Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2022

Η Ευρώπη και τα φαντάσματα του «Μεγάλου Πολέμου»

Την ώρα που ο κ. Πούτιν και τα φερέφωνά του οραματίζονται τη διάλυση της Ενωμένης Ευρώπης, οι ίδιες οι χώρες της Ευρώπης δεν πρέπει να ξεχνούν τα διδάγματα της Ιστορίας. Και μάλιστα, τα πολύ παλιά...

Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Η ναζιστικού τύπου εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία φάνηκε αρχικά να αναπτερώνει τις ελπίδες φανατικών αντιευρωπαϊκών κύκλων για τη δημιουργία συνθηκών διάλυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (σύντομα: Ε.Ε.). Αυτό, λόγω των διαφωνιών που αναμενόμενα θα ανέκυπταν ως προς την αντιμετώπιση των συνεπειών του πολέμου. Οι ελπίδες ευτυχώς διαψεύστηκαν.

Είχαν προηγηθεί δύο χαμένες ευκαιρίες «ξηλώματος του ευρωπαϊκού πουλόβερ». Η πρώτη ήταν η ελληνική χρεοκοπία και η ενδεχόμενη (με τις ευλογίες αφελών Ελλήνων ψηφοφόρων) αποχώρηση της χώρας από την Ε.Ε., το καλοκαίρι του 2015. Την κατάσταση (για την Ελλάδα, φυσικά) έσωσε την τελευταία στιγμή μια πολιτική «κωλοτούμπα».

Σύντομα ακολούθησε μία δεύτερη, ακόμα μεγαλύτερη ευκαιρία. Το βρετανικό δημοψήφισμα του Ιουνίου του 2016 σήμανε την αρχή του τέλους της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας εκείνης. Η «τρύπα στο ευρωπαϊκό πουλόβερ» φάνταζε τώρα τεράστια, και οι αντιευρωπαϊκές καμπάνες άρχισαν να ηχούν χαρμόσυνα. (Λίγοι υποπτεύονταν τότε ότι ένα μεγάλο μέρος από τις «κωδωνοκρουσίες» είχε την ευγενική χορηγία του κ. Πούτιν.) Το πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα, τόσο για την Ευρώπη όσο και, κυρίως, για τη Βρετανία, το γνωρίζουμε ήδη...

Με αφορμή αυτές τις σκέψεις, θα ήθελα να παραθέσω ένα κείμενο ιστορικής μνήμης, το οποίο δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑ τον Ιούνιο του 2016, σύντομα μετά το βρετανικό δημοψήφισμα. Αν παραβλέψουμε τις διαφορές ανάμεσα στις συγκυρίες των δύο εποχών, τα ιστορικά διδάγματα είναι αναλλοίωτα και, υπό αυτή την έννοια, το κείμενο παραμένει επίκαιρο...

--------------------------------

Από μια πρόσφατη ανάρτηση ενός φίλου στο Facebook έτυχε να διαβάσω ένα άρθρο, πρωτότυπα δημοσιευμένο σε πολιτική εφημερίδα, το οποίο χαιρέτιζε σε τόνους πανηγυρικούς το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος που οδηγεί στην αποχώρηση της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το έντονα φορτισμένο – στα όρια του εμπαθούς – ύφος του κειμένου δεν άφηνε περιθώρια αμφιβολίας: κάποιοι κυριολεκτικά μισούν την ιδέα της ενωμένης Ευρώπης. Ή, για να γίνω ακριβέστερος, μισούν αυτή την Ευρώπη που γνωρίζουμε σήμερα.

Σταχυολογώ ενδεικτικά μερικές χαρακτηριστικές εκφράσεις από το κείμενο: «Φρένο στο 4ο Ράιχ»«νταβατζήδες των αγορών και του Βερολίνου»«αποκρουστικά μαντρόσκυλα της Καγκελαρίας»«ντόπια ζόμπι της ευρωλιγουριάς»«ξεχασμένοι βρυκόλακες της πολιτικής»...

Αν θέλουμε να είμαστε αντικειμενικοί, υπάρχουν πράγματι λόγοι για να μην τρέφει κάποιος ιδιαίτερα θετικά αισθήματα για τη σημερινή Ε.Ε. Ο σημαντικότερος αφορά την οικονομική ηγεμονία του Βερολίνου και τις εμμονικές αγκυλώσεις της Γερμανίας στις πολιτικές λιτότητας που έχουν «γονατίσει» μεγάλα τμήματα του πληθυσμού στις πιο αδύναμες, κυρίως, χώρες (μία από αυτές τη γνωρίζουμε από πρώτο χέρι!).

Ένας δεύτερος λόγος έχει να κάνει με τη μεταναστευτική φιλοσοφία τής Ε.Ε., που ενθαρρύνει τον μετασχηματισμό των ευρωπαϊκών κοινωνιών σε πολυπολιτισμικές, τη στιγμή που οι κοινωνίες αυτές αισθάνονται να απειλούνται από τις συνέπειες της ανεξέλεγκτης (και συχνά παράνομης) μετανάστευσης. Οι φόβοι, μάλιστα, αυξάνουν δραματικά μετά τα φαινόμενα έξαρσης του θρησκευτικού φανατισμού που έχουν προκαλέσει αμέτρητα θύματα ως τώρα και έχουν θέσει σε συναγερμό όλες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Ο πολίτης μπορεί ίσως να μοιραστεί το λιγοστό ψωμί του, σε καμία περίπτωση όμως δεν διαπραγματεύεται το αίσθημα της ασφάλειάς του!

Οι αντιευρωπαϊκοί κύκλοι, λοιπόν, υποδέχθηκαν ως πράξη εθνικής αντίστασης την απόφαση του βρετανικού λαού ενάντια, υποτίθεται, σε ένα «αναδυόμενο 4ο Ράιχ» που ζητά να αμφισβητήσει εθνικές κυριαρχίες. Η ιδέα ότι η σημερινή Γερμανία αποτελεί πολιτική και ιστορική συνέχεια της ναζιστικής, δεν μπορεί ασφαλώς να σταθεί ως θέμα σοβαρής συζήτησης. Αυτό που έχει σημασία, όμως, είναι ότι, για κάποιους, η ιστορική περίοδος που διανύουμε παραπέμπει σε εκείνη του μεσοπολέμου (1919 – 1939), όταν η δημοκρατική Ευρώπη (και, ευρύτερα, ο δημοκρατικός κόσμος) ετοιμαζόταν να αντιμετωπίσει τη λαίλαπα του ναζισμού και του φασισμού. Με τη Γερμανία να παίζει και πάλι το ρόλο του απόλυτου κακού – τούτη τη φορά όχι με τα όπλα, αλλά με το χρήμα.

Φοβάμαι ότι αυτοί που οραματίζονται και με τόση θέρμη προπαγανδίζουν τη διάλυση «αυτής» της Ευρώπης, συγκρίνοντας ταυτόχρονα το «σήμερα» με τη μεσοπολεμική περίοδο της ανόδου του ναζισμού, εστιάζουν την προσοχή τους σε λάθος μεσοπόλεμο. Ένας κατακερματισμός της Ευρώπης, με πιθανή την αναβίωση του ακραίου εθνικισμού και την επανεμφάνιση εθνικών περιχαρακώσεων, ανταγωνισμών και γενικής καχυποψίας μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, παραπέμπει σε μία άλλη ιστορική περίοδο: εκείνη που μεσολάβησε ανάμεσα στον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο (1870 – 71) και την έναρξη του εφιαλτικού «Μεγάλου Πολέμου» (1914).

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος φαντάζει σήμερα τόσο μακρινός που, για πολλούς μη-ιστορικούς δεν είναι παρά ένα αξιοσέβαστο θέμα ακαδημαϊκής μελέτης, το οποίο ελάχιστα πλέον επηρεάζει τη σύγχρονη πραγματικότητα. Ακόμα και έτσι να είναι, αποτελεί ένα ωφέλιμο δίδαγμα γι’ αυτούς που καλοδέχονται την προοπτική ενός εθνικού απομονωτισμού, θεωρώντας τον συνώνυμο της εθνικής ανεξαρτησίας και αφετηριακή προϋπόθεση εθνικών θριάμβων. Και προσφέρει ένα μάθημα για το πώς μία αλυσίδα λανθασμένων υπολογισμών και επιλογών μπορεί να οδηγήσει σε μαζική καταστροφή. Πολύ χειρότερη από αυτή που «απεργάζονται» σήμερα – σύμφωνα τουλάχιστον με το σχετικό αφήγημα – το Βερολίνο και τα «μαντρόσκυλά του»!

Έστω και για λόγους ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος, λοιπόν, αξίζει να κοιτάξουμε πάνω από έναν αιώνα πίσω, λίγο πριν το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου. Σε μια περίοδο που η Ευρώπη ήταν ένα συνονθύλευμα εθνικών εγωκεντρισμών και ad hoc συμμαχιών, και ένα πεδίο οικονομικών και στρατιωτικών ανταγωνισμών που υπαγορεύονταν από το αίσθημα εθνικού μεγαλείου και ιστορικής μοναδικότητας της κάθε πλευράς.

Παραθέτουμε, όσο πιο συνοπτικά μπορούμε, το πλέγμα σκοπιμοτήτων και επιδιώξεων των ευρωπαϊκών χωρών που κατά κύριο λόγο ενεπλάκησαν στον πόλεμο, η έναρξη του οποίου ήταν το αποκορύφωμα ενός μοναδικού στην Ιστορία ντόμινο γεγονότων που άνοιξε τις πύλες της κολάσεως μετά το Σαράγεβο.

Για τη Γαλλία, έναν από τους κύριους πρωταγωνιστές του δράματος, πρωταρχικός στόχος ήταν να ξεπλύνει τη ντροπιαστική ήττα του 1871 από τους Γερμανούς και να ανακτήσει τις οικονομικά σημαντικές επαρχίες της Αλσατίας και της Λωρραίνης. Η συμμαχία της με τη Ρωσία (1894) πρόσφερε στη Γαλλία ένα σημαντικό στρατιωτικό πλεονέκτημα αφού, σε περίπτωση πολέμου με τη Γερμανία, η τελευταία θα έπρεπε να διεξαγάγει πόλεμο σε δύο μέτωπα.

Η Ρωσία, από την άλλη μεριά, πίστευε πως η συμμαχία της με τη Γαλλία θα απέτρεπε μία επιθετική ενέργεια των Γερμανών εναντίον της. Αυτό θα της έλυνε τα χέρια στην επιδίωξη των δικών της επεκτατικών σχεδίων προς τον Νότο, που περιλάμβαναν την αύξηση της επιρροής της στα Βαλκάνια και την Κωνσταντινούπολη.

Βέβαια, το ενδιαφέρον της για τις περιοχές αυτές έθετε τη Ρωσία σε τροχιά σύγκρουσης με τη βασική σύμμαχο της Γερμανίας, την Αυστροουγγαρία, της οποίας τα εσωτερικά προβλήματα την ενέπλεκαν άμεσα με τα τεκταινόμενα στα Βαλκάνια. Τα προβλήματα αυτά σχετίζονταν κατά κύριο λόγο με την πολυεθνική σύνθεση της αυτοκρατορίας. Ειδικότερα, στη Βοσνία το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ήταν Σλάβοι. Και, στην άλλη πλευρά των συνόρων με τη Σερβία, η εκεί στρατιωτική κλίκα που έλεγχε την κυβέρνηση θεωρούσε ότι η Βοσνία «αυτοδίκαια» θα έπρεπε να ανήκει στη Σερβία.

Για τη Ρωσία, η προσάρτηση της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία (1908), με τον τρόπο που μεθοδεύτηκε από τους Αυστριακούς, είχε αποτελέσει μεγάλη διπλωματική ταπείνωση και ήταν η αφετηρία εντάσεων ανάμεσα στις δύο χώρες. Ο πόλεμος τότε είχε αποφευχθεί λόγω της δυναμικής παρέμβασης της Γερμανίας και της στρατιωτικής ανετοιμότητας της Ρωσίας. Η βοσνιακή κρίση έφερε, όμως, κοντύτερα τη Ρωσία με τη Σερβία, με την πρώτη να αναλαμβάνει ρόλο αυτόκλητου προστάτη όλων των σλαβικών πληθυσμών της νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Η στάση της Βρετανίας ήταν αβέβαιη ως τη στιγμή που ξέσπασε ο πόλεμος. Τυπικά, η Entente Cordiale με τη Γαλλία (1904) ήταν απλά μια «συμφωνία κυρίων» που αντιμετώπιζε ζητήματα αποικιακών διαφορών και δεν υποχρέωνε τη χώρα να προστρέξει σε βοήθεια της Γαλλίας σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης. Η πολιτική ηγεσία γνώριζε καλά, εν τούτοις, ότι η Βρετανία δύσκολα θα μπορούσε να μείνει ουδέτερη σε περίπτωση γαλλογερμανικού πολέμου.

Η Γερμανία πρόσφερε, τελικά, το αναγκαίο διπλωματικό άλλοθι στη Βρετανία, παραβιάζοντας την ουδετερότητα του Βελγίου με τη διέλευση γερμανικών στρατευμάτων από τη χώρα (της ουδετερότητας αυτής, η Βρετανία – όπως άλλωστε και η ίδια η Γερμανία! – ήταν εγγυήτρια). Στην πραγματικότητα, την εμπλοκή της Βρετανίας στον πόλεμο υπαγόρευε το αμυντικό δόγμα της χώρας αυτής, σύμφωνα με το οποίο σε καμία εχθρική δύναμη δεν θα επιτρεπόταν να κατέχει στρατηγικές θέσεις στην απέναντι ακτή της Μάγχης (πράγμα που πέτυχαν, τελικά, οι στρατιές του Χίτλερ αρκετά χρόνια αργότερα).

Πάμε τώρα στην ίδια τη Γερμανία. Ένας παράγοντας που καθόρισε τους στόχους της εξωτερικής της πολιτικής στις αρχές του εικοστού αιώνα είχε οικονομικά κίνητρα. Αναζητούσε κι αυτή μια θέση στις παγκόσμιες αγορές, όπου είχαν ήδη διεισδύσει και κυριαρχούσαν η Μεγάλη Βρετανία (στην ανατολική και νότια Αφρική και στη νότια Ασία), η Γαλλία (στη δυτική Αφρική, στα Βαλκάνια και στη Ρωσία) και οι Ηνωμένες Πολιτείες (στη Λατινική Αμερική, κυρίως). Σύντομα, η Ρωσία και η Ιαπωνία θα έμπαιναν κι αυτές στον οικονομικό ανταγωνισμό στην Άπω Ανατολή. Γερμανικά οικονομικά ανοίγματα στη βόρεια Αφρική, στα Βαλκάνια και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία συνάντησαν σκληρό ανταγωνισμό από βρετανικά και γαλλικά συμφέροντα που ήδη κατείχαν στρατηγικές θέσεις εκεί.

Παράλληλα, η στρατιωτική ελίτ της Γερμανία είχε κι αυτή τα δικά της προβλήματα να επιλύσει, καθώς έβλεπε τη χώρα να χάνει τη στρατιωτική της υπεροχή στην Ευρώπη. Η γαλλο-ρωσική συμμαχία σήμαινε για τη Γερμανία έναν πόλεμο σε δύο μέτωπα. Η ανάγκη, τότε, να μοιράσει τις δυνάμεις της μεταξύ ανατολής και δύσης θα απέκλειε μία γρήγορη νίκη, ανάλογη με αυτήν του 1870 κατά των Γάλλων.

Ο συνδυασμός οικονομικής περικύκλωσης και στρατιωτικής ευαλωτότητας έκανε τη Γερμανία να σκέφτεται σοβαρά έναν πόλεμο κατά των Γάλλων και των Ρώσων. Κι αυτό θα έπρεπε να συμβεί όσο το δυνατόν πιο σύντομα, πριν η ολοένα αυξανόμενη αριθμητική δύναμη του γαλλικού στρατού ξεπεράσει αυτήν του γερμανικού, και προτού οι Ρώσοι ολοκληρώσουν τον εκσυγχρονισμό του σιδηροδρομικού δικτύου της χώρας τους.

Η ευκαιρία για τους Γερμανούς παρουσιάστηκε, τελικά, στις 28 Ιουνίου του 1914, όταν ένας νεαρός Σέρβος εθνικιστής δολοφόνησε στο Σαράγεβο, πρωτεύουσα της αυστριακής επαρχίας της Βοσνίας, τον διάδοχο του θρόνου της Αυστροουγγαρίας και τη σύζυγό του. Για να ακολουθήσει το περίπλοκο ντόμινο των γεγονότων που οδήγησε στην κήρυξη του πολέμου και, στη συνέχεια, στην τετράχρονη εφιαλτική εμπειρία του ανθρωποσφαγείου των χαρακωμάτων σε ανατολή και δύση...

Ο λόγος για τον οποίο γυρίσαμε τόσο πίσω το ρολόι της Ιστορίας ήταν να ξαναδούμε μια διαιρεμένη Ευρώπη στις πιο σκοτεινές μέρες του εικοστού αιώνα (λαμβάνοντας επιπρόσθετα υπόψη, ασφαλώς, και τη μεταγενέστερη εμπειρία της ναζιστικής βαρβαρότητας). Ήταν αυτά ακριβώς τα διδάγματα, μαζί με την επιθυμία των ευρωπαϊκών λαών να μη διαπράξουν ξανά τα ίδια λάθη, που οδήγησαν στην ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης. Ένα οικοδόμημα που χτίστηκε βήμα – βήμα πάνω στην πεποίθηση ότι η γενική ευημερία θα έρθει ως αποτέλεσμα συνεργασίας και ειρηνικής συνύπαρξης, όχι εθνικών περιχαρακώσεων και ανταγωνισμών.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, που αρκετοί σήμερα ονειρεύονται τη διάλυσή της, γεννήθηκε από τις στάχτες δύο πολέμων που κόστισαν στην ήπειρο την απώλεια ισάριθμων γενεών. Κάποιοι ίσως αντιτείνουν ότι και σήμερα υπάρχει ένας άνισος οικονομικός πόλεμος ανάμεσα στους ισχυρούς και τους αδύναμους, με θύματα κυρίως τους νέους. Αν αυτή είναι (και πράγματι είναι) μία παθογένεια του οικοδομήματος, θα πρέπει μέσα στο πλαίσιο του εφικτού να αναζητήσουμε τρόπους να τη θεραπεύσουμε.

Υπάρχει πάντα, βέβαια, ανοιχτός και ένας εναλλακτικός δρόμος: να αποφασίσουμε ελαφρά τη καρδία πως το μόνο που αξίζει στον συγκεκριμένο «ασθενή» είναι η ευθανασία. Στο άκουσμα της σκέψης, η Ιστορία χαμογελά ειρωνικά...

(Ιούνιος 2016. Όπως σήμερα...)

KLIK

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2022

Ηθικά πλεονεκτήματα, ή μήπως ηθικά μειονεκτήματα;

 Τον Οκτώβριο του 1944 έφυγαν οι τελευταίοι Γερμανοί από την Ελλάδα. Ύστερα ήρθε ο Εμφύλιος, που στην πραγματικότητα δεν τέλειωσε ποτέ. Και συζητούμε ως σήμερα για «ηθικά πλεονεκτήματα». Μήπως θα έπρεπε σωστότερα να μιλήσουμε για ηθικά μειονεκτήματα;

Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Παρά την τελική εκλογική της πτώση, η λεγόμενη «ανανεωτική Αριστερά» πέτυχε κάτι εντυπωσιακό. Άσκησε απρόσκοπτα την εξουσία εν μέσω μνημονιακής λαίλαπας, έχοντας στο μεταξύ διαψεύσει τόσο τις ίδιες τις αριστερές αρχές (οι οποίες πάνω απ’ όλα καθιστούν την ευτέλεια του ακραίου λαϊκισμού ασύμβατη με το γενικότερο αριστερό ήθος) όσο και τις μεγαλόστομες διακηρύξεις και (ανεδαφικές, εν τέλει) υποσχέσεις με τις οποίες είχε αρχικά σαγηνεύσει την ελληνική κοινωνία.

Μία δημοφιλής ερμηνεία της ανεκτικότητας που επέδειξε η κοινωνία αυτή τα περισσότερα από τέσσερα χρόνια αριστερής διακυβέρνησης, κάνει αναφορά στο περίφημο «ηθικό πλεονέκτημα» το οποίο εξ ορισμού, υποτίθεται, φέρει ως αποκλειστικό προνόμιο η ελληνική Αριστερά. Μία ιδέα που η ίδια η Αριστερά προπαγάνδισε συστηματικά και διακίνησε αποτελεσματικά ώστε να εξασφαλίσει την κατά το δυνατόν καλόπιστη αντιμετώπισή της από τους πολίτες.

Η παραπάνω ιδέα σχετίζεται κατά κύριο λόγο με τα γεγονότα που συνέβησαν κατά την διάρκεια του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, καθώς και μετά από αυτόν. Αν, εν τούτοις, θέλουμε να είμαστε ακριβέστεροι, θα πρέπει να αναφερόμαστε όχι τόσο στο «ηθικό πλεονέκτημα» των ηττημένων του πολέμου, όσο στο «ηθικό μειονέκτημα» των νικητών. Είναι το δεύτερο που de facto στοιχειοθετεί το πρώτο! Και, για τις ανάγκες μίας ισόρροπης ανάλυσης, θα πρέπει εξίσου να εξετάσουμε και το ηθικό μειονέκτημα των ηττημένων. Αν μη τι άλλο, σε επίπεδο προθέσεων…

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε επίσημα το 1945. Για την Ελλάδα το τέλος ήρθε λίγο νωρίτερα – οι τελευταίοι Γερμανοί έφυγαν τον Οκτώβριο του 1944. Λίγο αργότερα ήρθαν τα «Δεκεμβριανά», προανάκρουσμα του φοβερού εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε.

Ο Εμφύλιος, κατά τους ιστορικούς, τελείωσε το 1949 με νίκη των δυνάμεων του «αστικού» κοινοβουλευτικού συστήματος (της «Δεξιάς», όπως συνήθως λέγεται) και ήττα των κομμουνιστικών δυνάμεων (της «Αριστεράς», αν και ο όρος έχει σημαντικά διευρυνθεί εννοιολογικά και πολιτικά από τότε).

Αυτά λένε τα επίσημα ιστορικά συγγράμματα. Γιατί, η εμπειρία λέει άλλα: πως ο Εμφύλιος στην πραγματικότητα δεν τέλειωσε ποτέ! Το αναλλοίωτο πολιτικό λεξιλόγιό του, το οποίο μένει ζωντανό σε πείσμα του χρόνου, το καταδεικνύει. Όπως και το άσβεστο μίσος που άφησαν ως παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές οι εμφυλιοπολεμικές παρατάξεις, οι αυτόκλητοι πολιτικοί κληρονόμοι των οποίων διεκδικούν – κάθε πλευρά για τον εαυτό της – το αποκλειστικό δικαίωμα στην επίκληση της «ηθικής ανωτερότητας».

Το να αναζητά κανείς ηθικά πλεονεκτήματα σε πολιτικούς χώρους που ενεπλάκησαν σε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο (ακόμα περισσότερο, αν πρόκειται για εκείνον από τους αντιπάλους που φέρει και τη μεγαλύτερη ευθύνη για το ξεκίνημα της σφαγής) φαντάζει οξύμωρο. Όπως αναφέραμε πιο πάνω, το ερώτημα που θα έπρεπε να τίθεται είναι όχι αν η Δεξιά ή η Αριστερά δικαιούται να διεκδικεί το ηθικό πλεονέκτημα στη μετεμφυλιοπολεμική Ιστορία, αλλά σε ποια από τις δύο πλευρές θα πρέπει να χρεώνεται το μεγαλύτερο ηθικό μειονέκτημα! Γιατί, η ηθική ήταν το πρώτο και μεγαλύτερο θύμα του δικού μας εμφυλίου. Ο οποίος ουσιαστικά δεν ξεκίνησε το 1946 – ούτε καν με τα «Δεκεμβριανά» – αλλά πολύ νωρίτερα, μέσα στα σκοτεινά χρόνια της Κατοχής…

Η τιμημένη Εθνική Αντίσταση, πάνω στην οποία αργότερα χτίστηκαν πολιτικές καριέρες – και χάριν της οποίας χορηγήθηκαν εθνικές συντάξεις – δεν ήταν πάντα μία πράξη αυθόρμητου πατριωτισμού και ανιδιοτελούς αυταπάρνησης. Ας δούμε τι γράφει (*) ο έγκριτος Βρετανός ιστορικός και καθηγητής νεοελληνικής Ιστορίας, Richard Clogg, στον οποίο μόνο μεροληψία ή ανθελληνικότητα δεν μπορεί να χρεωθεί:

«Στο τέλος του Ιουνίου 1941, λίγες μέρες μετά την έναρξη της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα – της επίθεσης του Χίτλερ εναντίον της Ρωσίας – συνήλθε η 6η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ για να καθορίσει τη γραμμή του κόμματος, τώρα που ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος είχε μετατραπεί σε μεγάλο πατριωτικό πόλεμο για την άμυνα της μητέρας Σοβιετικής Ρωσίας. Η 6η Ολομέλεια αποφάσισε ότι το ουσιαστικό καθήκον των Ελλήνων κομμουνιστών ήταν να οργανωθούν για την άμυνα της Σοβιετικής Ένωσης και για την αποτίναξη του ξένου φασιστικού ζυγού. Για να επιτύχει αυτός ο σκοπός, ο ελληνικός λαός κλήθηκε να προσχωρήσει στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), που δημιουργήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1941. (…) Η προετοιμασία για την κατάληψη της εξουσίας μετά τον πόλεμο ήταν ένας εξίσου σημαντικός στόχος για τους κομμουνιστές, όσο και η αντίσταση ενάντια στον κατακτητή.»

Στον Εμφύλιο διαπράχθηκαν απίστευτες θηριωδίες και από τις δύο πλευρές και καταλύθηκε κάθε έννοια δικαιοσύνης, δημοκρατικού ήθους και ανθρώπινου πολιτισμού. Όμως, δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι τον πόλεμο αυτό ξεκίνησε μία παράταξη που στόχο είχε να παραδώσει τη χώρα στην πιο στυγνή μορφή ολοκληρωτισμού που είχε γνωρίσει η ανθρωπότητα πριν καν ακόμα γνωρίσει την εφιαλτική βαρβαρότητα του ναζισμού. Το ότι τελικά δεν το πέτυχε (πράγμα που ούτως ή άλλως είχαν προδικάσει οι προηγηθείσες μυστικές συνεννοήσεις Τσώρτσιλ – Στάλιν για τις «σφαίρες επιρροής» στα Βαλκάνια) δεν αντανακλά απλά και μόνο το ιστορικό αποτέλεσμα ενός πολέμου αλλά αποτέλεσε, συμβολικά και ουσιαστικά, την αφετηρία μίας εντυπωσιακής αναγέννησης της χώρας. Για το αν οδηγήθηκε, τελικά, σε αποτυχία η «αστική» δημοκρατία, ασφαλώς δεν ευθύνεται το ίδιο το πολίτευμα αλλά ο τρόπος που το διαχειρίστηκαν οι πάντες, λαός και εξουσία…

Ας πάμε τώρα στους νικητές του Εμφυλίου. Έχουν καταρχήν κατηγορηθεί πως η στρατηγική τους έφερε την «ξενοκρατία» των Άγγλων και, στη συνέχεια, των Αμερικανών. Αν και αυτό είναι αληθές, αν το δούμε ψυχρά θα διαπιστώσουμε ότι αποτέλεσε αναγκαίο κακό. Ήταν αδύνατο να κερδίσει τον πόλεμο από μόνος του ένας αποδεκατισμένος τακτικός στρατός μίας κατεστραμμένης χώρας, ενάντια σε έναν «μπαρουτοκαπνισμένο» κι ετοιμοπόλεμο, καλά οργανωμένο και πειθαρχημένο, αλλά και σκληραγωγημένο σε αντίξοες φυσικές συνθήκες, ανταρτικό στρατό. Αν δεχθούμε ότι, για τη σωτηρία της χώρας από την ολοκληρωτική απειλή, ισχύει το δόγμα πως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, το ζήτημα της ξενοκρατίας θα πρέπει, τουλάχιστον για την ιστορική εκείνη περίοδο, να αποδαιμονοποιηθεί.

Όμως, υπάρχουν κάποια μέσα που δεν θα μπορούσαν να καθαγιαστούν, όσο ιερό και αν θεωρήσει κάποιος τον σκοπό. Για να φτάσει στη νίκη και, κυρίως, για να εδραιώσει στη συνέχεια την κυριαρχία της, η «αστική» παράταξη επιστράτευσε, μεταξύ άλλων, μερικά από τα χειρότερα κοινωνικά στοιχεία της περιόδου της Κατοχής, κάποιους που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή επειδή έβλεπαν τον κομμουνισμό σαν μεγαλύτερη απειλή από τον ναζισμό! Τα άτομα αυτά όχι μόνο συγχωρήθηκαν για τα εγκλήματά τους και γλίτωσαν από το εκτελεστικό απόσπασμα, αλλά συχνά βρέθηκαν να κατέχουν και σημαντικές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό. Αντιγράφω και πάλι από τον Clogg:

«Μια από τις πιο απεχθείς πλευρές αυτής της νομοθεσίας ‘περί εκτάκτου ανάγκης’ ήταν η εμμονή σε ένα πιστοποιητικό πολιτικών φρονημάτων για την απόκτηση θέσης στο δημόσιο, για δίπλωμα οδηγού, για διαβατήριο και για την εισαγωγή στα Πανεπιστήμια. Αυτά τα πιστοποιητικά τα χορηγούσε η αστυνομία, που δημιούργησε ένα μεγάλο σύστημα φακέλων όπου ήταν καταγεγραμμένα τα πραγματικά ή υποτιθέμενα πολιτικά φρονήματα εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων. Μερικοί από τους υπεύθυνους για την εφαρμογή αυτού του καταπιεστικού συστήματος είχαν αμφίβολο παρελθόν συνεργασίας με τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια του πολέμου.»

Όμως, πέρα και πάνω απ’ όλα, το ήθος του νικητή κρίνεται από τη στάση του απέναντι στον ηττημένο. Τα στρατοδικεία, οι φυλακίσεις και οι εκτελέσεις, αλλά και το παρακράτος – χωροφύλακας που αφέθηκε να θεριέψει (κυρίως στην περιφέρεια), παραπέμπουν στις χειρότερες δικτατορίες που γνώρισε ο εικοστός αιώνας. Και η Μακρόνησος, αυτό το μικρό «ελληνικό Νταχάου», θα συμβολίζει πάντα την οριστική απώλεια του δικαιώματος της Δεξιάς να επικαλείται ένα κάποιο δικό της «ηθικό πλεονέκτημα» μετά τον Εμφύλιο…

Εν κατακλείδι, το ερώτημα που θα πρέπει να τίθεται δεν είναι το ποιος έχει το ηθικό πλεονέκτημα σε έναν εμφύλιο που ως τα σήμερα (έστω με άλλους τρόπους) καλά κρατεί, αλλά το ποιος θα πρέπει, τελικά, να χρεώνεται το μεγαλύτερο ηθικό μειονέκτημα. Θα απογοητεύσω, ίσως, τον αναγνώστη μη δίνοντας απάντηση στο ερώτημα αυτό. Ομολογώ, όμως, πως ούτε κι εγώ την έχω βρει ακόμα…

(*) Richard Clogg, “A Short History of Modern Greece” (Cambridge University Press, 1979). Ελληνική έκδοση: «Σύντομη Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας» (Εκδόσεις Καρδαμίτσα, 1984).

(Το παρόν κείμενο βασίζεται σε άρθρο που δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο του 2019 στο ΒΗΜΑ.)

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2022

Σε κορυφαίο γήπεδο επιβάλλεται να παίζει κορυφαία ομάδα!

 Καθώς έχουν σβήσει πια τα φώτα της υπέροχης τελετής των εγκαινίων του νέου Γηπέδου της, η ΑΕΚ θα πρέπει τώρα να ξαναχτίσει ομάδα αντάξια της Ιστορίας της!

Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Πέρα από το εντυπωσιακά φαντασμαγορικό στοιχείο που παρέπεμπε σε τελετές έναρξης Ολυμπιακών Αγώνων(!), η τελετή των εγκαινίων του νέου Γηπέδου της ΑΕΚ ("OPAP Arena" ή, κατά κόσμον, "Αγιά Σοφιά") ήταν μια αληθινή γιορτή μνήμης και πολιτισμού. Από τα μάτια θεατών και τηλεθεατών παρέλασε ολόκληρη η Ιστορία του Ελληνισμού μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, που ήταν τραγωδία ανάμικτη με ευλογία για την Ελλάδα, αφού τη χώρα πλούτισε η έλευση Μικρασιατών Ελλήνων που μέσα στις λιγοστές αποσκευές τους έφεραν ένα τεράστιο κεφάλαιο πολιτισμού. (Η Πολίτισσα γιαγιά μου και ο – από λίγο πιο μακριά καταγόμενος – παππούς μου είχαν ιδέες που, ακόμα και με τα σημερινά δεδομένα θεωρούνται προοδευτικές!)

Από τα μάτια μας παρέλασαν επίσης όλες οι ποδοσφαιρικές δόξες του παρελθόντος (με "σημαιοφόρο" τον κατασυγκινημένο Κώστα Νεστορίδη) που έκαναν την ΑΕΚ μεγάλη, τόσο μέσα στα γήπεδα όσο και, με το απαράμιλλο ήθος τους, έξω από αυτά. Κάποιοι, δυστυχώς (όπως ο μεγάλος Στέλιος Σεραφείδης) δεν πρόλαβαν να δουν τη γιορτή από κοντά, όμως σίγουρα θα χαίρονταν από ψηλά καθώς άκουγαν τις ζητωκραυγές που συνόδευαν την αναφορά του ονόματός τους από τα μεγάφωνα του γηπέδου. Αισθητή, επίσης, η απουσία (για λόγους υγείας) τού – βάσει επίσημων διεθνών στατιστικών – κορυφαίου Έλληνα ποδοσφαιριστή του εικοστού αιώνα, Μίμη Παπαϊωάννου. («Είδες, πάλι το έβαλε το γκολ ο βλάχος!», θυμάμαι να μου λέει ο αείμνηστος θείος μου στις εξέδρες του ιστορικού γηπέδου στη Φιλαδέλφεια, τον καιρό που, παιδί ακόμα, δυσκολευόμουν να κατανοήσω τι στο καλό ήταν αυτό το οφσάιντ...)

Θα σταθώ και στους δύο παρουσιαστές της εκδήλωσης. Για τον Αντώνη Αντωνίου γνώριζα καλά, βέβαια, ότι είναι πιο Αεκτζής ακόμα κι από τον... γράφοντα! Δεν κατέβαλε την παραμικρή προσπάθεια να κρύψει την συγκίνηση που τον διακατείχε από την αρχή ως το τέλος της τελετής, αφού το γήπεδο ήταν όνειρο ζωής και για εκείνον. Αυτή, όμως, που με άφησε άφωνο με την απίστευτη ενέργεια που έβγαλε και την ολοφάνερη αγάπη της για την ΑΕΚ, ήταν η Ναταλία Δραγούμη. Μαζί με τον Αντώνη έδωσαν ένα ιδιαίτερα αυθεντικό χρώμα στη γιορτή, αφού ο λόγος τους παρέπεμπε περισσότερο σε αυθόρμητο αυτοσχεδιασμό που πηγάζει από την ψυχή, παρά σε – συνηθισμένες σε τέτοιες περιστάσεις – χολιγουντιανού τύπου προκάτ ρητορείες!

Κλείνω αυτό το πανηγυρικό σημείωμα με μία αναγκαία αναφορά στα δύσκολα... Όσο κι αν μας χαροποιεί η κατασκευή του γηπέδου μας στον ιστορικό του χώρο, δεν θα πρέπει να ξεχνούμε ένα πράγμα: Η ΑΕΚ δεν έγινε μεγάλη επειδή η μοίρα την έφερε να παίζει στη Νέα Φιλαδέλφεια. Αντίθετα, η πόλη αυτή οφείλει ένα μεγάλο μέρος από το βάρος του ονόματός της στην παρουσία της ΑΕΚ! Έτσι, το γεγονός και μόνο ότι η ποδοσφαιρική ΑΕΚ ξαναγυρνά στο «σπίτι» της είναι αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη για την αναγέννηση του συλλόγου, μετά από έναν ντροπιαστικό υποβιβασμό και, στη συνέχεια, μία πορεία μικρομεσαίας ομάδας που συμβιβάζεται με ένα αξιοπρεπές πλασάρισμα πάνω από τη μέση του βαθμολογικού πίνακα. Και, το δικαιότατο πρωτάθλημα (*) του 2018, που ούτως ή άλλως δεν είχε συνέχεια, δεν αρκεί για να αλλάξει τη μεγάλη εικόνα...

Έτσι, σε ένα από τα κορυφαία ευρωπαϊκά γήπεδα επιβάλλεται να παίζει μία κορυφαία ευρωπαϊκή ομάδα! Το νέο γήπεδο δεν είναι απλά και μόνο ένα μουσείο Ιστορίας κι ένα αρχιτεκτονικό θαύμα. Πάνω απ' όλα, οφείλει να γίνει ο αθλητικός χώρος μέσα στον οποίο η ΑΕΚ θα ξαναβρεί το μεγαλείο που της αναλογεί, τόσο στο ελληνικό όσο και στο διεθνές ποδοσφαιρικό στερέωμα. 

Εκφράζουμε την ευγνωμοσύνη μας σε όλους εκείνους που μόχθησαν ώστε να αποκτήσουμε ένα τόσο ωραίο σπίτι. Εκείνη που θα το κατοικεί, όμως, θα πρέπει πλέον να είναι και αντάξιά του!

(*) https://www.tovima.gr/2018/05/08/opinions/xartinoi-mythoi-gia-ena-dikaio-prwtathlima/

KLIK