Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

Πολυπολιτισμικότητα και δημοκρατία: Έννοιες συνώνυμες;

Διάβασα πρόσφατα το εξαιρετικό άρθρο της Στέλλας Πριόβολου«Εθνική επέτειος και υπέρβαση στη σύγχρονη πολυπολιτισμική κοινωνία». Το κείμενο αναφέρεται στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, όχι με τους συνήθεις διθυραμβικούς τόνους των ημερών, αλλά ως ανάμνηση μιας ιστορικής δοκιμασίας που δεν στάθηκε ικανή να καταλύσει τη μακρόχρονη φιλία δύο λαών, και ως εγκώμιο υπέρβασης «πικρών κοινών σελίδων ιστορίας» προς χάριν της ειρήνης και της δημοκρατίας.

Ομολογώ ότι λίγο έλειψε να προσπεράσω το άρθρο εξαιτίας του μάλλον αταίριαστου και, θα έλεγα, αποπροσανατολιστικού τίτλου του! Δεν ανήκω σ’ εκείνους που τους διαπερνούν ρίγη συγκίνησης όταν ακούν τη λέξη «πολυπολιτισμικότητα», και υπέθεσα αρχικά ότι ο όρος αυτός θα έδινε το στίγμα των ιδεών στο κείμενο. Έκανα λάθος: Ο όρος (ακόμα κι αν σε κάποια σημεία πιθανόν υπονοείται) δεν νοθεύει με την άμεση παρουσία του την ομορφιά ενός κειμένου στο οποίο, κατά την άποψή μου, θα ήταν περιττός!

Εν τούτοις, σε απαντητικό σχόλιό της, η ίδια η αρθρογράφος επιβεβαίωσε ότι η αναφορά του τίτλου του άρθρου της σε μια «πολυπολιτισμική κοινωνία» ήταν συνειδητή επιλογή. Γράφει:

«Σχετικά με την ‘πολυπολιτισμικότητα’, θα μου επιτρέψετε να παρατηρήσω ότι μπορεί να… εκνευρίζει, οπωσδήποτε όμως δεν αποπροσανατολίζει, γιατί είναι μια πραγματικότητα. Θα πρέπει να την κατανοήσουμε, να την δεχθούμε και να προσπαθήσουμε να την εντάξουμε με τη σωστή της έννοια στους σχεδιασμούς μας. Εξάλλου, η πολυπολιτισμικότητα προϋποθέτει δημοκρατική σκέψη, συναίνεση, συνύπαρξη πολιτισμών, που ανάμεσά τους η πατρίδα μας έχει πρωτεύουσα θέση, τόσο παραγνωρισμένη από τους εταίρους μας…»

Η απάντηση αυτή έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί εμπεριέχει θέσεις που μπορούν να γίνουν αφετηρία συζητήσεων πάνω στο ζήτημα της πολυπολιτισμικότητας, γενικά. Ας δούμε μερικά σημεία:

1. Είναι αλήθεια ότι το εν λόγω φαινόμενο αποτελεί μια πραγματικότητα. Το έζησα στην Αμερική πριν χρόνια, το ζω τώρα και στην Ελλάδα. Με μία πολύ σημαντική διαφορά: Η ένταξη ενός νέου μέλους στην αμερικανική κοινωνία δεν γίνεται άναρχα και (σχεδόν) εκβιαστικά, υπό μορφή τετελεσμένου! Η αμερικανική πολυπολιτισμικότητα δεν είναι μια de facto πολυπολιτισμικότητα, μία συνθήκη, δηλαδή, που επιβάλλεται στην κοινωνία εκ των πραγμάτων λόγω της αδυναμίας του κράτους να ελέγξει τη λαθρομετανάστευση. Υπόκειται σε κανόνες και θέτει προϋποθέσεις, προεξάρχουσα θέση στις οποίες κατέχει η εθνική αυτοσυντήρηση. Όσο κι αν ενοχλεί κάποιους η χρήση του όρου «εθνική»…

2. Θα πρέπει να κατανοήσουμε και να δεχθούμε την πολυπολιτισμικότητα, όπως μας προτρέπει η αρθρογράφος; Εξαρτάται! Δεν θα «κατανοήσω», ούτε θα «δεχθώ», μια πραγματικότητα που μου επιβάλλεται. Πόσο μάλλον όταν αυτή έχει ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής στη χώρα μου, με κύριο χαρακτηριστικό την κατακόρυφη αύξηση της εγκληματικότητας (συχνά, μάλιστα, στις πιο απάνθρωπες εκδοχές της)!

3. «Να προσπαθήσουμε να την εντάξουμε στους σχεδιασμούς μας.» Εδώ θα συμφωνήσω απόλυτα! Κατά πρώτον, θα πρέπει να καθορίσουμε, με κάποιο βαθμό ακρίβειας, τα όρια αυτής της πολυπολιτισμικότητας στην οποία πλέον, εκόντες-άκοντες, συμμετέχουμε. Πόση «πολυπολιτισμικότητα» αντέχει αυτή η μικρή και κατ’ ουσίαν κατεστραμμένη χώρα; Κατά δεύτερον, θα πρέπει, επιτέλους, να υπάρξει κάποιος σοβαρός σχεδιασμός εκ μέρους της πολιτείας για το εν λόγω θέμα. Η αθρόα και ανεξέλεγκτη «μετανάστευση» δεν αντιμετωπίζεται με φράχτες, στρατόπεδα ή άλλα αναποτελεσματικά ημίμετρα. Το πώς ακριβώς αντιμετωπίζεται δεν είναι, ασφαλώς, δική μας ευθύνη να το υποδείξουμε, αλλά ευθύνη αυτών που εκλέγουμε για να μας κυβερνούν. Αν υποθέσουμε, βέβαια, ότι έχουν επίγνωση της σοβαρότητας της κατάστασης, κι αν δεν έχουν συντελέσει και οι ίδιοι – τωρινοί ή μελλούμενοι – στη δημιουργία και τη γιγάντωση του προβλήματος…

4. Προϋποθέτει η πολυπολιτισμικότητα δημοκρατική σκέψη; Δεν είμαι βέβαιος! Κατά μία έννοια, πολυπολιτισμική ήταν και η Σοβιετική Ένωση… Μήπως, όμως, ισχύει το αντίστροφο; Δηλαδή, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι κάθε αληθινά δημοκρατική κοινωνία αποδέχεται (αν όχι και επιδιώκει) την πολυπολιτισμικότητα; Ούτε και αυτό ακούγεται λογικό! Το δημοκρατικό πολίτευμα είναι εσωτερικό θεσμικό ζήτημα που αφορά τους πολίτες μιας χώρας, και σε καμία περίπτωση δεν επιβάλλει a priori τη διεύρυνση μιας κοινωνίας με εισαγόμενους φορείς διαφορετικών πολιτισμικών χαρακτηριστικών. Τώρα, το ότι την ιδέα της πολυπολιτισμικότητας αντιμάχονται οι εκπρόσωποι κάποιων ακραία αντιδημοκρατικών χώρων, δεν καθιστά, εξ ορισμού, την αποδοχή της ιδέας αυτής αδιαμφισβήτητο πιστοποιητικό δημοκρατικότητας!

Πέρα απ’ όλα αυτά, κλείνοντας το σύντομο αυτό σημείωμα, προτείνω στον αναγνώστη να διαβάσει και να απολαύσει το έξοχο, πράγματι, κείμενο της Στέλλας Πριόβολου, το οποίο υμνεί υψηλές ανθρώπινες αξίες που ξεπερνούν (αν όχι καταργούν) εθνικά σύνορα. Όσο για τον τίτλο – τη μόνη μου ένσταση στο άρθρο – ας βάλει, τελικά, ο καθένας εκείνον που του ταιριάζει περισσότερο!

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

Μουσικο-φιλοσοφώντας στη συνοικιακή ταβέρνα

Στο «Δυο δεκάρες η οκά»στου Κουκάκη, δεν υπήρχαν άλλοι πελάτες εκείνη την ώρα. Έτσι, η μουσική του χώρου ήταν προσαρμοσμένη στα ιδιότροπα γούστα του μοναδικού θαμώνα της ταβέρνας, ενός ξενέρωτου τύπου που καθόταν στο τελευταίο μονό τραπέζι, στο βάθος της αίθουσας. Από τα μεγάφωνα ακούγονταν οι υπέροχοι ήχοι μιας πολύ γνωστής συμφωνίας ενός μεγάλου «κουφού»…

Ο Τιτάνας έγραψε εννέα συμφωνίες. Πολλοί θεωρούν (ίσως όχι άδικα) ως κορυφαία την τελευταία του, την Ένατη. Ήταν αυτή, άλλωστε, που άνοιξε το δρόμο στον Μπρούκνερ, τον Βάγκνερ, τον Μάλερ, ακόμα και τον Σοστακόβιτς!

Κάποια άλλη συμφωνία του, η Πέμπτη, είναι ιδιαίτερα δημοφιλής εξαιτίας του χαρακτηριστικού εναρκτήριου θέματός της. Ένα θέμα κατά βάση ρυθμικό (όχι μελωδικό), που θα το κωδικοποιούσαμε με την έκφραση «3+1». Δηλαδή, ένα γκρουπ από τρεις νότες (ή, αν προτιμάτε, τρία χτυπήματα), ακολουθούμενο από μια τέταρτη (ίδιας ή μεγαλύτερης διάρκειας) η οποία τονίζεται κάπως, έτσι ώστε να ξεχωρίζει από τις άλλες τρεις:

«παμ-παμ-παμ-ΠΟΜ»  ή  «παμ-παμ-παμ-ΠΟΟΟΜ»!

Αυτό που λίγοι συνειδητοποιούν είναι ότι η Πέμπτη Συμφωνία του Μπετόβεν είναι ένα αριστούργημα μινιμαλιστικής κυκλικής γραφής! Θα τολμούσα να πω, μια σχεδόν μονοθεματική συμφωνία όπου το θέμα, δίκην έμμονης ιδέας (για να θυμηθούμε τον Μπερλιόζ) επαναλαμβάνεται σε όλη την έκταση του έργου. «Μα, όχι», θα πει ο αναγνώστης, «το θέμα ακούγεται μόνο στο πρώτο μέρος και – κάπως παραλλαγμένο – στο σκέρτσο, πριν το φινάλε!»

Απαιτούνται πολλές, πάρα πολλές ακροάσεις της «Πέμπτης» για να εντοπίσει κανείς όλες τις παρουσίες αυτού του δαιμονικού «3+1» θέματος, που εμφανίζεται με όλες τις δυνατές του μεταμφιέσεις σε κάθε μέρος, σε κάθε απόσπασμα – οσοδήποτε μικρό – της φοβερής συμφωνίας. Ακόμα κι εκεί, όμως, που δεν ακούγεται στην κυριολεξία, ο ακροατής το «ακούει» ως αφαίρεση, προβάλλοντάς το ο ίδιος, σχεδόν ασυνείδητα, μέσα από το περιρρέον ορχηστρικό περιβάλλον!

Καθώς απολαμβάνει, υπό τους ήχους του Τιτάνα, τις σπεσιαλιτέ του μάγου σεφ Κώστα, ο πελάτης της ταβέρνας αναρωτιέται αν θα μπορούσε ένας κοινός θνητός, ακόμα και κάποιος κορυφαίος μουσικοσυνθέτης, να κατασκευάσει μια ολόκληρη συμφωνία δομημένη πάνω σε ένα θέμα με «3+1» νότες! Μα η σκέψη του ξεγλιστρά κάποια στιγμή από τη μουσική και ξαναγυρίζει στη ζοφερή πραγματικότητα μιας κατεστραμμένης χώρας. Και τότε, βασανιστικά μεταφυσικά ερωτήματα αρχίζουν να γεννιούνται στο νου:

Αν ο Μπετόβεν έχτισε μια ολόκληρη συμφωνία έχοντας στη διάθεσή του μονάχα ένα θέμα, θα μπορούσε άραγε να βρεθεί ένας χαρισματικός οραματιστής, να δείξει το δρόμο για την ανόρθωση αυτής της χώρας με τα πενιχρά μέσα και μόνο που της έχουν απομείνει; Και, εν τέλει, είναι που μας λείπουν τα μέσα, ή μήπως μας στέρεψε η διάθεση να τα ανακαλύψουμε και η ευρηματικότητα να τα αξιοποιήσουμε;

Τα ερωτήματα μένουν αναπάντητα, ενώ στα μεγάφωνα της συνοικιακής ταβέρνας το επικυρίαρχο μουσικό θέμα αποσυντίθεται θριαμβευτικά στην coda του φινάλε της συμφωνίας. Χωρίς ανάπαυλα, την ηχητική σκυτάλη παίρνουν τώρα οι νότες μιας Impromptu του Σούμπερτ, του μεγάλου αυτού παραγνωρισμένου της εποχής του, που έζησε ευτυχισμένος με την αγάπη των φίλων του και μόνο, για να λατρευτεί μετά θάνατον όσο περίπου κι ο Μπετόβεν!

«Εμάς, άραγε, μας έχουν απομείνει φίλοι;» αναρωτιέται ο ξενέρωτος από το βάθος της αίθουσας, καθώς περιμένει το λογαριασμό. Έξω μόλις άρχισε να ψιλοβρέχει. «Θα ‘ταν ωραία, τώρα, αν ζητούσα να βάλουν το 15ο πρελούδιο του Σοπέν!», σκέφτεται για μια στιγμή.

Όμως φεύγει βιαστικά, να προλάβει τη μπόρα. Τούτη τη φορά δεν θα ‘χε καν την πολυτέλεια να ξεχάσει την ομπρέλα του στο κάθισμα της πλαϊνής καρέκλας…

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

«Εγκλήματα» γνώμης και θυμωμένοι «δικαστές» στα χρόνια της κρίσης


Ο ξάδερφός μου ο Μπάμπης – τακτικός αναγνώστης του Aixmi.gr – μου είπε κάποτε, κατά τη διάρκεια ενός γεύματος: «Ξέρεις τι βρίσκω περισσότερο ενδιαφέρον στα άρθρα σου που διαβάζω; Τα σχόλια που σου γράφουν!» (Σε ελεύθερη μετάφραση: «αυτά που σου σέρνουν οι αναγνώστες».) Ναι, η κατάρριψη μιας θέσης συχνά φαντάζει ελκυστικότερη και τραβά την προσοχή περισσότερο απ’ ό,τι η ίδια η θέση!

(Παρεμπιπτόντως, στο ίδιο γεύμα, ο ξάδερφος δήλωσε με αυστηρό ύφος πως το θεωρεί τουλάχιστον «ιερόσυλο» να εκφράζω απόψεις που δεν βρίσκονται σε απόλυτη συμφωνία με αυτές του Θανάση Γκότοβου! Αυτό, όμως, είναι ένα άλλο ζήτημα…)

Ο Μπάμπης δεν αποτελεί εξαίρεση, εκπροσωπεί μάλλον τον κανόνα. Υπάρχει πράγματι μια κρυμμένη ηδονική διάσταση στον δημόσιο λιθοβολισμό. Απ’ όποια θέση κι αν τον βιώνεις, ως φυσικός αυτουργός ή κι ως απλός θεατής. Όμως, επειδή καμία απόλαυση σ’ αυτό τον κόσμο δεν προσφέρεται δωρεάν, θα πρέπει και αυτή να έχει το τίμημά της. Με άλλα λόγια, είναι λογικό – και δίκαιο επίσης – και οι κρίνοντες να κρίνονται. Και αναφέρομαι, εδώ, στους σχολιαστές των άρθρων γνώμης στο Διαδίκτυο. Που, ιδιαίτερα στα χρόνια της λεγόμενης «κρίσης», έχουν καταστεί αυτόκλητοι εισαγγελείς…

Διάβασα πρόσφατα το ιδιαίτερα ενδιαφέρον άρθρο του Αργύρη Κωστάκη«Τι στο διάολο σημαίνει ξεσηκώνομαι;». Ένας (όχι απαραίτητα καλοπροαίρετος) αναγνώστης θα μπορούσε να εκλάβει το ερώτημα του τίτλου ως ρητορικό, ως υποκρύπτον μια παρεμφατική προτροπή: «Τι θέλετε, τώρα, και ξεσηκώνεστε; Καλά δεν είμαστε όπως είμαστε;» Προσωπικά, θεωρώ το ερώτημα απολύτως ευθύ: «Μιλούν κάποιοι για γενικό ξεσηκωμό του λαού. Πώς ακριβώς τον οραματίζονται αυτόν, στο πλαίσιο της σύγχρονης πραγματικότητας;» Και, είναι αλήθεια ότι καμία από τις «επαναστατημένες» συνειδήσεις δεν μπήκε, μέχρι στιγμής, στον κόπο να εξηγήσει τους όρους και τους μηχανισμούς αυτής της εξέγερσης!

Αυτονόητα, ένας καλοπροαίρετα ενιστάμενος αναγνώστης που θα ερμηνεύσει το ερώτημα του τίτλου ως ρητορικό (ως εκφράζον, δηλαδή, προτροπή – ή μάλλον αποτροπή), οφείλει να κάνει δύο πράγματα: να παραθέσει τη δική του εκδοχή ως προς τη μορφή που θα πρέπει να έχει ο, κατ’ αυτόν αναγκαίος, παλλαϊκός ξεσηκωμός, και να καταρρίψει, με επιχειρήματα και όχι προσωπικές βολές, το ιδεολογικό πλαίσιο του αρθρογράφου, μέσα από το οποίο ο τελευταίος οδηγείται – υποτίθεται – στο συμπέρασμα ότι μια λαϊκή εξέγερση θα ήταν άτοπη, άκαιρη ή περιττή.

Μεταφέρω, τώρα, σχόλιο ανώνυμου (κατά τα ειωθότα!) αναγνώστη, για το υπό συζήτηση άρθρο. Όχι γιατί θεωρώ το σχόλιο ιδιαίτερα αξιόλογο, αλλά διότι είναι αντιπροσωπευτικό της νοοτροπίας μερικών αναγνωστών να βάλλουν κατά του ίδιου του αρθρογράφου, ελλείψει άλλων επιχειρημάτων απέναντι στις απόψεις του:

«Αλήθεια δεν με ξενίζει ο μικροαστισμός σου, ούτε η δικαιολόγηση της άποψής σου με τη διάχυτη αυτοαναφορικότητά σου. Με ξενίζει που ενώ είσαι νέος απ’ ότι φαίνεται, δεν αντιλαμβάνεσαι ότι τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του ανθρώπου σε ηθικό, υλικό, πνευματικό επίπεδο έγιναν επειδή άνθρωποι ξεσηκώθηκαν! Κανείς δεν σε αναγκάζει να ξεσηκωθείς, ούτως η άλλως ο πνευματικός θάνατος έρχεται πρώτος…»

Αν και ο πειρασμός είναι μεγάλος, δεν θα μπω στη διαδικασία της ανίχνευσης πολιτικής σκοπιμότητας πίσω απ’ αυτό το σχόλιο. Θα περιοριστώ στα αυταπόδεικτα: Ο αρθρογράφος γίνεται αποδέκτης μειωτικών χαρακτηρισμών (μικροαστισμός, αυτοπροβολή, αδυναμία αντίληψης της Ιστορίας, πνευματική νεκροφάνεια) επειδή, πολύ απλά, έθεσε ένα λογικό ερώτημα, αναλύοντας απόλυτα τους λόγους του προβληματισμού του. Και κάποιος (θαρρείς θιγόμενος προσωπικά) επιλέγει να εκφράσει τις ενστάσεις του, όχι καταδεικνύοντας το άτοπο (υποτίθεται) της επιχειρηματολογίας του γράφοντος, ούτε καν – το σπουδαιότερο – προσδιορίζοντας το ακριβές εννοιολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο «τεκμηριώνεται» η ένστασή του (δεν μας λέει πώς ακριβώς, εν τέλει, αντιλαμβάνεται εκείνος την έννοια της κοινωνικής εξέγερσης), αλλά μέσω μιας γενικόλογης, απαξιωτικής ρητορείας που στοχεύει σε πρόσωπα αντί σε ιδέες!

Αναφέρθηκα στο συγκεκριμένο σχόλιο όχι γιατί είναι το χειρότερο του είδους (δεν είναι!) αλλά γιατί, πέραν του ότι είναι πρόσφατο, είναι αντιπροσωπευτικό μιας νοοτροπίας που άκμασε ιδιαίτερα μετά την κρίση. Η οποία κρίση παρήγαγε ανθρώπους θυμωμένους, όχι μόνο με τις ίδιες τις περιστάσεις, αλλά – ίσως ακόμα περισσότερο – και με εκείνους που τυχόν αρνούνται να συν-θυμώσουν, επιλέγοντας μια πιο πραγματιστική (και, εν τέλει, πιο αισιόδοξη) στάση ζωής.

Αυτό που αδυνατεί, όμως, η κοντόφθαλμη λογική μας να αντιληφθεί είναι ότι ο θυμός είναι ο αποτελεσματικότερος χειριστικός μηχανισμός του συστήματος που ευθύνεται για – ή επωφελείται από – την κρίση! Ο θυμωμένος άνθρωπος αναλώνει τις δημιουργικές δυνάμεις του είτε σε εσωτερική φθορά (στην παθητική εκδοχή του θυμού), είτε σε εκρηκτικές συμπεριφορές που στερούνται νηφαλιότητας και ορθολογισμού. Και, αυτά τα τελευταία χαρακτηριστικά είναι προϋποθέσεις, εκ των ων ουκ άνευ, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση εκείνων ακριβώς που αντιπροσωπεύουν την αιτία του θυμού μας. Εκείνων, δηλαδή, που, με τρόπο αριστοτεχνικό, μετατρέπουν μια φοβερή οικονομική κρίση σε ατομική κρίση του ψυχισμού και του νευρικού συστήματός μας, καθιστώντας μας έτσι ψυχικά ακινητοποιημένους, ηθικά αποδυναμωμένους και, τελικά, ακίνδυνους!

Ενδίδοντας κι εγώ στη λαγνεία της «αυτοαναφορικότητας», πηγαίνω μερικά χρόνια πίσω. Τότε που ένα πολύ κοντινό μου πρόσωπο ακόμα εξοργιζόταν μαζί μου όταν αρνιόμουν πεισματικά να θυμώσω μετά από κάθε δελτίο ειδήσεων στην τηλεόραση. Λέγοντάς μου, μάλιστα, πως «όποιος δεν θυμώνει είναι ήδη νεκρός και δεν το γνωρίζει»!

Φυσικά, ο θυμός σε τίποτα δεν τη βοήθησε, τελικά, να αποφύγει τις συνέπειες της κρίσης (είναι από τα πλέον αδικημένα θύματα της τρέχουσας οικονομικής πολιτικής). Μα, το χειρότερο, ο ίδιος αυτός θυμός τής κληροδότησε προβλήματα υγείας που ακόμα και σήμερα την ταλαιπωρούν (αυτό δεν είναι δική μου εκτίμηση, είναι διάγνωση των γιατρών!).

Τώρα, έχοντας φιλοσοφήσει διαφορετικά τη ζωή, προσπαθεί να εφαρμόζει καθημερινά το σύνθημα στο οποίο η ίδια είχε σταθεί κάποτε, γραμμένο πάνω σε έναν τοίχο στο Θησείο: «Για να αλλάξεις τον κόσμο, πρέπει πρώτα να αλλάξεις τον εαυτό σου!» Και μετά (προσθέτω εγώ) έχεις όλη τη δυνατότητα, μα πρωτίστως το δημοκρατικό δικαίωμα, να αλλάξεις κι εκείνους που σήμερα σε θυμώνουν, με κάποιους άλλους που (ελπίζεις ότι) θα σε θυμώσουν λιγότερο. Τόσο απλά!

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Ο πορσελάνινος κουμπαράς (η ιστορία ενός «ηλίθιου» της εποχής)


Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου

Τον είδε στη βιτρίνα καθώς περνούσε έξω από το καινούργιο μαγαζί με είδη δώρων. Ναι, ήταν σίγουρα ολόιδιος με εκείνον που έψαχνε για χρόνια! Ώσπου κουράστηκε πια να τον αναζητά, και το πήρε απόφαση πως άλλος σαν αυτόν δεν υπήρχε…

Δεν είχε βγει ποτέ απ’ το μυαλό του εκείνος ο παράξενα όμορφος κουμπαράς από πορσελάνη, που του ‘χε κάνει δώρο ο παππούς. «Δια να μάθεις και να εκτιμήσεις την σημασίαν της αποταμιεύσεως», του είχε πει. Κι εκείνος, υπακούοντας στα κελεύσματα της σοφίας, έσωζε πάντα ένα μέρος από το καθημερινό του χαρτζιλίκι για να «ταΐσει» το πάντα αχόρταγο γουρουνάκι!

Μα, κάποια στιγμή αναγκάστηκε να τον σπάσει πριν της ώρας του. Ένας συμμαθητής στο σχολείο πέταξε άτσαλα τη μπάλα πάνω στο τζάμι του γραφείου του διευθυντή, και τώρα του ζητούσαν να πληρώσει για την αποκατάσταση της ζημιάς. Οι γονείς ήταν φτωχοί, και σίγουρα θα τον μάλωναν αν το μάθαιναν… Έπεσε στα πόδια του φίλου του για βοήθεια. Κι εκείνος – με βαριά καρδιά, είν’ αλήθεια – δεν αρνήθηκε να την προσφέρει, θυσιάζοντας το πιο χρήσιμο δώρο που του’ χαν κάνει ποτέ…

Και να που τώρα η μνήμη των παιδικών χρόνων ξαναζωντάνευε στη βιτρίνα ενός συνοικιακού καταστήματος! Όχι που θα ‘χε πια κάποια χρηστική αξία, βέβαια. Τα χρήματα ήταν τώρα λίγα, πολύ λίγα. Πού περιθώριο γι’ αποταμίευση; Από τότε που τον απόλυσαν απ’ το νοσοκομείο, ζούσε κάνοντας μικροδουλειές, ίσα να βγάζει τα απολύτως απαραίτητα. Όμως, δεν γκρίνιαζε: το χρήμα ποτέ δεν το αγάπησε, κι είναι αμφίβολο, τελικά, αν κάποτε θα ‘σπαζε κι εκείνο τον παλιό κουμπαρά!

Του αρκούσε που έβλεπε γύρω του ανθρώπους ζωντανούς και υγιείς. Κι αυτό, σε μεγάλο βαθμό, χάρη στο φάρμακο της φοβερής αρρώστιας, που εκείνος είχε κατορθώσει ν’ ανακαλύψει όταν ακόμα δούλευε σαν γιατρός. Όμως, έκανε το λάθος να μην κατοχυρώσει την ανακάλυψή του. Βλέπετε, η διασημότητα ποτέ δεν τον ενδιέφερε. Ήθελε να ‘ναι ένας αφανής εργάτης της επιστήμης που θα αφιέρωνε τον εαυτό του στο καλό της ανθρωπότητας και μόνο. Κι ας έμενε, στο τέλος, άσημος και παραγνωρισμένος…

Σαν κινηματογραφική ταινία περνά η ζωή του απ’ τα μάτια του, καθώς στέκει σαστισμένος κι αναποφάσιστος μπρος στη βιτρίνα… Είχε δείξει, τότε, τη χημική φόρμουλα στον καλύτερο φίλο του στο νοσοκομείο, τον μοναδικό άνθρωπο που εμπιστευόταν. Κι εκείνος υποσχέθηκε πως θα τη μελετήσει προσεκτικά με τη βοήθεια ειδικών, που ήταν όλοι τους άνθρωποι εμπιστοσύνης. Και, πράγματι, σε λίγες βδομάδες του ’φερε τα κακά μαντάτα: Η φόρμουλα ήταν λάθος! Κάποια απροσεξία στους ενδιάμεσους υπολογισμούς, και το αποτέλεσμα δεν θα οδηγούσε, τελικά, σε τίποτα καλύτερο από μια απλή ασπιρίνη!

Μαζί με την απογοήτευση, ένιωσε τότε κι απέραντη ευγνωμοσύνη για τον καλό του φίλο, που τον είχε γλιτώσει από ένα φοβερό επιστημονικό ατόπημα. Ώσπου μια μέρα, ξεφυλλίζοντας ένα ιατρικό περιοδικό, διάβασε την είδηση: «Ομάδα Ελλήνων ερευνητών γιατρών ανακοινώνει σε διεθνές ιατρικό συνέδριο την ανακάλυψη του φαρμάκου για τη φοβερή αρρώστια. Υποψήφιοι για το επόμενο βραβείο Νόμπελ!»

Και, σαν να μην έφτανε αυτό, η «ομάδα» – μέλη, όλοι, του επιστημονικού προσωπικού του νοσοκομείου, με επικεφαλής τον «φίλο» του – έστησε σε βάρος του μια πλεκτάνη που οδήγησε στην απόλυσή του και την αφαίρεση της άδειάς του να εργάζεται ως γιατρός. Τώρα, έτσι «ξεδοντιασμένος» ηθικά και επαγγελματικά, ποιος θα του ‘δινε σημασία αν έβγαινε και αποκάλυπτε την αλήθεια;

Το τελευταίο χτύπημα δεν του το ‘δωσε η μοίρα, μα η επί γης εκπρόσωπός της: η γυναίκα. Και, συγκεκριμένα, η δική του γυναίκα, που τον εγκατέλειψε λέγοντάς του πως δεν ήθελε να ζει με έναν «αποτυχημένο», έναν «ηλίθιο ρομαντικό» που «αρνείται να μεγαλώσει» και να αναμετρηθεί με τις σκληρές πραγματικότητες της ζωής!

…Έψαξε ξανά την τσέπη του. Τα χρήματα μόλις που ξεπερνούσαν όσα χρειάζονταν για ένα πιάτο φαΐ, έναν καφέ και την εφημερίδα του. Μα, να, ίσα που έφταναν για τον κουμπαρά! Περίπου, δηλαδή, αν το κατάστημα έκανε και μια μικρή έκπτωση…

Ο καταστηματάρχης φάνηκε κατανοητικός και δέχτηκε να κάνει σκόντο. Εξάλλου, ποιος θα αγόραζε, στην εποχή μας, έναν πορσελάνινο κουμπαρά με γουρουνίσια όψη; Κρατώντας ευλαβικά το πολύτιμο απόκτημα στα χέρια του, ο ήρωάς μας κατευθύνθηκε προς το ταμείο…

Εκείνη τη στιγμή, ένα πολυτελές μαύρο αμάξι πάρκαρε άτσαλα έξω στο πεζοδρόμιο. Ο οδηγός μπήκε φουριόζος στο κατάστημα. Ρωτούσε για κάτι γυαλικά… Όταν του έδειξαν, κίνησε βιαστικά προς τα κει, κόβοντας δρόμο από το διάδρομο του ταμείου. Με την ορμή του υπερτραφούς σωματότυπού του, παρέσυρε το άτυχο γουρουνάκι που ξέφυγε από τα χέρια που το κρατούσαν και έγινε θρύψαλα στο πάτωμα του μαγαζιού! Δεν γύρισε καν πίσω να κοιτάξει, ούτε να ζητήσει συγνώμη. Στις φωνές του καταστηματάρχη, το μόνο που βρήκε να πει, ήταν: «Καλά, μη φωνάζεις, θα σου το πληρώσω! Σιγά το κρύσταλλο Βοημίας!»

…Έμεινε ασάλευτος ώρα πολλή, κοιτάζοντας τα απομεινάρια ενός παιδικού ονείρου που έμελλε να μείνει ανεκπλήρωτο. Τέλος, βρήκε τη δύναμη και κίνησε προς την έξοδο. Σαν βγήκε, κάθισε για λίγο στα σκαλοπάτια του διπλανού σπιτιού. Κι εκεί, ξέσπασε σε αναφιλητά καθώς ήρθε για πρώτη του φορά αντιμέτωπος με την αμφιβολία: «Γι’ αυτούς τους ανθρώπους, λοιπόν, θυσίασα τη ζωή μου;»

Απάντηση στο ρητορικό ερώτημά του δε βρήκε, κι έτσι, με το κεφάλι σκυφτό, πήρε το δρόμο για τη στάση του λεωφορείου. Περνώντας έξω από το τοπικό σούπερ-μάρκετ, είδε τη γριούλα που, όπως κάθε μέρα, ζητιάνευε εκεί. Στο πλάι της, ένα πλαστικό τασάκι με λίγα ψιλά…

Δεν ένιωθε πια να πεινά, κι οι τίτλοι των εφημερίδων στο περίπτερο του φαίνονταν σήμερα αδιάφοροι. Έτσι, οι πολύτιμες οικονομίες της μέρας – αυτές που, λίγο ακόμα και θα του ‘χαν χαρίσει μια ανέλπιστη ευτυχία – του ήταν πια άχρηστες, έμοιαζαν με περιττό βάρος στην τσέπη του.

Δίχως την αίσθηση πως έκανε κάποια σπουδαία πράξη, άδειασε ολόκληρο το περιεχόμενο του φθαρμένου πορτοφολιού στο πλαστικό τασάκι…

(Αφιερωμένο σε όλους τους «ηλίθιους» αυτού του κόσμου, που δεν βρήκαν – μα κι ούτε ζήτησαν να βρουν – δικαίωση…)