Όταν ο έρωτας είναι η άλλη όψη του θανάτου (μια ιστορία που θα μπορούσε να είναι αληθινή)...
Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου
Ο ιδιοκτήτης της βάρκας δεν πίστευε στα μάτια του. Τόσα λεφτά για ένα σχεδόν σάπιο σκαρί που καιρό τώρα έψαχνε τρόπο να ξεφορτωθεί! Ο αγοραστής δεν ήταν από εκείνους που λένε πολλές κουβέντες. Πλήρωσε χωρίς παζάρια και διαμαρτυρίες το ποσό που του είχε ζητηθεί, χαιρέτησε βιαστικά και μπήκε αμέσως στη βάρκα.
Καθώς ξανοιγόταν στο πέλαγος, «έπαιξε» για μία ακόμα φορά την ταινία της ζωής του τα τελευταία δύο χρόνια. Για μουσική υπόκρουση υπήρχε πάντα ο ήχος από τα κύματα. Και ό,τι έλειπε θα το συμπλήρωνε ο ίδιος – ήταν, εξ άλλου, μουσικός. Έπιασε το έργο από τους τίτλους της αρχής. Κι εκεί το όνομα του σκηνοθέτη δεν ήταν το δικό του. Ήταν αυτό της μοίρας. Με τη μορφή της γυναίκας...
Την είχε πρωτο-αντικρίσει στο Λυκαβηττό, σε μία από τις κοντινές, μικρές «αποδράσεις» του από το ιδιωτικό του στούντιο. Συνόδευε τους μαθητές κάποιου Λυκείου σε μια ημερήσια εκπαιδευτική εκδρομή. Ήταν καθηγήτρια φιλολογίας. Τον είχε ρωτήσει πώς θα βρουν το δρόμο για ένα πολιτιστικό κέντρο που βρισκόταν κάπου εκεί κοντά. Προσφέρθηκε να τους πάει ο ίδιος ως εκεί – δεν είχε, άλλωστε, πολλή δουλειά εκείνη τη μέρα.
Συζητώντας μαζί της στο δρόμο, έμαθε τα πρώτα πράγματα για κείνη. Αγαπούσε τη μουσική, αν και δεν είχε μουσικές γνώσεις. Και, όπως του εκμυστηρεύτηκε, είχε ένα διαχρονικό απωθημένο: να ακούσει τη «σονάτα του Κρόιτσερ», του Μπετόβεν. Της είχε μιλήσει κάποτε γι’ αυτήν ένας καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο, υπό την επίβλεψη του οποίου έκανε τότε μεταπτυχιακές σπουδές.
Είχε απορήσει κι ο ίδιος με το θάρρος του όταν της πρότεινε να περάσει κάποια μέρα από το στούντιό του εκεί στο Λυκαβηττό, να ακούσει επιτέλους τη φοβερή αυτή σονάτα που είχε στοιχειώσει τον Τολστόι! Κι εκείνη είχε δεχθεί αμέσως, με τον άδολο ενθουσιασμό ενός παιδιού.
Πήγε πολλές φορές στο στούντιο μέσα σ’ αυτά τα δύο χρόνια. Και κάθε συνάντησή τους ξεκινούσε με την ακρόαση της σονάτας του Κρόιτσερ, σαν απαραίτητος πρόλογος σε ένα σχεδόν μεταφυσικό τελετουργικό. Στο τέλος, πάνω στη χαλάρωση, μιλούσε για τον εαυτό της. Κι εκείνος ήταν πάντα πρόθυμος να ακούει...
Του είπε για τα οικογενειακά της προβλήματα και για μια ζωή αφυδατωμένη πια από συναισθήματα και συγκινήσεις. Ο γάμος της υπήρξε ένα είδος φυγής από φαντάσματα που την κυνηγούσαν από παλιά. Το πιο μεγάλο από αυτά, όμως, ήταν η μνήμη του καθηγητή. Ναι, θυμήθηκε την περίπτωση, ήταν πρώτο θέμα για καιρό στις εφημερίδες και την τηλεόραση. Καθηγητής της Φιλοσοφίας που είχε χαθεί με τρόπο μυστηριώδη στη θάλασσα. Είχε μόλις αγοράσει μια βάρκα και κάποιος τον είχε δει να ξανοίγεται στο πέλαγος. Η βάρκα δεν βρέθηκε ποτέ...
Κι έτσι πέρασαν δύο χρόνια γεμάτα μουσική, συγκινήσεις και εξομολογήσεις. Μα, όσο εκείνος δενόταν περισσότερο μαζί της, τόσο εκείνη απομακρυνόταν απ’ αυτόν. Οι επισκέψεις της γίνονταν όλο και πιο αραιές και βιαστικές, ενώ και η συγκίνηση απ’ τη μεριά της ολοένα λιγόστευε. Του μίλησε αόριστα για ένα «φορτωμένο πρόγραμμα» και για έναν νέο κύκλο μεταπτυχιακών σπουδών που είχε αποφασίσει να ξεκινήσει. Ώσπου, ξαφνικά, μια μέρα εκείνος βρήκε ένα γράμμα ριγμένο κάτω από την πόρτα του στούντιο.
Ήταν από εκείνη. Ο γραφικός χαρακτήρας δεν πρόδινε ταραχή, δεν φανέρωνε δισταγμό. Η γραφή ήταν σίγουρη, σαν από άτομο συνειδητοποιημένο, αποφασισμένο και ήρεμο. Σαν από άνθρωπο που δεν θα δίσταζε να πατήσει εν ψυχρώ τη σκανδάλη...
Αφού τον ευχαρίστησε (μάλλον τυπικά, ή έτσι του φάνηκε) για όσα «ωραία» είχαν μοιραστεί τα δύο αυτά χρόνια, του αποκάλυψε τους πραγματικούς λόγους που την είχαν φέρει σ’ εκείνον «κατά πρωτόγνωρη, για εκείνη, παράβαση των αρχών της». Ήταν το συναισθηματικό και υπαρξιακό κενό στο οποίο ζούσε εδώ και πολύ καιρό... Ήταν μια υποσυνείδητη ανάγκη εκδίκησης για κάποιον που χρόνια τώρα την καταπίεζε ενώ παράλληλα την υποτιμούσε σαν γυναίκα... Αλλά, πάνω απ’ όλα, ήταν το πάντα ανοιχτό τραύμα του ανεκπλήρωτου που άφησε πίσω της η σχεδόν μυθική μορφή ενός δασκάλου που εκείνη κάποτε πόθησε πολύ, μα δεν μπόρεσε (ίσως δεν πρόλαβε) να κατακτήσει. Τον κέρδισε, τελικά, η θάλασσα, στην οποία εκείνος αυτοθέλητα παρέδωσε ψυχή και σώμα...
Και η σονάτα του Κρόιτσερ, που άκουγαν μαζί σε κάθε τους συνάντηση στο στούντιο, ήταν μια υπερκόσμια γέφυρα που την πήγαινε σ’ εκείνον που της είχε πρωτομιλήσει κάποτε γι’ αυτό το μουσικό έργο. Μα, για να δώσει στον εαυτό της την ψευδαίσθηση της υλικής υπόστασης και της φυσικής παρουσίας του ανθρώπου που αντιπροσώπευε το ανεκπλήρωτο όνειρό της, είχε ανάγκη από ένα μέσο που θα σωματοποιούσε την ιδεατή μορφή του. Ένα εξ ορισμού και κατ’ ανάγκη υποδεέστερο υποκατάστατο, αφού κανείς δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με έναν ημίθεο!
Έμεινε πολλές μέρες να κοιτάζει το γράμμα χωρίς να βρίσκει τη δύναμη να το ξαναδιαβάσει. Δεν είχε καν την αυταπάτη μιας υποτιθέμενης παρανόησης που συχνά συμβαίνει στην πρώτη ανάγνωση. Και δεν είχε την παραμικρή διάθεση να εργαστεί, λες και η έμπνευση τον είχε κι εκείνη εγκαταλείψει. Το καπάκι του πιάνου είχε μείνει ανοιχτό, όπως και η παρτιτούρα με τις σπουδές του Σοπέν πάνω στο αναλόγιο...
Όταν κατάφερε, τελικά, να συνέλθει κάπως, πήρε μία λευκή κόλλα χαρτί από το συρτάρι και κάθισε στο τραπέζι ξεβιδώνοντας την πένα του:
«Δεν πρόκειται να σε κατηγορήσω, είτε για τους λόγους που ήρθες, είτε για εκείνους που έφυγες. Αυτές τις μέρες διάβασα τα βιβλία του και κατάλαβα τι διδάχθηκες από εκείνον. Οφείλω να παραδεχθώ πως έχει δίκιο όταν μιλάει για την απόλυτα αδιαπραγμάτευτη ελευθερία και για τα ‘θέλω’ που παραμερίζουν τα ‘πρέπει’. Η βούληση ενός ανθρώπου δεν είναι ιδιοκτησία κανενός άλλου, και η αυτοδιαχείρισή της είναι αυτονόητο ατομικό δικαίωμα που δεν μπορεί να υπόκειται στον παραμικρό ηθικολογικό περιορισμό!
Κάποια στιγμή ένιωσες πως με χρειαζόσουν. Είτε για να ξεπεράσεις τα προσωπικά σου αδιέξοδα και να γεμίσεις το υπαρξιακό σου κενό, είτε για να ζήσεις την ψευδαίσθηση μιας ανεκπλήρωτης εμπειρίας που η ζωή δεν σε είχε αφήσει να γευτείς. Δεν γνωρίζω αν όλα αυτά δεν τα χρειάζεσαι πια, ή αν βρήκες τώρα κάποιον που σου τα εκπληρώνει περισσότερο. Αυτό δεν θα το μάθω ποτέ... Όμως, δεν έχω το δικαίωμα να σε κρίνω. Η ζωή είναι μία τεράστια αγορά προσφοράς και ζήτησης όπου όλα ανταλλάσσονται ελεύθερα με τους πιο συμφέροντες όρους και στην καλύτερη τιμή. Ακόμα και τα ανθρώπινα συναισθήματα. Αν υποτεθεί ότι το είδος υπάρχει ακόμα...
Σε κάποια παλιά ταινία, όπου ο ήρωας της ιστορίας δίνει άνιση μάχη να κερδίσει τη γυναίκα του με αντίπαλο το φάντασμα ενός – υποτίθεται πεθαμένου – παλιού εραστή, ο σύζυγος ομολογεί με απόγνωση ότι η μάχη αυτή είναι ήδη χαμένη. Γιατί, έναν πραγματικό άνθρωπο τον πολεμάς. Έχει αδυναμίες, έχει κακές πλευρές... Ένα όνειρο, όμως; Ένα φάντασμα πώς θα μπορέσεις να το πολεμήσεις; Είναι πιο ζωντανό απ’ την ίδια τη ζωή!
Εγώ αναμετρήθηκα με ένα όνειρο κι έχασα. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει αφού δεν ήμουν παρά ένα ασήμαντο υποκατάστατό του; Όμως, ακόμα κι έτσι, ίσως και για να περισώσω ό,τι έχει απομείνει – αν έχει απομείνει κάτι – από τον αυτοσεβασμό μου, ας έχω τουλάχιστον τη γενναιότητα να τραβήξω την αναλογία ως το τέλος της. Ο δρόμος για τη δική μου μηδαμινή αθανασία είναι, λοιπόν, ήδη χαραγμένος. Δεν χρειάζεται καν να τον ψάξω στο χάρτη...
Ξέχασα να σου πω, σκέφτηκα να αγοράσω μια βάρκα. Ο τόπος εδώ στη στεριά δεν με χωράει πια, ακόμα και ο Λυκαβηττός πέφτει πάνω μου και με πλακώνει! Βρήκα μία μεταχειρισμένη σε μάλλον καλή τιμή. Βέβαια, η τιμή δεν έχει, τελικά, και τόση σημασία...»
Ακούμπησε το γράμμα δίπλα στο δικό της κι απομακρύνθηκε απ’ το τραπέζι. Άλλωστε, δεν ήξερε διεύθυνση για να το στείλει. Μα, ακόμα κι αν ήξερε δεν θα ξέπεφτε ποτέ σε μια τέτοια μικροπρέπεια που βαθύτερο στόχο θα είχε να την εκθέσει. Άφησε ξεκλείδωτο το στούντιο φεύγοντας, χωρίς να ρίξει μια ματιά πίσω του...
Καθώς ξανοιγόταν τώρα όλο και πιο βαθιά στο πέλαγος, οι μνήμες ξεθώριαζαν, γίνονταν ένα με τις ακτές που ξεμάκραιναν. Ώσπου βίωσε, τελικά, την τρομαχτική εκείνη ηδονή της υπαρξιακής μοναδικότητας στη μέση του απέραντου...
Κανείς δεν ξανάκουσε γι’ αυτόν, κι ούτε η βάρκα του βρέθηκε ποτέ. Μόνο ο άνεμος είναι φορές που φυσά περίεργα σ’ εκείνα τα απόμακρα θαλασσινά τοπία, σχηματίζοντας ήχους απόκοσμους. Δεν παίρνω όρκο, μα κάποια στιγμή, περνώντας με το καράβι, ένιωσα πως άκουσα το σπαραχτικό θέμα του βιολιού απ' τη σονάτα του Κρόιτσερ του Λουδοβίκου Μπετόβεν...