραγματικότητα της Φύσης, μια αληθινή κατάρα του Δημιουργού πάνω στο δημιούργημά Του. Λέει, με πολύ απλά λόγια, πως κάποια πράγματα που συμβαίνουν δεν είναι δυνατό να αναιρεθούν, πως το ποτάμι μερικών φαινομένων δεν γυρίζει ποτέ πίσω. Έτσι, π.χ., ενώ ένα ζεστό σώμα μπορεί αυθόρμητα να δώσει λίγη από τη ζέστη του σε ένα πιο κρύο, το αντίθετο είναι απίθανο (πρακτικά αδύνατο) να συμβεί: ένα κρύο σώμα δεν μπορεί, χωρίς εξωτερική παρέμβαση, να δώσει μέρος από τη λιγοστή θερμική του ενέργεια σε ένα ζεστό, έτσι που το ένα να γίνει ακόμα πιο κρύο και το άλλο ακόμα πιο ζεστό. Η ζέστη φεύγει και δεν γυρίζει ποτέ πίσω από μόνη της. Το ίδιο και η νεότητα στον άνθρωπο, που φεύγει ανεπιστρεπτί αφήνοντας πίσω της τη φθορά που οδηγεί στο γήρας και τον θάνατο. Φαίνεται πως η συνειδητότητα αυτής της τελευταίας πραγματικότητας ήταν που κατηύθυνε τα υπαρξιακά βήματα του Σωκράτη στο κλείσιμο της επίγειας ζωής του. Όπως, ίσως, και αυτά του Δ. Λιαντίνη...

Η βασική φιλοσοφία του νόμου είναι απλή: Αν βάλεις ένα φυσικό σύστημα σε τάξη και μετά το αφήσεις στην τύχη του, το πιο πιθανό είναι πως η τάξη αυτή θα χαθεί (αυτό το γνωρίζουν καλά οι μητέρες που συγυρίζουν καθημερινά τα δωμάτια των παιδιών τους). Αντίθετα, είναι απίθανο το σύστημα αυτό να μεταβεί αυθόρμητα από την αταξία πίσω στην τάξη. Θα πρέπει η υπομονετική μητέρα να συγυρίσει και πάλι το δωμάτιο!

Αν το καλοσκεφτεί κανείς, όλοι οι φόβοι στον άνθρωπο σχετίζονται με το αμετάστρεπτο, την αδυναμία του να αναιρέσει μεταβολές που δεν του είναι επιθυμητές. Η ζωή μας είναι γεμάτη από αγωνίες για όλων των ειδών τις ισορροπίες που μπορεί να ανατραπούν ανεπανόρθωτα. Ανησυχούμε για τη φυσική μας κατάσταση και γι’ αυτή των αγαπημένων μας προσώπων, για τη φθορά των υλικών αγαθών που με θυσίες αποκτήσαμε, για τις οικονομίες που μαζεύαμε μια ζωή και είναι δυνατό να χαθούν μέσα σε μία νύχτα, για την κοινωνική υπόληψη που με κόπο χτίσαμε και μπορεί να γκρεμιστεί από έναν λάθος χειρισμό ή μια κακοτυχία...

Αυτό που μένει στο τέλος είναι η συνειδητοποίηση ότι το μη-αντιστρεπτό είναι ο κανόνας του παιχνιδιού που μας επιτρέπει να παραμένουμε παίκτες στην παρτίδα της ζωής. Και η γνώση αυτή του πεπερασμένου των πραγμάτων οδηγεί μοιραία σε ένα αίσθημα ματαιότητας.

Όμως, πόσο μάταιο είναι ένα ταξίδι στην Ιθάκη; Το ερώτημα γίνεται ρητορικό, και η υπονοούμενη απάντηση αισιόδοξη, αν ορίσουμε τη ζωή όχι ως πεδίο άνισης – και, εν τέλει, άσκοπης – μάχης ενάντια στην παντοδυναμία του Δεύτερου Νόμου, αλλά ως πορεία αυτεπίγνωσης που, στο τέλος της, οδηγεί στην ανακάλυψη του αιώνιου μέσω της υπέρβασης των νόμων του εφήμερου. Όπου «αιώνιο» εννοούμε εδώ το άχρονο, αφού ο χρόνος (όπως και ο χώρος) είναι απλά μία φυσική διάσταση που εφηύρε ο άνθρωπος στην προσπάθειά του να κατανοήσει τα φαινόμενα που τον περιβάλλουν.

Η Ιθάκη μπορεί, επομένως, να είναι η ίδια η κατάκτηση της αθανασίας. Έστω και αν, στη στερνή γραφή του, ένας σύγχρονος φιλόσοφος και διάσημος δραπέτης της ζωής χαρακτήρισε ως «πιθήκους» εκείνους που τολμούν να πιστέψουν σ' αυτήν (Γκέμμα, Κεφ. 11, σελ. 183)...



Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2024

ΤΟ ΒΗΜΑ - Μπορεί ένα παιδί να γίνει αντικείμενο δικαιώματος;

 Το παιδί ασφαλώς έχει δικαιώματα. Μπορεί, όμως, να αποτελεί αντικείμενο δικαιώματος ενηλίκων;

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Το θέμα της κοινωνικής ισότητας δεν είναι ζήτημα του καιρού μας. Στο υπέροχα ποιητικό βιβλίο του, «Ιστορία της Φιλοσοφίας» [1], ο Αμερικανός ιστορικός Γουίλ Ντυράν (Will Durant, 1885-1981) γράφει, αναφερόμενος στους σοφιστές της Αρχαίας Ελλάδας:

«Στην πολιτική ήσαν διηρημένοι σε δύο σχολές. Η μία, όπως ο Ρουσσώ, υποστήριζε ότι η Φύση είναι καλή και ο πολιτισμός κακός, ότι από τη φύση τους όλοι οι άνθρωποι είναι όμοιοι και γίνονται ανόμοιοι από τους θεσμούς που έγιναν από τις κοινωνικές τάξεις, και ότι ο νόμος είναι μια εφεύρεση των ισχυρών για να δεσμεύουν και να κυβερνούν τους αδύνατους. Μια άλλη σχολή, σαν τον Νίτσε, υποστήριζε ότι η Φύση είναι πέρα από το καλό και το κακό, ότι από τη φύση τους οι άνθρωποι είναι ανόμοιοι, ότι η ηθική είναι μια εφεύρεση των αδύνατων για να περιορίζουν και να εξουδετερώνουν τους ισχυρούς, ότι η ισχύς είναι η υπέρτατη αρετή και ο υπέρτατος πόθος του ανθρώπου...»

Αφήνοντας παράμερα τον Νίτσε (η επίδρασή του στον Ναζισμό θα σκιάζει πάντα τα αισθήματά μας για εκείνον), θα μπορούσαμε να εκφράσουμε τη σκέψη του Ρουσσώ λέγοντας ότι ο νόμος όχι μόνο δεν πρέπει να δημιουργεί κοινωνικές ανισότητες, αλλά οφείλει και να επιβάλλει την ισότητα εκεί όπου η ίδια η Φύση αποτυγχάνει.

Μία αδιαμφισβήτητη ανισότητα στη Φύση είναι το ότι μόνο η γυναίκα (και, γενικά, το θηλυκό) έχει τη δυνατότητα να κυοφορεί. Έτσι, η φυσική λειτουργία της αναπαραγωγής προϋποθέτει καταρχήν τη σύμπραξη δύο ατόμων διαφορετικού φύλου, πράγμα που αποτελεί μειονέκτημα για ένα ομόφυλο ζευγάρι σε σχέση με ένα ετερόφυλο.

Ερχόμαστε έτσι στο πολυσυζητημένο θέμα των ημερών: την θεσμοθέτηση γάμου μεταξύ ομόφυλων ατόμων. Ένα ευαίσθητο όσο και περίπλοκο ζήτημα είναι το κατά πόσον ένας τέτοιος θεσμός θα πρέπει να προβλέπει την ύπαρξη παιδιών, όπως συμβαίνει στην περίπτωση ετερόφυλου ζευγαριού. Το επιχείρημα που κατά κόρον προβάλλεται από όσους υποστηρίζουν αυτή την πρόβλεψη αναφέρεται εμφατικά στην προάσπιση των «δικαιωμάτων του παιδιού». Μοιάζει όμως να κρύβει έναν βαθμό υποκρισίας...

Καταρχάς, όταν αναφερόμαστε σε δικαίωμα του παιδιού εννοούμε κατά κύριο λόγο την προστασία του παιδιού. Πράγματι τίθεται ζήτημα προστασίας για παιδιά του ενός συζύγου (βιολογικά ή υιοθετημένα) που τυχόν προϋπάρχουν του γάμου, και ο νόμος ορθώς θα επιτρέπει στον έτερο σύζυγο να συνεχίσει να ασκεί γονική μέριμνα στην περίπτωση που ο πρώτος σύζυγος φύγει από τη ζωή. Αποτρέπεται έτσι το ζοφερό σενάριο εγκλεισμού των παιδιών σε κάποιο ίδρυμα.

Και εδώ ολοκληρώνεται η όποια συζήτηση για τα δικαιώματα του παιδιού! Γιατί, τόσο το ζήτημα της παρένθετης μητέρας (ο σχεδιαζόμενος νόμος αποκλείει αυτή τη δυνατότητα), όσο και εκείνο της υιοθεσίας από ομόφυλο ζευγάρι, δεν αφορούν δικαίωμα του ίδιου του παιδιού (αφού δεν σχετίζονται με την προστασία του) αλλά αντιπροσωπεύουν ένα διεκδικούμενο δικαίωμα ενηλίκων που υλοποιείται μέσω ενός παιδιού.

Αναδύεται, όμως, ένα κρίσιμο και ουσιαστικό (όχι ρητορικό) ερώτημα, στο οποίο δεν θα επιχειρήσουμε να δώσουμε απάντηση εδώ: Είναι ηθικά αποδεκτό να καθίσταται ένα παιδί αντικείμενο δικαιώματος ενηλίκων;

Αναμενόμενο είναι, φυσικά, το επιχείρημα περί θεμελιωμένων αντίστοιχων δικαιωμάτων για ετερόφυλα ζευγάρια και περί ισότητας των ζευγαριών αυτών με τα ομόφυλα. Θα πρέπει, εν τούτοις, να αποδεχθούμε ότι, για ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας (όχι απαραίτητα αντιδραστικό και κακοπροαίρετο), το ίδιο το ζήτημα της ισότητας παραμένει ανοιχτό σε συζήτηση, ακόμα και σε αμφισβήτηση. Και, ειδικά σε ό,τι αφορά τα παιδιά, το ερώτημα για τις ενδεχόμενες συνέπειες - κοινωνικές ή/και ψυχολογικές - που θα μπορούσε να έχει η ένταξή τους σε ένα ομόφυλο σχήμα, αποτελεί βασικό αντικείμενο προβληματισμού που δεν μπορούμε εύκολα να προσπεράσουμε...

[1] Ελληνική έκδοση (1971), μετάφραση Ν. Κ. Παπαρρόδου.

ΤΟ ΒΗΜΑ