Η Ελλάδα βίωσε τρεις μεγάλες κρίσεις την τελευταία δωδεκαετία. Η πρώτη, η οικονομική, ήταν αποκλειστικά εθνική της υπόθεση. Στις επόμενες δύο κρίσεις - μία υγειονομική και μία γεωπολιτική - η χώρα βρέθηκε στη δίνη καταστάσεων που ταλανίζουν ως σήμερα ολόκληρο τον πλανήτη.
Μία γνωστή παροιμία λέει πως «ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται». Το ίδιο χαίρεται σε περιόδους εθνικών κρίσεων ο ακραίος λαϊκισμός, αφού τέτοιες συνθήκες είναι για εκείνον ευκαιρίες πολιτικής αναρρίχησης ή, τουλάχιστον, κοινωνικής καταξίωσης. Η εθνική χρεοκοπία έφερε στην εξουσία τις πλέον ετερόκλητες και ανορθολογικές πολιτικές δυνάμεις, η πανδημία Covid-19 ανέδειξε το επικίνδυνα αντιεπιστημονικό «αντιεμβολιαστικό κίνημα», ενώ η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έφερε στην επιφάνεια τις χρόνιες ελληνικές αντι-δυτικές ψυχώσεις (δείτε σχετική ανάλυση [1]).
Το ενδιαφέρον στοιχείο της υπόθεσης είναι ότι, και στις τρεις αυτές περιπτώσεις, ο λαϊκισμός φαίνεται να λειτούργησε – και συνεχίζει να λειτουργεί – σαν συνεκτικός παράγοντας που ομογενοποιεί τις θέσεις και τις συμπεριφορές θεωρητικά αντίθετων πολιτικών δυνάμεων, οι οποίες εντάσσονται στις ακραίες εκδοχές της «Δεξιάς» και της «Αριστεράς». Έτσι που το νοηματικό περιεχόμενο των δύο τελευταίων όρων να απαιτεί προσεκτική επανεξέταση και, ενδεχομένως, μερική αναθεώρηση.
Το ερώτημα ίσως ξαφνιάσει: Πώς θα φαινόταν ένας ισχυρισμός του τύπου, π.χ., ότι ο Χίτλερ υπήρξε πιο «αριστερός» από τον... Μπαράκ Ομπάμα; Όσο κι αν κάτι τέτοιο ακούγεται τερατώδες, ή ακόμα και γελοίο, έχει μια κάποια δόση αλήθειας! Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή...
Τους πολιτικούς όρους «δεξιός» και «αριστερός» συνηθίζουμε να τους χρησιμοποιούμε χωρίς να πολυ-σκεφτόμαστε τη σημασία τους, σαν a priori έννοιες που δεν υπόκεινται σε ορισμό αλλά επιδέχονται μονοσήμαντη και αυτονόητη ερμηνεία. Κάτι που αντιλαμβάνεται κάποιος σχεδόν διαισθητικά, αλλά το περίγραμμά του είναι τόσο σαφές ώστε με βάση αυτό να μπορούν να κατηγοριοποιούνται άνθρωποι και καθεστώτα. Για πολλούς, δεξιό είναι απλά κάθε πολιτικό σύστημα που «ευνοεί τους πλούσιους», ενώ αριστερό, κάθε σύστημα που «ευνοεί τους φτωχούς».
Η σύγχρονη φιλοσοφική τάση, εν τούτοις, είναι να αντιλαμβανόμαστε το δίπολο «αριστερά – δεξιά» με βάση το αντίστοιχο «ισότητα – ελευθερία». Η αντιστοίχιση, όμως, δεν είναι τόσο γραμμική όσο φαίνεται, αφού υπάρχει μία παράμετρος που συχνά παραβλέπουμε. Αυτή αφορά τον διαχωρισμό ανάμεσα στην κοινωνική (και, κατ’ επέκταση, πολιτική) και την οικονομική διάσταση των πραγμάτων. Αν ληφθεί υπόψη και αυτό το κριτήριο, ούτε η ισότητα είναι αποκλειστικά «αριστερό» προνόμιο, ούτε η ελευθερία αποκλειστικά «δεξιό».
Σε πολύ γενικούς όρους, θα λέγαμε συμβολικά ότι η κοινωνική διάσταση σχετίζεται με το «είμαι», ενώ η οικονομική με το «έχω». Έτσι, τόσο η ελευθερία, όσο και η ισότητα, μπορούν να αξιολογηθούν με βάση δύο διαφορετικές (αλλά συμπληρωματικές) θεωρήσεις.
Κοινωνική (συμπεριλαμβάνοντας και την πολιτική) ελευθερία σημαίνει ελευθερία στον αυτοπροσδιορισμό και την αυτοδιαχείριση του ατόμου. Σημαίνει ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, μεταξύ των οποίων η ελευθερία στην πίστη, στον λόγο, στην αντίληψη και διαχείριση του σώματος, στην κοινωνική και πολιτική ένταξη, κλπ.
Η οικονομική ελευθερία είναι κάτι εντελώς διαφορετικό (αν και οι λεγόμενοι φιλελεύθεροι τείνουν αυτό να το αρνούνται). Σημαίνει ελευθερία του ατόμου να επιδιώκει την απόκτηση περισσότερων αγαθών μέσα σε ένα πλαίσιο ανταγωνισμού, βάσει θεσμοθετημένων κανόνων (η θεσμοθέτηση των οποίων, εν τούτοις, δεν γίνεται πάντα με τρόπο που σέβεται τις πολιτικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα...). Αυτό το είδος ελευθερίας δεν συμβιβάζεται με οποιαδήποτε κρατική συμμετοχή ή παρέμβαση – πέραν των αναγκαίων ελαχίστων – σε οικονομικά ζητήματα, ενώ έρχεται σε αντίθεση με το κράτος πρόνοιας.
Κοινωνική ισότητα σημαίνει ίσα δικαιώματα και ισότιμη μεταχείριση των ανθρώπων μιας κοινωνίας, ανεξάρτητα από χαρακτηριστικά όπως η φυλή, το φύλο, οι εθνικές και πολιτισμικές καταβολές, κλπ. Αυτονόητα, το είδος αυτό της ισότητας δεν είναι συμβατό με έννοιες όπως ο ρατσισμός, ο σεξισμός, ακόμα και ο εθνικισμός.
Από διαφορετική σκοπιά, οικονομική ισότητα σημαίνει άμβλυνση (έως και πλήρη εξάλειψη) των οικονομικών ανισοτήτων σε μία κοινωνία. Και, επειδή κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να συντελεστεί με αυθόρμητο τρόπο, η κρατική παρέμβαση καθίσταται αναγκαία. Μία τέτοια παρέμβαση στοχεύει, μεταξύ άλλων, στη διασφάλιση του δικαιώματος στην εργασία, καθώς και στην προσβασιμότητα όλων των πολιτών σε τομείς όπως η παιδεία και το σύστημα υγείας (αυτό που ονομάζουμε, δηλαδή, κράτος πρόνοιας).
Ας δούμε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα:
1. Το καθεστώς Πινοσέτ στη Χιλή (1973–1990) αντιπροσωπεύει το απόλυτο κοντράστ ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομική ελευθερία. Ένα από τα πλέον αιμοσταγή και τυραννικά δικτατορικά καθεστώτα του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα, υπήρξε ταυτόχρονα το πεδίο εφαρμογής του πρώτου πειράματος στην άνευ ορίων οικονομική φιλελευθεροποίηση (αυτό που ονομάζουμε – και θεωρώ τον όρο απόλυτα δόκιμο – νεοφιλελευθερισμό). Όπως είναι φυσικό, το πείραμα επέφερε κοινωνική ανισότητα και οδήγησε μεγάλα τμήματα του λαού της Χιλής σε οικονομική εξαθλίωση. [Οι λεγόμενοι «φιλελεύθεροι» συχνά αποσιωπούν την επιστημονική και ηθική υποστήριξη που πρόσφερε στον Πινοσέτ το ακαδημαϊκό πρότυπό τους, ο Αμερικανός νομπελίστας οικονομολόγος και καθηγητής Μίλτον Φρίντμαν (Milton Friedman). Μια πράξη που θα στιγματίζει για πάντα την υστεροφημία του...]
2. Το καθεστώς τού Στάλιν, ακραίο έως απάνθρωπο πρότυπο σκληρού Μαρξιστικού συστήματος, επέβαλε την πολιτική της οικονομικής ισότητας καταλύοντας με βία και μαζικές δολοφονίες κάθε έννοια ατομικής, κοινωνικής, ακόμα και πολιτιστικής ελευθερίας. Γενικά μιλώντας, θα λέγαμε ότι η κομμουνιστική ιδεολογία, στοχεύοντας στην εξίσωση των ανθρώπων μίας κοινωνίας μέσω ολικής κατάργησης της ελευθερίας τους, αποτελεί την αυθεντικότερη εκδοχή της αριστερής κοσμοθεώρησης με βάση το διπολικό κριτήριο «ισότητα – ελευθερία», στο οποίο αναφερθήκαμε νωρίτερα.
3. Η διακυβέρνηση Ρόναλντ Ρέιγκαν στις ΗΠΑ αποτελεί ακόμα ένα παράδειγμα αντίθεσης ανάμεσα στην οικονομική και την κοινωνική ελευθερία. Από τη μία, η περίοδος Ρέιγκαν σήμανε το οριστικό τέλος της μεταπολεμικής Κεϋνσιανής οικονομικής πολιτικής και την επάνοδο στον κλασικό οικονομικό φιλελευθερισμό, στα πρότυπα του νεοφιλελευθερισμού του Πινοσέτ στη Χιλή και της Θάτσερ στην Αγγλία. (Φυσικά, ο Μίλτον Φρίντμαν καλοδέχτηκε και ύμνησε δεόντως αυτή την επιστροφή!) Από την άλλη, η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από μία διολίσθηση της χώρας στον κοινωνικό συντηρητισμό, με μία απόπειρα περιορισμού ή ολικής κατάργησης κοινωνικών ελευθεριών που είχαν κατακτηθεί κατά την περασμένη δεκαετία. (Τούτο επιχειρήθηκε κυρίως μέσω προώθησης, από τον Ρέιγκαν, υπερσυντηρητικών δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ.)
4. Οι υπέρμαχοι των ιδεών του κοινωνικού φιλελευθερισμού στις ΗΠΑ (Liberals), παραδοσιακά ανήκοντες στο Δημοκρατικό Κόμμα και, κατά μία έννοια, πολιτικοί απόγονοι του Ρούσβελτ, θεωρούνται ως οι εκπρόσωποι της «Αριστεράς» στη χώρα εκείνη. Στον τομέα της οικονομίας ασπάζονται τις Κεϋνσιανές ιδέες (αυξημένος κεντρικός έλεγχος της οικονομίας και ένας βαθμός περιορισμού της οικονομικής ελευθερίας, εργασία για όλους, πρόσβαση στο σύστημα εκπαίδευσης και στο σύστημα υγείας για κάθε πολίτη, σχετική απέχθεια για τον οικονομικό φιλελευθερισμό, κλπ.). Σε κοινωνικό επίπεδο, μάχονται υπέρ της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων, της ατομικής ελευθερίας και της κοινωνικής ισότητας, ενώ υπερασπίζονται το δικαίωμα στην ιδιαιτερότητα και εναντιώνονται σε κάθε φαινόμενο που παραπέμπει σε ρατσισμό ή σεξισμό.
Τις τελευταίες δεκαετίες, εν τούτοις, ο αμερικανικός κοινωνικός φιλελευθερισμός μοιάζει να προδίδει τις ίδιες τις αρχές του υιοθετώντας το ανελεύθερο και αντιδημοκρατικό δόγμα της πολιτικής ορθότητας, το οποίο θέτει ασφυκτικούς περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης και έχει οδηγήσει σε ένα παρανοϊκό «κυνήγι μαγισσών» για όσους δεν υποτάσσονται στις επιταγές του.
5. Ποιο διαβόητο καθεστώς υπήρξε το πρώτο που συνέλαβε και, αργότερα, εφάρμοσε στον τομέα της οικονομίας τις Κεϋνσιανές ιδέες, πριν καλά-καλά το πράξει ο ίδιος ο Ρούσβελτ για την αντιμετώπιση της Μεγάλης Οικονομικής Κρίσης της δεκαετίας του ’30 στην Αμερική (και, φυσικά, πολύ πριν ασπαστεί τις ιδέες αυτές η αμερικανική Αριστερά); Πιθανώς το μαντέψατε: το ναζιστικό καθεστώς στη Γερμανία, το οποίο ανέλαβε την εξουσία το 1933 αλλά είχε προ πολλού αποφασίσει το είδος της οικονομικής πολιτικής που επρόκειτο να εφαρμόσει!
Όπως σημειώνουν σε άρθρα τους φιλελεύθεροι Αμερικανοί πολιτικοί αναλυτές (βλ., π.χ., [2,3]), ήδη από το 1920 το ναζιστικό κόμμα είχε προτείνει ένα οικονομικό πρόγραμμα το οποίο, μεταξύ άλλων, προέβλεπε κοινωνικοποίηση των μεγάλων εμπορικών επιχειρήσεων, οι οποίες στη συνέχεια θα ενοικιάζονταν φθηνά σε μικρο-επιχειρηματίες. Ο ίδιος ο Γιόζεφ Γκαίμπελς, μάλιστα, μετέπειτα διαβόητος Υπουργός Προπαγάνδας, υπήρξε φανατικός αριστερός στην αρχή της πολιτικής καριέρας του!
Στην ουσία, η Ναζιστική Γερμανία εφάρμοσε εξαρχής μία Κεϋνσιανή οικονομική πολιτική, στο πλαίσιο της οποίας το κράτος ξόδευε όλο και περισσότερα στην άσκηση κοινωνικής πολιτικής, ενώ παράλληλα οδηγούσε τη χώρα στον δρόμο του πολέμου. (Όπως σημειώσαμε πιο πάνω, σε όμοια μονοπάτια κινήθηκε και ο Ρούσβελτ στην Αμερική, αν και η χώρα εκείνη σύρθηκε στον πόλεμο μετά το Περλ Χάρμπορ, έχοντας ως τότε αποφύγει να εμπλακεί σε αυτόν.)
Ο Χίτλερ, λοιπόν, χτύπησε την ανεργία ενεργοποιώντας κολοσσιαία προγράμματα δημοσίων έργων (τα οποία, βέβαια, είχε από πριν στην ατζέντα της η Δημοκρατία της Βαϊμάρης), όπως η κατασκευή αυτοκινητοδρόμων. Παράλληλα, άσκησε εκφοβισμό στον ιδιωτικό τομέα επιβάλλοντας έλεγχο των τιμών και της παραγωγικότητας, επέβαλε έλεγχο κεφαλαίων (capital controls – κάτι μας θυμίζει αυτό!), δημιούργησε εθνικό σύστημα υγείας και σύστημα ασφάλισης για ανέργους, κλπ. Γενικά, η παρεμβατική οικονομική πολιτική του ναζιστικού κόμματος αντανακλά την απέχθεια του καθεστώτος για την ελεύθερη οικονομία της αγοράς, και τον εναγκαλισμό της ιδέας ενός εθνοκεντρικού «σοσιαλισμού σε μία χώρα» (εξ ου και ο όρος «Εθνικοσοσιαλισμός»). Αξίζει να αναφέρουμε, μάλιστα, ότι ο ίδιος ο Κέυνς (Keynes) είχε αρχικά εκφράσει τον θαυμασμό του για την οικονομική πολιτική των Ναζί!
Η ναζιστική οικονομία, επομένως, κάθε άλλο παρά καπιταλιστική – άρα, κατά μία στενή έννοια, «δεξιά» – μπορεί να θεωρηθεί. (Βέβαια, οι μεταρρυθμίσεις του Χίτλερ δεν πήγαν τόσο μακριά ώστε να καταργηθεί η ατομική ιδιοκτησία ή να εθνικοποιηθούν όλα τα μέσα παραγωγής, όπως στην Σοβιετική Ένωση του Στάλιν.) Εν τούτοις, αν και η κατάργηση οικονομικών ελευθεριών συντέλεσε σε κάποια άμβλυνση των οικονομικών ανισοτήτων στη Ναζιστική Γερμανία, η κατάργηση κοινωνικών ελευθεριών όχι μόνο δεν οδήγησε σε κοινωνική ισότητα αλλά, αντίθετα, αποτέλεσε τη βάση για το μεγαλύτερο μαζικό έγκλημα της Ιστορίας: το Ολοκαύτωμα.
Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε είναι ότι το δίπολο «αριστερά – δεξιά» δεν νοηματοδοτείται απόλυτα με βάση το αντίστοιχο «ισότητα – ελευθερία», αφού κάθε μία από τις έννοιες αυτές εξαρτάται από ένα σύνολο παραμέτρων που διαφοροποιούν το περιεχόμενό της ανάλογα με την ιστορική ή πολιτική συγκυρία, έτσι ώστε αυτό να μην προσδιορίζεται μονοσήμαντα. Σε πρακτικό επίπεδο, η αμφισημία των συμβατικών εννοιών κάνει να μη φαίνεται τόσο οξύμωρη η συνταύτιση ακραίων «δεξιών» και «αριστερών» χώρων (πολιτικών ή/και κοινωνικών) σε κρίσιμα εθνικά ζητήματα, ιδιαίτερα όταν οι χώροι αυτοί βρίσκονται πίσω από την κοινή σημαία του λαϊκισμού.
Τελικά, ίσως δεν έχει νόημα να αναφερόμαστε σε «δεξιές» ή «αριστερές» θέσεις. Θα ήταν περισσότερο δόκιμο να μιλούμε για ορθολογισμό και παραλογισμό. Το ατύχημα είναι ότι ο δεύτερος έχει φανατικούς οπαδούς και θορυβώδεις εκφραστές, στους οποίους ο πρώτος συνήθως αντιπαρατάσσει έναν χαμηλόφωνο και, συχνά, φοβισμένο λόγο...