Ένα ατυχές ερωτηματικό στον τίτλο μίας εκδήλωσης ξυπνά μνήμες από το καλοκαίρι του 2015, όταν η χώρα αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Ευτυχώς ανεπιτυχώς...
Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου
Στο πλαίσιο δημόσιας εκδήλωσης με αντικείμενο τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου [1], μία ομάδα πολιτικά προσανατολισμένων ακαδημαϊκών, με την επίκληση του ζητήματος των παρακολουθήσεων, τοποθέτησε ένα (στην πιο αθώα εκδοχή) αμφίσημο ερωτηματικό στο ιστορικής σημασίας σύνθημα «Μένουμε Ευρώπη».
Δεν προτίθεμαι να μπω στην ουσία του θέματος της εκδήλωσης – άλλωστε, δεν θεωρώ τον εαυτό μου ακαδημαϊκά επαρκή για κάτι τέτοιο. Όμως, σαν ένας από εκείνους τους απλούς κι ανώνυμους που λοιδορήθηκαν συλλήβδην το καλοκαίρι του 2015, όταν, κόντρα στη μαζική παράνοια της εποχής, υποστηρίξαμε με κάθε δυνατό τρόπο την συνέχιση της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας, δικαιούμαι (νομίζω) να εκφράσω την έντονη ενόχλησή μου για εκείνο το ερωτηματικό στο «Μένουμε Ευρώπη;» του τίτλου της εκδήλωσης, το οποίο ειρωνικά υπεμφαίνει τάση – αν όχι προτροπή – αναθεωρητισμού.
Γυρίζω πίσω στον χρόνο... Θυμάμαι, με ένα ελαφρό αίσθημα μελαγχολίας, κάποιες αυθόρμητες και όχι κομματικά οργανωμένες (τονίζω με έμφαση τις λέξεις!) συναθροίσεις των «ευρωλιγούρηδων» – όπως χλευαστικά μας αποκαλούσαν με μία φωνή οι «αντιμνημονιακοί» των δύο άκρων – εκείνο το καλοκαίρι στο Σύνταγμα. Όχι για να στήσουμε φολκλόρ χορούς προσμένοντας ένα θριαμβευτικό δημοψηφισματικό αποτέλεσμα που «θα άλλαζε τη μοίρα της Ευρώπης», αλλά για να μοιραστούμε τις αγωνίες και τους φόβους μας για μία Ελλάδα που είχε πάρει πορεία προς την άβυσσο και, κυριολεκτικά, μέτραγε μέρες σαν χώρα. Μια χώρα που φαινόταν ανήμπορη να σταματήσει το βαγόνι που την οδηγούσε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στη χωματερή της Ιστορίας, θαρρείς υπνωτισμένη και παραδομένη στα χέρια μιας άγριας συμμορίας φανατικών που την έσερναν χαρωποί κι ανέμελοι προς τον γκρεμό. Έτσι όπως οι τρομοκράτες σέρνουν μαζί τους στον θάνατο δεκάδες, εκατοντάδες ανθρώπων που τυχαίνει να βρεθούν στον δρόμο τους. Μόνο που εδώ το συναπάντημα δεν ήταν έργο της μοίρας αλλά της αφροσύνης...
Κάποιοι, εκπρόσωποι του τότε πλειοψηφικού ρεύματος, μας ειρωνεύτηκαν ή και μας χλεύασαν. Ο απαξιωτικός νεολογισμός «Μενουμευρώπη» δεν άργησε να κάνει την εμφάνισή του στα social media αλλά και σε σοβαρά ειδησεογραφικά sites, διατηρώντας την ισχύ του ως σήμερα και παίρνοντας σιγά-σιγά τον χαρακτήρα δόκιμου όρου στην πολιτική ορολογία.
Κάποιοι μεταχειρίστηκαν ακόμα και το όπλο της δυσφήμισης, αν όχι της απροκάλυπτης συκοφαντίας. Με αφορμή μία υπέρμετρα διακινηθείσα – και βάναυσα παρερμηνευμένη – φωτογραφία δημόσιας οινοποσίας στην πλατεία Συντάγματος [2], ακούστηκε πως οι αγωνιούντες για το αύριο της χώρας ήταν απλά οι «βολεμένοι» (κατά προτίμηση, του Κολωνακίου ή των βορείων προαστίων) που αρνούνταν να «ξεβολευτούν»! Ένας χαρισματικός μαρξιστής αρθρογράφος σε κορυφαίο, τότε, ειδησεογραφικό ιστότοπο το έθεσε ποιητικότερα, δίνοντας μία ηρωική διάσταση στον εθνικό διχασμό των ημερών εκείνων. Ήταν ένας πόλεμος, έγραψε, ανάμεσα σε εκείνους που είχαν κάτι να χάσουν και εκείνους που δεν είχαν να χάσουν τίποτα, αφού ούτως ή άλλως τίποτα δεν είχαν!
Θυμάμαι έντονα την πιο μεγάλη συνάθροιση των «Μενουμευρώπηδων» (το λέω αυτοσαρκαστικά!) στο Σύνταγμα, λίγες μέρες μετά την αναγγελία του δημοψηφίσματος. Ήταν Τρίτη, τελευταία μέρα του Ιούνη του 2015. Όλοι ξέραμε ότι θα βρέξει δυνατά το απόγευμα. Μα δεν ήταν ώρα για λιποψυχίες. Όχι μία βροχή, αλλά κι έναν κατακλυσμό ολόκληρο θα μπορούσε εκείνη τη μέρα να αψηφήσει κανείς!
Στον σταθμό του μετρό δημιουργήθηκε από νωρίς το αδιαχώρητο. Ήταν άνθρωποι από κάθε γωνιά της πόλης, που τους είχε σπρώξει εκεί η κοινή αγωνία για το αν θα υπήρχε επόμενη μέρα στη ζωή τους όπως την ήξεραν. Οι συζητήσεις στα «πηγαδάκια» στρέφονταν γύρω από τα βασανιστικά ερωτήματα των ημερών: Θα πετούσε ο Σόιμπλε θριαμβευτικά την Ελλάδα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, επικαλούμενος (άκρως βολικά για εκείνον!) το επικείμενο ελληνικό δημοψήφισμα; Θα κατάσχονταν όλες οι ιδιωτικές καταθέσεις των αφελών που είχαν ακόμα χρήματα στις τράπεζες (αφού δεν θα υπήρχε «σάλιο» στον κρατικό κουμπαρά μετά την οριστική χρεοκοπία); Με τι είδους νόμισμα θα πληρώνονταν οι εργαζόμενοι, και με τι νόμισμα θα ψώνιζαν οι άνθρωποι στο σούπερ-μάρκετ; (Οι βαρουφάκειες ιδέες περί IOU μόνο ως ανέκδοτο ακούγονταν!) Θα έμπαιναν σε εφαρμογή τα δελτία τροφίμων και τα συσσίτια τύπου Κατοχής, όπως είχε προτείνει ο καθηγητής και κυβερνητικός βουλευτής Κώστας Λαπαβίτσας;
Το περίφημο δημοψήφισμα αποδείχθηκε, τελικά, παρωδία, και ο πολιτικός θρίαμβος της κυβέρνησης ήταν πύρρεια νίκη. Μέσα σε λίγες μόνο μέρες η ίδια αυτή κυβέρνηση, συνειδητοποιώντας το αδιέξοδο και το εν δυνάμει καταστροφικό της πολιτικής της, έκανε μία αναγκαστική – αλλά σε κάθε περίπτωση σωστική – στροφή προς τον ρεαλισμό, και η χώρα γλίτωσε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή από την οριστική χρεοκοπία και το σκοτεινό «αύριο» των συσσιτίων και των ντροπιαστικών αποστολών ανθρωπιστικής βοήθειας.
Για όσους είχαμε κατέβει υπό καταρρακτώδη βροχή στο Σύνταγμα εκείνη την Τρίτη, ήταν μια κάποια δικαίωση. Από τα ίδια τα πράγματα, βέβαια, όχι από την ρητορεία των φανατικών, που συνέχισαν να πιπιλίζουν με χλευαστική διάθεση την καραμέλα των «Μενουμευρωπαίων», λες και επρόκειτο για εχθρούς της κοινωνίας και της πατρίδας. Και συνεχίζω να αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατό να μην αντιλήφθηκαν οι χλευάζοντες την πολιτική κοροϊδία που είχε παιχτεί σε βάρος τους!
Μένω ως σήμερα, λοιπόν, με τις μελαγχολικές μνήμες ενός βροχερού απογεύματος στο τέλος του Ιούνη του 2015. Ξαναβλέπω τις λασπωμένες πατημασιές που ολοένα πυκνώνουν στα σκαλιά του μετρό στο Σύνταγμα... Ακούω και πάλι τις εναγώνιες πολιτικές συζητήσεις του απλού κόσμου, με τα σενάρια τρόμου να παίρνουν και να δίνουν κάτω από πρόχειρα υπόστεγα... Φωνάζω ξανά τον πλανόδιο ομπρελά για να προλάβω να αγοράσω εκείνη την τελευταία ροζ ομπρέλα, αφού η γυναίκα μου αμέλησε, ως συνήθως, να πάρει μαζί τη δική της...
Και διατηρώ το δικαίωμα να λέω, φωναχτά: «Ποτέ ξανά!» Είτε αρέσει αυτό, είτε όχι, σε πολιτικολογούντες κυρίους ακαδημαϊκούς που αδοκίμως τοποθετούν ερωτηματικά σε ιστορικά συνθήματα που (πια) δεν τους ανήκουν!