Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

ΤΟ ΒΗΜΑ - Ο Χίτλερ και η φιλοσοφική θεώρηση του Κακού

Αν έκανε κάποιος μια δημοσκόπηση με ερώτημα: «ποιο, κατά τη γνώμη σας, ήταν το πιο κακό πρόσωπο του εικοστού αιώνα;», το αποτέλεσμα θα ήταν μάλλον προβλέψιμο: «ο Άντολφ Χίτλερ»! Κι αν ήθελε κανείς να αιτιολογήσει την απάντησή του, θα αναφερόταν στον πιο αιματηρό πόλεμο της Ιστορίας, στην απάνθρωπη σκληρότητα των Ες-Ες και στο Άουσβιτς.

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι ο Χίτλερ έχει ταυτιστεί στις συνειδήσεις μας με την ίδια την έννοια του Κακού. Θα λέγαμε, αποτελεί μια πρωταρχική ενσάρκωση της έννοιας αυτής, της προσδίδει μορφή και ονοματεπώνυμο. Το «γιατί», όμως, που ερμηνεύει αυτή την ταύτιση απαιτεί βαθύτερες θεωρήσεις και σίγουρα δεν εξαντλείται στην «απλή» καταμέτρηση ιστορικών εγκλημάτων.

Πράγματι, ο Χίτλερ δεν ήταν ο μοναδικός μεγάλος εγκληματίας του εικοστού αιώνα. Τον συναγωνίστηκε επάξια ο σύγχρονός του Γιόζεφ Στάλιν. Το «ποιος ήταν ο πιο κακός» από τους δύο, ανέλαβε να το διερευνήσει ένας σημαίνων Αμερικανός ιστορικός. Ο Timothy D. Snyder (γεν. 1969) είναι Καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Yale, ειδικός στην Ιστορία της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, καθώς και σε θέματα που αφορούν το Ολοκαύτωμα. Η καλή γνώση έντεκα(!) ευρωπαϊκών γλωσσών τού επέτρεψε να μελετήσει πρωτότυπες αρχειακές πηγές που βρίσκονταν σε χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, οι οποίες (πηγές) άρχισαν να διατίθενται ανοιχτά τη δεκαετία του 1990, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Στις πληροφορίες που συνέλεξε βασίστηκε το πιο φημισμένο σύγγραμμά του, “Bloodlands” [1].

Μια σύνοψη της έρευνάς του βρήκαμε στο ενδιαφέρον άρθρο του: “Hitler vs. Stalin: Who was worse?” [2]. Βλέπουμε εκεί την ανατροπή δύο ευρύτατα διαδεδομένων μύθων:

1. Ο μύθος του «λιγότερο κακού» Στάλιν σε σύγκριση με τον Χίτλερ που διέπραξε εγκλήματα φυλετικού ρατσισμού. Ο Snyder επισημαίνει ότι μεγάλο μέρος από τα εγκλήματα του Στάλιν στόχευαν σε εκκαθαρίσεις άμαχου πληθυσμού βάσει εθνικών ή εθνοτικών κριτηρίων.

2. Ο μύθος του «λιγότερο φονικού» Χίτλερ, αφού ο Στάλιν, σύμφωνα με καθιερωμένες λαϊκές δοξασίες, δολοφόνησε «πάνω από είκοσι εκατομμύρια». Με την απόκτηση πρόσβασης σε πρώην σοβιετικά αρχεία, κατέστη δυνατό να καταμετρηθούν με σχετική ακρίβεια τα θύματα της εθνικής/εθνοτικής πολιτικής του Στάλιν. Η έρευνα του Snyder έδειξε ξεκάθαρα ότι ο αριθμός τους είναι σαφώς μικρότερος από αυτόν των ανάλογων εγκλημάτων του Χίτλερ και, σε κάθε περίπτωση, απέχει πολύ από εκείνον που δημιούργησε η λαϊκή φαντασία (καθώς και η ψυχροπολεμική αμερικανική προπαγάνδα).

Και όμως... Ακόμα και στα χρόνια της μετα-σταλινικής υπερβολής, η μορφή του Χίτλερ δέσποζε ως η απόλυτη ενσάρκωση του Κακού. Αναζητώντας κάποια εξήγηση στο φαινόμενο, καταλήγουμε στο επικό σύγγραμμα “Explaining Hitler” [3,4] του Αμερικανού δημοσιογράφου, λογοτέχνη και ιστορικού Ron Rosenbaum (γεν. 1946). Εκεί, ο συγγραφέας αναζητά τα αληθινά κίνητρα του Χίτλερ πίσω από το μαζικό έγκλημα του Ολοκαυτώματος. Ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, επιχειρεί μια κριτική εξέταση των ερμηνειών που έχουν δοθεί πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Το τελικό συμπέρασμα είναι μάλλον μελαγχολικό: Ακόμα κι αν υποτεθεί ότι ο Χίτλερ είναι εν δυνάμει εξηγήσιμος, η ευκαιρία να τον εξηγήσουμε έχει πια οριστικά χαθεί!

Στο βιβλίο του Rosenbaum, εν τούτοις, βρίσκει κανείς και μερικές πολύ αξιοπρόσεκτες φιλοσοφικές τοποθετήσεις πάνω στον χαρακτήρα του Χίτλερ και τη σχέση του με την ιδέα του Κακού. Μία από αυτές ανήκει στον Εβραίο φιλόσοφο και θεολόγο Emil Fackenheim (1916–2003). Σύμφωνα με αυτόν, ο Χίτλερ αντιπροσωπεύει ένα «θεμελιώδες Κακό», μια «έκρηξη δαιμονισμού στην Ιστορία», που τον τοποθετεί πέρα ακόμα και από το τελευταίο άκρο στο συνεχές της ανθρώπινης φύσης.

Κατά τον Fackenheim, ο Χίτλερ δεν είναι απλά ένας «πολύ, πολύ, πολύ κακός άνθρωπος», με τη συνήθη έννοια της ανθρώπινης κακίας, αλλά κάτι τελείως διαφορετικό και έξω από τα ανθρώπινα μέτρα, που το νόημά του δεν πρέπει να αναζητήσουμε στην Ψυχολογία αλλά στη Θεολογία (αφού η εξήγησή του, αν υπάρχει, μπορεί να είναι γνωστή μόνο στον Θεό). Υπάρχει, έτσι, ένας ριζικός διαχωρισμός ανάμεσα στην ανθρώπινη φύση και στη φύση του Χίτλερ, ανάμεσα στο συνηθισμένο Κακό και στο ακραίο Κακό που αυτός αντιπροσωπεύει. Αυτό οδηγεί στην ανάγκη επαναπροσδιορισμού της ίδιας της φύσης του Κακού, έτσι ώστε να περιλάβει τη μορφή του Κακού που επέφερε το καθεστώς του Χίτλερ.

Ποια είναι, όμως, η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στο «συνηθισμένο Κακό» και στο «Κακό του Χίτλερ»; Αν θέλαμε να δώσουμε μία εξήγηση (ενδεχομένως όχι τη μοναδική που υφίσταται) θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η διαφορά ανάμεσα στο Κακό που διαπράττει κάποιος που διατηρεί τη συναίσθηση της ανθρώπινης φύσης του, και στο Κακό που διαπράττει κάποιος άλλος που έχει απολέσει αυτή τη συναίσθηση και λειτουργεί ως οιονεί υποκατάστατο του ίδιου του Θεού!

Την ιδέα του Θεού την αντιλαμβανόμαστε εδώ ως μία Αρχή η οποία μπορεί να καθορίζει και να εκκινεί νόμους αιτιότητας, χωρίς η ίδια η Αρχή να υπόκειται σε αυτούς (κάτι ανάλογο με το αριστοτελικό μη-κινούμενο που κινεί). Η ανθρώπινη ύπαρξη, αντίθετα, υπόκειται στους αιτιατικούς νόμους που διέπουν τη Φύση, αφού αποτελεί μέρος της Φύσης και βρίσκεται σε άμεση εξάρτηση από τις διεργασίες που συντελούνται μέσα σε αυτή. Έτσι, η ανθρώπινη αυτοσυντήρηση υπακούει στην αιτιότητα και είναι δυνατό να καθοδηγεί την ανθρώπινη συμπεριφορά.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, από φιλοσοφική άποψη, παρουσιάζει η περίπτωση όπου ο άνθρωπος αποκτά κάποιας μορφής εξουσία που του δίνει τη δυνατότητα να αποφασίζει για τη ζωή ή το θάνατο του συνανθρώπου του. Ο στρατιώτης, για παράδειγμα, έχει a priori ένα τέτοιο είδος εξουσίας πάνω στον αντίπαλο στρατιώτη στη διάρκεια της μάχης, η οποία (εξουσία) σχετίζεται με το δικαίωμα στην αυτοσυντήρηση και την υποχρέωση υπεράσπισης της πατρίδας. Επίσης, η Πολιτεία είναι δυνατό, αν έτσι ορίζουν οι νόμοι της, να στέλνει στο απόσπασμα ή στην ηλεκτρική καρέκλα έναν κατά συρροή δολοφόνο ώστε να απαλλάξει την κοινωνία από ένα άτομο που την απειλεί και να αποθαρρύνει άλλους να το μιμηθούν.

Αλλά, ακόμα και ο Στάλιν, που έκανε εξίσου φριχτά μαζικά εγκλήματα με αυτά του Χίτλερ (λιμοί, εκτελέσεις, δολοφονίες) [1,2] τα διέπραξε μέσα σε μια – απάνθρωπη μεν, κτηνώδη ίσως, αλλά σε κάθε περίπτωση υπαρκτή – λογική «αυτοσυντήρησης» του καθεστώτος του.

Αντίθετα, στον ακραίο, δολοφονικό ρατσισμό του Χίτλερ, ο άνθρωπος (ο Χίτλερ ή οι Ναζί, γενικότερα) αναλαμβάνει να παίξει τον ίδιο το ρόλο του Θεού. Δεν περιορίζεται στην εξόντωση εκείνων που αντικειμενικά απειλούν την αυτοσυντήρηση τη δική του και του έθνους του, αλλά αποφασίζει αυθαίρετα να εξοντώσει και όσους εκείνος κρίνει ότι δεν θα έπρεπε να υφίστανται ως είδος επί Γης. Κριτήριο που μόνο σε έναν Θεό αναλογεί!

Το επιχείρημα περί δήθεν ύπαρξης και κάποιων «αυτοσυντηρητικών» ελατηρίων στα εγκλήματα του Χίτλερ, είναι επιεικώς αφελές. Έστω κι αν δεχθούμε, π.χ., ότι ένας πάμπλουτος Γερμανο-εβραίος τραπεζίτης θα ήταν δυνατό (στο μυαλό του Χίτλερ) να αποτελεί ένα είδος «απειλής» για το ναζιστικό καθεστώς, πώς θα μπορούσε να απειλήσει την πανίσχυρη Γερμανία ένας φτωχός Εβραίος χωρικός κάπου στα βάθη της Τσεχίας, της Πολωνίας ή της Ουκρανίας;

Ο Χίτλερ, λοιπόν, επιφύλαξε για τον εαυτό του τον ρόλο ενός «θεού-τιμωρού» που μπορούσε να επιβάλλει την ποινή του θανάτου με κριτήρια αυθαίρετα, που δεν σχετίζονταν με μια αληθινή ανάγκη κοινωνικής ή εθνικής αυτοσυντήρησης αλλά αντανακλούσαν μια βαθιά πεποίθηση ότι ο Κόσμος δεν είχε εξαρχής σχεδιαστεί «σωστά». Έτσι, ένα υποσύνολο του ανθρώπινου είδους που δεν θα ‘πρεπε καν να είχε υπάρξει, όφειλε να αφανιστεί.

Ο Χίτλερ αυτο-χρίστηκε, θα λέγαμε, νέος «θεός» που βάλθηκε να τιμωρήσει τον Θεό των ανθρώπων για τα «λάθη» της Δημιουργίας! Δεν θα μπορούσε να δώσει κάποιος τελειότερο ορισμό του Κακού...

Τούτων λεχθέντων, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε την ιστορική συν-ευθύνη των ίδιων των Γερμανών, απαλλάσσοντάς τους έτσι από τις ενοχές για το Ολοκαύτωμα και τα άλλα ναζιστικά εγκλήματα. Ένας επίγειος «θεός», για να κυριαρχήσει και να επιβάλει τις θελήσεις του, έχει ανάγκη από πιστούς που τον αποθεώνουν και, κυρίως, τον υπακούουν. Και αυτά τα προσέφερε γενναιόδωρα ο γερμανικός λαός στον Χίτλερ! Όμως, αυτό το ζήτημα απαιτεί ιδιαίτερη ανάλυση, στοιχεία της οποίας είχαμε παρουσιάσει σε παλαιότερο άρθρο [5].

Αναφορές:

[1] Timothy Snyder, Bloodlands: Europe Between Hitler and Stalin (Basic Books, 2010).

[2] Timothy Snyder, Hitler vs. Stalin: Who was worse? (The New York Review of Books, http://www.nybooks.com/blogs/nyrblog/2011/jan/27/hitler-vs-stalin-who-was-worse/).

[3] Ron Rosenbaum, Explaining Hitler: The Search for the Origins of his Evil (New York: Random House, 1998).

[4] Ελληνική Έκδοση: Ερμηνεύοντας τον Χίτλερ (Εκδόσεις Κέδρος, 2001).

[5] Κ. Παπαχρήστου, Το Πείραμα του Stanford και οι δαίμονες του Goldhagen (http://www.tovima.gr/opinions/useropinions/article/?aid=681064).

ΤΟ ΒΗΜΑ

Σάββατο 19 Μαρτίου 2016

"Το όραμά μου για μια άλλη Ελλάδα" | Μία προφητική σχολική έκθεση!


Μου ζήτησαν να περιγράψω πώς οραματίζομαι μια νέα Ελλάδα. Θα το επιχειρήσω, λοιπόν, μέσα στον περιορισμένο χρόνο που μου έχει δοθεί...

Καταρχήν, η χώρα που δίδαξε την ελεύθερη διακίνηση της σκέψης δεν είναι διανοητό να έχει κλειστά και φρουρούμενα σύνορα. Τα σύνορα της Ελλάδας θα πρέπει να είναι πάντα ανοιχτά, με ελεύθερη διάβαση για όλους τους πολίτες του κόσμου, ιδιαίτερα τους φτωχούς κι απελπισμένους. Η αστείρευτη ελληνική γη νομίζω πως μπορεί να μας θρέψει όλους!

Στη χώρα που εφηύρε το πολίτευμα που εξασφαλίζει την ισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους, δεν έχουν θέση ελιτίστικες διακρίσεις ανάμεσα σε «αρίστους» και «μη αρίστους». Οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι και πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν ίσοι. Ένας «λιγότερο ευφυής» (σύμφωνα με τα καθιερωμένα σαθρά αστικά πρότυπα) δεν είναι κατώτερος από έναν «περισσότερο ευφυή», είναι απλά διαφορετικά προικισμένος. Και τίποτα δεν θα ‘πρεπε να τον εμποδίζει να διεκδικεί και να καταλαμβάνει δημόσιες θέσεις, ακόμα κι αν είναι θέσεις εξουσίας!

Σημαντικό είναι επίσης να εξαλείψουμε τις ανισότητες που γεννά το χρήμα. Στην Ελλάδα που οραματίζομαι δεν θα υπάρχουν κοινωνικές τάξεις, δεν θα χωρίζονται οι άνθρωποι σε «πλούσιους» και «φτωχούς». Ξέρω βέβαια πως είμαστε μια πολύ φτωχή χώρα. Έτσι, ισότητα δεν μπορεί να σημαίνει στην πράξη πως θα γίνουν όλοι πλούσιοι. Το μόνο εφικτό και κοινωνικά δίκαιο είναι να γίνουν όλοι εξίσου φτωχοί! Κι ο πλούτος των ισχυρών ας πάει στα χέρια της Πολιτείας, να τον διαχειριστεί όπως εκείνη κρίνει για τις ανάγκες του λαού.

Σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση, πιστεύω ότι λίγοι χάρτινοι τίτλοι δεν κάνουν απαραίτητα τον διδάσκοντα σοφότερο από τον διδασκόμενο! Οραματίζομαι ένα σχολείο κι ένα πανεπιστήμιο όπου ο μαθητής κι ο δάσκαλος θα έχουν ισότιμους ρόλους στη διαμόρφωση των εκπαιδευτικών κανόνων και θα συναποφασίζουν για όλα τα ζητήματα με τρόπο δημοκρατικό. Η αμφισβήτηση αυτού του δικαιώματός τους θα μπορούσε δικαιολογημένα να οδηγήσει τους νέους σε κάποιες μορφές δυναμικών ενστάσεων, τις οποίες μια δημοκρατική Πολιτεία οφείλει όχι μόνο να αντιμετωπίζει με πνεύμα κατανόησης αλλά και να τις υπερασπίζεται με κάθε τρόπο!

Οραματίζομαι μια χώρα όπου το αγαθό της απόλυτης ελευθερίας θα στέκει πάνω από παρωχημένες και κατά βάση αντιδημοκρατικές έννοιες όπως ο «νόμος» και η «τάξη». Αν ο πολίτης, εξασκώντας την ελευθερία της επιλογής του, αναγκάζεται κάποτε να παραβεί τους νόμους, είναι οι ίδιοι οι νόμοι που χρειάζονται επανεξέταση, όχι ο «παραβάτης» που χρειάζεται τιμωρία!

Ειδικά, ο αστυφύλακας, τα δικαστήρια κι οι φυλακές δεν είναι κατάλληλη και δίκαιη απάντηση σε όσους δεν έχουν άλλο τρόπο, έξω από την υποτιθέμενη «βία», για ν’ ακουστεί η φωνή τους σε μια κοινωνία χάριν της οποίας δίνουν καθημερινό αγώνα για ισότητα και δικαιοσύνη. Μια κοινωνία που τόσο εύκολα, εν τούτοις, κολλά σ’ αυτούς τους αγωνιστές τη ρετσινιά του «αναρχικού» ή του «τρομοκράτη»!

Τέλος, οραματίζομαι μια Ελλάδα που θα αναγκάσει, επιτέλους, τους ξένους δυνάστες της να σεβαστούν την ιστορία της και την προσφορά της στην ανθρωπότητα. Τα χρήματα που εκείνοι μας «δανείζουν» είναι σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στον πολιτισμό που εμείς τους χαρίσαμε. Θα έλεγα μάλιστα πως πάντα θα μας χρωστούν και ποτέ δεν πρόκειται να ξεχρεώσουν, όσα κι αν φιλοτιμηθούν ακόμα να μας δώσουν!

Το όνειρό μου, λοιπόν, είναι να γίνω κάποτε ηγέτης αυτής της χώρας ως αρχηγός μιας κυβέρνησης που θα απαρτίζεται από ανθρώπους που μοιράζονται τα ίδια ιδανικά μ’ εμένα, για να χτίσουμε μια νέα Ελλάδα πάνω στα πρότυπα που σας περιέγραψα. Όμως, θα πρέπει κάπου εδώ να κλείσω λίγο βιαστικά την έκθεση, γιατί χτύπησε το κουδούνι...

Μαθητής Α.Τ.
Ενιαίο Πολυκλαδικό Λύκειο Αμπελοκήπων

Aixmi.gr

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

ΤΟ ΒΗΜΑ - Η τυραννία των «Like»!

Καθώς βάδιζα τις προάλλες στον πεζόδρομο της γειτονιάς, συνάντησα μια φίλη από το Facebook να κάθεται σε καφετέρια της περιοχής. Βλέποντάς με, το πρόσωπό της πήρε μια έκφραση απολογητική, σχεδόν ενοχική: «Συγχώρεσέ με, Κώστα μου, νομίζω πως ξέχασα να κάνω ‘Like’ σ’ αυτό που ανέβασες σήμερα. Θα μπω πάλι σε λίγο στο F/B και θα επανορθώσω!» Της εξήγησα πως δεν χρειαζόταν να κάνει τέτοιο κόπο και την προέτρεψα να συνεχίσει να απολαμβάνει αμέριμνα και δίχως ενοχές τον καφέ της!

Το παράδειγμα της φίλης είναι χαρακτηριστικό δείγμα μιας καινοφανούς αντίληψης πάνω στη δεοντολογία των κοινωνικών σχέσεων, που καλλιεργήθηκε συστηματικά μετά την έλευση του Facebook. Και δείχνει καθαρά πώς μία καταρχήν έκφραση ευαρέσκειας μπορεί να οδηγήσει σε μια αληθινή ψυχολογική τυραννία.

Όμως, τι ακριβώς εκφράζει η σημειολογία των “Like” στο γνωστό μέσο κοινωνικής δικτύωσης; Μονοσήμαντη απάντηση δεν υπάρχει, αρκούμαστε έτσι να διακρίνουμε τις συνηθέστερες περιπτώσεις:

1. Στην αυθεντική του εκδοχή, το “Like” εκφράζει επιδοκιμασία είτε για μια ανάρτηση, είτε για ένα σχόλιο που αφορά κάποια ανάρτηση. Ως χειρονομία, χαρακτηρίζεται από έλλειψη υστεροβουλίας και είναι κατά βάση ισοδύναμο με μια ειλικρινή έκφραση γνώμης.

2. Χωρίς απαραίτητα να εκφράζει έντονη επιδοκιμασία – αλλά, παράλληλα, αποκλείοντας έμμεσα και την περίπτωση αποδοκιμασίας – το “Like” μπορεί να είναι απλά ένα «σινιάλο» προς ένα φίλο ότι διαβάστηκε ένα κείμενο ή ένας σχολιασμός που ανάρτησε.

3. Το “Like” είναι συχνά μια απλή χειρονομία ευγένειας, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο της ανάρτησης ή του σχολίου που επιδοκιμάζεται. Τέτοιες χειρονομίες γίνονται πολλές φορές αντικείμενα μιας ιδιότυπης συναλλαγής: «Μέρες έχει να μου κάνει ‘Like’. Έτσι, τον πληρώνω τώρα κι εγώ με το ίδιο νόμισμα!»

Το φαινόμενο των «επιδοκιμασιών» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα μπορούσε να θεωρηθεί ακόμα και χαριτωμένο αν δεν υπέκρυπτε έναν ορατό κίνδυνο: τη διαμόρφωση στρεβλών αξιολογικών κριτηρίων σε ό,τι αφορά τη δημόσια έκφραση γνώμης.

Θυμάμαι ένα (επιεικώς) απαράδεκτο άρθρο, προϊόν μιας κατ’ ευφημισμόν «πολιτικής» σκέψης, δημοσιευμένο πριν χρόνια σε ειδησεογραφικό ιστότοπο μεγάλης επισκεψιμότητας. Κάνοντας χρήση χυδαίας γλώσσας και επίδειξη φτηνού – στα όρια του ιερόσυλου – λαϊκισμού προς τέρψιν αντιμνημονιακών (τότε) συνειδήσεων, ο αρθρογράφος κατάφερε να συγκεντρώσει αρκετές χιλιάδες από τα περίφημα “Like”, κατόρθωμα για το οποίο δήλωνε ιδιαιτέρως υπερήφανος!

Στον αντίποδα μιας τέτοιας περίπτωσης, συχνά συναντούμε αξιόλογα άρθρα ώριμου και ψύχραιμου προβληματισμού, τα οποία οι αναγνώστες δεν μπαίνουν καν στον κόπο να τιμήσουν με το απλό πάτημα του γνωστού κουμπιού...

Το σύστημα των «επιδοκιμασιών» μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις ακόμα και στην ανθρώπινη ψυχολογία, αν κάποιος πέσει στην παγίδα να συνδέσει το αίσθημα της αυταξίας του με αυτό. Ένα ποσοστό χρηστών του Facebook βιώνει αισθήματα αυτοαμφισβήτησης ή και απόρριψης από τον διαδικτυακό κοινωνικό τους χώρο, όταν μειώνεται (για τους όποιους λόγους) η συχνότητα των εισπραττόμενων τεκμηρίων επιδοκιμασίας. Συχνά, μάλιστα, διαδικτυακές «φιλίες» χαλούν εξαιτίας συστηματικής αμέλειας, ή και απροθυμίας, για την παροχή απεγνωσμένα επιζητούμενων ψυχολογικών επιβεβαιώσεων μέσω του παντοδύναμου κουμπιού!

Το πρόβλημα με τους παραπάνω χρήστες είναι ότι βλέπουν το Facebook ως μέσο ανταλλαγής φιλοφρονήσεων, αντί ως δυνατότητα ελεύθερης έκφρασης γνώμης και διακίνησης ουσιώδους πληροφορίας και δημιουργικών ιδεών. (Σημειώνω εδώ ότι σπουδαία ποίηση και εξαιρετικά καλλιτεχνήματα κάνουν συχνά την εμφάνισή τους στις σελίδες του F/B.) Από την άλλη μεριά, είναι περιττό να τονιστεί η συμβολή του Facebook στο να διατηρείται ζωντανή η επαφή ανάμεσα σε αληθινούς φίλους που οι συνθήκες της ζωής ή οι γεωγραφικές αποστάσεις δεν τους επιτρέπουν να βρίσκονται μαζί όσο θα ήθελαν.

Τι θα πρέπει, λοιπόν, να γίνει για τη θωράκιση ψυχών και συνειδήσεων των χρηστών του Facebook από τη διαβρωτική επίδραση των «επιδοκιμασιών»; Καταθέτω μερικές σκέψεις, επισημαίνοντας ότι εκφράζουν απολύτως προσωπικές απόψεις:

1. Πριν απ’ όλα, η ίδια η φιλοσοφία της χρήσης του μέσου κοινωνικής δικτύωσης πρέπει να οριοθετηθεί. Ειδικά, είναι επικίνδυνο να χρησιμοποιούμε το Facebook ως υποκατάστατο ομαδικής ψυχοθεραπείας, αφού έτσι εκχωρούμε σε κάποιους άλλους – των οποίων τις ψυχικές ανάγκες ή τα ενδεχόμενα προβλήματα συχνά αγνοούμε – μια ιδιότυπη εξουσία διαχείρισης και επηρεασμού του δικού μας ψυχισμού. Κι εδώ δεν υφίσταται καν, ως απαραίτητος εξισορροπιστής, ο ειδικευμένος συντονιστής των συμβατικών γκρουπ της ψυχανάλυσης...

2. Η εγκυρότητα ενός δημοσιεύματος (π.χ., ενός άρθρου γνώμης ή πληροφόρησης) δεν είναι ευθέως ανάλογη των επιδοκιμασιών που εισπράττει από τους αναγνώστες. Είτε το θέλουμε, είτε όχι, ο αναγνώστης αξιολογεί και υπερψηφίζει με κριτήρια καθαρά υποκειμενικά, συχνά μάλιστα κάτω από συνθήκες ψυχικής φόρτισης ή ακόμα και ιδεολογικού φανατισμού. Αν πέσετε πάνω σε ένα άρθρο που σας φανεί ενδιαφέρον, απλά αγνοήστε τον αριθμό των “Like” που το συνοδεύουν και διαβάστε το για όσα λέει, όχι για το πλήθος εκείνων που το εγκρίνουν!

3. Ας αποφύγουμε την παγίδα να μετρήσουμε την αυταξία μας με τον αριθμό των επιδοκιμασιών που εισπράττουμε στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Η αξία των λόγων και των σκέψεών μας δεν κρίνεται από τη δημοφιλία τους σε κάποιο υποσύνολο της κοινωνίας, αλλά από το βάθος της συνειδητότητας που αντιπροσωπεύουν και το μέγεθος της αλήθειας που εκφράζουν! Κι ας ληφθεί εδώ υπόψη ότι, πολλοί από εκείνους που βρίσκουν μια ανάρτηση ενδιαφέρουσα δεν μπαίνουν καν στη διαδικασία της επιδοκιμασίας (συχνά, μάλιστα, από φόβο ότι, όπως ακούγεται, κάποιοι με κίνητρα ιδιοτελή ενδέχεται να καταγράφουν τα “Like” και να σχηματίζουν προφίλ προτιμήσεων των χρηστών).

Γνωρίζω, ασφαλώς, ότι κάποιες από τις παραπάνω απόψεις δεν θα τύχουν επιδοκιμασίας από αρκετούς φίλους στο Facebook.Το παρόν σημείωμα, εν τούτοις, δεν στοχεύει σε μια πλούσια συγκομιδή από “Like” αλλά στην έναρξη μιας ουσιαστικής συζήτησης ώστε να κάνουμε το κοινωνικό αυτό μέσο ακόμα καλύτερο και πιο χρήσιμο. Και (συμπληρώνω, παρεμπιπτόντως) για να αφαιρέσουμε από το Facebook εκείνη την ισοπεδωτικά γενικευτική, και μάλλον άδικη, ρετσινιά του «νυφοπάζαρου», που τόσο το έχει δαιμονοποιήσει στις συνειδήσεις ενός μέρους της κοινωνίας και τόση καχυποψία έχει γεννήσει για τους χρήστες του!

ΤΟ ΒΗΜΑ