Νέα ταινία - Κριτική
Ξεκινώντας την κριτική μας για την υπέροχη ταινία του Ρομπέρ Γκεντιγκιάν, «Τα Χιόνια του Κιλιμάντζαρο», είχαμε γράψει πριν χρόνια στο «Βήμα»:
Το ερώτημα είναι απλό και απέχει πολύ απ’ το να είναι ρητορικό: Η Τέχνη μιμείται τη ζωή, ή η ζωή την Τέχνη; Οι οπαδοί του ρεαλισμού θα επιλέξουν ανεπιφύλακτα την πρώτη εκδοχή: η ζωή είναι γεμάτη ασχήμιες, τις οποίες οφείλει να αποτυπώνει χωρίς τεχνητές ωραιοποιήσεις η Τέχνη (είναι μάλιστα θεμιτό ακόμα και να υπερθεματίζει μέχρις υπερβολής στην καταγραφή τους, αν αυτό υπηρετεί καλύτερα τους στόχους της).
Συχνά, τα όρια ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον πεσιμισμό είναι δυσδιάκριτα για τον δημιουργό του έργου Τέχνης. Ειδικά στον κινηματογράφο, ο θεατής πρέπει να φύγει από την αίθουσα με σκοτεινές σκέψεις και αισθήματα ματαιότητας και αρνητικής ψυχικής φόρτισης. Το “happy ending” είναι ταμπού, και το θετικό μήνυμα δυσεύρετο (αφού η ίδια η ζωή δεν το εμπεριέχει). Από το σύμπλεγμα αυτό δεν ξέφυγε ούτε μια κατά τα άλλα αξιόλογη Ελληνική ταινία, που όμως δύσκολα θα την κατέτασσε κανείς καταρχήν στη σχολή του ρεαλισμού: η «Πολίτικη Κουζίνα»!
Στον αντίποδα του ρεαλισμού ορθώνεται ο ιδεαλισμός, μια φιλοσοφική αντίληψη που επιφυλάσσει στην Τέχνη έναν ευγενέστερο και πιο φιλόδοξο ρόλο: να δημιουργεί υψηλά πρότυπα σκέψης και συμπεριφοράς, προσφέροντας παράλληλα και τα ψυχολογικά, ιδεολογικά κι αισθητικά κίνητρα στον άνθρωπο ώστε να υπερβεί τις εγγενείς αδυναμίες της φύσης του και να προσεγγίσει τα πρότυπα αυτά.
Η εξαιρετική ταινία του Ρομπέρ Γκεντιγκιάν ισορροπεί αριστοτεχνικά ανάμεσα στις δύο αυτές, αντίθετες φιλοσοφικές τάσεις...
Δύσκολα θα μπορούσαμε να πούμε κάτι λιγότερο για την ταινία του Ζακ Οντιάρ, «Dheepan – Ο Άνθρωπος Χωρίς Πατρίδα» (Χρυσός Φοίνικας Φεστιβάλ Καννών, 2015). Το θέμα – η μετανάστευση από εμπόλεμες περιοχές του Τρίτου Κόσμου προς την Ευρώπη – είναι τόσο «ζεστό» ώστε το έργο σχεδόν αποκτά το χαρακτήρα επίκαιρου ντοκιμαντέρ. Ας δούμε σε συντομία την υπόθεση:
Ο Ντιπάν είναι μαχητής των «Τίγρεων του Ταμίλ» στον εμφύλιο πόλεμο της Σρι Λάνκα. Ο πόλεμος πλησιάζει στο τέλος του και η ήττα των επαναστατών είναι προδιαγεγραμμένη. Ο Ντιπάν, που έχασε ολόκληρη την οικογένειά του στον πόλεμο, αποφασίζει να εγκαταλείψει τη χώρα παίρνοντας μαζί του δύο άγνωστα πρόσωπα – μια γυναίκα κι ένα μικρό κορίτσι, επίσης άγνωστες μεταξύ τους – με την ελπίδα ότι, παριστάνοντας πως είναι οικογένεια, θα είναι πιο εύκολο γι’ αυτούς να ζητήσουν άσυλο κάπου στην Ευρώπη. Φτάνοντας στο Παρίσι, η «οικογένεια» αναζητεί προσωρινή κατοικία ενώ ο Ντιπάν, για λόγους επιβίωσης, πουλά μικροαντικείμενα κάτω από τη μύτη της αστυνομίας, ώσπου τελικά βρίσκει μόνιμη δουλειά σαν επιστάτης σε ένα κτιριακό συγκρότημα κάπου στα προάστια της πόλης. Αν και το μέρος είναι άθλιο και, επιπλέον, είναι άντρο παράνομων δραστηριοτήτων, ο Ντιπάν εργάζεται σκληρά για να φτιάξει μια νέα ζωή γι’ αυτόν και την «οικογένειά» του. Όμως, η βία που συναντά καθημερινά ανοίγει ξανά τα ψυχικά τραύματα του πολέμου, φέρνοντας στην επιφάνεια τα άγρια ένστικτα του πολεμιστή όταν ο ήρωας αναγκαστεί να προστατέψει αυτούς που αγαπά και που ελπίζει να γίνουν αληθινή του οικογένεια...
Η δεξιοτεχνία της αφήγησης έγκειται στη θαυμαστή ισορροπία ανάμεσα στο σκληρό ρεαλισμό του θέματος και στην κινηματογραφική ποίηση που διαπερνά το έργο απ’ την αρχή ως το τέλος του, αναδεικνύοντας τις πιο όμορφες πτυχές που (μπορεί να) κρύβει η ανθρώπινη φύση ακόμα και μέσα στις πλέον απάνθρωπες συνθήκες επιβίωσης. Και η αφήγηση αυτή αποφεύγει επιδέξια την παγίδα του γλυκερού και τον πειρασμό της αγιογράφησης ή της δαιμονοποίησης των χαρακτήρων, πράγμα που θα μπορούσε να υπονομεύσει το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Οι ήρωες δεν είναι a priori «καλοί»: ανακαλύπτουν κι οι ίδιοι, μπροστά στα μάτια του θεατή, το καλό που κρύβουν μέσα τους και εξελίσσονται, έτσι, ως άνθρωποι. Κι αυτή η διαδικασία ηθικής ανύψωσης είναι που κάνει τον κινηματογράφο να φαίνεται τόσο, μα τόσο ωραίος ως τέχνη!
Κλείνουμε με τον επίλογο του άρθρου μας για το «Κιλιμάντζαρο», που βρίσκουμε πως ταιριάζει κι εδώ απόλυτα:
Φύγαμε από τον κινηματογράφο γεμάτοι από αισθήματα που αναπλάθουν την ψυχή, και σκέψεις που θέτουν σε εγρήγορση τη συνειδητότητα. Αφήνοντας οριστικά πίσω μας τις οδυνηρές μνήμες νοσηρών ταινιών του Χάνεκε, ή ακόμα νοσηρότερων δημιουργιών των αδελφών Κοέν...
Aixmi.gr
Ξεκινώντας την κριτική μας για την υπέροχη ταινία του Ρομπέρ Γκεντιγκιάν, «Τα Χιόνια του Κιλιμάντζαρο», είχαμε γράψει πριν χρόνια στο «Βήμα»:
Το ερώτημα είναι απλό και απέχει πολύ απ’ το να είναι ρητορικό: Η Τέχνη μιμείται τη ζωή, ή η ζωή την Τέχνη; Οι οπαδοί του ρεαλισμού θα επιλέξουν ανεπιφύλακτα την πρώτη εκδοχή: η ζωή είναι γεμάτη ασχήμιες, τις οποίες οφείλει να αποτυπώνει χωρίς τεχνητές ωραιοποιήσεις η Τέχνη (είναι μάλιστα θεμιτό ακόμα και να υπερθεματίζει μέχρις υπερβολής στην καταγραφή τους, αν αυτό υπηρετεί καλύτερα τους στόχους της).
Συχνά, τα όρια ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον πεσιμισμό είναι δυσδιάκριτα για τον δημιουργό του έργου Τέχνης. Ειδικά στον κινηματογράφο, ο θεατής πρέπει να φύγει από την αίθουσα με σκοτεινές σκέψεις και αισθήματα ματαιότητας και αρνητικής ψυχικής φόρτισης. Το “happy ending” είναι ταμπού, και το θετικό μήνυμα δυσεύρετο (αφού η ίδια η ζωή δεν το εμπεριέχει). Από το σύμπλεγμα αυτό δεν ξέφυγε ούτε μια κατά τα άλλα αξιόλογη Ελληνική ταινία, που όμως δύσκολα θα την κατέτασσε κανείς καταρχήν στη σχολή του ρεαλισμού: η «Πολίτικη Κουζίνα»!
Στον αντίποδα του ρεαλισμού ορθώνεται ο ιδεαλισμός, μια φιλοσοφική αντίληψη που επιφυλάσσει στην Τέχνη έναν ευγενέστερο και πιο φιλόδοξο ρόλο: να δημιουργεί υψηλά πρότυπα σκέψης και συμπεριφοράς, προσφέροντας παράλληλα και τα ψυχολογικά, ιδεολογικά κι αισθητικά κίνητρα στον άνθρωπο ώστε να υπερβεί τις εγγενείς αδυναμίες της φύσης του και να προσεγγίσει τα πρότυπα αυτά.
Η εξαιρετική ταινία του Ρομπέρ Γκεντιγκιάν ισορροπεί αριστοτεχνικά ανάμεσα στις δύο αυτές, αντίθετες φιλοσοφικές τάσεις...
Δύσκολα θα μπορούσαμε να πούμε κάτι λιγότερο για την ταινία του Ζακ Οντιάρ, «Dheepan – Ο Άνθρωπος Χωρίς Πατρίδα» (Χρυσός Φοίνικας Φεστιβάλ Καννών, 2015). Το θέμα – η μετανάστευση από εμπόλεμες περιοχές του Τρίτου Κόσμου προς την Ευρώπη – είναι τόσο «ζεστό» ώστε το έργο σχεδόν αποκτά το χαρακτήρα επίκαιρου ντοκιμαντέρ. Ας δούμε σε συντομία την υπόθεση:
Ο Ντιπάν είναι μαχητής των «Τίγρεων του Ταμίλ» στον εμφύλιο πόλεμο της Σρι Λάνκα. Ο πόλεμος πλησιάζει στο τέλος του και η ήττα των επαναστατών είναι προδιαγεγραμμένη. Ο Ντιπάν, που έχασε ολόκληρη την οικογένειά του στον πόλεμο, αποφασίζει να εγκαταλείψει τη χώρα παίρνοντας μαζί του δύο άγνωστα πρόσωπα – μια γυναίκα κι ένα μικρό κορίτσι, επίσης άγνωστες μεταξύ τους – με την ελπίδα ότι, παριστάνοντας πως είναι οικογένεια, θα είναι πιο εύκολο γι’ αυτούς να ζητήσουν άσυλο κάπου στην Ευρώπη. Φτάνοντας στο Παρίσι, η «οικογένεια» αναζητεί προσωρινή κατοικία ενώ ο Ντιπάν, για λόγους επιβίωσης, πουλά μικροαντικείμενα κάτω από τη μύτη της αστυνομίας, ώσπου τελικά βρίσκει μόνιμη δουλειά σαν επιστάτης σε ένα κτιριακό συγκρότημα κάπου στα προάστια της πόλης. Αν και το μέρος είναι άθλιο και, επιπλέον, είναι άντρο παράνομων δραστηριοτήτων, ο Ντιπάν εργάζεται σκληρά για να φτιάξει μια νέα ζωή γι’ αυτόν και την «οικογένειά» του. Όμως, η βία που συναντά καθημερινά ανοίγει ξανά τα ψυχικά τραύματα του πολέμου, φέρνοντας στην επιφάνεια τα άγρια ένστικτα του πολεμιστή όταν ο ήρωας αναγκαστεί να προστατέψει αυτούς που αγαπά και που ελπίζει να γίνουν αληθινή του οικογένεια...
Η δεξιοτεχνία της αφήγησης έγκειται στη θαυμαστή ισορροπία ανάμεσα στο σκληρό ρεαλισμό του θέματος και στην κινηματογραφική ποίηση που διαπερνά το έργο απ’ την αρχή ως το τέλος του, αναδεικνύοντας τις πιο όμορφες πτυχές που (μπορεί να) κρύβει η ανθρώπινη φύση ακόμα και μέσα στις πλέον απάνθρωπες συνθήκες επιβίωσης. Και η αφήγηση αυτή αποφεύγει επιδέξια την παγίδα του γλυκερού και τον πειρασμό της αγιογράφησης ή της δαιμονοποίησης των χαρακτήρων, πράγμα που θα μπορούσε να υπονομεύσει το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Οι ήρωες δεν είναι a priori «καλοί»: ανακαλύπτουν κι οι ίδιοι, μπροστά στα μάτια του θεατή, το καλό που κρύβουν μέσα τους και εξελίσσονται, έτσι, ως άνθρωποι. Κι αυτή η διαδικασία ηθικής ανύψωσης είναι που κάνει τον κινηματογράφο να φαίνεται τόσο, μα τόσο ωραίος ως τέχνη!
Κλείνουμε με τον επίλογο του άρθρου μας για το «Κιλιμάντζαρο», που βρίσκουμε πως ταιριάζει κι εδώ απόλυτα:
Φύγαμε από τον κινηματογράφο γεμάτοι από αισθήματα που αναπλάθουν την ψυχή, και σκέψεις που θέτουν σε εγρήγορση τη συνειδητότητα. Αφήνοντας οριστικά πίσω μας τις οδυνηρές μνήμες νοσηρών ταινιών του Χάνεκε, ή ακόμα νοσηρότερων δημιουργιών των αδελφών Κοέν...
Aixmi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου